ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α’
ΑΡΙΘΜΟΣ 303/2023
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Παναγιώτα Παντελή, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Μιχαλάκη, Εφέτη, Μαρία Προσφιλΐδου, Εφέτη-Εισηγήτρια, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και από τη Γραμματέα, Χαραλαμπία Στάθη
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Δεκεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης, επί της οδού …. (Α.Φ.Μ. …) που εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο (Α.Μ. ΔΣ ….), καταθέτοντας νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις
Των ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …., κατοίκου …. Αττικής, επί της οδού …. (Α.Φ.Μ. ….), 2) …., κατοίκου …. Θεσσαλονίκης, επί της οδού …. (Α.Φ.Μ. ….) που παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Όλγας Ζυγούρα (Α.Μ. ΔΣ ….) καταθέτοντας νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις
Η εκκαλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14-05-2014 και με αριθμό κατάθεσης …/15-05-2014 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 10016/2015 απόφασή του αφού έκρινε εν μέρει αυτή νόμιμη, κατά την κύρια και επικουρική της βάση, την απέρριψε στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα, ως εκκαλούσα με την από 07-09-2015 και με αριθμ. καταθ. …/08-09-2015 έφεσή της, δικάσιμος της οποίας μετά από αναβολή ορίστηκε η 01-12-2017. Επί της άνω έφεσης εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία αφού έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την υπό κρίση έφεση, εξαφάνισε την άνω εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της κεφάλαια, κράτησε και δίκασε την αγωγή και απέρριψε στο σύνολό της αυτήν, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την αναίρεση της άνω υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφασης ζήτησε η εκκαλούσα, με την από 30-08-2018 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΤΟΣ/…/05-09-2018 αίτησή της ενώπιον του Αρείου Πάγου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 2U-10-2019. Επ’ αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 811/2020 απόφαση του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την άνω υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, στο σύνολό της και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση. Ήδη, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 21-09-2020 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΤΟΣ/…/23-09-2020 κλήση της εκκαλούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε δε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο (πιν. αρ. 81).
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την από 21-09-2Θ20 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΤΟΣ/…/23-09-2020 κλήση της εκκαλούσας-ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η παρούσα υπόθεση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 811/2020 απόφασης του Γ’ Πολιτικού Τμήματος Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η υπ’ αριθμ. 1531 /2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που έκρινε επί της από 07-09-2015 και με αριθμ. καταθ. …/08-09-2015 έφεσης της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 10016/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο την προκειμένη υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 αρ. 3 ΚΠολΔ.
II. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάχεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιοσδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής ακόμα και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005. 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007. 1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1401). Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος της αναίρεσης που έγινε δεκτός. Ναι μεν η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, η επανεκδίκαση όμως δεν μπορεί να περιοριστεί στο νομικό ζήτημα, για το οποίο έκρινε ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, αλλά θα επεκταθεί σε ολόκληρο το κεφάλαιο, στο οποίο αφορά η παράβαση και μόνο σ’ αυτό, αφού το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται απλώς ως προς τη δοθείσα από τον Άρειο Πάγο λύση του νομικού ζητήματος, για το οποίο εξετάσθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη (βλ. ΟλΑΠ 4/1996, ΕλλΔνη 1996.1041, ΑΠ 1659/2Θ11, ΑΠ 621/2012, Κολοτούρο, ΕλλΔνη 2019.347 επ., 349 και βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία III (2022), Κεφ. ΚΖ’, παρ. 121 αρ. 29). Αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δεύτερου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 336/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 845/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΝΟΜΟΣ). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 1988. 1587, ΕφΘεσ 70/2017 ΕΦΑΔ 2017. 969). Επιπλέον, τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012.194).
1. Στην προκειμένη υπόθεση, με την από 14-05-2044 και με αριθμ. καταθ. …/2014 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η εκκαλούσα-ενάγουσα εξέθεσε ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-2006 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, νομίμως μεταγεγραμμένου, η πρώτη εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη μητέρα της, που ενεργούσε ως πληρεξούσια αυτής, πώλησε σε αυτήν το περιγραφόμενο στην αγωγή και συμβόλαιο ακίνητο, έναντι πραγματικώς καταβληθέντος τιμήματος ποσού 100.000,00 ευρώ, αναγραφόμενου δε στο συμβόλαιο 11.709,20 ευρώ. Ότι τόσο η πρώτη εφεσίβλητη μέσω της ανωτέρω πληρεξούσιας της, όσο και η δεύτερη εφεσίβλητη, ενεργώντας ατομικά, παρέστησαν σε αυτήν ψευδώς πριν από την υπογραφή, αλλά και κατά την υπογραφή του συμβολαίου, ότι η πρώτη είναι κυρία του πωληθέντος ακινήτου, ότι η άμεση δικαιοπάροχος αυτής δεύτερη εφεσίβλητη είχε, επίσης, την κυριότητα του ακινήτου κατά το χρόνο της μεταβίβασής του στην ομόδικη θυγατέρα της και ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα αυτού, ενώ και στο επίμαχο συμβόλαιο η πρώτη εναγόμενη εγγυήθηκε ρητά ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε αυτήν και ότι της το μεταβιβάζει ελεύθερο από κάθε εκνίκηση από τρίτο πρόσωπο, διεκδίκηση και κάθε άλλο νομικό ελάττωμα. Ότι πείσθηκε από τις εν λόγω απατηλές διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων προχωρώντας στη σύναψη του συμβολαίου αυτού και στην εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος, πλην όμως περί τα τέλη του Νοεμβρίου του έτους 2013 και με αφορμή την πρόθεσή της να το πωλήσει, διαπίστωσε ότι συνέτρεχε έλλειψη κυριότητας του άνω ακινήτου στο πρόσωπο της πρώτης εφεσίβλητης, ως πωλήτριας, όσο και της δικαιοπαρόχου μητέρας της, δεύτερης εφεσίβλητης, ώστε να μην έχει αποκτήσει η ίδια την κυριότητα του πωληθέντος ακινήτου λόγω της ύπαρξης του προαναφερόμενου νομικού ελαττώματος. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, μετά από νομότυπο περιορισμό των επιμέρους αγωγικών της αιτημάτων, κυρίως μεν κατά τις διατάξεις για την ενδοσυμβατική ευθύνη, να υποχρεωθεί η πρώτη εφεσίβλητη να της καταβάλει ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, το συνολικό ποσό των 104.845,00 ευρώ όπου ποσό 104.000,00 ευρώ αντιστοιχεί, ως ζημία, στην αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής που είναι μεγαλύτερη από το καταβληθέν τίμημα των 100.000,00 ευρώ, και ποσό 845,00 ευρώ αφορά σε φόρους μεταβίβασης, άλλως και άλως επικουρικώς, το ίδιο ως άνω συνολικό ποσό ως ζημία από τη μη εκπλήρωση της άνω σύμβασης, εκ των οποίων το ποσό 100.000,00 ευρώ συνιστά ζημία που υπολογίζεται στο τίμημα που κατέβαλε, ως αγοράστρια, το ποσό των 4.000,00 ευρώ αφορά, ως διαφυγόν κέρδος, στους τόκους που ωφελήθηκε η πρώτη εφεσίβλητη για κάθε χρόνο διακράτησης του ανωτέρω τιμήματος, υπολογιζομένων σε ποσοστό 3% κατ’ έτος επί του κεφαλαίου, και ποσό 845,00 ευρώ αφορά σε φόρους μεταβίβασης, επικουρικά δε κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, να υποχρεωθούν αμφότερες οι εφεσίβλητες, να της καταβάλουν, έκαστη και εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 104.845,00 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναλύεται ειδικότερα στα επί μέρους αγωγικά κονδύλια, προς αποκατάσταση της ζημίας της, που απαρτίζεται από τη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης ποσού 100.000,00 ευρώ, από ποσό 4.000,00 ευρώ για ηθική βλάβη, και από ποσό 845,00 ευρώ για φόρο μεταβίβασης, άλλως ποσό 100.000,00 ευρώ ως ζημία που ανέρχεται στο ποσό που καταβλήθηκε ως τίμημα, ποσό 2.000,00 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 845,00 ευρώ για φόρο μεταβίβασης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, όλα τα άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επί της άνω αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 10016/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού έκρινε νόμιμη την υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια και επικουρική της βάση της ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147,149 εδ. β’, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 382, 481, 513, 514, 515, 516, 517, 914, 926, 932 ΑΚ, 27, 45, 386 ΠΚ, 74, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλην των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων που συνίστανται στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα προς απόκτηση του επίδικου ακινήτου, ήτοι στο τίμημα και στο φόρο μεταβίβασης που κατέβαλε για την αγορά του, καθώς και στην επικαλούμενη ωφέλεια που αποκόμισαν οι εφεσίβλητες από την εκμετάλλευση του χρηματικού ποσού που έλαβαν από αυτή, συνιστάμενης στους ετήσιους τόκους του κεφαλαίου αυτού εκ ποσοστού 3% ετησίως, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της, όσο και ως προς την επικουρική. Εν συνεχεία και κατόπιν άσκησης της υπό κρίση υπ’ αριθμ. …/2015 (αρ. προσδιορισμού 2866/2015) εφέσεως από μέρους της εκκαλούσας, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία αφού έκανε δεκτό τον 9° λόγο έφεσης της εκκαλούσας, δέχθηκε ότι η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη, κατά το αγωγικό κονδύλιο που αφορά οτα έξοδα φόρου μεταβίβασης του πωλούμενου ακινήτου. Συνεπώς, και γενομένου δεκτού από την απόφαση εκείνη τούτου του λόγου έφεσης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κάνοντας δεκτή στην ουσία της την υπό κρίση έφεση, απέρριψε στο σύνολό της την υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
2. Κατά της άνω απόφασης, ασκήθηκε από την εκκαλούσα-ενάγουσα η από 30-08- 2018 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΤΟΣ/…/05-09-2018 αίτησή της για αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 2α-10- 2019. Επ’ αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 811/2020 απόφαση του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την άνω υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, η άνω απόφαση, κάνοντας δεκτό τον θεμελιούμενο στο άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο δέχθηκε ότι η άνω απόφαση αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, προς θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητας και δη της κτήσης αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, στο πρόσωπο της πρώτης και δεύτερης εφεσίβλητης, αναφορικά με το πωληθέν ακίνητο, κατά παράβαση των άρθρων 369, 983, 1033, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051, 1142, 1143, 1167, 1168 και 1198 ΑΚ. Συνεπώς, και δεδομένου ότι το κρίσιμο ως άνω ζήτημα αφορά στην έλλειψη κυριότητας των εφεσιβλήτων επί του πωλούμενου ακινήτου, ως νομικό ελάττωμα αυτού, απτόμενου και στις δύο βάσεις της υπό κρίση αγωγής, προκύπτει ότι η άνω υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναιρέθηκε ως προς τούτα τα κεφάλαιά της, ήτοι την κύρια και επικουρική βάση της αγωγής. Παραπέμφθηκε λοιπόν η υπόθεση, ως προς το άνω αναιρεθέν μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την άνω αναιρεθείσα απόφαση.
II. Από τα άρθρα 239 και 1003 ΑΚ προκύπτει ότι, σύμβαση με την οποία κάποιος μεταβιβάζει ξένο ακίνητο σε άλλον είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης, έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτού απαιτείται, κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ, εκείνος που μεταβιβάζει να είναι κύριος και, συνεπώς, αυτός προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάσθηκε από μη κύριο (ΑΠ 988/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 515 εδ. α, 516, 518, 535 και 543 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 337, 362 και 382 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι με τη σύμβαση πώλησης ακινήτου ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα αυτού (ακινήτου) χωρίς νομικά ελαττώματα και με τις συμφωνημένες ιδιότητες, τα δε νομικά ελαττώματα του πωληθέντος, στα οποία περιλαμβάνονται όχι μόνον εμπράγματα δικαιώματα τρίτων, αλλά και η προρρηθείσα έλλειψη κυριότητας του πωλητή επί του πωληθέντος (ΑΠ 355/2010 Αρμ 2010/219, ΕφΠατρ 335/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2844/2012 ΕΔικΠολ 2012/176, ΕφΛαρ 131/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011/461, ΕφΘεσ 2393/2008 Αρμ 290/38, ΕφΛαρ 18/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005/292, ΕφΑιγαίου (Μον) 19/2020 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δεν συνεπάγονται ακυρότητα της σύμβασης πώλησης. Ωστόσο, η υπόσχεση του πωλητή ότι κανένας δεν διεκδικεί δικαιώματα πάνω στο πωληθέν πράγμα δεν αποτελεί συνομολόγηση ιδιότητας, αλλά υπόσχεση ανυπαρξίας νομικού ελαττώματος (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, “Αστικός Κώδιξ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο” τρίτος τόμος, έκδοση 1980, άρθρα 534 – 535, III αριθ. 20-21, σελ. 152). Περαιτέρω, η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος πωλητή συνιστά αρχική, υποκειμενική, νομική αδυναμία παροχής (ΑΠ 497/2010, Δνη 2011/1048, ΕφΑιγ 19/2020, ΕφΛαρ 131/2011 άπασες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η νομική αδυναμία μπορεί να οφείλεται και σε έλλειψη κυριότητας ή γενικότερα εξουσίας διαθέσεως του πράγματος, του οποίου με τη σύμβαση σκοπείται η μεταβίβαση για κάποια νόμιμη αιτία, που περιέχει αντάλλαγμα ή είναι χαριστική (ΑΠ 568/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων ειδικότερα, παρέχει στο δανειστή, αν είναι και υπαίτια, δικαίωμα να ζητήσει, πλην άλλων, αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, πριν ακόμη χωρήσει εκνίκηση του πράγματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, κατ’ εφαρμογή της γενικής διατάξεως του άρθρου 382 ΑΚ (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 1230/2017, ΑΠ 1479/2013 άπασες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 82/1991 ΕλλΔνη 32.1257, ΕφΠατρ 918/2008, ΕφΑθ 2447/2006, ΕφΠατρ 410/2004, ΕφΛαρ 614/2004 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο αγοραστής στην περίπτωση νομικού ελαττώματος ή έλλειψης κυριότητας πράγματος, οπότε και συντρέχει αδυναμία παροχής ως άνω, μπορεί να ζητήσει αποζημιωτικά, ως διαφέρον εκπληρώσεως, το μικτό του κέρδος (και μόνον βέβαια) το οποίο θα είχε αν πωλούσε το πράγμα (αν ήταν απαλλαγμένο νομικού ελαττώματος), στο οποίο (μικτό κέρδος) περιλαμβάνεται η όλη δαπάνη απόκτησης του πράγματος και αθροιστικά το επιπλέον καθαρό κέρδος. Δηλαδή, αν το πράγμα έχει νομικό ελάττωμα, ο αγοραστής δικαιούται, εκτός των άλλων, κατ’ επιλογή, να ζητήσει αποζημίωση από τον πωλητή για ολική ή μερική μη εκπλήρωση της συμβάσεως και πριν ακόμη χωρήσει εκνίκηση. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, κάθε ζημία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόμενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται δε η θετική ζημία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης του, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί, αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει σ’ αυτόν το πράγμα χωρίς το νομικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της μη εκπλήρωσης, εν όλω ή εν μέρει της, της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής και, επομένως, περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής (οφειλή αξίας), που μπορεί να είναι ανώτερη του καταβληθέντος τιμήματος, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής (ΑΠ 590/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 721/2017, ΑΠ 517/2015 σε ιστοσελίδα Άρειου Πάγου, ΑΠ 1100/2010, ΑΠ 349/2010 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 335/2021 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
III. Εξάλλου, η διαζευκτικώς συρρέουσα, ως επιλογή, υπαναχώρηση έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της συμβάσεως με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική (ex tunc) και την υποχρέωση των μερών για την επιστροφή των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (389 παρ. 2 του ΑΚ). Έτσι, μετά την υπαναχώρηση, κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν διατηρεί πλέον αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση και ο μεν πωλητής υποχρεούται να επιστρέφει το μέρος ή το σύνολο του τιμήματος που έλαβε, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της υπαναχώρησης, ο δε αγοραστής το πράγμα που του παραδόθηκε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα για αιτία που έληξε (ΑΠ 343/2003 ΕλλΔνη 45. 481, ΑΠ 1266/2002 ΕλλΔνη 45.480, ΑΠ 948/2002 ΕλλΔνη 43.1690, ΕφΠατρ 335/2021, ΕφΠειρ 428/2016, ΕφΘεσσαλ 481/2014, ΕφΛαρ 351/2011, ΕφΑθ 74/2009 άπασες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και εύλογη αποζημίωση για την πραγματική ζημία που έπαθε από τη μη εκτέλεση της σύμβασης και όχι πλήρη (ΑΠ 746/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 197/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 2004.902). Εξάλλου, η υπαναχώρηση είναι μονομερής, απευθυντέα, μη ανακλητή, ανεπίδεκτη αιρέσεως ή προθεσμίας δήλωση βουλήσεως, με την οποία λύεται αναδρομικά και αυτοδίκαια η σύμβαση, αναπτύσσοντας ενέργεια ex tunc, έτσι ώστε η σύμβαση να θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε ποτέ. Τα δε μέρη οφείλουν να αποδώσουν πίσω τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα με τα άρθρα 908 επ. ΑΚ. Συνεπώς, και εφόσον ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα υπαναχώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 382 ΑΚ, λόγω της διαζευκτικής συρροής του με τα λοιπά δικαιώματα του ίδιου άρθρου, αναλίσκεται με την επιλογή του και δεν μπορεί ο δανειστής, ως αγοραστής πλέον να ασκήσει τα λοιπά δικαιώματα και δη να ζητήσει θετικό διαφέρον από τη μη εκτέλεση της σύμβασης, καθώς πλέον αυτή έχει λυθεί και δεν είναι ενεργός ως προς την παροχή και αντιπαροχή των μερών (ΕφΠατρ 918/2008 ρ σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Περαιτέρω, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, ενώ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 932 ΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση ως προς την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί επί αδικοπραξίας να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Από τις προμνημονευθείσες διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημιώσεως ή/και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και άρα στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι κατ’ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, συνιστούν η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, αναγόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή/και ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας και της ηθικής βλάβης που επήλθαν. Αδικοπρακτική συμπεριφορά, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 147,149 ΑΚ και 386 ΠΚ, συνιστά μάλιστα η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Η ψευδής παράσταση που αποτελεί την απάτη μπορεί να αφορά και μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Δεν είναι πάντως αναγκαίο η προκληθείσα εκ της απάτης ζημία να συνδέεται με αντίστοιχη ωφέλεια γι’ αυτόν που την προκάλεσε, αφού αυτή δύναται να αφορά και τρίτο πρόσωπο, εφόσον υφίστατο σχετικός δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει εκ του άρθρου 27 ΠΚ και δε συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται αυτήν ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (βλ. ΑΠ 709/2017, ΑΠ 1215/2014, ΑΠ 932/2014, άπασες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013, 683, ΑΠ 359/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 98/2016 σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δε συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ’ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22,505, ΑΠ 506/2010 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 87/2000, ΕλλΔνη 41, 967, ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47, 390, ΕφΑΘ 1873/2008, Αρμ. 2008, 1840, ΕφΑΘ 302/2006, ΔΕΕ 2006, 513, ΠΠρΠατρ 578/2015, ΔΕΕ 2016, 714).
1. Με τον σχετικό 9° λόγο έφεσής της η εκκαλούσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμη την αγωγή της κατά το μέρος που ζητούσε την επιδίκαση φόρου μεταβίβασης, ποσού 845,00 ευρώ αλλά και την αποκατάσταση της ζημίας της που ανέρχεται στο τίμημα ποσού 100.000,00 ευρώ για την αγορά του άνω αγορασθέντος από την ίδια ακινήτου. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον και σύμφωνα με τις άνω μείζονες σκέψεις, η αποζημίωση του αγοραστή στην περίπτωση νομικού ελαττώματος του πωληθέντος πράγματος, περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής που μπορεί να είναι και μεγαλύτερη από το τίμημα του πράγματος (άρα και ίδια με το τίμημα) που καταβλήθηκε καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής για την απόκτηση του πράγματος, όπως συμβολαιογραφικά έξοδα, φόρο μεταβίβασης, αμοιβή δικηγόρου κ.λ.π. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την άνω αξίωση ως μη νόμιμη, έσφαλε και πρέπει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του νόμω βάσιμου της αγωγής, αλλά και κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης, να εξαφανιστεί τούτη κατά το κεφάλαιό της αυτό και να ερευνηθεί η αγωγική αυτή αξίωση ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, λόγω της μεταβολής του είδους του δεδικασμένου που παράγεται για τούτο το εκκληθέν κεφάλαιο μετά την παραδοχή του νόμω βάσιμου αυτού (ΑΠ 1601/2014, ΑΠ 829/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2003 ΕλλΔνη 45/92, ΕφΠατρ 133/2009, ΕφΙωαν 72/2007 αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει απαγόρευση από το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί το Δικαστήριο τούτο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης ως προς την άνω αγωγική αξίωση, ερευνά πλέον αυτήν κατ’ ουσία, οπότε και υποκαθίσταται στη θέση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν κωλύεται να απορρίψει την εν λόγω αγωγική αξίωση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΕφΘεσσαλ 1133/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 107/2007 Αρ. Ν. 2008/36).
2. Από την επανεκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρα των εφεσιβλήτων- εναγομένων …, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η εκκαλούσα-ενάγουσα δεν έφερε προς εξέταση δικό της μάρτυρα), των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων υπ’ αριθμ. …. ένορκων βεβαιώσεων των …., …. και …. αντίστοιχα, που λήφθησαν με επιμέλεια της εκκαλούσας- ενάγουσας ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης προς υποστήριξη της αγωγής της, για τη λήψη των οποίων νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητεύτηκαν οι εφεσίβλητοι όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθμ. ….εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …. οι δύο πρώτες και …., οι δύο τελευταίες, της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης από τις εφεσίβλητες υπ’ αριθμ. …. ένορκης βεβαίωσης των …. και …. και …. ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης προς απόρριψη της υπό κρίση αγωγής, για τη λήψη των οποίων νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητεύτηκε η εκκαλούσα- ενάγουσα όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ….-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …., από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα με νομότυπη επαναφορά τους από τη δίκη που διεξήχθη στον πρώτο βαθμό και άλλα ως νέα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα το σύνολο των εγγράφων των οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία χωρίς όμως να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μη λαμβανομένων όμως υπόψη των εφετειακών προτάσεων που κατέθεσαν τα διάδικα μέρη προ της αναιρέσεως της άνω υπ’ αριθμ. 1531/2018 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, στο μέτρο που αφορούν σε διατάξεις της άνω απόφασης που ήδη αναιρέθηκαν με την υπ’ αριθμ. 811/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1179/2010, ΑΠ 1606/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ βλ. και Νίκα, ο.π., Κεφ. ΚΖ. Παρ. 121 αρ. 8 και παραπομπή 35) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχτηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/13-12-2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο … και αριθμό …., η δεύτερη εφεσίβλητη ως πληρεξούσια, στο όνομα και για λογαριασμό, της πρώτης εφεσίβλητης θυγατέρας της πώλησε και μεταβίβασε στην εκκαλούσα, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή και το άνω συμβόλαιο ακίνητο. Επρόκειτο για ένα αγροτεμάχιο έκτασης 7.860,00 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσης και κατά άλλη, πρόσφατη με την υπογραφή του άνω συμβολαίου, εμβαδομέτρηση 8.020,00 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή της Επανομής, του Δήμου Επανομής, Νομού Θεσσαλονίκης, της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου και Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών, στη θέση «…», συνορευόμενο, κατά τον τίτλο κτήσης της πρώτης εφεσίβλητης σε πλευρά μήκους 77,82 μ.γ. με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων, σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 127,49 μ.γ., ήτοι (9,23 μ.γ. + 44,32 μ.γ. + 73,94 μ.γ.) με αγροτικό δρόμο που έχει πρόσοψη, σε πλευρά μήκους 57,55 μ.γ. με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων και σε πλευρά μήκους 99,15 μ.γ. με ιδιοκτησία αγνώστων και κατά το συνημμένο στο άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΑ του τοπογράφου μηχανικού …… σε τεθλασμένη πλευρά ΑΒ, ΒΓ και ΓΔ μήκους 14,00 μ.γ., 38,25 μ.γ. και 75,28 μ.γ. αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 127,53 μ.γ. με αγροτικό δρόμο, όπου έχει πρόσοψη, σε πλευρά ΔΕ μήκους 59,71 μ.γ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων, σε πλευρά ΕΖ μήκους 99,19 μ.γ. και σε πλευρά ΖΑ μήκους 78,78 μ.γ. με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων. Στο άνω τοπογραφικό διάγραμμα είναι αποτυπωμένη υπεύθυνη δήλωση του άνω τοπογράφου μηχανικού του Ν. 651/1977 ότι το άνω αγροτεμάχιο κείται εκτός σχεδίου πόλης, εντός ζώνης, εκτός Γ.Π.Σ. και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, δεν υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 1337/1983 και δεν οφείλει εισφορά σε γη και χρήμα και έχει περιληφθεί στα προσωρινά κτηματολογικά στοιχεία ανάρτησης με ΚΑΕΚ … σύμφωνα με το από 23-12-2020 πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου του άρθρου 5 Ν. 2308/2005 που εξεδόθη με επιμέλεια της εκκαλούσας-ενάγουσας. Σύμφωνα με τη δήλωση της πωλήτριας που περιέχεται στο άνω συμβόλαιο, τούτο το ακίνητο περιήλθε σε αυτήν από τη μητέρα της, δεύτερη εφεσίβλητη, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/22-12-2005 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών στον τόμο …. και αριθμό ….. Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο, ως τίτλος κτήσεως της δεύτερης εφεσίβλητης, παρέχουσας τη γονική παροχή δηλώθηκε η έκτακτη χρησικτησία, λόγω άτυπης μεταβίβασής του (μεταβίβασης της νομής) από τον πατέρα της .., κατά το έτος 1980, η οποία έκτοτε κατείχε και νεμόταν το άνω ακίνητο, συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανέναν, αναγνωρισμένη ως κυρία του ακινήτου από τις Αρχές και τους γείτονες ασκώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος χωρίς να κοινοποιηθεί ποτέ σ’ αυτήν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Ο δε πατέρας της νεμόταν τούτο από το έτος 1956, κατά τα αναφερόμενα σε τούτο το συμβόλαιο γονικής παροχής. Για την αγοραπωλησία αυτή ορίστηκε στο συμβόλαιο, ως αναγραφόμενο τίμημα, το ποσό των 11.709,20 ευρώ ενώ πραγματικό τίμημα συμφωνήθηκε το ποσό των 100.000,00 ευρώ, όπως άλλωστε καταθέτει για αυτό και ο μάρτυρας της εκκαλούσας … …, δικηγόρος που ήταν παρών κατά την υπογραφή του άνω συμβολαίου, όπως ομολογείται (το ύψος του τιμήματος) και από τους εφεσίβλητους, αλλά ανταποκρίνεται και στην αγοραία αξία του άνω ακινήτου κατά το έτος 2006. Εξάλλου, για την καταβολή του όλου τιμήματος, ποσό 10.000,00 ευρώ καταβλήθηκε σε μετρητά από την εκκαλούσα, ενώ για το λοιπό ποσό των 90.000,00 ευρώ εξεδόθησαν από την ίδια οι δύο από 12-12- 2006 (ήτοι μία ημέρα πριν την υπογραφή του συμβολαίου) τραπεζικές επιταγές των τραπεζών … Bank και …. Bank ποσού 40.000,00 ευρώ και 50.000,00 ευρώ αντίστοιχα, εις διαταγήν της δεύτερης εφεσίβλητης, ως πληρεξούσιας της πρώτης εφεσίβλητης. Περαιτέρω, ως προς το ιδιοκτησιακό ιστορικό του επίμαχου ακινήτου αποδείχθηκε ότι ο πατέρας της δεύτερης εφεσίβλητης και παππούς της πρώτης, …., υπήρξε δικηγόρος Θεσσαλονίκης, από τις 24-03-1939 έως και τις 14-04-1984, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 72 ετών. Μεταξύ άλλων, ο ίδιος, ως δικηγόρος, το έτος 1952, είχε αναλάβει τη διευθέτηση μίας υπόθεσης που αφορούσε στη διεκδίκηση μέσω της ομώνυμης αγωγής, ενός αγρού κείμενου στη θέση «…», της κτηματικής περιοχής Επανομής Θεσσαλονίκης, συνολικής επιφάνειας περί τις 25.669 τ.μ., την οποία του είχαν αναθέσει οι, εκ των κληρονόμων του … …, ο οποίος απεβίωσε το έτος 1937, Αικατερίνη χήρα …, … …, …., κατά του …, καταπατητή της εν λόγω έκτασης. Ως αμοιβή του …, για την επιτυχή, για λογαριασμό των εντολέων του, έκβαση της άνω υπόθεσης, είχε συμφωνηθεί να περιέλθει σε αυτόν ποσοστό 30% εκ του προϊόντος της δίκης, ήτοι διαιρετό τμήμα του εν λόγω αγρού, όπως προκύπτει και από το από 04-04-1952 ιδιωτικό συμφωνητικό δικηγορικής αμοιβής που συνετάγη μεταξύ τους. Τα ανωτέρω αναφέρονται και στην υπ’ αριθμ. 1858/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που επικυρώθηκε από την υπ’ αριθμ. 1848/1990 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες ναι μεν δεν παράγουν δεδικασμένο στα πλαίσια τούτης της διαφοράς, αφού, μεταξύ άλλων δεν πρόκειται καν για τα ίδια υποκείμενα δίκης, επί των οποίων ακτινοβολεί το δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 325 επ. ΚΠολΔ, απορριπτομένου του έκτου λόγου έφεσης ουσιαστικά αβάσιμου, πλην όμως επέχουν θέση δικαστικού τεκμηρίου, ως αποδεικτικού μέσου που εκτιμάται ελεύθερα. Σε εκπλήρωση της υποχρέωσής τους αυτής, και λόγω της αίσιας γι’ αυτούς έκβασης της δίκης εκείνης, και κατόπιν άτυπης διανομής προχώρησαν στην άτυπη, και χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβαση και κατ’ ουσίαν την παραχώρηση της νομής επί ενός διαιρετού τμήματος εκ του άνω αγρού. Ειδικότερα από τη διανομή αυτή, το καλοκαίρι του έτους 1956, ο … … έλαβε στη νομή του, από τα κληρονομιαία στη θέση «…» συνολικής έκτασης 19.252,00 τ.μ. αγροτεμάχιο έκτασης 5.775,00 τ.μ. (19.252,00 τ.μ. X 30%) και από τα κληρονομιαία στη θέση «…» αγροτεμάχιο εκτάσεως 2.250,00 τ.μ.. Ακολούθως, αμέσως μετά την άνω διανομή, το καλοκαίρι του ίδιου έτους, με προφορική του συμφωνία με την εντολέα του … αντάλλαξε το τμήμα, εμβαδού 2.250,00 τ.μ., στη θέση «…» με το συνεχόμενο του δικού του διαιρετό τμήμα, εμβαδού 2.250,00 τ.μ., που είχε λάβει η τελευταία από το ακίνητο στη θέση «…». Έκτοτε δε ο … … ένωσε τα δύο αυτά διαιρετά τμήματα σε ένα ενιαίο συνολικού εμβαδού 8.025,00 τ.μ. περίπου, το οποίο και αντιμετωπίζοντάς το ως ενιαία αποκλειστική του ιδιοκτησία, το περιέφραξε και εκμίσθωσε αρχικά στον … και στη συνέχεια από το έτος 1975 στο … …, οι οποίοι το καλλιεργούσαν έναντι μισθώματος που κατέβαλαν σε αυτόν συνεχώς από το έτος 1956. Στις 04-10-1982 οι εκ των εντολέων του … χήρα … …, … χήρα … …, οι κληρονόμοι του …., …. και …., και ο …., αφού κατέστρεψαν την περίφραξη κατέλαβαν τμήμα του επίδικου ακινήτου, εμβαδού 3.000,00 τ.μ., κείμενο στη νότια πλευρά αυτού, το οποίο περιέφραξαν και προσάρτησαν στη συνεχόμενη ιδιοκτησία των τεσσάρων πρώτων, αποβάλλοντας έκτοτε τον … … από αυτό. Εν όψει της αποβολής του από τη νομή, και εντός έτους από την αποβολή τούτη, ο τελευταίος άσκησε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/23-09-1983 αγωγή του κατά των αμέσως ανωτέρω αντιδίκων του, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί νομέας του τμήματος των 3.000,00 τ.μ. και να υποχρεωθούν οι εκεί εναγόμενοι να του το αποδώσουν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 1858/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την έκδοση της παραπεμπτικής σε αυτό υπ’ αριθμ. 2219/1984 απόφασης του Πολυμελούς Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, κάνοντας δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του ανωτέρω. Η άνω απόφαση επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 1848/1990 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορριπτική της έφεσης των εκεί αντιδίκων του … …. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …-1990 έκθεσης βιαίας αποβολής του δικαστικοί) επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …., αποβλήθηκαν από τη νομή του εν λόγω τμήματος του επίμαχου ακινήτου οι αντίδικοι του … και εγκαταστάθηκε αυτός στη νομή του. Σημειωτέον δε ότι κατά το χρόνο έγερσης της άνω αγωγής, ο … … είχε ήδη, από το καλοκαίρι του 1976, αποκτήσει την κυριότητα του άνω ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα λεπτομερώς περιγραφόμενα ανωτέρω, ενώ από κανένα από τα διάδικα μέρη δεν αμφισβητείται ότι ο ίδιος πράγματι είχε την κυριότητα του άνω ακινήτου, με τα άνω προσόντα, κατά το χρόνο που διαδραματίστηκαν τα κάτωθι πραγματικά γεγονότα. Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του έτους 1983, ενόψει του επικείμενου γάμου της δεύτερης εφεσίβλητης θυγατέρας του με τον …, πατέρα της πρώτης εφεσίβλητης, που τελέστηκε στις 28-12-1983, ο … …, ως ήδη αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακίνητου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα ως άνω, εξέφρασε ρητά την επιθυμία του να μεταβιβάσει την κυριότητα αυτού στην θυγατέρα του, δεύτερη εφεσίβλητη, σαν ένα είδος προίκας. Για τα ανωτέρω άλλωστε καταθέτουν τόσο ο μάρτυρας των εναγομένων … …, όσο και ο ενόρκως καταθέσας … …, οι οποίοι, λόγω της συγγενικής τους ιδιότητας με την δεύτερη εφεσίβλητη, ως σύζυγος και κουνιάδος αντίστοιχα, ήταν παρόντες στην οικογενειακή συγκέντρωση του Δεκεμβρίου του έτους 1983, οπότε και άκουσαν προσωπικά το … … να εκφράζει την πρόθεσή του να προσφέρει τούτο το ακίνητο, λειτουργώντας ως ένα είδος προίκας, στη θυγατέρα του. Τα άνω άλλωστε, δεν αμφισβητεί και η ενάγουσα με κάποιο πειστικό επιχείρημα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επειδή ήδη το προηγούμενο έτος υπήρξε η αμφισβήτηση στην κυριότητα του ανω … σε μέρος της επίδικης έκτασης που προτίθετο να μεταβιβάσει στη θυγατέρα του, ο ίδιος και ως άλλοτε δικηγόρος, ήθελε να επιμεληθεί προσωπικά τη νομική διευθέτηση της συγκεκριμένης διεκδικητικής διαφοράς δικαστικά και εξώδικα. Λόγω τούτης της αντιδικίας που μαινόταν τότε και επειδή θεωρούσε ότι ως κύριος της επίμαχης έκτασης δεν υπήρξε περίπτωση να αμφισβητηθεί τούτη η κυριότητά του από τρίτα πρόσωπα, πέραν των αντιδίκων του στην άνω αναφερόμενη αγωγή που άσκησε εναντίον τους (εναντίον της οικογένειας … κ.λ.π.), δεν προχώρησε στην άμεση, και διά συμβολαιογραφικοί) ή άλλου εγγράφου μεταβίβαση στην κόρη του, του άνω ακινήτου. Αντίθετα, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, επεχείρησε να μεθοδεύσει ένα νομικό σχήμα, ώστε σύμφωνα με την αντίληψή του, ο ίδιος να παρακρατήσει την οιονεί νομή του ακινήτου, ήτοι την νομή δικαιούχου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος επικαρπίας και η θυγατέρα του την νομή ψιλής κυριότητας, ώστε και με το πέρας της 20ετίας, η θυγατέρα του Θα αποκτούσε την ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο δε ίδιος την επικαρπία με τα ίδια προσόντα, ήτοι επεκδυόμενος μετά από 20 έτη από την ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου. Εξέλαβε δε, κατά τις αντιλήψεις του το άνω σχήμα, με αναλογία στα όσα ισχύουν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς μεταξύ ψιλού κυρίου και επικαρπωτή. Κατά τούτο το σχήμα, ο ίδιος θεώρησε ότι ως οιονεί νομέας επί του άνω ακινήτου, θα συνεχίζει ελεύθερα τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του επί αυτού, έναντι τρίτων, όπως έπραξε τα επόμενα χρόνια επιμελούμενος τη διαδικαστική πορεία και ευδοκίμηση της άνω υπ’ αριθμ. …/23-09-1983 αγωγής του κατά των καταπατητών του, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε ότι η θυγατέρα του (δεύτερη εφεσίβλητη) θα διατηρούσε την νομή προς κτήση της ψιλής κυριότητος του άνω ακινήτου, κατά το άνω νομικό σχήμα που ο ίδιος μετήλθε. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω, κατ’ ορθή εκτίμησή τους, αναφέρθηκαν στις εδώ αλλά και στις πρωτόδικες προτάσεις των εφεσιβλήτων, ενώ ο ισχυρισμός τους σε αυτές ότι ο … … παρακράτησε για τον εαυτό του τη νομή του επίδικου ακινήτου, δε συνιστά δικαστική ομολογία των εφεσιβλήτων εκεί, αφού πέραν του ότι δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση ομολογίας, τούτος ο ισχυρισμός αξιολογείται ουχί μεμονωμένα, αλλά συνολικά με τους λοιπούς περιεχόμενους στις πρωτόδικες προτάσεις ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων που διαφοροποιούνται άρδην με αυτόν, και κατ’ ορθή εκτίμησή τους, στα πλαίσια πλέον ελεύθερης αξιολόγησής τους, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του δευτέρου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω, όταν αποχώρησαν βίαια από τη νομή μέρους του όλου ακινήτου, οι άνω αναφερόμενοι καταπατητές, ο … …, επανακτώντας την αντιμετώπιζε τον εαυτό του οιονεί νομέα αυτής, ήτοι νομέα περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος επικαρπίας και τη θυγατέρα του νομέα ψιλής κυριότητας, όπως έπρατταν στο συνολικό αγροτεμάχιο, γεγονότα όμως που δε δηλώθηκαν στην υπ’ αριθμ. …1990 έκθεση βιαίας αποβολής, καθώς ο συντάκτης της δεν είχε σχετική ενημέρωση από το … …. Ο δε τελευταίος δε θεώρησε ότι τούτη η παράλειψη της αναφοράς επηρέαζε σε κάτι το ιδιοκτησιακό σχήμα που εφηύρε για το ακίνητο. Εξάλλου και όταν περαιώθηκε η άνω αντιδικία και αποβλήθηκαν από τη νομή μέρους του επίμαχου ακινήτου, οι άνω αναφερόμενοι, ως εναγόμενοι, στην άνω αγωγή, ο … …, μολονότι μπορούσε, ως αποκλειστικός κύριος, δεν προχώρησε τυπικά στη μεταβίβαση της κυριότητας του άνω ακινήτου. Άλλωστε, θεώρησε πως τούτη η προσπόριση κυριότητας ούτως ή άλλως θα επέλθει στο όνομα της θυγατέρας του, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με την πάροδο του απαραίτητου χρόνου και σύμφωνα με το νομικό σχήμα, οιονεί νομή επικαρπίας του ίδιου, νομή ψιλής κυριότητας για τη θυγατέρα του, που πρόκρινε ο ίδιος ως δόκιμο να ακολουθηθεί από μέρους τους. Επιπλέον, ο ίδιος τόσο για λογαριασμό του ως οιονεί νομέας, αλλά και θεωρούμενος ως αντιπρόσωπος στη νομή της θυγατέρας του, κατά το άνω σχήμα, υπολόγισε και το μεσοδιάστημα της αντιδικίας με τους άνω, δεδομένου ότι ο ίδιος άσκησε την άνω αγωγή σε βάρος τους εντός έτους από την καταπάτηση της ιδιοκτησίας του και αργότερα την επανάκτησε εν τέλει. Στην άνω, από μέρους του νομική μεθόδευση άλλωστε συνέβαλε το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα «οικογενειακό» πλέον ακίνητο, ώστε δεν υπήρχε πιθανότητα να διεκδικηθεί από τρίτο πρόσωπο και να αμφισβητηθεί η άνω μεθόδευσή του, ως προς τον επιμερισμό της νομής μεταξύ αυτού και της θυγατέρας του. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό του, ο ίδιος αξιοποιούσε το άνω ακίνητο με τη σύμφωνη γνώμη της θυγατέρας της, εκμισθώνοντάς το σε τρίτα πρόσωπα, με τελευταίο τον …, εισπράττοντας τα μισθώματα, διαπραγματευόταν την πώλησή του, ενώ συχνά το επισκεπτόταν και το επέβλεπε προς αποτροπή ενεργειών τρίτων, που μπορούσαν να προσβάλουν τη νομή τους, μαζί με τη θυγατέρα του, η οποία, μάλιστα, πριν από το θάνατό του και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του έτους 2000, προέβη στην κατασκευή περίφραξης ολόκληρου του αγροτεμαχίου, με τη συνδρομή του …., όπως αυτός βεβαιώνει στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του. Κατά τούτο τον τρόπο, μέχρι τις 15-11-2000 ο … … νεμόταν το επίδικο ακίνητο σαν να επρόκειτο για νομέα δικαιώματος επικαρπίας, η δε θυγατέρα του δεύτερη εφεσίβλητη, το αντιμετώπιζε, σαν να επρόκειτο περί ψιλής κυρίας αυτού. Σημειώνεται ότι όλο το άνω σχήμα που επινοήθηκε από το … …, ακολούθησε πιστά η δεύτερη εφεσίβλητη, ως θυγατέρα, η οποία καλόπιστα και λόγω πλήρους άγνοιάς της επί τέτοιων νομικών ζητημάτων, εμπιστευόμενη πλήρως τη νομική πείρα και γνώση του πατέρα της ως άλλοτε δικηγόρου, πίστευε ότι τούτο υπήρξε δυνατό αλλά και αρκετό, ώστε να προσποριστεί κυριότητα επί του επίδικου ακινήτου. Έχοντας τούτη την πεποίθηση και θεωρώντας ότι ο θάνατος του πατέρα της στις 15-11-2000 θα επέφερε την ενσωμάτωση της οιονεί νομής του τελευταίου στο πρόσωπό της, ανεξαρτήτως της αποποίησης του επαγόμενου στην ίδια κληρονομικού δικαιώματος της από τον ίδιο, και θεωρώντας ότι τούτη η οιονεί νομή εκφεύγει της κληρονομιαίας περιουσίας, κατά τα αντίστοιχα και στην περίπτωση της παρακρατηθείσας επικαρπίας, επί ψιλής κυριότητας, θεωρώντας δηλαδή, κατ’ ουσίαν ότι νόμιμα τον διαδέχθηκε στην όλη νομή του ακινήτου, η ίδια συνέχιζε να το νέμεται τα επόμενα χρόνια, θεωρώντας ότι κατέστη κυρία αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το έτος 2003. Ακριβώς και λόγω τούτης της πεποίθησής της η ίδια ατομικά, από το θάνατο του πατέρα της συνέχισε την εκμίσθωση του άνω ακινήτου προς τον …, εισπράττοντας το συμφωνηθέν μίσθωμα για τις καλλιεργητικές περιόδους των ετών 2001 έως και 2005, οπότε και η ίδια το μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην πρώτη εφεσίβλητη, θυγατέρα της. Σημειωτέον ότι τόσο ο μάρτυρας … …, αλλά και ο … … και …. αναφέρουν ότι πράγματι το άνω ακίνητο προόριζε ο … … για την θυγατέρα του δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία και επιμελούνταν και αυτή για αυτό, ενώ δήλωνε σε αυτούς ότι είναι ιδιοκτησία της ίδιας και του πατέρα της, χωρίς να αναφέρει και εξηγεί ακριβώς σε αυτούς, ώστε να μπορούν να γνωρίζουν, το νομικό σχήμα που μεθόδευσε ο πατέρας της για την κτήση της κυριότητάς του από την ίδια, αφού αυτό το επιμελούνταν κυριαρχικά ο ίδιος. Ωστόσο, και σύμφωνα και με τις παραδοχές της με αριθμό 811/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, και κατά την αναιρετική εμβέλεια αυτής, το σχήμα που ακολουθήθηκε από την δεύτερη εφεσίβλητη και τον πατέρα της, όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως και έγινε δεκτό, δεν υπήρξε αρκετό, ώστε νόμιμα η δεύτερη εφεσίβλητη να αποκτήσει την κυριότητα του επίμαχου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα και με τις διατάξεις των 369, 983,1033,1041, 1042, 1043, 1045, 1051, 1142, 1143, 1167, 1168 και 1198 ΑΚ, γενομένου δεκτοί) και ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου αλλά και του απορροφώμενου σε αυτόν τρίτου, τέταρτου, υπό στοιχείο A’, Β’, Γ’, ΣΤ’ και Η του εβδόμου λόγου έφεσης. Ωστόσο, η δεύτερη εφεσίβλητη διατελούσε κατά τα ανωτέρω, υπό την πεποίθηση ότι πράγματι κατέστη κυρία αυτού. Μεταξύ των λόγων τούτης της πεποίθησης, πέραν της εμπιστοσύνης στις υποσχέσεις αλλά και τη νομική εμπειρία του πατέρα της, ως παλαιού δικηγόρου, στην ενίσχυσή της συνετέλεσε και το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, επρόκειτο για ένα «οικογενειακό» ακίνητο, το οποίο ουδέποτε μέχρι τότε, αλλά και μέχρι και σήμερα δεν είχε διεκδικηθεί από τρίτο πρόσωπο, ώστε στη συνείδηση όλων να ανήκε στην κυριότητα της, ως είδος προίκας δοθείσας από τον πατέρα της. Προκειμένου να αποκτηθεί και έγχαρτος τίτλος κυριότητας επ’ αυτού, δεδομένου ότι η χρησικτησία, που θεωρούσε η δεύτερη εφεσίβλητη ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό της, είναι τίτλος από το νόμο, η ίδια ακολούθησε την πάγια και θεμιτή συναλλακτική πρακτική της μεταβίβασής του επίδικου ακινήτου στην πρώτη εφεσίβλητη, θυγατέρα της και εγγονή του …. Προς τούτο και συνετάγη το υπ’ αριθμ. …/22-12-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, νομίμως μεταγεγραμμένου. Αναπόδραστα και όταν η πρώτη εφεσίβλητη, μέσω της μητέρας της δεύτερης εφεσίβλητης, επεχείρησε να εκποιήσει στην εκκαλούσα- ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, διατελούσε και η ίδια, όπως και πριν η μητέρα της, στην πεποίθηση που της μετέφερε η ίδια, ότι δηλαδή το επίδικο ακίνητο ανήκε στην κυριότητά της μητέρας της και πλέον στην ίδια και ότι νομίμως μεταβιβάζει. Στη διατήρηση τούτης της πεποίθησης, πέραν των άνω, επιπρόσθετα συνετέλεσε, τόσο η προσωπική της άγνοια επί του αναλυτικότερου τρόπου επέλευσης κυριότητας με τη χρησικτησία, όσο και το γεγονός ότι η υπογραφή του υπ’ αριθμ. …/13-12-2006 πωλητηρίου συμβολαίου έλαβε χώρα υπό την παρουσία του … …, δικηγόρου, ο οποίος, τυγχάνει και πρώτος ξάδερφος της δεύτερης εφεσίβλητης αλλά και γνωστός της εκκαλούσας, μεσολαβώντας για την πώληση του άνω ακινήτου. Μάλιστα, ο ίδιος είχε διπλές λόγο να παρίσταται στην κατάρτιση τούτου του συμβολαίου, αφού αφενός μεν υπήρξε συγγενής των εφεσιβλήτων που του εξέφρασαν την επιθυμία τους να πωλήσουν το άνω ακίνητο, αλλά παράλληλα διατηρούσε και προσωπική γνωριμία με την εδώ εκκαλούσα και αγοράστρια, έχοντας δανείσει στην ίδια το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Γι’ αυτό, ήδη είχε συμφωνήσει με την τελευταία, ότι προς εξασφάλιση του άνω δανείου που της χορήγησε, θα προσυμφωνούσε μαζί της την πώληση και μεταβίβαση στον ίδιο του άνω αγοραζόμενου από αυτήν αγροτεμαχίου, μέχρι την ολοσχερή αποπληρωμή του άνω δανείσματος. Προς τούτο άλλωστε και μόλις έξι μέρες μετά την υπογραφή του επίδικου πωλητηρίου συμβολαίου, συνετάγη μεταξύ αυτού και της εκκαλούσας το υπ’ αριθμ …-2006 προσύμφωνο αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Συνεπώς, και ο ίδιος, αφενός μεν ως συγγενής των πωλητών, αφετέρου δε ως δικηγόρος, αλλά και ως δανειστής της εκκαλούσας, όπως γνώριζαν και οι εφεσίβλητες, απέβλεπε στην καθαρότητα του άνω ακινήτου από νομικά τουλάχιστον ελαττώματα. Συνεπώς, αν είχε αντιληφθεί κάτι σχετικό περί τούτου, οι εφεσίβλητες θα ανέμεναν την επισήμανσή του, δεδομένου ότι και ο ίδιος έλαβε αντίγραφο του φακέλου και των εγγράφων που αφορούσαν στο επίδικο ακίνητο προς μελέτη τους, αφού ο ίδιος συνέδραμε και στην κατάρτιση του άνω συμβολαίου γονικής παροχής της δεύτερης εφεσίβλητης προς την πρώτη (βλ. άλλωστε και την τιθέμενη από τον ίδιο σφραγίδα του δικηγορικού του γραφείου στο εξωτερικό περικάλυμμα του υπ’αριθμ. …/22-12-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ….). Τέλος, το ότι στο ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής ο τρόπος κτήσης της κυριότητας από την δεύτερη εφεσίβλητη, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και του πατέρα της …, όπως παρουσίασαν οι ίδιες και στην ένδικη διαφορά, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο, δεν μπορεί να είναι καθοριστικός του δόλου της ίδιας και κατ’ επέκταση της θυγατέρας της, καθώς ανεξαρτήτως της ανακρίβειας της περιγραφής που αποτύπωσαν στα άνω συμβόλαια ως δήλωσή τους, οι ίδιες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, τελούσαν στην πεποίθηση ότι επήλθε στο πρόσωπό τους κυριότητα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Θεώρησαν μάλιστα δεδομένο ότι ουδέποτε, και λόγω της κυριότητάς τους, δε θα διεκδικηθεί το άνω ακίνητο από τρίτο πρόσωπο, ώστε να υπάρχει λόγος να αποσαφηνίσουν λεπτομερειακά στα συμβόλαια τον τρόπο που απέκτησαν την κυριότητα, με τα προσόντα της χρησικτησίας, όπως υπέδειξε ο αποβιώσας … …. Σημειωτέον, δεδομένου ότι ο … … ουδέποτε παρέλαβε τη νομή του επίδικου ακινήτου, καθώς η συμφωνία του με την εκκαλούσα-ενάγουσα για την αγορά του υπήρξε καθόλα εξασφαλιστική δανείου του προς την ίδια και κατ’ επέκταση τυπική (βλ. άλλωστε τόσο την ένορκη κατάθεση του ίδιου όσο και το περιεχόμενο του από 20-04-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης προσυμφώνου, ειδικά για το ζήτημα της νομής), στις 13-12-2006, οπότε και η εκκαλούσα έλαβε τη νομή του επίδικου ακινήτου, καλόπιστα πιστεύοντας ότι έχει καταστεί κυρία, το νέμεται μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα και αδιατάρακτα, χωρίς να έχει διεκδικηθεί αυτό από έτερα πρόσωπα, μεταξύ άλλων και από τους λοιπούς κληρονόμους του αποβιώσαντος … …, άλλοτε ιδιοκτήτη αυτού. Συνεπώς, και από τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε κατά θετικό τρόπο ότι οι εφεσίβλητες τελούσαν σε γνώση του γεγονότος ότι το πωληθέν από τις ίδιες ακίνητο δεν ανήκε ποτέ στην κυριότητά τους, ώστε δεν στοιχειοθετείται το πραγματικό των άρθρων 147 επ. ΑΚ, 386 ΠΚ και κατ’ επέκταση του άρθρου 914 ΑΚ. Συνεπώς, η επικουρική βάση της αγωγής, μετά των επί μέρους αγωγικών αιτημάτων της, που θεμελιώνεται στις άνω διατάξεις, κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, μη αποδειχθείσας αυτοτελούς ευθύνης από αδικοπραξία, σε βάρος των εφεσιβλήτων, πέραν της ενδοσυμβατικής ευθύνης αυτών, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του τέταρτου αλλά και του υπό στοιχείο Ζ’ εβδόμου λόγου της υπό κρίση έφεσης (βλ. αναλυτικά την υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη της παρούσας). Πράγματι, αποδείχτηκε ότι κατά το χρόνο που η πρώτη εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη, επεχείρησε να πωλήσει και μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στην εκκαλούσα, δεν τύγχανε κυρία του επίδικου ακινήτου, ώστε κατ’ επέκταση η εκκαλούσα δεν προσπορίστηκε, με τούτο το συμβόλαιο, την κυριότητά αυτού. Προς τούτο το λόγο και δεδομένου ότι η πρώτη εφεσίβλητη δεν επιμελήθηκε προσηκόντως, ώστε να διαπιστώσει αν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, στο πρόσωπο της οποίας ελέγχεται η ενδοσυμβατική ευθύνη από την επίδικη πώληση, περιήλθε, από δική της ευθύνη σε αρχική, υποκειμενική αδυναμία παροχής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. ΑΚ (ΑΠ 568/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 497/2010 ΕλλΔνη 2011/1048, ΕφΠειρ 672/2019 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς), ώστε στο πρόσωπο της εκκαλούσας να γεννιούνται τα δικαιώματα που συρρέουν διαζευκτικά από το άρθρο 382 ΑΚ (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 1230/2017, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσας. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, ως αγοράστρια, απέστειλε στην πρώτη εφεσίβλητη, ως πωλήτρια την από 14-01-2014 εξώδικη δήλωσή της με την οποία, και λόγω της έλλειψης κυριότητας επί του επίδικου, στο πρόσωπο της πωλήτριας και κατ’ επέκταση στο πρόσωπο της αγοράστριας, διαμαρτυρόμενη, κάλεσε αυτήν να της επιστρέψει το τίμημα που κατέβαλε ποσού 100.000,00 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, προτιθέμενη να προβεί σε κάθε ενέργεια επιστροφής του πωληθέντος ακινήτου στην ίδια ως πωλήτρια. Η άνω δήλωση της εκκαλούσας, συνιστά νόμιμη υπαναχώρησή της ως αγοράστριας, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 382, 387 και 389 παρ. 2 ΑΚ και παραδεκτά, ως καταχρηστική ένσταση λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, δεδομένου άλλωστε ότι και τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά προτάθηκαν τόσο πρωτοδίκως, όσο και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης, από τις εφεσίβλητες (βλ. ΑΠ 764/2015 σε ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), υποδεικνύονται δε από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από άπαντα τα διάδικα μέρη, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο παρόν Δικαστήριο, από 14-01-2014 εξώδικη δήλωση της εκκαλούσας που νόμιμα επιδόθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη στις 15-01-2014. Συνεπώς και εν όψει των ανωτέρω, και λόγω του νομίμου της δήλωσης υπαναχώρησης της εκκαλούσας, με την περιέλευσή της στην πρώτη εφεσίβλητη, επήλθε λύση της μεταξύ τους σύμβασης της πώλησης, ώστε να οφείλουν εκατέρωθεν να επιστρέψουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εν όψει των ανωτέρω, με την άνω δήλωση υπαναχώρησης, η εκκαλούσα άσκησε το δικαίωμα επιλογής μεταξύ των διαζευκτικώς συρρεόντων στο άρθρο 382 ΑΚ δικαιωμάτων που της χορήγησε ο νόμος, αναλώνοντάς το, στο άνω διαπλαστικό της δικαίωμα, ώστε να μην μπορεί πλέον να αξιώνει με την υπό κρίση αγωγή της την αποζημίωση του άρθρου 382 ΑΚ, ήτοι, το μοναδικό αιτούμενο με αυτήν, πλήρες διαφέρον εκτελέσεως από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης πώλησης από μέρους της πρώτης εφεσίβλητης, αφού τούτο, ως δευτερογενής αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει ενεργό και μη λυθείσα σύμβαση, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας. Προς τούτο το λόγο και η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της που συνίσταται στην καταβολή πλήρους εκτελεστού διαφέροντος από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης, στα πλαίσια ενδοσυμβατικής ευθύνης κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης της προγενεστέρως διενεργηθείσας δήλωσης υπαναχώρησης, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά τα άνω, έστω και αν δεν υποβάλλεται αυτοτελές αίτημα απόρριψης, της αγωγής δι’ αυτής της ένστασης, αφού θεωρείται ότι εμπεριέχεται στο γενικό αίτημα απορρίψεώς της (βλ. ΑΠ 919/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν όψει των ανωτέρω παρέλκει η εξέταση των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών των εφεσιβλήτων, ενώ απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι αποβαίνουν οι υπό στοιχείο Δ’, και Ε’ του εβδόμου λόγου έφεσης. Μολονότι όμως η εκκαλουμένη οδηγήθηκε σε ορθό διατακτικό, και μολονότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ουσιαστικά αβάσιμη κρίθηκε και από την εκκαλουμένη, κατ’ εξαίρεση δεν χωρεί απλή αντικατάσταση αιτιολογιών, καθώς διαφοροποιείται ο λόγος ουσιαστικής απόρριψης της αγωγής, διευρύνοντας τα όρια του δεδικασμένου, αφού η διαφορά δραστικότητας των λόγων απορρίψεώς της αγωγής επί της ουσίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε να θίγονται άμεσα τα συμφέροντα των διαδίκων (βλ. αναλυτικά Νίκα, ο.π., Κεφ. ΚΕ’, παρ. 115, αρ. 13- / 14 με τις εκεί παραπομπές). Συνεπώς και έτσι που έκρινε η εκκαλουμένη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει να εξαφανιστεί, γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των άνω επιμέρους λόγων έφεσης, να κρατηθεί η υπό κρίση αγωγή και να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά πιο πάνω. Να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου, προς άσκηση της υπό κρίση εφέσεως στην ίδια, λόγω ουσιαστικής παραδοχής αυτής. Τέλος, να συμψηφιστεί το σύνολο των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής (179 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου, και του τελευταίου λόγου έφεσης, καθ’ ον μέρος αφορά στα πρωτοδίκως επιβληθέντα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθμ. …/08-09-2015 (αρ. ../2015 προσδιορισμού) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 10016/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 10016/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από την ίδια παράβολου προς άσκηση της υπό κρίση εφέσεώς της.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθμ. …/15-05-2014 αγωγή της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά των εφεσιβλήτων-εναγομένων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23 Ιουνίου 2022 , με τη σύνθεση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επειδή αυτή συνταξιοδοτήθηκε και η αρχαιότερη της σύνθεσης Εφέτης προήχθη και μετατέθηκε, πριν την καθαρογραφή
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, στις 14 Φεβρουαρίου 2023, με άλλη σύνθεση και συγκεκριμένα με Πρόεδρο την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, Σοφία Μαντζακίδου, Πρόεδρο Εφετών λόγω συνταξιοδότησης και αποχώρησης από την υπηρεσία της Προέδρου της σύνθεσης Προέδρου Εφετών Παναγιώτας Παντελή, και τους Εφέτες Μαρία Προσφιλίδου και Κωνσταντίνο Κουτσογεώργο (λόγω προαγωγής και μετάθεσης της Εφέτη Ελένης Μιχαλάκη), απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία της γραμματέως.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ