Ζητούσαν οι αποδοχές τους να φτάσουν στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων
Τέλος σε αιτήματα βουλευτών από το ΣτΕ. Συγκεκριμένα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε τις αιτήσεις πρώην βουλευτών που ζητούσαν να αναπροσαρμοστεί η βουλευτική αποζημίωσή τους στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (μαζί με τα επιδόματά τους).
Τέλος σε αιτήματα βουλευτών από το ΣτΕ: Ποιοι ζητούσαν αυξήσεις
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει κατά αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου οι πρώην βουλευτές (μερικοί έξ αυτών έχουν αποβιώσει) Δημητρίος Τσαντούλας (ΝΔ Πρέβεζας), Πέτρος Κατσιλιέρης (ΠΑΣΟΚ Μεσσηνίας), Ηλία Παπαηλίας (ΠΑΣΟΚ Αττικής), Κωνσταντίνος Καραμπίνας (ΝΔ Άρτας), Αντώνης Καρπούζος (ΚΙΝΑΛ Δυτικής Αττικής), Παναγιώτης Αδρακτάς (ΝΔ Ηλείας), Πέτρος Τατούλης (ΝΔ Αρκαδίας) και η χήρα του Θεόδωρου Κατσίκη βουλευτή Καρδίτσας της ΝΔ και της ΔΗΑΝΑ και
Ζητούσαν να τους καταβληθεί η διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης που ελάμβαναν και των νέων αυξημένων αποδοχών (νόμος 3691/2008) των «ανωτάτων δικαστικών λειτουργών» (προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου) για το επίμαχο διάστημα.
Για παράδειγμα η αξίωση ενός εκ των βουλευτών που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ανερχόταν στο ποσό των 82.691 ευρώ και παράλληλα διεκδικούσε και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του αποζημίωση για το επίμαχο διάστημα των 20 μηνών. Ο συγκεκριμένος βουλευτής διεκδικούσε να εξισωθεί η βουλευτική του αποζημίωση με το ύψος των αποδοχών του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου η οποία τότε ανερχόταν στο ποσό των 8.964 ευρώ (μαζί με τα επιδόματα).
Αν και αρχικά είχε δικαιωθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών που έκανε δεκτή την αγωγή του πρώην βουλευτή για τους επίμαχους 20 μήνες και του επιδίκασε το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση και παράλληλα του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 200 ευρώ (σύνολο 75.110 ευρώ). Το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη και στη συνέχεια το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση του 2020.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η παραδοχή του Εφετείου ότι έπρεπε να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις στο ύψος των αποδοχών του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία μάλιστα ισχύει και για το μέλλον. Για το λόγο αυτό οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισαν την πρωτόδικη απόφαση που αναγνώρισε στον βουλευτή ότι το Δημόσιο πρέπει να του καταβάλει το ποσό των 75.110 ευρώ και επιδίκασαν στον πρώην βουλευτή τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου ύψους 460 ευρώ.
Αναλυτικά η απόφαση του ΣτΕ
ΣτΕ Ολ 1959-61/2023
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατ’ αντιστοιχία προς την αύξηση των αποδοχών του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 57 του ν. 3691/2008, κατά τα έτη 2008 και 2009. Μη τροποποίηση, αλλά αναστολή ισχύος, αναδρομικώς αλλά και για το μέλλον, της αποφάσεως της Ολομέλειας της 22.12.1964, όπως αυτή είχε επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, εγκριθείσα ομόφωνα από τους βουλευτές κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της 1.4.2009 του Κοινοβουλίου και δημοσιευθείσα στα πρακτικά της Βουλής. Δεν επηρεάζει το κύρος της η μη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Δεν προκύπτει αντίθεση στις διατάξεις των άρθρων 4, 26, 63 επ., 81 επ. και 87 επ του Συντάγματος. Δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με τις αποφάσεις 1960-1/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθησαν αιτήσεις αναίρεσης επί διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μετά από άσκηση αγωγών από πρώην βουλευτές – οι οποίες σε πρώτο βαθμό είχαν γίνει εν μέρει δεκτές και σε δεύτερο βαθμό, κατ’ αποδοχή έφεσης του Δημοσίου, απερρίφθησαν – περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του Δημοσίου να τους καταβάλλει αφενός αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας τους από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να εξισώσουν τη βουλευτική τους αποζημίωση προς το σύνολο των αποδοχών που ελάμβανε, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ανώτατος δικαστικός λειτουργός με βάση το θεσπισθέν με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, και αφετέρου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Με την απόφαση 1959/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία είχε επικυρωθεί απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου που είχε δεχθεί αγωγή πρώην βουλευτή και είχε αναγνωρίσει υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σ’ αυτόν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω μη αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσής του σύμφωνα με το θεσπισθέν με τον ν. 3691/2008 ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών.
Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκαν τα εξής:
Με την απόφαση της Βουλής, που ελήφθη κατά την ΚΔ΄/22.12.1964 συνεδρίασή της, επικυρώθηκε δε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, ορίσθηκε ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού, δηλαδή των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων του Κράτους. Aπό το περιεχόμενο των πρακτικών της Συνεδρίασης ΡΙΔ΄ της Βουλής της 1.4.2009 συνάγεται ότι ο Πρόεδρος της Βουλής πρότεινε την μη αύξηση κατά τα έτη 2008 και 2009 της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, με βάση την κατά το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 αύξηση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού. Η πρόταση αυτή του Προέδρου της Βουλής, του αρμόδιου διατάκτη των δαπανών της, αφορώσα το ύψος της αποζημίωσης των ίδιων των βουλευτών για το χρονικό διάστημα τόσο πριν από την λήψη της (και ειδικότερα από 1.1.2008, δηλαδή από την έναρξη ισχύος του ν. 3691/2008) όσο και μετά από αυτήν, εγκρίθηκε ομόφωνα από τους βουλευτές, κατά τη διάρκεια δημόσιας συνεδρίασης του Κοινοβουλίου και, με τον τρόπο αυτό, περιβλήθηκε τον τύπο της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής, έχει λάβει δε επαρκή δημοσιότητα λόγω της δημοσίευσής της στα ως άνω πρακτικά της Βουλής (βλ. άρθρο 166 παρ. 1 του Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής). Συνεπώς, δεν επηρεάζεται το κύρος της από τη μη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ ως εκ του περιεχομένου της (μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατά τα έτη 2008 και 2009), δεν επήλθε καμία μεταβολή στον προϋπολογισμό της Βουλής ή στον κρατικό προϋπολογισμό. Αβασίμως προβάλλεται ότι επρόκειτο περί απλής ανακοινώσεως του Προέδρου της Βουλής και όχι περί προτάσεως ως προς ζήτημα επί του οποίου έπρεπε να αποφασίσει η Ολομέλεια της Βουλής, διότι τότε δεν θα υπήρχε λόγος ο Πρόεδρος της Βουλής να ζητήσει την έγκρισή της.
Με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής δεν τροποποιήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η οποία, μη δημοσιευθείσα και αυτή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είχε, κατά τα προεκτεθέντα, επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, αλλά αποφασίσθηκε, ως προσωρινό μέτρο, η αναστολή ισχύος της, ενόψει της υπάρχουσας κατά τον χρόνο εκείνο παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, και η συνέχιση καταβολής στους βουλευτές αποζημίωσης ίσης με τις αποδοχές του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3691/2008. Εξάλλου, από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει ότι η Ολομέλεια της Βουλής, στο πλαίσιο της αυτονομίας της, δεν είχε την αρμοδιότητα να αναστείλει την ισχύ της ανωτέρω διατάξεως του Ψηφίσματος αναδρομικώς (για το έτος 2008 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.3.2009) και για όσο χρονικό διάστημα η ίδια έκρινε ότι τούτο ήταν επιβεβλημένο προς αντιμετώπιση της εκδηλωθείσης κρίσης.
Με την απόφαση της 18.11.2015 της Ολομέλειας της Βουλής (Α΄ 151), που ελήφθη κατά την Συνεδρίαση ΚΖ΄ της 18.11.2015 και με την οποία τροποποιήθηκε το εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975 και μειώθηκε η βουλευτική αποζημίωση κατά 10%, η εν λόγω αποζημίωση αποσυνδέθηκε πλέον από τις αποδοχές του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους και καθορίσθηκε σε συγκεκριμένο ύψος. Ενόψει δε του ότι η ρύθμιση αυτή θεσπίσθηκε πλέον ως πάγια και απέβλεπε στην κατάργηση για το μέλλον της αποφάσεως της Ολομέλειας της Βουλής της 22.12.1964, η σχετική απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Συγκλίνουσα γνώμη δύο παρέδρων.
Απορριπτέοι οι λόγοι ότι η μη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης κατά τα έτη 2008 και 2009, σύμφωνα με το θεσπισθέν με τον ν. 3691/2008 ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 26, 63 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος.
Εφόσον η Ολομέλεια της Βουλής με την από 1.4.2009 απόφασή της ανέστειλε την ισχύ της αποφάσεως της Ολομέλειας της 22.12.1964, όπως αυτή είχε επικυρωθεί και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του 1975, για τα έτη 2008 και 2009, η απόφαση δε αυτή δεσμεύει και τους αναιρεσείοντες, μέλη της Βουλής κατά τον χρόνο λήψεως της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αντιτάχθηκαν ενώπιόν της εναντίον της αποφάσεως αυτής, δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι μετά την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής οι αναιρεσείοντες δεν είχαν πλέον νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθούν δικαστικώς.