Σύναψη συμβάσεως μεταξύ Έλληνα εργολάβου και Γάλλου υπήκοου για την ανέγερση οικοδομής στην Ελλάδα. Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων. Εφαρμοστέο δίκαιο. Κανονισμός [ΕΕ] 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008. Στοιχεία ορισμένου αγωγής εργολάβου για πρόσθετες εργασίες. Καταγγελία σύμβασης έργου. Διαφορά από υπαναχώρηση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 195/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αίτησης -κλήσης ΜΤ…./….11.2021]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ΜΤ…./….02.2020]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του καλούντος- ενάγοντος : Δ…. Α…… του Φ….., κατοίκου Δημοτικής Κοινότητας Ζ….. του Δήμου Ζ….. Νομού Ηλείας, κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου [ΑΦΜ] 0……, Δ.Ο.Υ. Ζ….., ο οποίος, δυνάμει του από 21 Ιανουαρίου 2022 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αρμοδίως [ΚΠολΔ 94 παρ.1, 96 παρ.1, 237 παρ.1 εδ. β], κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις [ΚΠολΔ 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ], οι οποίες υπογράφονται από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Κωνσταντίνο Θεοδωρή [Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ΑΜ 3…., γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ Νο Π…../22.02.2022], και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο.
Του καθού η κλήση-εναγόμενου : Φ…. [ F…..] Ρ…. [R…..] Κ….. (K…..) του A….., κατοίκου Γαλλίας, περιοχή Μ….., ΤΚ 2….., και προσωρινά διαμένοντος στη Δημοτική Κοινότητα Ζ….. του Δήμου Ζ….. Ηλείας, κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου [ΑΦΜ] 3….., ο οποίος, δυνάμει του από 29 Ιανουαρίου 2022 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αρμοδίως [ΚΠολΔ 94 παρ.1, 96 παρ.1, 237 παρ.1 εδ.β], κατέθεσε προτάσεις, οι οποίες υπογράφονται από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Κλεονίκη Γκουβίτσα [Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας, ΑΜ 1…., γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑΜΛ με αριθμό Α……/22.10.2020], και παραστάθηκε στο ακροατήριο, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, δια της ίδιας ως άνω πληρεξούσιας Δικηγόρου.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 13.02.2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…./13.02.2020, και με την υπ’αριθμ.2…./14.12.2020 πράξη του Διευθύνοντος το παρόν Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 24ης.02.2021 και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε στη δικάσιμο της 24ης.02.2021, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2…./….10.2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη τακτική διαδικασία, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, διότι δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 Ν.4640/2019 ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής πριν από τη προσφυγή στο Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για υφιστάμενη αστική διαφορά διασυνοριακού χαρακτήρα, ως προς το αντικείμενο της οποίας τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου ενώ η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.02.2020 καταλαμβανόμενη ως εκ τούτου από το πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης του Ν.4640/2019, η οποία αφορά στις αγωγές, που έχουν κατατεθεί από τις 30.11.2019. Ήδη με την από 09.11.2021 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…./….11.2021, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η ανωτέρω από 13.02.2020 [α.κ.δ. 1…/2020] αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης [ 2…/2021] του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης. Με την υπ’αριθμ.1…./03.5.2022 πράξη του Διευθύνοντος το παρόν Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, η αγωγή, όπως επανήλθε προς συζήτηση με την ανωτέρω αίτηση κλήση, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή του προεισαγωγικού τμήματος της παρούσας [28.9.2022] και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό δύο [2].
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται με την από 09.11.2021 αίτηση-κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ74/16.11.2021, προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη τακτική διαδικασία, η ως άνω από 13.02.2020 [αριθμ.εκθ.καταθ.1…/…02.2020] αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ.2…./2021 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου από το οικείο πινάκιο, ο ενάγων δεν παραστάθηκε (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του). Πλην, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.2, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 Ν.4335/2012, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στη τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς για αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν τηρήσει αμφότερες οι πλευρές. Συγκεκριμένα αμφότεροι οι διάδικοι, ο μεν ενάγων στις 23 Φεβρουαρίου 2022 [23.02.2022] ο δε εναγόμενος στις 09 Φεβρουαρίου 2022, κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της από 09 Νοεμβρίου 2021 (αριθμ.εκθ.καταθ. ΜΤ…./16.11.2021) αίτησης -κλήσης, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε έως τις 31.12.2021, βάσει του άρθρου 12 του Ν. 4842/2021, η οποία συμπληρώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ημέρα Πέμπτη.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΚΠολΔ «Συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της». Συνεπώς κατά τον ισχύοντα ΚΠολΔ ως «συζήτηση» θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, με αναφορά των διαδίκων στις προτάσεις τους, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει το δικονομικό ή το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, εισερχόμενο στην ουσία της διαφοράς [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4852 & 4855/2021, τόμος Ι, εκδ.2021, (-Πλεύρη Α.), υπό άρθρο 281 § 1 σελ. 1050, όπου περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία, ΟλΑΠ 1235/1982, ΑΠ 337/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,]. Δεν αποτελεί συζήτηση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, εκείνη η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη [ΟλΑΠ 1235/1982, ΑΠ 337/2021 ο.π.].
Στη προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου απαραδέκτως επανέφερε τις προτάσεις και τη προσθήκη αντίκρουση, που κατέθεσε στα πλαίσια συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στη δικάσιμο της 24ης.02.2021, καθόσον δεν πρόκειται για μια ενιαία επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Πλην όμως οι προτάσεις και η προσθήκη αντίκρουση της προηγηθείσας δικασίμου, που ενσωματώνονται στις προτάσεις, που νομοτύπως και εμπροθέσμως κατέθεσε ο ενάγων στη παρούσα δικάσιμο, θα ληφθούν υπόψη ως ένα ενιαίο κείμενο με τις τελευταίες.
[α] Η δίκη είναι η δικαστική μορφή με την οποία συντελείται η μετάβαση από την κανονιστική στην πραγματική ισχύ του δικαίου, καθοριστική δε στιγμή της μεταβάσεως αυτής είναι η οριστική δικαστική απόφαση, που κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου προβαίνει σε αυθεντική και δεσμευτική διάγνωση του ειδικού δεοντολογικού νοήματος που διέπει την ατομική περίπτωση. Πλην, όμως, για να ικανοποιηθεί πλήρως η αξίωση πραγμάτωσης του δικαίου δεν αρκεί η απαγγελία των προσηκουσών έννομων συνεπειών, αλλά απαιτείται αφενός να κατοχυρωθεί η δεσμευτικότητα του περιεχομένου της δικαιοδοτικής κρίσεως και αφετέρου να διασφαλιστεί η δυνατότητα (υλικής) μετουσιώσεως της αποφάσεως στον εξωτερικό κόσμο, αιτήματα τα οποία ικανοποιούνται από δύο κύριες ενέργειες της δικαστικής απόφασης, το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα. Ως δεδικασμένο ορίζεται η δεσμευτική δύναμη με την οποία οπλίζεται η τελεσίδικη δικαστική κρίση ώστε αυτή να καθίσταται πλέον αναμφισβήτητη στο πλαίσιο μεταγενέστερων δικών, αποκτώντας έτσι σταθερότητα και διάρκεια. Η δεσμευτική αυτή δύναμη είναι σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητη της ειδικότερης φύσης της απόφασης ως αναγνωριστικής, καταψηφιστικής, διαπλαστικής [ Ποδηματά, Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, εκδ. 2002, τόμος I, σελ.4-5]. Η δικονομική λειτουργία του δεδικασμένου είναι διττή συνιστάμενη στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, η οποία ενεργοποιείται όταν το αντικείμενο της δεύτερης δίκης ταυτίζεται με το αντικείμενο της πρώτης δίκης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η δικαιοδοτική κρίση από την οποία απορρέει το δεδικασμένο, και στη θετική λειτουργία του, η οποία ενεργοποιείται όταν το αντικείμενο της πρώτης δίκης ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα σε επόμενη δίκη [ Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4852 & 4855/2021, τόμος Ι, εκδ.2021, (- Ευθυμίου Χ.), Εισαγ.παρατ. αρθρ 321-334, σελ. 1153].
Η αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου συνιστά αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση αγωγής προς επανάκριση ήδη κριθέντος, κυρίως ή παρεμπιπτόντως υπό τους όρους του άρθρου 331 ΚΠολΔ, ζητήματος, και αν παρόλα αυτά ασκηθεί η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη [Ποδηματά, ό.π. σελ. 82, Κονδύλης ο.π. σελ.193-194], και δεν εμποδίζει απλώς τη συζήτηση της νέας αγωγής [ΑΠ 564/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Αντιθέτως, στη θετική λειτουργία του το δεδικασμένο δρα θετικά επιβάλλοντας να τεθεί ως βάση της δικαιοδοτικής κρίσεως για τη νέα εξαρτώμενη έννομη συνέπεια η ήδη τελεσίδικη κρίση για την προδικαστική [Ποδηματά ο.π. σελ. 83].
Σύμφωνα με το άρθρο 331 ΚΠολΔ «Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα». Ως παρεμπιπτόντως κριθέντα στην έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται τα λεγόμενα προδικαστικά ζητήματα, τέτοια δε υφίστανται στις περιπτώσεις που η ύπαρξη ή η ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης [κύρια ή εξαρτημένη] εξαρτάται από την ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλης έννομης σχέσης [προδικαστική ή εξαρτώσα]. Νομοτεχνικώς η προδικαστική έννομη συνέπεια εμφανίζεται μεταξύ των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής της διατάξεως, η οποία προβλέπει την κύρια ή εξαρτημένη έννομη συνέπεια. Εάν μεταξύ των προϋποθέσεων μιας διατάξεως καταλέγεται και ορισμένη προδικαστική έννομη συνέπεια, αυτή αποτελεί αφενός τη λογική προϋπόθεση επελεύσεως της κύριας έννομης συνέπειας, αφετέρου όμως-και κατεξοχήν-τελολογικώς αναγκαίο προαπαιτούμενο της, διότι μόνον αν και αυτή συντρέξει είναι δυνατόν να πραγματωθεί ο επιδιωκόμενος με την κύρια έννομη συνέπεια σκοπός. Η δέσμευση για το προδικαστικώς κριθέν ζήτημα ανακύπτει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η τελεσιδίκως διαγνωσθείσα κύρια έννομη συνέπεια τίθεται ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα σε μεταγενέστερη δίκη. Όταν η τελεσιδίκως κριθείσα προδικαστική έννομη σχέση ανακύπτει στη νέα δίκη ως κύριο ζήτημα, το δεδικασμένο, κατά την αρνητική λειτουργία αυτού, αποκλείει κάθε νέα συζήτηση και απόφαση ως προς αυτό, με αποτέλεσμα η αγωγή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη [αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου]. Αντιθέτως, όταν η προδικαστική έννομη σχέση ανακύπτει και στη νέα δίκη ως προδικαστικό ζήτημα, το δεδικασμένο, κατά τη θετική λειτουργία αυτού, επιβάλλει η τελεσίδικη κρίση για το προδικαστικό ζήτημα της πρώτης δίκης να τεθεί ως βάση της νέας εξαρτημένης έννομης συνέπειας [Ποδηματά, Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, τόμος I, 2002, σελ.100-101, Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, εκδ.2007, σελ. 194-197, βλ. και ΑΠ 128/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 509/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 591/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6215/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ «Το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά». Ο δικονομικός νομοθέτης με τη διάταξη αυτή προσδίδει δεσμευτικότητα και στις δικαστικές αποφάσεις που δεν υπεισήλθαν στην ουσία της διαφοράς αλλά περιορίστηκαν στη κρίση δικονομικού χαρακτήρα ζητήματος, στο οποίο νοείται και η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας [Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. (Ευθυμίου Χρ) ο.π. §4 σελ.1170, 1171].
[β] Η σύμβαση έργου ή εργολαβία [ή μίσθωση έργου κατά τον Αστικό Κώδικα], όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 681 και 682 ΑΚ, αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους (εργολάβος) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει για λογαριασμό του άλλου (εργοδότη) κάποιο έργο, δηλαδή να προσπορίσει σε αυτόν ορισμένο αποτέλεσμα εργασίας, που πρόκειται να παραγάγει δυνάμει της συγκεκριμένης αυτής σύμβασης, και ο έτερος συμβαλλόμενος (εργοδότης) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ως αντάλλαγμα την συμφωνημένη ή συνηθισμένη αμοιβή. Πρόκειται για σύμβαση ενοχική, υποσχετική, αμφοτεροβαρής και στιγμιαία, καθώς η υποχρέωση του εργολάβου προς τον εργοδότη εκπληρώνεται μόνο όταν ολοκληρωθεί το έργο και παραδοθεί στον εργοδότη [Γεωργιάδης Απ. Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, II, σελ. 247-249, Δεληγιάννης Ι. Σύμβαση Έργου, 2004, σελ. 1,2]. Οι ενέργειες, στις οποίες προβαίνει ο εργολάβος και είναι αναγκαίες για την επίτευξη ενός αποτελέσματος , δεν αποτελούν αντικείμενο της παροχής του απέναντι στον εργοδότη, ώστε να δημιουργούν διαρκή σχέση ανάμεσα στα μέρη, αλλά αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες προκειμένου ο εργολάβος να εκπληρώσει την υποχρέωσή του που είναι η εκτέλεση του έργου [ Γεωργιάδης Απ. ο.π. 249]. Παρά όμως τον στιγμιαίο χαρακτήρα της σύμβασης έργου, επειδή ο εργολάβος απασχολείται για ορισμένο χρονικό διάστημα για την εκτέλεση του έργου, η εν λόγω σύμβαση εμφανίζει στοιχεία διαρκούς ενοχικής σχέσης, όπως το δικαίωμα καταγγελίας κατά τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ. Ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση από τις γενικές αρχές που ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, έχει, έναντι του κυρίου του έργου, υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος τόσο την κύρια υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση, η οποία, βάσει συμβατικού όρου (άρθρο 361 ΑΚ), ανάγεται σε κύρια υποχρέωση, δηλαδή υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Μόλις δε προβεί σε εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεών του, δικαιούται να ζητήσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου [ΑΠ 381/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ].
Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης. Οι τυχόν εργασίες, οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί ή καθορισθεί με την αρχική σύμβαση, αλλά προέκυψαν εκ των υστέρων και εκτελέστηκαν από τον εργολάβο μετά από συμφωνία των μερών, θεωρούνται πρόσθετες και ο εργολάβος δικαιούται διαφορετικής αμοιβής, που είτε καθορίζεται με συμφωνία των συμβαλλομένων, είτε προκύπτει εκ των πραγμάτων, αναλόγως του είδους και του κόστους τους, η αμοιβή δε αυτή είναι ανεξάρτητη της ορισθείσας αρχικής τοιαύτης, η οποία δεν αφορούσε τις εργασίες αυτές. Ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 ΑΚ τη συμφωνημένη αμοιβή του. Παράδοση θεωρείται ότι έχει συντελεστεί εκ των πραγμάτων και στην περίπτωση, που ο εργοδότης, χωρίς να ασκήσει κάποιο από τα προβλεπόμενα στο νόμο δικαιώματά του, εμμένοντας στη μετά του εργοδότη σύμβασή του, αποδέχτηκε οριστικά το έργο στη σφαίρα δράσης, καθώς και στη περίπτωση ανεπιφύλακτης παραλαβής αυτού δυνάμει σχετικού όρου της εργολαβικής σύμβασης (πλασματική παραλαβή). Αντίθετα η παράδοση του έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί το προσφερόμενο σε αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή αμοιβής, αλλά έχει μόνον τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 ΑΚ δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής και πάλι συμφωνίας των μερών (ΑΠ 1184/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[γ] Κατά τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση έργου. Αν γίνει καταγγελία, οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή, αφαιρείται όμως από αυτή η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ εισάγει σοβαρή παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις που διέπουν τις ενοχικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες η διάλυση της σχέσης με μονομερή δήλωση του ενός από τα μέρη (υπαναχώρηση, καταγγελία, ανάκληση) είναι κατά κανόνα δυνατή μόνο όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Εδώ η καταγγελία και η ανατροπή της σύμβασης για το μέλλον είναι δυνατές ακόμα και εντελώς αναιτιολόγητα και αυθαίρετα [ Δεληγιάννης, Σύμβαση Έργου, 2004, σελ. 302, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο II, 2013, παρ.171, ΕφΔυτΜακ 45/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
Ο εργοδότης, σύμφωνα με το άρθρο 700 AK, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει, οποτεδήποτε, από την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης έως την αποπεράτωση του έργου τη σύμβαση έργου και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Η καταγγελία συνεπάγεται τη λύση της σύμβασης έργου για το μέλλον και δημιουργούνται αυτόματα για τα μέρη οι αμοιβαίες υποχρεώσεις, για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνηθείσα αμοιβή, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι περιορισμού αυτής, που προβλέπονται στην ως άνω διάταξη, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου, που τυχόν κατασκεύασε, ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του [ΑΠ 381/2021 ο.π. ΜΠΘες 10154/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Η καταγγελία είναι μονομερής δικαιοπραξία, απευθυντέα, αμετάκλητη και αναιτιώδης, που μπορεί να γίνει και σιωπηρά, συναγόμενη σαφώς από συντρέχοντα περιστατικά, κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα, μέχρι την αποπεράτωση του έργου, να καταγγείλει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο τη σύμβαση, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον (ex nunc), με συνέπεια να οφείλει αυτός να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και ο,τιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί [ΑΠ 1135/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 697 /2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1393/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Ειδικότερα με την καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματός του και για το κύρος της οποίας δεν απαιτείται η από μέρους του προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής του, δημιουργούνται αυτόματα για τα μέρη, με τη λύση της σύμβασης που η καταγγελία συνεπάγεται, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή του, εφόσον δεν υπάρχουν οι κατ` ένσταση προτεινόμενοι λόγοι περιορισμού αυτής, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε, ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του, την οποία αν δεν εκπληρώνει, δικαιούται ο εργοδότης να αρνηθεί την πληρωμή της εργολαβικής αμοιβής, προτείνοντας την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, οπότε η καταδίκη του στην καταβολή της εργολαβικής αμοιβής θα γίνει με τον όρο της ταυτόχρονης από τον εργολάβο εκπλήρωσης της αντιπαροχής του (άρθρ. 374 – 378 ΑΚ), [ΕφΛαρ 41/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Η καταγγελία και η συνακόλουθη ανατροπή της συμβατικής σχέσης για το μέλλον, αφού δεν έχει ανάγκη αιτιολογίας, απόκειται στην απόλυτη ελευθερία βούλησης του εργοδότη, ο οποίος δεν απαιτείται να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει την απόφασή του για την καταγγελία της σύμβασης, ενώ η τυχόν αλήθεια ή αναλήθεια των λόγων, οι οποίοι τον οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης, δεν επηρεάζει το κύρος της καταγγελίας. Ο νόμος δεν θέτει καμία προϋπόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα του εργολάβου ή των προσώπων για τα οποία αυτός υπέχει ευθύνη, ούτε άλλη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ περιέχει κανόνα ενδοτικού δικαίου, γι’ αυτό είναι ισχυρές αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, με τις οποίες ορίζεται διαφοροποίηση στη ρύθμιση από εκείνη της διάταξης. Δηλαδή με τις αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του εργοδότη από το άρθρο 700 ΑΚ ή, ακόμη να καταλύεται, δηλαδή να χωρεί έγκυρη παραίτηση του εργοδότη από το δικαίωμα καταγγελίας, ή ανάκτηση του δικαιώματος από τον εργοδότη, ή να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα στον εργοδότη, όπως απαλλαγή από καταβολή της αμοιβής, ή να περιορίζεται η υποχρέωση σε ορισμένο ποσοστό, ή να ορίζεται ποινική ρήτρα, σε περίπτωση καταγγελίας, η οποία αντικαθιστά τις υποχρεώσεις του εργοδότη από τη διάταξη του άρθρου 700 εδ. β’ ΑΚ. Η κύρια συνέπεια της κατά την προαναφερόμενη διάταξη καταγγελίας είναι η λύση της σύμβασης για το μέλλον και η από αυτή υποχρέωση του εργολάβου να παραδώσει το μέρος του έργου που εκτελέστηκε στον εργοδότη [ΕφΔυτΜακ 45/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΠατρ 414/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης έργου μπορεί να ασκηθεί και μετά την άπρακτη παρέλευση της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης του έργου και μέχρι την πραγματική εκτέλεσή του. Αν γίνει καταγγελία, κύρια συνέπεια της οποίας είναι η λύση της σύμβασης για το μέλλον, ο εργολάβος υποχρεούται να παραδώσει το μέρος του έργου που εκτελέστηκε στον εργοδότη, αντίστοιχα δε ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή του, δηλαδή εκείνη που θα του κατέβαλε ο εργοδότης αν δεν ασκούσε το δικαίωμα της καταγγελίας για το μέχρι αυτήν εκτελεσθέν έργο και μάλιστα ασχέτως υπαιτιότητάς του για τη μη εμπρόθεσμη παράδοση του έργου ή ακόμη μη παράδοσης του μέρους του έργου που εκτελέστηκε [ΑΠ 860/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 326/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠΛασιθ 51/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Το δικαίωμα καταγγελίας κατά τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ ανήκει αποκλειστικά στον εργοδότη. Αντιθέτως ο εργολάβος έχει το δικαίωμα να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση λόγω υπερημερίας του εργοδότη κατά τη διάταξη του άρθρου 383 ΑΚ [ΑΠ 1128/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Το δικαίωμα της καταγγελίας προϋποθέτει την έγκυρη σύναψη της σύμβασης έργου αλλά και την μη αποπεράτωση του έργου, διότι εάν το έργο αποπερατωθεί έστω και με ελαττώματα το δικαίωμα της καταγγελίας αποσβήνεται [ΑΠ 147/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 507/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Απ. ο.π. §56, σελ. 266]. Η καταγγελία μπορεί να γίνει και μετά την άπρακτη παρέλευση της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης του έργου έως την πραγματική εκτέλεσή του [Δεληγιάννης Ι., Σύμβαση Έργου, 2004, § 278, σελ. 306]. Σιωπηρή καταγγελία συνιστά η παράλειψη του εργοδότη να συμπράξει με τον εργολάβο για την εκτέλεση του έργου, παρά την προσφορά του εργολάβου και την περιέλευσή του σε υπερημερία δανειστή, εφόσον η κατάσταση αυτή προσλαμβάνει τη μορφή οριστικής άρνησής του να συνεχίσει την εκτέλεση της σύμβασης [ ΑΠ 464/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 527/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘες 5672/1996 Αρμ 50, 838, Γώγου Κ. Η καταγγελία της σύμβασης έργου (προϋποθέσεις, συνέπειες, σύγκριση με υπαναχώρηση), Διπλωματική Εργασία, Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ. Τομέας Αστικού Δικαίου, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Αστικό Δίκαιο, 2016, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, ιδίως σελ. 23, όπου εκτενείς παραπομπές σε θεωρία και νομολογία].
Με την καταγγελία, η ενέργεια της οποίας αρχίζει από τη στιγμή που θα περιέλθει η δήλωση βούλησης του εργολάβου στον εργοδότη, επέρχεται αυτόματα η λύση της σύμβασης έργου για το μέλλον. Η σύμβαση έργου ματαιώνεται ως προς την παροχή του εργολάβου που είναι η συνέχιση και ολοκλήρωση της εκτέλεσης του έργου. Ο εργολάβος υποχρεούται να παραδώσει το ημιτελές έργο στο σημείο που έχει αποπερατωθεί κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Αντιθέτως ο εργοδότης βαρύνεται με την υποχρέωσή του να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, όχι όμως ως αποζημίωση αλλά ως συμβατική υποχρέωση [Γεωργιάδης Απ. ό.π. κεφ.10 § 59, σελ. 267, ΕφΠατρ 324/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Δεληγιάννης ο.π. §281, σελ. 312] ενώ δεν θίγονται τα δικαιώματά του από τυχόν υπερημερία του εργολάβου, κατάπτωση της ποινικής ρήτρας ή ύπαρξη ελαττωμάτων στο έργο [ΑΠ 787/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 236/1992, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2252/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Γώγου Κ. ο.π. σελ. 29]. Επειδή δε πρόκειται για συμβατική αμοιβή η υποχρέωση καταβολής της υφίσταται ανεξάρτητα από το είδος αυτής, ήτοι εάν είναι ορισμένη κατ’αποκοπή, υπολογιστέα βάσει προϋπολογισμού, κατά μονάδα εργασίας ή ανεξάρτητα από το είδος της, ήτοι εάν πρόκειται για παροχή σε χρήμα ή σε είδος [Δεληγιάννης Ι. ο.π. σελ.313]. Η αξίωση του εργολάβου για καταβολή της αμοιβής, μετά την καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη, δεν προϋποθέτει την παράδοση του έως τότε εκτελεσθέντος έργου [ΕφΑθ 2220/1998, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Στην αξίωση για καταβολή της αμοιβής του εργολάβου περιλαμβάνονται και οι δαπάνες στις οποίες προέβη ο εργολάβος για την αποπεράτωση του έργου μέχρι και την καταγγελία καθώς και οι δαπάνες που έγιναν προκειμένου να είναι σε ετοιμότητα για την εκτέλεση του έργου. Η κάλυψη των ζημιών που υπέστη ο εργολάβος με την καταγγελία της σύμβασης περιλαμβάνεται στην αμοιβή που οφείλεται σαν να είναι περατωμένο το έργο. Ο εργολάβος πέρα από την αξίωση για τη συμφωνημένη αμοιβή δεν έχει αξίωση για θετική ζημία για την αποπεράτωση του έργου ή για διαφυγόντα κέρδη, τα οποία θα αποκόμιζε εάν χωρούσε μια ομαλή εκπλήρωση της σύμβασης ή αν αποδεσμευόταν εγκαίρως από αυτή, αφού οποιαδήποτε ζημία του περιλαμβάνεται στην αμοιβή που του οφείλεται λόγω της καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη [ Γώγου Κ. ο.π. σελ.37, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο II, 2013, σελ. 535].
Ο κανόνας ότι ο εργοδότης οφείλει, στην περίπτωση που καταγγέλλει τη σύμβαση έργου σύμφωνα με το άρθρο 700 ΑΚ να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη την αμοιβή, κατά το εδ.β του ίδιου άρθρου, υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, ώστε να αποφεύγεται ο πλουτισμός του εργολάβου. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι από την αμοιβή εκπίπτουν : α) η δαπάνη που εξοικονομεί ο εργολάβος από τη ματαίωση της σύμβασης, β) κάθε τι που ωφελείται ο εργολάβος, χάρη στη καταγγελία, από άλλη εργασία κατά το χρόνο που διαρκούσε η εκτέλεση της σύμβασης που καταγγέλθηκε και γ) κάθε τι που ο εργολάβος παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί [Δεληγιάννης ο.π. § 282, σελ. 315-316].
Το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 700 ΑΚ, μπορεί να συμπορεύεται και με δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από αυτήν λόγω συνδρομής των όρων του άρθρου 686 ή ακόμα και των άρθρων 383 επ. ΑΚ. Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στα περισσότερα δικαιώματά του [Δεληγιάννης ο.π. σελ. 302-303].
[δ] Ειδικότερα διαφορετική από την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ είναι ως προς τις προϋποθέσεις, αλλά και ως προς τις συνέπειες, η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έργου, που προβλέπεται από το άρθρο 686 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου ή αν επιβραδύνει, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, την εκτέλεση του έργου, στο σύνολό της ή εν μέρει, κατά τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, μπορεί ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος του εργολάβου, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει τον χρόνο παράδοσης του έργου, σε περίπτωση δε υπερημερίας του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα σχετικά δικαιώματα του εργοδότη. Με την υπαναχώρηση, η οποία μπορεί να είναι ολική ή μερική, δηλαδή μόνον κατά το ανεκτέλεστο μέρος του έργου, η σύμβαση έργου καταργείται αναδρομικά, ολικά ή αναλόγως εν μέρει, και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 389§2 ΑΚ, δηλαδή αποσβήνονται οι συμβατικές υποχρεώσεις προς παροχή και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τις παροχές που έλαβαν. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση μερικής υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο αμοιβή αντίστοιχη με το μέρος του έργου που αυτός εκτέλεσε και παρέδωσε [ΑΠ 1110/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 670/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Απ. ο.π. κεφ.11, §38].
[ε] Η αγωγή πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 ΚΠολΔ, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία [ΑΠ 5/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1392/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»]. Αντιθέτως, η έλλειψη των προαιρετικών στοιχείων της αγωγής [ΚΠολΔ 216 § 2] δεν προκαλεί αοριστία, καθώς μπορεί να επιτευχθεί συμπλήρωση των ελλείψεων που αφορούν σε αυτά με την εφαρμογή των άρθρων 227,236,245, 254 ΚΠολΔ [Απαλαγάκη Χ.- Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Μπαλογιάννη), υπό άρθρο 216 §1, σελ. 845].
Κατά τα άρθρα 681 και 694 ΑΚ με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά την παράδοση του έργου, αν η αμοιβή συνίσταται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου, ενώ, αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνουν τμηματικά, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση κάθε τμήματος. Στην αγωγή του εργολάβου κατά του εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του πρέπει ( άρθρo 216 ΚΠολΔ) να γίνει επίκληση της σύμβασης έργου, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή αυτής που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεσθεί, την εκτέλεση και την παράδοση ή την προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε και αν αυτή είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν ή ότι συμφωνήθηκε, πως ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει την αμοιβή σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσης του έργου ή ότι συμφωνήθηκε ότι η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής θα γίνει κατά τμήματα (ΑΠ 233/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 988/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 329/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της συμβάσεως κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού. Αν η αμοιβή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα των εργασιών που θα εκτελεσθούν, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής, ποια είναι αυτή κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν. Τα ανωτέρω στοιχεία επί αμοιβής ανά μονάδα εργασίας δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, αν η αμοιβή συμφωνήθηκε εφάπαξ (κατ’ αποκοπή), καθόσον στην περίπτωση αυτή, στοιχείο της βάσεως της αγωγής του εργολάβου για την πληρωμή της συμφωνημένης αμοιβής ή υπολοίπου αυτής, για να είναι η αγωγή ορισμένη κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, είναι η επίκληση της καταρτισθείσης συμβάσεως έργου, του συμφωνηθέντος έργου, της εκτελέσεως και παραδόσεως τούτου στον εργοδότη και της συμφωνηθείσης αμοιβής. Στην περίπτωση δε κατά την οποία η αμοιβή ζητείται εντόκως από το χρονικό σημείο της παραδόσεως του έργου πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή και ο χρόνος αυτός. Η αμοιβή πρέπει να καταβάλλεται κατά την παράδοση του όλου έργου ή τμημάτων αυτού. Εξάλλου, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, η έναντι του έργου, απλού ή σύνθετου, αμοιβή είναι μία, έστω και αν στη σύμβαση εμφανίζεται αυτή ως άθροισμα μερικότερων αμοιβών που αντιστοιχούν στα μέρη του σύνθετου έργου. Συνέπεια τούτου είναι ότι αν ο κύριος του έργου καταβάλει στον εργολάβο χρηματικό ποσό, προς μερική εξόφληση της εκ της συμβάσεως υποχρεώσεως αυτού, επιφέρει εξόφληση του σχετικού μέρους της αμοιβής και όχι εξόφληση μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες μερικότερες αμοιβές και αντίστοιχα ο εργολάβος διατηρεί απαίτηση για το υπόλοιπο της αμοιβής και όχι απαίτηση για μια ή περισσότερες από τις μερικότερες αμοιβές [ΕφΑθ 1185/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Αν η αμοιβή του εργολάβου συμφωνήθηκε κατά μονάδα και είδος επί μέρους εργασιών, που απαιτούνται για την κατασκευή του όλου έργου, πρέπει επίσης να αναφέρει στην αγωγή του και τις ποσότητες των επί μέρους κατ` είδος εργασιών καθώς και την κατά μονάδα συμφωνηθείσα αμοιβή (ΑΠ 1415/2005 ΕλλΔνη 2006, 162, ΑΠ 1243/2005 ΕλλΔνη 2006, 185, ΠΠΑθ 2089/2012,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[στ] Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,4, 8 παρ. 1,14 παρ. 1,16 παρ. 1 και 2,19 παρ.1, 21, 35 παρ.1 και 36 του Ν.2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ A 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ A 125), που εισήγαγε στη χώρα τον ανωτέρω φόρο (ΦΠΑ), όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και, ως ειδικές, υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου, σαφώς προκύπτει, ότι στη περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και στην απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α (ο οποίος, σημειωτέον, επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εργολάβος προβεί, μέσα στα χρονικά όρια που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον αναζητήσει από αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικά, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεστεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του. Σε περίπτωση όμως που κατά τον χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, όπως συμβαίνει στη περίπτωση που ο φόρος γίνεται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημοσίας αρχής, όπως δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά. Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του ΦΠΑ μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 περ. ε του ΚΠολΔ. Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του ΦΠΑ δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά τον χρόνο της εξόφλησης (ΕφΑθ 5089/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[ζ] Σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας παροχής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις τόσο ο ένας όσο και ο άλλος συμβαλλόμενος απαλλάσσεται από την αντιπαροχή [κανόνας κοινής απαλλαγής] και την αναζητεί εάν τυχόν την κατέβαλε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού [ΑΚ 380]. Σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας παροχής στις αμφοτεροβαρής σύμβασης κρίσιμη είναι η διάκριση εάν η υπαιτιότητα αφορά τον δανειστή ή τον οφειλέτη. Εάν η υπαιτιότητα αφορά τον δανειστή αυτός δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση για τη δική του παροχή [αντιπαροχή], [ΑΚ 381 παρ.1 εδ.α]. Εάν η αδυναμία παροχής οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη, ο δανειστής μπορεί κατά τη διάταξη του άρθρου 382 ΑΚ είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 είτε να απαιτήσει αποζημίωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση [βλ. Φιοράκης Ι. Η αξίωση αποζημίωσης στο πεδίο του Ιδιωτικού Δικαίου, 2021, σελ.67-74 ιδίως 69-70].
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 694 παρ. 1 του ΑΚ συνάγεται ότι στη σύμβαση μίσθωσης έργου, ο εργολάβος υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Οφείλει δηλαδή έναντι του κυρίου του έργου να εκπληρώσει πρώτος τόσο την κύρια υποχρέωσή του, (της· κατασκευής του έργου), όσο και κάθε άλλη υποχρέωσή του, η οποία βάσει συμβατικού όρου ανάγεται σε κύρια υποχρέωση. Μόλις προβεί στην εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεών του δικαιούται να ζητήσει την αμοιβή του ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου. Η υποχρέωσή του αυτή αποτελεί εξαίρεση από τις γενικές αρχές που ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 351 του ΑΚ συνάγεται, ότι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, εάν α) δεν αποδέχεται την πραγματική και προσηκόντως προσφερόμενη σ` αυτόν παροχή, β) εάν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν προβαίνει στην απαιτουμένη πράξη, ή σύμπραξη, χωρίς την οποία ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή. Συνέπεια δε της υπερημερίας αυτού (δανειστή) είναι, ότι ο οφειλέτης δικαιούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΑΚ να απαιτήσει από τον υπερήμερο δανειστή, καθετί, που χρειάστηκε να δαπανήσει επιπλέον για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής καθώς και για τη φύλαξη και τη συντήρησή της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας. Για την ύπαρξη δε υπερημερίας του δανειστή, σε αντίθεση με όσα ορίζονται με τη διάταξη του άρθρου 336 του ΑΚ, δεν προσαπαιτείται συνδρομή πταίσματος αυτού, ήτοι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί συμβάσεως μισθώσεως έργου, που δανειστής είναι ο εργοδότης, όσον αφορά την υποχρέωση της πράξεως ή συμπράξεως του τελευταίου, της οποίας οι συνέπειες ρυθμίζονται αποκλειστικά από τις παραπάνω διατάξεις, ώστε δεν μπορεί με απόφαση αυτές να αξιωθεί άλλη αποζημίωση, όπως το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον ή το διαφυγόν κέρδος του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, επίσης, ότι, εφόσον η εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου κατέστη αδύνατη, λόγω υπαίτιας παραλείψεως του εργοδότη να προβεί στην αναγκαία προς τούτο σύμπραξη και περιελεύσεως του τελευταίου υπερημερία δανειστή, ο εργολάβος δικαιούται συνομολογηθείσα εργολαβική αμοιβή, κατ’ άρθρο 381 ΑΚ. [ΑΠ 464/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Από τις διατάξεις των άρθρων 681, 349, 351 και 358 ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν στη σύμβαση έργου απαιτείται για την εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου, σύμπραξη του εργοδότη, που μπορεί και να συμπίπτει χρονικά ή να προηγείται από την προσφορά του εργολάβου και η οποία μπορεί να έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, ή να προκύπτει από τη φύση της εργολαβικής σύμβασης, ή να επιβάλλεται, κατ` άρθρ. 288 ΑΚ από την καλή πίστη, η ενέργεια αυτή του εργοδότη δεν αποτελεί, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, υποχρέωση αυτού, αλλά όρο ή προϋπόθεση που απαιτείται για την εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου, ο δε εργοδότης που δεν επιχειρεί την σύμπραξη αυτή, δεν περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη, ώστε να ευθύνεται σε πλήρη αποζημίωση, που περιλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος, αλλά γίνεται υπερήμερος δανειστής και υποχρεούται στην καταβολή μόνο της περιορισμένης αποζημίωσης του άρθρου 358 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή που είναι απόρροια της ιδιότητας του εργοδότη ως δανειστή, τελεί σε αρμονία με την αρχή ότι ο δανειστής κατά κανόνα δικαίωμα και όχι υποχρέωση έχει να αποδεχθεί την παροχή του οφειλέτη, γι` αυτό θεσπίζεται περιορισμένη υποχρέωσή του γι`αυτό αποζημίωση, ανεξαρτήτως πταίσματός του. Κατά την παραπάνω διάταξη (358 ΑΚ), ο οφειλέτης (εργολάβος) δικαιούται να απαιτήσει από τον υπερήμερο δανειστή (εργοδότη) κάθε τι που έπρεπε να δαπανήσει παραπάνω για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής. Ειδικότερα ο εργολάβος κατά το διάστημα αυτό δικαιούται να αξιώσει τις δαπάνες από την αμοιβή του αναγκαιούντος επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού που βρίσκεται σε ετοιμότητα για τις ανάγκες του έργου. Δεν αποκλείεται βέβαια, λαμβανομένης υπόψη και της συμβατικής ελευθερίας, τα μέρη να συμφωνήσουν τη σύμπραξη του εργοδότη ως υποχρέωση του, οπότε στην περίπτωση αυτή, αν ο εργοδότης καταστεί υπερήμερος ως προς την οφειλόμενη από αυτόν σύμπραξη, ο εργολάβος έχει τα δικαιώματα από τις διατάξεις των άρθρων 382-387 ΑΚ [ΠΠΑθ 26/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
[η]Από τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίστηκε από τους συμβαλλομένους, ρητώς ή σιωπηρώς, το δίκαιο που θα ρυθμίζει την ενοχή από τη σύμβαση, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες. Η διάταξη αυτή έχει αντικατασταθεί, ως προς το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου εφαρμογής της, από τη σύμβαση της Ρώμης, της 19ης Ιουνίου 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που άρχισε να ισχύει και στα κράτη μέλη της Κοινότητας, που την έχουν κυρώσει από την 01η.4.1991, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, η οποία την κύρωσε με το Ν.1792/1988, αποτελούσα, έκτοτε, εσωτερικό δίκαιο, με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος). Η Σύμβαση της Ρώμης αντικαταστάθηκε από τις 17.12.2009 από τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I). Συγκεκριμένα η Σύμβαση της Ρώμης εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται από την 1η Απριλίου 1991 και μετά, ενώ ο Κανονισμός Ρώμη I εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 (άρθρο 29 Κανονισμού). Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμβατικές ενοχές από συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν από την 01.4.1991 και στις λίγες περιπτώσεις συμβατικών ενοχών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης ή, κατά περίπτωση, του Κανονισμού Ρώμη I και δεν εμπίπτουν σε άλλο κανόνα σύγκρουσης. Η Σύμβαση θεσπίζει ομοιόμορφους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, με κοινή εφαρμογή τόσο σε συμβαλλόμενο όσο και σε μη συμβαλλόμενο κράτος, υποκαθιστώντας, εξ ολοκλήρου, τα επιμέρους εθνικά δίκαια. Στην παρ.1 του άρθρου 3 της ίδιας Σύμβασης, με την οποία θεσπίζεται η ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, προβλέπεται ότι: «1. Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή αυτή οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασής τους». Η ως άνω αρχή συμπληρώνεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία επιτρέπει την τροποποίηση και το μετασυμβατικό καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ενώ, η παρ.3 τούτου αφορά στην έκταση της επιλογής (ΕφΘες 1360/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, όταν η σύμβαση δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 ή όταν τα στοιχεία της σύμβασης καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α) έως η) της παραγράφου 1, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του.
Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δυνάμει του από 19.4.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωση έργου, που κατήρτισε με τον εναγόμενο στη Ζ…. Ηλείας, ανέλαβε την υποχρέωση ως εργολάβος οικοδομών να κατασκευάσει για λογαριασμό του τελευταίου στη Ζαχάρω Ηλείας, επί της οδού Α….. Γ……., τον εκ μπετόν αρμέ σκελετό πολυώροφης οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και τρείς πάνω από το ισόγειο ορόφους, βάσει της υπ’αριθμ.2…./2006 άδειας οικοδομής και της στατικής μελέτης που είχε εκπονήσει ο μηχανικός Β…. Π……, ο οποίος είχε και την επίβλεψη του έργου. Ότι, σύμφωνα με το ανωτέρω από 19.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, η συνολική δαπάνη κατασκευής του έργου ανερχόταν στο ποσό των ενενήντα δύο χιλιάδων ευρώ [92.000,00 €], το οποίο περιλάμβανε την αξία του οπλισμένου σκυροδέματος, των σιδήρων, των μικρούλικών και της εργασίας, ενώ ως χρόνος εκτέλεσης των εργασιών ορίστηκαν οι τέσσερις [4] μήνες, με χρόνο έναρξης στις 20 Απριλίου 2007. Ότι επιπρόσθετα συμφώνησε με τον εναγόμενο να εκτελέσει ως εργολάβος τις αναγκαίες, πέραν τις στατικής μελέτης, εργασίες, που θα προέκυπταν, πριν τη κατασκευή του σκελετού, κατά τη διάρκεια κατασκευής του και μετά την περάτωσή του, οι οποίες ήταν αδύνατο να καθοριστούν επακριβώς από την αρχή, σε κάθε όμως περίπτωση αφορούσαν εκσκαφές, μπαζώματα, μονωτικά υλικά, τοιχία, βάσεις, υπόγειο, μπαλκόνι, σκάλα, στηθαία, ενίσχυση βάσεων θεμελίων, θερμομόνωση, λούκια και γωνίες, για τις οποίες συμφωνήθηκε αμοιβή ποσού διακοσίων δεκαπέντε ευρώ ανά κυβικό μέτρο [215,00 € /κ.μ.], η συνολική δε αξία αυτής της αμοιβής θα προσδιοριζόταν με την επιμέτρηση του έργου μετά την παράδοσή του. Ότι η αμοιβή του για τα μπετά, που θα χρησιμοποιούνταν για τις μάντρες, τα τοιχία και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, συμφωνήθηκε να ανέλθει σε διακόσια δεκαπέντε ευρώ [215,00 €] ανά κυβικό μέτρο. Ότι ως προκαταβολή της αμοιβής του συμφωνήθηκε να δοθεί σε αυτόν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ [30.000,00 €] ενώ το ποσό των διακοσίων δεκαπέντε ευρώ [215,00 €] ανά κυβικό μέτρο, στο οποίο θα ανερχόταν η αμοιβή του για την εκτέλεση εκάστου επιμέρους προσδιορισμένου κατ’ είδος τμήματος έργου, κάλυπτε όλο το κόστος δηλαδή τα μπετά, την εργασία και τα χρησιμοποιούμενα υλικά. Ότι το έργο δεν παραδόθηκε στη συμφωνηθείσα ημερομηνία, που ήταν η 20η Αυγούστου 2007, αφενός λόγω της μακράς απουσίας, πέραν του μηνός, του εναγόμενου στη Γαλλία, ο οποίος δεν του επέτρεπε να εργάζεται εάν δεν ήταν ο ίδιος παρών στο έργο και κατ’απαίτησή του δόθηκε παράταση στον χρόνο αποπεράτωσής του, αφετέρου λόγω της καταστροφικής πυρκαγιάς που κατέκαψε τον νομό Ηλείας και ιδιαίτερα την περιοχή της Ζ….. στις 24 Αυγούστου 2007, συνεπεία της οποίας ανεστάλη κάθε είδους δραστηριότητα στην περιοχή. Ότι σύμφωνα με τους όρους του ιδιωτικού συμφωνητικού και την στατική μελέτη κατασκεύασε το υπόγειο της οικοδομής, το ισόγειο και δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο σκελετό εκ μπετόν αρμέ, ωστόσο, ενώ ο τρίτος πάνω από το ισόγειο όροφο ήταν καλουπωμένος και είχε τοποθετηθεί ο οπλισμός με σίδηρο προκειμένου να πέσει και σε αυτόν το σκυρόδεμα, με το υπ’αριθμ.πρωτ.1…../05.11.2007 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας Ζ….. της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος οι οικοδομικές εργασίες διακόπηκαν λόγω πολεοδομικών παραβάσεων που βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο. Ότι στις 30 Ιανουαρίου 2008 έγινε αυτοψία από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας Ζ…. ώστε να συνεχιστούν οι εργασίες μετά τις 05 Φεβρουαρίου 2008. Ότι με το πέρας της ημερομηνίας αυτής και ενώ ήταν σε ετοιμότητα προσφοράς της παροχής του κατά τρόπο πραγματικό και προσήκοντα, ο εναγόμενος δεν συνέπραξε στην εκπλήρωσή της, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε υπερημερία δανειστή. Ότι κατόπιν της από 01.7.2009 αιτήσεώς του το Τμήμα Πολεοδομίας Ζ…. με την υπ’αριθμ.πρωτ. 1…./2009 διοικητική πράξη του επέτρεψε τη μερική συνέχιση των εργασιών στην οικοδομή μόνο για την απομάκρυνση των υλικών καλουπώματος, ήτοι της ξυλείας, των σίδερων και των υλικών καλουπώματος. Ότι οι πρόσθετες εργασίες, που κατόπιν συμφωνίας του με τον εναγόμενο εκτέλεσε στην οικοδομή, είναι οι ακόλουθες : 1) Βάσεις στοιχείων αντιστήριξης οικοπέδου, που κατασκευάστηκαν από μπετόν αρμέ, συνολικής ποσότητας 26,21 κυβικών μέτρων και συνολικής αξίας 5.635,00 ευρώ. 2) Τοιχία αντιστήριξης, συνολικής ποσότητας 52 κυβικών μέτρων και συνολικής αξίας 11.180,00 ευρώ. 3) Το επιπλέον υπόγειο 20 κυβικών μέτρων, συνολικής αξίας 4.300,00 ευρώ. 4) Το επιπλέον μπαλκόνι 3,80 κυβικών μέτρων, συνολικής αξίας 817,00 ευρώ. 5) Επιπλέον σκάλα με δεκαεπτά σκαλοπάτια, συνολικής ποσότητας 3,70 κυβικών μέτρων και συνολικής αξίας 800,00 ευρώ. 6) Στηθαία, συνολικής ποσότητας 6 κυβικών μέτρων και συνολικής αξίας 1.290,00 ευρώ. 7) Ενίσχυση βάσης λόγω εδάφους, συνολικής ποσότητας 8,10 κυβικών μέτρων και συνολικής αξίας 1.741 ευρώ. 8) Θερμομόνωση 570 τ.μ. συνολικής αξίας (570 τ.μ. x 10,00 €) 1.741,00 ευρώ. 9) Λούκια και γωνίες 508 μέτρων, συνολικής αξίας (508 μέτρων x 0,8 €) 406,4 ευρώ, ήτοι η συνολική αξία αυτών ανέρχεται στο ποσό των [5.635 +11.180+4.300+817+800+1290+1741+5700+406,4] 31.869,00 ευρώ. Ότι λόγω της απαγόρευσης συνέχισης των οικοδομικών εργασιών από την Πολεοδομία Ζαχάρως καταστράφηκε η ξυλεία του, που δεσμεύτηκε στην οικοδομή από τον ήλιο και τις καιρικές συνθήκες, η συνολική ποσότητα της οποίας ανερχόταν σε 18 κυβικά μέτρα και η συνολική αξία της σε (400,00 €/κυβ.μτρ.) 7.200,00 ευρώ. Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από την υπ’αριθμ…../2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που συνεκδίκασε την αγωγή του ιδίου και την ανταγωγή του εναγομένου, με αντικείμενο τις εκατέρωθεν απαιτήσεις τους από την επίδικη σύμβαση εργολαβίας, απορρίπτοντας την αγωγή του ως αόριστη και την ανταγωγή του αντιδίκου του εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη, και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ…../2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε την κατά αυτής ασκηθείσα έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, απορρέει δεδικασμένο, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, πλην άλλων και ως προς την κρίση ότι ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τον ίδιο [ενάγοντα] όσον αφορά την διακοπή των οικοδομικών εργασιών στην επίδικη οικοδομή από τη Πολεοδομία Ζ…. καθώς και ότι μετά τις 05.02.2008 και την τροποποίηση της αρχιτεκτονικής μελέτης ενώ ο ίδιος ως εργολάβος ήταν σε πλήρη ετοιμότητα να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τον εναπομείναντα τρίτο όροφο πλην όμως ο εναγόμενος δεν συνέπραττε. Ότι η υπαίτια μη σύμπραξη του εναγόμενου στη συνέχιση του έργου συνιστά εκ μέρους του σιωπηρή καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ τους συμβάσεως έργου, συνεπεία της οποίας οφείλει να του καταβάλει ολόκληρη την συμφωνηθείσα και μη καταβληθείσα αμοιβή του, ποσού 39.069,00 ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται και οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν έως την καταγγελία, ήτοι οι δαπάνες αγοράς υλικών, αμοιβές εργατών, κέρδος εργολάβου, νόμιμες επιβαρύνσεις όπως Φ.Π.Α. Ότι, επικουρικώς, ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 39.069,00 ευρώ, κατ’εφαρμογή του άρθρου 381 παρ.1 εδ.α ΑΚ, καθώς η αδυναμία του να εκπληρώσει τη παροχή του ως εργολάβος οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου του εργοδότη και ειδικότερα του προστηθέντος από αυτόν επιβλέποντος μηχανικού. Ότι άλλως και επικουρικώς, εάν κριθεί ότι η σύμβαση έργου είναι άκυρη, ο εναγόμενος οφείλει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού [ΑΚ 904 επ.] να του καταβάλει το ανωτέρω αιτούμενο ποσό, που αντιστοιχεί στην ωφέλεια που αποκόμισε χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της δικής του περιουσίας.
Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του παραδεκτά, με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, περιορίστηκε εν μέρει σε έντοκο αναγνωριστικό [ΚΠολΔ 223, 295 παρ.1 εδ.β], ο ενάγων ζητεί : Α) Να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει για την καταστραφείσα ξυλεία του το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων ευρώ [7.200,00 €]. Β) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αμοιβή του για τις προσηκόντως εκτελεσθείσες και παραδοθείσες πρόσθετες εργασίες του το ποσό των τριάντα ενός χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ [ 31.869,00 €], ήτοι το συνολικό ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εξήντα εννέα ευρώ [39.069,00 €], κυρίως και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, ειδικού και γενικού ενοχικού δικαίου, αντίστοιχα, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, και όλως επικουρικώς με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας κατά το άρθρο 346 ΑΚ από την επίδοση της από 17.7.2013 [αριθμ.εκθ.καταθ.ΜΤ…./2013] αγωγής από την οποία παραιτήθηκε άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Γ) Να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Δ) Να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Σημειωτέον ότι ο ενάγων με το δικόγραφο της αγωγής του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 17.7.2013 [αριθμ.εκθ.καταθ. ΜΤ…./2013] αγωγής, που άσκησε κατά του εναγόμενου για την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την ένδικη αγωγή και με την οποία ζητούσε να του επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 39.069 ευρώ. Επίσης με το δικόγραφο της αγωγής του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 16.7.2019 [αριθμ.εκθ.καταθ. ΜΤ…../2019] αγωγής, που άσκησε κατά του εναγόμενου για την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την ένδικη αγωγή.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον [άρθρα 1, 7, 8,9, 10,12, 14 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, 321 παρ.2 ΑΚ] φέρεται προς συζήτηση, κατά τη προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, όπως έχει ήδη κριθεί με την υπ’αριθμ…../2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει του ότι αφορά υπόθεση με στοιχεία αλλοδαπότητας, έχει διεθνή δικαιοδοσία να την εκδικάσει σύμφωνα με το άρθρο 7 σημείο 1 στοιχείο α του Κανονισμού [ΕΕ] 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, δεδομένου ότι ο τόπος όπου είναι εκπληρωτέα η επίδικη χρηματική παροχή του εναγόμενου-οφειλέτη, εργοδότη, ως ο τόπος της επαγγελματικής έδρας του ενάγοντος-δανειστή, εργολάβου, είναι η Δημοτική Κοινότητα Ζ…. Ηλείας του ομώνυμου Δήμου της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας [πρβλ. ΕφΑθ 2/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], η οποία ανήκει στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου [πρβλ. ΕφΠειρ 442/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Η επίδικη υπόθεση εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας. Εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό καθώς, ενόψει του ότι αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται με τα δικόγραφα τους [αγωγή – προτάσεις] και στηρίζουν τους ισχυρισμούς τους στο ελληνικό δίκαιο, υπάρχει νόμιμη σιωπηρή συμβατική επιλογή του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008). Επιπλέον το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμογής, κατά το άρθρο 4 § 2 του Κανονισμού, ως χώρα κατοικίας του κύριου παράγοντα που εκτελεί τη χαρακτηριστική (μη χρηματική) παροχή, ήτοι εν προκειμένω του εργολάβου, που επηρεάζει εντονότερα την ταυτότητα της σύμβασης, στην κάρπωση της οποίας προσβλέπει το μέρος της σύμβασης που καταβάλλει το χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα [βλ. σχετ. Ρόβας Ν. Διπλωματική Εργασία « Η Εφαρμογή του Αλλοδαπού Δικαίου», 2013, Τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τομέας Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου , δημοσιευμένη στο διαδίκτυο].
Πλην, όμως, με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή ως προς τα κάτωθι αναφερόμενα επιμέρους κονδύλια αυτής τυγχάνει αόριστη διότι δεν γίνεται ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς σε σχέση με αυτά και συγκεκριμένα όσον αφορά την αμοιβή του για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, για τις βάσεις των τοιχίων αντιστήριξης του οικοπέδου και για τα τοιχία αντιστήριξης διότι ενώ αναφέρει τα κυβικά μέτρα που απαιτήθηκαν δεν αναφέρει το τμήμα/τα τμήματα της κατασκευής που κατασκευάστηκαν, ώστε να προκύπτει ότι συνιστούν πρόσθετες εργασίες σε σχέση με τα αρχικώς συμφωνηθέντα μέτρα στήριξης, για το επιπλέον μπαλκόνι, τα στηθαία και την επιπλέον σκάλα διότι δεν αναφέρει το υλικό κατασκευής και ποιόν όροφο της οικοδομής αφορούν αυτά, για την θερμομόνωση διότι δεν αναφέρει το υλικό κατασκευής και σε ποιο τμήμα του έργου [όροφο] κατασκευάστηκε, για τα λούκια και τις γωνίες, διότι δεν αναφέρει το υλικό κατασκευής τους και ποιους ορόφους και ποιες πλευρές αυτών αφορούσαν και την ποσότητα που αντιστοιχεί σε κάθε όροφο, για την ενίσχυση της βάσης διότι δεν αναφέρει το υλικό κατασκευής και ποιο σημείο της οικοδομής αφορά. Συνεπώς ως προς τα με αριθμούς 1,2,4,5,6,7,8,9 κονδύλια της αγωγής, που συνιστούν μέρος του όλου κονδυλίου για πρόσθετη αμοιβή, η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και πρέπει να απορριφθεί. Σημειωτέον ότι με την υπ’αριθμ. …./2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, κατόπιν απόρριψης της κατά αυτής εφέσεως με την υπ’αριθμ…../2017 απόφαση του Εφετείου Πατρών, η από 01.6.2008 [αρ.εκθ.καταθ…../2008] αγωγή του νυν ενάγοντος κατά του νυν εναγομένου, η οποία είχε την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την κρινόμενη αγωγή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, πλην άλλων και σχετικά με την αμοιβή για πρόσθετες εργασίες, ήτοι τοίχοι, στηθαία βεράντας, σκάλα έξτρα, μόνωση με πλαστικά και λούκια. Από την ανωτέρω υπ’αριθμ.51/2010 απόφαση απορρέει δεδικασμένο, που περιορίζεται στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης για τον συγκεκριμένο λόγο. Επειδή δε η ένδικη αγωγή ως προς τα επιμέρους κονδύλια με αριθμούς 1, 4,5,6,7,8 και 9 εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη με την ανωτέρω [αριθμ.εκθ.καταθ…./2008] αγωγή πρέπει και κατά την αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου να απορριφθεί ως απαράδεκτη διότι εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη. Επιπλέον, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, είναι νόμιμη στηριζόμενη κατά την κύρια βάση αυτής περί ενδοσυμβατικής ευθύνης στις διατάξεις των άρθρων 361, 345, 346, 681, 682, 700 ΑΚ, 907, 908 παρ.2, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει, ως αμοιβή, συνεπεία της σιωπηρής καταγγελίας της συμβάσεως έργου, για την καταστροφή της ξυλείας του κατά τη παραμονή της στο έργο λόγω διακοπής των εργασιών, το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων ευρώ [7.200,00 €], το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, επί καταγγελίας της συμβάσεως έργου από τον εργοδότη, ο εργολάβος δικαιούται να λάβει την αμοιβή που είχε συμφωνηθεί και δη ανεξάρτητα από το είδος και τον τρόπο υπολογισμού της, με αποτέλεσμα να οφείλεται ολόκληρο το αντάλλαγμα που δικαιούται να λάβει ο εργολάβος όχι όμως και αποζημίωση. Κατά την πρώτη επικουρική βάση αυτής είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 349, 351, 381 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, οι οποίες τυγχάνουν συμπληρωματικής εφαρμογής με τις διατάξεις του ειδικού ενοχικού δικαίου περί συμβάσεως έργου στην αρρύθμιστη από τις τελευταίες περίπτωση της περιέλευσης του οφειλέτη εργολάβου σε αδυναμία παροχής οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλόμενου του, δανειστή εργοδότη, τέτοια δε (αδυναμία παροχής) συνιστά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η οφειλόμενη σε υπαίτια μη σύμπραξη του εργοδότη για την εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων ευρώ [7.200,00 €], για την καταστροφή της ξυλείας του κατά τη παραμονή της στο έργο λόγω διακοπής των οικοδομικών εργασιών, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς επί αδυναμία παροχής του οφειλέτη-εργολάβου, που οφείλεται σε πταίσμα του δανειστή-εργοδότη, ο οφειλέτης -εργολάβος δύναται να αξιώσει την καταβολή του συνομολογηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος ως αμοιβή του και όχι αποζημίωση για τη θετική του ζημία. Σημειωτέον ότι το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων ευρώ [7.200,00 €], που αξιώνει ο ενάγων για την καταστροφή της ξυλείας του κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, δεν συνιστά μερική αποζημίωση του οφειλέτη επί υπερημερίας δανειστή κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΑΚ, ούτε προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην αγωγή ότι η σύμπραξη του εναγόμενου εργοδότη είχε συμφωνηθεί ως υποχρέωσή του, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων περί υπερημερίας οφειλέτη, ήτοι 382-387 ΑΚ, και ο ενάγων να δικαιούται αποζημίωσης για τη ζημία του. Επιπλέον ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης για την καταστροφή της ξυλείας από το δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, καθώς δεν περιγράφεται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου εργοδότη συνιστάμενη σε αδικοπραξία και χωρίς την συμβατική σχέση έργου ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον, σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη [βλ.σχετ. ΕφΠειρ 228/2021, δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα www.nomotelia.gr]. Η δεύτερη επικουρική, επιβοηθητικής φύσης, βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Σημειωτέον ότι για το ορισμένο της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν απαιτείται ρητή επίκληση των λόγων ακυρότητας της σύμβασης καθώς η εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή είναι επικουρική και ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης. Αποτέλεσμα της αιρέσεως αυτής είναι ότι η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο στην περίπτωση που η ερειδόμενη σε επικαλούμενη έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας αυτής για συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως και συνεπώς αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται για το ορισμένο της επικουρικής βάσης κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ η επίκληση συγκεκριμένου λόγου ακυρότητας στο αγωγικό δικόγραφο [ΟλΑΠ 2/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Επίσης μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το αναγνωριστικό αίτημα αυτής καθότι εκτελεστό τίτλο συνιστούν οι καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις, χωρίς να αναπτύσσουν εκτελεστότητα όσες αποφάσεις έχουν απλά αναγνωριστικό χαρακτήρα [ βλ.σχετ. Απαλαγάκη Χ.- Σταματόπουλος Σ. ό.π. (-Ρεντούλης), υπό άρθρο 904 §3, σελ.2880, όπου παραπομπή σε νομολογία]. Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό – βλ. ΑΠ 4/1992, ΝοΒ 1993.686) καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 του ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση ως όρος της επέλθει (ΟλΑΠ 13/1994, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1278/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 Ν.1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ.1 Ν.4640/2019, ορίζεται ότι στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 Ν. ΓπΟΗ της 3/03.01.1912, δεν υπόκεινται, πλην άλλων, οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων. Επιπλέον, με το άρθρο 42 παρ.2 του Ν.4640/2019, προβλέπεται ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 Ν.1544/1942, όπως τροποποιήθηκε ανωτέρω, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, των οποίων η συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 01η.01.2020 καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του Ν.4640/2019 [ΦΕΚ Α 190/30.11.2019], εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή θα μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε συζήτηση μετά την 01.01.2020 [βλ. σχετ. Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. [-Καποδίστριας Σ.], υπό άρθρο 173, σελ.725]. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή ασκήθηκε στις 10.3.2020 [βλ. σχετ. υπ’αριθμ../10.3.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .] και συνεπώς για το αναγνωριστικό αίτημα αυτής, το οποίο σε κάθε περίπτωση αφορά κονδύλιο που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Επίσης για το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής ο ενάγων κατέβαλε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου [ βλ. το Σειρά VI υπ’αριθμ.13508041 τύπου Β από 13.12.2017 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Πύργου που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων]. Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για αστικού δικαίου διαφορά, ως προς το αντικείμενο της οποίας τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, ο ενάγων για το παραδεκτό της συζήτησης της προκείμενης αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 Ν.4640/2019, προσκομίζει το από 05.11.2021 ενημερωτικό σημείωμα για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 17.7.2013 [αρ.εκθ.καταθ.ΜΤ128/2013] αγωγής του και από το δικόγραφο της από 26.7.2019 [αρ.εκθ.καταθ. ΜΤ52/2019] αγωγής του. Επί της πρώτης από 17.7.2013 αγωγής του νυν ενάγοντος κατά του νυν εναγομένου εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία η υπ’αριθμ. 51/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και επί της δεύτερης από 26.7.2019 αγωγής του νυν ενάγοντος κατά του νυν εναγομένου η υπ’αριθμ. 57/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και ως εκ τούτου δεν χωρεί παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο λόγω μη υφιστάμενης εκκρεμοδικίας [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Άνθιμος), υπό άρθρο 294, § 5, σελ.1088].
[θ] Σύμφωνα δε με το άρθρο 263 του ΚΠολΔ, κατά την πρώτη συζήτηση πρέπει να προτείνεται με ποινή απαραδέκτου …δ) η μη καταβολή των εξόδων της προηγούμενης δίκης. Η περίπτωση αυτή [περ.δ άρθρου 263 ΚΠολΔ] εισάγει αναβλητική άλλως διακωλυτική ένσταση και συνδέεται άρρηκτα με το άρθρο 295 παρ.2 ΚΠολΔ. Συνεπώς η ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ και στη συνέχεια ασκήθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν η προηγούμενη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, καταργήθηκε, δηλαδή, η δίκη επ` αυτής με την έκδοση οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης, οπότε τα οικεία έξοδα εισπράττονται με αναγκαστική εκτέλεση μετά τη σχετική τελεσιδικία (ΕφΘες 179/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 81/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1868/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1180/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1145/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Άνθιμος Α.), υπό άρθρο 263, §5, σελ. 1011).
Στη προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του πρόβαλε τον ισχυρισμό της μη καταβολής από τον εναγόμενο των εξόδων της προηγούμενης δίκης, που ανοίχθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατόπιν ασκήσεως της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2008 αγωγής του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ…./2010 απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου, ύψους 500 €, σε βάρος του ενάγοντος, καθώς και της προηγούμενης δίκης, που ανοίχθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατόπιν ασκήσεως της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…./17.7.2013 αγωγής του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …./2019 απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου, ύψους 600,00 €, σε βάρος του ενάγοντος, και ζήτησε να του καταβληθούν τα έξοδα της προηγούμενης δίκης, συνολικού ύψους 1.100,00 ευρώ, προκειμένου να απαντήσει στην κρινόμενη αγωγή.
Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου, ο οποίος εισάγει αναβλητική άλλως διακωλυτική ένσταση, είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 263 περ.δ ένσταση προβάλλεται μόνο για έξοδα, για τα οποία με έτερη διάταξη προβάλλεται τέτοια υποχρέωση, όπως εκείνη του άρθρου 295 παρ.2 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στη περίπτωση παραίτησης και επανάσκησης της αγωγής και όχι σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής λόγω αοριστίας. Εν προκειμένω αμφότερες οι προαναφερόμενες, προγενέστερες της παρούσας, αγωγές έχουν απορριφθεί για αοριστία και δεν χωρεί πλέον παραίτηση από το δικόγραφο αυτών, ώστε να μην τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του 263 περ.δ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 295 παρ.2 ΚΠολΔ.
[ι] Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ.1 α ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215 ΚΠολΔ , η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία. Η σημαντικότερη δικονομική συνέπεια της ασκήσεως της αγωγής με την κατάθεσή της είναι η θεμελίωση της εκκρεμοδικίας. Ως εκκρεμοδικία ορίζεται η δικονομική κατάσταση κατά την οποία ορισμένη διαφορά έχει καταστεί επίδικη και αναμένει τη δικαιοδοτική της κρίση [Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ., Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021 Ι, [-Καραμέρος], υπό άρθρο 221 § 5 σελ.878]. Μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας και κατά τη διάρκεια αυτής δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Εάν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της έως ότου περατωθεί η αρχική δίκη. Προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ, είναι η ταυτότητα της διαφοράς που εισάγεται προς εκδίκαση, μεταξύ της αγωγής που ασκήθηκε πρώτη και εκείνης που εισάγεται μεταγενέστερα, καθώς και η ταυτότητα των διαδίκων που παρίστανται υπό την αυτή ιδιότητα. Η έννοια της ταυτότητας της διαφοράς περιλαμβάνει ταυτότητα του δικαιώματος, της ιστορικής και νομικής αιτίας (ΑΠ 1427/1988 ΕλλΔνη 30,330) ενώ η έννοια της ταυτότητας των διαδίκων περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δεδικασμένο της απόφασης της πρώτης δίκης καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης δίκης για την ίδια διαφορά. Και στις δύο δίκες οι διάδικοι πρέπει να είναι τα αυτά πρόσωπα παριστάμενα υπό την αυτή ιδιότητα, σημειουμένου ότι σημασία έχει η ύπαρξη δικονομικής ταυτότητας των προσώπων, όπως συμβαίνει σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δεδικασμένο της απόφασης της πρώτης δίκης καταλαμβάνει τους διαδίκους και της δεύτερης δίκης (ΑΠ 56/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σε περίπτωση συνδρομής της, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αναστέλλεται, όπως εκτέθηκε, η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη (ΑΠ 432/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 716/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 908/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 332/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 320/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 82/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1393/2008 ΕλλΔνη 2009, 529, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ( – Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρ. 222, αρ. 19, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Η εκκρεμοδικία λήγει κατ’ αρχήν με την έκδοση οριστικής απόφασης στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 88/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1198/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5357/2011, ΝοΒ 2013, 76, ΕφΠατρ 43/2009 ΑχΝομ 2010, 41, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας ( – Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρο 222, αρ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές), αναβιώνει δε πάλι μόνο με την άσκηση της έφεσης (ήτοι από τη στιγμή της σύνταξης της έκθεσης κατάθεσης του ενδίκου μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται προσδιορισμός δικασίμου · Μακρίδου, ό.π., άρ. 6, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, διαρκεί δε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως (ΑΠ 1198/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5357/2011, ΝοΒ 2013, 76, ΕφΠατρ 43/2009, ΑχΝομ 2010, 41, Μακρίδου, ό.π., άρθρ. 222, αρ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Παύση δε της εκκρεμοδικίας επιφέρουν και οι άλλοι τρόποι περάτωσης της δίκης, όπως ο δικαστικός συμβιβασμός, η παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής και ο θάνατος του διαδίκου επί προσωποπαγών αγωγών όπως προσβολή προσωπικότητας [ Καραμέρος Ι. ο.π. υπό άρθρο 222, § 1, σελ.887].
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι από την άσκηση της από 17.7.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…/2013 δεύτερης κατά χρονική σειρά αγωγής του ενάγοντος, επί της οποίας έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ…../….3.2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί και ως εκ τούτου κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής δεν είχε επέλθει η τελεσιδικία της τελευταίας αυτής απόφασης [υπ’αριθμ…./2019], δεν έχει περατωθεί η εκκρεμοδικία με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην μπορεί να ασκήσει νέα αγωγή ούτε να παραιτηθεί της προγενέστερης αγωγής.
Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου τυγχάνει μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί καθώς κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας με την έκδοση της υπ’αριθμ.57/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου έπαυσε η εκκρεμοδικία, που επήλθε συνεπεία της άσκησης της ανωτέρω με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./2013 αγωγής, και δεν αναβίωσε καθότι κατά της τελευταίας αυτής υπ’αριθμ. 57/2019 απόφασης δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Επιπλέον, κατά τα αναφερόμενα σε ανωτέρω σημείο της παρούσας, παραίτηση από το δικόγραφο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./2013 αγωγής δεν χωρεί διότι μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.57/2019 απόφασης έπαυσε η εκκρεμοδικία και δεν αναβίωσε λόγω μη άσκησης ενδίκου μέσου.
[κ] Κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ «O συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 441 του ίδιου Κώδικα «O συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες περιέχονται στο περί απόσβεσης των ενοχών ένατο κεφάλαιο του ΑΚ και με τις οποίες ρυθμίζεται ο μονομερής ή αναγκαστικός συμψηφισμός (ο εκούσιος ή συμβατικός είναι αναμφίβολος, ενόψει και της ΑΚ 361), η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό. Μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν τη νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ. Όταν, όμως, προταθεί ο συμψηφισμός, που είναι αδιάφορο πότε θα προταθεί, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται αναδρομικώς από τον χρόνο που συνυπήρξαν, ως τοιούτου, ήτοι ως χρόνου που συνυπήρξαν, νοουμένου του χρόνου κατά τον οποίο συνέτρεξαν και για τις δύο απαιτήσεις οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού. Συνεπώς, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνήσια ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρότασή του αυτή επέρχεται απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται, όμως, δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση, ενώ δεν επιβάλλεται να είναι εκκαθαρισμένες. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (ΑΚ 442). Για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ` ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμψηφισμό, β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς, γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες. Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαίτησης πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σε αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος. Αν δε οι απαιτήσεις του δανειστή είναι περισσότερες, τότε δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της δηλώσεως του οφειλέτη εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, που ρυθμίζει τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος [ ΕφΑιγ 88/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτηση που ισχυρίζεται ότι διατηρεί σε βάρος του εναγόμενου προερχόμενη από τις κάτωθι αιτίες και συγκεκριμένα : α] ανταπαίτηση συνολικού ύψους 41.000,00 €, η οποία αναλύεται σε : α. δαπάνη κατασκευών, συνολικού ύψους 27.000,00 €, τις οποίες εκτέλεσε με έτερο εργολάβο, προς αποπεράτωση του τρίτου ορόφου της οικοδομής, τον οποίο όφειλε κατά τα συμφωνηθέντα να κατασκευάσει ο εναγόμενος, β. δαπάνη κατασκευής τσιμεντένιας περίφραξης, συνολικού ύψους 11.000,00 €, την οποία εκτέλεσε με έτερο εργολάβο και στην οποία υποχρεώθηκε από την Πολεοδομία Ζαχάρως προκειμένου η οικοδομή να μην έρχεται σε επαφή με έτερα όμορα κτίρια καθότι από κατασκευαστικό λάθος του εναγομένου το πρώτο στάδιο της οικοδομής ήταν ψηλότερα από το επιτρεπόμενο όριο, και γ. δαπάνη ανύψωσης όλων των παραθύρων του ισογείου, ύψους 3.000,00 €, την οποία εκτέλεσε με έτερο εργολάβο και στην οποία υποχρεώθηκε από την Πολεοδομία Ζαχάρως προκειμένου να καλυφθεί η υψομετρική διαφορά που οφειλόταν σε κατασκευαστικό λάθος του εναγομένου, β] ανταπαίτηση, ύψους 11.800,00 ευρώ, που συνιστά τη διαφορά ανάμεσα στο ποσό των 90.000,00 ευρώ, που καταβλήθηκε στον εναγόμενο έως τη διακοπή των εργασιών, ως συμφωνηθείσα αμοιβή του, και στο ποσοστό του έως τότε εκτελεσθέντος έργου ανερχόμενου σε ποσοστό 85% και υπολειπόμενου ποσοστού 25%, και γ] ανταπαίτηση ύψους 7.200,00 ευρώ, που αφορά τη δαπάνη μίσθωσης οικίας αντί μηνιαίου μισθώματος τριακοσίων ευρώ [300,00 €] για χρονικό διάστημα έξι μηνών για έκαστο των ετών 2007, 2008, 2009 και 2010, ότε άρχισαν εκ νέου οι εργασίες.
Ο ισχυρισμός αυτός περί συμψηφισμού συνιστά γνήσια μη αυτοτελή ένσταση [ βλ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον κώδικα πολιτικής δικονομίας,2007, §23, σελ.458] και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
Ο εναγόμενος αποκρούει την ένσταση συμψηφισμού που πρότεινε ο ενάγων ισχυριζόμενος ότι από την υπ’αριθμ. …./2017 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που έκρινε ότι ουδεμία υπαιτιότητα τον βαρύνει όσον αφορά τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών, απορρέει δεδικασμένο που καταλαμβάνει τη διάγνωση της ύπαρξης οποιαδήποτε αξίωσης του εναγομένου – εργοδότη που απορρέει από την επίδικη σύμβαση έργου. Επί του ισχυρισμού αυτού περί δεδικασμένου θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : Η έννοια του δεδικασμένου έγκειται στο ότι από το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης παράγεται δέσμευση για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης ή συνέπειας κατά ορισμένο χρονικό σημείο. Εφόσον υπάρχει δέσμευση αποκλείεται κάθε ισχυρισμός, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο εκείνου για τον υπάρχει δέσμευση, είτε ο ισχυρισμός αυτός χαρακτηριστεί ως άρνηση, είτε χαρακτηριστεί ως ένσταση ή αντένσταση [ Κονδύλης ο.π. σελ.453]. Εάν η ένσταση θεμελιώνεται σε δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή, τότε το δεδικασμένο αποκλείει όχι μόνο την υπό αρνητική μορφή, δηλαδή με ένσταση, άσκηση του δικαιώματος αυτού, αλλά και την υπό θετική μορφή άσκησή του, δηλαδή με αγωγή. Τεκμαίρεται δηλαδή αμάχητα ότι το δικαίωμα αυτό δεν υπήρχε [Κονδύλης ο.π. σελ.468]. Ειδικά δε ως προς τις ενστάσεις συμψηφισμού, επίσχεσης και μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, αν η αναγνώριση και καταψήφιση του δικαιώματος, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, δεν αντιφάσκει προς το δεδικασμένο, αν δηλαδή δεν αναιρεί ούτε περιορίζει την έννομη συνέπεια που αναγνωρίστηκε ή απαγγέλθηκε με την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, τότε το δικαίωμα αυτό μπορεί να προβληθεί, παρά το δεδικασμένο, με αγωγή ή με ένσταση, εφόσον βέβαια δεν προτάθηκε η σχετική ένσταση στην προηγούμενη δίκη ή προτάθηκε μεν αλλά απορρίφθηκε ως απαράδεκτη [ Κονδύλης ο.π. § 23, σελ.465-466].
[λ] Από τις διατάξεις του άρθρου 250 περ. 1, 5 του ΑΚ προκύπτει ότι οι αξιώσεις του εργολάβου κατά του εργοδότη από τη σύμβαση έργου παραγράφονται σε πέντε έτη α) αν αυτός έχει την ιδιότητα του εμπόρου και β) αν δεν είναι έμπορος, αλλά παρέχει απευθείας τη δική του εργασία. Αν όμως στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή σε εκείνη που δεν είναι έμπορος, εκτελέσει το έργο με άλλον, οι αξιώσεις του παραγράφονται σε είκοσι έτη κατά το άρθρο 249 του ίδιου Κώδικα. Σύμφωνα με τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ η πενταετής παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 παρ. 1 και 2 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.3.2013) και, σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση « Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παρ. 1). Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης (παρ. 2), ΑΠ 233/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ» ΕφΛαρ 466/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].
[μ]Κατά το άρθρο 263 ΑΚ κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ιδίου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία . Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή αυτού ή, εντός της προβλεπόμενης βραχύτερης προθεσμίας, προκειμένου περί αξιώσεων που υπόκεινται σε βραχύτερη προθεσμία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η παραγραφή λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής (ΑΠ 103/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ).
Ο εναγόμενος, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, προέβαλε μεταξύ άλλων την ένσταση παραγραφής υποστηρίζοντας ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει υποπέσει στη πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ, αφού από το 2007 που φέρεται να έχει γεννηθεί και καταστεί απαιτητή η αξίωσή του έως τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε και πλέον ετών. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά γνήσια, αυτοτελή, καταλυτική ένσταση και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 250 περ.1,5 , 251, 253, 261 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
[ν] Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4139/2013, «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της, ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ίσχυε γι` αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι, εφόσον η αξίωση είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορούσε να συμπληρωθεί εν επιδικία, επί απραξίας των διαδίκων. Κατά την έννοια δε της παραπάνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής, θεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Απαιτείτο δηλαδή επιχείρηση λυσιτελούς δικονομικής ενέργειας και εντασσόμενης στην, κατά το νόμο συστηματική οργάνωση της διαδικασίας, δηλαδή ενέργειας που κατά νόμο προσφέρεται και μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα στην κίνηση της δίκης και δεν αρκούσε, για τη διακοπή της παραγραφής που έτρεχε εν επιδικία, οποιαδήποτε ενέργεια του διαδίκου, ενδεικτική της έλλειψης αδράνειας (ΟλΑΠ 1/2011). Προς αντιμετώπιση των δυσμενών για το δικαιούχο συνεπειών από την παραγραφή της αξίωσής του εν επιδικία, ιδίως επί βραχυχρόνιων παραγραφών, το άρθρο 261 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν.4139/2013. Κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν.4139/2013 : «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.». Στη παραπάνω διάταξη του νέου άρθρου 261ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4139/2013 (20.3.2013), η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του”. Οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά όχι μόνο επί των περί παραγραφής διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του προ αυτού δικαίου, αλλά και επί κάθε άλλης περί παραγραφής διάταξης νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου. Έτσι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου καθιερώνουν μακρότερο χρόνο παραγραφής, σε σχέση με το χρόνο παραγραφής που καθόριζε ο προηγούμενος νόμος, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Αν όμως έχει ήδη επέλθει το αποτέλεσμα αυτό (της παραγραφής) δεν ανατρέπεται από το νέο νόμο, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική δύναμη, εντός των επιτρεπτών συνταγματικών ορίων (ΟΛ ΑΠ 7/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων, με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του, πρότεινε την αντένσταση διακοπής της παραγραφής, μη συμπλήρωσής της και επιμήκυνσής της κατά είκοσι έτη. Ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με την άσκηση της από 01ης.6.2008 [αριθμ.εκθ.καταθ. ./2008] αγωγής και της από 17.7.2013 [αριθμ.εκθ.καταθ../2013] αγωγής επήλθε διακοπή της παραγραφής, η οποία εξικνείται έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο. Ότι επί της ανωτέρω από 01ης.6.2008 αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ…./2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, και η οποία έχει ήδη τελεσιδικήσει κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ. …./2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Ότι επί της από 17.7.2013 αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ…./2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει έτι τελεσιδικήσει διότι δεν έχει παρέλθει έτι η προθεσμία ασκήσεως έφεσης, γνήσια ή καταχρηστική. Ότι καθόλο το χρονικό διάστημα από την άσκηση της πρώτης από 01ης.7.2008 αγωγής έως και το 2017 που εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …../2017 απόφαση του Εφετείου Πατρών, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε, η παραγραφή είχε διακοπεί ενώ από την επομένη της δημοσίευσης της τελευταίας αυτής απόφασης η παραγραφή της επίδικης αξίωσής του άρχισε εκ νέου. Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι με την άσκηση, εντός εξαμήνου από την απόρριψη της προγενέστερης αγωγής ως αόριστης, της κρινόμενης αγωγής, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, επήλθε διακοπή της παραγραφής ισχύουσα κατά πλάσμα του νόμου από τον χρόνο ασκήσεως της αρχικής αγωγής. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι με την υπ’αριθμ. …../2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ, με δύναμη δεδικασμένου, αναγνωρίστηκε ότι έχει προβεί σε πρόσθετες εργασίες συνολικής αξίας 18.800,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να έχει επιμηκυνθεί η παραγραφή της σχετικής αξίωσης σε είκοσι έτη. Επί του τελευταίου αυτού ισχυρισμού πρέπει να επισημανθεί ότι η κάλυψη ενός προδικαστικού ζητήματος από το δεδικασμένο προϋποθέτει ότι η κρίση επί του παρεμπιπτόντος ζητήματος ήταν αναγκαία για την διάγνωση και την κρίση του κύριου ζητήματος και , ως εκ τούτου, η κρίση επί του προδικαστικού ζητήματος στηρίζει το διατακτικό της απόφασης. Αντιθέτως το δεδικασμένο δεν εκτείνεται στα ζητήματα εκείνα τα οποία ερευνήθηκαν και κρίθηκαν εκ περισσού [ΑΠ 456/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 855/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Η αντένσταση του ενάγοντος περί διακοπής και επιμήκυνσης της παραγραφής πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.
[ξ] Kατά το άρθρο 250 αρ. 15 του ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Ακόμη, κατά το άρθρο 253 του ΑΚ, η παραγραφή των αξιώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ, αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας (οφειλόμενοι από την όχληση – άρθρα 340, 345 ΑΚ), η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει. Κατά δε το άρθρο 268 του ΑΚ, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντομότερη παραγραφή. Αξιώσεις όμως, παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση του καθιερούμενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των με τελεσίδικη απόφαση βεβαιωθεισών αξιώσεων, οσάκις πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι η περί τόκων, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης, που την βεβαιώνει, δεν είναι απαιτητή ως καθισταμένη μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμη, η περί αυτής αξίωση του καθιερούμενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 του ΑΚ κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των, με τελεσίδικη απόφαση, βεβαιωθεισών απαιτήσεων, υπόκεινται στην από το άρθρο 250 αρ. 15 ΑΚ προβλεπόμενη βραχυπρόθεσμη παραγραφή, η οποία αρχίζει (άρθρο 253 ΑΚ) μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου έγινε η απαίτηση απαιτητή (ΑΠ 535/2015,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 592/ 2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 135/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/ 2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Ο εναγόμενος με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η αξίωση του εναγομένου για την επιδίκαση τόκων από την επίδοση της πρώτης κατά χρονική σειρά αγωγής του ενάγοντος έχει υποπέσει στη πενταετή παραγραφή, με χρόνο έναρξης αυτής άμα τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε, ενώ με την έκδοση της υπ’αριθμ.252/2017 απόφασης του Εφετείου Πατρών και της τελεσίδικης βεβαίωσης της απαίτησης από την οποία απορρέουν δεν επήλθε επιμήκυνση της αξίωσής του για μια εικοσαετία κατά το μέρος που ήδη κατά τη δημοσίευση της τελευταίας αυτής απόφασης η αξίωση (των τόκων) είχε ήδη παραγραφή.
Η ένσταση αυτή περί παραγραφής των τόκων τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 250 αρ.15, 251, 253, 268 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθώς επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο της απόδειξης [ΚΠολΔ 395], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική ισχύ σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τις υπ’αριθμ. 2…../08.10.2020 και 2……/08.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αρήνης Μεταξίας Σούρσου-Αβραμοπούλου των μαρτύρων Φ….. Α…… του Δ….., κατοίκου ΤΚ Ξ…… του Δήμου Ζ….., και Α….. Κ….. του Ν……, κατοίκου ΤΚ Κ….. του Δήμου Ζ….. Ηλείας, αντίστοιχα, που δόθηκαν επιμελεία του ενάγοντος και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο των οποίων προσκομίζεται νομότυπα με επίκληση με τις προτάσεις του κατόπιν εμπρόθεσμης και προσήκουσας κλήτευσης του αντιδίκου του κατά τη διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ [επίδοση στην πληρεξούσια Δικηγόρο του εναγόμενου ως εκ του νόμου αντίκλητου], την υπ’αριθμ…../07.10.2020 ένορκη βεβαίωση της Ν….. Κ….. το γένος Γ….. (D…. G…. epouse K…..), υπηκόου Γαλλίας, κατοίκου Μ…. Γαλλίας, ενώπιον του Επίτιμου Προξένου της Ελλάδος στο Στρασβούργο, που δόθηκε επιμελεία του εναγομένου και ακριβές νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο αυτής προσκομίζεται νομότυπα από τον εναγόμενο με επίκληση στις προτάσεις του κατόπιν εμπρόθεσμης και προσήκουσας κλήτευσης του αντιδίκου του κατά τη διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ [ ΚΠολΔ 122 §1, 123, 124 § 2, 125, 126 §1α, 128 §1, σημειωτέον ότι ο επισπεύδων τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης μπορεί να επιδώσει την κλήση απευθείας με τα μέσα επίδοσης που προβλέπει το δίκαιο του τόπου παραλαβής σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού 1393/2007 βλ. σχετ. Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. [-Γιαννόπουλος Π] υπό άρθρο 422, § 2, 468.], όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ.2…../01.10.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, σε συνδυασμό με τη συνημμένη από 30.9.2020 αίτηση-κλήση [γνωστοποίηση στοιχείων μάρτυρος], που προσκομίζει νομότυπα με τις προτάσεις του ο εναγόμενος, – αντιθέτως η υπ’αριθμ. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Χ….. Α….., που δόθηκε επιμελεία του εναγομένου ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας . στα πλαίσια της από 31.7.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2008 ανταγωγής του νυν εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, δεν θα ληφθεί υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο στη παρούσα δίκη, καθώς ναι μεν προσκομίζεται από τον εναγόμενο [αριθμ.σχετ.43], πλην όμως δεν γίνεται ρητή επίκληση αυτής με τις προτάσεις του- την τεχνική έκθεση του Πολιτικού Μηχανικού ΤΕΕ Α….. Κ……, που συντάχθηκε επιμελεία του ενάγοντος και συνιστά εξώδικη ιδιωτική γνωμοδότηση κατά τη διάταξη του άρθρου 390 ΚΠολΔ, που εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο [ΑΠ 1106/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»], τις φωτογραφίες, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τον αντίδικό του (άρθρα 444 αρ.3, 448 παρ.2 , 457 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο [ΚΠολΔ 334 παρ.6], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει του από 19 Απριλίου 2017 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίστηκε στη Ζ….. Ηλείας μεταξύ των διαδίκων μερών, ο ενάγων ως εργολάβος οικοδομών ανέλαβε για λογαριασμό του εναγόμενου, ως εργοδότη-κυρίου του έργου, την κατασκευή μιας τετραώροφης οικοδομής με υπόγειο στη Ζαχάρω Ηλείας, στο οικοδομικό τετράγωνο αρ…., επί της οδού Α…. Γ….., με αριθμό οικοδομικής άδειας 2…../2006, βάσει στατικής μελέτης και επίβλεψης του πολιτικού μηχανικού Β…. Π…., με την ακόλουθη ειδικότερη συμφωνία : Ότι όλα τα μπετά που προβλέπονταν βάσει σχεδίων θα ανέρχονταν στο ποσό των ενενήντα δύο χιλιάδων ευρώ [92.000,00 €], (μπετό-σίδερο-εργασία-μικρούλικά), ενώ συμφωνήθηκε ότι η προμήθεια του σκυροδέματος θα γινόταν από την εταιρεία «I….» (όρος 1ος του ιδιωτικού συμφωνητικού). Ότι οι εκσκαφές-μπαζώματα-μονωτικά υλικά-ΙΚΑ-ΦΠΑ του τιμολογίου για την ηλεκτροδότηση της οικοδομής θα επιβάρυναν τον ιδιοκτήτη ενώ οι εργασίες που θα προκύπταν εκτός της στατικής μελέτης θα πληρώνονταν με 215,00 ευρώ ανά κυβικό μέτρο [215 €/μ3], (μπετό της εταιρείας I…..), [όροι 2ος και 3ος του ιδιωτικού συμφωνητικού]. Ότι τα μπετά που θα αφορούσαν μάντρες-τοιχία-διαμόρφωση περιβάλλοντα χώρου θα ανέρχονταν προς διακόσια δεκαπέντε ευρώ ανά κυβικό μέτρο [215 €/μ3], [όρος 4ος ιδιωτικού συμφωνητικού]. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ρητώς ότι οι εργασίες θα άρχιζαν στις 20 Απριλίου 2007 και θα ολοκληρώνονταν σε τέσσερις μήνες [5ος όρος του ιδιωτικού συμφωνητικού] καθώς και ότι ως προκαταβολή θα δινόταν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €) ενώ το υπόλοιπο ποσό θα δινόταν με την πάροδο των εργασιών [όρος 6ος του ιδιωτικού συμφωνητικού]. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το εργολαβικό συμφωνητικό προσδιόριζε και οριοθετούσε τη δαπάνη και τον χρόνο εκτέλεσης του έργου ενώ περιείχε σαφή πρόβλεψη για πρόσθετες εργασίες και τη δαπάνη αυτών. Σημειωτέον ότι για την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας, εκτός από τη μελέτη του φέροντος οργανισμού, που συνέταξε ο προαναφερόμενος πολιτικός μηχανικός, συντάχθηκε αρχιτεκτονική μελέτη από την αρχιτέκτονα μηχανικό Χ….. Α…., η οποία εκπόνησε και τη μελέτη θερμομόνωσης, πυροπροστασίας, υδροδότησης και αποχέτευσης, καθώς και ηλεκτρομηχανολογική μελέτη από τον ηλεκτρολόγο μηχανικό Κ…. Γ…… Οι εργασίες εκτέλεσης του έργου πράγματι άρχισαν κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία, ήτοι στις 20 Απριλίου 2007. Όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντα-εργολάβου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ…../2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, ο εναγόμενος εργολάβος, μολονότι ήταν μόνιμος κάτοικος Γαλλίας, καθόλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου ήταν παρών και επέβλεπε τις εργασίες κατασκευής της τετραώροφης οικοδομής, άπασες δε οι παρεκκλίσεις της οικοδομικής άδειας, όπως προεξοχή υπογείου, παράθυρο σύριζα στο έδαφος, εξωτερικοί τοίχοι στηρίξεως εδάφους πολύ χαμηλά κλπ, έγιναν εν γνώσει του ενάγοντος κυρίου του έργου, ο οποίος εξάλλου ήταν αυτός που θα ωφελείτο από την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών και για αυτό τον λόγο το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό προέβλεπε οικονομικό προϋπολογισμό για πρόσθετες εργασίες. Άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε αντίθεση με τις κακοτεχνίες, οι παρεκκλίσεις από την οικοδομική άδεια δεν οφείλονται στον εργολάβο, διότι αυτός εκτελεί εντολές είτε του κυρίου του έργου είτε του επιβλέποντος μηχανικού, ο οποίος κατά τη νομοθεσία επιβλέπει συνεχώς το έργο προκειμένου να διαπιστώνει εάν τηρείται η οικοδομική άδεια. Στη προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι, πέραν των συμφωνηθέντων εργασιών, προέκυψαν και άλλες πρόσθετες εργασίες στο έργο, μεταξύ των οποίων η κατασκευή επιπλέον υπογείου, οι οποίες έγιναν από τον ενάγοντα εργολάβο κατ’ εντολή του εναγομένου, όπως προκύπτει με σαφήνεια από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ.51/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του. Το έργο, που ανέλαβε να εκτελέσει ο ενάγων εργολάβος, δεν αποπερατώθηκε εντός της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την έναρξη εκτέλεσης των εργασιών, όπως είχε αρχικώς ρητώς συμφωνηθεί με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται πρωτίστως στο ότι προέκυψαν πρόσθετες εργασίες τις οποίες ο ενάγων κατ’ εντολή του εναγόμενου εκτέλεσε. Επιπλέον ο εναγόμενος απουσίασε για χρονικό διάστημα ενός μηνός στο εξωτερικό και κατά ρητή εντολή του οι εργασίες του ενάγοντος στο έργο σταμάτησαν, διότι ήθελε να είναι παρών κατά την εκτέλεση του έργου και να επιβλέπει τις εργασίες. Επίσης και η καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε την Ηλεία τον Αύγουστο του 2007 είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εργασίες για περίπου δεκαπέντε ημέρες. Ο εναγόμενος ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση αυτή αλλά σιωπηρώς παρατάθηκε ο χρόνος παράδοσης του έργου από τον ενάγοντα, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε ο εναγόμενος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργολάβος κατασκεύασε προεξοχή του υπογείου 15 με 16 τ.μ. καθ’υπέρβαση της οικοδομικής άδειας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα στις 5 Νοεμβρίου 2007 να διακοπούν οι εργασίες στην επίδικη οικοδομή από την Πολεοδομία Ζαχάρως επειδή δεν εφαρμόζονταν τα σχέδια του υπογείου της [βλ. το υπ’αριθμ. πρωτ. …../05.11.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιβάλλοντος Τ.Π. & Π.Ε. Ζ….]. Εν τέλει, μετά την διενέργεια αυτοψίας στις 30 Ιανουαρίου 2008 από τους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας Ζ…. και αφού η εν λόγω οικοδομή βρέθηκε να συμφωνεί με την αρχιτεκτονική μελέτη, που εν τω μεταξύ υποβλήθηκε για αναθεώρηση, με τα εγκεκριμένα από την ΕΠΑΕ σχέδια σε στάδιο εργασιών μερικής αποπεράτωσης-σκυροδέτησης και της πλάκας τρίτης οροφής υπέρ το ισόγειο, επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών μετά τις 05 Φεβρουαρίου 2008. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προκύπτει ότι ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τον ενάγοντα εργολάβο για τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος κύριος του έργου. Άπαντα τα ανωτέρω έχουν ήδη κριθεί με την υπ’αριθμ. …./2010 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας [αλλά και την υπ’αριθμ. …../2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε ως αβάσιμη την ασκηθείσα έφεση κατά της πρώτης] από την οποία απορρέει δεδικασμένο που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο.
Σημειωτέον ότι για τον προσδιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου λαμβάνεται υπόψη τόσο η πρωτόδικη όσο και η κατ’ έφεση απόφαση [βλ. σχετ. ΕφΠειρ 163/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι κύριο ζήτημα στην παρούσα δίκη συνιστά η αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή της αμοιβής του για πρόσθετη εργασία κατασκευής επιπλέον υπογείου, με προδικαστικό ζήτημα την έννομη σχέση της σύμβασης έργου και την εξέλιξη αυτής και κυρίως τη συμβατική πρόβλεψη της εκτέλεσης πρόσθετων εργασιών άλλως την έγκρισή τους από τον κύριο του έργου, την προβλεπόμενη δαπάνη αυτών κατά τον προϋπολογισμό του έργου, τον λόγο διακοπής των οικοδομικών εργασιών και σε υπαιτιότητα ποιον εκ των συμβαλλομένων οφείλεται αυτή. Η κρίση για την ενοχική σχέση της σύμβασης έργου από την οποία πηγάζει η επίδικη αξίωση της αμοιβής του ενάγοντος για πρόσθετη εργασία κατασκευής επιπλέον υπογείου είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται σε επόμενο στάδιο, αυτό της νέα αγωγής και μεταγενέστερης δίκης, κατά τη θετική λειτουργία του δεδικασμένου. Συνεπώς στην παρούσα δίκη τα προδικαστικά ζητήματα της κατάρτισης [έγκυρης] σύμβασης έργου, του χρόνου έναρξης των εργασιών και παράδοσης του έργου, του οικονομικού προϋπολογισμού, της συμφωνηθείσας αμοιβής του εργολάβου, της πρόβλεψης πρόσθετων εργασιών και της συμφωνηθείσας αμοιβής του εργολάβου για αυτές, της υπέρβασης της οικοδομικής άδειας, της διακοπής των οικοδομικών εργασιών οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμ. …../2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ……/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε την ασκηθείσα από τον τότε αντενάγοντα-εκκαλούντα και νυν εναγόμενο έφεση, η οποία [υπ’ αριθμ…../2010] συνεκδικάζοντας την αγωγή του νυν ενάγοντα, με την οποία, πλην άλλων, ζήτησε να του επιδικαστεί αμοιβή για πρόσθετες εργασίες σε σχέση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, και την ανταγωγή του νυν εναγόμενου, με την οποία, πλην άλλων, ζήτησε να αποκατασταθεί η ζημία του από την διακοπή των εργασιών λόγω υπέρβασης της οικοδομικής άδειας από τον νυν ενάγοντα, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και την ανταγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν καθώς έκρινε ότι ο αντεναγόμενος εργολάβος του έργου δεν παραβίασε από υπαιτιότητά του την οικοδομική άδεια αντιθέτως ενεργούσε βάσει των υποδείξεων του αντενάγοντος κυρίου του έργου και του επιβλέποντος μηχανικού, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός υπεύθυνος για τη σωστή εφαρμογή της οικοδομικής άδειας. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ…../2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ανταπόδειξης σε συνδυασμό με την από 23.4.2010 (αριθμ.εκθ.καταθ……/2010) αγωγή του εναγόμενου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αποδείχθηκε ότι οι οικοδομικές εργασίες, που διακόπηκαν στις 05 Νοεμβρίου 2007 με το υπ’αριθμ. …../05.11.2007 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας Διεύθυνσης Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος Τ.Π. & Π.Ε. Ζ….., συνεχίστηκαν τον Ιούνιο του 2010 κατόπιν της διορθωτικής άδειας, που υπογράφηκε στις 02 Ιουνίου 2010 από την αρμόδια Πολεοδομία. Κατά την διακοπή των εργασιών τον Νοέμβριο του 2007 είχε «πέσει» το ισόγειο και το υπόγειο εκ μπετόν αρμέ ενώ ο τρίτος όροφος ήταν καλουπωμένος και σιδερωμένος προκειμένου να πέσει το σκυρόδεμα. Η ολοκλήρωση του τρίτου και τελευταίου ορόφου με την βεράντα και το κλιμακοστάσιο με σκυρόδεμα δεν έγινε από τον ενάγοντα αλλά από έτερη κατασκευαστική εταιρεία στον Πύργο Ηλείας, στην οποία ο εναγόμενος ανέθεσε την αποπεράτωση του έργου. Η ανάθεση σε έτερο εργολάβο της αποπεράτωσης του έργου και η άρνηση του εναγόμενου – κυρίου του έργου να συμπράξει με τον ενάγοντα-εργολάβο στην εκτέλεση των εργασιών του τρίτου ορόφου, με τη διάθεση του κτιρίου και του επιβλέποντος μηχανικού, συνιστά σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους του εναγόμενου της συμβάσεως έργου, για την οποία δεν απαιτείται η συνδρομή και επίκληση σπουδαίου λόγου, η δε λύση της επίδικης συμβάσεως έργου επήλθε για το μέλλον. Σημειωτέον ότι η απομάκρυνση από τον ενάγοντα της ξυλείας του στην οικοδομή, κατόπιν σχετικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας Ζαχάρως, που χορηγήθηκε με το υπ’αριθμ.πρωτ. …../03.7.2009 έγγραφό της, δεν συνιστά υπαναχώρηση από τη σύμβαση κατά τη διάταξη του άρθρου 383 ΑΚ, ώστε η καταγγελία της συμβάσεως να μην έχει έδαφος εφαρμογής, καθώς, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…../08.10.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης Φ….. Α……., ο ενάγων με άδεια της πολεοδομίας απομάκρυνε τις σκαλωσιές και τα ξύλα από την οικοδομή προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση σε άνθρωπο και επειδή αυτά είχαν καταστραφεί από τον ήλιο και την βροχή, παρέμειναν όμως στην οικοδομή όλα τα σίδερα και οι μονώσεις του τελευταίου ορόφου για να «ρίξει» τη τελευταία πλάκα. Συνεπώς στις 02 Ιουνίου 2010, ότε επετράπη η συνέχιση των εργασιών από την Πολεοδομία, ο ενάγων ήταν σε ετοιμότητα να αποπερατώσει τον τελευταίο [τρίτο] όροφο, πλην όμως ο εναγόμενος αρνήθηκε να συμπράξει και κατήγγειλε τη σύμβαση. Περαιτέρω ο ενάγων καθ’ υπόδειξη του εναγόμενου κατασκεύασε επιπλέον υπόγειο, λόγος για τον οποίο διακόπηκαν οι οικοδομικές εργασίες από την αρμόδια Πολεοδομία. Η αξίωση του ενάγοντος για την αμοιβή του για την πρόσθετη αυτή εργασία, που τελέστηκε το 2007, άρχισε το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε, ήτοι την 01η Ιανουαρίου 2008. Με την από 01η.6.2008 [ αριθμ. εκθ.καταθ…../2008] αγωγή, που άσκησε ο ενάγων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας και με την οποία ζήτησε για την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την κρινόμενη αγωγή να του επιδικαστεί αμοιβή για πρόσθετες εργασίες, επήλθε διακοπή της παραγραφής. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 31.7.2008 ανταγωγή του νυν εναγόμενου κυρίου του έργου, εκδόθηκε η υπ’αριθμ…../30.3.2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και την ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο αντενάγων κύριος του έργου με την από 07.7.2010 [αριθμ.εκθ.καταθ. …../2010] έφεσή του, κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Με την υπ’αριθμ…../09.8.2017 απόφαση του Εφετείου Πατρών απορρίφθηκε η έφεση του αντενάγοντος – εκκαλούντος ως αβάσιμη κατ’ουσίαν καθώς έκρινε ότι ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε την ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η υπ’αριθμ. …./30.3.2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας κατά το κεφάλαιο αυτής που δεν προσβλήθηκε με έφεση, ήτοι όσον αφορά την αγωγή, κατέστη τελεσίδικη με την παρέλευση της γνήσιας άλλως της καταχρηστικής προθεσμίας της εφέσεως, αναλόγως του εάν υπήρξε επίδοση ή όχι της απόφασης επιμελεία τινός εκ των διαδίκων στον έτερο, το οποίο δεν προκύπτει από τις προτάσεις των διαδίκων. Με την τελεσίδικη απόρριψη της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2008 αγωγής του ενάγοντος ως αόριστης η διακοπή της παραγραφής με την άσκησή της θεωρείται ότι δεν επήλθε. Εν συνεχεία ο ενάγων άσκησε την από 17.7.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…./12.7.2013 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ…../26.3.2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η από 17.7.2013 [α.κ.δ. ΜΤ …./2013] αγωγή δεν θεωρείται επανέγερση της από 01ης.6.2008 [α.κ.δ. …../2008] αγωγής εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψή της καθότι δεν στηρίζεται στην ίδια νομική βάση με αυτή [ σημειωτέον ότι, επί επανεγέρσεως της αγωγής, η παραγραφή για να λογίζεται διακοπείσα δια της αρχικής αγωγής, πρέπει η δεύτερη αγωγή, εφόσον η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, όπως για αοριστία, να εγερθεί το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών, που αρχίζει από τη τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής, χωρίς όμως να θεωρείται ανεπίτρεπτη η άσκηση της νέας αγωγής πριν από τη τελεσιδικία [ΑΠ 1048/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Ειδικότερα η από 01ης.6.2008 αγωγή στηρίζεται κατά τη μοναδική βάση της στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ενώ η από 17.7.2013 αγωγή στηρίζεται κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης και κατά την επικουρική βάση της στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Σε κάθε περίπτωση και ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε έφεση κατά της υπ’αριθμ. …../2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την παρέλευση της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως [ΚΠολΔ 518 παρ.2], επήλθε τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης και η διακοπή της παραγραφής θεωρείται ότι δεν επήλθε. Συνεπώς η πενταετής παραγραφή της αξίωσης του ενάγοντος για την καταβολή αμοιβής για την εκτέλεση της πρόσθετης εργασίας κατασκευής επιπλέον υπογείου άρχισε την 01η Ιανουαρίου 2008 και διακόπηκε με την έγερση της από 01ης.6.2008 [α.κ.δ. ……/11.6.2008] αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …../2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Από την τελεσίδικη απόρριψη της από 01ης.6.2008 αγωγής του ενάγοντος η διακοπή της παραγραφής της αξίωσης του για την πρόσθετη εργασία κατασκευής επιπλέον υπογείου θεωρείται ότι δεν επήλθε και συνεπώς ο χρόνος της παραγραφής συμπληρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 2013. Η δε διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ.1 του Ν.4139/2013, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, καθώς, κατά τον χρόνο δημοσίευσής του (20.3.2013), η αγωγή δεν ήταν εκκρεμής, διότι δεν ασκήθηκε έφεση κατά της ως άνω υπ’αριθμ. …./2010 απόφασης ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορά την αγωγή. Επίσης ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος με το δικόγραφο της ανταγωγής του αναγνώρισε τις πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε στο έργο με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσής του κατά τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ είναι αβάσιμος κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι η αναφορά στην από 31.7.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../06.8.2008 ανταγωγή του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας για πρόσθετες εργασίες στο έργο, πέραν των συμφωνηθέντων, μεταξύ των οποίων και η προεξοχή του υπογείου κατά 15 με 16 τ.μ. πέραν του περιγράμματος του κτιρίου, δεν συνιστά αναγνώριση αντίστοιχης αξίωσης του αντεναγομένου και νυν ενάγοντος για την αμοιβή του για τις εργασίες αυτές, αλλά στηρίζει την ιστορική βάση της ανταγωγής του για καταβολή αποζημίωσης για θετική και αποθετική ζημία. Επιπλέον ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η υπ’αριθμ. …../2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πατρών περιέχει αναγνωριστική διάταξη των πρόσθετων εργασιών στο έργο εκ της οποίας απορρέει δεδικασμένο κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΑΚ, με αποτέλεσμα να έχει επιμηκυνθεί η παραγραφή της αξίωσης καταβολής αμοιβής για τις εργασίες αυτές σε εικοσαετή κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι το τελεσίδικα διαγνωσθέν προδικαστικό ζήτημα της εκτέλεσης πρόσθετων εργασιών κατ’εντολή του κυρίου του έργου τίθεται ως βάση του συλλογισμού του παρόντος μεταγενέστερα επιλαμβανόμενου δικαστηρίου, όπου το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα ανακύπτει ως κύριο ζήτημα στη παρούσα δίκη, χωρίς η τελεσίδικη αναγνώριση της εκτέλεσης των πρόσθετων εργασιών να επιφέρει επιμήκυνση της παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος για την αμοιβή του κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ, καθότι η αξίωση αυτή δεν συνιστά το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα στην προηγηθείσα δίκη επί της οποίας η υπ’αριθμ. …../2017 απόφαση του Εφετείου Πατρών [ και η προηγηθείσα αυτής υπ’αριθμ. ……/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας]. Το άρθρο 331 ΚΠολΔ συνιστά εξαιρετική διάταξη με αμιγώς δικονομική λειτουργία, που υφίσταται μόνο στον ΚΠολΔ, και δεν συνεπάγεται τη δικαστική αναγνώριση της απαίτησης κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ ώστε να επέρχεται επιμήκυνση της παραγραφής. Συνεπώς η αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση πρόσθετης εργασίας κατασκευής επιπλέον υπογείου παραγράφηκε την 01 Ιανουαρίου 2013 και συνεπώς κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής η αξίωση του ενάγοντος είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή και ως εκ τούτου είχε παύσει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη. Σημειωτέον ότι με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβέστηκε η αξίωση του ενάγοντος, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως ατελής ή φυσική ενοχή, πλην όμως ο εναγόμενος ως οφειλέτης δικαιούται να αντιτάξει την γνήσια, αυτοτελή, ανατρεπτική ένσταση της παραγραφής, όπως έπραξε εν προκειμένω, και να αρνηθεί την παροχή. Επομένως, κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης παραγραφής που πρότεινε ο εναγόμενος, πρέπει η υπό κρίση αγωγή κατά την κύρια βάση αυτής καθώς και κατά την πρώτη επικουρική βάση αυτής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επιπλέον η αγωγή κατά τη δεύτερη επικουρική βάση αυτής τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καθότι δεν προέκυψε ακυρότητα της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσης και πλουτισμός του εναγομένου. Σημειωτέον ότι η παραγραφή της αξίωσης, η οποία αποφέρει ωφέλεια στον υπόχρεο γιατί είναι δικαιολογημένη ως στηριζόμενη στην ΑΚ 272 παρ. 1 καθώς και για τον ίδιο λόγο και η αποσβεστική προθεσμία, συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού. Συνεπώς, η παραγραφή συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού, ο οποίος απορρέει από αυτή. Η τυχόν επιστροφή της ωφέλειας βάσει της ΑΚ 904 θα ενείχε την έννοια της παροχής δυνατότητας αναζήτησης της αξίωσης που υπέπεσε σε παραγραφή με άλλη νομική βάση, οπότε θα επρόκειτο για έκδηλη καταστρατήγηση της διάταξης για την παραγραφή [ΑΠ 93/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3619/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της δυσχέρειας εφαρμογής των κανόνων δικαίων που εφαρμόστηκαν [ΚΠολΔ 179, 191 παρ.2], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων μεταξύ τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πύργο Ηλείας, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 31 Ιουλίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ