ΣτΕ Ολ 2130-4/2023
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δεν στοιχειοθετείται αξίωση για αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης, είτε απευθείας με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., είτε με βάση τις επιδικασθείσες σε δικαστικούς λειτουργούς, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου του άρ. 88 παρ. 2 Συντ., αποζημιώσεις για αξιώσεις τους απορρέουσες από την παράλειψη του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές τους με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.. Περαιτέρω, η χορηγηθείσα στους δικαστικούς λειτουργούς εφάπαξ «έκτακτη παροχή» του άρ. 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 δεν συνιστά ούτε πάγια ούτε και χρονικά περιορισμένη αύξηση των αποδοχών και συντάξεων τους, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αντίστοιχης αναπροσαρμογής της βουλευτικής αποζημίωσης.
Με τις αποφάσεις 2130-4/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθησαν αιτήσεις αναίρεσης επί διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μετά από άσκηση αγωγών από πρώην βουλευτές – οι οποίες είχαν απορριφθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθμό – περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του Δημοσίου να τους καταβάλλει αφενός τη διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, αυξημένων, σύμφωνα με αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρ. 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στο ύψος των αποδοχών του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), για ορισμένο χρονικό διάστημα, και, επικουρικώς, τη διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, όπως αυτές προσαυξήθηκαν, κατά τους αναιρεσείοντες, με την «έκτακτη παροχή» της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007, για ορισμένο χρονικό διάστημα, και αφετέρου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την κατά τα άνω παράλειψη αύξησης της βουλευτικής αποζημίωσης.
Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκαν τα εξής:
Η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ ́), η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ ́/1975, οι διατάξεις του οποίου μπορούν, να τροποποιηθούν ή καταργηθούν με “νόμο”. Ως νόμος δε, όσον αφορά ειδικώς τα ζητήματα που αφορούν το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης, νοείται, στο πλαίσιο της κατά τα άνω εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής, μόνον απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και όχι τυπικός νόμος.
Κατά την έννοια της ανωτέρω από 22.12.1964 απόφασης της Βουλής, η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές του Προέδρου Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Η σύνδεση δε αυτή έχει ως συνέπεια ότι κάθε τροποποίηση του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά το βασικό μισθό και τα πάσης φύσεως επιδόματα και τις προσαυξήσεις που προβλέπεται από το εν λόγω μισθολόγιο ότι καταβάλλονται σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του δικαστικού αυτού λειτουργού, επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση αντίστοιχη μεταβολή του ύψους της βουλευτικής αποζημίωσης, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί σχετικώς απόφαση από την Ολομέλεια της Βουλής.
Κατά την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, στενώς ερμηνευτέα, ενόψει και των οικονομικών συνεπειών που έχει η εφαρμογή της, δεν συνιστούν τακτικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, προς τις οποίες επιβάλλεται η άμεση εξίσωση της βουλευτικής αποζημίωσης, τυχόν επιδικασθείσες σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος παράλειψης του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές αυτών, με βάση τις αποδοχές οργάνων των άλλων κρατικών λειτουργιών. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπάρχει απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής περί διασυνδέσεως – υπό την έννοια της απόλυτης αντιστοίχισης – της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές ενός ή περισσότερων οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν στοιχειοθετείται αξίωση για αναβάθμιση της βουλευτικής αποζημίωσης, είτε απευθείας με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., δηλαδή ανώτατου δημόσιου λειτουργού που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, είτε με βάση τις επιδικασθείσες, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σε δικαστικούς λειτουργούς αποζημιώσεις για αξιώσεις τους απορρέουσες από την παράλειψη του νομοθέτη να αναβαθμίσει τις αποδοχές τους με βάση τις αποδοχές του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ..
Εξάλλου, οι βουλευτές δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους δικαστικούς λειτουργούς ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης που λαμβάνουν για την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει του ότι το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης καθορίζεται από την ίδια τη Βουλή και στους βουλευτές χορηγούνται, εκτός από την βουλευτική αποζημίωση, και διάφορες παροχές προς κάλυψη δαπανών τους.
Δεν στοιχειοθετείται αντίθεση προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, καθόσον για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται ως προϋπόθεση η στέρηση της περιουσίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία (προϋπόθεση) δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι οι αναιρεσείοντες δεν εδικαιούντο την επίδικη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσής τους.
Απορριπτέοι ως αόριστοι λόγοι περί παραβίασης των άρθρων 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α., 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1 και 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε., καθώς και 2 και 3 των Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Περαιτέρω, λόγος ότι έπρεπε να αναπροσαρμοσθεί η βουλευτική αποζημίωση με βάση την «έκτακτη παροχή», που χορηγήθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς με το άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κοινή υπουργική απόφαση 2/1601/0022/0.1.2008, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, διότι με αυτήν δεν τροποποιήθηκε το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών.
Ειδικότερα κρίθηκε ότι η χορηγηθείσα με τον ανωτέρω νόμο στους δικαστικούς λειτουργούς, εν ενεργεία και συνταξιούχους, «έκτακτη παροχή» δεν συνιστά ούτε πάγια ούτε και χρονικά περιορισμένη αύξηση των αποδοχών και συντάξεων αυτών. Και τούτο, διότι, έστω και αν ο υπολογισμός του ύψους της συναρτάτο με τον βαθμό που έφερε και τις μισθολογικές προαγωγές και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που ελάμβανε κάθε δικαιούχος αυτής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, πάντως, δεν συνδέεται η παροχή αυτή, με το ισχύον κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο ειδικό μισθολόγιο των δικαστών [νόμοι 2521/1997 και 3205/2003], στο οποίο δεν επήλθε, πράγματι, μέσω της θεσπίσεώς της, καμία μεταβολή. Ειδικότερα, η εν λόγω «έκτακτη παροχή» δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο πρωτογενούς νομοθέτησης μισθολογικού περιεχομένου διατάξεων, αλλά υπό τη μορφή νομοθετικής επίλυσης χρηματικών διαφορών των δικαστικών λειτουργών έναντι του Δημοσίου, με σκοπό την ικανοποίηση (απόσβεση) παρελθουσών αξιώσεών τους προς αποζημίωση λόγω της ζημίας που είχαν υποστεί από την παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων θα ανέρχονταν τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών θα διαβαθμίζονταν αναλόγως, ζημία η οποία είχε αναγνωρισθεί με τις 13, 23, 24/2006, 44/2007 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Ακριβώς δε λόγω του εφάπαξ χαρακτήρα της και του σκοπού για τον οποίο χορηγήθηκε, και παρά την τμηματική καταβολή της, η εν λόγω έκτακτη παροχή δεν είχε σε καμία περίπτωση τον χαρακτήρα σταθερού πρόσθετου μηνιαίου εισοδήματος ή μέρους των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, ώστε να επιφέρει αυτοδικαίως, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αντίστοιχη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης, σύμφωνα με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής.