Τυχόν ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου από κοινού στους γονείς του θα οδηγούσε σε αδυναμία λήψης υπεύθυνων και σταθερών αποφάσεων για το πρόσωπό του και, εν τέλει, θα προσέκρουε στο βέλτιστο συμφέρον του
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με πρόσφατη απόφασή του απέρριψε αίτημα συνεπιμέλειας, με την αιτιολογία ότι τυχόν ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου από κοινού στους ενάγοντες γονείς θα οδηγούσε σε αδυναμία λήψης υπεύθυνων και σταθερών αποφάσεων για το πρόσωπό του και, εν τέλει, θα προσέκρουε στο βέλτιστο συμφέρον του, όπως αυτό υπαγορεύεται από τις βιοτικές και ψυχικές της ανάγκες του (ΜΠΑ 10852/2023).
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνεται στο σκεπτικό της απόφασης, οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (π.χ. διαφορετικές απόψεις σε θέματα ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, θρησκευτικής παιδείας, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους) είτε υπαίτιοι (λ.χ. χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, για την απόσπαση αθέμιτης οικονομικής ωφέλειας σε βάρος του άλλου γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου κ.λπ.). Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο.
Το δικαστήριο, κατά το άρθρο 1514 παρ. 3 του ΑΚ, μπορεί ανάλογα με την περίπτωση, (α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, (β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, (γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Αυτό λοιπόν θα αποφασίσει ποιο μέτρο θεωρήσει κατάλληλο για το παιδί, για το συγκεκριμένο παιδί και για τη συγκεκριμένη περίπτωση, με γνώμονα βέβαια το συμφέρον του παιδιού.
Αν διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις των γονέων έχουν πλήρως αποδομηθεί και ότι οι γονείς δεν πρόκειται να συνεργασθούν στο μέλλον προς το συμφέρον του παιδιού τους, το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή την αποκλειστική ανάθεσή της στον έναν γονέα, υπό την προϋπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η αποφυγή συνεχών και γενικευμένων συγκρούσεων μεταξύ των γονέων, ή κατά περίπτωση η καλύτερη φροντίδα του παιδιού προς το συμφέρον του, η προαγωγή του οποίου πρέπει να είναι το αξιολογικό κριτήριο για τη δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι διάδικοι δεν κατάφεραν να διαχειριστούν με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και μέτρο τη μεταξύ τους συγκρουσιακή σχέση, τον χωρισμό και τη μετάβαση της οικογένειάς τους στις νέες συνθήκες. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι το γεγονός ότι οι διάδικοι γονείς δεν κατάφεραν και μέχρι σήμερα δεν καταφέρνουν, υπό το συναισθηματικό βάρος των περιστάσεων, να υπερβούν την εκατέρωθεν καχυποψία και να συνεννοούνται με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και ειλικρίνεια σε σχέση με τα αφορώντα το τέκνο τους θέματα, καθώς και το γεγονός ότι η μεταξύ των γονέων διαπροσωπική σχέση έχει αποδομηθεί πλήρως και διαπνέεται από έντονη αντιπαλότητα, εξακολουθώντας και κατά τον χρόνο της συζήτησης να είναι συγκρουσιακή, ενώ έπεται και συνέχεια στις δικαστικές τους διαμάχες (αστικές και ποινικές) αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα για ανάθεση της συνεπιμέλειας του προσώπου του τέκνου τους σε αυτούς.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ευτυχής λειτουργία της συνεπιμέλειας προσώπου ανηλίκου τέκνου και από δύο τους γονείς του σε όλες τις επιμέρους πτυχές της επιμέλειας, προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων, οι οποίοι έχουν αποφασίσει συνειδητά να παραμερίσουν τις προσωπικές τους διαφορές και είναι σε θέση να συνεργασθούν για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που θα ευνοήσει την απρόσκοπτη βιοτική και ψυχολογική ανάπτυξη του τέκνου τους, έτσι ώστε η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή του ούτε να δημιουργεί σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας. Επομένως, η επιλογή να συνεχίσουν οι γονείς να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του τέκνου τους, προκρίνεται όταν οι τελευταίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να επικοινωνούν μεταξύ τους αρμονικά και να συνεργάζονται, προκειμένου να λάβουν από κοινού τις αποφάσεις που αφορούν στο πρόσωπό του. Τέτοια πρόθεση ουδόλως αποδείχθηκε στην κρινόμενη βιοτική περίσταση, με αποτέλεσμα να καθίσταται εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύμπραξης, οδηγώντας τη συνάσκηση της επιμέλειας σε δυσλειτουργία και, άρα, αναπόφευκτα σε αδιέξοδο.
Απόσπασμα απόφασης
Αν υπάρχει συστηματική άρνηση συνεργασίας το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει με βάση την 1512 του ΑΚ, αλλά με βάση την 1514 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν αφορά σε αποφάσεις για επιμέρους διαφωνίες των γονέων, αλλά σε παρεκκλίσεις από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Πράγματι, η συστηματική παραβίαση της απορρέουσας από το άρθρο 1512 του ΑΚ υποχρέωσης συνεργασίας των γονέων, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για την προαγωγή του συμφέροντος του παιδιού μετά το χωρισμό των γονέων του και για την αποτελεσματική λειτουργία της από κοινού επιμέλειας από τους γονείς επισύρει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1514 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, που προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Έτσι, ο ρόλος του δικαστηρίου έχει καταστεί πλέον αυστηρά επικουρικός με την έννοια ότι επιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, μόνο στα πλαίσια της 1512 του ΑΚ για επίλυση της διαφωνίας επί συγκεκριμένου ζητήματος στα πλαίσια της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μόνο αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας εξαιτίας συστηματικής και επαναλαμβανόμενης διαφωνίας των γονέων, και ιδίως, αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, και αφού οι γονείς έχουν προσφύγει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, αποφασίζει το δικαστήριο κατά το άρθρο 1514 παρ. 2 του ΑΚ. Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (π.χ. διαφορετικές απόψεις σε θέματα ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, θρησκευτικής παιδείας, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους) είτε υπαίτιοι (λ.χ. χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, για την απόσπαση αθέμιτης οικονομικής ωφέλειας σε βάρος του άλλου γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου κ.λπ.). Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο. Το Δικαστήριο δε, κατά το άρθρο 1514 παρ. 3 του ΑΚ, μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Αυτό λοιπόν θα αποφασίσει ποιο μέτρο θεωρήσει κατάλληλο για το παιδί, για το συγκεκριμένο παιδί και για τη συγκεκριμένη περίπτωση, με γνώμονα βέβαια το συμφέρον του παιδιού. Αν διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις των γονέων έχουν πλήρως αποδομηθεί και ότι οι γονείς δεν πρόκειται να συνεργασθούν στο μέλλον προς το συμφέρον του παιδιού τους, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή την αποκλειστική ανάθεσή της στον έναν γονέα, υπό την προϋπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η αποφυγή συνεχών και γενικευμένων συγκρούσεων μεταξύ των γονέων, ή κατά περίπτωση η καλύτερη φροντίδα του παιδιού προς το συμφέρον του, η προαγωγή του οποίου πρέπει να είναι το αξιολογικό κριτήριο για τη δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας. Έτσι, το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να την αναθέσει σε ένα γονέα, ή να την αναθέσει σε τρίτο ή, τέλος, να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, χωρίς να δεσμεύεται από συμφωνίες των γονέων που δε βρίσκονται σε αρμονία με το συμφέρον του, ακόμα και όταν γίνονται στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης κατά το άρθρο 611 του ΚΠολΔ τις οποίες, όμως, πρέπει να λάβει υπόψη του.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.