Ανακοπή ΚΕΔΕ, αοριστία ταμειακής βεβαίωσης : μη ύπαρξη βλάβης όταν η ανακόπτουσα είναι σε γνώση των βασικών στοιχείων της οφειλής της από κεφάλαιο και τόκους. ….. εταιρία τελούσα υπό ειδική εκκαθάριση. Οφειλή μισθωμάτων, αποθεματικών συντήρησης αεροσκαφών προερχόμενων από σύμβαση υπομίσθωσης με το Δημόσιο. Ένσταση παραγραφής, αοριστία αυτής όταν δεν προσδιορίζεται η αφετηρία της για κάθε κονδύλιο. Επικουρικώς εφαρμοστέα η 12ετής παραγραφή του αγγλικού δικαίου με αιτία τη σύμβαση και όχι η εξαετής καθώς οι επίδικες συμβάσεις έχουν την έννοια των “speciality”. Έννοια αποθεματικών συντήρησης. Ταμειακή βεβαίωση όχι πράξη αναγκαστικής είσπραξης, δυνατή η αναγγελία με βάση αυτή στην ειδική εκκαθάριση. Επικυρώνει την εκκαλούμενη απόφαση.
Αριθμός απόφασης 622/ 2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με την με αρ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αικατερίνη Κοκόλη Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή, και τη Γραμματέα E.T..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:. Της υπό ειδική εκκαθάριση του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005, ως ισχύει, ανωνύμου εταιρίας ……………., που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους της Δημήτριο Καράμπελα και Μαρία – Ειρήνη Γιαννούζη (με δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….), ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..) και ήδη από 1.1.2017 από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Σταυρούλα Φωτοπούλου.
Η εκκαλούσα – ανακόπτουσα άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 28.9.2016 και με αρ. καταθ. ………/3016 ανακοπή της κατά του εφεσίβλητου – καθ’ ού η ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 4576/2017 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 1.3.2018, με αριθμό κατ. ………./6.3.2018 έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15.11.2018, οπότε και αναβλήθηκε διαδοχικά για τις 24.10.2019 και 2.4.2020. Κατά την τελευταία συνεδρίαση η υπόθεση ματαιώθηκε, κατ΄ εφαρμογήν της υπ’ αριθμ. ΔΙΑ/ΓΠ.οικ.18176/15-3-2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ 864Β715-3-2020) και επαναφέρθηκε προς συζήτηση στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει του άρθρου 74 § 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020), με την με αρ. 55/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι της εκκαλούσας παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ και αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει, η δε δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1.3.2018 (με αριθμό κατ. ………../6.3.2018) έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4576/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 28.9.2016 (με αρ. καταθ. …………/3016) ανακοπής της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας κατά του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επιδόθηκε την 5.2.2018 (βλ. επισημείωση του δικ. επιμελητή ……… στο αντίγραφο της απόφασης), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 6.3.2018 στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κι έχει κατατεθεί το ανάλογο παράβολο (βλ. το με αρ. ………. e – παράβολο που εξοφλήθηκε). Επίσης, όπως προκύπτει από την με αρ. ………/30.1.2020 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, το δικόγραφο της έφεσης είχε κοινοποιηθεί στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., μετά κλήσεως για τη δικάσιμο της 2.4.2020, στην οποία ματαιώθηκε η συζήτηση (λόγω των μέτρων της πανδημίας του COVID 19, οπότε επαναπροσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο αυτεπαγγέλτως), έτσι, πληρείται η προϋπόθεση της διάταξης του άρθρου 36 § 1 του Ν. 4389/2016, δηλαδή της κοινοποίησης της έφεσης στον άνω Διοικητή ως εκπρόσωπο του Δημοσίου, για όλα τα δικόγραφα που ασκούνται μετά την 1.1.2017, αναφορικά για διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (βλ. ΑΠ 109/2018, ΕφΠειρ 538/2020, ΕφΠειρ 325/2020, ΕφΛαρ 302/2019 TNΠ ΔΣΑ) κι επιπλέον, αντίγραφο της έφεσης έχει επιδοθεί και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Πειραιώς (βλ. την με αρ……../29.5.2018 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………). Σημειωτέον ότι η έφεση ασκείται με μόνη την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ώστε η αρχική μη επίδοση αυτής στον Διοικητή της Α.Δ.Α.Ε. ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, να μην έχει ως συνέπεια να κηρυχθεί αυτή απαράδεκτη, αλλά μόνο το απαράδεκτο της σχετικής συζήτησης, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε, αφού το δικόγραφο επιδόθηκε κανονικά στον ανωτέρω (ΕφΠειρ 538/2020, 325/2020, ΕφΛαρ 312/2019 οπ.). Επομένως, αυτή (έφεση) πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την ανωτέρω ανακοπή της η ανακόπτουσα ζήτησε την ακύρωση των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς α) με στοιχεία ταυτότητας οφειλής ………. με ημερομηνία έκδοσης 28-9-2016 και β) με στοιχεία ταυτότητας οφειλής ………. με ημερομηνία έκδοσης 28-9-2016 και κάθε άλλης συμπροσβλητής πράξης και παράλειψης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 4576/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε αυτήν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ν.δ. 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ (η οποία μπορεί να ασκείται και κατά του νομίμου τίτλου, όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης) ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμα του με αγωγή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 §. 2 και 3 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 2 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο αποτελούν : α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Επίσης, νόμιμο τίτλο αποτελεί και η πράξη καταλογισμού (ταμειακή βεβαίωση) χρηματικού ποσού σε βάρος του διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, απ’ αυτόν δε (τον τίτλο), με την συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση. Η ταμειακή βεβαίωση ναι μεν εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά δεν αποτελεί η ίδια αναγκαστικό μέτρο είσπραξης, καθώς έχει κατά βάση ως συνέπεια ότι το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο κι αρχίζει η επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, χωρίς να συνιστά η ίδια αναγκαστικό μέτρο, με την έννοια του άρθρου 9 του ΚΕΔΕ (ΣτΕ 2279/2017, 1874/2015, 2040/2007, ΔΕφΑθ 1104/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Την ταμειακή βεβαίωση του χρέους ακολουθεί ατομική ειδοποίηση στον οφειλέτη, που εκδίδει η αρμόδια φορολογική αρχή την οποία είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος (άρθρο 4 § 1 του ΚΕΔΕ όπως αντικ. με την παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013, με ημερομηνία ισχύος την 1.1.2014). Η ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται προς την επιταγή προς πληρωμή (§ 2). H ατομική ειδοποίηση ακολουθεί την νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του ποσού του χρέους του οφειλέτη του Δημοσίου και αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί σ’ αυτόν το χρέος και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί αυτός να στραφεί με τις σχετικές ανακοπές κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή να προβεί σε ρύθμιση του χρέους του (ΣτΕ 1864/2018, 1074/2017, 3325/2014, 29/2013, 1806/2011, 1705/2008). Εξάλλου, από την ταμειακή βεβαίωση ως νόμιμο τίτλο, με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση. Στον ανωτέρω νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, έτσι ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης του από τον οφειλέτη να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Περαιτέρω, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, ούτε η ατομική ειδοποίηση, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή, μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 § 1 του ΚΕΔΕ, στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποίησης, εν όψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη (ΟλΑΠ 5/2019). Βλάβη με την ανωτέρω έννοια τελικά δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαίωσης και της ατομικής ειδοποίησης συνοδεύεται με τα αναγκαία δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που αυτά γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιοδήποτε τρόπο με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι, ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, χωρίς να αρκεί ότι τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν στη συζήτηση στο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 5/2019, ΑΠ 1180/2020, ΑΠ 190/2020, ΑΠ 189/2020, AΠ 352/2020, ΑΠ 1031/2019, ΑΠ 1177/2017, ΑΠ 391/2017, ΑΠ 1247/2015, άλλως ΑΠ 323/2018, ΑΠ 819/2018, ΑΠ 340/2017, ΑΠ 237/2016 που δέχονται ότι αρκεί να προσκομίζονται τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο στο Δικαστήριο της ανακοπής).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε στον πρώτο λόγο της ανακοπής της, που επαναφέρει με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής της, ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης της ΔΟ.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί σε αυτήν και την έκδοση των οποίων πληροφορήθηκε την 28-9-2016 με την ανάρτηση τους στον Πίνακα Χρεών που τηρείται με ηλεκτρονική βάση στο Υπουργείο Οικονομικών, επιχειρείται η έναρξη αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση τυπικά εκτελεστό τίτλο του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος είναι άκυρος, καθώς αορίστως και χωρίς νόμιμη αιτιολογία αναφέρεται το οφειλόμενο από την υπό εκκαθάριση εταιρεία ποσό, χωρίς να γίνεται οποιοσδήποτε προσδιορισμός για το είδος και την αιτία της οφειλής. Ειδικότερα, ότι δεν αναφέρονται η ταυτότητα των συμβάσεων υπομίσθωσης, δυνάμει των οποίων καταλογίζονται σε βάρος της μισθώματα και αποθεματικά συντήρησης, το χρονικό διάστημα, στο οποίο ανατρέχουν τα μισθώματα και τα αποθεματικά συντήρησης, η ημερομηνία κατά την οποία τα ανωτέρω ποσά θα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, το ύψος των τόκων ή τυχόν προσαυξήσεων ή τυχόν προστίμων ή τυχόν άλλων τελών και το χρονικό διάστημα που αυτοί αφορούν, καθώς και το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ή προσαυξήσεων. Ότι οι πιο πάνω ελλείψεις καθιστούν μη δυνατή την άμυνα της κατά του σχετικού εκτελεστού τίτλου, με αποτέλεσμα να προκαλείται σ’ αυτήν ανεπανόρθωτη ουσιαστική και δικονομική βλάβη, που την αποστερεί ουσιαστικά, από το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας.
Από την εκτίμηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, όσον αφορά τη βασιμότητα του άνω λόγου ανακοπής, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του άρθρου 27 του ν. 3185/2003 «Περί μετασχηματισμού ομίλου …….» αποσχίσθηκε το πτητικό έργο της «………» και την εκτέλεση του ανέλαβε η ανακόπτουσα, εταιρεία με την επωνυμία: «………..». Η εταιρία αυτή ετέθη σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005, όπως προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3710/2008, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 5714/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, και ορίσθηκε εκκαθαρίστρια η εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία με την υπ’ αριθ. 1188/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αντικαταστάθηκε με την «………..». Περαιτέρω με το άρθρο 53 του ν. 3283/2004, ορίσθηκε ότι: «1.- Το Δημόσιο δύναται, συνάπτοντας τις σχετικές συμβάσεις, να υπεισέλθει, με τους ίδιους ή διαφορετικούς όρους, στη θέση της ………..(πρώην ……….-) στις χρηματοδοτικές μισθώσεις που είχε καταρτίσει αναφορικά με τέσσερα αεροσκάφη τύπου AIRBUS Α 340-300 με αριθμούς κατασκευαστή (MSN) …. και ……. και για την τήρηση των οποίων είχε χορηγηθεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης το Δημόσιο δύναται να προβαίνει ελευθέρως και κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, σε εξαγορά, μίσθωση, υπομίσθωση, μεταβίβαση, πώληση και σε οποιαδήποτε πράξη ή σύμβαση διαχείρισης, εκμετάλλευσης ή διάθεσης των παραπάνω αεροσκαφών, καθώς και στην κατάρτιση των σχετικών προς πραγμάτωση των σκοπών αυτών συμβάσεων, περιλαμβανομένων και συμβάσεων παροχής τεχνικών, χρηματοοικονομικών, νομικών ή άλλων αναγκαίων υπηρεσιών.». Σε εκτέλεση της τελευταίας διάταξης το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε στη θέση της «………….» στις χρηματοδοτικές μισθώσεις που είχε αυτή συνάψει, στις 17.11.1999 ως μισθώτρια, με την εταιρία «……….», αναφορικά με τα αεροσκάφη του προαναφερόμενου τύπου και αριθμό σειράς κατασκευαστή .., .., … και …. Στη συνέχεια, το Ελληνικό Δημοσιο υπομίσθωσε στην ανακόπτουσα εταιρία «………..», πριν αυτή τεθεί σε εκκαθάριση (υπεκμισθωτής το Δημόσιο και υπομισθώτρια η ανακόπτουσα) τα ανωτέρω αεροσκάφη και συγκεκριμένα καταρτίσθηκαν οι εξής συμβάσεις : 1) η από 17-12-2004 σύμβαση υπομίσθωσης για το με αρ. MNS ….. αεροσκάφος, 2) η από 17-12-2004 σύμβαση για το με αρ. MNS ……, 3) η από 27-4-2005 σύμβαση για το με αρ. MNS ……. και 4) η από 25-4-2005 σύμβαση για το με το με αρ. MNS ………. Η μισθωτική διάρκεια ορίστηκε αρχικά σε 2 έτη και παρατάθηκε δυνάμει των από 17-6-2007 (για τα αεροσκάφη με αριθμούς σειράς 280 και 292) και 6-8-2007 συμβάσεων υπομισθώσεως (για τα αεροσκάφη με αρ. σειράς MNS .. και MNS …), ώστε η συνολική μισθωτική διάρκεια για το αεροσκάφος με αριθ. σειράς κατασκευαστή MSN … και στοιχεία νηολογίου …. ήταν από 17-12-2004 έως και 30-9-2009, για το με αριθμό σειράς κατασκευαστή …. και στοιχεία νηολογίου …. από 17-12-2004 έως και 30-9-2009, για το με αρ. σειράς κατασκευαστή MSN .. και στοιχεία νηολογίου …. από 27-4-2005 έως και 26-10-2009 και για το με αρ. σειράς κατασκευαστή MSN …… και στοιχεία νηολογίου ….. από 25-4-2005 έως και 24-10-2009. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό 395.000 € για καθένα αεροσκάφος των με αρ. 1 και 2 συμβάσεων και 600.000 € για καθένα από τις με αρ.3 και 4 συμβάσεων, τα όποια ήταν καταβλητέα την 1η κάθε ημέρα εκάστου μηνός. Ως πρόσθετη υποχρέωση ορίσθηκε ποσό αποθεματικού συντήρησης για έκαστο αεροσκάφος, ανερχόμενο για κάθε ημερολογιακό μήνα στο ποσό των 335.400 €, καταβλητέο την 10η ημέρα κάθε μηνός. Η υπομισθώτρια επιπλέον θα όφειλε τέλος χαρτοσήμου και σε περίπτωση καθυστέρησης των υποχρεώσεών της για οποιαδήποτε πληρωτέο ποσό, όφειλε τόκο υπερημερίας ίσο με το «libor» προσαυξημένο κατά 2,5 % ποσοστιαίες μονάδες ή αν αυτό ήταν χαμηλότερο, το μέγιστο επιτρεπόμενο από το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο. Eξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 53 του νόμου 3283/2004, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/21531/Α0024 ΚΥΑ (ΥΑ ΦΕΚ Β 598 2005): «Σύσταση ειδ. λογαριασμού Ε.Δ.- Καταθέσεις ποσών από μισθώματα αεροσκαφών» όπως αυτή συμπληρώθηκε με την ΚΥΑ 3436/29/2006 (ΦΕΚ Β΄142 8.2.2006) (Συμ. ΥΑ Ειδικός λογαριασμός με τίτλο “Ελ.Δημ.-Καταθ. Ποσών από Μισθώματα Αεροσκαφών”), με τις οποίες συστήθηκε ειδικός εκτός προϋπολογισμού λογαριασμός στην Τράπεζα της Ελλάδος στην ομάδα 234 με κωδικό αριθμό …… και τίτλο «Ελληνικό Δημόσιο Καταθέσεις Ποσών από Μισθώματα Αεροσκαφών», ο οποίος θα χρεοπιστωνόταν με αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. Συγκεκριμένα ορίσθηκε ότι: α) Θα πιστώνεται με τα μισθώματα που θα καταβάλλει η εταιρία «………» στο Ελληνικό Δημόσιο από την υπεκμίσθωση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου AIRBUS Α340 300, με αριθμούς κατασκευαστή (Manufacturer’s Serial Number MSN) .., .., .. και .., β) θα χρεώνεται: (α) με τα ποσά για την εξόφληση των μισθωμάτων των αεροσκαφών προς τις δανείστριες Τράπεζες, (β) με την πληρωμή των συμβούλων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 53 του ν. 3283/2004 και (γ) ο ίδιος λογαριασμός θα πιστώνεται προσωρινά με τα ποσά που θα καταβάλει η υπομισθώτρια ως αποθεματικά συντήρησης, τα οποία θα επιστρέφονταν με χρέωση του λογαριασμού σ΄ αυτήν μετά την υποβολή των δικαιολογητικών που απαιτούνταν από τη σύμβαση υπεκμίσθωσης, τα οποία θα αποδεικνύουν την διενέργεια των απαραιτήτων ενεργειών συντήρησης. Η ανακόπτουσα, κατέβαλε εκπρόθεσμα μέρος των υποχρεώσεών της από μισθώματα και αποθεματικά συντήρησης, οπότε η Γενική Διεύθυνση Μεταφορών- Διεύθυνση Επιβατικών Μεταφορών, Τμήμα Εναέριων Μεταφορών και Αξιοποίησης αεροδρομίων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, απέστειλε με το υπ’ αριθ. οικ. 53998/3648/8-8-2016 έγγραφο της προς τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς χρηματικό κατάλογο και περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης, συνοδευόμενα από τις συμβάσεις υπομίσθωσης και τις ανωτέρω ΚΥΑ προκειμένου η τελευταία να προβεί στην άμεση ταμειακή βεβαίωση της οφειλής και να αναγγείλει το ποσό στην ειδική εκκαθαρίστρια «ΕΤΕ Α.Ε.», δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005. Στην τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση αναφέρεται το συνολικό ποσό των 313.895.676,71 €, δηλαδή κεφάλαιο 144.204.133,97 €, τόκοι υπερημερίας 160.881.839,69 € και χαρτόσημο 8.809.703,05 €, το οποίο στο συνοδευόμενο χρηματικό κατάλογο αναλύεται ως εξής 1) συνολικό ποσό 184.564.11.9,69 €, αναλυόμενο σε κεφάλαιο οφειλής ποσού 83.832.133,97 €, τόκους υπερημερίας ποσού 94.318.560,71 € και χαρτόσημο ποσού 6.413.425,01 €, που αφορά σε μισθώματα έτους 2005-2009 και 2) συνολικό ποσό 129.331.557,02 €, αναλυόμενο σε κεφάλαιο οφειλής ποσού 60.372.000,00 €, τόκους υπερημερίας ποσού 66.563.278,98 € και χαρτόσημο ποσού 2.396.278,04 €, που αφορά σε αποθεματικά συντήρησης έτους 2005-2009. Η Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά σε εκτέλεση των παραπάνω προχώρησε στη βεβαίωση ποσού 184.564.119,69 €, με το με αριθμό …./12.8.2016 γρ.1 τριπλότυπο βεβαίωσης και 129.331.119 € με το υπ’ αριθ. …./12.8.2016 τριπλότυπο βεβαίωσης. Σε συνέχεια των άνω βεβαιώσεων απεστάλη στην ανακόπτουσα η υπ’ αριθ. …/16.8.2016 ατομική ειδοποίηση χρεών του άρθρου 4 Κ.Ε.Δ.Ε συνολικού ποσού 313.895.676,71 €, στην οποία αναφέρεται υπό Α.Τ.Β. (Αριθμός Ταμειακής Βεβαίωσης) ……12-8-2016 «καταλογισμός» 184.564.119,69 ευρώ, ημερομηνία δόσης 30-9-2016 και υπό Α.Τ.Β. …….. 12-8-2016 «καταλογισμός» 129.331.557,02 ευρώ, ημερομηνία δόσης 30-9-2016. Οι ως άνω, αναφερόμενες από την ανακόπτουσα, ατομικές ειδοποιήσεις περιέχουν τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία, εφόσον περιέχουν τα στοιχεία της οφειλέτιδος, το ΑΦΜ της, το είδος και το ποσό του χρέους, τον αριθμό του τριπλότυπου βεβαίωσης, το οικονομικό έτος και την χρονολογία πληρωμής του χρέους. Οι προαναφερόμενες συμβάσεις υπομίσθωσης αεροσκαφών και ο ειδικός λογαριασμός που τηρήθηκε δυνάμει των παραπάνω ΚΥΑ, με βάση τον οποίο συντάχθηκαν, από τη Γενική Διεύθυνση Μεταφορών-Διεύθυνση Επιβατικών Μεταφορών, Τμήμα Εναέριων Μεταφορών και Αξιοποίησης Αεροδρομίων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ως άνω συγκεντρωτικοί πίνακες και πίνακες ανά ζεύγος αεροσκαφών οφειλομένων μισθωμάτων και αποθεματικών συντήρησης, συνιστούν το νόμιμο τίτλο της εν λόγω οφειλής της ανακόπτουσας. Στις ταμειακές βεβαιώσεις αυτές αναφέρονται, όπως εκτέθηκε, μόνο τα συνολικά ποσά οφειλής των 184.564.119,69 € και 129.331.119 € με μόνη αιτιολογία «καταλογισμός», χωρίς περαιτέρω ανάλυση της οφειλής. Εξειδίκευση των ανωτέρω οφειλών γίνεται στους οικείους χρηματικούς καταλόγους, όπου αναφέρονται οι αιτίες αυτών, αντίστοιχα, δηλαδή : 1) μισθώματα ετών 2005 – 2009, συνολικό ποσό 184.564.11.9,69 €, κεφάλαιο οφειλής 83.832.133,97 €, τόκοι υπερημερίας 94.318.560,71 € και χαρτόσημο 6.413.425,01 €, που αφορά σε μισθώματα ετών 2005-2009 και 2) αποθεματικά συντήρησης ετών 2005-2009, συνολικό ποσό 129.331.557,02 €, κεφάλαιο 60.372.000,00 €, τόκοι υπερημερίας ποσού 66.563.278,98 € και χαρτόσημο 2.396.278,04 €. Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι οι ταμειακές βεβαιώσεις είναι όλως αόριστες και ουδέποτε περιήλθαν σ’ αυτή τα ανωτέρω έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο της οφειλής της, πριν την άσκηση της ανακοπής, ούτε μπορούσε η ίδια να τα λάβει αφού δεν περιέχονταν στον οικείο διοικητικό φάκελο. Όμως, η ανακόπτουσα ήταν σε γνώση των βασικών στοιχείων της εν λόγω οφειλής της, κατά κεφάλαιο και τόκους, πλέον επιβάρυνσης χαρτοσήμου, όπως προκύπτει από την από 29.12.2015 αίτησή της για κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας του άρθρου 27 του ν.δ. 3560/1956. Στην αίτησή της αυτή, στην οποία έχει περιλάβει αναλυτικά όλες τις αξιώσεις της σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου έως την 6.10.2006, με δεδομένο ότι η σύμβαση που είχε καταρτίσει με το τελευταίο (άρθρο 1 του νδ. 3560/1956), αποκλειστικής εκμετάλλευσης όλων των υπό Ελληνική σημαία αεροπορικών μεταφορών εσωτερικού και εξωτερικού, έληξε την άνω ημερομηνία (άρθρο 1 της σύμβασης που κυρώθηκε με το ν.δ. 4262/1962 και άρθρο 2 § 1 της σύμβασης που κυρώθηκε με το ΒΔ 862/1966), μάλιστα, έχει ενσωματώσει και αναλυτικούς πίνακες (σελ. 77 αίτησης παρ. 152, 153 επ. πίνακες υπό στοιχεία 11″, 11 β, 11 γ, και 12α, 12β και 12γ) με τα οφειλόμενα από αυτή μισθώματα, αποθεματικά συντήρησης, τόκους (υπολογισμένους με βάση τις συμβάσεις) και χαρτόσημο έως τον Οκτώβριο του 2006 συνολικού ποσού 60.911.977,59 €, πλέον τόκων υπερημερίας τελών χαρτοσήμου και ΟΓΑ 23.696.609,12 €. Μετά την ανωτέρω ημερομηνία, η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ότι προέβη σε καταβολές, οι δε συμβάσεις υπομίσθωσης δεν έληξαν πρόωρα και συνεχίσθηκαν έως την συμβατική λήξη αυτών (2009), όπως συνομολογεί και η ίδια, ώστε να οφείλονται κανονικά οι ίδιες απαιτήσεις για μισθώματα, αποθεματικά συντήρησης, τόκους υπερημερίας και χαρτόσημο, αντιστοίχως. Εξάλλου, η ανακόπτουσα, με την ένδικη ανακοπή της, δεν αμφισβητεί την οφειλή της καταβολής μισθωμάτων, παρά μόνον την οφειλή αποθεματικών συντήρησης, ενώ, στην άνω αίτησή της (από 29.12.2015) συνομολογούσε καταρχήν ότι όφειλε και αυτά, επιπλέον στην ένδικη ανακοπή επικαλείται ότι πραγματοποίησε σχετικές δαπάνες συντήρησης, που γνωστοποίησε εκ των υστέρων στο καθ΄ού η ανακοπή, με την από 28.9.2016 εξώδικη δήλωσή της, δηλαδή όχι κατά τη συμβατική διάρκεια (ουσιαστικά οψιγενή πραγματικά περιστατικά). Επίσης, η ανακόπτουσα αμφισβητεί αορίστως την οφειλή της τυχόν υπερβαλλόντων τόκων υπερημερίας και προσθέτων επιβαρύνσεων, χωρίς όμως να προβαίνει σε δικό της ορθό υπολογισμό και προβάλει ένσταση παραγραφής (θα ερευνηθούν οι λόγοι αυτοί κατωτέρω). Με αυτά τα δεδομένα, η ανακόπτουσα δεν έχει υποστεί κάποια σχετική δικονομική βλάβη, εφόσον οι συμβάσεις υπομίσθωσης με τη διάρκεια αυτών, όπως και τα οφειλόμενα από αυτή μισθώματα, αποθεματικά συντήρησης, και τέλος χαρτοσήμου, που συνιστούν τα επί μέρους στοιχεία των χρεών της, που αναφέρονται στις ανωτέρω ταμειακές βεβαιώσεις, ήταν ήδη γνωστά σ’ αυτήν πριν την άσκηση της ένδικης ανακοπής της, ούτε έχει στερηθεί κάποιο δικονομικό της δικαίωμα, αφού έχει τη δυνατότητα επαρκώς να αμφισβητήσει την οφειλή της αυτή με την παρούσα ανακοπή της (βλ. ΑΠ 1031/2019). Κατόπιν αυτών, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με τη σχετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ώστε οι πρώτοι, δεύτερος και τρίτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους επαναφέρεται ο άνω λόγος της ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251 επ, 277 του ΑΚ και 262 § 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της (ΑΠ 448/2015, ΑΠ 761/2014). Προκειμένου δε περί ένστασης παραγραφής περιοδικών παροχών πρέπει να εκτίθεται προς θεμελίωσή της, α) ο χρόνος γέννησης κάθε περιοδικής παροχής, β) το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής (ανά έτος ή αναλόγως του χρόνου έναρξης της παραγραφής) και γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επί μέρους παροχής, διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη (ΑΠ 1419/2019, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 623/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 585 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, «Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή…» Από την τελευταία διάταξη, που εφαρμόζεται και επί ανακοπών του ΚΕΔΕ, προκύπτει ότι νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του (ανακόπτοντος) της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ (και ήδη μετά το ν. 4335/2015 μόνο η τελευταία), διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της η διάταξη του άρθρου 585 § 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 5/2018, ΑΠ 111/2015, ΑΠ 1287/2012, ΕφΠειρ 234/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τυχόν αοριστία του λόγου ανακοπής, η οποία περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί, παραδεκτά, να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, με τους όρους της ίδιας διάταξης (ΑΠ 2165/2013 σε www.areiopagos.gr, ΑΠ 916/2002, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 1437/2000, ΕφΠειρ 172/2021, ΕφΠατρ 142/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 727/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει την ένσταση παραγραφής, που είχε προβάλλει με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, στην οποία ισχυρίστηκε τα εξής : Ότι οι ταμειακώς βεβαιούμενες απαιτήσεις του καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου έχουν υποπέσει στην ετήσια παραγραφή κατά τα άρθρα 154 και 156 του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου [ν. 1815/1988], άλλως και επικουρικώς στην προβλεπόμενη από το εφαρμοστέο στις ένδικες συμβάσεις υπομίσθωσης αγγλικό δίκαιο, εξαετή παραγραφή, με έναρξη την ημερομηνία που το κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε οι οποιεσδήποτε αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου βάσει των ανωτέρω συμβάσεων υπομίσθωσης έχουν αποσβεσθεί λόγω παραγραφής, καθώς είναι αδύνατον να έχουν γεννηθεί μετά τη λύση των συμβάσεων υπομίσθωσης εντός του έτους 2009. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς γίνεται επίκληση αυτής αδιακρίτως για όλα τα κονδύλια (μισθώματα, αποθεματικά συντήρησης, τόκοι υπερημερίας τέλη χαρτοσήμου) χωρίς να προσδιορίζονται τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, ήτοι : α) ο χρόνος γέννησης και το απαιτητό κάθε περιοδικής παροχής, β) το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής και ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επί μέρους παροχής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον άνω λόγο ως αόριστο (κύρια αιτιολογία) ορθά εφάρμοσε το νόμο. Επίσης, στην έφεσή της η ανακόπτουσα επικαλείται ότι η εξαετής παραγραφή του αγγλικού δικαίου ξεκίνησε από το χρονικό σημείο λήξεως των συμβάσεων ήτοι 30-9-2009 για τα υπό στοιχεία …… και …… αεροσκάφη και 27-10-2009 και για το υπό στοιχεία ……. αεροσκάφος, καθώς και για το υπό στοιχεία …….. αεροσκάφος, έως την έκδοση των ανακοπτόμενων ταμειακών βεβαιώσεων (28.9.2016). Όμως, δεν είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του άνω λόγου ανακοπής με το δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 585 § 2 ΚΠολΔ) και σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός παραμένει αόριστος, διότι δεν γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που αφετηριάζεται η παραγραφή για κάθε κονδύλιο που αντιστοιχεί σε κάθε σύμβαση υπομίσθωσης. Και με την εκδοχή όμως ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προταθεί παραδεκτά και ήταν ορισμένος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον όρο 26.1 των υπό κρίση από 17-12-2004, από 27-4-2005 και από 25-4-2005 συμβάσεων υπομίσθωσης αεροσκαφών, που προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, οι ανωτέρω συμβάσεις διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τους νόμους της Αγγλίας και επομένως εφαρμοστέο και ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων από τις επίδικες μισθώσεις αεροσκαφών τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο και όχι το ελληνικό, ώστε να εφαρμόζεται συντομότερη παραγραφή. Επιπλέον, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα υπ’ αριθμ. 16/31-1-2017 νομική πληροφόρηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου στο αγγλικό δίκαιο η σύμβαση μισθώσεως αεροσκάφους δεν ρυθμίζεται από ειδικό νομοθέτημα, αλλά διέπεται από τις γενικές αρχές περί συμβάσεων του κοινού δικαίου, καθώς και από το νόμο περί παροχής αγαθών και υπηρεσιών του 1982, ο οποίος εφαρμόζεται στις μισθώσεις κινητών, που δεν περιέχει ειδικές διατάξεις για παραγραφή απαιτήσεων, ώστε εφαρμόζεται ο νόμος περί παραγραφής του 1980 (limitations Act 1980). Ο ανωτέρω νόμος για τις απαιτήσεις που έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη σύμβαση προβλέπει, στο άρθρο 5, εξαετή παραγραφή, αν πρόκειται για απλή σύμβαση και δωδεκαετή παραγραφή, κατά το άρθρο 8, αν πρόκειται για “speciality”. Απλή σύμβαση είναι αυτή που δεν έχει καταχωρισθεί και δεν φέρει σφραγίδα, δηλαδή αυτή που καταρτίζεται με απλή συμφωνία των μερών και δεν αποτυπώνεται σε έγγραφο, ή αν έχει περιβληθεί τον έγγραφο τύπο, το εν λόγω έγγραφο δεν φέρει σφραγίδα, ούτε αποδεικνύεται δυνάμει καταχωρήσεως του. «Speciality» είναι καταρχήν η σύμβαση που έχει περιβληθεί τον τύπο της επιθέσεως σφραγίδας (under seal) το περιεχόμενο του όρου όμως, τόσο κατά τη θεωρία όσο και τη νομολογία, ερμηνεύεται ευρύτερα, δηλαδή γίνεται δεκτό ότι ο όρος αυτός «speciality» συμπεριλαμβάνει συμβολαιογραφικά έγγραφα, ομόλογα, συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στην αλλοδαπή και φέρουν σφραγίδα κλπ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι επίδικες συμβάσεις υπομίσθωσης καταρτίσθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 53 του νόμου 3283/2004 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, και, Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι υπέγραψαν υπό τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ανακόπτουσας πριν τεθεί σε εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, ο οποίος και αυτός έθεσε την υπογραφή του υπό την εταιρική σφραγίδα. Οι συμβάσεις αυτές καταχωρήθηκαν στα βιβλία (μητρώα) πολιτικών αεροσκαφών αλλοδαπής ιδιοκτησίας της Ελληνικής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, ενώ οι από 27-4-2005 συμβάσεις υπομίσθωσης αναφορικά με τα αεροσκάφη τύπου «Airbus A340 300» με αριθμούς σειράς κατασκευαστή .. και .. και Ελληνικά Στοιχεία Νηολόγησης αντίστοιχα …….. και …… εγκρίθηκαν και επικυρώθηκαν με την ΥΑ οικ. 2/29931/0025 ΦΕΚ Β 809/2005. Είναι άξιο μνείας ότι όπως μνημονεύεται στην άνω ΥΑ πριν τις επίδικες συμβάσεις υπομίσθωσης είχαν προηγηθεί οι εξής συμβάσεις: .1) Η Σύμβαση Αναδιάρθρωσης (Deed of Restructuring), μεταξύ των ………..Ελληνικού Δημοσίου και …….., 2. Η Δήλωση Χρόνου Ενάρξεως Ισχύος (Effective Time Notice), μεταξύ των ………… και Ελληνικού Δημοσίου. 3. Η Σύμβαση Ορισμού Σειράς Κατάταξης (Deed of Application of Proceeds and Priorities) μεταξύ των ………….. 4. Η Σύμβαση Αναθεώρησης/Τροποποίησης (Deed of Novation, Amendment and Restatement) μεταξύ των «……..», «………….» και Ελληνικού Δημοσίου. 5. Η Σύμβαση Διαχείρισης, όπως τροποποιήθηκε και αναδιατυπώθηκε (Management Agreement, as Amended and Restated), μεταξύ των «………», «……..», Ελληνικού Δημοσίου και «………». 6. Η Πράξη Συναίνεσης και Συμφωνίας (Deed of Consent and Agreement), μεταξύ των «………», «………..» και Ελληνικού Δημοσίου. 7. Η Δεύτερη Προτιμώμενη Υποθήκη Αεροσκάφους (Second Preferred Aircraft Mortage), μεταξύ της «……….» και του Ελληνικού Δημοσίου. 8. Η Εκχώρηση Ασφαλίσεων (Assignment of Insurances), μεταξύ της «………» και του Ελληνικού Δημοσίου. 9. Η ειδοποίηση προς τους Ασφαλιστές (Notice of Assignment to Insurers) από την «………..» και το Ελληνικό Δημόσιο. 10. Η Αποδοχή της Εκχώρησης των Ασφαλίσεων από το Μισθωτή Ελληνικό Δημόσιο (Acknowledgement of Assignment from the Lessee). 11. Η Σύμβαση Μίσθωσης Αεροσκάφους (Aircraft Lease Agreement) μεταξύ της «……. .» και του Ελληνικού Δημοσίου και 12. Η σύμβαση υπομίσθωσης για καθένα από τα επίδικα αεροσκάφη. Με αυτά τα δεδομένα, καθώς οι συμβάσεις αυτές υπομίσθωσης αποτυπώνονται σε ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο τέθηκαν οι υπογραφές των συμβαλλόμενων υπό τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας και εταιρική σφραγίδα αντίστοιχα, αποδεικνύονται δυνάμει καταχωρήσεως τους σε δημόσια αρχή, εγκρίθηκαν με ΥΑ (για τις προαναφερόμενες) και ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του ομίλου της επιχείρησης «………….», οι εν λόγω συμβάσεις περιλαμβάνονται σ’ αυτές που χαρακτηρίζονται ως «speciality», κατά το αγγλικό δίκαιο, ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η σχετική διάταξη του περί της δωδεκαετής παραγραφής, η οποία δεν έχει συμπληρωθεί στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τον ανωτέρω χρόνο έναρξης της, που επικαλείται η ανακόπτουσα. Συνεπώς, ο λόγος αυτός της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής κυρίως ως αόριστο και με επάλληλη αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, η ανακόπτουσα – εκκαλούσα με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στο παρόν Δικαστήριο, επικαλείται ότι έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων που αφορούν στα τέλη χαρτοσήμου ποσών 6.414.425,01 € και 2.396.278,04 €, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της, ο χρόνος της παραγραφής αυτών συμπληρώθηκε για τα ποσά του έτους 2005 έως την 31.12.2010 και για τα ποσά του έτους 2009 έως την 31.12.2014. Όμως, η ένσταση αυτή περί παραγραφής, με την οποία γίνεται επίκληση συγκεκριμένου χρόνου και για συγκεκριμένα κονδύλια, συνιστά νέο λόγο ανακοπής (βελτίωση ουσιαστικά του αρχικά αορίστου λόγου – ένστασης), ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καθώς δεν είχε προταθεί με το δικόγραφο της ανακοπής.
Περαιτέρω, η ανακόπτουσα, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, σύμφωνα με τον οποίο, ενώ, προς υλοποίηση του όρου 13.2 των συμβάσεων υπομίσθωσης, καταβολής αποθεματικών συντήρησης, συστάθηκε ειδικός λογαριασμός με τίτλο «Ελληνικό Δημόσιο καταθέσεις ποσών από μισθώματα αεροσκαφών», ο οποίος θα χρεοπιστωνόταν με αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, ουδέποτε εκδόθηκε οποιαδήποτε απόφαση του άνω Υπουργού που να αφορά την προσωρινή πίστωση του ειδικού προαναφερομένου λογαριασμού με αποθεματικά συντήρησης, όπως εκδίδονταν αναφορικά με τα καταβαλλόμενα μισθώματα. Ότι, καθόσον δεν εκπληρώθηκε η άνω προϋπόθεση, η ανακόπτουσα αν και διενήργησε υψηλές δαπάνες για τη συντήρηση των τεσσάρων μισθωμένων αεροσκαφών, ουδέποτε έγινε εκκαθάριση του σχετικού λογαριασμού, ώστε να μην είναι δυνατό να της επιστραφούν, οι δαπάνες συντήρησης που πραγματοποίησε. Ότι οι δαπάνες που έχει διενεργήσει για το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως και 30-9-2009 είναι ποσού 92.880.760,04 €, όπως αυτές παρατίθενται σε πίνακα, που ενσωματώνεται στην ένδικη ανακοπή της, τις οποίες γνωστοποίησε στο καθ’ ού η ανακοπή με την από 28.9.2016 εξώδικη δήλωσή της, ώστε, με δεδομένο ότι αυτές υπερβαίνουν το σύνολο του συμβατικού ποσού των αποθεματικών συντήρησης, η ανακόπτουσα, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν έχει κάποια σχετική οφειλή και η ως άνω προσβληθείσα ταμειακή βεβαίωση, κατά το αντίστοιχο μέρος της, πρέπει να ακυρωθεί.
Aπό τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψαν, όσον αφορά την βασιμότητα του ανωτέρω λόγου ανακοπής, τα εξής: Σύμφωνα με τον όρο 13 των εν λόγω συμβάσεων υπομίσθωσης, ο μισθωτής (ανακόπτουσα) θα κατέβαλε την 10η ημέρα κάθε μηνός το ποσό του αποθεματικού συντήρησης, το οποίο θα πιστώνονταν (όρος 13.2) στον λογαριασμό που θα υποδείκνυε ο εκμισθωτής (δημόσιο). Ο εκμισθωτής όφειλε να επιστρέψει το ποσό που αντιστοιχεί σε δαπάνες συντήρησης, που ευλόγως είχε υποβληθεί ο μισθωτής, με την προϋπόθεση ότι υπήρχαν επαρκή κεφάλαια στον λογαριασμό αποθεματικού συντήρησης (13.3.) και δεν θα είχε υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, πέραν του άνω υπολοίπου (13.4), και αν το υπόλοιπο στον λογαριασμό δεν επαρκούσε για την καταβολή εξόδου ελέγχου επιθεώρησης ή αναβάθμισης, όφειλε να το καλύψει ο μισθωτής χωρίς να μπορεί να αξιώσει την επιστροφή του (13.4). Όποιο ποσό καταβαλλόταν από το μισθωτή και πιστωνόταν στο σχετικό λογαριασμό θα ανήκε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του εκμισθωτή, ο οποίος θα είχε δικαίωμα να παρακρατήσει απολύτως οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο πλέον τόκων (13.5). Ο μισθωτής όφειλε να υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στον εκμισθωτή λεπτομερή και τεκμηριωμένα τιμολόγια εργασιών και υλικών για κάθε συντήρηση, για την οποία θα ζητείτο η επιστροφή τους και ο εκμισθωτής θα κατέβαλε αυτά εντός 42 ημερών, από την πραγματική λήψη του τιμολογίου, των αποδείξεων πληρωμής, των συμφωνηθέντων σχεδίων εργασιών συντήρησης την τελική έκθεση και των άλλων δικαιολογητικών εγγράφων που θα ζητούσε ο εκμισθωτής (13.6). Με βάση τους άνω όρους των συμβάσεων υπομίσθωσης, η ανακόπτουσα προκειμένου να έχει αξίωση για απόδοση των δαπανών που πραγματοποίησε, έπρεπε να είχε καταβάλει προηγουμένως το αποθεματικό συντήρησης (του αντίστοιχου μήνα) και μόνον εφόσον υπήρχε επαρκές υπόλοιπο στον τηρούμενο λογαριασμό, ήταν αποδοτέες οι δαπάνες που πραγματοποίησε, για τις οποίες όφειλε να υποβάλει λεπτομερή και τεκμηριωμένα τιμολόγια εργασιών και υλικών, χωρίς να έχει αξίωση επιστροφής του όποιου πιστωτικού υπολοίπου παρέμενε στο λογαριασμό. Εξάλλου, όπως ήδη εκτέθηκε, με την με αρ. ΚΥΑ 2/21531/Α0024 (ΥΑ ΦΕΚ Β 598 2005) συστάθηκε ειδικός λογαριασμός στην Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος θα χρεοπιστωνόταν με αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών τόσο με τα μισθώματα όσο και τα αποθεματικά συντήρησης και ειδικότερα (γ) αρχικά ο ίδιος λογαριασμός θα πιστωνόταν προσωρινά με τα ποσά που θα κατέβαλε αυτή ως αποθεματικά συντήρησης, τα οποία θα επιστρέφονταν σ’ αυτή μετά την υποβολή των απαραίτητων δικαιολογητικών, με χρέωση του άνω ειδικού λογαριασμού και πίστωση στη συνέχεια του τραπεζικού της λογαριασμού. Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι δεν εκδόθηκε Υπουργική Απόφαση για την πίστωση του λογαριασμού με τα αποθεματικά συντήρησης, όπως αντίθετα συνέβη με τα μισθώματα. Όμως, με βάση την ΚΥΑ 2/21531/Α0024 έχει εκδοθεί η με αρ. πρωτ. 5941/623/23.10.2006 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Μεταφορών (προσκομίζεται μάλιστα αντίγραφό της από την ανακόπτουσα) με την οποία παραγγέλεται η χρέωση του προαναφερόμενου ειδικού λογαριασμού της Τράπεζας της Ελλάδος με το ποσό των 6.708.000 € για την επιστροφή του ποσού αυτού στην ανακόπτουσα, λόγω διενέργειας δαπανών από αυτή δυνάμει του με αρ. …./31.12.2005 τιμολογίου αυτής, που σημαίνει ότι η ανακόπτουσα είχε προκαταβάλει το ποσό αυτό του αποθεματικού συντήρησης με πίστωση του οικείου λογαριασμού (με βάση προγενέστερη ΥΑ ή χωρίς αυτή, αφού δεν ήταν απαραίτητη η έκδοσή της κατά τις συμβάσεις), και καθώς υπήρχε επαρκές υπόλοιπο σ’ αυτόν, της επιστράφηκαν από το Δημόσιο οι δαπάνες που πραγματοποίησε με χρέωση του άνω ειδικού λογαριασμού της Τράπεζας της Ελλάδος και πίστωση στη συνέχεια του τραπεζικού λογαριασμού της στην …… Η μη πίστωση του άνω ειδικού λογαριασμού με άλλα ποσά αποθεματικών συντήρησης οφείλεται στο ότι δεν τα κατέβαλε η ανακόπτουσα, η δε εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, τόσο αναφορικά με τα αποθεματικά συντήρησης, όσο και για τα μισθώματα, δεν εξαρτάτο από την έκδοση των Υπουργικών Αποφάσεων, αλλά συνάγεται ότι αυτές θα εκδίδονταν, εφόσον προέβαινε σε αντίστοιχες καταβολές. Με βάση τον άνω ειδικό λογαριασμό, σε συνδυασμό με τους προσκομιζόμενους από το καθ’ ου (συνταγέντες από την οικεία Γενική Διεύθυνση) πίνακες οφειλομένων μισθωμάτων και αποθεματικών συντήρησης, η ανακόπτουσα έχει καταβάλει, έστω εκπρόθεσμα, τα αποθεματικά συντήρησης για όλα τα αεροσκάφη μόνο για το έτος 2005 που έχουν πιστωθεί και αφαιρεθεί από το τελικό υπόλοιπο, ενώ έκτοτε δεν έχει καταβάλει κάποιο ποσό, ούτε άλλωστε επικαλείται κάποια καταβολή που μείωσε αυτό κάτω του οφειλόμενου των 60.372.000 €. Επίσης, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε δαπάνες ύψους συνολικού 92.880.760,04 €, που γνωστοποίησε στο καθ’ ού η ανακοπή με την από 28.9.2016 εξώδικη δήλωσή της (βλ. την υπ’ αριθμ. …./30-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), ωστόσο, δεν προκύπτει ότι αυτές είχαν γνωστοποιηθεί στο καθ’ ού η ανακοπή, κατά την ως άνω συμβατική διάρκεια, επιπλέον, όπως εκτέθηκε, για να έχει αξίωση απόδοσης των δαπανών, όφειλε να είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της καταβολής των αποθεματικών συντήρησης. Είναι ακόμα άξιο μνείας ότι τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που προσκομίζει η ανακόπτουσα για την απόδειξη των άνω δαπανών, είναι συγκεντρωτικά ανά μήνα, χωρίς να συνοδεύονται από τιμολόγια λεπτομερή και αναλυτικά για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν (όρος 13.6), εκτός από λίγα συνημμένα σε αγγλική γλώσσα, συνολικού ποσού 5.155.956,27 €, (από τα οποία και πάλι δεν εξάγεται τι ακριβώς αφορούσαν) κι έχουν εκδοθεί από την θυγατρική του ομίλου «………….» προς την ανακόπτουσα, χωρίς να απευθύνονται στο Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον, ως αιτιολογία αναφέρεται σ’ αυτά «δαπάνες συντήρησης α/φων Α 340, Α 300 – 600 και Β 737», ή «Α 340 και Β 737», δηλαδή δεν αφορούν μόνο τα επίδικα αεροσκάφη (Airbus A 340-300) αλλά επιπλέον και άλλα αεροσκάφη τύπου Α 300 – 600 και Β 737. Οι δαπάνες δηλαδή που επικαλείται η ανακόπτουσα, δεν αποδεικνύονται από τα τιμολόγια που προσκομίζει, τα οποία αφορούσαν τη συντήρηση όλων των αεροσκαφών του ομίλου και όχι μόνο των επιδίκων, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός γι’ αυτά. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε, οι δε αντίστοιχη ελλιπής αιτιολογία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής της, στον οποίο ισχυρίστηκε ότι η άσκηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου του συμβατικού του δικαιώματος για την καταβολή αποθεματικών συντήρησης είναι καταχρηστική, καθώς το Δημόσιο άσκησε το δικαίωμά του απόδοσης των αποθεματικών συντήρησης, μετά πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη λήξη των εν λόγω συμβάσεων μίσθωσης (7 έτη), χωρίς ποτέ να ζητήσει από την ανακόπτουσα να υποβάλει τα παραστατικά για διενέργεια δαπανών συντήρησης. Ότι και για το λόγο αυτό οι προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης είναι άκυρες ως αντικείμενες σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Όμως, αναφέρεται μόνο σε απλή καθυστέρηση του Δημοσίου να ζητήσει την απόδοση των αποθεματικών συντήρησης, η προκαταβολή των οποίων συνιστούσε συμβατική υποχρέωση της ανακόπτουσας, χωρίς πρόσθετα περιστατικά συμπεριφοράς αυτού, σε συνδυασμό με ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός του. Σημειώνεται ότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που ανατρέπει μία κατάσταση που διαμορφώθηκε με τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των ορίων της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 626/2020, ΑΠ 311/2020). Κατόπιν αυτών, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τον οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε αυτόν με την ίδια αιτιολογία, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η εκκαλούσα στον έβδομο λόγο της έφεσής της επαναφέρει τον έκτο λόγο της ένδικης ανακοπής της, στον οποίο εξέθετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΕΔΕ σε περίπτωση συμβατικών χρεών ισχύουν οι διατάξεις της συμβάσεως περί τόκων και όχι οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις περί τόκων και προσαυξήσεων, σύμφωνα δε με του όρους των εν λόγω τεσσάρων συμβάσεων υπομίσθωσης το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε σε ποσοστό 2,5 μονάδων πλέον του LIBOR της αντίστοιχης μηνιαίας περιόδου. Ότι ενόψει των παραπάνω το τυχόν υπερβάλλον ποσό τόκων και προσαυξήσεων που έχει υπολογισθεί και καταλογισθεί βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ είναι μη νόμιμο, αντικείμενο προς τη διάταξη του άρθρου 6 § 3 του Κ.Ε.Δ.Ε. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί αφενός ως αόριστος, διότι η ανακόπτουσα επικαλείται υποθετικώς ότι επιβλήθηκαν σε βάρος της πρόσθετες επιβαρύνσεις, πλέον των συμβατικών επιτοκίων που είχαν ορισθεί, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένα, το υπερβάλλον ποσό τόκων και προσαυξήσεων και ποιό είναι αυτό, δηλαδή κατά ποιό ποσό επιβαρύνθηκε η σχετική οφειλή της στις ανακοπτόμενες ταμειακές βεβαιώσεις, εξαιτίας του επικαλούμενου υπολογισμού. Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο υπολογισμός από την αρμόδια υπηρεσία του καθ’ ου η ανακοπή των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας έχει γίνει δυνάμει των όρων 7.6 και 1.1 περί ορισμού επιτοκίου των συμβάσεων, στις οποίες ορίστηκε ως εφαρμοστέο επιτόκιο, αυτό το οποίο είναι ίσο προς το άθροισμα του LIBOR και δυόμιση ποσοστιαίων μονάδων (2,5%) ή αν είναι χαμηλότερο, το μέγιστο επιτρεπόμενο από το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο επιτόκιο. (1.1. iv). Πρόσθετες επιβαρύνσεις λόγω εκπρόθεσμης καταβολής, εκτός από τόκους υπερημερίας και τέλη χαρτοσήμου δεν επιβλήθηκαν στην ανακόπτουσα, όπως προκύπτει από τις κινήσεις του λογαριασμού και τους χρηματικούς καταλόγους. Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται επιπλέον με την έφεσή της ότι εσφαλμένα καταλογίσθηκε σε βάρος της το τέλος χαρτοσήμου ποσού 2.396.278,04 €, που αφορά τα αποθεματικά συντήρησης, ενώ δεν έπρεπε να επιβληθεί, αφού το τέλος χαρτοσήμου επιβάλλεται μόνο επί μισθωμάτων, τα δε αποθεματικά συντήρησης δεν συνιστούν μισθώματα. Ωστόσο, η αιτίαση αυτή συνιστά νέο λόγο ανακοπής, ο οποίο όμως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, αφού δεν είχε προταθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 585 § 2 του ΚΠολΔ, με το δικόγραφο της ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο, τον οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 α του ν. 3429/2005 «Από τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου περί θέσης της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση και μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, απαγορεύεται κάθε μέτρο, εκκρεμές ή όχι, ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της. Η απαγόρευση αφορά τα χρέη της υπό ειδική εκκαθάριση επιχείρησης που δημιουργήθηκαν πριν όσο και εκείνα που δημιουργούνται μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις που τελούν υπό ειδική εκκαθάριση κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Ο νομοθέτης με την ανωτέρω διάταξη προέκρινε ότι το κύριο μέτρο που κατατείνει στην προστασία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου από επιθετικές κινήσεις εκ μέρους των πιστωτών, οι οποίες υπονομεύουν τη διαδικασία και την προσπάθεια λειτουργίας του είναι η αναστολή των μέτρων, εκκρεμών ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης. Η απαγόρευση καλύπτει κάθε μέτρο, εκκρεμές ή όχι ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης και η λήψη παντός ασφαλιστικού μέτρου, έτσι ώστε η ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών να γίνει βάσει του πίνακα τον οποίο, κατά τη διάταξη της § 14 του ιδίου άρθρου, συντάσσει ο εκκαθαριστής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975 έως 979 και 1007 του ΚΠολΔ (πρβλ. ΟλΑΠ 16/1994 ΕλλΔνη 35. 1261, ΑΠ 340/1993 ΕλλΔνη 35. 398, ως προς την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 46 του ν. 1892/1990). Η ανακόπτουσα, με τον όγδοο λόγο της έφεσής της, επαναφέρει τον έβδομο λόγο της ανακοπής της, στον οποίο ισχυρίστηκε ότι η με βάση τη διάταξη του άρθρου 14Α του νόμου 3429/2005, έχει τεθεί από την 2-10-2009 σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ώστε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης είναι απαγορευμένη από το νόμο. Ότι το καθ’ ού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο δεν προέβη σε αναγγελία της εν λόγω απαίτησης του κατά της υπό ειδική εκκαθάριση εταιρίας, αν και έχει αναγγελθεί για άλλες αξιώσεις του κατόπιν σχετικής πρόσκλησης προς αυτό (επιδόθηκε την 14-3-2013) και ενώ έχει ήδη συνταχθεί ο από 9-12-2015 πίνακας κατάταξης πιστωτών, ο οποίος επιδόθηκε προς το καθ’ ου την 18-1-2016. Ότι με δεδομένο ότι δεν είναι νόμιμη οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και δεν έχει αναγγείλει την άνω απαίτησή του, δεν συντρέχει έννομο συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου για τον εξοπλισμό της απαίτησης του με εκτελεστό τίτλο για την έναρξη της εκτελεστικής σε βάρος της υπό ειδική εκκαθάριση διαδικασίας. Όπως, όμως, προκύπτει από προσκομιζόμενα από το καθ΄ού έγγραφα, η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Πειραιά με την με αρ. πρωτ. …./…./16.9.2016 αναγγελία της που επιδόθηκε νομότυπα (βλ. την υπ’ αριθμ. …/26.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..) στην ειδική εκκαθαρίστρια «………..» (ως νόμιμη εκπρόσωπο της ανακόπτουσας) ανήγγειλε μεταξύ άλλων και τη συγκεκριμένη ένδικη απαίτησή της την 26-9-2016, καθώς στον αναγγελλόμενο πίνακα χρεών περιλαμβάνεται με αύξοντα αριθμό εγγραφής 4 η υπ’ αριθμ. ……../12-8-2016 βεβαίωση ποσού 184.564.119,69 € με αιτιολογία καταλογισμός, οικονομικού έτους 2016 και με αύξοντα αριθμό εγγραφής 5 η υπ’ αριθμ. ………/12-8-2016 βεβαίωση ποσού 129.331.557,02 € με αιτιολογία καταλογισμός οικονομικού έτους 2016. Η υπό στενή έννοια βεβαίωση της οφειλής από το Δημόσιο πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της νομότυπης διαδικασίας αναγγελίας του στην εκκαθάριση, ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή η ύπαρξη άλλων αναγγελιών του καθ’ ού για άλλα χρέη του κατά της ανακόπτουσας και η επίδοση του πίνακα κατάταξης πιστωτών στο καθ’ ου η ανακοπή. Η ταμειακή βεβαίωση όπως εκτέθηκε αποτελεί πράξη που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, κι έχει ως έννομη συνέπεια ότι το οικείο χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο και αρχίζει η επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, αλλά δεν αποτελεί η ίδια αναγκαστικό μέτρο είσπραξης (ΔΕφΑθ 1104/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το καθ’ ού η ανακοπή είναι αυτονόητό ότι έχει έννομο συμφέρον στην οριστικοποίηση της απαίτησής του και στη συνέχεια για την ικανοποίησή του, μέσω της αναγγελίας αυτής στον εκκαθαριστή με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 α του ν. 3429/2005, όπως προέβη, ενώ, δεν άσκησε ατομικά αναγκαστική εκτέλεση για τις απαιτήσεις του αυτές, κατά της υπό ειδική εκκαθάριση ανακόπτουσας. Κατόπιν αυτών, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τον οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε αυτόν με την ίδια αιτιολογία, ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε, ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Λόγω της ήττας της εκκαλούσας θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου της έφεσης των εκατό (100) €, που κατατέθηκε από αυτή και αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας (άρθρο 495 § 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος σε βάρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως κατά τα άρθρα 22 §§ 1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 Εισ Ν. ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου των εκατό (100) €, που αναφέρθηκε στο σκεπτικό (με αρ. ………….. e – παράβολο).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου καθ΄ού η ανακοπή, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 23-6-2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα την T.Λ, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Ε.Τ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας του Ν.Σ.Κ., στις 21-12-2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ