Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista o μέσος ετήσιος μισθός στη χώρας μας είναι ο χαμηλότερος στην ΕΕ
Ναταλία Δανδόλου
Μπορεί ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας να έχει αυξηθεί και να προβλέπεται να ενισχυθεί κι άλλο, ωστόσο οι μέσες απολαβές των Ελλήνων εξακολουθούν να καταγράφουν αρνητική πρωτιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με το χάσμα μεταξύ των άλλων χωρών να διευρύνεται σημαντικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista που παρουσιάζει το Euronews Business, το 2022, οι μέσοι ετήσιοι μισθοί στην ΕΕ κυμαίνονταν από 73.642 ευρώ στην Ισλανδία μέχρι 24.067 ευρώ στην Ελλάδα.
Οι χώρες με τις υψηλότερες αποδοχές το 2022 ήταν η Ισλανδία (73.642 ευρώ), το Λουξεμβούργο (72.529 ευρώ), η Ελβετία (67.605 ευρώ), το Βέλγιο (63.758 ευρώ) και η Δανία (59.405 ευρώ), ενώ οι χαμηλότερες πληρωμές ήταν η Ελλάδα (24.067 ευρώ), η Σλοβακία. 24.337 €), η Ουγγαρία (26.376 €), η Πορτογαλία (29.540 €) και Τσεχία (30.967 €).
Σύμφωνα με τη Eurostat, το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ ήταν 30,5 ευρώ. Ο μέσος ετήσιος μισθός για τους άγαμους υπαλλήλους χωρίς παιδιά ήταν 26.136 ευρώ. Τα ζευγάρια εργαζομένων με δύο παιδιά είχαν κατά μέσο όρο 55.573 € ετησίως.
Το μη προσαρμοσμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων ήταν 12,7% το 2021, με το μεγαλύτερο χάσμα να παρατηρείται στην Εσθονία, στο 20,5% και το μικρότερο χάσμα στο Λουξεμβούργο στο -0,2%. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το μισθολογικό χάσμα αυξήθηκε κατά 13% το 2023.
Γιατί είναι τόσο χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες;
Το Euronews Business υπογραμμίζει ότι η συνολική οικονομία και η αγορά εργασίας της Ελλάδας εξακολουθεί να αγωνίζεται να ανακάμψει από την κρίση δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα οι μέσοι μισθοί και οι κατώτατοι μισθοί να είναι πολύ χαμηλότεροι από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ορισμένα πιο αυστηρά μέτρα για την αγορά εργασίας έχουν επίσης εφαρμοστεί πρόσφατα, όπως οι προσπάθειες για πρόσληψη νεότερων, νέων πτυχιούχων ασκουμένων, οι οποίοι μπορούν να αμείβονται λιγότερο.
Η Πορτογαλία είναι αντιμέτωπο με τη χαμηλή παραγωγικότητα, καθώς και την αυξανόμενη τάση για πρόσληψη βραχυχρόνιων εποχικών εργαζομένων, για την ενίσχυση του τουριστικού τομέα της χώρας. Οι χαμηλότεροι μισθοί έχουν επίσης συμβάλει σημαντικά στην τιμολόγηση ορισμένων ατόμων από τον αναπτυσσόμενο τομέα των ακινήτων.
Μια τεχνική ύφεση στην Ουγγαρία μπορεί να συνέβαλε σε χαμηλότερους μισθούς πρόσφατα, καθώς λιγότερες εταιρείες ήταν σε θέση να αντέξουν οικονομικά το κόστος εργασίας. Ωστόσο, ιστορικά, το χαμηλό κόστος διαβίωσης της Ουγγαρίας μπορεί να ήταν βασικός παράγοντας για τις αδύναμες ανοδικές μετακινήσεις των μισθών, αν και αυτό μπορεί να αλλάζει σιγά-σιγά τώρα που η χώρα αντιμετωπίζει υψηλότερο πληθωρισμό.
Μείωση των πραγματικών μισθών
Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύτηκε πανευρωπαϊκή έρευνα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), στη οποία καταγράφεται μείωση των πραγματικών μισθών κατά 0,2% το 2023 στην Ελλάδα τη στιγμή που τα κέρδη των επιχειρήσεων καταγράφουν εκτίναξη κατά 5,9%. Συνολικά η έρευνα της ΣΕΣ δείχνει ότι ο μισθός των ευρωπαίων εργαζομένων εξακολουθεί να μειώνεται σε πραγματικούς όρους, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες σημειώνουν κέρδη πέραν του πληθωρισμού.
Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν αλλά τα πραγματικά κέρδη αυξήθηκαν σε εννέα Κράτη-μέλη, αναμεσά τους και η Ελλάδα. Επιπλέον, σε δέκα κράτη – μέλη, οι αυξήσεις των πραγματικών κερδών ήταν υψηλότερες από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, όπως βέβαια και στη χώρα μας.
Οι σημαντικότερες αυξήσεις των πραγματικών κερδών σημειώθηκαν στη Σλοβακία (+8%) και τη Ρουμανία (+7%), όπου η αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν αρνητική. Οι μεγαλύτερες μειώσεις των πραγματικών μισθών σημειώθηκαν στην Τσεχία (-5%) και την Ιταλία (-2%), όπου τα πραγματικά κέρδη αυξήθηκαν.
Τι κάνει η ΕΕ για να γεφυρώσει το μισθολογικό χάσμα;
Το Euronews Business υπενθυμίζει ότι το 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε μια στρατηγική για να προσπαθήσει να γεφυρώσει αυτό το χάσμα έως το 2025. Ακολούθησε, φέτος, η δρομολόγηση της Οδηγίας για τη Διαφάνεια των Πληρωμών, με ταμείο 6,1 εκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσει στην εφαρμογή του. Αυτό διευκολύνει τους εργαζομένους να αναγνωρίσουν τις μισθολογικές διακρίσεις και φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως κατευθυντήρια γραμμή για τους εργοδότες.
Συνήθως οι τομείς με τις υψηλότερες πληρωμές στην Ευρώπη είναι τα χρηματοοικονομικά, οι ασφάλειες, η ηλεκτρική ενέργεια, η εξόρυξη, η τεχνολογία πληροφοριών, το λιανικό εμπόριο και η εκπαίδευση. Στο άλλο άκρο του φάσματος, οι τομείς με τη χαμηλότερη αμοιβή τείνουν να είναι η διοικητική υποστήριξη, η φιλοξενία και οι κατασκευές.
Τι οδηγεί τους υψηλούς μισθούς στην Ισλανδία και το Λουξεμβούργο;
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι υψηλοί μισθοί της Ισλανδίας οφείλονται στο γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό του ιδιωτικού τομέα της χώρας εργάζεται με συλλογικές συμβάσεις. Ορισμένες αυξήσεις οφείλονται επίσης στην προσθήκη των παροχών Covid-19, καθώς και στην ανάκαμψη των ωριαίων μισθών μετά από αδυναμία κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η Ισλανδία είναι επίσης μια από τις πιο ακριβές χώρες στον κόσμο, με επίμονα υψηλό πληθωρισμό, γεγονός που συμβάλλει επίσης σε αυξημένους μισθούς. Από τον Μάρτιο του 2019, έχουν υπογραφεί 326 ισλανδικές συμφωνίες εργασίας, με πάνω από το 90% του εργατικού δυναμικού να ανήκει σε εργατικό σωματείο.
Ο χρηματοπιστωτικός και ο τραπεζικός τομέας αποτελούν το κύριο βάρος πίσω από τους ελκυστικούς μισθούς του Λουξεμβούργου. Το Λουξεμβούργο αναθεωρεί επίσης τον κατώτατο κοινωνικό μισθό του, σε σύγκριση με τους μέσους μισθούς και τις μεταβολές των τιμών κάθε δύο χρόνια, διατηρώντας έτσι τα πρότυπα των μισθών πολύ ενημερωμένα. Ωστόσο, οι μισθοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κλάδους, τμήματα τραπεζών, αρχαιότητα, ηλικία, καθώς και εκπαίδευση και εμπειρία.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ανισότητες, ακόμη και στον ίδιο τομέα, ανάλογα με τον ιδιαίτερο ρόλο και τον τίτλο εργασίας ενός εργαζομένου. Ως εκ τούτου, οι μέσοι μισθοί είναι λίγο πολύ σταθεροί στο Λουξεμβούργο από το 2015, καθώς η παραγωγικότητα μειώνεται.
Χαμηλότεροι φόροι και ο αναπτυσσόμενος τραπεζικός και χρηματοοικονομικός τομέας
Η εικόνα στην αγορά εργασίας της Ελβετίας μοιάζει με αυτή του Λουξεμβούργου, λόγω του ότι και οι δύο χώρες ενισχύονται κυρίως από τον τομέα των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ωστόσο, η Ελβετία έχει επίσης πολύ χαμηλότερους φόρους σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με μέσο όρο περίπου 20% έως 35% για την κατηγορία των 150.000 έως 250.000 ελβετικών φράγκων.
Το μοναδικό μοντέλο της Δανίας
Η Δανία, εν τω μεταξύ, έχει ένα κάπως μοναδικό μοντέλο αγοράς εργασίας, το οποίο εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Αυτό επιτρέπει στη χώρα να μην έχει καθορισμένο κατώτατο μισθό, αφήνοντας αντ’ αυτού τους εργαζόμενους και τους εργοδότες να συνάπτουν τις δικές τους μισθολογικές συμφωνίες.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν επίσης λιγότεροι νόμοι σχετικά με τις απολύσεις. Για τους ανέργους παρέχεται επίδομα ανεργίας έως και δύο ετών, σε περίπτωση που χάσουν τη δουλειά τους.