Αριθμός 281/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Αγαθή Δερέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθε το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)”, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο μετονομάστηκε σε “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (e-ΕΦΚΑ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δερμιτζάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-10-2009, 1-12-2010 και 20-12-2010 ανακοπές των ήδη αναιρεσείοντος, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ” και αναιρεσιβλήτου, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3334/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 90/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-2-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ1419/2019), με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (AΠ1185/2021, AΠ363/2021, AΠ1735/2008), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ.1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ1/2020, ΟλΑΠ4/2018, ΟλΑΠ6/2017). Με τον παραπάνω από τον αρ. 14 λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης των ενδίκων μέσων (ΑΠ 765/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 933/2014). Κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), επί δικών του Ν. Δ/τος αυτού (ν.δ. 356/1974), το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, ήδη ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με την ποινή του απαραδέκτου, σε κάθε όμως περίπτωση με την ίδια κύρωση απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. 26-6/10-7-1944), που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό των Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή Οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παραλείψεώς της, την ακυρότητα, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσον στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Ολ ΑΠ 34/1988, ΑΕΔ 27/2004, ΑΠ 1274/2021, ΑΠ 743/2016, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 1801/2012, ΑΠ 126/2012, ΑΠ 498/2011, ΑΠ 1515/2010). Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 § 1 του Συντάγματος, 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ (Α.Ε.Δ. 27/2004, ΑΠ 869/2022, ΑΠ 833/2022). Ήδη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 36 παρ. 1, 43 του ν. 4389/2016, και 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 η αναφερόμενη παραπάνω επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται, από 1-1-2017, για την είσπραξη εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, προς τον Διοικητή της συσταθείσας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ”. Από την αντίστοιχη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και 5 του Κ.Δ. 26-6/10-7-1944, “παν δικόγραφον” και “οιουδήποτε δικογράφου” προκύπτει, κατ’ αρχήν, ότι η ανωτέρω διπλή επίδοση αφορά κάθε δικόγραφο που επιδίδεται στο Δημόσιο. Ως δικόγραφο δε νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, και το οποίο (έγγραφο), κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα διάδικο στον άλλο (ΟλΑΠ 4/2012, ΑΠ 1008/2022,ΑΠ 624/2022) και εν γένει κάθε άλλο διαδικαστικό έγγραφο που αφορά τη δίκη όταν επιβάλλεται να επιδοθεί και στο δημόσιο (Oλ.ΑΠ. 34/1988, ΑΠ 432/2002). Τέτοιο δικόγραφο είναι και το κατ` άρθρο 520 ΚΠολΔ δικόγραφο της έφεσης, όπως και η κλήση για συζήτηση (ΑΠ 1283/2022, ΑΠ 265/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ κάθε διάδικος μπορεί μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο αυτού και της απόφασης που προσβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο το ένδικο μέσο απευθύνεται, να ζητήσει να προσδιορισθεί δικάσιμος και να φέρει προς συζήτηση την υπόθεση με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 5 του ν.δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 αναφέρεται μόνο σε επίδοση και δεν διακρίνει περαιτέρω, ενώ η προβλεπόμενη υποχρέωση επίδοσης και προς τον Υπουργό των Οικονομικών, όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς παρ’ άλλου οργάνου, αποσκοπεί, όπως αναφέρθηκε, στην μείζονα εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου για την υπεράσπισή του ενώπιον των δικαστηρίων, προκύπτει, ότι η ανωτέρω διπλή επίδοση απαιτείται μόνον για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου και όχι για την άσκηση αυτού, η οποία γίνεται με την κατάθεση του δικογράφου, χωρίς να απαιτείται επίδοση αυτού και στον αντίδικο (πρβλ. ΑΠ 109/2018).
Συνεπώς, επί ασκηθείσας έφεσης, η παράλειψη μιας εκ των δύο προβλεπόμενων επιδόσεων, συνεπάγεται επί μεν ερημοδικίας του Δημοσίου στη σχετική δίκη το απαράδεκτο της συζήτησης που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 1275/2013, ΑΠ 913/2012, ΑΠ 184/2012, ΑΠ 1853/2005, ΑΠ 1778/1999, ΑΠ 1396/1988), επί συζήτησης δε κατ’ αντιμωλίαν της υπόθεσης, ακυρότητα της επίδοσης κατά το μέρος που αυτή (μη ολοκληρωμένη επίδοση) επάγεται έκπτωση του Δημοσίου από δικονομικά του δικαιώματα, είτε λόγω απώλειας προθεσμίας (προπαρασκευαστικής ή ενεργείας) είτε άλλου δικαιώματος ή ευχέρειας. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 του Ν. 1469/ 1984, στο τέλος της § 3 του άρθρου 27 του ΑΝ 1846/1951, προστέθηκε και εδάφιο δ`, με το οποίο ορίζεται: “Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττόμενων από αυτό εσόδων τρίτων Οργανισμών. Όπου δε σ` αυτές αναφέρεται Υπουργός, Δ/ντης Δημοσίου Ταμείου και υπάλληλος του Δημοσίου, νοούνται οι “Διοικητής” ΙΚΑ, Δ/ντης Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ ή Δ/ντης Ταμειακής Υπηρεσίας Περ/κου ή Τοπικού Υποκ/τος ΙΚΑ και υπάλληλοι του ΙΚΑ, από τους οποίους ασκούνται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες”. Τέλος με το άρθρο 51 § 1 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) συνεστήθη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (νπδδ) με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017, στο οποίο, σύμφωνα με το άρθρο με το άρθρο 51 του ν.4387/2016 “Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας κλπ” (Α’ 85/12.5.2016) ορίσθηκαν τα εξής: “1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, αποκαλούμενο στο εξής “Ε.Φ.Κ.Α.”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στις δίκες που αφορούν την είσπραξη εσόδων του ΙΚΑ, όπως είναι και εκείνη από αναγγελία ή ανακοπή του ΙΚΑ κατά πλειστηριασμού εις βάρος οφειλέτη του όταν επισπεύδων είναι τρίτος (άρθρ. 54 και 58 ΚΕΔΕ), πρέπει, κατ’ αρχήν, όλα τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, να επιδίδονται με την ποινή του απαραδέκτου, τόσο στον αρμόδιο Δ/ντή του Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ όσο και στο “Διοικητή” του ΙΚΑ και ήδη τα Κέντρα Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου) (ΑΠ 1507/2014, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, ΑΠ 1636/2002, ΑΠ 537/1999), πλην, όμως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η παράλειψη της ανωτέρω διπλής επίδοσης της έφεσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, δεν καθιστά απαράδεκτη την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα εξής: Επί συνεκδικασθεισών ανακοπών του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και του αναιρεσίβλητου, με τις οποίες επιδιώκετο η ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και ΙΚΑ – ΕΤΑΜ στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος το αναιρεσίβλητο νπδδ (ΕΦΚΑ), αντίστοιχα, κατά του με αριθμ. … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβ/φου Αθηνών Ευσταθίας Μπολτσή, για τη διανομή του επιτευχθέντος, στις 14-7-2010, πλειστηριάσματος από την δια πλειστηριασμού αναγκαστική εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…”, που επισπεύστηκε από τρίτο, εκδόθηκε η με αριθμ. 3334/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές οι ανακοπές και μεταρρυθμίστηκε ο πίνακας κατάταξης. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατά του ήδη αναιρεσίβλητου την από 1-10-2014 και με αριθμ. 6570/7-10-2014 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22-9-2015, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, προσδιορίστηκε δε εκ νέου για τη δικάσιμο της 17-1-2017, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 17-10-2017, κατά την οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. 90/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αυτεπαγγέλτως η έφεση ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε μόνο στον Διοικητή του ΕΦΚΑ, ενώ δεν επιδόθηκε και στο τότε Β’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ήδη, από 1-1-2017, Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο.), το οποίο είχε προβεί δια του διευθυντού του, ενώπιον της ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, στην αναγγελία απαιτήσεων του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.”, προερχόμενες από ασφαλιστικές εισφορές, ύψους 657.445,04 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες δικονομικού δικαίου διατάξεις και, ως εκ τούτου, παρά το νόμο εκήρυξε απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η μη επίδοση του δικογράφου της έφεσης εκτός από τον Διοικητή του αναιρεσίβλητου και στο τότε Β’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ήδη, από 1-1-2017, Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο.), ήτοι η παράλειψη της προβλεπόμενης διπλής επίδοσης, δεν καθιστά απαράδεκτο το ένδικο αυτό μέσο, αφού για την έγκυρη άσκηση της έφεσης αρκούσε μόνη η κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στο εκδόν την εκκαλούμενη απόφαση δικαστήριο και δεν ήταν αναγκαία και η επίδοση αυτής στο αναιρεσίβλητο. Επομένως, το Εφετείο υπέπεσε στην από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, είναι βάσιμος.
Ένα μέλος, όμως, του Δικαστηρίου, η Αρεοπαγίτης Αικατερίνη Κρυσταλλίδου είχε την άποψη, ότι από τη σαφή γραμματική διατύπωση των άρθρων 85 παρ. 1 ΚΕΔΕ και 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. 26-6/10-7-1944) σαφώς συνάγεται ότι στα έγγραφα που επιδίδονται επί ποινή απαραδέκτου συμπεριλαμβάνονται και εκείνα των ενδίκων μέσων (AΠ 1396/1988) παρά το γεγονός ότι τόσο η άσκηση της έφεσης όσο και της αναίρεσης ολοκληρώνεται με την κατάθεσή τους (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ) ενόψει του ότι οι εν λόγω διατάξεις ως ειδικές υπερισχύουν εκείνων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΑΠ 869/2022, ΑΠ 833/2002) και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος της αναίρεσης έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί, κατά πλειοψηφίαν, η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί όμως από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. ΑΠ 1287/2018).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 90/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :