Αριθμός 1985/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Γεώργιο Σχοινοχωρίτη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ. συζύγου Ν. Τ., το γένος Μ. Ξ., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Τ. του Ι., κατοίκου Αναβύσσου Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ξενάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-3-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5275/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 3099/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-12-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την επί του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Δ. Λ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσίβλητος, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 9-12-2021 αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε επιμελεία της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση, στον αντίδικό της. Η τελευταία δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς θα δικαστεί σαν να ήταν παρούσα (άρθ. 576 § 1 ΚΠολΔ). Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ), υπ’ αριθ. 3099/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ’ουσίαν την από 23-7-2020 έφεση της νυν αναιρεσείουσας κατά της πρωτοδίκου υπ’αριθ. 5275/2020 αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η από 16-3-2018 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας και απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, λόγω του τεκμαιρόμενου από τη διετή διάσταση αυτών ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσής τους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 §1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι επισυνάπτεται στον φάκελο της αναιρεσείουσας το υπ’αριθ. 1987/2021 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Αλεξάνδρας Βενιέρη, με το οποίο παρέχεται ειδική πληρεξουσιότητα για την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως στην δικηγόρο Δήμητρα Χριστολιάκου , που υπογράφει και κατέθεσε την αίτηση αναίρεσης, ενώ λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν απαιτείται η προσκόμιση παραβόλου για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου (άρθ. 495 § 3Γβ’εδ.τελευτ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 § 3 ΚΠολΔ). Κατά την έννοια του αρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος, για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΕλλΔνη 2006.1324). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011).
Στο άρθρο 1439 § 3 ΑΚ ορίζεται ότι: “Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων”. Από τις διατάξεις αυτές, που καθιερώνουν ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των συζύγων, προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από το χρόνο της στο ακροατήριο κατ’ ουσίαν συζήτησης της αγωγής, κατά τον οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ κρίνεται το κεκτημένο του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζυγών και το δικαστήριο χωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης (ψυχικό στοιχείο), που δεν αφορά υποχρεωτικά τον ενάγοντα ή μπορεί να αφορά και τους δύο, δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά. Με το ανωτέρω περιεχόμενο της διάστασης, ο νόμος, για να διευκολύνει την προσπάθεια αποκατάστασης των συζυγικών σχέσεων, δεν θεωρεί ότι παρεμποδίζουν τη συμπλήρωση του χρόνου οι μικρές διακοπές της διάστασης που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης, παρά το ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης, ενώ κατά μείζονα λόγο δεν ελλείπει η διάσταση, όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές εξ’ άλλων λόγων, που δεν αναιρούν την σταθερή εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού. Η επίκληση της διετούς, διάστασης είναι στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής διαζυγίου, η οποία στηρίζεται στον ανωτέρω λόγο, ο δε ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν έχει συμπληρωθεί η διετής διάσταση, διότι αυτή άρχισε σε χρόνο μεταγενέστερο του επικαλούμενου με την αγωγή, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι ένσταση. Κατά συνέπεια, τα όποια διακοπτικά της ψυχικής και σωματικής απομάκρυνσης περιστατικά, που τυχόν επικαλείται ο εναγόμενος, στον εκ του άρθρου 1439 § 3 ΑΚ λόγο διαζυγίου, τείνουν σε αποδυνάμωση της έννοιας της διάστασης, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και συνιστούν άρνηση, εφόσον δε, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, προκύψουν τέτοια διακοπτικά περιστατικά, εκτιμώνται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, αν αναιρούν ή όχι το στοιχείο της διάστασης. (ΑΠ 242/2015, ΑΠ 1068/2014, ΑΠ 55/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, συνεκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, δέχτηκε, ως προς την ουσία της υπόθεσης, τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι τέλεσαν στις 26.6.1975 νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ιερό Ναό Αγ. Ιωάννη Γαργαρέττας, στην Αθήνα, στο Κουκάκι,…., από τον οποίο (γάμο) δεν απέκτησαν τέκνα. Μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν αρχικά σε μισθωμένο διαμέρισμα στη Ν. Σμύρνη και ακολούθως σε ιδιόκτητο, επί της οδού …, όπου και διέμεναν μέχρι τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως. Η έγγαμη συμβίωση ήταν στην αρχή αρμονική, πλην όμως, αργότερα το έτος 1991 περίπου άρχισαν τα προβλήματα, οφειλόμενα στην αντισυζυγική συμπεριφορά αμφοτέρων των διαδίκων. Η ενάγουσα-εκκαλούσα, από πολλών ετών είχε συστήσει ετερρόρυθμη εταιρία με την επωνυμία … από κοινού με τη μητέρα της και τον αδερφό της. Η εν λόγω εταιρία, αρχές του έτους 1980, έλαβε τοκοχρεωλυτικά δάνεια ανερχόμενα στο ύψος των 183.000.000 δραχμών. Στις δανειακές συμβάσεις η ενάγουσα είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια και η δανείστρια Τράπεζα, προς εξασφάλιση της, ως άνω απαίτησής της ενέγραψε προσημείωση υποθήκης στην ακίνητη περιουσία της εναγομένης, ήτοι σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω διαμερίσματος στη Ν Σμύρνη Αττικής, ενός οικοπέδου μετά της επ’αυτού διώροφης εξοχικής κατοικίας και επί ενός οικοπέδου, κειμένου στην Κερατέα Αττικής, τα οποία αποκτήθηκαν με αγορά κατά τη διάρκεια του γάμου της εναγομένης-εκκαλούσας με τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, ο οποίος μάλιστα ήταν ο συγκύριος αυτών κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου. Ο εναγόμενος-εκκαλών αγνοούσε τόσο τη συμμετοχή της ενάγουσας στην εν λόγω εταιρία, όσο και το γεγονός ότι αυτή είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια με την ανωτέρω ακίνητη περιουσία στις πιο πάνω δανειακές συμβάσεις. Η εταιρία στην οποία απασχολούνταν ο αδερφός της τελευταίας δεν εξυπηρετούσε τα εν λόγω δάνεια, με αποτέλεσμα η δανείστρια ΕΤΒΑ να επισπεύσει προς είσπραξη τους διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της εναγόμενης-εκκαλούσας. Κατά τα έτη 1991, όταν έλαβε χώρα η αναγκαστική εκτέλεση, ο ενάγων-εφεσίβλητος έλαβε γνώση για πρώτη φορά όλων των παραπάνω, τα οποία η σύζυγος του είχε αποκρύψει. Η εναγόμενη-εκκαλούσα, προκειμένου να μην χαθεί η ανωτέρω ακίνητη περιουσία, εξόφλησε κατά ένα μέρος τις οφειλές της παραπάνω εταιρείας και ακολούθως του μεταβίβασε δυνάμει του υπ’αριθμόν 14486/7.4.1995 συμβόλαιο της Συμ/φου Αθηνών Μαρία Κορομπέλη-Χάλαρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, την κυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω διαμερίσματος που βρίσκεται στη Ν. Σμύρνη, επί του οποίου είχε εγγράφει η ΕΤΒΑ προσημείωση υποθήκης, με την με αριθμ. 11915/1991 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για ποσό 10.000.000 δραχμών στα βιβλία υποθηκών Ν. Σμύρνης και είχε προβεί σε κατάσχεση με τη με αριθμό 326/1994 έκθεση κατάσχεσης της δικ.επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως ο ενάγων-εφεσίβλητος, αγόρασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω εξοχικής κατοικίας στην Ανάβυσσο Αττικής, αντί του τιμήματος των 5.000.000 δραχμών, που είχε περιέλθει στην κυριότητα της ΕΤΒΑ με τη με αριθμό 7768/5.5.1995 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης. Ενόψει ότι η εναγόμενη-εκκαλούσα απέκρυψε από τον τελευταίο όλα τα προαναφερθέντα, αλλά και του ότι η οικογένεια αυτής αδιαφόρησε, με αποτέλεσμα να επωμιστεί όλο το βάρος αυτός, προκειμένου να μη χαθούν τα περιουσιακά στοιχεία των διαδίκων, άρχισαν oι διαπληκτισμοί και οι έριδες, με ανταλλαγή προσβλητικών, εξυβριστικών κα υποτιμητικών φράσεων εκατέρωθεν. Τέλη επομένως του έτους 2014 ο ενάγων- εφεσίβλητος εγκατέλειψε την συζυγική στέγη και έκτοτε διέμενε στην Ανάβυσσο Ν. Αττικής, είτε στην πατρική του οικία στα Χανιά, με την υπέργηρη μητέρα του. Μερικές φορές επισκεπτόταν τη συζυγική οικία, προς διευθέτηση οικονομικών υποχρεώσεων του, πλην όμως οι σχέσεις του περιορίζονταν στην συνοίκηση, αφού πλέον δεν είχαν ερωτικές σχέσεις. Η εν λόγω διάσταση συνεχίστηκε έκτοτε χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα. Καθ’όλο δε αυτό το διάστημα της φυσικής και σωματικής απομακρύνσεώς τους διατηρούσαν τη βούληση να μη έχουν πλέον κοινωνία βίου. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και δη το θέρος του 2017 υπήρξε μια προσπάθεια επανασύνδεσής, στα πλαίσια προγραμματισμένων διακοπών στην Κεφαλλονιά, η οποία δεν τελεσφόρησε, ενόψει της άρνησης της ενάγουσας-εκκαλούσας, σε καμία περίπτωση όμως, το εν λόγω χρονικό διάστημα της κοινής διαμονής τους, δε συνιστά διακοπτικό γεγονός της διάστασης των διαδίκων, αφού εντάσσεται στην έννοια των μικρών διακοπών του άρθρου 1439 παρ. 3 εδ. 3 του ΑΚ, αλλά αποτελεί συνέχιση της εγγάμου συμβιώσεως. Τα ανωτέρω, επιβεβαιώνονται από την σαφή κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ν. Β., οικογενειακού φίλου ο οποίος κατέθεσε με σαφήνεια ότι καθ’όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι διάδικοι ευρίσκονται σε διάσταση, καθόσον δεν έχουν οποιαδήποτε επαφή μεταξύ τους (ψυχική ή σωματική). αλλά ούτε και την πρόθεση να επανασυμβιώσουν, καίτοι ο ενάγων-εφεσίβλητος πήγαινε στην Ν. Σμύρνη, προκειμένου ” να διευθετήσει και τους λογαριασμούς, γιατί η Τ. δεν είχε έσοδα”. Χαρακτηριστικά κατέθεσε “από το 2014 πλέον δεν κοιμούνται στο ίδιο κρεββάτι” “έμεναν στο ίδιο σπίτι, ουσιαστικά όμως ήταν χωρισμένοι”. Η ως άνω κατάθεση δεν αναιρείται από αυτήν της μάρτυρας Ε. Τ., αδελφής του εφεσιβλήτου, η οποία εξηγεί ότι ζούσαν υπό την ίδια στέγη, όχι ως άνθρωποι που έχουν συναισθηματικό δεσμό και επιθυμούν να έχουν κοινωνία βίου, διότι καίτοι ζητούσε διαζύγιο ο αδελφός της η σύζυγός του δε συναινούσε. Τα όσα μάλιστα η εναγόμενη-εκκαλούσα αναφέρει για την κατάθεση της σύνταξης του σε κοινό λογαριασμό δεν αναιρεί το γεγονός της διάστασης, αφού ο ενάγων- εφεσίβλητος επέτρεπε στην σύζυγό του να χρησιμοποιεί τα χρήματα της σύνταξης του, μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2018 για τη διατροφή της. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας με τον οποίο επαναφέρει με λόγο έφεσης, ότι η εκκαλουμένη προσδιόρισε εσφαλμένα το χρονικό σημείο έναρξης της διάστασης το θέρος του έτους 2017, ενώ θα έπρεπε να το προσδιορίσει αργότερα την άνοιξη του έτους 2018, με την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία την αιφνιδίασε, διότι ότι αυτοί συνέχιζαν να διαμένουν μαζί στη Ν. Σμύρνη ως σύζυγοι, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδεικνύεται, δηλαδή, πλήρως η διάσταση των διαδίκων συζύγων επί συνεχές χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας πριν από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής. Επομένως, η έγγαμη σχέση των διαδίκων τεκμαίρεται αμάχητα ότι έχει κλονιστεί σοβαρά, χωρίς να ενδιαφέρει ποια περιστατικά οδήγησαν στη φυσική και ψυχική αποξένωση τους, αρκούντως του γεγονότος ότι η διάσταση στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει επέλθει, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, αφού προσδιορίζει την ημερομηνία το θέρος του έτους 2017….”.Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο κρίνοντας ομοίως, δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και απήγγειλε τη λύση του γάμου του με την αναιρεσείουσα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε την εφαρμοσθείσα ως άνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 1439 § 3 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της συμπλήρωσης της διετούς διάστασης στην έγγαμη σχέση των αντιδίκων συζύγων, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του 2014 μέχρι την 13-1-2020, που συζητήθηκε κατ’ ουσία η αγωγή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της διετούς διάστασης και δικαιολογούν την απόρριψη των αρνητικών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας και την παραδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αίτησής της με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Παράλληλα, ενόψει των ως άνω παραδοχών του, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της υπαγωγής των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοστέα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1439 του ΑΚ κατέληξε στο προαναφερόμενο πόρισμά του, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιλάβει σ’ αυτήν άλλες επιπλέον αιτιολογίες προς αποσαφήνιση των όσων δέχτηκε ή όσων δεν δέχθηκε.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Οι ως άνω πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, κατά τις λοιπές αιτιάσεις τους, καθόσον αυτές ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων, αλλά και σε επιχειρήματα και κρίσεις του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων και δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αρ. 11, περ. γ’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 253/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον, βέβαια, προτάθηκαν παραδεκτά στο Δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποιά αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός, ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μονό από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 455/2014, ΑΠ 1072/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησής της η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 11 περ.γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, υποστηρίζοντας ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος περί της υπερδιετούς διάστασης αυτής με τον αντίδικο σύζυγό της, δεν έλαβε καθ’ ολοκληρίαν υπόψη του τα κάτωθι απαριθμούμενα και νομίμως προσκομισθέντα με επίκληση πέντε έγγραφα, από τα οποία, κατά την κρίση της, θα αποδεικνυόταν η αβασιμότητα της αγωγής, και συγκεκριμένα : 1) Τις από 1-4-2017 και 30-6-2017 φωτογραφίες, οι οποίες βρίσκονται αναρτημένες στον λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στις οποίες απεικονίζονται μαζί σε ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές. 2) Εκτυπώσεις από το λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου στον οποίο μέχρι και το Φεβρουάριο του 2018, δηλώνει παντρεμένος και κάτοικος Νέας Σμύρνης. 3) Αναρτήσεις από τον προσωπικό λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου μετά τη μετοίκησή του από τη συζυγική στέγη με ημερομηνία 28-5-2018 κατά την οποία δηλώνει ερωτευμένος, 4) φωτογραφία του μάρτυρά της με τον αναιρεσίβλητο τον Ιανουάριο του 2015 στην αποφοίτησή της και 5) Φωτογραφία του αναιρεσιβλήτου με τους φίλους του τον Ιούλιο του 2017 στην Κεφαλλονιά. Από την επισκόπηση όμως της προβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή διαβεβαίωση του Δικαστηρίου, με ρητή αναφορά όλων των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, ότι στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμά του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, προς άμεση και έμμεση απόδειξη, καθώς και τις φωτογραφίες που προσκομίζονται, ειδικότερα, από την τότε εναγομένη και νυν αναιρεσείουσα, σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για την κατάρτιση του αποδεικτικού του πορίσματος περί της υπερδιετούς διάστασης των διαδίκων συζύγων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, με τα υπόλοιπα μέσα, τα προαναφερόμενα έγγραφα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να δικαιολογήσει την αντίθετη προς τις απόψεις της αναιρεσείουσας κρίση του ή να κάνει ειδική αξιολόγησή του. Με τον λόγο αυτό η αναιρεσείουσα επιχειρεί ανεπιτρέπτως να πλήξει αναιρετικά την ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία οδήγησε το Εφετείο σε διαφορετική από την υπ’αυτής υποστηριζόμενη άποψη. Επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναίρεσης, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθ. 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολ) κατά τα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της αναιρεσείουσας.
Απορρίπτει την από 9-12-2021 αίτηση της Γ. Τ. για αναίρεση της υπ’αριθ. 3099/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου εκ ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
.