Για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, απαιτείται να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 Α.Κ.
-Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν θεωρείται καταχρηστική όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 Α.Κ.
—Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
— Κρίση ότι η ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ήταν άκυρη ως καταχρηστική, οφειλόμενη σε εμπάθεια των μελών της διοίκησης της εναγομένης-αναιρεσείουσας.
— Ειδικότερα, η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη απολύθηκε εκ λόγων δυσαρέσκειας του εκπροσώπου της εναγομένης-αναιρεσείουσας, και δη του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής, συνεπεία προηγούμενης νόμιμης αλλά μη αρεστής στη διοίκηση συμπεριφοράς της, η δε δυσαρέσκεια του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ήταν υποκειμενική, δηλαδή δεν είχε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο εξυπηρέτησης των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της επιχείρησης.
— Πλέον συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχτηκε ότι η μη αρεστή συμπεριφορά της ενάγουσας, ιατρού ειδικής παθολόγου, συνίστατο στο ότι, μετά την υπεισέλευση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου στη θέση του διάδοχου εργοδότη ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμβάσεις εργασίας που είχε συνάψει με τους εργαζομένους το νοσοκομείο, αρνήθηκε να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας και να αποξενωθεί αυτοβούλως από τα δικαιώματά της που απέρρεαν από την προϋπηρεσία της στο αναιρεσείον Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και στο ότι ένα εξάμηνο αργότερα εξέφρασε την επιφύλαξή της για τον επαγγελματικό της υποβιβασμό, ενόψει των μετακινήσεών της, στην τελευταία δε περίπτωση μετακίνησής της ζήτησε να της κοινοποιηθεί εγγράφως η επίμαχη μεταβολή της θέσης της, ενώ συναντήθηκε με τον ως άνω Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης, με τον οποίον συζήτησαν και πάλι το θέμα της μετακίνησής της, εξέφρασε τους προβληματισμούς της και δήλωσε ότι θα αποδεχόταν κάθε μεταβολή που θα της κοινοποιούνταν εγγράφως, πράγμα που δεν συνέβη και αντ’ αυτού της κοινοποιήθηκε η επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της (Απόφαση Αρείου Πάγου, «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», τόμος 82ος (2023), σελ. 918).