Αριθμός 2441/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ανδρέου, περί αναιρέσεως της 105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας). Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1979/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ.1α του ΠΚ που ορίζει ότι “Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών”, 310 παρ.1 του ίδιου Κώδικα που ορίζει ότι “Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών” και 29 του ΠΚ που ορίζει ότι “Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη”, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του τιμωρούμενου σε βαθμό πλημμελήματος εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης, η οποία σύμφωνα με την παράγρ.2 του άρθρου 310 ΠΚ υπάρχει ιδίως, αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του, απαιτείται: α) πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλου β) δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του άλλου και γ) η πράξη να είχε ως επακόλουθο την βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, το αποτέλεσμα δε αυτό να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρ. 93 παρ.3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρ. 139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ όταν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις(αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Προκειμένου για το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης πρέπει επί πλέον για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως να αιτιολογείται και ο δόλος του δράστη, ήτοι ο σκοπός αυτού που κατευθύνεται στην παραγωγή της σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του άλλου, ο οποίος μπορεί να είναι και ενδεχόμενος, που όμως πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στην απόφαση, καθώς επίσης να αναφέρεται σε αυτή ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα που επήλθε, οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου και να καθορίζεται ποιο είδος αμελείας (συνειδητής ή μη) συνέτρεξε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ ιδρύεται και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, περίπτωση της οποίας είναι και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής που συντρέχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών (μετ. Χαλκίδας), με την προσβαλλόμενη με αριθ. 105/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω. “Από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν από τον πολιτικώς ενάγοντα, επισκοπήθηκαν από το Δικαστήριο, επιδείχθηκαν σε όλους τους παράγοντες της δίκης και στους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων και από όλη την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης σκύλου, ράτσας λυκόσκυλου. Το ότι είναι ο ιδιοκτήτης του σκύλου τούτου, καταθέτουν με σαφήνεια όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, αλλά και η σύζυγός του, που καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης. Ο κατηγορούμενος διαμένει σε μονοκατοικία με κήπο στην περιοχή ….., ενώ ο παθών, Ψ, καθώς και οι λοιποί εξετασθέντες μάρτυρες, κατηγορίας και υπεράσπισης, κατοικούν σε γειτονικές μονοκατοικίες. Κατά την 21-2-2003, μεσημβρινή ώρα, ο κατηγορούμενος, οδηγώντας το IX αυτοκίνητό του, εξήλθε από την πόρτα του γκαράζ της μονοκατοικίας του, αφήνοντας, με πρόθεση, ανοικτή για λίγο την πόρτα αυτού, αφού στάθμευσε με αυτό στη ράμπα εξόδου και για άγνωστο λόγο σταμάτησε πάνω σ’ αυτήν, αφήνοντας αναγκαστικά την πόρτα ανοικτή, χωρίς να φροντίσει να περιορίσει το σκύλο του, ώστε να μην εξέλθει. Από αυτήν, ξαφνικά, διέφυγε ο σκύλος του -λυκόσκυλο- που δεν ήταν δεμένος και άρχισε να περιφέρεται ελεύθερος, έξω από την ιδιοκτησία του, στο δρόμο. Εκείνη την ώρα διερχόταν πεζός ο Ψ, στον οποίο ο σκύλος επιτέθηκε με μεγάλη σφοδρότητα και του προκάλεσε δήγματα ΔΕ μηρού, ΔΕ αντιβραχίου και πολλαπλά δήγματα στην κοιλιακή χώρα, μήκους 0,5 έως 6 εκατοστών, (βλ. αναγνωσθείσα βεβαίωση ΓΕΝ Χαλκίδας). Ο κατηγορούμενος, παρότι γνώριζε ότι ο σκύλος του θα εξέλθει από την πόρτα του γκαράζ και θα κυκλοφορεί ελεύθερος, καθώς και ότι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος διότι είχε προκαλέσει επανειλημμένως σωματικές βλάβες σε τρίτους, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, έτσι ώστε να μην μπορεί ο σκύλος του να κυκλοφορεί ελεύθερα και χωρίς επιτήρηση έξω από την ιδιοκτησία του, σε κοινόχρηστους γενικά χώρους, όπου διέρχονται αυτοκίνητα, πεζοί, ηλικιωμένοι και ανήλικοι, ούτε και φρόντισε, ενόψει της εξόδου του σκύλου του από την ιδιοκτησία του, να του προσαρμόσει φίμωτρο. Ο κατηγορούμενος, γνώριζε πολύ καλά, από προηγούμενα περιστατικά που είχε προκαλέσει ο σκύλος του και την συμπεριφορά του ζώου, ότι αφήνοντας ελεύθερο το σκύλο του και χωρίς φίμωτρο θα προκαλούσε σε περιοίκους ή διερχόμενους σωματικές βλάβες, αφού ο σκύλος ήταν επιθετικός με τους διερχόμενους ανθρώπους, κίνδυνο ορατό και γνωστό σ’ αυτόν τον οποίο αποδέχθηκε, δηλαδή ότι αυτός ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος, αποδεικνύοντας ότι είχε πρόθεση να τον αφήσει ελεύθερο, ώστε να μην πλησιάζουν ξένοι στην ιδιοκτησία του, στους οποίους γνώριζε μετά βεβαιότητας ότι θα προκαλούσε σωματικές βλάβες. Η έννοια της πρόθεσης εδώ νοείται με αυτήν του ενδεχόμενου δόλου, αφού γνώριζε ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν περιστατικά που τυποποιούν το αντικειμενικό της πράξεως της απλής σωματικής βλάβης, περιστατικά τα οποία αποδέχεται κατά το άρθρο 27 παρ. 1 εδ. Β, σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ. 1 ΠΚ. Όμως ως προς την επελθούσα τελικά σωματική βλάβη που είναι βαρεία, κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 310 ΠΚ, ο κατηγορούμενος τέλεσε αυτήν εξ αμελείας του, κατά το άρθρο 29 του ιδίου κώδικα. Το είδος δε της αμελείας είναι αυτό της άνευ συνειδήσεως υπό την έννοια του ότι ο κατηγορούμενος δεν προέβλεψε ότι εκ της απλής σωματικής βλάβης, ήταν δυνατόν να υπάρξει το βαρύτερο αποτέλεσμα που περιγράφεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 310 ΠΚ (ΑΠ 1651/2006 ΝοΒ 54. 1558). Ειδικότερα η μάρτυς Α, σύζυγος του παθόντος, καταθέτει ότι ο σκύλος αυτός α) σχεδόν πάντοτε κυκλοφορούσε ελεύθερος, παρά τις συστάσεις που είχαν κάνει επανειλημμένα στον κατηγορούμενο, β) επιτέθηκε άλλη φορά και στην ίδια, γ) κατά την 21.2.2003 επιτέθηκε στο σύζυγό της με μεγάλη μανία και τον δάγκωσε στην πυελική χώρα, κοντά στα γεννητικά του όργανα και δ) ότι αυτός κινδύνευσε να πεθάνει από αιμορραγία, γιατί τα τραύματα ήταν πολλά και πλησίον της μηριαίας και της κοιλιακής αορτής. Όπως καταθέτει τα τραύματα αυτά δεν ήταν δυνατόν να συρραφτούν, διότι προερχόταν από τον συγκεκριμένο σκύλο, ο οποίος, όπως προκύπτει από το σχετικό πιστοποιητικό που αναγνώσθηκε, δεν ήταν εμβολιασμένος (βλ. το από 22-2-2003 πιστοποιητικό κτηνιάτρου ….., που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, δημόσια) και τα τραύματα έπρεπε να παραμείνουν ανοικτά και να επουλωθούν σιγά-σιγά, για να μην πάθει γάγγραινα ο παθών. Επίσης ο μάρτυς Β καταθέτει ότι σε προγενέστερο χρόνο και ο ίδιος, διερχόμενος από το σημείο εκείνο με το μηχανάκι του, δέχθηκε σφοδρή επίθεση από τον σκύλο του κατηγορουμένου, που πάλι κυκλοφορούσε από πρόθεση ελεύθερος, χωρίς επιτήρηση, εποπτεία και φίμωτρο από τον ιδιοκτήτη του. Και ο μάρτυς αυτός νοσηλεύθηκε, όπως ο παθών σε νοσοκομείο, αλλά απέσυρε τη μήνυση που είχε καταθέσει, διότι ο κατηγορούμενος τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα τον αποζημιώσει. Επίσης καταθέτει ότι ο συγκεκριμένος σκύλος επιτέθηκε σε έναν ξάδελφό του και στο παιδί που μετέφερε πίτσες, ενώ ήταν ανεμβολίαστος και μόλις μετά την επίθεση στον κατηγορούμενο το πήγαν σε γιατρό. Η μάρτυς Γ, γειτόνισσά τους, καταθέτει ότι το σκυλί επιτέθηκε σε φίλους τους που είχαν έρθει με μοτοσικλέτα για επίσκεψη καθώς και ότι, παρότι επανειλημμένως έκαναν συστάσεις στον κατηγορούμενο και την οικογένειά του, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, όπως όφειλε από το νόμο, ώστε να μην κινδυνεύουν οι πολίτες, αυτοί, από πρόθεση αδιαφόρησαν επιδεικτικά, με συνέπεια την τελευταία επίθεση στον παθόντα. Από όλα τα προμνημονευθέντα στην αρχή του παρόντος σκεπτικού αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι την συγκεκριμένη επίθεση από το σκύλο δέχθηκε ο παθών, στο δρόμο, σε μικρή απόσταση από την οικία του κατηγορουμένου και όχι μέσα σ’ αυτήν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός. Από πουθενά δεν αποδείχθηκε ότι ο παθών πήγε να χωρίσει το σκυλί του κατηγορουμένου από το δικό του σκυλί, μέσα στην αυλή του κατηγορουμένου και γι’ αυτό του επιτέθηκε το σκυλί του τελευταίου, δηλαδή ότι αυτός ο ίδιος προκάλεσε τον τραυματισμό του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός βρισκόταν στο δρόμο, αιμόφυρτος, όπου τον βρήκαν οι διερχόμενοι, ενώ ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του, παρακολουθούσαν το περιστατικό από μακριά, χωρίς να επεμβαίνουν για να περιορίσουν το σκύλο τους και κατά συνέπεια τις σωματικές βλάβες του παθόντα. Το τελευταίο αυτό κατατεθέν περιστατικό ενισχύει την άποψη του δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την πράξη της απλής σωματικής βλάβης εκ προθέσεως υπό την ειδικότερη μορφή του ενδεχομένου δόλου, το δε βαρύτερο επελθών αποτέλεσμα αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείστηκε ότι οφείλεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια αυτού, υπό την έννοια της μη προβλέψεως του επελθόντος τελικώς αποτελέσματος. Από τις αναγνωσθείσες ιατρικές βεβαιώσεις καθώς και από την εξέταση της μάρτυρος Α, αποδείχθηκε πλήρως ότι από την επίθεση του σκύλου ο παθών υπέστη τις βλάβες του σώματός του που ήδη αναφέρθηκαν πιο πάνω και οι οποίες έγιναν σε τέτοια σημεία του σώματός του, που κινδύνευσαν ζωτικές του λειτουργίες. Ότι έγινε μερική συρραφή αυτών, λόγω υψηλού κινδύνου επιμολύνσεως και του δόθηκε φαρμακευτική αγωγή. Τις πρωινές ώρες της 22.2.2003, την 02.30 και λόγω της μεγάλης αιμορραγίας από τα τραύματά του, ο παθών, εισήχθη και πάλι στο ΓΕΝ Χαλκίδας λόγω καταπληξίας (από την αιμορραγία) και έμεινε στο νοσοκομείο νοσηλευόμενος. Η αποθεραπεία του αποδείχθηκε ιδιαιτέρως μακρόχρονη και επίπονη. Από τα αποδειχθέντα περιστατικά τελέσεως της πράξεως της σωματικής βλάβης, από το είδος και την έκταση των τραυμάτων που προκλήθηκαν και τις συνέπειες αυτών, προκύπτει ότι πρόκειται για βαρεία σωματική βλάβη, διότι προξένησε στον παθόντα και κίνδυνο ζωής, λόγω της επελθούσας καταπληξίας εκ της αιμορραγίας, εξαιτίας της οποίας εισήλθε επειγόντως στο νοσοκομείο, αλλά και βαριά και μακροχρόνια ασθένεια, που εμπόδισε τον παθόντα σημαντικά για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα του. (βλ. σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και βεβαιώσεις που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο). Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται, και όχι της πταισματικής παραβάσεως του άρθρου 435 του ΠΚ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί. Τέλος το αίτημα για χορήγηση του αιτουμένου ελαφρυντικού απορρίπτεται, αφού αυτό το αίτημα δεν υπεβλήθη κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, επικουρικά δε ως αβάσιμο, αφού από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκε η βασιμότητά του. Τέλος, κατά την παρ. 1 περ. β του άρθρου 31 του ν. 3346/2005, η ισχύς του οποίου αρχίζει από 17.6.2005, ορίζεται ότι παραγράφεται το αξιόποινο και άρθρου 7, 14 ΠΔ 400/1983, παύει η δίωξη των ακολούθως αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, υφ’ όρον των πλημμελημάτων κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη με αριθμό 1045/2003 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, για τη πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο εκκαλών, της παραβάσεως του άρθρου 7, 14 ΠΔ 400/1983, όπως νυν ισχύει, απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους.
Συνεπώς συντρέχει νόμιμος λόγος παραγραφής του αξιόποινου της πράξεως αυτής και παύσεως της διώξεως”.
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο βαριάς σωματικής βλάβης σε βάρος του εγκαλούντος Ψ και επέβαλεν σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ την ημέρα.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το παραπάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, όπως πιο πάνω στη νομική σκέψη εκτίθεται, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στην απόφασή του, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε για τη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της βαριάς σωματικής βλάβης και ειδικότερα τα περιστατικά που συγκροτούν το δόλο (ενδεχόμενο) του δράστη που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, σε βαθμό πλημμελήματος, για την οποία και καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, αναφέρονται δε και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε από το Δικαστήριο η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω διαλαμβάνεται στην απόφαση σαφώς ότι το επελθόν ως άνω βαρύτερο αποτέλεσμα οφειλόταν σε αμέλεια και δη άνευ συνειδήσεως αμέλεια του κατηγορουμένου, ειδικότερα δε ότι ο κατηγορούμενος δεν έλαβε τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, τα οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λάβει, κατά το άρθρο 15 του ΠΚ, ως ιδιοκτήτης του σκύλου ράτσας λυκόσκυλου που ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος, αφού είχε προκαλέσει και στο παρελθόν επανειλημμένως σωματικές βλάβες σε τρίτους και η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος που πηγάζει από την εκτιθέμενη με σαφήνεια συνολική προηγούμενη συμπεριφορά του ιδίου του κατηγορουμένου, που δημιούργησε τον κίνδυνο, εξερχόμενος από το γκαράζ της μονοκατοικίας του, ανοίγοντας και αφήνοντας την πόρτα ανοικτή, χωρίς να περιορίσει το σκύλο του, ώστε να μη μπορεί να εξέλθει και να κυκλοφορεί ελεύθερος και χωρίς επιτήρηση έξω από την ιδιοκτησία του σε κοινόχρηστους χώρους όπου κυκλοφορούν πεζοί, όπως ο παθών που δήχθηκε από το σκύλο αυτό στο δρόμο, χωρίς εποπτεία και χωρίς να του έχει βάλει φίμωτρο, ενώ γνώριζε καλά από προηγούμενα περιστατικά που είχε προκαλέσει ο σκύλος του σε περιοίκους, ότι ήταν επιθετικός με τους διερχόμενους και ιδιαίτερα επικίνδυνος. Επίσης προσδιορίζονται στην απόφαση αναλυτικά, με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τα οποία προκύπτει ότι η τελεσθείσα πράξη του δήγματος του σκύλου, ιδιοκτησίας και ευθύνης του κατηγορουμένου, προξένησε στον παθόντα, από το δήγμα στην πυελική χώρα, τη συγκεκριμένη σωματική βλάβη, που είχε ως επακόλουθο τη βαρεία σωματική βλάβη του παθόντος, διότι προξένησε σε αυτόν σωρευτικά κίνδυνο ζωής, λόγω της επελθούσας καταπληξίας από την μεγάλη αιμορραγία και του υψηλού κινδύνου επιμολύνσεως που διέτρεξε, γιατί τα τραύματα επιβαλλόταν ιατρικά να παραμείνουν ανοικτά και να μη συρραφούν, για πρόληψη της γάγγραινας που κινδύνευε να υποστεί, ως και βαριά και μακροχρόνια ασθένεια, που εμπόδισε τον παθόντα σημαντικά για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα του, λόγω της ιδιαιτέρως επίπονης και μακροχρόνιας αποθεραπείας του, από δε τη σωρευτική ως πιο πάνω αναφορά του κινδύνου ζωής του παθόντος που προκλήθηκε, ως και της βαριάς και μακροχρόνιας ως άνω ασθένειας αυτού, δε δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση ως προς το είδος της διακινδύνευσης. Αναφέρονται επίσης καθένα από τα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκε και στηρίχθηκε το Δικαστήριο, ειδικά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, για τη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, από δε την αξιολογική εκτίμηση ή έξαρση ορισμένων ειδικά αναφερομένων από αυτά στο αιτιολογικό, δε συνάγεται ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση, ούτε ότι εξαιρέθηκαν και δεν συνεκτιμήθηκαν όλα και δη και οι καταθέσεις των μαρτύρων Δ, Ε και ΣΤ, καθώς και το διεθνές πιστοποιητικό εμβολιασμού του σκύλου του κατηγορουμένου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επομένως, το ως άνω Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 15,26 παρ.1 ,27 παρ.1 ,28,29, 308 παρ.1,310 παρ.1,2 του ΠΚ, χωρίς καμία εκ πλαγίου παράβαση και οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως σχετικοί από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως , είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επομένως, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της με αριθ. 105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών (μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ