Αριθμός 371/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Αθανάσιο Θεοφάνη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ζωή Μαυρίδου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “Δήμος Βέροιας”, που εδρεύει στη Βέροια και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαστεργίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις, 2) Σωματείου με την επωνυμία “Τουριστικός Όμιλος Καστανιάς”, που εδρεύει στην Καστανιά του Δήμου Βέροιας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαριώρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 203/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 39/ΤΜ/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας (Τακτική Διαδικασία). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 17-5-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 17.05.2017 αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, με στοιχεία 39/ΤΜ/10.03.2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, το οποίο απέρριψε την από 18.12.2015 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 203/22.08.2013 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Βέροιας, το οποίο είχε κάνει δεκτή την από 08.03.2010 αγωγή κυριότητας των αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αυτή περί αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553§1 στοιχ. β’, 556§1, 558 εδάφ. α’, 564§1, 566§1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577§1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577§2 Κ.Πολ.Δ.).
Στο άρθρο 4§1 του ν. 3127/2003 “Τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, ορίζονται τα εξής: “1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17.03.2003), αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.02.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1042 του Α.Κ., “Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.”. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνώριζε ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, ότι θεσπίζεται με αυτές εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 του Εισ.Ν.Α.Κ. και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Ελληνικό Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί έως τις 11.09.1915, αφού, μετά την χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, μπορεί κάποιος να αποκτήσει με χρησικτησία κυριότητα δημοσίου κτήματος που βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή σε προϋφιστάμενο του έτους 1923 οικισμό ή σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ., εφόσον νέμεται αδιατάρακτα το εν λόγω ακίνητο έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή, έως τις 19.03.2003: α) για δέκα (10) έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμόμενου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτιστεί και μεταγραφεί μετά τις 23.02.1945, εκτός αν, κατά την κτήση της νομής, ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπάροχούς του ήταν κακής πίστεως ή β) για τριάντα (30) έτη, εκτός αν, κατά την κτήση της νομής, ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, εφόσον, δηλαδή, κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. . Η ρύθμιση αυτή, ως ειδική και εξαιρετική, επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή του ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου, νέμεται τούτο αδιατάρακτα για τριάντα (30) έτη που φθάνουν χρονικά έως την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή, έως τις 19.03.2003, με τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην §1 περίπτ. α’ και β’ και όχι εφόσον έχει συμπληρωθεί οποτεδήποτε η τριακονταετής αυτή αδιατάρακτη νομή, πριν από την έναρξη ισχύος του ίδιου νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Ελληνικού Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου (Α.Π. 22/2021). Εξάλλου, οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ.Α.Π. 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντάς του την δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 984 εδάφ. α’ και 989 εδάφ. α’ του Α.Κ. προκύπτει, ότι διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σε αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη, που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (Α.Π. 210/2011) και ειδικότερα, κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή, όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις που μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών από την κυριότητα του πράγματος (Α.Π. 22/2021, Α.Π. 137/2018, Α.Π. 225/2017, Α.Π. 943/2012, Α.Π. 942/2012). Επίσης, από τις διατάξεις του προϊσχύοντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 8§1 κωδ. 7.39, ν. 9§1 Πανδ. (50.14), ν. 2§2 Πανδ (41-4), 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 §1 (18.1), ν. 7§3 Πανδ. (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του ν. 21.06/06.03.1937 “Περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει, κατ’ ουσίαν, το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20§12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με την δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπάροχού του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου δεν υπόκεινται, εφεξής, σε καμία παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμία συνέπεια, εάν, έως την δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής, κατά τους προϊσχύοντες νόμους, παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η κτητική παραγραφή, δηλαδή, η έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλη με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του ν. ΔΞΗ/1912 έως την χρονολογία εκδόσεως του ανωτέρω ν.δ. έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί έως τις 12.09.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν καμία αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον, δε, η τριακονταετία δεν έχει συμπληρωθεί έως την ημερομηνία αυτή, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω, με το άρθρο 154§11 του ν. 4389/2016 επαναδιατυπώθηκε το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, χωρίς ουσιώδεις μεταβολές, εκτός από την παράγραφο 2 αυτού στην οποία ορίζονται πλέον τα ακόλουθα: “2. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους, ή πά… και άλση.” ενώ σύμφωνα με το άρθρο 240 του αυτού νόμου ορίζεται ότι η ισχύς του αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (27.05.2016), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, χωρίς να υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση αναφορικά με την παράγραφο 11 του άρθρου 154, με αποτέλεσμα η ως άνω διάταξη να μην έχει αναδρομική ισχύ και να μην καταλαμβάνει χρονικά έννομες σχέσεις, των οποίων τα πραγματικά περιστατικά και το δικαίωμα κυριότητας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου είχε ήδη θεμελιωθεί κατά το έτος 2003 (Α.Π. 807/2019). Έτι περαιτέρω, με τον μεταγενέστερο ν. 3147/2003 “Αγροτική γη, αποκατάσταση ακτημόνων και άλλες διατάξεις” και ειδικότερα με το άρθρο 5 αυτού, υπό τον τίτλο “Παραχώρηση κατεχόμενων εκτάσεων” όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 37 του ν. 4061/2012, ορίζονταν τα ακόλουθα: “1. Αυθαίρετοι κάτοχοι δημοσίας εποικιστικής έκτασης κοινόχρηστης ή διαθέσιμης, η οποία δεν έχει τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης ή δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, δικαιούνται να υποβάλουν στην αρμόδια Υπηρεσία Γεωργίας μέσα σε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος αίτηση για την εξαγορά της έκτασης εφόσον καλλιεργούν αυτή με συστηματική φυτεία αμπέλου, ελαιών ή οπωροφόρων δένδρων που έχουν ηλικία μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος τουλάχιστον δέκα ετών ή έχουν οικοδομήσει επ’ αυτής κτίσματα τουλάχιστον πριν από μία δεκαετία … . Η παραχωρούμενη έκταση εφόσον βρίσκεται εντός ρυμοτομικού σχεδίου ή ορίων οικισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εμβαδόν ενός αρτίου οικοπέδου, εκτός εάν η τυχόν ύπαρξη κτίσματος προϋποθέτει μεγαλύτερο εμβαδόν οικοπέδου κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης, οπότε είναι δυνατή η παραχώρηση της επιπλέον αναγκαίας έκτασης. Εάν η παραχωρούμενη έκταση βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα στρέμματα. 2. … 3. Για την εξαγορά της έκτασης οφείλεται τίμημα το οποίο ισούται με την αντικειμενική της αξία. Όπου δεν έχει καθορισθεί αντικειμενική αξία, η εξαγορά γίνεται με την αγοραία αξία της έκτασης … . Η εξαγορά έκτασης σε κάθε περίπτωση είναι δυνητική για το Δημόσιο, το οποίο μπορεί να την αρνηθεί αν κρίνει ότι η έκταση είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος … .”. Από το περιεχόμενο των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει ότι ο ν. 3127/2003 έχει θεσπιστεί προκειμένου να ικανοποιηθούν αιτήματα ιδιωτών που επικαλούνται κυριότητα επί δημόσιων ακινήτων που διαχειρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δια του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, είτε δια του Υπουργείου Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων, την οποία στηρίζουν σε δεκαετή νομή με νόμιμο τίτλο ή σε τριακονταετή νομή χωρίς νόμιμο τίτλο και στις δύο όμως περιπτώσεις με καλή πίστη κατά την κτήση της νομής. Αντίθετα, ο ν. 3147/2003 προσδίδει κυριότητα στον κάτοχο μόνο με εξαγορά, με λιγότερες προϋποθέσεις και ειδικότερα με δεκαετή καλλιέργεια ή με ανοικοδόμηση πριν από μια δεκαετία ανεξαρτήτως καλής ή κακής πίστεως. Με τις διατάξεις του ν. 3127/2003 αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα, να επικαλεστούν ως τρόπο κτήσεως κυριότητας, την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία εις βάρος του Δημοσίου, από τους ειδικούς όρους των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 4, κατ’ απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αφορά δε δημόσια κτήματα, χωρίς να εξαιρεί εκείνα της εποικιστικής νομοθεσίας, ενώ δεν προκύπτει από κάποια διάταξη του ν. 3147/2003 ότι η συνδρομή των προϋποθέσεών του αποκλείει την εφαρμογή του ν. 3127/2003, δεδομένου ότι ο σκοπός των νομοθετημάτων αυτών είναι διαφορετικός και συγκεκριμένα ο μεν ν. 3127/2003 απέβλεψε στην άρση των αμφισβητήσεων, που είχαν προκύψει κατά την σύνταξη του κτηματολογίου μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών, ενώ ο ν. 3147/2003 απέβλεψε στην αποκατάσταση, με εξαγορά, των κατεχόμενων εκτάσεων της εποικιστικής νομοθεσίας, ώστε και το Ελληνικό Δημόσιο να εισπράξει έσοδα από την εξαγορά και οι κάτοχοι να αποκατασταθούν με την άρση της υφιστάμενης εκκρεμότητας, οι μεν αυθαιρετήσαντες, ανεξαρτήτως της καλής ή κακής τους πίστεως να μη νομιμοποιούνται σε αναγνώριση κυριότητας, αλλά και να μην απομακρύνονται από τις εκτάσεις, το δε Ελληνικό Δημόσιο να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μαζί τους. Συναφή σκοπό με τον ν. 3147/2003 έχει και ο μεταγενέστερος ν. 4061/2012 “Διαχείριση και Προστασία Ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων”, που τροποποιεί τον ν. 3147/2003 και ο οποίος, αντί για εξαγορά, μεταξύ άλλων και των εποικιστικών εκτάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν. 3147/2003, προβλέπει μόνο την δυνατότητα χρήσεως αυτών, έναντι τιμήματος κατόπιν δημοπρασίας ή δωρεάν για κοινωφελείς σκοπούς, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 4 αυτού, ώστε αφενός μεν να μην ελαττώνεται η δημόσια περιουσία, όπως συνέβαινε με την αντί τιμήματος παραχώρηση του ν. 3147/2003, αφετέρου δε το Ελληνικό Δημόσιο να εξασφαλίζει έσοδα ή ωφέλειες (Α.Π. 1446/2015, Α.Π. 2166/2014, Α.Π. 1498/2014). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 61 και 191 του β.δ. της 29.10/06.12.1949 “Περί κωδικοποιήσεως των αγροτικών Νόμων” συνάγεται ότι η κύρωση, από τον Υπουργό Γεωργίας, της προς αποκατάσταση κληρούχων γενόμενης οριστικής διανομής οικοπέδων ενέχει και κύρωση του σχετικού ρυμοτομικού σχεδίου, που καταρτίστηκε από την οικεία τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας και το οποίο, εφεξής, αποτελεί το ισχύον σχέδιο του δημιουργηθέντος συνοικισμού (Σ.τ.Ε 2477/1966). Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, οι οποίες, ως εισάγουσες εξαίρεση από την συνήθη διαδικασία εγκρίσεως σχεδίου πόλεως, είναι στενώς ερμηνευτέες, επί κυρωθεισών, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 191 οριστικών διανομών, ως εντός σχεδίου ακίνητα θεωρούνται οι παραχωρούμενοι οικοπεδικοί κλήροι και όχι ευρύτερες εκτάσεις, εντός των οποίων ευρίσκονται οι κλήροι αυτοί. Οι εκτάσεις αυτές, που δεν απαλλοτριώθηκαν και, συνεπώς, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της διανομής, εξακολουθούν, και μετά την κύρωση της διανομής, να παραμένουν εκτός σχεδίου, ακόμη και όταν αποτυπώνονται στο οικείο διάγραμμα ως τμήματα οικοδομικών τετραγώνων στα οποία εμπίπτουν οι παραχωρούμενοι κλήροι, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, η χάραξη των ρυμοτομικών γραμμών γίνεται προκειμένου να καθοριστούν οι αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση των κλήρων κοινόχρηστοι χώροι και, ιδίως, το οδικό δίκτυο του συνοικισμού, όχι δε για να ενταχθούν στο σχέδιο ακίνητα πέραν αυτών που παραχωρήθηκαν. Επομένως, η δυνάμει του άρθρου 38§4 του ν. 1337/1983, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.δ. της 17.07.1923, διενεργούμενη τροποποίηση σχεδίου συνοικισμού, το οποίο έχει κυρωθεί κατά τον Αγροτικό Κώδικα, δύναται να αφορά μόνο τους οικοπεδικούς κλήρους και τους κοινόχρηστους χώρους του συνοικισμού, η ρύθμιση δε του πολεοδομικού καθεστώτος των λοιπών ακινήτων προϋποθέτει την ένταξή τους στο σχέδιο, για την οποία απαιτείται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 1337/1983, προγενέστερη έγκριση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, με την συνδρομή των νόμιμων προς τούτο προϋποθέσεων. Στις προϋποθέσεις δε αυτές περιλαμβάνονται και οι απαγορεύσεις και περιορισμοί της δασικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, εν γένει (Σ.τ.Ε. 4523/2009). Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή του διατακτικού (Ολ.Α.Π. 1/2021, Ολ.Α.Π. 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από την 01.01.2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού), η οποία είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των προαναφερόμενων αποφάσεων (των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων), αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο πιο πάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με τον ν. 4335/2015 και αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93§3 του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στην θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντιστοίχως, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά τον νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (Α.Π. 59/2021). Από την παραδεκτή (άρθρο 561§2 Κ.Πολ.Δ.), για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το, ως εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι κατέχουν από το έτος 1967 με διάνοια κυρίου, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ένα οικόπεδο με αριθμό κτηματολογίου 40, εκτάσεως 570,00 τ.μ. εντός του οικισμού Καστανιά Ν. Ημαθίας, το οποίο συνορεύει περιμετρικά με κεντρικό δρόμο του οικισμού σε πλευρά μήκους 19 γραμμικών μέτρων, με δρόμο σε πλευρά μήκους 20 γραμμικών μέτρων, με ιδιοκτησία Σ. Χ. σε πλευρά μήκους 27 γραμμικών μέτρων και με υπόλοιπο ιδιοκτησίας κληρονόμων Θ. Λ. σε πλευρά μήκους 25 γραμμικών μέτρων, ενώ κατόπιν επιτόπιας εμβαδομέτρησης που ενήργησε ο τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός Μ. Μ., βρέθηκε ότι έχει εμβαδόν 465,50 τ.μ. με στοιχεία κορυφών Α-Β-Γ-Δ-Α, όπως αυτά αποτυπώνονται στο από Δεκέμβριο του 1982 τοπογραφικό του διάγραμμα, ασκώντας επ’ αυτού, συνεχώς και αδιαλείπτως, όλες τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου διακατοχικές πράξεις, χωρίς να ενοχληθούν από οποιονδήποτε στην ενάσκηση του δικαιώματός τους μέχρι την ισχύ του ν. 3127/2003 στις 19.03.2003. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του 31966/1967 συμβολαίου αγοράς του άλλοτε συμβολαιογράφου Βέροιας Θ. Κ., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Βέροιας στον τόμο … με αριθμό …, ο Γεωργοδασικός Πιστωτικός και Εργασίας Συνεταιρισμός Καστανιάς – άμεσος δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων – αγόρασε το επίδικο ακίνητο από τους κληρονόμους του Θ. Λ., ήτοι τη σύζυγό του Θ. Λ. και τα τέκνα του, Ν., Δ., Μ. χήρα Ι. Α., Σ., Ό. συζ. Σ. Τ., οι οποίοι, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος το έτος 1954 πατρός και συζύγου τους Θ. Λ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομία με την 31965/1967 δήλωση αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε ο ίδιος ως άνω συμβολαιογράφος, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου στον τόμο … με αριθμό 85. Ακολούθως, ο άνω συνεταιρισμός, με την 35043/1968 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Ν. Ημαθίας, ανήγειρε ισόγεια αποθήκη με υπόγειο και στη συνέχεια με το 35043/1968 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Βέροιας στον τόμο … με αριθμό …, πώλησε στην άλλοτε Κοινότητα Καστανιάς, της οποίας καθολικός διάδοχος είναι ο πρώτος εφεσίβλητος Δήμος Βέροιας, την εκ μπετόν αρμέ πλάκα του πρώτου εξώστη, η οποία ανεγειρόμενη θα αποτελούσε τον πρώτο υπέρ του ισογείου όροφο, εμβαδού 192 τ.μ. μετά του αναλογούντος επί του επιδίκου οικοπέδου ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου, διατηρώντας δε ο πωλητής το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχούσε στον ισόγειο όροφο του κτίσματος. Στη συνέχεια, με το … συμβόλαιο αγοράς της συμβολαιογράφου Βέροιας Α. Π. – Κ., νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Βέροιας στον τόμο 92 με αριθμό 10, ο ανωτέρω συνεταιρισμός πώλησε στο σωματείο με την επωνυμία “Τουριστικός όμιλος Καστανιάς” (δεύτερος εφεσίβλητος) τον ισόγειο όροφο, εμβαδού 192 τ.μ. και ένα γραφείο του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, εμβαδού 25 τ.μ., μετά του αναλογούντος ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι από το έτος 1967 ο άμεσος δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων εναγόντων γεωργοδασικός συνεταιρισμός Καστανιάς νεμόταν και κατείχε με διάνοια κυρίου το επίδικο, προηγουμένως δε τουλάχιστον από το έτος 1954, ο Θ. Λ. και οι κληρονόμοι του (απώτεροι δικαιοπάροχοι των εφεσιβλήτων) νέμονταν και κατείχαν το εν λόγω ακίνητο. Ο προορισμός δε του ακινήτου σύμφωνα με τα κτηματολογικά στοιχεία της Οριστικής Διανομής του συνοικισμού Καστανιάς του έτους 1981, να τεθεί προς εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών (κοινοτικό κατάστημα), έχει προ ετών εκπληρωθεί από τον πρώτο εφεσίβλητο, καθώς χρησιμοποιείται ως κοινοτικό κατάστημα. Από τα παραπάνω περιστατικά, προκύπτει ότι, τόσο οι εφεσίβλητοι, όσο και οι δικαιοπάροχοί τους, κατά την κτήση της νομής του επιδίκου ακινήτου, βρίσκονταν σε καλή πίστη, καθόσον χωρίς βαριά αμέλεια είχαν την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητά του, αφού το κατείχαν, συνεχόμενα όλα τα προηγούμενα έτη, χωρίς ποτέ να το διεκδικήσει κανείς και άρα, απέκτησαν οι εφεσίβλητοι την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, νεμόμενοι αυτό με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, για περισσότερο από 30 χρόνια, μέχρι την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από το έτος 1967 μέχρι την 19.03.2003 (έναρξη ισχύος του νόμου). Δεν γνώριζαν οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι, χωρίς η άγνοιά τους αυτή να οφείλεται σε δική τους βαριά αμέλεια, ότι, το οικόπεδο ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και ότι με την κτήση της νομής προσβάλλουν κατ’ ουσίαν την κυριότητά του, αφού έβλεπαν και γνώριζαν ότι, οι δικαιοπάροχοί τους ασκούσαν τις αναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής επί του εν λόγω ακινήτου (ανέγερση κτίσματος), χωρίς να διαταραχθούν ποτέ από κανένα. Εξάλλου, το εκκαλούν – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, που να ανατρέπει την συνδρομή των προϋποθέσεων, που θέτει ο ανωτέρω νόμος για την αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη έναντι αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε όχλησε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες στην, κατά τα ανωτέρω, άσκηση της νομής τους στο επίδικο οικόπεδο, ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σ’ αυτό. Τέτοια όχληση ή άσκηση οιασδήποτε διακατοχικής πράξεως στο επίδικο δεν επικαλείται ούτε το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο, απλώς ισχυρίζεται ότι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 επί των δημοσίων κτημάτων νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία ενήργησε επ’ αυτών πράξη νομής. Με βάση τα ανωτέρω, οι εφεσίβλητοι έχουν αποκτήσει κυριότητα έναντι του εκκαλούντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β’ του ν. 3127/2003 κατά τα αναπτυχθέντα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι προσμετρώντας το δικό τους χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των ως άνω δικαιοπαρόχων τους, νέμονται αυτό (επίδικο), το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων του συνοικισμού Καστανιάς και έχει έκταση μικρότερη των 2.000 τ.μ. (συγκεκριμένα 465,50 τ.μ.), αδιαταράκτως και συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα (30) ετών (1967 – 2003) μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 3127/2003 (19.03.2003), το δε εναγόμενο, κατά τα προαναφερόμενα, δεν απέδειξε, αν και έφερε το σχετικό δικονομικό βάρος, την κακή πίστη των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους κατά την κτήση της νομής του επιδίκου. Κατόπιν τούτων, αφού τα αυτά διέλαβε στην εκκαλουμένη απόφαση και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή των εναγόντων και ως βάσιμη στην ουσία, καθώς αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους του επιδίκου τμήματος κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις και δεν έσφαλε, όλα δε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους λόγους της κρινομένης εφέσεως από το εκκαλούν εναγόμενο, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.”. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη συγκυριότητα των αναιρεσιβλήτων δυνάμει των προβλέψεων της διατάξεως του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, των ιδιοτήτων αυτού ως ακινήτου διεπόμενου από την εποικιστική νομοθεσία και ως χώρου προορισμένου για κοινοχρησία μη παρεμποδιζουσών το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα (κτήση με χρησικτησία). Κατόπιν των ανωτέρω, το αυτό Δικαστήριο, που είχε δεχτεί τυπικά την έφεση του αναιρεσείοντος, απέρριψε αυτή κατ’ ουσίαν και επικύρωσε την εκκληθείσα απόφαση του Ειρηνοδικείου Βέροιας, το οποίο είχε δεχτεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και είχε αναγνωρίσει τους αναιρεσίβλητους συγκύριους του επίδικου ακινήτου. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 του ν. 3127/2003, 5 του ν. 3147/2003, 966, 968, 974, 1042, 1054 του Α.Κ., 2§1 του ν.δ. 17.07/16.08.1923, 61 και 191 του β.δ. της 29.10/06.12.1949, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και, ως εφαρμοστέες, εφήρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη, που προεκτέθηκε, και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ’ αυτή πλήρεις, σαφείς, και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της αποκτήσεως της συγκυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από τους αναιρεσίβλητους εις βάρος του αναιρεσείοντος, με έκτακτη χρησικτησία, νεμηθέντες, με προσαύξηση στη νομή του τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, τούτο καλόπιστα και αδιατάρακτα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ετών, από το έτος 1967 έως τις 19.03.2003. Οι ανωτέρω αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως περί αδιατάρακτης νομής των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους δεν είναι ελλιπείς ή ασαφείς λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές αυτής, έγινε δεκτό ότι και σε ακίνητο διεπόμενο από την εποικιστική νομοθεσία μπορεί κατά νόμο να χρησιδεσπόσει ιδιώτης επιπλέον δε ότι η απαγορευτική διάταξη του άρθρου 4§2 του ν. 3127/2003 στερείται αναδρομικής δυνάμεως. Επομένως, οι αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στους πρώτο και δεύτερο λόγους όπως και στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 6 του 560 του Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμες και, συνεπώς, απορριπτέες. Επειδή, ο από το άρθρο 560 αριθμ. 5 του Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (πρβλ Ολομ.Α.Π. 9/1997, ΑΠ 1262/2018 , Α.Π. 739/2011, Α.Π. 625/2008, Α.Π. 328/2008). Δεν αποτελούν “πράγματα” και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (πρβλ Α.Π. 701/2008, Α.Π. 625/2008, Α.Π. 558/2008). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (πρβλ Α.Π. 37/2008, Α.Π. 2102/2007, Α.Π. 2068/2007). Ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός, και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (πρβλ απ 162/2020, Α.Π. 1654/2007, Α.Π. 1632/2007, Α.Π. 669/2007). Στην προκείμενη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλόμενη παραβίαση του άρθρου 560 αριθμ. 5 (και όχι από τον αριθμό 4 του αυτού άρθρου, όπως αναφέρει στο αναιρετήριο το αναιρεσείον) του Κ.Πολ.Δ., ενόψει του ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε αγνόησε τον παραδεκτώς προβληθέντα και επαναφερθέντα ισχυρισμό του, σύμφωνα με τον οποίο: “… από το έτος 1981 πίνακα της οριστικής διανομής του συνοικισμού “Καστανιά”, ήτοι μεταγενέστερα των επικαλούμενων συμβολαίων και πράξεων νομής από τους ενάγοντες, το επίδικο ακίνητο αναγράφεται ως “Διαθέσιμο Προοριζόμενο για Κοινωφελείς σκοπούς” χωρίς ποτέ οι αντίδικοι να προσφύγουν κατά της σχετικής απόφασης της Επιτροπής Οριστικών Διανομών, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Αγροτικού Νόμου … .” με αποτέλεσμα να μη συντρέχει στα πρόσωπα των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους η απαιτούμενη από τα άρθρα 4 του ν. 3127/2003 και 1042 του Α.Κ. καλή πίστη τόσο κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής όσο και μεταγενέστερα. Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος εντάσσεται στην αιτιολογημένη αρνητική απάντηση αυτού στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων διότι με αυτόν αμφισβητούνταν η καλή πίστη των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους και δεν είχε αυτοτέλεια.
Συνεπώς, ο ως άνω λόγος (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως) είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος. Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των αναιρεσιβλήτων, το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα αυτών (αναιρεσιβλήτων), τα οποία θα καταλογιστούν μειωμένα [άρθρα 176, 183, 191§2 Κ.Πολ.Δ., 22§§1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423ΟΙΚ./08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β’ 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5§12 του ν. 1738/1987].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17.05.2017 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της με στοιχεία 39/ΤΜ/10.03.2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων καθορίζει δε το ποσό τους σε τριακόσια ευρώ (300,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ