ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 235/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης Μει …../01.4.2022]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής Μει …../31.10.2019]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Προϊσταμένη του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Σοφία Καφήρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 12 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της καλούσας-ενάγουσας : Κ….. Ρ….. του Σ……, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Β…… του Δήμου Πύργου Ηλείας, κατόχου φορολογικού μητρώου με αριθμό 1……., ΔΟΥ Πύργου Ηλείας, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Ραφαηλίας-Γεωργίας Βασιλείου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 214, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Νο Η……./…….2022] και κατέθεσε προτάσεις.
Του καθού η κλήση – εναγομένου : Π….. Κ….. του Δ….., κατοίκου Πύργου Ηλείας, 3ο χλμ. Ε.Ο. Πύργου Κυπαρισσίας, κατόχου φορολογικού μητρώου με αριθμό 0……, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Η καλούσα άσκησε την από 31 Οκτωβρίου 2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει2…../….10.2019, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 13.5.2020. Πλην όμως η υπόθεση αποσύρθηκε από το πινάκιο της τελευταίας αυτής δικασίμου κατ’ εφαρμογή της ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ30340/15.5.2020 (ΦΕΚ Β 1857/15.5.2020), ακολούθως δε δυνάμει της υπ’αριθμ.167/2020 Πράξης του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο, Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε κατά το άρθρο 74 παρ.2 του Ν.4690/2020 [ΦΕΚ Α 104/30.5.2020] να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15ης.7.2020, ότε και συζητήθηκε. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου η με αριθμό …./….02.2022 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία διέταξε κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία της ενάγουσας το δικαστικό ένσημο, που αναλογεί στο καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής. Ήδη η ενάγουσα με την από 01ης.4.2022 αίτηση-κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Μει…./…..4.2022, επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [12.10.2022] και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο με αριθμό […..].
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια Δικηγόρος της καλούσας-ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12.10.2022 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει…./…..4.2022 και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό […..], νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η από 31.10.2019 (αρ.εκθ.καταθ.δικογρ.Μει 2…../…..10.2019) αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’αριθμ…../2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομιστεί από την ενάγουσα το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής.
Από την υπ’αριθμ……/…..4.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Ευγενίας Παπακωστοπούλου, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 01ης.4.2022 αίτησης-κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου Μει…./2022, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο [άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1, 126 παρ.1, 127 παρ.1, 128 παρ.1-3, 591 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ]. Ο εναγόμενος όμως δεν παραστάθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην [ΚΠολΔ 591 παρ.1εδ.α]. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες [ΚΠολΔ 595]. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος δεν παραστάθηκε και δικάστηκε ερήμην και στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 15ης.7.2020, ότε η αγωγή συζητήθηκε και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. …./2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέλαβε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες».
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική, για την οποία όμως προβλέπεται η δυνατότητα εμπράγματης ασφάλειας βάσει του άρθρου 1262 αρ.4 ΑΚ [ΑΠ 1252/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 136/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 626/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Επιπλέον είναι προσωποπαγής, ως απορρέουσα από τον θεσμό του γάμου, και συνεπώς δεν μπορεί να εκχωρηθεί ή να ενεχυριασθεί ούτε να κληρονομηθεί [Παντελίδου Κ. Το Διαζύγιο και οι Συνέπειές του – ενημέρωση με τους Ν.4800/2021 και Ν.4842/2021, εκδ. 2022, κεφ.8, § 6, 424].
Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι καταρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή-άμεση ή έμμεση-του δικαιούχου. Ο κανόνας όμως αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα, ενοχικώς πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του Ν.1329/1983, όπου αναφέρεται ότι τελικά εναπόκειται στη κρίση του Δικαστηρίου να «διατάξει την τυχόν ζητούμενη απόδοση αυτούσιου του ανάλογου μέρους των αποκτημάτων», άποψη που μπορεί να στηριχθεί και σε αναλογία δικαίου, με βάση τις αρχές που συνάγονται, τόσο από τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 908 ΑΚ), ο οποίος συγγενεύει με την αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. β` ΑΚ, η οποία ορίζει ότι « αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή» (ΠΠΑθ 2374/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στη περίπτωση της αυτούσιας απόδοσης η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στον δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση. Παράγει απλώς ενοχική υποχρέωση του ενός συζύγου να μεταβιβάσει στον έτερο το μέρος του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το δικαίωμα νομής ή κυριότητας [ Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, § 6, σελ. 425].
Οι διατάξεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου καθώς στοχεύουν στην προστασία του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου. Συνεπώς δεν είναι έγκυρες οι συμφωνίες των συζύγων -πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου- που ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις τους κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προβλέπουν οι προστατευτικές διατάξεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ ή που ενέχουν παραίτηση (ολικά ή μερικά) του δικαιούχου από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Αντίθετα είναι έγκυρες οι συμφωνίες με αντίθετο περιεχόμενο από τις προβλέψεις των άρθρων 1400-1402 ΑΚ και παραίτηση του δικαιούχου, αν λάβουν χώρα μετά τη γέννηση της σχετικής αξίωσης [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §7, σελ.426].
Το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα εντοπίζεται στη στιγμή που αμετάκλητα λύεται ή ακυρώνεται ο γάμος ή από τότε που συμπληρώνεται τριετία από τη διάσταση των συζύγων. Πριν από την επέλευση του χρονικού αυτού σημείου ο σύζυγος έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν εξομοιώνεται προς το υπό αίρεση δικαίωμα [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §14, σελ.430].
Από το άρθρο 1400 ΑΚ προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του ενός συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι : α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου [ΑΠ 1550/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1107/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 20/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Για την τελευταία προϋπόθεση (συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση) είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμα και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β’ ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου, συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό, το οποίο δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγόμενου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσοστό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 825/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 164/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Παπαδόπουλος, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», τομ. Α’, εκδ. 2001, παρ. 289, σελ. 381, Βαθρακοκοίλης, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», τομ. Β’ εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20).
Η αρχική περιουσία είναι εκείνη που υφίσταται κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου και αποτελείται από εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, επικαρπία), δικαιώματα νομής ή κατοχής, πνευματικά δικαιώματα, χρήματα, τραπεζικές καταθέσεις, μετοχές, μέλλουσες απαιτήσεις (μισθός, συντάξεις, ισόβια πρόσοδος). Η αρχική περιουσία πρέπει να είναι η καθαρή, δηλαδή πρέπει να αφαιρεθεί το παθητικό (χρέη) αυτής [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §17, σελ.436-437]. Τελική είναι η καθαρή περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και η οποία διαπιστώνεται κατά το τέλος αυτού. Για τον προσδιορισμό της αρχικής και την εύρεση της τελικής περιουσίας υπολογίζεται κάθε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς να αποκλείεται ο υπολογισμός να περιορίζεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου συζύγου, οπότε η συμβολή του δικαιούχου συζύγου υπολογίζεται βάσει μόνο της τελικής αξίας αυτών [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §18, σελ. 438].
Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των στοιχείων που την αποτελούν, θεωρείται, επί μεν τριετούς διάστασης των συζύγων, επειδή στο νόμο δεν τίθεται χρονική αφετηρία για την άσκηση της αγωγής και επειδή ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, ο χρόνος άσκησης της αγωγής, στον οποίο πρέπει να γίνει και ο προσδιορισμός της τελικής περιουσίας και ο υπολογισμός της αξίας της και η αναγωγή της αξίας της τυχόν αρχικής περιουσίας (ΑΠ 1557/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/2004 ΕλλΔνη 45.1355, ΑΠ 84/2001 ΕλλΔνη 42.907), στη δε περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετάκλητου της σχετικής απόφασης (ΑΠ 1557/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2001 ΕλλΔνη 43.1036). Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της άσκησης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, και της τυχόν, μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής επί διεκδίκησης πλήρους του ποσοστού συμμετοχής στα αποκτήματα, ήτοι ανώτερου του τεκμαιρόμενου 1/3, για το ορισμένο αυτής συνιστούν : α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου από τη τέλεση του γάμου μέχρι τη γέννηση της σχετικής αξίωσης, και γ) η συμβολή του δικαιούχου με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας, ώστε να είναι απαιτητή η απόδοση του μέρους της αύξησης που οφείλεται στη δική του συμβολή. Συνεπώς για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης, η οποία πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα. Πρέπει να προσδιορίζεται όχι μόνο η συνολική περιουσία του εναγόμενου κατά τον χρόνο γέννησης της σχετικής αξίωσης αλλά και το αν αυτός είχε κατά τη τέλεση του γάμου περιουσία και σε καταφατική περίπτωση ποια είναι η αξία αυτής αναγόμενη προφανώς στο χρόνο γέννησης της αξίωσης [Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8, §68, σελ.472, ΠΠΡοδ291/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Κατά τη κρατούσα άποψη στη νομολογία όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ήτοι σε ποσοστό 1/3, πρέπει για τη πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, να καθορίζεται η δαπάνη που απαιτήθηκε για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, να αποτιμώνται οι παροχές του ενάγοντος προς τον εναγόμενο καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγιναν και να καθορίζεται είτε το ποσό το οποίο όφειλε με βάση τις δυνάμεις του να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου είτε το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ αναλογούσης υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής του (ενάγοντος) στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου [ΑΠ 1155/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 825/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 926/2000 ΕλλΔνη 2001, 91, ΑΠ 1440/1996 ΕλλΔνη 39, 1554, ΕφΑθ 20/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 9826/1996 Αρμ 1997, 1461, ΕφΑΘ 3853/1992 ΕλλΔνη 34, 1625, Παντελίδου Κ. ο.π. κεφ.8 § 69, σελ. 475-476 ].
Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, ήτοι σε καταβολή ποσοστού ίσου με το τεκμαιρόμενο κατά το άρθρο 1400 παρ.1 εδ.β ΑΚ, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο ο δικαιούχος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτής, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, επομένως, δε, ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 3/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 3731/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1904/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Σε περίπτωση δε απευθείας διάθεσης ορισμένου χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, αρκεί, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, η μνεία του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιοριστεί το μέγεθος της νόμιμης υποχρέωσης συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεδομένου ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο πραγματικό των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και στην επιβαλλόμενη από κοινού συνεισφορά στην αντιμετώπισή τους (ΜΠΘες 9674/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στη προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 02 Μάϊου 2009 τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησε δύο τέκνα, τη Λ…., που γεννήθηκε στις ….8.2009, και την Αριάδνη, που γεννήθηκε στις …..8.2013. Ότι μετά τον γάμο τους διέμεναν σε μίσθιο διαμέρισμα στη πόλη του Πύργου, επί της οδού Ο….. αρ…… Ότι ο γάμος τους λύθηκε με την υπ’αριθμ. …../…..4.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας (εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία κατέστη αμετάκλητη στις …..4.2018. Ότι κατά τον χρόνο σύναψης του γάμου τους ο εναγόμενος είχε τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιουσιακά στοιχεία : α) την ψιλή κυριότητα μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιφάνειας 87,76 τ.μ., κείμενης στη τ.κ. Κ…. Σ…. του Δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων, την οποία απέκτησε δυνάμει του υπ’αριθμ.…./1994 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Κρεστένων στον τόμο … και αριθμό …., και β) ένα οικόπεδο, εκτάσεως 1.700 τ.μ., κείμενο επί της οδού ., παρόδου της οδού ., εγγεγραμμένου στο Κτηματολογικό Γραφείο Πύργου με ΚΑΕΚ 1…../0/0, εντός του οποίου ο εναγόμενος καθότι τυγχάνει γεωπόνος λειτουργεί την επιχείρησή του με την επωνυμία «…..». Ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους και μέχρι την αμετάκλητη λύση αυτού ο εναγόμενος απέκτησε τα κάτωθι αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία και συγκεκριμένα : α) ένα αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «…..», εντός του οικισμού της τ.κ. Β….. του Δήμου Πύργου Ηλείας, το οποίο έχει υπαχθεί στον αναδασμό και φέρει τον αριθμό τεμαχίου …., επιφανείας 3.746,40 τ.μ., το οποίο περιήλθε σε αυτόν δυνάμει του υπ’αριθμ.……/…..12.2009 συμβολαίου πώλησης της Συμβολαιογράφου Πύργου Ελ…. Α…..-Ψ, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Πύργου στον τόμο 1…. και με αριθμό 2…., αντί του τιμήματος των 40.000,00 € και β) μια ισόγεια οικία, επιφανείας 119,60 τ.μ. και ήδη 120,63 τ.μ., μετά του υπογείου της, επιφανείας 119,60 τ.μ., και ήδη 121,60 τ.μ., το οποίο πλέον χρησιμοποιείται ως κατοικία, και μιας αποθήκης, επιφανείας 7,65 τ.μ., η οποία ανεγέρθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2…./….9.2010 άδειας οικοδομής εντός του ανωτέρω οικοπέδου κείμενου στη τ.κ. .. Ότι μετά τις νομιμοποιήσεις των αυθαίρετων κατασκευών, οι οποίες ρυθμίστηκαν με το Ν.4178/2013, η συνολική επιφάνεια της ανωτέρω κατοικίας ανέρχεται στο ποσό των 249,88 τ.μ. Ότι υπήρξε σημαντική αύξηση στην περιουσία του εναγόμενου καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους έως και την αμετάκλητη λύση του γάμου τους, στην οποία συνεισέφερε η ίδια ουσιωδώς τόσο με τη προσωπική εργασία της ως φιλόλογος σε φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης ήδη από το 2005 όσο και με τη παροχή προσωπικών υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα στον οικογενειακό οίκο και στην ανατροφή των τέκνων τους, οι οποίες υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ μέτρο συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, πλέον της χρηματικής άτυπης δωρεάς της ενάγουσας εκ ποσού πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000,00 €]. Ότι η χρηματική αποτίμηση των προσωπικών της υπηρεσιών στη συντήρηση και διαχείριση του συζυγικού οίκου αποτιμάται στο συνολικό ποσό των χιλίων ευρώ [1.000,00€] μηνιαίως, εκ των οποίων το ήμισυ του ποσού αυτού, ήτοι πεντακόσια ευρώ [500,00 €] μηνιαίως, είναι η ανάλογη συμμετοχή της στις οικογενειακές δαπάνες και το υπόλοιπο ήμισυ αποτελεί τη συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, ήτοι πεντακόσια ευρώ [500,00 €] μηνιαίως και συνολικά με το ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ [54.000,00 €], ήτοι 500,00 € x 12 μήνες χ 9 έτη. Ότι κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής η συνολική αξία της συζυγικής οικίας εκτιμάται στο ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων ευρώ [135.904,00 €], όπως αυτή προκύπτει από την από 01ης.4.2019 έκθεση εκτίμησης ιδιοκτησίας του πολιτικού μηχανικού Τ…. Β….. Ότι η αγορά του οικοπέδου και η ανέγερση της οικοδομής έγινε με κοινές αποταμιεύσεις τους, με τα χρηματικά ποσά που έλαβαν από κοινού ως δώρα στο γάμο τους, αξίας περίπου οκτώ χιλιάδων ευρώ [8.000,00 €] αλλά και με το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000 €], που δώρισε άτυπα σε αυτήν η μητέρα της Α…. Ρ…. συζ. Σ….. Ρ….. προκειμένου να συνεισφέρει στις οικοδομικές εργασίες. Ότι η τελική περιουσία του εναγόμενου κατά τον χρόνο γέννησης της αξίωσής της, συνυπολογιζομένης και της δικής της συνεισφοράς, όπως αυτή αποτιμάται χρηματικώς, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των [135.904,00 € +5.000,00€+54.000,00 €=] εκατόν ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων ευρώ [194.904,00 €]. Ότι στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συνέβαλε και η ίδια κατά ποσοστό (1/2), ήτοι κατά το ποσό των ενενήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ [97.452,00 €], και επικουρικώς κατά ποσοστό (1/3). Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί : 1) Να αναγνωριστεί ότι συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά ποσοστό (50%), ήτοι κατά το ½, άλλως κατά το 1/3, της συνολικής αξίας αυτής ανερχόμενης στο ποσό των 194.904,00 €, β) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, κατά ποσοστό (1/2) αδιαιρέτως και επικουρικώς κατά ποσοστό (1/3) αδιαιρέτως, την ανωτέρω ισόγεια οικία με στέγη, μετά του υπογείου της και του χώρου αποθήκης, συνολικής επιφάνειας 249,88 τ.μ., κείμενη εντός οικοπέδου, επιφανείας 3.746,40 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση «…….», εντός του οικισμού της τ.κ. Β….. του Δήμου Πύργου Ηλείας, έχει υπαχθεί στον αναδασμό, με αριθμό τεμαχίου 232α, και συνορεύει με δημοτική οδό, με το με αριθμό . τεμάχιο αναδασμού ιδιοκτησίας Μ…. συζ. Ά….. Α…… και με τμήμα του υπ’ αριθμ. 232α τεμαχίου αναδασμού ιδιοκτησίας πρώην Δ….. Χ….. Κ…. και νυν Χ…. Κ….., το οποίο απέκτησε, δυνάμει του υπ’αριθμ.2…../…..12.2009 συμβολαίου πώλησης της Συμβολαιογράφου Πύργου Ε….. Α….., νομίμως μεταγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Πύργο στον τόμο …. και με αριθμό …… γ) Να καταδικαστεί ο εναγόμενος να προβεί σε δήλωση βουλήσεως με την οποία να μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό ½ αδιαιρέτως και επικουρικά σε ποσοστό 1/3 αδιαιρέτως το ανωτέρω ακίνητο [οικόπεδο] με την εντός αυτού υφιστάμενη οικία. Επικουρικά δε ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού το ποσό των 194.904,00 €, κατά το οποίο ισχυρίζεται ότι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της. Τέλος ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [ΚΠολΔ 592 παρ.3, 17 περ.2, 22] κατά τη προκείμενη ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών [ βλ. σχετ. Απαλαγάκη Χ. -Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, (-Πλεύρη Α.), υπό άρθρο 592, § 6, σελ. 2041, περί του ότι στις οικογενειακές διαφορές του άρθρου 592 παρ.3 ΚΠολΔ υπάγεται ως περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Επίσης το ίδιο σε Λεοντή Ν. Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, εκδ.2η, (-Ξηρογιάννη Α.), § 25, σελ. 102-103. Αντιθέτως, περί του ότι με συσταλτική ερμηνεία της ΚΠολΔ 592 παρ.3, όπως ισχύει μετά το Ν.4335/2015, οι αγωγές που ασκούνται λόγω αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου θα πρέπει να εκδικάζονται κατά τη τακτική διαδικασία, καθώς πλέον η αξίωση δεν απορρέει από τη σχέση των συζύγων (ΚΠολΔ 592 παρ.2 περ.δ) αλλά από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, βλ. Παντελίδου Κ. Το Διαζύγιο και οι Συνέπειές του, ενημέρωση με τους Ν.4800 και 4842/2021, κεφ.8, § 59, σελ.466, όπου περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία). Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 220 ΚΠολΔ ( ή στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογίου κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1β σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ.1,2 Ν.2664/1998] , λόγω του ενοχικού χαρακτήρα αυτής, ακόμα και όταν ζητείται η απόδοση αυτούσιου του ακινήτου που συνιστά την περιουσιακή επαύξηση ή ποσοστού συγκυριότητας [ΑΠ 251/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9092/1990 ΕλλΔνη 1992, 163]. Επίσης και ως προς το αίτημα καταδίκης του εναγόμενου σε επιχείρηση της οφειλόμενης δηλώσεως η αγωγή δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων λόγω του ενοχικού χαρακτήρα (Απαλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. ο.π. (-Ρεντούλης) υπό άρθρο 249 §1, σελ. 3064-3065). Ωστόσο η ένδικη αγωγή, ως προς τη κύρια βάση της που στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου, πάσχει από αοριστία, διότι δεν αρκεί μόνο η σε χρήμα αποτίμηση των παροχών αυτών αλλά έπρεπε να καθορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις της, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παροχές που επικαλείται η ενάγουσα μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα αποδόσεως και όχι στο σύνολό τους. Επιπλέον η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου και με τις αποταμιεύσεις της χωρίς όμως να προσδιορίζει το ύψος αυτών. Επίσης ενώ εκτίθεται η αρχική περιουσία του εναγόμενου κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ως προς τα ακίνητα στοιχεία που αποτελούσαν αυτή, δεν γίνεται αποτίμηση των σχετικών αξιών σε χρήμα και με αναγωγή αυτών στον χρόνο παροχής έννομης προστασίας, ήτοι στον χρόνο άσκησης της αγωγής. Η ανεπάρκεια αυτή των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή για τη βάση αυτής που στηρίζεται στον πραγματικό και όχι στον τεκμαρτό υπολογισμό σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της συνιστά νομική αοριστία, η οποία καθιστά τον προσδιορισμό της συμβολής της ενάγουσας σε ποσοστό 50% της επαύξησης αυθαίρετο. Συνεπώς η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τη βάση του πραγματικού υπολογισμού της επαύξησης. Ως προς δε την επικουρική βάση, η οποία στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η αγωγή επίσης τυγχάνει αόριστη καθόσον δεν διαλαμβάνει με πληρότητα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για τη γέννηση της ενδίκου αξιώσεως. Ειδικότερα αναφέρεται η λύση του γάμου των διαδίκων με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η περιουσία που ο εναγόμενος απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου με την ανέγερση της οικοδομής επί οικοπέδου της αποκλειστικής κυριότητάς του και η αξία της οικοδομής κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης της αμετάκλητης λύσης του γάμου, με αναγωγή της αξίας της κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθεί η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου διότι αυτή τεκμαίρεται, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας ( πρβλ. ΑΠ 1499/2021, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr, ΕφΔωδ 62/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι από τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής δεν παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα ώστε να διαφοροποιηθεί η αξία της τελικής περιουσίας του εναγόμενου. Πλην, όμως, ενώ εκτίθενται τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον εναγόμενο κατά τη τέλεση του γάμου του με την ενάγουσα, ήτοι μια οριζόντια ιδιοκτησία, κατά ψιλή κυριότητα, εκτάσεως 87,67 τ.μ., στη τοπική κοινότητα Κ…. Σ….. του Δήμου Ανδρίτσαινας Κρεστένων, και ένα οικόπεδο, εκτάσεως 1.700 τ.μ. κείμενο εντός της πόλεως του Πύργου, δεν αναφέρεται η εις χρήμα αξία αυτών με αναγωγή της κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Το ανωτέρω όμως στοιχείο είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η αρχική περιουσία του εναγόμενου, ώστε από τη σύγκριση της αξίας αυτής με τη τελική περιουσία του να προκύψει επαύξηση αυτής κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων [πρβλ. ΠΠΑθ 1541/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ΠΠΑθ 5091/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Επομένως η αγωγή δεν περιέχει τα κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αναγκαία στοιχεία που τη θεμελιώνουν και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου. Η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού [σημειωτέον ότι κοινό σημείο των δύο αξιώσεων είναι η απουσία νόμιμου ερείσματος για τη διατήρηση της νόμιμης ωφέλειας εκ μέρους του υπόχρεου, ειδικότερα δε όσον αφορά την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού απαραίτητη προϋπόθεση είναι η έλλειψη νόμιμης αιτίας διατήρησης του πλουτισμού για τον υπόχρεο, ενώ στην αξίωση της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ ο δικαιούχος δεν έχει αποκομίσει οποιασδήποτε μορφής αντάλλαγμα για τη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας του τελευταίου, με αποτέλεσμα με τη λήξη της εγγάμου συμβιώσεως να δικαιολογείται η εκ μέρους του αναζήτηση τμήματος αυτής βλ. σχετ. για την παράλληλη συνδρομή των δύο αξιώσεων Σταθέα Γ. Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ιστορική εξέλιξη-θεωρητική έρευνα-νομολογία, εκδ.1990, σελ.90, Παπαδόπουλο Κ. Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Α, σελ.377] τυγχάνει αόριστη διότι η ενάγουσα έχει και ασκεί κυρίως την αγωγή από την αξίωση περί αποκτημάτων, χωρίς να επικαλείται διάφορα ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή της επικουρικής βάσης της αγωγής και χωρίς να προσδιορίζει την έλλειψη της νόμιμης αιτίας, στο πλαίσιο της οποίας επήλθε η περιουσιακή μετακίνηση από τη περιουσία ή με ζημία της (ενάγουσας), η οποία αποτελεί αφενός απαραίτητη προϋπόθεση της γέννησης της σχετικής αξίωσης του άρθρου 904 ΑΚ και αφετέρου την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της αξίωσης αυτής και εκείνης του άρθρου 1400 ΑΚ [πρβλ.ΠΠΑθ 337/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας ενάγουσας, διότι ο εναγόμενος, λόγω της ερημοδικίας του δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε άλλωστε υποβλήθηκε σε τέτοια (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους του εναγόμενου (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πύργο, στις 15 Σεπτεμβρίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ