Για το παραδεκτό της εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν πρέπει να πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεδομένου ότι από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας, που συνδέεται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτούς τέτοιους λόγους εφέσεως.
Αριθμός 1934/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Μαρία Σωτηροπούλου, Αγγελική Μίντζια, Σύμβουλοι, Δημήτριος Πυργάκης, Ανθή Σπανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δημητρία Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 24 Σεπτεμβρίου 2020 έφεση:
του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Παπαντίνα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,
κατά της ., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά της υπ’ αριθμ. 2374/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της εφεσίβλητης δήλωσε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ανθής Σπανού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 2374/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης και ακυρώθηκαν η 1060/2.7.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (Δ΄ 331/22.7.2014), με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση, εμβαδού 0,70467 στρέμματος, στη θέση «Λόφος Κόκκου» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, επί της οποίας η εφεσίβλητη προέβαλε δικαιώματα κυριότητας, καθώς και η ./4.12.2014 Δασική Απαγορευτική Διάταξη (ΔΑΔ) αναδασωτέας δασικής έκτασης του Διευθυντή Δασών Αθηνών.
3. Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213, έναρξη ισχύος από την 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (A´ 8) δεύτερο εδάφιο, το οποίο, εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγουμένου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμα και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλομένη απόφαση». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία καταλαμβάνει την κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (29.9.2020) ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 2503-2504/2022, 1381/2017, 346/2017 κ.ά.). Τα ίδια ισχύουν ως προς τα ζητήματα για τα οποία ο εκκαλών επικαλείται έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1976/2018, 737-742/2018).
4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε από δασικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών στη δασική θέση «Λόφος Κόκκου-Βεϊκου» της περιφέρειας του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, σε έκταση εμβαδού 704,67τ.μ., όπως αυτή απεικονίζεται στο οικείο τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας, με φερόμενη ως ιδιοκτήτρια την εφεσίβλητη, διαπιστώθηκε ότι κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο του μηνός Απριλίου 2007, η εφεσίβλητη είχε καταλάβει παράνομα δημόσια δασική έκταση 704,67 τ.μ. ανακατασκευάζοντας την περίφραξη με σιδηροπασσάλους και συρματόπλεγμα και τοποθετώντας πόρτα και οικοδομικά υλικά εντός αυτής (ξυλεία οικοδομής, σκαλωσιές). Στη συνέχεια, για την ανωτέρω έκταση, συντάχθηκε η με α.π. Δ.Υ./20.6.2014 πρόταση κήρυξης αναδασωτέας από δασικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών. Σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση, η έκταση, η οποία έχει «έκθεση νοτιοδυτική, κλίση 0-5% & έδαφος βαθύ γαιώδες», στη «σημερινή της μορφή», είναι περιφραγμένη και διαμορφωμένη με οικοδομικά υλικά και σκαλωσιές, ενώ φέρει πεύκα, ελιές, καλλωπιστικά και καρποφόρα δένδρα, καθώς και μονοετή ποώδη και αγροστώδη φυτά εν μέσω ευρύτερης έκτασης επί της οποίας φύονται μεμονωμένα άτομα πεύκης καθώς και νεοφυτεία πεύκης που συνιστά δασικό οικοσύστημα. Η έκταση συνορεύει «Βόρεια – Δυτικά: Με χωμάτινη οδό και πέραν αυτής με αναδασωτέα έκταση σύμφωνα με την 1147/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 1110/25.10.1994). Νότια – Ανατολικά: Με αναδασωτέα έκταση σύμφωνα με την 1147/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών». Για την «ευρύτερη έκταση» η πρόταση αναφέρει ότι «έχει κηρυχθεί αναδασωτέα i) με την υπ’ αρ. 108424/13.9.1934 απόφαση Υπ. Γεωργίας (φ. Β΄ 133/16.10.1934) και ii) με την υπ’ αρ. 1147/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (φ. Δ΄1110) … η οποία σύμφωνα με τις 4[6]43/2011 & 4644/2011 αποφάσεις Σ.Τ.Ε. έχει αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου αυτή να εξετάσει την συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσής της». Στη συνέχεια οι συντάκτες της πρότασης προχώρησαν, με βάση τα «στοιχεία αρχείου» της Υπηρεσίας, σε ερμηνεία αεροφωτογραφιών για τη μορφή της έκτασης κατά το παρελθόν όπου αναφέρουν τα εξής: Η επίδικη έκταση «στις Α/Φ λήψης 1937 (17898-9) αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης που καλύπτεται από πεύκα με υπόροφο αείφυλλων – πλατύφυλλων (σχίνα, πρίνα) και ποσοστό συγκόμωσης 40-50%», στις Α/Φ λήψης 1945 (080-081) αποτελεί «τμήμα ευρύτερης έκτασης επί της οποίας φύεται χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα, χόρτα)», στις Α/Φ λήψης 1960 (2281-2) «περιλαμβάνεται εντός ευρύτερης έκτασης, η οποία σταδιακά ρυμοτομείται και εντός της οποίας φύεται χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα, χόρτα), καθώς και αραιή δασική βλάστηση (σχίνα, πρίνα) που συνιστούν δασικό οικοσύστημα». Όμοια κατάσταση διαπιστώνεται και στις Α/Φ λήψης 1972 (64508-9), 1979 (109871-2) και 1988 (185802-830), ενώ το 2007 (Ο/Φ με αρ. φύλλου 04760-42060/5), η επίδικη έκταση «εμφανίζεται εν μέρει διαμορφωμένη ενώ φέρει περιμετρικά άτομα πεύκης εν μέσω ευρύτερης οικοπεδοποιημένης – οικοδομημένης έκτασης καθώς και έκτασης επί της οποίας φύεται αραιή χορτολιβαδική βλάστηση (φρύγανα, χόρτα) και μεμονωμένα άτομα πεύκης». Τέλος, αναφέρονται τα εξής στοιχεία για την «ανέκαθεν δασική μορφή της έκτασης»: 1) Ο χάρτης του Kaupert (ετών 1878/1879 – κλ. 1: 25.000 – φύλλο KEPHISIA), όπου η επίδικη έκταση εμφανίζεται ως «αναπόσπαστο μέρος χαμόδενδρων (αείφυλλων πλατύφυλλων) με διάσπαρτα κωνοφόρα», 2) Η από 25.11.1987 έκθεση φωτοερμηνείας των Δασολόγων Ν. Γεωργιάδη & Π. Πατσώνη του 3ου Συνεργείου Κτηματογράφησης (περιοχής Τουρκοβουνίων), όπου η επίδικη έκταση εμφανίζεται «με πράσινο χρώμα ως δασική έκταση στις Α/Φ 1937-1938-1945, δασική έκταση κατά την ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης [1987]», 3) Οι εκθέσεις φωτοερμηνείας του 4ου Συνεργείου Κτηματογράφησης (1994) και το διάγραμμα με το υπόμνημα που τις συνοδεύει, σύμφωνα με τις οποίες «η ευρύτερη (μετά της επιδίκου έκτασης), προ του έτους 1937 είχε δασικό χαρακτήρα με πεύκα μεγάλης ηλικίας διάσπαρτα σε όλη την έκταση …, η παρουσία των οποίων άφησε αποδεικτικά στοιχεία και στις Α/Φ έτους 1978 κατά ένα μεγάλο μέρος της επίδικης έκτασης που διατήρησε τον δασικό του χαρακτήρα ανέπαφο μέχρι του έτους 1945, ενώ οι επεμβάσεις άρχισαν αργότερα κυρίως μετά τα έτος 1962» ενώ στο υπόμνημα που συνοδεύει το ./19.9.1994 έγγραφο ΠΕΔΑΝ και την ./9.9.1994 έκθεση φωτοερμηνείας [η έκταση] αναφέρεται «με κωδικούς Α25 & Α3 πράσινο και κόκκινο χρώμα αντίστοιχα ως: α) Δασική έκταση στις 19.9.1994. Δασική έκταση στις Α/Φ 1937. β) Άλλης μορφής έκταση στις 19.9.1994. Δασική έκταση στις Α/Φ 1937, 4) Η ./23.6.2010 θεώρηση του Διευθυντή Δασών Αθηνών στο προς ανάρτηση φύλλο του προσωρινού Δασικού Χάρτη των Δήμων Αθηναίων – Γαλατσίου – Ψυχικού – Ν. Χαλκηδόνας – Ν. Φιλαδέλφειας, όπου η επίδικη έκταση αναφέρεται με κωδ. ΔΔ00098 ως Δάσος και δασική έκταση στις Α/Φ παλιότερης λήψης – Δάσος και δασική έκταση στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και στις αυτοψίες. 5) Η …/5.6.1912 Δ.Α.Δ. του Δασάρχη Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η ευρύτερη περιοχή στη θέση Ομορφοκκλησιά – Άγιος Γεώργιος Γαλατσίου αποτελεί Δάσος Πεύκης επί του οποίου απαγορεύτηκε η ρ[η]τινοσυλλογή. Τούτο αποτελεί απόδειξη ύπαρξης δάσους … ο βαθμός συγκόμωσης του οποίου θα έπρεπε την εποχή εκείνη να υπερβαίνει του 0,60. 6) Οι ./23.7.1915 & ./22.10.1917 εγκρίσεις υλοτομίας πευκοδένδρων του Δασαρχείου Αττικής εκ του «Δάσους Εύμορφη Εκκλησιά», ενδεικτικές πολλών ομοίων εγκρίσεων δηλωτικών του ανέκαθεν δασικού χαρακτήρα της έκτασης. 7) Η ./12.22.1927 Δ.Α.Δ. του Δασάρχη αναδασώσεων Αττικοβοιωτίας περί απαγόρευσης βοσκής καλλιέργειας». Κατόπιν των ανωτέρω, οι συντάξαντες την από 20.6.2014 πρόταση κήρυξης αναδασωτέας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «από τα στοιχεία του παρελθόντος και τη σημερινή κατάσταση συμπεραίνουμε ότι η έκταση ήταν δάσος πεύκης της παρ. 1 του άρθ. 3 του Ν. 998/79 που εκχερσώθηκε» και πρότειναν την κήρυξή της ως αναδασωτέα λόγω εκχέρσωσης. Ακολούθησε η έκδοση της απόφασης αναδάσωσης, με την οποία κηρύσσεται αναδασωτέα η επίμαχη έκταση (δημοσίου δάσους εμβαδού 0,70467στρ.), που εκχερσώθηκε σταδιακά από το έτος 2007 και εντεύθεν, με σκοπό «την αποκατάσταση της καταστραφείσας από παράνομη εκχέρσωση δασικής βλάστησης στην προτέρα της καταστροφής της μορφή αποτελούμενη από δάσος πεύκης». Το δικάσαν δικαστήριο, επιληφθέν της αιτήσεως ακυρώσεως της εφεσίβλητης, δέχθηκε ότι η επίδικη έκταση κηρύσσεται αναδασωτέα κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και συγκεκριμένα της παρ. 2 (έκταση με άγρια ξυλώδη βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδη, η οποία είναι αραιά) και της παρ. 4 (χορτολιβαδική έκταση που περικλείεται από δάση ή δασικές εκτάσεις). Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως την από 20.6.2014 φωτοερμηνεία των δασολόγων της Διεύθυνσης Δασών Αττικής έκρινε ότι προκύπτει ότι η επίδικη έκταση το έτος 1937 είχε δασικό χαρακτήρα (ως τμήμα ευρύτερης έκτασης καλυπτόμενη από πεύκα με συγκόμωση 40-50%), ωστόσο, στη συνέχεια, το έτος 1945, η ευρύτερη έκταση (τμήμα της οποίας αποτελεί η επίδικη) απέκτησε χορτολιβαδική βλάστηση (χωρίς να προσδιορίζεται εάν περικλείεται από δάση ή δασικές εκτάσεις), ενώ, από το έτος 1960 και μετά (έως το 1988), η ευρύτερη έκταση διατήρησε τη χορτολιβαδική βλάστηση, στην οποία προστέθηκε και αραιή δασική (βλάστηση) και σταδιακά άρχισε να ρυμοτομείται και το 2007, η επίδικη έκταση εμφανίζεται «εν μέρει διαμορφωμένη και φέρει περιμετρικά άτομα πεύκης εν μέσω ευρύτερης οικοπεδοποιημένης-οικοδομημένης έκτασης». Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η πράξη αναδάσωσης είναι πλημμελώς αιτιολογημένη αφενός λόγω του πολύ παρωχημένου χρόνου που αναφέρεται η δασοκάλυψη της έκτασης (1937), αφετέρου λόγω του ότι ο χορτολιβαδικός χαρακτήρας που αυτή φαίνεται να αποκτά από το έτος 1945 και μετά, δεν συνοδεύεται από την ειδικότερη διαπίστωση ότι «περικλείεται από δάση ή δασικές εκτάσεις», προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου η χορτολιβαδική έκταση να χαρακτηρισθεί ως δασική (άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 998/1979) και να υπαχθεί στη δασική νομοθεσία ενώ για την πλήρωση προϋπόθεσης αυτής δεν αρκούσε η αναφορά στην πρόταση αναδάσωσης, ότι η «ευρύτερη έκταση» έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την 108424/1934 απόφαση του Υπ. Γεωργίας και την ./1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών η μεν απόφαση αναδάσωσης του έτους 1934, εκδόθηκε σε πολύ παρωχημένο χρόνο, αφορά ευρύτατες εκτάσεις του λεκανοπεδίου, και δεν δύναται τόσο εμπειρικώς όσο και από την άποψη της δασολογικής επιστήμης, να διαρκεί επί ογδόντα και πλέον έτη, όσον δε αφορά την ./1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση εξέτασε «εκ νέου» τη συνδρομή των προϋποθέσεων εκδόσεώς της (για τον δασικό χαρακτήρα της «ευρύτερης έκτασης»), σύμφωνα με τις 4643 και 4644/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μνημονεύει η ίδια η απόφαση αναδάσωσης στην αιτιολογία της. Επιπλέον, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ο δασικός χαρακτήρας της επίμαχης έκτασης δεν μπορεί να συναχθεί από την ύπαρξη «αραιής δασικής βλάστησης κατά τα έτη 1960-1988», της οποίας άλλωστε δεν προσδιορίζεται η πυκνότητα και το ποσοστό, ούτε περιέχεται κρίση για την τυχόν οργανική της ενότητα με τις πλησίον αυτής ευρισκόμενες δασικές εκτάσεις, καθώς όπως προαναφέρθηκε, οι πλησίον αυτής εκτάσεις δεν είναι δασικές αλλά χορτολιβαδικές. Τέλος, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι τα πρόσθετα στοιχεία, που αναφέρονται στην από 20.6.2014 πρόταση, ως στοιχεία ενισχυτικά του δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης (χάρτης του Kaupert των ετών 1878/79, η με αρ. ./1912 Δ.Α.Δ. του Δασάρχη Αθηνών και διάφορες εγκρίσεις υλοτομίας πευκοδένδρων των ετών 1915 και 1917), ανάγονταν σε χρόνο τόσο παρωχημένο (1915-1917-1945-1879), ώστε δεν συγκροτούσαν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα για την κρίση της Διοίκησης, ως προς τον δασικό χαρακτήρα της κηρυχθείσας ως αναδασωτέας έκτασης. Περαιτέρω, το δικάσαν εφετείο διέλαβε κρίση περί της αντιφατικότητας των στοιχείων που κατά την κρίση της διοίκησης αποδείκνυαν τον διαχρονικό δασικό χαρακτήρα της έκτασης, και συγκεκριμένα έκρινε ότι ανάμεσα ι) στην από 20.6.2014 έκθεση φωτοερμηνείας και ιι) στις από 25.11.1987 & 9.9.1994 εκθέσεις φωτοερμηνείας του 3ου και 4ου Συνεργείου Κτηματογράφησης, πέραν του δασικού χαρακτήρα του έτους 1937, στον οποίο συμφωνούν και οι τρεις εκθέσεις, στην πρώτη έκθεση η έκταση αναφέρεται ως «χορτολιβαδική το έτος 1945, χορτολιβαδική με αραιή δασική βλάστηση τα έτη 1960-1988», ενώ, στην από 25.11.1987 έκθεση, περιγράφεται ως «δασική στις Α/Φ 1938-1945, δασική και κατά την ημερομηνία σύνταξή της [1987]» και στην από 9.9.1994 έκθεση φαίνεται πως η έκταση «διατήρησε ανέπαφο τον δασικό της χαρακτήρα μέχρι του έτους 1945 ενώ οι επεμβάσεις άρχισαν κυρίως μετά το έτος 1962», παρ’ όλο που κατά την ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης, η έκταση αναφέρεται ως «α. Δασική έκταση στις 19-9-94 … β. Άλλης μορφής έκταση στις 19-9-94». Επίσης, το δικάσαν δικαστήριο διαπίστωσε, κατά την κρίση του, αντίφαση μεταξύ του με ημερομηνία θεώρησης 23.6.2010 προς ανάρτηση φύλλου του προσωρινού Δασικού Χάρτη των Δήμων Αθηναίων – Γαλατσίου κ.ά., κατά το οποίο «η επίδικη έκταση αναφέρεται με κωδ. ΔΔ00098 ως Δάσος και δασική έκταση στις Α/Φ παλιότερης λήψης – Δάσος και δασική έκταση στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και στις αυτοψίες», και της προσβληθείσας πράξης αναδάσωσης στην οποία η επίμαχη έκταση φέρεται ως εκχερσωθείσα το έτος 2007. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση περί κήρυξης αναδάσωσης ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθώς και την ερειδόμενη επ’ αυτής ./αρ.11.4.12.2014 Δασική Απαγορευτική Διάταξη του Διευθυντή Δασών Αθηνών.
5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο δεχόμενο ότι η ύπαρξη αραιής δασικής βλάστησης δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει δασικό οικοσύστημα εσφαλμένως ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979, σύμφωνα με την οποία στην έννοια της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, εντός των οποίων υφίσταται χορτολιβαδική και αραιή δασική βλάστηση, εφ’όσον συνιστούν δασικό οικοσύστημα χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή εάν αυτές συνορεύουν με δασικές εκτάσεις. Κατά την αντίληψη του εκκαλούντος, τίθεται, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα, υπό την έννοια αν μόνη η ύπαρξη αραιής δασικής βλάστησης αρκεί για το χαρακτηρισμό της έκτασης ως δασικής ή εάν απαιτείται να συνορεύει με δασικές εκτάσεις, επ’ αυτού δε του ζητήματος, ισχυρίζεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Επειδή, εν προκειμένω, η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να κρίνει εάν η προσβληθείσα απόφαση αναδάσωσης είναι αιτιολογημένη αξιολόγησε τα στοιχεία του φακέλου και έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε παρωχημένες αεροφωτογραφίες του έτους 1937, στις οποίες η έκταση αυτή φέρεται να είχε τη μορφή δάσους, δεν αρκούσαν, όμως, κατά την κρίση του, για να στοιχειοθετήσουν το δασικό χαρακτήρα της έκτασης κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία επικαλείται, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του ίδιου νόμου και έκρινε ότι οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, δηλαδή οι εκτάσεις οι οποίες δεν έχουν ξυλώδη (υψηλή ή θαμνώδη), αλλά ποώδη ή φρυγανώδη βλάστηση, όταν περιβάλλονται από δάση ή δασικές εκτάσεις υπάγονται, κατ’ άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 998/1979, όπως ισχύει σε ιδιαίτερο καθεστώς, αντίστοιχο προς αυτό των δασικών εκτάσεων. Λαμβάνοντας την ερμηνεία αυτή υπόψη, κατόπιν υπαγωγής των στοιχείων του φακέλου, έκρινε ότι η επίμαχη έκταση δεν υπάγεται ούτε στην παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 διότι δεν περικλείεται από δάση ή δασικές εκτάσεις. Τέλος, έκρινε ότι η επίμαχη έκταση δεν ανέκτησε ούτε μεταγενεστέρως τον δασικό της χαρακτήρα λόγω της ύπαρξης αραιής βλάστησης κατά τα έτη 1960-1988 διότι δεν προσδιορίζεται η πυκνότητα και το ποσοστό δασικής βλάστησης ούτε περιέχεται κρίση για την τυχόν οργανική ενότητα με τις πλησίον αυτής ευρισκόμενες εκτάσεις, στοιχεία απαραίτητα για να στοιχειοθετήσουν τον δασικό χαρακτήρα κατά την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Επομένως, το δικάσαν δικαστήριο δεν έκρινε, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται με την κρινόμενη έφεση, ότι κατά νόμον ότι απαιτείται γειτνίαση με δασικές εκτάσεις προκειμένου μια έκταση να χαρακτηρισθεί δασική κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 αλλά διατύπωσε κρίση ως προς την ύπαρξη οργανικής ενότητας της επίδικης έκτασης με τις πλησίον αυτής ευρισκόμενες εκτάσεις, στοιχείο απαραίτητο προκειμένου να υπαχθεί η έκταση στην έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1978. Επομένως, με τον προβαλλόμενο έφεσης δεν τίθεται νομικό ζήτημα αλλά αμφισβητείται η αιτιολογία της κρίσης του εφετείου για την μη υπαγωγή της επίμαχης έκτασης στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1978. Επομένως, πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία, μάλιστα, διατυπώθηκε κατ’ εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εκτάσεως ως δασικής ή μη. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτούς τέτοιους λόγους εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (βλ. ΣτΕ 439/2023, 2504/2022, 2399/2021, 1552/2021, 1792/2020 κ.ά.). Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
7. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 117 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 κρίνοντας ότι ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένος, ενόψει των διαφοροποιήσεων που υφίστανται, όσον αφορά τον διαχρονικό δασικό χαρακτήρα της έκτασης στις εκθέσεις φωτοερμηνείας των ετών 1987 και 1994 καθόσον οι εκθέσεις αυτές ανάγονται σε παρωχημένο χρόνο σε σχέση με τον χρόνο εκχέρσωσης ο οποίος ανάγεται στο έτος 2007 και εντεύθεν. Συναφώς, όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού προβολής του λόγου, προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου επί του νομικού ζητήματος εάν τυχόν διαφοροποιήσεις όσον αφορά τον διαχρονικό δασικό χαρακτήρα της έκτασης που αναφέρονται στα έγγραφα της δασικής υπηρεσίας καθιστούν ανεπαρκώς αιτιολογημένη την εκδοθείσα απόφαση αναδάσωσης, εάν αυτά είναι παρωχημένα σε σχέση με τον χρόνο της εκχέρσωσης. Εν προκειμένω, όμως, το δικαστήριο δεν ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 εσφαλμένως, ώστε εξ αυτής της κρίσης να τίθεται ζήτημα νομικό, αλλά διαπίστωσε αντίφαση μεταξύ των στοιχείων του φακέλου ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εκτάσεως τα οποία προσδίδουν σε αυτήν δασική μορφή και δικαιολογούν την κήρυξή της ως αναδασωτέας. Η διαπίστωση αυτή των διαφοροποιήσεων εκ μέρους του διοικητικού εφετείου συνιστά αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου και υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου. Επομένως, ο λόγος αυτός εφέσεως, κατ’ ουσίαν, δεν ανάγεται στην ερμηνεία των διατάξεων διατάξεων των άρθρων 117 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 αλλά αναφέρεται, αποκλειστικώς, σε ζήτημα αιτιολογίας της εκκαλουμένης και της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως συνδεόμενο με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, καθώς και με την αξιολόγηση από το δικάσαν δικαστήριο σχετικών με το ζήτημα αυτό στοιχείων και ισχυρισμών. Με τα δεδομένα αυτά ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
8. Επειδή, με τον τρίτο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι δεν κλονίζεται η αιτιολογία της απόφασης περί αναδάσωσης, όσον αφορά τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης εκ του γεγονότος ότι αυτή εκχερσώθηκε διότι οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 κατατείνουν στην επαναφορά του δασικού χαρακτήρα της έκτασης λόγω της παράνομης αποψίλωσης της δασικής βλάστησης. Όσον αφορά το παραδεκτό προβολής του λόγου αυτού εφέσεως, προβάλλεται ότι επί του νομικού ζητήματος που τίθεται δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα, όμως με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με την κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν έγινε δεκτό, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία μάλιστα της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979 ότι ο δασικός χαρακτήρας της έκτασης απόλλυται λόγω της εκχέρσωσης αλλά διαπιστώθηκε αντίφαση μεταξύ των στοιχείων που στήριζαν την προσβληθείσα πράξη της αναδάσωσης ως προς τον χρόνο εκχέρσωσης της έκτασης, δηλαδή ενώ με την προσβληθείσα πράξη αναδάσωσης γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη έκταση εκχερσώθηκε το 2007, στο φύλλο του προσωρινού δασικού χάρτη του έτους 2010 βεβαιώνεται ότι στις αεροφωτογραφίες πρόσφατης λήψης και στις αυτοψίες η έκταση εμφανιζόταν ως δάσος και δασική έκταση. Επομένως, και ο λόγος αυτός ανάγεται, κατ’ ουσίαν, αποκλειστικώς, σε ζήτημα αιτιολογίας της εκκαλουμένης και της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως συνδεόμενο με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως από την οποία δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση ή έλλειψη νομολογίας, που να καθιστά παραδεκτό τέτοιο λόγο εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω εφαρμοστέας διατάξεως του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Με τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν πληρούν τις τασσόμενες, με την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, προϋποθέσεις και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
9. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Η Πρόεδρος του Ε´ Τμήματος Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος
Μαργαρίτα Γκορτζολίδου Δημητρία Τετράδη