-Το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με μια αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις (ΑΠ 84/2022, ΑΠ 520/2018).
-Η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδίδεται στον κατηγορούμενο, αρκεί να έχει τεθεί με μηχανικό μέσο και να καλύπτει ολόκληρο το κείμενο αυτού και τις τυχόν ουσιώδεις παραπομπές, καθόσον η σχετική διάταξη απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόγραφη τοιαύτη (ΑΠ 577/2021, ΑΠ 1027/2016). -Η σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα, στην περίπτωση που το κλητήριο θέσπισμα αποτελείται από περισσότερα του ενός φύλλα, αρκεί να υπάρχουν στο τελευταίο φύλλο, καθόσον με τον τρόπο αυτό καλύπτεται όλο το συνεχές περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ υποχρέωση να τίθεται υπογραφή και σφραγίδα σε κάθε φύλλο του δεν προκύπτει από διάταξη νόμου (ΑΠ 1481/2008).
-Οι σχετικές πλημμέλειες του κλητηρίου θεσπίσματος αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία και, σε περίπτωση έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης, ενώ, αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του αντιτύπου που επιδόθηκε (ή της δικογραφίας) και του αποδεικτικού επίδοσης, υπερισχύει το πρώτο.
– Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος .
Δεν είναι μεταξύ των στοιχείων, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 321 ΚΠΔ ως απαραίτητα για το κύρος του, η παράθεση σ’ αυτό των κλητευομένων μαρτύρων και των αναγνωστέων εγγράφων (ΑΠ 241/2014, ΑΠ 1481/2008).
«… Από τις διατάξεις των άρθρων 174 παρ. 2, 175 παρ. 2, 320 παρ. 2 και 321 αρ. 1, 4 και 5 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και καλείται με αυτό στο ακροατήριο και το άλλο επισυνάπτεται στην δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Πρέπει δε να περιέχει το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία, που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, την χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα. Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων, που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση (ΑΠ 84/2022, ΑΠ 520/2018). Ως επίσημη σφραγίδα νοείται η επίσημη σφραγίδα της οικείας εισαγγελίας, ενώ η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδίδεται στον κατηγορούμενο, αρκεί να έχει τεθεί με μηχανικό μέσο και να καλύπτει ολόκληρο το κείμενο αυτού και τις τυχόν ουσιώδεις παραπομπές, καθόσον η σχετική διάταξη απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόγραφη τοιαύτη (ΑΠ 577/2021, ΑΠ 1027/2016). Η σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα, στην περίπτωση που το κλητήριο θέσπισμα αποτελείται από περισσότερα του ενός φύλλα, αρκεί να υπάρχουν στο τελευταίο φύλλο, καθόσον με τον τρόπο αυτό καλύπτεται όλο το συνεχές περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ υποχρέωση να τίθεται υπογραφή και σφραγίδα σε κάθε φύλλο του δεν προκύπτει από διάταξη νόμου (ΑΠ 1481/2008). Διαφορετικά, αν για την έκδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν τηρήθηκαν οι επιτασσόμενες από τον νόμο προβλέψεις, αυτό είναι άκυρο. Οι σχετικές δε πλημμέλειες αυτού αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία και, σε περίπτωση έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης, ενώ, αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του αντιτύπου που επιδόθηκε (ή της δικογραφίας) και του αποδεικτικού επίδοσης, υπερισχύει το πρώτο.Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να προταθεί μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλιώς καλύπτεται. Αν ο κατηγορούμενος δεν παραστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της σχετικής εκκλητής απόφασης. Επίσης, αν η ακυρότητα προταθεί εγκαίρως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορριφθεί η σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος μπορεί να επαναφέρει στην εφετειακή δίκη την πρόταση ακυρότητας και την αντίρρησή του στην πρόοδο της διαδικασίας με σχετικό λόγο έφεσης (ΑΠ 1437/22). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί μία απόφαση μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα, που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 172 παρ. 1 ΚΠΔ) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με το άρθρα 174 παρ. 2 και 175 του ΚΠΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (ν. 4938/2022), με την οποία διατηρήθηκε αυτούσια η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του καταργηθέντος ν. 1756/1988, καθιερώνεται η αρχή του ενιαίου και αδιαίρετου της εισαγγελίας, που σημαίνει ότι κάθε μέλος της εισαγγελίας ενεργεί ως εκπρόσωπός της, χωρίς να ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο, που εμφανίζεται σε κάθε ενέργεια ή και κατά την διάρκεια της ίδιας ενέργειας (ΑΠ 1222/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. …/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, σε συνδυασμό με την από 23-12-2021 έφεση της αναιρεσείουσας, που άσκησε κατά της υπ’ αριθμ. …/2021 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, που επιτρεπτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η τελευταία, δια του συνηγόρου της, προέβαλε παραδεκτώς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, συνιστάμενη στο ότι δεν αναφέρεται σ’ αυτό η πράξη που της αποδίδεται, ούτε γίνεται μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου, που την προβλέπει, επιπλέον δε, στην δεύτερη σελίδα αυτού υπάρχει «σχέδιο κατηγορητηρίου», το οποίο υπογράφεται από άλλον εισαγγελέα, σε σχέση με αυτόν που υπογράφει το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα και στην τρίτη σελίδα αυτού περιλαμβάνεται κατάλογος αναγνωστέων εγγράφων και μαρτύρων, χωρίς όμως οι εγγραφές αυτές να αποτελούν τμήμα του κλητηρίου θεσπίσματος, καλυπτόμενες από την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. …/2021 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, ενώ, στη συνέχεια, προτάθηκε η εν λόγω ακυρότητα ως λόγος έφεσης και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως προκύπτει από το επιδοθέν στην αναιρεσείουσα κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσπρωτίας, αυτό αποτελείται από τρία φύλλα (τρεις σελίδες), εκ των οποίων η πρώτη περιέχει στο άνω μέρος της την κλήση της αναιρεσείουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στο κάτω μέρος της τις συνέπειες της μη προσέλευσής της στη δίκη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 340 παρ. 4 ΚΠΔ. Η δεύτερη σελίδα περιλαμβάνει την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη πράξη, της υπεξαγωγής εγγράφου, με παράθεση των άρθρων του ποινικού νόμου, που την προβλέπουν. Τέλος, στην τρίτη σελίδα αναφέρονται οι μάρτυρες του κατηγορητηρίου και τα αναγνωστέα έγγραφα. Στο τέλος της πρώτης σελίδας έχει τεθεί η επίσημη σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσπρωτίας Δ Τ, με ημερομηνία 5-9-2021, ενώ, στο τέλος της δεύτερης σελίδας έχει τεθεί η επίσημη σφραγίδα και η υπογραφή της Εισαγγελικής Παρέδρου Θεσπρωτίας Π Κ, με ημερομηνία 17-4-2021. Όπως συνάγεται από το ανωτέρω έγγραφο, το κλητήριο θέσπισμα, που περιλαμβάνει την κλήση της κατηγορουμένης στους αναφερόμενους τόπο και χρόνο (πρώτη σελίδα) και το κατηγορητήριο, με παράθεση των άρθρων του ποινικού νόμου (δεύτερη σελίδα) εκδόθηκε από την Εισαγγελική Πάρεδρο στις 17-4-2021, με την σφραγίδα και υπογραφή της οποίας, στο τέλος της δεύτερης σελίδας, καλύπτεται όλο το συνεχές περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος. Στο σώμα δε του κλητηρίου θεσπίσματος και συγκεκριμένα στην πρώτη του σελίδα ενσωματώθηκε και η επιβαλλόμενη από τον νόμο (άρθρο 340 παρ. 4 ΚΠΔ) ενημέρωση της κατηγορουμένης για την περίπτωση ερημοδικίας της, που εκδόθηκε από τον προαναφερόμενο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, χωρίς να προκαλείται κάποιο πρόβλημα στην εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, ενόψει μάλιστα της προαναφερόμενης αρχής του ενιαίου και αδιαίρετου της εισαγγελίας. Τέλος, η μη θέση σφραγίδας και υπογραφής στην τρίτη σελίδα του εγγράφου εκ μέρους του αρμοδίου εισαγγελέα δεν επηρεάζει το κύρος του ένδικου κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν είναι μεταξύ των στοιχείων, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 321 ΚΠΔ ως απαραίτητα για το κύρος του, η παράθεση σ’ αυτό των κλητευομένων μαρτύρων και των αναγνωστέων εγγράφων (ΑΠ 241/2014, ΑΠ 1481/2008). Προσθέτως, επισημαίνεται ότι η αοριστία του κατηγορητηρίου δεν είχε προβληθεί ως λόγος ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ούτε πρωτοδίκως, ούτε ως λόγος έφεσης. Επομένως, απαραδέκτως προβάλλεται ως αναιρετική αιτίαση.…»