Αριθμός 1372/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Ρ. του Κ., 2) Μ. Ρ. του Μ., 3) Κ. Ρ. του Μ., κατοίκων … Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τζεβελέκο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “…..ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαρίλαο Τριανταφύλλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/11/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2281/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1304/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/2/2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 02.02.2021 και με ειδ. αριθ. κατάθ.85/03.02.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 1304/25.02.2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ.552, 553,556,558,564 παρ.3 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ` άρθρ. 219 ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ` αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α` έως δ` για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α` του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή, έστω και έμμεση, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων στα οποία οφείλεται, αφού στην εν λόγω περίπτωση η επικουρική βάση, όπως προεκτέθηκε, θα εξετασθεί μόνο αν η κυρία βάση απορριφθεί λόγω ακυρότητας της συμβάσεως ή ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη, καθόσον πληρούται έτσι και ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1325/ 2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 1414/ 2015, ΑΠ 1321/2015, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007 ).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Μέσω δε του παρόντος λόγου ελέγχεται και η επικουρικότητα άσκησης της αγωγής (ΟλΑΠ 23/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραδεκτή επισκόπηση από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου του δικογράφου της από 02-11-2011 αγωγής της αναιρεσίβλητης, για τις ανάγκες του σχετικού αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Με την ένδικη από 02- 11-2011 αγωγή της, η ήδη αναιρεσίβλητη εξέθετε ότι περί τα τέλη Ιανουαρίου 2007 προσήλθε στα γραφεία της άτομο που επικαλέσθηκε ότι είναι ο Ι. Α. του Π. και της Ε. κάτοχος του με αριθμό … Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, εκδοθέντος την 09-10-1990 από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίας Παρασκευής, και ότι έχει στην κυριότητά του το περιγραφόμενο στην αγωγή οικόπεδο, το οποίο ενδιαφερόταν να πωλήσει. Ότι αυτή αφού ήλεγξε τους τίτλους ιδιοκτησίας του προαναφερομένου ακινήτου, προέβη στην αγορά του δυνάμει του αναφερομένου πωλητηρίου συμβολαίου που μεταγράφηκε νόμιμα, καταβάλλοντας ως τίμημα το συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ, ενώ στη συνέχεια προέβη στην ανέγερση επί του εν λόγω οικοπέδου οικοδομής. Ότι στις 03-10-2008 της κοινοποιήθηκε αγωγή του Ι. Α. του Π. και Ε., ο οποίος, κατά το περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου ήταν ο αληθής κύριος του ακινήτου και ότι ο εμφανισθείς ενώπιον της ως πωλητής αυτού δεν ήταν στην πραγματικότητα ο Ι. Α., αλλά τρίτος άγνωστος στον ίδιο άνδρας που είχε πλαστογραφήσει το δελτίο ταυτότητάς του και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτού εμφανισθείς ως κύριος του ακινήτου. Ότι αυτή πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, ότι ο αληθής Ι. Α., είχε απωλέσει το δελτίο ταυτότητάς του, που έφερε τα παραπάνω στοιχεία και είχε δηλώσει την απώλεια αυτή στο προαναφερόμενο αστυνομικό τμήμα προβαίνοντας στην έκδοση νέου δελτίου ταυτότητας. Πλην όμως αυτός ουδέποτε προέβη σε ενημέρωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. περί της απωλείας της ταυτότητάς του και έκδοσης νέας, παρά την σχετική εκ του νόμου υποχρέωσή του, και επιπλέον προέβη κατά τα έτη 2006 και 2007 σε υποβολή ψευδούς φορολογικής δήλωσης, στην οποία ανέγραφε τα στοιχεία του απωλεσθέντος δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Ότι εάν ο αληθής Ι. Α. δεν είχε παραλείψει να ενημερώσει την αρμόδια φορολογική αρχή για την απώλεια της ταυτότητάς του και την έκδοση νέας ταυτότητας, η τελευταία δεν θα προέβαινε στην έκδοση φορολογικής ενημερότητας με την επίδειξη του παλαιού δελτίου ταυτότητας και έτσι δεν θα καταρτιζόταν το πωλητήριο συμβόλαιο, καθώς οι νόμιμοι εκπρόσωποί της δεν θα εξαπατούνταν ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας του ανωτέρω. Ότι συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του αληθούς Ι. Α. έχει υποστεί περιουσιακή ζημία συνισταμένη: α)Στο ποσό των 230.000 ευρώ, που κατέβαλε ως αντίτιμο για την αγορά του ακινήτου πλέον 3.609 ευρώ που κατέβαλε για τα έξοδα σύνταξης και μεταγραφής του πωλητηρίου συμβολαίου ήτοι συνολικά 253.609 ευρώ. Και β) στο ποσό των 109.858,12 ευρώ, που δαπάνησε για υλικά και εργασίες για την ανέγερση οικοδομής επί του πωληθέντος ακινήτου. Ότι ο Ι. Α. απεβίωσε καταλείποντας την από 30-09-2008 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία εγκατέστησε ως κληρονόμους του, τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσείοντες, που αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομία. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες οφείλουν να της καταβάλουν, έκαστος και κατά το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας το συνολικό ποσό των 363.367,12 ευρώ, κυρίως ως αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, και επικουρικώς το ποσό των 109.858,12 ευρώ, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι ο δικαιοπάροχός τους έγινε αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό από την περιουσία της και με ζημία της, νομιμοτόκως. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 2281/2018 οριστική του απόφαση έκρινε μη νόμιμη την ως άνω αγωγή ως προς την κύρια βάση της από την αδικοπραξία, ενώ κατά την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1304/2020 απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, έχουσα το προπαρατεθέν περιεχόμενο, ήταν ως προς την κύρια εξ αδικοπραξίας βάση της νόμω αβάσιμη, λόγω έλλειψης του απαιτούμενου, για την ίδρυση αδικοπρακτικής ευθύνης, αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επικαλούμενης συμπεριφοράς και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη. Ως προς την επικουρική της βάση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού έκρινε ότι παραδεκτά σωρευόταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωσή της, κατά δικονομική επικουρικότητα με την εξ αδικοπραξίας αξίωση, υπό την έννοια της εξετάσεώς της σε περίπτωση απορρίψεως της αξιώσεώς της από την αδικοπραξία, και, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την επικουρική αυτή βάση της αγωγής, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, έσφαλε. Ακολούθως έκανε δεκτή την έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά το μέρος που προσβαλλόταν η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την απόρριψη της αγωγής κατά την στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικουρική της βάση και εξαφάνισε την εκκαλουμένη, ως προς το ανωτέρω μέρος της. Κράτησε δε την υπόθεση, προκειμένου να ερευνήσει περαιτέρω την παραδεκτά σωρευόμενη, κατά δικονομική επικουρικότητα, επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρονταν σ’ αυτή οι λόγοι ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από την επικληθείσα αδικοπραξία, αφού έκρινε ότι είχε πληρωθεί η αίρεση της απορρίψεως της κύριας αξίωσης(βάσης) από την εν λόγω αδικοπραξία, από την οποία αυτή (επικουρική αξίωση/βάση) εξηρτάτο. Επομένως, με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την ως άνω επικουρική βάση της αγωγής και συνεπώς ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως(όπως το περιεχόμενο αυτού ορθά εκτιμάται ως προς το σχετικό αποδιδόμενο σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι από τον εκ του αριθμού 1 αναιρετικό λόγο), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1057 και 1063 ΑΚ με εκείνες των άρθρων 1102, 1103 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επωφελείς δαπάνες, όπως είναι και εκείνη που συνίσταται στην ανέγερση από τον νομέα σε οικόπεδο άλλου οικοδομής με δικά του υλικά, έχει δικαίωμα ο τελευταίος αφού έχασε την κυριότητα των υλικών αυτών ανεξαρτήτως του αν είναι καλής ή κακής πίστεως να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, μόνο μέσω του άρθρου 1063 ΑΚ από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφελείας που απέκτησε από τη μετάθεση προς αυτόν της κυριότητας των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και ειδικότερα την αξία τους, εφόσον με αυτά αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου, όχι όμως και την απόδοση της ωφέλειας από την εργασία του νομέα ή των προσληφθέντων από αυτόν εργατοτεχνιτών, εργολάβου, μηχανικού κ.λ.π., γιατί η διάταξη του άρθρου 1063 ΑΚ ορίζει μόνο για απαίτηση από την απώλεια της κυριότητας κινητού πράγματος, λόγω ενώσεώς του με ξένο ακίνητο και όχι για δαπάνες. Επιφυλάσσει όμως το άρθρο 1063 ΑΚ στον νομέα κινητού ή ακινήτου πράγματος το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανεγέρσεως της οικοδομής στο ξένο ακίνητο όταν πρόκειται για ακίνητο, με τους όρους όμως και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1103 ΑΚ, ήτοι να πρόκειται για καλόπιστο νομέα, η δαπάνη να είναι επωφελής, δηλαδή να επήλθε από αυτήν αύξηση της αξίας του πράγματος, η αύξηση αυτή να σώζεται κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος, η δε δαπάνη να έγινε το διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής (ΟλΑΠ 1220/1975,ΑΠ 527/2018, ΑΠ 944/2013, ΑΠ 1259/2011, ΑΠ 480/2008, ΑΠ 1882/1999). Στις περιπτώσεις δε του άρθρου 1063 ΑΚ κρίσιμη αξία του πράγματος που ενώθηκε, είναι, όπως προεκτέθηκε, η αξία του κατά το χρόνο που έγινε η ένωση με το ακίνητο, ο οποίος συμπίπτει κατά κανόνα με το χρόνο επελεύσεως του πλουτισμού στον πλουτήσαντα (ΑΠ 527/2018, ΑΠ 600/1986). Εξάλλου, με τα άρθρα 904, 908-912 ΑΚ ρυθμίζεται ενιαίως για κάθε περίπτωση πλουτισμού του λήπτη χωρίς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, η απόδοση αυτού (πλουτισμού) σ’ εκείνον, σε βάρος της περιουσίας του οποίου ο πλουτισμός αυτός επήλθε. Ενώ, κατά την έννοια του άρθρου 909 ΑΚ, η ύπαρξη και το ύψος του επιστρεπτέου πλουτισμού κρίνεται κατά το χρόνο της επιδόσεως της αγωγής, κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος που περιήλθε ο πλουτισμός στον πλουτίσαντα (ΑΠ 1703/2014, ΑΠ 600/1986). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Δηλαδή, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 363/2012). Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που κατά το νόμο είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της αποφάσεώς του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διατάξεως που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 12/2016, ΑΠ 509/2013). Η έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση που έχει διατυπωθεί για τη στήριξη του διατακτικού της, δηλαδή από τις παραδοχές της για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως γιατί το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα στην κρίση του αυτή (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 590/2019, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 112/2016, ΑΠ 951/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η ενάγουσα (και ήδη αναιρεσίβλητη) τυγχάνει νόμιμα συσταθείσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με σκοπό, κατά το Καταστατικό της, την εύρεση, υπόδειξη και μεσολάβηση στην αγορά, πώληση και ενοικίαση ακινήτων… Στις 27/1/2002 προσήλθε στα γραφεία της ενάγουσας … άτομο εμφανιζόμενο ως Ι. Α. του Π. και της Ευφορίας, γεννηθείς στην Αθήνα το έτος 1936, κάτοχος του υπ’ αριθμ. Π 579356 Δ.Α.Τ., εκδοθέντος την 9/10/1990 από το Α.Τ. Αγίας Παρασκευής και δηλώνοντας ότι έχει στην κυριότητά του οικόπεδο στη Νέα Κηφισιά το οποίο επιθυμεί να πωλήσει ανέθεσε στην ενάγουσα την εντολή για διαμεσολάβηση σε πώληση οικοπέδου, κείμενου στη Νέα Κηφισιά, στη θέση “ΑΔΑΜΕΣ”, επί της οδού ….. αρ.391 εκτάσεως 357,62 τ.μ., το οποίο είχε αποκτήσει από τον Αστικό Συνεταιρισμό ¨….Συν.Π.Ε¨ δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου παραχωρήσεως γηπέδου του Συμβ/φου Αθηνών Χριστόφορου Στοφορόπουλου. Η ενάγουσα, δεδομένου ότι έχει ευρύτατο κύκλο δραστηριοτήτων αποφάσισε να αγοράσει το εν λόγω ακίνητο προκειμένου να ανεγείρει επ’ αυτού οικοδομή. Στα πλαίσια αυτά ο ως άνω εμφανισθείς ως κύριος του ακινήτου και πωλητής αυτού παρέδωσε στην ενάγουσα το συμβόλαιο κτήσεως στο οποίο υπάρχει η πλήρης περιγραφή του ακινήτου καθώς και όλα τα νομιμοποιητικά του έγγραφα, μεταξύ των οποίων δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, αντίγραφο του αρχικού συμβολαίου παραχωρήσεως γηπέδου, φορολογική ενημερότητα, την υπ’ αριθμ. 9817/262/2995 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών περί κυρώσεως της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης της περιοχής με το πιστοποιητικό μεταγραφής της, την κυρωθείσα πράξη εφαρμογής Πολεοδομικής Μελέτης, τον πίνακα πράξεως εφαρμογής, την από 28/2/2007 πράξη επιβολής εισφοράς σε χρήμα στον Δήμο Κηφισιάς, εξοφληθείσα με τα σχετικά διπλότυπα είσπραξης και την υπ’ αριθμ. … βεβαίωση ιδιοκτησίας του ίδιου ως άνω Δήμου. Ακολούθως, συντάχθηκε το υπ’ αριθμ. 141078/19.3.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών Θεώνης Καφίρη-Αθανασίου, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υπ/κείο Κηφισιάς… με αναγραφόμενο τίμημα το ισόποσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ποσό των 65.980,89 με πραγματικό όμως συμφωνηθέν και καταβληθέν τίμημα το ποσό των 250.000 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα κατέβαλε στον ανωτέρω πωλητή. Στη συνέχεια η ενάγουσα, άρχισε εργασίες επί του αγορασθέντος οικοπέδου, προκειμένου να ανεγείρει επ’ αυτού οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο, και πρώτο όροφο (δύο διώροφες μεζονέτες). Μετά την πάροδο όμως ενός περίπου έτους από τη σύνταξη του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και ενώ οι οικοδομικές εργασίες ευρίσκοντο στο στάδιο της αποπερατώσεως του μπετόν, κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα η από 3/10/2008 αγωγή του Ι. Α. του Παρασκευά, κατοίκου Αγίας Παρασκευής, ο οποίος επεκαλείτο ότι δεν συμβλήθηκε αυτός στην πώληση του παραπάνω ακινήτου, αλλά τρίτος μη κύριος που πλαστογράφησε την ταυτότητά του και εμφανίσθηκε στην ενάγουσα με τα στοιχεία του ως κύριος του ακινήτου και της πώλησε το ανήκον στην δική του κυριότητα ως άνω ακίνητο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθμ. 3710/2009 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία δεχόμενη τους αγωγικούς ισχυρισμούς ότι το πρόσωπο που εμφανίσθηκε στην ενάγουσα, ως ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, δεν ήταν κύριος αυτού και ότι επομένως η ενάγουσα δεν απέκτησε την κυριότητά του, αναγνώρισε κύριο του ακινήτου τον ως άνω ενάγοντα και υποχρέωσε την τότε εναγομένη (ήδη ενάγουσα), να αποδώσει στον ενάγοντα την νομή και κατοχή αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ως άνω αληθής κύριος του ακινήτου Ι. Α. απεβίωσε στις 2/8/2010 καταλείποντας την από 30/9/2008 ιδιόγραφη διαθήκη, που κηρύχθηκε κυρία… με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του, τους ήδη εναγομένους εφεσίβλητους (και ήδη αναιρεσείοντες), η κληρονομική μερίδα των οποίων, με βάση την αξία των κληρονομηθέντων από αυτούς στοιχείων ανέρχεται σε 30,42% για την πρώτη, 46,63% για την δεύτερη και 22,94% για τον τρίτο όπως τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται από τους τελευταίους. Περαιτέρω αποδείχθηκε για την ανέγερση οικοδομής επί του πωληθέντος κατά άνω οικοπέδου, η ενάγουσα μέχρι την αποπεράτωση του σταδίου των μπετόν, προέβη στις ακόλουθες δαπάνες:Α.1) Για την μελέτη και έκδοση αδείας της οικοδομής κατέβαλε στον Πολιτικό Μηχανικό Σ. Α. 3.832,97 ευρώ,2)για την ασφάλιση του ακινήτου στις ασφάλειες ΜΙΝΕΤΤΑ 500 ευρώ, 3)για εξόφληση εισφορών στο ΤΣΜΕΔΕ 256,26 ευρώ,4)Για κατάθεση εισφορών στο ΙΚΑ για έκδοση αδείας οικοδομής 184,48 ευρώ,5)για παροχή ύδατος από ΕΥΔΑΠ 582,15 ευρώ,6)Για εισφορές τρέχουσες στο ΙΚΑ 2.243,80… ευρώ,7) για αμοιβή μελέτης Η/Μ εγκαταστάσεων Μηχανικού Ιωάννου Μπόνια 1.088,74 ευρώ, 8)για έκδοση αδείας καταβολή στην ΙΑ’ Δ.Ο.Υ. 171 ευρώ,9)για αμοιβή Πολιτικού Μηχανικού Σταύρου Αργείτη για μελέτη πυροπροστασίας κ.λ.π. 4.680,84 ευρώ και συνολικά κατέβαλε 13.540,24 ευρώ. Β. Για την αγορά υλικών: 1) αγορά σκυροδέματος από ¨Α.Ε. ΚΟΥΡΟΣ¨…, 3.731,84 ευρώ, 2)αγορά σκυροδέματος από ¨Α.Ε. ΚΟΥΡΟΣ¨ … 4.155,48 ευρώ, 3)αγορά σκυροδέματος από ¨Α.Ε. ΚΟΥΡΟΣ¨… 3.250,49 ευρώ, 4)αγορά πλέγματος στύλων κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 4.920,40 ευρώ,5)αγορά στύλων κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 4.716 ευρώ, 6)αγορά σκυροδέματος από την ¨ΚΟΥΡΟΣ Α.Ε.¨… 985,32 ευρώ,7) αγορά σκυροδέματος από την ¨ΚΟΥΡΟΣ Α.Ε.¨… 7.776,65 ευρώ, 8)για εργασίες εκσκαφής… 11.900 ευρώ, 9)αγορά ΡΑΒΔΟΧ, Στύλων, Σύρματος κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 8.231,46 ευρώ, 10) αγορά σκυροδέματος από την ¨ΚΟΥΡΟΣ Α.Ε.¨… 2.007,53 ευρώ, 11)αγορά ΡΑΒΔΟΧ, πλέγματος κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨….7.750,18 ευρώ, 12)αγορά στύλων κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨ … 1.387,53 ευρώ, 13)αγορά ΕΛΟΤ 1421 ΡΑΒΔΟΧ, μανδύες κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 4.270 ευρώ,14)αγορά σκυροδέματος από την ¨ΚΟΥΡΟΣ Α.Ε.¨ … 1.300,67 ευρώ, 15)αγορά ΕΛΟΤ 1421 ΡΑΒΔΟΧ, προκατασκευασμένους μανδύες από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨ … 4.667,95 ευρώ,16)αγορά σκυροδέματος από την ¨ΚΟΥΡΟΣ Α.Ε.¨ … 812,77 ευρώ, 17)αγορά ΕΛΟΤ 1421 ΡΑΒΔΟΧ, σίδηρον ΜΠ, πλέγματος κλπ, από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 2.061,62 ευρώ,18)ενοικίαση χημικής τουαλέτας για την οικοδομή… 89,25 ευρώ,19)ενοικίαση χημικών από Europrise… 89,25 ευρώ,20)αγορά πλέγματος SEREFIT από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 547,40 ευρώ,21)αγορά ΕΛΟΤ ΡΑΒΔΟΧ από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨… 191,78 ευρώ, 22)ενοικίαση χημικών από εταιρεία Europrise… 178,50 ευρώ, 23)αγορά πριζών, διακοπτών, φωτιστικών κ.λ.π. από την εταιρεία DREAM LIGHT… 1.771,71 ευεώ,24)για ηλεκτρολογικές εργασίες από την εταιρεία DREAM LIGHT … 654,50 ευρώ, 25)αγορά 8760-Ρ-GOLD, κόλλας, σταυρού κ.λ.π. από την ¨Αφοί Ψαραδέλλη Ο.Ε.¨… 1.042,23 ευρώ,26)αγορά ΕΠΑΛ τετράφυλλο από την εταιρεία Μελιγκοβασκόν… 505,75 ευρώ, 27)αγορά ΕΛΟΤ 1421 πλέγματος κ.λ.π. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨ … 1.651,04 ευρώ, 28) αγορά τσιμέντου, ασβέστη, φτυαριών κ.λ.π. από την ¨Παπαστελίδη ΕΠΕ¨…. 225,26 ευρώ, 29)αγορά δομικού πλέγματος. από την ¨Α. ΛΙΑΝΟΣ Α.Ε.¨ … 539,31 ευρώ, 30)αγορά στεγανωτικού από PRAKTIKER… 278,117 ευρώ και συνολικά δαπάνησε 81.845,42 ευρώ. Γ)Για αμοιβές εργατών συμπεριλαμβανομένων εισφορών προς το ΙΚΑ: i)τον μήνα Ιούνιο 2008 εργάστηκαν οι κατωτέρω λαβόντες τα αντίστοιχα ποσά: 1)Άγγελος Κωσταράς, εργάτης μπετόν…1.588,23 ευρώ, 2) Γκιορντουμί Τζιεβασίρ, εργάτης μπετόν… 1.145 ευρώ, 3)Αλίας Ρατμίρ, εργάτης σιδεράς…443,39 ευρώ, 4)Οδυσσέας Κάρος, εργάτης σιδεράς… 418,71 ευρώ, 5)Ζώης Μεϊντί, εργάτης σιδεράς…. 855,20 ευρώ, 6)Νταουντί Αουρέλ, εργάτης σιδήρων… 320,08 ευρώ, 7)Πότσης Κων/νος, εργάτης σιδεράς… 366,51 ευρώ, ii)τον μήνα Ιούλιον 2008 εργάστηκαν οι κατωτέρω λαβόντες τα αντίστοιχα ποσά: 1)Άγγελος Κωσταράς, εργάτης μπετόν…2.443,42 ευρώ,2) Γκιορντουμί Γκιεβασίρ, εργάτης μπετόν… 1.909,04 ευρώ, 3)Ζώης Μεϊντί, εργάτης σιδεράς…. 733,03 ευρώ, 4)Νταουντί Αουρέλ, εργάτης σιδήρων… 748,52 ευρώ και 5)Shehat Fation, σιδεράς… 244,34 ευρώ iii) τον μήνα Σεπτέμβριο 2008 εργάσθηκαν οι κατωτέρω λαβόντες τα αντίστοιχα ποσά: 1) Άγγελος Κωσταράς, εργάτης μπετόν… 2.889,73 ευρώ και 2) Ζώης Μεϊντί, εργάτης… 367,02 ευρώ και συνολικά για αμοιβές εργατών η ενάγουσα κατέβαλε 14.472,46 ευρώ. Συνολικά, για τις παραπάνω αιτίες η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 109.858,12 ευρώ, κατά το οποίο ωφελήθηκε ο δικαιοπάροχος των εναγομένων Ι. Α., αληθής κύριος του επίδικου ακινήτου, ο οποίος απαλλάσσεται από την καταβολή των προαναφερομένων, αναγκαίων για την ανέγερση οικοδομής στο οικόπεδό του, δαπανών, καταστάς έτσι αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας… Ενόψει των ανωτέρω η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά την επικουρική της βάση, ως ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα έκαστος κατά την κληρονομική του μερίδα (30,42% η πρώτη, 46,63% η δεύτερη και 22,94% ο τρίτος), το ποσό των εκατόν εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ και 0,12(109.858,12)ευρώ, νομιμοτόκως…”. Με βάση δε τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχτηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, της εκκαλούσας-ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά το μέρος της εκκαλουμένης, που αφορά την επικουρική βάση της αγωγής και την είχε κρίνει απορριπτέα ως αόριστη, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, και, κρατώντας και επαναδικάζοντας την αγωγή ως προς την εν λόγω, επικουρική, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της, έκρινε αυτή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Αναγνώρισε δε ότι οι εναγόμενοι(και ήδη αναιρεσείοντες) υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα (και ήδη αναιρεσίβλητη), έκαστος κατά την κληρονομική του μερίδα (30,42% η πρώτη, 46,63% η δεύτερη και 22,94% ο τρίτος), το σύνολο του επικουρικώς σωρευόμενου αγωγικού αιτήματος καταβολής του ποσού των εκατόν εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ και 0,12 (109.858,12)ευρώ, νομιμοτόκως. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες στην αρχή νομικές σκέψεις, θεμελιώνοντας στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ την κατά τα άνω επικουρική αξίωση της αναιρεσίβλητης, με το προαναφερθέν περιεχόμενο, για αναζήτηση των δαπανών στις οποίες αυτή υποβλήθηκε ως καλόπιστη νομέας και κατά τις οποίες φέρεται ότι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, συμπεριλαμβάνοντας στον πλουτισμό του, πέραν της ωφέλειας που αυτός απέκτησε από τη μετάθεση προς αυτόν της κυριότητας των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της οικοδομής και ειδικότερα την αξία τους, την οποία και μόνο μέσω του άρθρου 1063 ΑΚ εδικαιούτο να απαιτήσει, όχι όμως και την απόδοση της ωφέλειας από τις εργασίες των προσληφθέντων από αυτήν εργατοτεχνιτών, εργολάβου, μηχανικού κ.λ.π. ή τις λοιπές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την ανέγερση της οικοδομής, τις οποίες δεν έπρεπε να συμπεριλάβει, έσφαλε, και παραβίασε, έτσι, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1063 και 904 ΑΚ. Επομένως ο τρίτος αναιρετικός λόγος, κατά το αντίστοιχο σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Περαιτέρω, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο αποφαινόμενο για τον πλουτισμό που δέχθηκε ότι αποκόμισε ο προαναφερόμενος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων λόγω της επί του οικοπέδου του ανεγέρσεως της επίδικης οικοδομής με δαπάνες της αναιρεσίβλητης, χωρίς να λάβει υπόψη του το χρόνο κατά τον οποίο το ακίνητο(μετά του κτίσματος) αποδόθηκε σε αυτόν, που ήταν και ο πραγματικός ιδιοκτήτης του, και ο οποίος χρόνος ήταν και ο κρίσιμος για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού και χωρίς να υπολογίσει την αξία του πλουτισμού κατά τον χρόνο αυτόν, θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό τόσο της αξίας του πλουτισμού, όσο και του ύψους του αποδοτέου τοιούτου, ήταν εκείνος της επιδόσεως προς την ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη της διεκδικητικής αγωγής που ήγειρε εναντίον της ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Ι. Α., χρόνος κατά τον οποίο το επίδικο κτίσμα βρισκόταν στο στάδιο της εκ μπετόν αποπερατώσεώς του, παραβίασε ευθέως τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 908 και 909 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Αλλά και εκ πλαγίου, καθόσον παρέλειψε, παντελώς, να αιτιολογήσει το Εφετείο, την κρίση του αυτή, παραλείποντας δηλαδή να προσδιορίσει και να παραθέσει την αξία του επιδίκου ακινήτου με και χωρίς την (επικαλούμενη) βελτίωση (ωφέλεια) κατά το χρόνο της απόδοσής του στον προαναφερόμενο δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων, αφενός, και την αξία του κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, αφετέρου, ούτως ώστε από τη σύγκρισή τους να προκύπτει με σαφήνεια εάν και κατά πόσον η ωφέλεια που αποκόμισε ο δικαιοπάροχός τους ήταν αυτή που ισχυρίζεται η αναιρεσίβλητη και αυτή που, τελικά, της αναγνωρίστηκε ως καταβλητέα. Εξαιτίας δε των ελλείψεων αυτών δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά αν το Εφετείο εφάρμοσε ορθώς ή όχι, τις ανωτέρω κρίσιμες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου.
Συνεπώς, και κατά το αντίστοιχο σκέλος του, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο ίδιος ως άνω τρίτος αναιρετικός λόγος, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια για έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι βάσιμος. Συνακόλουθα πρέπει, κατά παραδοχή των πρώτου και δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, να γίνει δεκτή η αίτηση, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου ως προς τα λοιπά σκέλη του και του δεύτερου λόγου αυτής(κατά τα αντίστοιχα σκέλη του για αναιρετικές πλημμέλειες εκ των αριθμών 8 και 11γ, και επικουρικά προβαλλόμενων εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), οι οποίοι λόγοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ανωτέρω που έγιναν δεκτοί, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1304/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και δη κατά το μέρος αυτής ως προς τη νομιμότητα των αγωγικών κονδυλίων της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρικής βάσης της από 02.11.2020 αγωγής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, καθώς και ως προς τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο, όμως, από δικαστές άλλους, από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 εδ. β’ ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους αναιρεσείοντες (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών (άρθρα 106,176,183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1304/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην αυτών, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάζει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που έχουν καταθέσει.
Καταδικάζει την ως άνω αναιρεσίβλητη να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία καθορίζει (συνολικά) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ