Η τροποποίηση που προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει επί της ουσίας τη δυνατότητα η δευτεροβάθμια δίκη να διενεργείται χωρίς μάρτυρες, με μόνο ανάγνωση ένορκων καταθέσεων από την πρωτοβάθμια δίκη. Αφαιρείται η υποχρεωτική κλήτευση τουλάχιστον 2 μαρτύρων από την πρώτη δίκη. Αντιδράσεις νομικών για την αφαίρεση δυνατότητας δια ζώσης εξέτασης από την υπεράσπιση στο δικαστήριο.
Δίκες που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε βαριές καταδίκες, χωρίς την παρουσία και την υποβολή των μαρτύρων στη βάσανο της δια ζώσης εξέτασης από την υπεράσπιση και την έδρα, φέρνουν οι αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες βρίσκονται σε διαβούλευση έως τις 28 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για τροποποιήσεις ή προσθήκες στο άρθρο 500 ΚΠΔ, με τις οποίες απαλείφεται η υποχρέωση κλήτευσης «δύο τουλάχιστον μαρτύρων, τους πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη», γεγονός που θεσμοθετεί πλέον τη δίκη χωρίς μάρτυρες στο Εφετείο: “…Μπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο”, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Εξήγηση
Στην αιτιολογική έκθεση ο νομοθέτης επικαλείται ως πρόταγμα την “επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας”.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά: “Η τροποποίηση της εν λόγω διάταξης που αφορά στα κριτήρια της κλήτευσης μαρτύρων, προκειμένου να εξετασθούν κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας απόφασης με τις εμπεριεχόμενες ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, εντάσσει τις ένορκες καταθέσεις ως αποδεικτικό υλικό, στο πεδίο της δικανικής αξιολόγησης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και μόνο αν κατά την κρίση του δικαστηρίου, η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας δύνανται να κλητευθούν προκειμένου να εξετασθούν εκ νέου”.
Η διάταξη
Έτσι το άρθρο 500 ΚΠΔ για την προπαρασκευαστική διαδικασία, διαμορφώνεται ως εξής:
“Ο γραμματέας (άρθρο 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3) ημέρες την έκθεση για την έφεση, μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 499, διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά.
Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο μέρος, ο εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρο 166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα και τον μηνυτή. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 και οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 327 εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να παραγγείλει την κλήτευση των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη και δεν κλητεύτηκαν κατά την κρίση του εισαγγελέα, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη.
Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 4 του άρθρου 340. Όταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα. Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΠΚ, καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ, ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν”.