Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου του καταζητούμενου καθώς απαιτούνταν ειδική εξουσιοδότηση που δεν προσκομίστηκε.
Η εκδίκαση της πολύκροτης υπόθεσης για υπεξαίρεση-μαμούθ στην Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου και συγκεκριμένα στην κινητή μονάδα της Κάσου η οποία αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2006 , διακόπηκε για τις 12 Δεκεμβρίου.
Το δικαστήριο, χθες Τετάρτη, απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου του καταζητούμενου πρώην ταμία και κατηγορούμενου ως αυτουργού στην υπόθεση, για ποινική διαπραγμάτευση καθώς απαιτούνταν ειδική εξουσιοδότηση που δεν προσκομίστηκε.
Ο δικηγόρος του ταμία είχε υποβάλει για λογαριασμό του εντολέως του και στο παρελθόν αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης που δεν ικανοποιήθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου διότι είχε παραβιάσει τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και έχει διαφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και εις βάρος του εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης.
Στο μεταξύ οι συνήγοροι των 4 μελών της οικογένειας που κατηγορείται με τον ταμία στην υπόθεση υπέβαλαν ενστάσεις.
Σύμφωνα με τη dimokratiki.gr, ευδοκίμησε η ένσταση του ενός δικηγόρου ως προς την παραγραφή της δίωξης λόγω μη νόμιμης επίδοσης σε έναν εκ των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα στον πέμπτο του κατηγορητηρίου του κλητηρίου θεσπίσματος/ παραπεμπτικού βουλεύματος, ενώ στην πορεία της ακροαματικής διαδικασίας διαπιστώθηκε ότι δύο μάρτυρες, που δεν παρουσιάστηκαν χθες, ήταν κρίσιμο να εμφανιστούν, να εξεταστούν και να δώσουν εξηγήσεις.
Συγκεκριμένα στην ένσταση που υπέβαλε κατέστησε σαφές ότι οι εντολείς του κατηγορούνται για ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση (ο πρώτος) και όλοι απάτης στο Δικαστήριο και τόνισε πως είναι απαράδεκτη η δίωξη καθώς βασίζεται στην από 20-04-2006 μήνυση της τράπεζας Δωδ/σου (υπό εκκαθάριση πλέον), η οποία είναι δικονομικά απαράδεκτη, διότι το υπ’αριθμ. 243/2006 πρακτικό Δ.Σ. αυτής δεν φέρει γνήσιο υπογραφών από Δημόσιο Φορέα ή και Δικηγόρο και δεν συνοδεύεται αυτό από καταστατικό της μηνύτριας, από το οποίο να προκύπτει αν το Διοικητικό Συμβούλιό της είχε καταστατική εξουσία να καταθέτει μηνύσεις.
Τόνισε επίσης ότι τα αδικήματα της υπεξαίρεσης και της απάτης διώκονται κατ’ έγκληση και δεν έχει υποβληθεί νομότυπα η δήλωση του άρθρου 464 του Ποινικού Κώδικα περί συνέχισης της διαδικασίας (υποβλήθηκε με αριθμ.5943/31-10-2019 δήλωση από Δικηγόρο εκ μέρους της διαχειρίστριας εταιρείας της μηνύτριας που δεν συνοδεύεται από έγγραφο εντολής και πληρεξουσιότητας). Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι σε προγενέστερη δικάσιμο είχε υποβληθεί δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας και η συγκεκριμένη έλλειψη θεραπεύεται.
Επιπλέον ο δικηγόρος του πέμπτου κατηγορούμενου στην υπόθεση υπέβαλε και ένσταση παραγραφής τονίζοντας ότι οι κακουργηματικές πράξεις παραγράφονται 15 έτη μετά την φερόμενη τέλεσή τους, παραγραφή που παρατείνεται κατά 5 έτη, με την νόμιμη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, που ως τέτοιο επέχει θέση και το αμετάκλητο βούλευμα. Πλην όμως το βούλευμα δεν επιδόθηκε ποτέ στους εντολείς του.
Το δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό μόνο για έναν εκ των κατηγορουμένων όπως προαναφέρθηκε. Υπέβαλε εξάλλου και αίτημα για την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης λόγω πλαστότητας εκείνης της τράπεζας.
Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου: Το χρονικό της υπόθεσης
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι ο πρώην υπάλληλός της ανελάµβανε διάφορα ποσά από τους λογαριασµούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ. Καταγγέλλει ακόµη ότι χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών εξωτραπεζιτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους, εν αγνοία της τράπεζας και χωρίς παραστατικά της, ενεργώντας παράνοµες αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασµούς.
Υποστηρίζει ακόµη ότι διοχέτευσε το συνολικό ποσό των 317.489,02 ευρώ από τα χρήµατα που είχε υπεξαιρέσει στην οικογένεια. Η τράπεζα ισχυρίζεται ακόµη ότι µεταξύ του πρώην υπαλλήλου και των µελών της οικογένειας υπήρχε τέτοια στενή και ανεξήγητη σχέση, ώστε να εκτελεί τις παράνοµες εντολές τους κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της. Επιπροσθέτως διατείνεται ότι η οικογένεια ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει καταθέσει σηµαντικά ποσά στην τράπεζα.
Στον αντίποδα οι 4 κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι στις 16.03.2006, όταν χορήγησαν έγγραφη εντολή για ανάληψη µετρητών από τους ως άνω λογαριασµούς τους στον ταµία, ο τελευταίος οµολόγησε σ’ αυτούς ότι είχε αφαιρέσει, χωρίς εντολή, το ποσό των 270.000 ευρώ και ότι τους υποσχέθηκε να το επιστρέψει εντός τεσσάρων ηµερών, υπογράφοντας µάλιστα προς τούτο και υπεύθυνη δήλωση µε θεωρηµένο το γνήσιο της υπογραφής του.
Εξέθεσαν ακόµη ότι είχαν οµόλογα της τράπεζας συνολικού ύψους 600.000 ευρώ, τα οποία όµως έπαψαν να ανανεώνονται από τον Iούλιο του έτους 2004 και ότι αυτά τελικά ρευστοποιήθηκαν παρανόµως και χωρίς σχετική εντολή τους από τον ταµία.
Κατήγγειλαν επιπλέον ότι η τράπεζα δεν τους επιστρέφει 16 επιταγές που εκδόθηκαν σε διαταγή τους από τρίτους για την αγορά µε προσύµφωνο 2 ακινήτων σε Κάρπαθο και Κάσο.
Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τράπεζα, ενώ στην αρχή τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα τους εξασφάλιζε µετά από έλεγχο που διενήργησε µε υπαλλήλους της και χωρίς την παρουσία επόπτη της Τράπεζας της Ελλάδος στην θυρίδα της Κάσου, έλεγχο τον οποίον αµφισβητεί για την ορθότητα και την αξιοπιστία του, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι τους όφειλε χρήµατα, αρνήθηκε να τους επιστρέψει τις επιταγές και τους είπε ότι είχαν αναλάβει τα οµόλογα, αν και αυτοί τα είχαν στα χέρια τους.