– Κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”, απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη της πράξεως και προς ανόρθωση της ζημίας που η πράξη προκάλεσε. Η απαγορευτική ρήτρα της ανωτέρω διατάξεως προϋποθέτει για την εφαρμογή της ανταγωνιστική συμπεριφορά, αντικειμένη στα χρηστά ήθη και ανταγωνιστικό σκοπό, με την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 του Α.Κ., ενώ δεν απαιτεί και επιδίωξη βλάβης του ανταγωνιστή. Η ανταγωνιστική συμπεριφορά συνδέεται με επιχειρήσεις του ίδιου ή συγγενικού κλάδου, με εναλλάξιμα προϊόντα ή υπηρεσίες και με ταυτότητα κύκλου αποδεκτών ή πελατών, ενώ, κάθε ανταγωνιστικά πρόσφορη επιχειρηματική πράξη θεωρείται ότι ενέχει και ανταγωνιστική πρόθεση εκείνου που την επιχειρεί, δηλαδή, ότι γίνεται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης του στην αγορά. Η εν λόγω ανταγωνιστική πράξη καθίσταται αθέμιτη ή παράνομη, όταν αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών αποτελούν, κατ` αρχήν, οι ιδέες του εκάστοτε, κατά τη γενική αντίληψη και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας, με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες, η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Ωστόσο, η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά, οφείλει να διαμορφώνεται, με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων, που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο, δηλαδή, προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ` επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 97/2016, Α.Π. 1519/2014, Α.Π. 1223/2014, Α.Π. 571/2011, Α.Π. 55/2003, Α.Π. 1346/2000).
– Κατά το άρθρο 13 του N. 146/1914 “όστις κατά τα συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας, ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως, ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέση σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθή υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Υποχρεούται δε προς τούτοις απέναντι του ζημιωθέντος εις ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας, εάν εγνώριζεν ή ώφειλε να γνωρίζη ότι δια της καταχρήσεως ταύτης ηδύνατο να προκληθή σύγχυσις. Προς το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα εξομοιούνται και εκείνα εν γένει εκ των σημείων καταστήματος ή επιχειρήσεως τινός, τα οποία θεωρούνται εις σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως ιδιαίτερα διακριτικά αυτών. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός….”. Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανό να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα, όχι εντελώς ασήμαντο, μέρος των πελατών, αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης είτε με την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Ο διασχηματισμός, κατά την έννοια της διάταξης του εδαφ. δ του άρθρου 13, περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία διαμορφώσεως, κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία, τα περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προελεύσεως. Ωστόσο, τα διακριτικά γνωρίσματα θα πρέπει να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δυνάμεως προσδιορίζει και την έκταση της προστασίας, γι’ αυτό συνηθισμένα ονόματα, συνηθισμένα σχήματα και υλικά δεν μπορούν αυτοτελώς να προστατευθούν ως διακριτικά γνωρίσματα ή σήματα, λόγω ελλείψεως διακριτικής δυνάμεως, εκτός αν από το συνδυασμό περισσότερων στοιχείων αποκτήσουν διακριτική δύναμη (ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999, ΑΠ 241/1991, Α.Π. 1410/1990). Δεδομένου ότι ο διασχηματισμός επιτελεί διακριτική λειτουργία του εμπορεύματος δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτό τούτο το εμπόρευμα. Έτσι, διαμορφωτικά στοιχεία του εμπορεύματος που δεν επελέγησαν αυθαίρετα, αλλά είναι τεχνικώς απαραίτητα για την κατασκευή ή την εκπλήρωση του σκοπού χρήσεως ή χρησιμότητας του εμπορεύματος δεν προστατεύονται ως διασχηματισμός, έστω και αν οι σχετικοί κύκλοι συνδυάζουν προς τη διαμόρφωση αυτή του εμπορεύματος την προέλευσή του από ορισμένη επιχείρηση. Αντιθέτως, αν τα στοιχεία της εξωτερικής διαμόρφωσης επελέγησαν αυθαίρετα, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία αυτά επιβοηθούν, συγχρόνως, το σκοπό χρήσεως ή χρησιμότητας του, τότε παρέχεται η κατ’ άρθρο 13 παρ. 4 προστασία. Εξάλλου, η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή, η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσεως, η οποία γίνεται αυθαιρέτως, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφόσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, απολαύει, κατά κανόνα, προστασίας ως διασχηματισμός. Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού, ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από μια ορισμένη επιχείρηση, ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης, ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Τέλος, ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών, αλλά, αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα από αυτούς, δηλαδή, αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή (ΑΠ 344/2013, ΑΠ 1477/2011, ΑΠ 1803/2007, ΑΠ 1388/2004, ΑΠ 1123/2002).
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΔΩ