Αριθμός 932/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Τ. του Φ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Π. του Α. και 2) Φ. Τ. του Γ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Πλιάτσικα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16195/2015 μη οριστική και 6650/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1473/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-7-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22-7-2019 (αρ. κατ. 248/2019) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αρ.1473/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών κατ’ ορόφους (άρθρο 647 παρ. 2 σε συνδυασμό 17 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τον Ν. 4335/2015) έχει ασκηθεί νόμιμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 αρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), αναφορικά με τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, προκύπτει ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 10-6-2013 (αρ. κατ. 16550/2013) αγωγή, στην οποία ισχυρίστηκαν ότι είναι κύριοι ανεξαρτήτων διηρημένων ιδιοκτησιών διαμερισμάτων πολυόροφης οικοδομής, που βρίσκεται στην οδό …, στο … και ειδικότερα, του διαμερίσματος του 1ου πάνω από το ισόγειο ορόφου ο 1ος αναιρεσίβλητος, από το έτος 2009 και του ισογείου διαμερίσματος η 2η αναιρεσίβλητη, από το έτος 2008, ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, το έτος 2007, απέκτησε κατά κυριότητα μια αυτοτελή και διηρημένη ιδιοκτησία του υπογείου ορόφου – αποθηκευτικό χώρο, επιφάνειας 72 Μ2 στην ίδια πολυόροφη οικοδομή, στην οποία δεν έχει συνταχθεί Κανονισμός πολυκατοικίας, ότι η εναγομένη μετέτρεψε την ανωτέρω ιδιοκτησία της σε κύρια κατοικία τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες προς την Πολεοδομική Αρχή, ότι, όμως, το έτος 2011 η εναγομένη- αναιρεσείουσα κατέλαβε παράνομα τμήμα του υπογείου, επιφάνειας 54 Μ2 και το μεσόροφο -πατάρι, επιφάνειας 48 Μ2,αν και ήταν κοινόκτητοι- κοινόχρηστοι χώροι, τους οποίους ενσωμάτωσε στην ιδιοκτησία της και τους μετέτρεψε σε κύρια κατοικία, με την περιτοίχιση του υπογείου (54Μ2) με γυψοσανίδα με εξώθυρα, ενώ στο πατάρι αντικατέστησε τη θύρα εισόδου-εξόδου και άλλαξε τις κλειδαριές αποκλείοντας τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους από την ελεύθερη χρήση των ανωτέρω κοινόχρηστων χώρων ως αποθηκευτικών χώρων της πολυόροφης οικοδομής, επί των οποίων οι διάδικοι είναι όλοι αναγκαστικοί συγκύριοι. Με το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να αποδώσει σ’ αυτούς ελεύθερη τη χρήση των δύο επιδίκων κοινόχρηστων χώρων και να άρει την προσβολή με την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την καθαίρεση του τοίχου της περιτοίχισης από γυψοσανίδα με την εξώθυρα, άλλως να επιτραπεί τούτο στους ενάγοντες με δαπάνες της εναγομένης. Η εναγομένη – αναιρεσείουσα αρνήθηκε την αγωγή και προς αντίκρουση αυτής προέβαλε την ένσταση αοριστίας της αγωγής και καταχρηστικής άσκησης αυτής, καθώς επίσης την ένσταση ιδίας κυριότητας επί των επιδίκων χώρων. Ειδικότερα, με την ένσταση καταχρηστικής άσκησης, που ενδιαφέρει την παρούσα αναιρετική δίκη, σε συνδυασμό με την ένσταση ιδίας κυριότητας, υποστήριξε, ότι οι επίδικοι ως άνω χώροι ουδέποτε λειτούργησαν ως κοινόχρηστοι, ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν την διαμορφωθείσα κατάσταση, ότι η ενισταμένη για την αλλαγή της χρήσης τους σε κύρια κατοικία πλήρωσε το ειδικό πρόστιμο και ότι τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής θα προκαλέσει σ’ αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη, σε αντίθεση με τους ενάγοντες, που δεν θα υποστούν καμιά βλάβη, διότι η πολυόροφη οικοδομή διαθέτει υπόγειο χώρο και χώρο στάθμευσης, που τους εξυπηρετεί. Επί της αγωγής εκδόθηκε η μη οριστική υπ’ αρ. 16195/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία διέταξε δικαστική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου ο ορισθείς δικαστικός πραγματογνώμονας, Ι. Ν., πολιτικός μηχανικός, να διενεργήσει αυτοψία και να αποφανθεί, μετά από τον έλεγχο των τίτλων των διαδίκων, εάν οι δύο επίδικοι ως άνω χώροι (δηλαδή, το υπόγειο, επιφάνειας 54 Μ2 και το πατάρι του μεσορόφου, επιφάνειας 48 Μ2) είχαν την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου. Μετά τη διεξαγωγή της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 112/2016 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία τα δύο επίδικα ως άνω τμήματα της πολυόροφης οικοδομής αποτελούσαν κοινόχρηστους αποθηκευτικούς χώρους, εκδόθηκε η υπ’αρ. 6650/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κρίνοντας, ότι τα δύο ως άνω τμήματα αποτελούσαν, τόσον από την αρχική, όσο και από την τροποποιητική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας κοινόχρηστους χώρους- αποθήκη της πολυόροφης οικοδομής. Επίσης, απέρριψε την ένσταση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εναγομένη άσκησε σε βάρος της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 29-8-2017 (αρ. κατ. 3337/2017) έφεση, με τους 2ο, 5ο έως 9ο λόγους αυτής επανέφερε τους ισχυρισμούς της, ότι τα επίδικα ανήκουν στην αποκλειστική της κυριότητα και ότι ουδέποτε αποτελούσαν κοινόχρηστους χώρους, ενώ με τον 3ο λόγο της έφεση επανέφερε την ανωτέρω ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής. Επί της έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση αντικαθιστώντας μόνο τις αιτιολογίες της ως προς την απόρριψη της ένστασης καταχρηστικής άσκησης, την οποία το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμη, αντί ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με την εκκαλουμένη απόφαση. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α, 7 παρ. 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929,”περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού νόμου αυτού, και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 3741/1929, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου, που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΟλΑΠ 23/2000). Πλέον ειδικότερα, επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, η κυρία είσοδος της οικοδομής, η αυλή, οι πρωτότοιχοι, τα θεμέλια, οι κλίμακες ανόδου προς το δώμα και το ηλιακό δώμα (ταράτσα), εξομοιούμενο με τη στέγη της οικοδομής), αποτελούν αντικείμενο αναγκαίας συγκυριότητας και κοινόχρηστα πράγματα για όλους τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, καθένας από τους οποίους δικαιούται να ποιείται απόλυτη χρήση, εκτός εάν με συμφωνία που τον δεσμεύει, αποκλείστηκε από το δικαίωμα αυτό, το οποίο διαφυλάχθηκε για μερικούς μόνο από τους ιδιοκτήτες. Επιτρέπεται δε, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδοτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3741/1929, με ειδική μεταξύ των συνιδιοκτητών του εδάφους συμφωνία, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών (άρθρο 5 και 13 παρ. 1 του Ν. 3741/1929), το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους (ΑΠ 92/2017, ΑΠ 892/2015, ΑΠ 1250/2011). Από τις ίδιες επίσης ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται να προβαίνει σε απόλυτη χρήση των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, να ενεργεί επισκευές και ανανεώσεις αυτών, καθώς και μεταβολές και προσθήκες, με τον όρο ότι δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών και δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτών ή δεν δημιουργούνται κίνδυνοι για τη στατική της οικοδομής ή των διαμερισμάτων της, δεν παρεμποδίζεται η σύγχρηση εκ μέρους των λοιπών οροφοκτητών, δεν επέρχονται μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου και δεν θίγεται η ασφάλειά του (ΑΠ 1501/2011 ). Επίσης, από τον συνδυασμό των ανωτέρω ως άνω διατάξεων προκύπτει, όπως προεκτέθηκε, ότι μπορεί να περιληφθεί στον κανονισμό συμφωνία, με την οποία ένας ή και περισσότεροι από τους συνιδιοκτήτες θα έχουν το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης σε κοινόκτητο και κοινόχρηστο τμήμα της οικοδομής, αλλά για τον προορισμό που το τμήμα αυτό από τη φύση του έχει και προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος που ορίζονται από τον κανονισμό, την τοποθεσία του ακινήτου και τις τακτικές συνήθειες της περιοχής. Η συμφωνία αυτή ενέχουσα περιορισμό της κυριότητας των λοιπών συνιδιοκτητών φέρει τον χαρακτήρα δουλείας υπέρ του συνιδιοκτήτη, που απέκτησε την ανωτέρω αποκλειστική χρήση και είναι έγκυρη (άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 3741/1929). Δεν είναι όμως πραγματική δουλεία με την στενή έννοια του όρου των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, αλλά με την έννοια ότι δεσμεύει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των συμβληθέντων και αντιτάσσεται κατά των τρίτων (ΑΠ 454/2017, ΑΠ 318/2013, ΑΠ 621/2013). Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσεως της οροφοκτησίας. Κάθε συνιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων και μειώνεται η ασφάλεια της οικοδομής, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΑΠ 532/2019, ΑΠ 273/2018, ΑΠ 200/2018, ΑΠ 92/2017). Εκτός των ανωτέρω, τυχόν νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών με την τυχόν πληρωμή των σχετικών προστίμων στην Πολεοδομική Αρχή, δεν αίρουν την υποχρέωση κάθε συνιδιοκτήτη να μην ενεργεί κατασκευές στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, οι οποίες παρεμποδίζουν τη σύγχρηση των κοινόχρηστων χώρων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες (ΑΠ 532/2019, 1300/2014, ΑΠ 907/2009, ΑΠ 1471/2003).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1351/2011). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 532/2019, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 1987/2007).
Με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι οι καταληφθέντες από αυτήν δήθεν παράνομα επίδικοι χώροι και ειδικότερα, ο υπόγειος αποθηκευτικός χώρος, επιφάνειας 54 Μ2 και ο μεσόροφος -πατάρι επιφάνειας 48 Μ2 είναι δήθεν κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι, διότι δήθεν, κατά τις παραδοχές, το αντίθετο δεν προέκυπτε από τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας, ούτε από Κανονισμό, εφόσον τέτοιος δεν είχε συνταχθεί και ότι δήθεν δεν αποτελούσαν πάντοτε κατοικία, που βρισκόταν σε ενιαία λειτουργική ενότητα με το διαμέρισμα του υπογείου ορόφου της επίδικης πολυόροφης οικοδομής επιφάνειας 72 Μ2, το οποίο αυτή είχε αγοράσει το έτος 2007 με νόμιμη αγοραπωλησία, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 1,2 παρ.1,3 παρ.1, 5 εδ.α, 7 παρ.1 8 και 13 του Ν. 3741/1929 σε συνδυασμό με το άρθρο 1001 εδ.α και 1117 του ΑΚ, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου με ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες, διότι, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Εφετείο παρέλειψε να αιτιολογήσει ειδικά, ότι οι επίδικοι ως άνω χώροι είχαν ταχθεί κατά τον προορισμό και τη φύση αυτών για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών και την κοινή χρήση αυτών και έτσι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στο πραγματικό των ανωτέρω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επισκοπείται επιτρεπτά (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι για το ερευνώμενο ως άνω ζήτημα, το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./1972 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Χρυσοστόμου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τόμος …, αύξ. Αριθμ. …), περιήλθε στην κυριότητα του Λ. Ι., ένα οικόπεδο, συνολικής έκτασης 989,90 τ.μ., κείμενο στον συνοικισμό … στην οδό …, αριθμός …, το οποίο συνορεύει γύρω με την οδό …, με το υπ’ αριθμό … οικόπεδο, το υπ’ αριθμό … οικόπεδο ιδιοκτησίας Ο. Α. Κ. και με υπ’ αριθμό … οικόπεδο αγνώστου ιδιοκτήτη. Ο αρχικός ιδιοκτήτης Λ. Ι. στο οικόπεδο που αγόρασε ανήγειρε δύο αυτοτελείς ανεξάρτητες οικοδομές και ειδικότερα: 1) δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/πράξεως …/…-01-74 αδείας, ανήγειρε διώροφη οικία, με αριθμό …, με υπόγειο κειμένη στη νοτιοδυτική πλευρά του όλου οικοπέδου, αποτελούμενη από υπόγειο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 72 τ.μ., ισόγειο όροφο 137,34 τ.μ. και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο 137,34 τ.μ. και 2) δυνάμει της με αριθμό …/πρωτ. …/….4.81 αδείας ανήγειρε οικοδομή, με αριθμό …., κείμενη στην βορειοανατολική πλευρά του όλου οικοπέδου, αποτελούμενη: α) από υπόγειο αποθηκευτικό χώρο 72 τ.μ., β) ισόγειο όροφο, που περιλαμβάνει ένα διαμέρισμα εμβαδού 147,78 τ.μ., γ) πρώτο πάνω από το ισόγειο κύριο όροφο, που περιλαμβάνει ένα διαμέρισμα εμβαδού μέτρων τετραγωνικών 147,48 τ.μ.. Με το υπ’ αριθμ. …./1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ευαγγελίας Κομνηνού- Κούρου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς (τόμο …., αριθ….), και στη συνέχεια καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς με αριθμό ΚΑΕΚ …/1/0, ο Λ. Ι. συνέστησε κάθετη ιδιοκτησία επι του ανωτέρω οικοπέδου και των κτισμάτων, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα το ποσοστό συμμετοχής επι του οικοπέδου εκάστου αυτοτελούς και διηρημένου χώρου. Έτσι κάθε μια από τις οικοδομές αποτέλεσε αυτοτελή, διηρημένη και ανεξάρτητη από την άλλη κάθετη ιδιοκτησία, με ποσοστό συμμετοχής στο όλο οικόπεδο της κάθε οικοδομής 50% εξ αδιαιρέτου. Επίσης ο αρχικός ιδιοκτήτης συνέστηστε στην επίδικη δεύτερη (2) οικοδομή που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κείμενη στη βορειανατολική πλευρά του οικοπέδου, τις εξής οριζόντιες διηρημένες και αυτοτελείς ιδιοκτησίες: α) ένα διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, εμβαδού 147,78 τμ, στο οποίο ανήκει, ως παρακολούθημα αυτού, τμήμα του υπόγειου αποθηκευτικού χώρου, εμβαδού 72 τ.μ και ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 20/100 και στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της ίδιας οικοδομής 40/100, β) ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, εμβαδού επίσης 147,78 τμ, με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 20% και στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της ίδιας οικοδομής 40/100 και γ) το δικαίωμα της καθ’ ύψος επέκτασης της οικοδομής με ποσοστό στο όλο οικόπεδο 10% εξ αδιαιρέτου. Με το υπ’ αριθμ. …/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Κουρού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, (τόμος …, αριθμό …), ο Λ. Ι. μεταβίβασε τη ψιλή κυριότητα του ισογείου οροφοδιαμερίσματος μετά του παρακολουθήματος του υπογείου αποθηκευτικού χώρου στον γιό του Ε. Ι. παρακρατώντας την επικαρπία. Στη συνέχεια το εν λόγω οροφοδιαμέρισμα εκπλειστηριάσθηκε με την υπ’ αριθμ. …./1993 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Άρτεμης Αντωνιάδου-Καστρινού. Την κυριότητα απέκτησε η υπερθεματίστρια εταιρία με την επωνυμία “ΒΑΝΕΣΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΕΤΟΙΜΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ”, συνταχθείσας της με αριθμό …/1994 πράξης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς (τόμος …, αριθμ. ….). Η τελευταία ανώνυμη εταιρεία, ως μόνη αποκλειστική κυρία του ισογείου οροφοδιαμερίσματος, προέβη στην τροποποίηση την αρχικής πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και διαχώρισε το διαμέρισμα και το παρακολούθημα αυτού, συστήνοντας δύο περαιτέρω αυτοτελείς, διηρημένες και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, συνταγέντος του υπ’ αριθμ. …/1994 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Άρτεμης Αντωνιάδου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …, αριθμ. …). Ειδικότερα διαμορφώθηκαν οι εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: α) ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, εμβαδού 147,78 τμ περίπου, με ποσοστό 17/100 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και 34/100 εξ αδιαιρέτου στους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους της εν λόγω οικοδομής και β) ένας αυτοτελής και διηρημένος υπόγειος αποθηκευτικός χώρος, εμβαδού 72 τμ περίπου, με ποσοστό 3/100 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και 6/100 εξ αδιαιρέτου στους υπόλοιπους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους. Στη συνέχεια δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/…-12-1994 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αρτέμιδος Αντωνιάδου – Καστρινού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς (τόμος …, αριθμ. …) και καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς με αριθμό ΚΑΕΚ …/1/1, ο ως άνω αυτοτελής και διηρημένος πλέον υπόγειος αποθηκευτικός χώρος, αποτελούμενος από μία ενιαία αίθουσα, εμβαδού 72 τ.μ., μεταβιβάσθηκε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, στην Ε. Ι., σύζυγο του αρχικού ιδιοκτήτη Λ. Ι.. Η τελευταία, με το υπ’αριθμ. …/….-01-2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευαγγελίας Κομνηνού – Κουρού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου και Κτηματολογίου Καλαμαριάς, μεταβίβασε στην εναγομένη Ε. Τ. τον ως άνω αυτοτελή και διηρημένο αποθηκευτικό χώρο των 72 τμ. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. …/2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Μιχαηλίδου, το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη ενάγουσα Φ. Τ. από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ΝΟΡΜΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ” στην οποία είχε περιέλθει με πώληση με το …/…-12-1994 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αρτέμιδος Αντωνιάδου – Καστρινού, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα. Με το υπ’ αριθμ. …../…-10-2009 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Βουτσά – Κορδομενίδου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, μεταβιβάσθηκε στον πρώτο ενάγοντα Α. Π.. Έτσι, με τους προαναφερόμενους τίτλους κυριότητας, που μεταγράφηκαν νόμιμα, οι διάδικοι κατέστησαν κύριοι των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής, για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των οποίων δεν είχε συνταχθεί κανονισμός. Η εναγομένη, μετά την απόκτηση της κυριότητας του αυτοτελούς διηρημένου αποθηκευτικού χώρου, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, ζήτησε τη μετατροπή του χώρου των 72 τ.μ. (υπόγειο), που αγόρασε, από αποθηκευτικό σε χώρο κύριας χρήσης -κατοικίας, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους 4014/2011 και 4178/2013 και εκδόθηκαν οι νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες βεβαιώσεις περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής της Γενικής Γραμματείας Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος, με αύξοντα αριθμό δηλώσεων … και … αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό τακτοποιήθηκε η αλλαγή χρήσης από αποθήκη σε κατοικία της οριζόντιας ιδιοκτησίας που απέκτησε κατά κυριότητα η εναγομένη, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο. Εκτός όμως από τα 72 τμ που περιήλθαν στην κυριότητά της, η εναγομένη κατέχει επι πλέον, τους εξής χώρους: α) τμήμα του υπογείου ορόφου, εμβαδού 54 τ.μ. ο οποίος βρίσκεται αριστερά για τον εισερχόμενο από την είσοδο της οικοδομής, έχει πρόσοψη στο εμπρόσθιο μέρος του κήπου της οικοδομής και στη συνέχεια από αυτόν στην οδό …, συνορεύει βορειοδυτικά με το εμπρόσθιο μέρος του κήπου της οικοδομής σε πλευρά 10,20 γ.μ., βορειοανατολικά με ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, σε πλευρά 7 γ.μ., νοτιοανατολικά με την ιδιοκτησία της εναγόμενης των 72 τ.μ., σε πλευρά 4,95 και με τον κοινόχρηστο χώρο της εισόδου της οικοδομής σε πλευρά 7,90 γ.μ. και νοτιοδυτικά με ακάλυπτο χώρο της οικοδομής σε πλευρά 3,60 γ.μ., και 2) τον μεσόροφο (πατάρι) που κατασκευάστηκε κατά την ανέγερση της οικοδομής, καταλαμβάνει χώρο μεταξύ του ισογείου και του πρώτου ορόφου στη νοτιοανατολική πλευρά της οικοδομής, εμβαδού 48 τ.μ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η προαναφερόμενη οριζόντια ιδιοκτησία, που αγόρασε η εναγομένη, η οποία στον τίτλο κυριότητας αναφέρεται ως ένας ενιαίος αποθηκευτικός χώρος εμβαδού 72 τμ, ήταν διαμορφωμένη σε χώρο κατοικίας, αποτελούμενη από σαλόνι, κουζίνα, δύο δωμάτια, λουτρό. Την κατοικία αυτή η εναγομένη εκμίσθωνε σε τρίτους και από τον Απρίλιο του έτους 2012 την εκθέτει προς πώληση με σχετική αγγελία στην οποία αναφέρεται ότι πρόκειται για οροφοδιαμέρισμα συνολικού εμβαδού 126 τμ. Πριν προβεί στην αγορά του ακινήτου κατοικούσε σε αυτήν ο αρχικός ιδιοκτήτης Λ. Ι., όσο ζούσε, με την οικογένειά του, ο οποίος, κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, την εκμίσθωνε και σε τρίτους -μισθωτές. Η εναγομένη, εκτός από τη μετατροπή σε χώρο κατοικίας των 72 τμ, προέβη στην τακτοποίηση και των προαναφερόμενων υπολοίπων χώρων που κατείχε και ειδικότερα 1α) αλλαγή χρήσης τμήματος του υπογείου σε κατοικία, εμβαδού 54 τ.μ., 1β) αποθήκη- πατάρι στο υπόγειο, εμβαδού 48 τ.μ., καθώς και 1γ) υπέρβαση ύψους από το διαμορφωμένο έδαφος. Για τους χώρους αυτούς εκδόθηκε η βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής του άρθρου 24 Ν. 4014/2011 με αύξοντα αριθμό δήλωσης … και η βεβαίωση περαίωσης στο Ν. 4178/2013, με αύξοντα αριθμό δήλωσης ….. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το τμήμα του υπογείου αποθηκευτικού χώρου, εμβαδού 48 τμ και ο μεσόροφος πατάρι, εμβαδού 54 τμ, που αποτελούν τους επίδικους και τους οποίους ενσωμάτωσε η εναγομένη στην ιδιοκτησία της, συμπεριλαμβάνονται στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής. Ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. …/2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, του πολιτικού μηχανικού Ι. Ν., ο οποίος διενήργησε αυτοψία δύο φορές στην επίδικη οικοδομή και έλαβε υπόψη του προαναφερόμενους τίτλους ιδιοκτησίας και την υπ’ αριθμ. …/1981 οικοδομική άδεια προέκυψαν τα εξής: σύμφωνα με την οικοδομική άδεια προσθήκης κατ’ επέκταση διώροφης οικοδομής με υπόγειο που εκδόθηκε από το Πολεοδομικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, ύστερα από αίτηση του αρχικού ιδιοκτήτη Λ. Ι. η κάτοψη του Α’ υπογείου, εμφανίζεται ως ενιαίος χώρος εμβαδού 158,87 τ.μ. και με χρήση αποθήκη. Η πρόσβαση στον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο είναι ελεύθερη για όλους τους ένοικους της οικοδομής και γίνεται εσωτερικά από το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο και τον ανελκυστήρα και από μία εξωτερική είσοδο από τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής. Οι τότε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και ο τότε Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός όριζε τους υπόγειους χώρους για χρήση αποθηκών κοινοχρήστων ή μη και για χώρους λεβητοστάσιων, μηχανοστασίων υποσταθμών της Δ.Ε.Η. και για άλλες χρήσεις που είναι απαραίτητες για την λειτουργία της οικοδομής, Όπως παραπάνω αναφέρεται ο αρχικός ιδιοκτήτης της επίδικης οικοδομής Λ. Ι. προέβη στη σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών, συνταχθέντος για το σκοπό αυτό του υπ’ αριθμ. …/1990 συμβολαίου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ορίζοντας σαν παρακολούθημα του διαμερίσματος του ισογείου (πάνω από το υπόγειο) ορόφου, τμήμα του υπογείου αποθηκευτικού χώρου, εμβαδού 72 τ.μ. Με την υπ’ αριθμ. …/1994 συμβολαιογραφική πράξη τροποποίησης και περαιτέρω σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών, τροποποιήθηκε η αρχική σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και ο αποθηκευτικός χώρος των 72 τμ αποτέλεσε πλέον ανεξάρτητη και αυτοτελή ιδιοκτησία, την οποία απέκτησε κατά κυριότητα η εναγομένη με το προαναφερόμενο συμβόλαιο. Από την παραπάνω αναφερόμενη πράξη σύστασης οροφοκτησίας, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκε, αποδεικνύεται ότι τμήμα του υπογείου αποθηκευτικού χώρου, εμβαδού 86,87 τμ, ο οποίος σύμφωνα με την οικοδομική άδεια είχε εμβαδό 158,87 τμ (158,87-72,00) δεν υπήχθησαν σε καθεστώς οροφοκτησίας, με έννομη συνέπεια να μην αποτελούν οριζόντια ιδιοκτησία και ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπάγονται αυτοδικαίως απο το νόμο στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επι του εδάφους και θεωρούνται κοινόχρηστα μέρη της επίμαχης οικοδομής, καθόσον δεν ορίστηκαν με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και την τροποποιητική αυτής ότι αποτελούν αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, ούτε υφίστανται ειδικότερες συμφωνίες των συνιδιοκτητών ότι κάποιος από αυτούς θα έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί των άνω κοινόκτητων μερών (Ολ. ΑΠ 23/2000, ΑΠ 934/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στους προαναφερόμενους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, εμβαδού 86,87 τ.μ. περιλαμβάνεται το επίδικο τμήμα του υπογείου, εμβαδού 54,00 τ.μ. και ο μεσόροφος (πατάρι ) εμβαδού 48,00 τ.μ.. Ως προς την θέση του επίδικου τμήματος, εμβαδού 54,00 τ.μ. που δεν ορίζεται πουθενά και από κανένα τίτλο, αυτή τεκμηριώνεται τεχνικά σωστά από την τεχνική έκθεση που συνέταξε στις 12.04.2013 ο Αρχιτέκτονας Μηχανικός Ν. Δ.. Ειδικότερα προκύπτει ότι το ισχύον σχέδιο κάτοψης Α’ υπογείου είναι αυτό της αρχικής υπ’ αριθμ…./1981 οικοδομικής άδειας στο οποίο ο χώρος του υπογείου εμφανίζεται ενιαίος εμβαδού 158,87 τμ με πρόσβαση από το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο της οικοδομής και από μία εξωτερική είσοδο από τον ακάλυπτο. Λαμβάνοντας υπόψη την αλλαγή χρήσης του χώρου των 72 τμ από αποθήκη σε κατοικία, με δεδομένο ότι ο χώρος του λουτρού βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου, η χωροθέτηση των 72 τμ είναι σε συνέχεια του μοναδικού λουτρού που υπάρχει, το οποίο μπορούσε να κατασκευαστεί για χρήση κατοικίας στη ΝΑ γωνία, η οποία διαθέτει τη μοναδική στο χώρο στήλη αποχέτευσης ακαθάρτων της οικοδομής. Επιπλέον στην νοτιοανατολική πλευρά έχει κατασκευαστεί από τον αρχικό ιδιοκτήτη μεσοπάτωμα (πατάρι) που υποδεικνύει χωρικά τα 72 τμ, με το σκεπτικό ότι η εν λόγω κατασκευή βρίσκεται στην αρχική ιδιόκτητη αποθήκη του. Η εναγομένη τον κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο του υπογείου ορόφου, ο οποίος βρίσκεται αριστερά για τον εισερχόμενο από την είσοδο της οικοδομής περιτοίχισε και ενσωμάτωσε στην οριζόντια ιδιοκτησία της των 72 τμ, μετατρέποντας το χώρο σε κατοικία και στον τοίχο περιτοίχησης, που είναι από γυψοσανίδα κατασκεύασε την εξώθυρα του διαμερίσματος. Στο μεσοόροφο (πατάρι), εμβαδού 48 τμ, ο οποίος έχει πρόσβαση από το κλιμακοστάσιο της οικοδομής, αντικατέστησε τη θύρα εισόδου και εξόδου, τοποθετώντας ειδική κλειδαριά ασφαλείας την οποία διαθέτει μόνο αυτή και τον χρησιμοποιεί για την αποθήκευση αποκλειστικά δικών της κινητών πραγμάτων. Με τις ενέργειες αυτές η εναγομένη απέκλεισε τους συνιδιοκτήτες -ενάγοντες από τη χρήση του επίδικου κοινόχρηστου υπόγειου αποθηκευτικού χώρου και του μεσορόφου (παταριού), το οποίο χρησιμοποιούνταν και αυτό ως αποθήκη, παραβλάπτοντας με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά τους, ως συνιδιοκτητών της οικοδομής. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι επίδικοι χώροι, εμβαδού 54 και 48 τμ, ανήκουν στην αποκλειστική της κυριότητα καθόσον αποτελούσαν πάντοτε κατοικία και βρίσκονταν σε ενιαία λειτουργική ενότητα με το διαμέρισμα του υπογείου ορόφου της επίδικης οικοδομής, το οποίο αγόρασε. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, καθόσον, από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι οι καταληφθέντες από την εναγομένη χώροι, με δεδομένο ότι δεν ορίστηκαν ότι αποτελούν χωριστές ιδιοκτησίες, με την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οροφοκτησίας, όπως αυτή τροποποιήθηκε, είναι εκ του νόμου κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται κανένας ιδιοκτήτης χωριστής ιδιοκτησίας να τους ενσωματώνει στην ιδιοκτησία του, όπως συνέβη εν προκειμένω και βέβαια, ως τέτοιοι δεν μπορεί να αποκτήσει η εναγομένη δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας. Περαιτέρω από τον τίτλο ιδιοκτησίας της, δηλαδή το υπ’ αριθμ. …/…..1.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευαγγελίας Κομνηνού, που μεταγράφηκε νόμιμα, προκύπτει ότι η εναγομένη απέκτησε την κυριότητα ενός αυτοτελούς διηρημένου αποθηκευτικού χώρου, εμβαδού 72 τμ μετά του αναλογούντος ποσοστού 30°/οο επι της αδιαιρέτου ιδιοκτησίας του οικοπέδου και των λοιπών κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων της οικοδομής. Στο εν λόγω συμβόλαιο γίνεται αναφορά μόνο για την οριζόντια ιδιοκτησία που απέκτησε εμβαδού 72 τμ, χωρίς να αναφέρεται το πατάρι, ως παρακολούθημα, ούτε ο επιπλέον χώρος των 54 τμ που κατέχει ως αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία. Το ίδιο προκύπτει και από τους προηγούμενους τίτλους ιδιοκτησίας, στους οποίους πάντοτε χαρακτηρίζονταν ο υπόγειος αποθηκευτικός χώρος των 72 τμ ως παρακολούθημα του ισογείου οροφοδιαμερίσματος της επίδικης οικοδομής, χωρίς να γίνεται αναφορά σε κανένα συμβόλαιο για τους επίδικους χώρους, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με τον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο που αγόρασε η εναγομένη (βλ. υπ’ αριθμ. …/1990, …/1994 συμβόλαια, καθώς και την υπ’ αριθμ. …/1993 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού). Το γεγονός ότι η εναγομένη προέβη στην τακτοποίηση των επίδικων χώρων, δηλαδή της επέκτασης του υπογείου αποθηκευτικού χώρου κατά 54 τμ και την αλλαγή χρήσης αυτού σε κατοικία, καθώς και του μεσορόφου (παταριού), τηρώντας τις προβλεπόμενες από τις από τις διατάξεις του Ν. 4014/2011, αλλά και του νεωτέρου αυτού Ν. 4178/2013 διοικητικές διαδικασίες, δηλαδή την υποβολή δηλώσεων στην αρμόδια Γενική Γραμματεία Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος του υπουργείου Περιβάλλοντος και την καταβολή των ειδικών προστίμων, δεν ασκεί έννομη επιρροή. Ειδικότερα, η αναστολή των κυρώσεων με βάση τους προηγούμενους νόμους και το συνεπαγόμενο “πάγωμα” της κατεδάφισης για χρονικό διάστημα 30 ετών, επέρχεται με μόνη την υποβολή αίτησης του ενδιαφερομένου, συνοδευόμενη από τα σχετικά δικαιολογητικά και την καταβολή του οριζόμενου στο νόμο ποσού ειδικού προστίμου, μόνο δε το γεγονός της τακτοποίησης των αυθαίρετων κατασκευών ή μεταβολών, δεν τις καθιστά επιτρεπτές έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, εφόσον αυτές παραβλάπτουν το επί των επιδίκων κοινόκτητων χώρων δικαίωμα χρήσης. Στην περίπτωση αυτή κάθε μεταβολή στα κοινόκτητα μέρη μπορούσε να επέλθει μόνον ύστερα από συναίνεση και κοινή απόφαση των συνιδιοκτητών της οικοδομής προϋπόθεση που δεν τηρήθηκε εν προκειμένω.
Συνεπώς, ορθά εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας και δέχθηκε ότι οι επίδικοι χώροι αποτελούν κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της επίδικης οικοδομής. Πρέπει, λοιπόν, να απορριφθούν κατ’ ουσίαν οι σχετικοί λόγοι έφεσης (2ος, 5ος, 6ος, 7ος, 8ος, 9ος), με τους οποίους η εκκαλούσα -εναγομένη τα αντίθετα ισχυρίζεται”…
Σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι οι επίδικοι χώροι (υπόγεια αποθήκη, επιφάνειας 54 Μ2 και πατάρι, επιφάνειας 48 Μ2) ήταν κατά τη φύση και τον προορισμό τους κοινόχρηστοι και αποτελούσαν αποθήκη προς κοινή χρήση όλων των συνιδιοκτητών. Ειδικότερα, το Εφετείο, κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές του δέχτηκε, ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης, Λ. Ι. αγόρασε (με το υπ’ αρ. …./1972 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) ένα οικόπεδο επιφάνειας 989,90 Μ2 στον συνοικισμό … επί της οδού … αρ…., στο οποίο ανήγειρε δύο ανεξάρτητες οικοδομές, δηλαδή τη με αρ. …. διόροφη οικία και τη με αρ. … οικοδομή, που αφορά την παρούσα δίκη, η οποία (2η οικοδομή) αποτελούνταν α) από υπόγεια αποθήκη επιφάνειας 72 Μ2, β) από το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 147,78 Μ2 και γ) από το διαμέρισμα του Α’ πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας επίσης 147,78 Μ2,ότι το έτος 1990 συνέστησε κάθετη ιδιοκτησία με βάση το υπ’ αρ. …/1990 συμβόλαιο και ότι έκτοτε καθεμιά από τις ανωτέρω δύο ανεξάρτητες οικοδομές αποτελούσαν αυτοτελή κάθετη ιδιοκτησία, ότι επίσης, επί της 2ης ως άνω οικοδομής συνέστησε οριζόντια ιδιοκτησία, την οποία αποτελούσαν α) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 147,78 Μ2, στο οποίο ανήκε ως παρακολούθημα ο υπόγειος αποθηκευτικός χώρος επιφάνειας 72 Μ2, β) το διαμέρισμα του Α’ πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας επίσης 147,78 Μ2 και γ) το δικαίωμα υψούν της ως άνω 2ης οικοδομής, ότι στη συνέχεια ο Λ. Ι. μεταβίβασε με το υπ’ αρ. …/1990 πωλητήριο συμβόλαιο την ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος του ισογείου ορόφου με το παρακολούθημα αυτού (υπόγεια αποθήκη 72 Μ2) στον γιο του, Ε. Ι., παρακρατώντας την επικαρπία, ότι ακολούθως το διαμέρισμα αυτό εκπλειστηριάστηκε και το έτος 1994 περιήλθε στην κυριότητα της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΒΑΝΕΣΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ, η οποία, με την υπ’ αρ. …/1994 τροποποιητική πράξη τροποποίησε την αρχική πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας (…/1990) και διαχώρισε το ισόγειο διαμέρισμα από το παρακολούθημα αυτού – αποθήκη 72 Μ2, έτσι ώστε να συσταθούν δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και ειδικότερα, ένα αυτοτελές ισόγειο διαμέρισμα, επιφάνειας 147,78 Μ2 και μια αυτοτελής υπόγεια αποθήκη επιφάνειας 72 Μ2, ότι ακολούθως η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία πούλησε την υπόγεια ως άνω αποθήκη (με το υπ’ αρ. …/1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) κατά κυριότητα στην Ε. Ι., σύζυγο του αρχικού ιδιοκτήτη, Λ. Ι. και ότι η Ε. Ι. με το υπ’. αρ. …/…-1-2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο μεταβίβασε κατά κυριότητα στην ήδη αναιρεσείουσα την ανωτέρω υπόγεια αποθήκη, επιφάνειας 72 Μ2, ότι ακολούθως το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου μεταβιβάστηκε με το υπ’ αρ. …/2008 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο κατά κυριότητα στην 2η αναιρεσίβλητη, ενώ το διαμέρισμα του 1ου ορόφου μεταβιβάστηκε με το υπ’ αρ. …/2009 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, στον 1ο αναιρεσίβλητο, ότι με τους προαναφερόμενους τίτλους κυριότητας (οι οποίοι σημειωτέον δεν αμφισβητούνται από κανένα διάδικο μέρος) οι διάδικοι κατέστησαν κύριοι των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών ( δηλαδή της υπόγειας αποθήκης, του διαμερίσματος του ισογείου ορόφου και του διαμερίσματος του 1ου ορόφου) και ότι για την επίδικη πολυόροφη οικοδομή δεν είχε συνταχθεί Κανονισμός πολυκατοικίας. Εκτός από τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε επίσης, ότι αμέσως μόλις η αναιρεσείουσα απέκτησε κατά κυριότητα (το έτος 2007) την υπόγεια αποθήκη, επιφάνειας 72 Μ2, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, που προβλέπει η νομοθεσία περί τακτοποίησης αυθαιρέτων κτισμάτων (Ν 4014/2011 και Ν.4178/2013-πρβλ. ΣτΕ ολ 1858/2015, ΑΠ 151/2017) τροποποίησε την οριζόντια ως άνω ιδιοκτησία, δηλαδή την υπόγεια αποθήκη, επιφάνειας 72Μ2, σε χρήση κατοικίας, γεγονός που, επίσης δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ότι, στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατέλαβε παράνομα επί πλέον τμήμα του υπογείου ορόφου, επιφάνειας 54 Μ2 και τον μεσόροφο-πατάρι, επιφάνειας 48 Μ2 και προέβη επίσης, στην τροποποίηση της χρήσης αυτών σε κύρια κατοικία, τα οποία ενσωμάτωσε με την ιδιοκτησία της (δηλαδή την υπόγεια αποθήκη επιφάνειας 72 Μ2,που είχε αγοράσει νόμιμα), ότι, όμως, ο υπόγειος χώρος (54 Μ2) και το πατάρι (48 Μ2) αποτελούσαν κατά τη φύση και τον προορισμό τους αποθηκευτικούς χώρους της πολυόροφης οικοδομής, τους οποίους κατά τις παραδοχές, κατέλαβε παράνομα η αναιρεσείουσα και στην μεν υπόγεια αποθήκη, αφού την περιτοίχισε, κατασκεύασε την εξώθυρα του διαμερίσματός της (επιφάνειας 72 Μ2), ενώ στο πατάρι τοποθέτησε ειδική κλειδαριά ασφαλείας και το χρησιμοποιεί για την αποθήκευση δικών της κινητών πραγμάτων. Εξάλλου, το Εφετείο, για να στηρίξει την ανωτέρω κρίση του περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επιδίκων χώρων (υπόγειας αποθήκης 54 Μ2 και πατάρι 48 Μ2) αξιολόγησε, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, ειδικά την υπ’ αρ. …/2016 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία ο δικαστικός πραγματογνώμονας ανέφερε ότι οι ανωτέρω επίδικοι χώροι ουδέποτε είχαν υπαχθεί σε καθεστώς οριζόντιας ιδιοκτησίας, τόσο με την αρχική συστατική πράξη της οροφοκτησίας (…/1990), όσο και με την τροποποιητική αυτής πράξη (…/1994) και ότι επίσης, οι επίδικοι χώροι δεν περιλαμβάνονται στον τίτλο ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας, δηλαδή στο υπ’ αρ. …/2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Επίσης, το Εφετείο ακολουθώντας την πάγια θέση της νομολογίας, ότι εφόσον αποδειχθεί ότι κάποιο μέρος του ακινήτου δεν αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο στα αντικείμενα αναγκαστικής συγκυριότητας, δέχθηκε, με σαφή αιτιολογία, ότι οι επίδικοι ως άνω χώροι, που δεν περιλαμβάνονται στον τίτλο κτήσης της αναιρεσείουσας, υπάγονται αυτοδικαίως στα κοινόχρηστα μέρη της πολυόροφης οικοδομής. Επίσης, με επαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι η κατά προορισμό φύση και χρήση αυτών ήταν εκείνη της αποθήκης και ότι με την αυθαίρετη ενσωμάτωσή τους στο διαμέρισμα της αναιρεσείουσας (επιφάνειας 72Μ2) απέκλεισε τους συνιδιοκτήτες-αναιρεσιβλήτους από τη χρήση αυτών, ως κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής, ενώ επίσης με σαφή αιτιολογία δέχθηκε ότι η πληρωμή από την αναιρεσείουσα του ειδικού προστίμου για την τροποποίηση της χρήσης τους στη αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, δεν αίρει τον χαρακτήρα τους ως κοινόχρηστων χώρων, ούτε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να μην ενεργεί κατασκευές στους κοινόχρηστους ως άνω χώρους, οι οποίοι παρεμποδίζουν την σύγχρηση αυτών από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες και ήδη αναιρεσιβλήτους. Όλες οι παραπάνω σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν το διατακτικό της και δεν χρειάζονταν επί πλέον αιτιολογίες, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον 1ο αναιρετικό λόγο. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τους ουσιαστικούς κανόνες των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 εδ. α, 7 παρ. 1, 8 και 13 του Ν. 3741/1929 σε συνδυασμό με το άρθρο 1001 εδ. α και 1117 του ΑΚ, για την εκ πλαγίου παραβίαση των οποίων αιτιάται η αναιρεσείουσα το Εφετείο και συνακόλουθα, έχει νόμιμη βάση με ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως αναιρετικά δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στο πραγματικό των ανωτέρω εφαρμοσθέντων ουσιαστικών κανόνων δικαίου. Κατόπιν τούτου ο 1ος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, επιχειρεί να πλήξει την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστή ουσίας ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού (άρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του, επί δε διεκδικητικής ή περί κλήρου αγωγής από τότε που ο διεκδικών απέκτησε το δικαίωμά του (ΑΠ 532/2019, ΑΠ 831/2013).
Περαιτέρω υπό τους όρους του Ν. 3741/1929, αν με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή δεσμεύει όλους τους συνιδιοκτήτες, ακόμη και αν από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών ή των οικοδομημάτων, ούτε μεταβάλλεται ο συνήθης προορισμός τους. Έτσι και επί κάθετης συνιδιοκτησίας, καθώς και επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας, κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται στην απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, καθώς και στη χρήση σύμφωνα με τον κανονισμό, σε περίπτωση δε που προσβάλλεται στη χρήση αυτή δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον ( ΑΠ 115/2003), δικαίωμα που στην περίπτωση αυτή ασκείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου και δεν ενέχει, άνευ άλλου, καταχρηστικότητα, ακόμη και αν πέρασαν πολλά έτη από τις βλαπτικές ενέργειες (ΑΠ 200/2018, ΑΠ 1314/2005, ΑΠ 463/2003). Εξάλλου, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η άρση της προσβολής και η παράλειψή της στο μέλλον δεν απαιτείται ο προσδιορισμός του ακριβούς χρόνου που τελέστηκε η συγκεκριμένη παραβίαση ενόψει του γεγονότος ότι ο βλαπτόμενος συνιδιοκτήτης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του ακόμη και εάν πέρασαν πολλά έτη από τις βλαπτικές ενέργειες (ΑΠ 151/2014).
Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 349/2014).
Με τον 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.1 περ.α ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, την οποία η αναιρεσείουσα είχε υποβάλει παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφερε επίσης παραδεκτά ενώπιον του Εφετείου, με τον 3ο λόγο της έφεσής της και δεχόμενο εσφαλμένα, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, ότι τα επικαλούμενα από την ενισταμένη γεγονότα και ειδικότερα α) ότι οι επίδικοι χώροι ουδέποτε λειτούργησαν ως κοινόχρηστοι, αλλά αποτελούσαν πάντοτε κατοικία, β) ότι οι αναιρεσίβλητοι γνώριζαν από το έτος 1989 τη διαμορφωθείσα ως άνω κατάσταση και γ) ότι τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής θα προκαλέσει υπέρμετρη βλάβη στην αναιρεσείουσα-ενισταμένη, η οποία έχει πληρώσει το ειδικό πρόστιμο για την τακτοποίηση αυθαιρέτων, σε αντίθεση με τους αναιρεσιβλήτους, που δεν υφίστανται καμιά βλάβη, διότι στην οικοδομή υπάρχει δεύτερο υπόγειο, που λειτουργεί ως κλιμακοστάσιο και χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, δεν επαρκούν δήθεν για τη θεμελίωση κατάχρησης δικαιώματος, καθόσον σύμφωνα με όσα εσφαλμένα, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση η ενισταμένη αναιρεσείουσα δήθεν δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα περιστατικά προηγηθείσας συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων, που να δημιούργησε σ’αυτήν την πεποίθηση, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν θα επιδιώξουν την ικανοποίηση των δικαιωμάτων τους με ανατροπή της δήθεν αδικαιολόγητα παγιωθείσας κατάστασης, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί για την θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης, διότι τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα πραγματικά ως άνω περιστατικά αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ την οποία το Εφετείο παραβίασε ευθέως με μη εφαρμογή.
Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το εφετείο, μετά από νομική ανάπτυξη της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά, τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν τον 2ο αναιρετικό λόγο. …”Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εναγομένη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), την οποία νομότυπα πρότεινε ισχυριζόμενη ότι οι επίδικοι χώροι ουδέποτε λειτούργησαν ως κοινόχρηστοι, αλλά αποτελούσαν πάντοτε κατοικία αποτελούντες ενιαία λειτουργική ενότητα με το διαμέρισμα του υπογείου ορόφου της επίδικης οικοδομής, εμβαδού 72 τμ, την οποία (κατοικία) κατασκεύασε και κατείχε ο αρχικός δικαιοπάροχός της Λ. Ι., στη συνέχεια η σύζυγός του Ε. Ι. και τέλος απέκτησε και κατέχει η ίδια. Το γεγονός αυτό γνώριζαν οι ενάγοντες, ο πρώτος μάλιστα από αυτούς είχε ιδία αντίληψη της πραγματικής κατάστασης που διαμορφώθηκε, καθόσον επι τρία συναπτά έτη (1989-1992) ήταν μισθωτής του ισογείου ορόφου της οικοδομής, ενώ η επέκταση του διαμερίσματος του υπογείου ορόφου έλαβε χώρα 23 χρόνια πριν από την απόκτηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων από τους ενάγοντες. Ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής θα επιφέρει στην εναγομένη επαχθείς συνέπειες και υπέρμετρη βλάβη, αφού το διαμέρισμά της θα αχρηστευθεί και θα υποστεί τεράστια ζημία, ενώ κατέβαλε για την αγορά του 40.814 ευρώ, καθώς και τα ειδικά πρόστιμα για την υπαγωγή του στο Ν. 4014/2011 ανερχόμενα σε 14.447,23 ευρώ (ειδικό πρόστιμο 5713,63 ευρώ για την αλλαγή χρήσης των 72 τμ, από αποθήκη σε κύρια κατοικία, καθώς και πρόστιμο 4371,80 ευρώ +3061,80 +800+500 για την αλλαγή χρήσης του χώρου των 54 τμ σε κατοικία και του αποθηκευτικού χώρου των 48 τμ), ενώ οι ενάγοντες ουδόλως θα ωφεληθούν από την τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής, καθόσον στην οικοδομή υπάρχει δεύτερο υπόγειο που λειτουργεί ως κλιμακοστάσιο και χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων (υπόγειο γκαράζ). Τα παραπάνω εκτιθέμενα από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση του ισχυρισμού της περί κατάχρησης δικαιώματος, έστω και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν με την έννοια που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη προφανή υπέρβαση των καθοριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων και ως εκ τούτου δεν μπορούν να στηρίξουν την ένσταση του ιδίου ως άνω άρθρου. Ειδικότερα δεν αναφέρει ποια ήταν η προηγηθείσα συμπεριφορά των εφεσιβλήτων – εναγόντων εξαιτίας της οποίας διαμορφώθηκαν πραγματικές καταστάσεις ή μεσολάβησαν γεγονότα και περιστάσεις, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η άσκηση της αγωγής και να μην καθίσταται ανεκτή η άσκηση του αξιουμένου δικαιώματος κατά τις περί δικαίου ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνο τα επικαλούμενα γεγονότα ότι οι ενάγοντες- εφεσίβλητοι, γνώριζαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το γεγονός ότι οι επίδικοι χώροι είχαν ενσωματωθεί στο διαμέρισμα του υπογείου, αποτελούντες με αυτό μία λειτουργική ενότητα, καθώς και ότι υφίσταται δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, δε συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθόσον δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά αναφορικά με την προηγηθείσα συμπεριφορά των εναγόντων που δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα επιδιώξουν την ικανοποίηση του δικαιώματός τους και ότι οι ίδιοι μεταβάλλοντας την προηγούμενη στάση τους, επιχειρούν εκ των υστέρων αδικαιολόγητα ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, ούτε επικαλείται την παρέλευση άπρακτου μακρού χρονικού διαστήματος η παρέλευση του οποίου δημιούργησε στην εκκαλούσα-εναγομένη την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο πλέον να επιδιώξουν οι ενάγοντες δικαστικά την ικανοποίηση του δικαιώματός των.
Συνεπώς δεν είναι νόμιμη η ένσταση, που νομότυπα προτάθηκε κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης και επαναφέρεται με την έφεση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ένσταση με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ) σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εκκαλούσας, που στοιχειοθετούν τον τρίτο λόγο της έφεσης”.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα περιστατικά δεν αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία η αναιρεσείουσα στήριζε την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ανωτέρω ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη, την οποία επομένως δεν παραβίασε ευθέως. Πιο συγκεκριμένα, ορθά το Εφετείο έκρινε ότι δεν αρκεί για τη θεμελίωση καταχρηστικότητας της αγωγής ότι οι αναιρεσίβλητοι γνώριζαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων χώρων ως κατοικία, όπως υποστήριζε η αναιρεσείουσα, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεστεί συγχρόνως συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, που να καθιστά μη ανεκτή την άσκηση της αγωγής τους. Άλλωστε, σύμφωνα με την ενισταμένη αναιρεσείουσα, ο μεν 1ος αναιρεσίβλητος είχε αποκτήσει το διαμέρισμα του 1ου ορόφου της πολυόροφης οικοδομής το έτος 2009, η 2η αναιρεσίβλητη το ισόγειο διαμέρισμά της το έτος 2008 και η αναιρεσείουσα είχε αγοράσει την υπόγεια αποθήκη, που μετέτρεψε σε κατοικία επιφάνειας 72 Μ2, το έτος 2007.
Συνεπώς,με βάση τα ιστορούμενα ως άνω περιστατικά της ένστασης δεν είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα ικανό να δημιουργήσει στην αναιρεσείουσα την πεποίθηση, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν θα επιδιώξουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους επί των κοινοχρήστων επίδικων χώρων, ούτε άλλωστε ο ισχυρισμός αυτής, ότι πλήρωσε το ειδικό πρόστιμο για την αλλαγή της χρήσης τους από αποθήκη σε κατοικία, αίρει τον χαρακτήρα τους ως κοινόχρηστων μερών της κοινής οικοδομής. Επί πλέον τούτων, σύμφωνα με όσα επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα, τα επίδικα δεν περιλαμβάνονται ως ανεξάρτητες ιδιοκτησίες σε τίτλο κυριότητας των συνιδιοκτητών και κατά συνέπεια είναι κοινόχρηστα μέρη της πολυόροφης οικοδομής, ενώ ούτε αυθαίρετες τυχόν ενέργειες του αρχικού ιδιοκτήτη, Λ. Ι., επιτρέπεται να καταλογιστούν σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Επομένως, το Εφετείο, με το να απορρίψει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αναιρεσείουσας ως μη νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τον ανωτέρω ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ούτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί και συνακόλουθα, δεν παραβίασε ευθέως την ανωτέρω διάταξη. Κατόπιν τούτου δεν ιδρύεται ούτε η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1α ΚΠολΔ και ο σχετικός 2ος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για να ερευνηθεί, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Β’ δ’ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος αυτής, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-7-2019 (αρ. κατ. 248/2019) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αρ. 1473/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ειδική διαδικασία των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών κατ’ ορόφους).
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Και
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 2021.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος ΑΠ Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιουλίου 2021.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Αντιπρόεδρος ΑΠ Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου