Οριακές εξαιρέσεις προβλέπονται στο νέο σύστημα φορολόγησης για τους ελεύθερους επαγγελματίες: Πέρα από τα «μπλοκάκια» και τους αγρότες για τους οποίους δεν θα ισχύσει ο «κεφαλικός» φόρος, υπάρχουν και κάποιες άλλες κατηγορίες επαγγελματιών, οι οποίες ξεφεύγουν από τις «δαγκάνες» των αντικειμενικών κριτηρίων που θεσμοθετεί η Κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, ο φόρος που θα προκύψει από την ΑΑΔΕ με το εκκαθαριστικό του 2024, μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς είναι «μαχητός» ο τρόπος υπολογισμού, αλλά υπό προϋποθέσεις.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Ο νέος τρόπος φορολόγησης θα ισχύσει για τα εισοδήματα του 2023, τα οποία θα δηλωθούν και θα εξοφληθούν μέσα στο 2024: Στοιχείο το οποίο αιφνιδιάζει τους επιτηδευματίες, οι οποίοι θα πρέπει να προσαρμοστούν άμεσα, σε διάστημα δύο μηνών, στη νέα κατάσταση.
Το νέο σύστημα προβλέπει την καθιέρωση ενός ελάχιστου ποσού για το οποίο θα φορολογείται ο υπόχρεος από το φορολογικό έτος 2023, το ελάχιστο ύψος του οποίου θα είναι 10.920 ευρώ, προσαυξανόμενο ανάλογα με το κόστος μισθοδοσίας των υπαλλήλων, τα έτη λειτουργίας κ.λπ. παράγοντες.
Πώς προσδιορίζεται η ελάχιστη αμοιβή για τους επαγγελματίες
Πώς όμως προσδιορίζεται το ελάχιστο ποσό ή ελάχιστη αμοιβή, βάσει της οποίας θα φορολογείται ο επιτηδευματίας;
Ξεκινώντας από όσους ασκούν το επάγγελμα για λιγότερα από 4 έτη, είναι δηλαδή νέοι επιχειρηματίες ή επαγγελματίες, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως δεν θα ισχύει κανένα ελάχιστο όριο φορολογητέου εισοδήματος βάσει του νέου συστήματος. Με απλά λόγια, στα 3 πρώτα έτη λειτουργίας κάθε επιχείρησης ή γραφείου το νέο σύστημα δεν θα εφαρμόζεται.
Από το 4ο έτος λειτουργίας θα ισχύει ελάχιστο όριο φορολογητέου εισοδήματος μειωμένο κατά 67% σε σύγκριση με το ποσό των 10.920 ευρώ, δηλαδή ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα 3.620 ευρώ.
Στο 5ο έτος λειτουργίας θα ισχύει ελάχιστο όριο φορολογητέου εισοδήματος μειωμένο κατά 33% σε σύγκριση με το ποσό των 10.920 ευρώ, δηλαδή 7.280 ευρώ.
Για όσους ασκούν το επάγγελμα για περισσότερα από 6 και μέχρι 9 έτη, το ελάχιστο ποσό ετησίου φορολογητέου εισοδήματος των 10.920 ευρώ θα υπολογίζεται προσαυξημένο κατά 10%, δηλαδή θα ανέρχεται σε 12.012 ευρώ.
Για όσους ασκούν το επάγγελμα για περισσότερα από 9 και μέχρι 12 έτη, το ποσό των 10.920 ευρώ θα προσαυξάνεται κατά 20% και θα διαμορφώνεται στα 13.104 ευρώ.
Για όσους ασκούν το επάγγελμα για περισσότερα από 12 έτη, το ποσό των 10.920 ευρώ θα προσαυξάνεται κατά 30% και θα διαμορφώνεται στα 14.196 ευρώ
Το κάθε ένα από τα παραπάνω ποσά θεωρείται ως μια «ελάχιστη αμοιβή», η οποία προσδιορίζεται με αντικειμενικό τρόπο σε σημείο που αντανακλά την ελάχιστη εισφερόμενη αξία της προσωπικής εργασίας του αυτοαπασχολούμενου στην επιχείρησή του.
Πόσο ανεβάζουν τον φόρο οι υπάλληλοι
Στην τελική διαμόρφωση όμως του ποσού βάσει του οποίου θα προκύπτει και ο φόρος θα παίζει ρόλο και τα αν έχει υπαλλήλους ο αυτοαπασχολούμενος, όταν και το εκάστοτε ισχύον ποσό ελάχιστης αμοιβής, θα συγκρίνεται με το ποσό του ανώτερου ετήσιου μισθού που καταβάλλεται στο προσωπικό.
Το ποσό σύγκρισης δεν θα μπορεί να είναι υψηλότερο των 30.000 ευρώ.
Όποιο από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο θα λαμβάνεται αυτό υπόψη ως ελάχιστη αμοιβή για τον περαιτέρω αντικειμενικό προσδιορισμό του ετησίου φορολογητέου εισοδήματος.
Η ελάχιστη αμοιβή, όπως αυτή θα διαμορφώνεται με βάση τη σύγκριση, θα προσαυξάνεται περαιτέρω με 2 τρόπους, σωρευτικά:
- κατά το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας του προσωπικού (στο οποίο περιλαμβάνονται μισθοί, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) της επιχείρησης, με ανώτατο όριο προσαύξησης τις 15.000 ευρώ.
- κατά 35% έως 100% όταν ο ετήσιος τζίρος του αυτοαπασχολούμενου είναι σημαντικά μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ).
Συγκεκριμένα, η προσαύξηση θα ανέρχεται σε:
- 35% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 100%του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων,
- 70% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 150%του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων,
- 100% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 200%του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων.
Το ανώτατο όριο στο οποίο θα μπορεί να φθάσει το αντικειμενικά προσδιοριζόμενο με το νέο αυτό σύστημα φορολογητέο εισόδημα είναι τα 50.000 ευρώ. Ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί στο ποσό αυτό ανέρχεται σε13.900 ευρώ.
Πώς μπορούν οι επαγγελματίες να αιτιολογήσουν λιγότερα κέρδη
Έτσι, ακόμη και αν δηλώσει λιγότερα κέρδη ο υπόχρεος, ο φόρος θα υπολογιστεί επί του ελάχιστου ποσού που θα ορίζει η μέθοδος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Τι μπορεί να κάνει μετά ο ελεύθερος επαγγελματίας, αν τα πραγματικά του εισοδήματα είναι χαμηλότερα από τα τεκμαρτά και πως μπορεί να αποφύγει το «χαράτσι»; Θα πρέπει να το αποδείξει ο ίδιος στην Εφορία ξεκινώντας έναν κύκλο διοικητικών και δικαστικών προσφυγών, με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Η αμφισβήτηση του φόρου, λοιπόν, που θα καταλογίσει η ΑΑΔΕ με το εκκαθαριστικό του 2024, μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς είναι «μαχητός» ο τρόπος υπολογισμού, αλλά υπό ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις. Ο φορολογούμενος θα πρέπει να αποδείξει με βάση πραγματικά στοιχεία ότι τα κέρδη του ήταν λιγότερα.
Ένα από αυτά τα πραγματικά στοιχεία, είναι οι λόγοι «ανωτέρας βίας»: Οι λόγοι όμως που αναγνωρίζει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών είναι περιορισμένοι και συγκεκριμένοι, καθώς σε αυτούς εντάσσει τους υπηρετούντες τη στρατιωτική τους θητεία, τη νοσηλεία, τα πλήγμα από θεομηνίες κ.λπ.
Όπως και να έχει αρχικά ο φορολογούμενος, θα πρέπει να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, και κατόπιν εάν εκδοθεί απορριπτική απόφαση, τότε ο φορολογούμενος θα μπορεί να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια, ελπίζοντας σε δικαίωση.
Να σημειωθεί ακόμη πως προβλέπεται μείωση κατά 50% της ελάχιστης αμοιβής και έκπτωση φόρου στις εξής περιπτώσεις:
- Στους ελεύθερους επαγγελματίες με αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80%.
- Σε εκείνους που ασκούν δραστηριότητα και έχουν την κύρια κατοικία τους σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους.