Αριθμός 1564/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Λ. του F. και του Ε. κατοίκου …. Ιταλίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Φραγκάκη, και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζύγου Ν. , το γένος Σ. και Λ., κατοίκου ….. Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κονιστή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-12-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5904/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1511/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 21-11-2012 αίτησή του. Εκδόθηκε η 818/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την ανωτέρω αίτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Εκδόθηκε η 9/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η 4719/2020 απόφαση του 8ου Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, που διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 7020/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της 4719/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 7020/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-6-2021 αίτηση και τους από 18-2-2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 10-6-2021 αίτηση αναίρεσης και οι από 18-2-2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που έχουν ασκηθεί παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη στις 14-3-2022 (Β-…./14-3-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….), ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αναίρεσης και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4-5-2022).
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους αυτής λόγους προσβάλλεται η 4719/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 7020/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης: Ο ενάγων Ρ. και ήδη αναιρεσείων Λ. άσκησε κατά της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης την από 10-12-2009 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι είναι αλβανικής ιθαγένειας και ότι στις 22-3-2008 απεβίωσε στη Ρώμη, όπου κατοικούσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Ε. , ο οποίος τον είχε υιοθετήσει με τελεσίδικη απόφαση του Πολιτικού Δικαστηρίου της Ρώμης και ότι άφησε τον ίδιο μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του. Ότι ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του ακίνητα στην Ελλάδα και στην Ιταλία, όπως αυτά περιγράφονται στην αγωγή, ήταν δε μοναδικός δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού σε ελληνική τράπεζα. Ότι η εναγομένη, η οποία δεν συνδέεται με συγγενική σχέση με τον θανόντα θετό πατέρα του, κατακρατεί ως κληρονόμος τα ανωτέρω κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην Ελλάδα, επικαλούμενη κληρονομικό δικαίωμα με βάση φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του τελευταίου, με την οποία αυτός την εγκατέστησε κληρονόμο του στην περιουσία του και ότι η εναγομένη αποδέχθηκε την κληρονομιά και μετέγραψε τη σχετική δήλωση αποδοχής. Ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη είναι άκυρη επειδή δεν έχει γραφεί από το διαθέτη ούτε έχει υπογράφει από αυτόν. Ότι επικουρικά η διαθήκη αυτή είναι ακυρώσιμη, επειδή συντάχθηκε πριν από την υιοθεσία του και ότι εάν ο κληρονομούμενος γνώριζε τούτο, δεν θα προέβαινε στη σύνταξή της. Με αυτά τα δεδομένα ζήτησε να αναγνωρισθεί ως άκυρη, άλλως να ακυρωθεί η ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη, να αναγνωρισθεί ο ίδιος ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θετού του πατέρα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τα κληρονομιαία αντικείμενα. Επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ως έγκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι νόμιμος μεριδούχος στην κληρονομιαία περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει το ποσοστό αυτής που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 5904/2010 οριστική του απόφαση και κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγόμενης, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντας ήδη αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αλλοδαπή απόφαση περί της υιοθεσίας του ενάγοντας δεν είχε αναγνωρισθεί στην Ελλάδα και ότι δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί, επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της, αφού, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, που ήταν εφαρμοστέο ως προς τις προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ως προς τον κληρονομούμενο υιοθετήσαντα, απαγορευόταν η υιοθεσία του ενάγοντος, που ήταν ενήλικας κατά το χρόνο σύστασής της και επομένως, ο τελευταίος, που δεν είχε καμία συγγενική σχέση με τον κληρονομούμενο, δεν κατέστη κληρονόμος αυτού. Την ως άνω απόφαση επικύρωσε το Εφετείο Αθηνών με την 1511/2012 απόφασή του, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε την από 21-11-2012 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 818/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή παραπέμφθηκε ο περιεχόμενος στην αίτηση μοναδικός λόγος αναίρεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, καθώς κρίθηκε ότι πρόκειται για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Ακολούθως, με την 9/2016 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτός ο λόγος της αίτησης αναίρεσης και αναιρέθηκε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών λόγω έλλειψης επαρκών αιτιολογιών (παράβαση άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ) και ειδικότερα επειδή δεν ερευνήθηκαν επαρκώς από την προσβληθείσα απόφαση κατά πόσο συνέτρεχαν οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η υιοθεσία του αναιρεσείοντος από τον Ε. Λ. και η προσωπική κατάσταση του αναιρεσείοντος και του υιοθετούντος, ο οποίος είχε το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων στην Ιταλία, στην οποία είχε εγκατασταθεί αυτός μόνιμα από μακρού χρόνου μέχρι και το θάνατό του, ενώ παράλληλα είχε αποξενωθεί από την ημεδαπή. Στη συνέχεια και μετά την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη 4719/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ΝΔ/τος 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…”. Με το ανωτέρω άρθρο, κατά το μέρος του με το οποίο θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 62/2022). Εξ άλλου, με την ως άνω διάταξη ανάγεται σε κανόνα δικαίου υπερνομοθετικού χαρακτήρα η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των κριτών που αποφαίνονται σε διαφορές σχετικές με δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως ή για το βάσιμο ποινικής κατηγορίας. Αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση της αμεροληψίας είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέουν σε μία δημοκρατική κοινωνία οι ως άνω κριτές, διαμορφούμενη με βάση αντικειμενικά γεγονότα και αξιολογήσεις (ΣτΕ 1628/2014, ΣτΕ 664/2006). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 1/2022, Ολ ΑΠ 12/2016, Ολ ΑΠ 10/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του και όπως αυτή διορθώθηκε με την 7020/2020 απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα: «Στις 22.3.2008 απεβίωσε στη Ρώμη της Ιταλίας, ο Ε. του Π., κάτοικος εν ζωή Ρώμης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 2.3.1938 και είχε την ελληνική ιθαγένεια, ενώ παράλληλα είχε αποκτήσει και την ιταλική. Ο ενάγων γεννήθηκε στις 15.11.1980 στην Αλβανία και έχει την αλβανική ιθαγένεια. Δυνάμει της 172/2002 τελεσίδικης απόφασης του Πολιτικού Δικαστηρίου της Ρώμης, ο αποβιώσας υιοθέτησε τον ενάγοντα, με τον οποίο δεν είχε καμία συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Κατά το έτος 1994 ο εναγών μετέβη μέσω Ελλάδος στην Ιταλία, όπου φιλοξενήθηκε από το ίδρυμα «….. της Ρώμης» (….. di Roma), το οποίο φιλοξενεί άπορα παιδιά και στο οποίο ο αποβιώσας διατέλεσε, εν ζωή, διευθυντής μέχρι το έτος 2001, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Ο ίδιος ο ενάγων στην από 3-4-2017 ανωμοτί κατάθεσή του στον 19ο Τακτικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών κατέθεσε ότι σε ηλικία 14 ετών ήλθε στην Ελλάδα από την Αλβανία γιατί οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, στη συνέχεια έφυγε για την Ιταλία, όπου εκεί ήθελε να συνεχίσει να ζει όπως και στην Ελλάδα, δηλαδή ως άστεγος, όμως τον συνέλαβε η αστυνομία και τον εγκατέστησε σε ένα Ίδρυμα, όπου ήταν διευθυντής ο κ. Λ.. Σε αυτό το ίδρυμα διαβιούσαν εγκαταλελειμμένα παιδιά, ηλικίας από 12-23 ετών, εκεί ο κ. Λ. είχε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα παιδιά και με τον ενάγοντα είχε εξαιρετικές σχέσεις. Ο κ. Λ. του έκανε την πρόταση για υιοθεσία, όταν ήταν ανήλικος, την οποία αποδέχθηκε, όμως επειδή υπήρχαν γραφειοκρατικά προβλήματα για την υιοθεσία ανηλίκου, αυτή ολοκληρώθηκε μετά την ενηλικίωση του ενάγοντος. Επίσης, ο ενάγων δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο τον υιοθέτησε ο κ. Λ.. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, χωρίς να καταθέσει οποιοδήποτε περιστατικό δηλωτικό στενών οικογενειακών σχέσεων με την Ε. ισχυρίσθηκε ότι οι διαδικασίες για την υιοθεσία του ξεκίνησαν όταν ήταν ακόμα ανήλικος. Ωστόσο, στην παρούσα δίκη δεν προσκόμισε έγγραφο που να αποδεικνύει το χρόνο έναρξης της σχετικής διαδικασίας, παρά μόνο την απόφαση του Δικαστηρίου της Ρώμης με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του Ε. , από το περιεχόμενη της οποίας, σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήματος του Ε. για υιοθεσία ενηλίκου και όχι ανηλίκου. Προσέτι ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η υιοθεσία του ως ανηλίκου δεν ολοκληρώθηκε, όσο ήταν ανήλικος, λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων, χωρίς να αναφέρει ποια ήταν τα προβλήματα καθυστέρησης μίας δικαστικής διαδικασίας. Επίσης, στην ως άνω κατάθεση ο ενάγων ισχυρίζεται αορίστως ότι ο Ε. είχε με αυτόν ειδικώς σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά του Ιδρύματος εξαιρετικές σχέσεις, χωρίς όμως να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του, επιπλέον δε αδυνατεί να παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση για το κύριο ερώτημα που απασχολεί και ενδιαφέρει το παρόν Δικαστήριο, τον λόγο της υιοθεσίας του, ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζει το λόγο, ούτε γιατί επέλεξε ο Ε. αυτόν για υιοθεσία ανάμεσα σε άλλα παιδιά, ενώ δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε ένταση και ποιότητα των σχέσεών του με τον Ε. Ο ενάγων όφειλε να γνωρίζει τον λόγο που υιοθετήθηκε και οπωσδήποτε τον γνωρίζει, η μη κατάθεση όμως περί αυτού προφανώς παραπέμπει σε λόγο μη εμπίπτοντα στους νόμιμους σκοπούς της υιοθεσίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο έγγραφο της παραπάνω από 3.4.2017 καταθέσεώς του αναγράφεται ότι ο ενάγων προσκόμισε και επέδειξε την ιταλική αστυνομική του ταυτότητα, στην οποία ως επώνυμο αναγράφεται το R. και ως επώνυμο το L. Δηλαδή ο ενάγων δεν άλλαξε το επώνυμό του, ούτε προσέθεσε το επώνυμο του θετού του πατέρα στο υπάρχον επώνυμό του, αλλά το προσέθεσε στο μικρό του όνομα, χωρίς να αποδεικνύεται σκοπός που εξυπηρετεί η υιοθεσία ενηλίκων και είναι η συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του υιοθετούντος. Επίσης, ο ενάγων σε όλη την ως άνω κατάθεσή του ομιλεί για το θετό του πατέρα, αποκαλώντας τον «κ. Λ.», χωρίς να προκύπτει εξ αυτού του λόγου ψυχικός δεσμός με τον εκλιπόντα. Προσέτι, στη σχέση του ενάγοντας με τον Ε. αναφέρεται και ο άμεσος συνεργάτης του Ε. ., που ήταν μαζί με αυτόν Διευθυντής στο Ίδρυμα, αλλά παράλληλα διατηρούσε και φιλική σχέση με αυτόν και είναι από τα πρόσωπα, τα οποία λόγω της εγγύτητας προς τον εκλιπόντα στον εργασιακό χώρο και λόγω των προσωπικών τους σχέσεων έχει άμεση γνώση των γεγονότων και είναι σε θέση να γνωρίζει το πλαίσιο των βιοτικών συμβάντων εντός των οποίων εκτυλίχθηκε η σχέση και ακολούθως η υιοθεσία του ενάγοντος από τον Ε. Ειδικότερα, ο Π. , σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Κ. , όπως ο τελευταίος καταθέτει στην …../2-5-2018 ένορκη βεβαίωσή του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, κατά τα προεκτεθέντα, τα διαλαμβανόμενα στην …/2.11.2011 επιστολή του Π. , αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, ο Ε. του εκμυστηρεύθηκε ότι είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα αλβνόπουλο από το Ίδρυμα, τον ενάγοντα, που είχε κινδυνεύσει να απελαθεί δύο φορές και ακόμα κινδύνευε με απέλαση ως αλλοδαπός παρανόμως εισελθών στη χώρα. Ο Ε. του είχε εκμυστηρευτεί ότι η πρώτη αίτηση για την υιοθεσία του ενάγοντος είχε απορριφθεί, αλλά ότι είχε κάνει προσφυγή και είχε την ελπίδα ότι αυτή θα γινόταν δεκτή, προκειμένου ο ενάγων να μην απελαθεί από την Ιταλία. Το 2001 ο Ε.συνταξιοδοτήθηκε, έφυγε από το Ίδρυμα και κατοίκησε στην οικία του στη Ρώμη αναμένοντας την απόφαση. Μετά από λίγο καιρό ο ενάγων αποχώρησε από το Ίδρυμα και πήγε να μείνει μαζί του. Όμως, όπως αναφέρει ο Γ., κατά το χρόνο αναμονής της απόφασης επί της προσφυγής ο Ε. του είχε εκμυστηρευτεί ότι πλέον δεν ήθελε να υιοθετήσει τον ενάγοντα εξαιτίας της συμπεριφοράς του, που διακρινόταν από έλλειψη σεβασμού και αναγνώρισης ευγνωμοσύνης απέναντι του, καθόσον ο ενάγων είχε απομακρυνθεί από αυτόν και είχε μετοικήσει στη βόρειο Ιταλία. Στη συνέχεια έγινε δεκτή η προσφυγή, η υιοθεσία ολοκληρώθηκε και ο ενάγων απέφυγε την απέλαση. Αλλά και μετά την ολοκλήρωση της υιοθεσίας συνέχισε αυτός να παραπονείται στον Γ. για κακή συμπεριφορά του ενάγοντα, ο οποίος περιστασιακά μόνο επισκεπτόταν το θετό του πατέρα. Ο ίδιος (Γ.) είχε παρατηρήσει ότι ο Ε. υπέφερε πολύ την περίοδο την περίοδο που είχε εγκαταλειφθεί από τον ενάγοντα. Ούτε, όμως, ο Γ. αναφέρει κάποιο λόγο για την πραγματοποίηση της υιοθεσίας του ενάγοντα εκτός από αυτόν της αποφυγής απέλασης από τη χώρα. Ο Ε. δεν του ανέφερε ρητά κάποιο άλλο λόγο, αλλά ο Γ. δεν αποκλείει ο ενάγων να του είχε ασκήσει μεγάλη πίεση για να τον πείσει να τον υιοθετήσει για δικούς του υστερόβουλους σκοπούς, εκτός από την αποφυγή απέλασης, χωρίς όμως να προσδιορίζει ειδικότερα αυτούς. Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Ε. προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια, όμως και τότε υπήρξε απουσία και αδιαφορία από τον ενάγοντα. Ο Ε. μετέβαινε μόνος του και ευρισκόμενος σε κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση σε ιατρεία και διαγνωστικά κέντρα για να εξεταστεί και να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, χωρίς να έχει τη βοήθεια του ενάγοντος. Όταν ο Γ. διαπίστωσε τη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ο Ε. , τον μετέφερε για νοσηλεία στο Ίδρυμα με τη βοήθεια του δρ. Α., υγειονομικού υπεύθυνου του Ιδρύματος. Στη συνέχεια με δικές του ενέργειες εισήχθη σε Ιατρικό Κέντρο, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος δύο εβδομάδες, δεχόμενος εκεί τακτικές επισκέψεις από τον Γ. και πρώην συναδέλφους του. Οι επισκέψεις του ενάγοντος εκεί ήταν πολύ σπάνιες και ο Ε. έλεγε στον Γ. ότι μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο. Ακολούθως ο Ε. με ενέργειες του Γ. μετακόμισε στη νοσηλευτική πτέρυγα του Ιδρύματος, όπου είχε όλη την απαιτούμενη φροντίδα και νοσηλεία. Κατά την τελική φάση της ασθένειας του, περίπου δέκα μέρες, ο ενάγων επισκέφθηκε το θετό πατέρα του ελάχιστες φορές. Κατά το χρόνο θανάτου του Ε. ήταν παρόντα τρία άτομα, η γραμματέας του Γ., μία πρώην κοινωνική λειτουργός του Ιδρύματος και ο διευθυντής του τομέα αθλητισμού του Ιδρύματος, ο οποίος ειδοποίησε για το συμβάν τον απάντα ενάγοντα. Τη μέριμνα για την εύρεση και τακτοποίηση του τάφου ανέλαβε η φίλη του Λ. Ρ. Ν. και τα παιδιά της, οι δαπάνες για την κηδεία προκαταβλήθηκαν από το Ίδρυμα και εξοφλήθηκαν από τον ενάγοντα, όταν παραδόθηκαν σε αυτόν τα προσωπικά αντικείμενα του Ε. που ήταν στην κατοχή των προσώπων του Ιδρύματος, περιλαμβανομένου του αυτοκινήτου και του πορτοφολιού του Ευαγγέλου, που περιείχε διάφορα έγγραφα και πιστωτικές κάρτες. Ερευνητέο είναι στην προκειμένη περίπτωση, καταρχήν, αν μεταξύ του Ε. γονέα και του ενάγοντος υπήρξε και λειτούργησε «εν τοις πράγμασι» σχέση γονέα και παιδιού. Δεν προέκυψε, όμως, ότι πριν από τη σύναψη της υιοθεσίας δημιουργήθηκε ένταση και ποιότητα σχέσεων μεταξύ των μερών, αλλά ούτε και μετά από αυτήν υπήρξε και λειτούργησε μεταξύ τους σχέση γονέα-τέκνου. Το περιβάλλον, στο οποίο εξελίχθηκαν οι σχέσεις των μερών ήταν ιδρυματικό, με αυστηρούς κανόνες. Ο ενάγων διαβιούσε στο ίδρυμα με τους ίδιους όρους και συνθήκες όπως όλα τα παιδιά.
Σκοπός του Ε. δεν ήταν να δημιουργήσει οικογένεια και δρομολόγησε τις διαδικασίες για υιοθεσία του ενάγοντος όχι λόγω της ποιότητας και της εντάσεως των σχέσεών τους, αλλά για να γλιτώσει ο τελευταίος την απέλαση από την Ιταλία. Δεν αποδείχθηκε ότι είχε αναπτυχθεί ουσιαστική σχέση γονέα-τέκνου, ούτε ο Ε. επεδίωξε σκοπό που εξυπηρετεί σήμερα η υιοθεσία ενηλίκου, ήτοι αυτόν της συνέχισης του ονόματος και της προσωπικότητας του υιοθετούντος, αφού οι προσωπικότητες των δύο ήταν εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους. Ο ενάγων δεν χρειαζόταν πατέρα, διότι είχε τους φυσικούς του γονείς, είχε φύγει μόνος του σε ηλικία 14 ετών από την οικία του στην Αλβανία για να ζήσει αδέσμευτος (βλ. την από 3.4.2017 κατάθεσή του στον Ανακριτή), όπως και πράγματι έζησε, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Ιταλία, μέχρι που τον συνέλαβε η ιταλική αστυνομία και τον ενέταξε στο παραπάνω ……… της Ρώμης», όπου έμεινε αναγκαστικά και όχι με τη θέλησή του. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν αντικρούονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος Π. και Τ. , καθόσον οι μάρτυρες εκθέτουν αόριστα και με γενικόλογες διατυπώσεις ότι ο υιοθετήσας έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τον υιοθετούμενο και τον φρόντιζε σαν να ήταν γιος του, χωρίς να τεκμηριώνουν τα ανωτέρω με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, των οποίων είχαν οι ίδιοι άμεση γνώση. Ο ενάγων προσκομίζει το από 31.1.2001 έγγραφο, με το οποίο ο υιοθετήσας δηλώνει ότι, σε αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας υιοθεσίας του R. , ο οποίος διαμένει επί του παρόντος ως σπουδαστής στην «…… της Ρώμης», αναγνωρίζει στον νέο ονόματι R. , ευρεία ικανότητα διαχείρισης, όπου κρίνεται αναγκαίο ακόμη και σε περίπτωση προσωρινού κωλύματος, για τη χρήση κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, πάντοτε σε συμμόρφωση με τους ισχύοντες νόμους, της περιουσίας του υπογεγραμμένου υιοθετούντος. Ότι ο υπογεγραμμένος δηλώνει ότι παρέδωσε στον προαναφερθέντα νέο τα κατάλληλα μέσα για να εκτελέσει κάθε ενέργεια χρήσης με πλήρη αυτονομία και νομιμότητα. Ότι το παρόν ιδιωτικό έγγραφο θα συνταχθεί άμεσα εκ νέου αναγράφοντας τις πληροφορίες της σχετικής απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου της Ρώμης, όταν αυτή εκδοθεί και καταχωρηθεί δεόντως κατά το τυπικό της αρμόδιας υπηρεσίας. Τέλος ο υπογράφων διευκρινίζει ότι, «σε περίπτωση προφανούς αναξιότητας εκ μέρους του προαναφερθέντος νέου το παρόν έγγραφο θα θεωρείται άκυρο». Όμως δεν προκύπτει προς ποια αρχή απευθύνθηκε η δήλωση αυτή, εάν κατατέθηκε σε αυτήν, βάσει ποιων διατάξεων και για ποιο λόγο συντάχθηκε. Εξάλλου η δήλωση αυτή είναι αόριστη, διότι δεν περιγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος. Περαιτέρω, γίνεται λόγος για παράδοση των κατάλληλων μέσων για να εκτελέσει (ο ενάγων) κάθε ενέργεια χρήσης με πλήρη αυτονομία και νομιμότητα, χωρίς να διευκρινίζεται ποια είναι τα μέσα αυτά. Μάλιστα η δήλωση τελεί υπό τη διπλή αίρεση, της σύνταξής της εκ νέου μετά την έκδοση της αποφάσεως που θα επικυρώσει την υιοθεσία και της μη επιδείξεως προφανούς αναξιότητας εκ μέρους του νέου, οπότε το «παρόν έγγραφο θα θεωρείται άκυρο», χωρίς να διευκρινίζεται ποιος και με ποια διαδικασία θα διαπιστώσει την αναξιότητα και θα κηρύξει την ακυρότητα. Εξαιτίας των παραπάνω πλημμελειών το παραπάνω έγγραφο καμία βέβαιη και πραγματική πληροφορία δεν παρέχει για την ποιότητα των σχέσεων του υιοθετήσαντος με τον ενάγοντα. Περαιτέρω, ουδεμία απόδειξη προσκομίσθηκε από τον ενάγοντα από την οποία να προκύπτει ότι οι πρόνοιες του εν λόγω εγγράφου υλοποιήθηκαν, ήτοι ότι αυτός απέκτησε πραγματικό δικαίωμα χρήσεως συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Ο ενάγων δεν απέδειξε ότι όντως υπήρχε η απαιτούμενη για τη σύναψη της υιοθεσίας ένταση και ποιότητα σχέσεων, όπως πράξεις δηλώνουσες το εξαιρετικό ενδιαφέρον του Ε. για το πρόσωπο του ενάγοντος πριν από την τέλεση της υιοθεσίας, εάν συνέτρωγαν εκτός του ιδρύματος, εάν του έκανε δώρα, εάν είχε ειδική μεταχείρισή του σε σχέση με τα άλλα παιδιά του ιδρύματος. Επίσης, δεν προσκόμισε ούτε μία φωτογραφία με το θετό πατέρα του, μία επιστολή του προς αυτόν, ούτε ένα μήνυμα μέσω κινητού, ούτε ένα δώρο που αντάλλαξαν σε γενέθλια ή ονομαστική εορτή. Προσέτι δεν ανέφερε κάποιο περιστατικό δηλωτικό της υπάρξεως μεταξύ τους οικογενειακού δεσμού μετά την τέλεση της υιοθεσίας, κάποια εκδήλωση, ταξίδι ή από οποιοδήποτε γεγονός στο οποίο συμμετείχαν ως μέλη της ίδιας οικογένειας, το κοινό πρόγραμμα του βίου του με τον Ε.και τους ρυθμούς που ακολουθούσαν ως οικογένεια μετά την υιοθεσία, όπως κοινή τράπεζα γεύματος, κοινές διακοπές. Αντίθετα ο ενάγων είχε έλθει για διακοπές στην Ελλάδα το έτος 2007, ήτοι ένα έτος προτού αποβιώσει ο θετός του πατέρας, συνοδευόμενος από Αλβανό φίλο του και όχι από το θετό του πατέρα. Ο τελευταίος είχε βέβαια τη μόνιμη διαμονή του στην Ιταλία, ουδέποτε, όμως, αποξενώθηκε από την Ελλάδα, την οποία επισκεπτόταν οπωσδήποτε μία φορά ανά έτος για λόγους αναψυχής, για να διαχειρισθεί την ακίνητη περιουσία του, να επισκεφθεί προσφιλή του πρόσωπα, για να επισκεφθεί τους γονείς του, όσο ζούσαν και μετά το θάνατο τους τάφους τους. Επίσης ο ενάγων σε κανένα σημείο της αγωγής ή της έφεσης ή των προτάσεών του στο πρωτόδικο και στο κατ’ έφεση δικαστήριο δεν αναφέρει οποιοδήποτε περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει στενός οικογενειακός δεσμός μεταξύ του ιδίου και του κληρονομούμενου και ειδικότερα σχέση υιού και πατέρα, ούτε και επικαλείται μαρτυρία προσώπων δυναμένων να βεβαιώσουν την ύπαρξη τέτοιου δεσμού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως της έντασης και της ποιότητας των σχέσεών του με τον υιοθετούντο, ήτοι δεν απέδειξε την ύπαρξη δεσμών οικογενειακού χαρακτήρα είτε πριν, είτε μετά τη σύναψη της υιοθεσίας. Αντιθέτως, από τα ίδια τα στοιχεία που προσκόμισε ο ενάγων προκύπτει ότι ουδεμία ιδιαίτερη σχέση δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Συνεπώς, η υιοθεσία του ενάγοντος δεν έγινε για την ένταξή του σε οικογενειακή ατμόσφαιρα και περιβάλλον, ούτε για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του Ε. , αλλά για άλλους λόγους, ασχέτους προς το θεσμό της υιοθεσίας, από τους οποίους τουλάχιστον ο εμφανής ήταν η αποφυγή της απέλασής του από την Ιταλία ως παράνομα εισελθόντα αλλοδαπού μέσω της καταστρατήγησης του θεσμού της υιοθεσίας ενηλίκων. Προσέτι η παραπάνω υιοθεσία δεν διάρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου (22.3.2008), μόλις έξι (6) χρόνια, ο δε ενάγων είχε απομακρυνθεί από τον Ε. ήδη πριν εκδοθεί η απόφαση της υιοθεσίας. Στο παραπάνω χρονικό διάστημα κανένας από αυτούς δεν είχε φροντίσει να αναγνωρισθεί η απόφαση του αλλοδαπού δεδικασμένου στην Ελλάδα, όπως θα είχε πράξει ο Ε, εάν εμφορείτο από τους νόμιμους σκοπούς της υιοθεσίας και υπήρχε πρόθεση δημιουργίας οικογενειακού δεσμού μεταξύ τους. Για πρώτη φορά ανέκυψε η υπόθεση της αναγνώρισης του αλλοδαπού δεδικασμένου στην παρούσα δίκη, μετά τη δημοσίευση με επιμέλεια της εναγόμενης της από 15.1.2000 ιδιόγραφης διαθήκης του κληρονομουμένου και την αποδοχή κληρονομιάς εκ μέρους της δυνάμει της …./5.5.2009 δήλωσης αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. Προσέτι δεν αποδείχθηκε διάψευση των προσδοκιών των μερών εξαιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας, στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της, καθόσον ο Ε. είχε εκφράσει εν ζωή τις αντιρρήσεις του αλλά και την απογοήτευσή του για την υιοθεσία. Η παραπάνω 172/2002 τελεσίδικη απόφαση του Πολιτικού Δικαστηρίου της Ρώμης, που αναγνώρισε την υιοθεσία του ενάγοντα από τον Ε. και αφορά σε υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το ημεδαπό δικονομικό δίκαιοι, κατά το οποίο γίνεται ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής, δεν αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα, καθότι δεν κινήθηκε η σχετική διαδικασία από τον ενάγοντα ή τον αποβιώσαντα, όσο ζούσε. Μετά την αμφισβήτηση της ισχύος αυτής εκ μέρους της εναγόμενης και την προβολή του ισχυρισμού περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος πρέπει να ελεγχθεί, παρεμπιπτόντως, η ισχύς της αλλοδαπής απόφασης στην ημεδαπή, που ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα. Μετά ταύτα, το παρόν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αυτεπάγγελτα τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αναγνώρισή της. Η αναγνώριση, όμως, της ισχύος της ως άνω απόφασης του αλλοδαπού Δικαστηρίου είναι δυνατό να γίνει εάν, καταρχήν, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 780 ΚΠολΔ. Το Πολιτικό Δικαστήριο της Ρώμης που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 291 και 297 του ιταλικού ΑΚ (Κεφάλαιο I, Τίτλος 111), που ρυθμίζουν την υιοθεσία των ενηλίκων. Όπως προαναφέρθηκε, ο υιοθετών είχε την ελληνική και την ιταλική ιθαγένεια και ο υιοθετούμενος ενάγων την αλβανική ιθαγένεια.
Με τα δεδομένα αυτά, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την τέλεση της υιοθεσίας θα κριθούν για τον αποβιώσαντα υιοθετούντο με βάση το ελληνικό δίκαιο και για τον ενάγοντα κατά το αλβανικό, το εφαρμοστέο δε δίκαιο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 337 και 741 ΚΠολΔ… Παρά ταύτα, το Ιταλικό Δικαστήριο εφάρμοσε το ιταλικό οικογενειακό δίκαιο. Η εφαρμογή του ιταλικού δικαίου αντί του ελληνικού, το οποίο είναι εφαρμοστέο κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο αντί του ελληνικού ως προς τις προϋποθέσεις τέλεσης της υιοθεσίας εκ μέρους του αποβιώσαντος, αποκλείει την αναγνώριση της ισχύος της ως άνω απόφασης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, καθότι οι ρυθμίσεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εκφράζουν θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Αλλά και με την αποδοχή της διατυπωθείσας στη θεωρία άποψης, η οποία αρκείται στην εφαρμογή, από το αλλοδαπό δικαστήριο, δικαίου που οδηγεί, κατ’ αποτέλεσμα, στις ίδιες λύσεις με την προβλεπόμενη από τους ημεδαπούς κανόνες προσέγγιση, εναρμονιζόμενη προς την αρχή της ελαστικότητας της δημόσιας τάξης, που επιτάσσει η αρνητική λειτουργία της να κρίνεται ενόψει του αντίκτυπου τον οποίο προκαλεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σχέση ρυθμιζόμενη από το αλλοδαπό δίκαιο το ιταλικό δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό, στο οποίο θα κατέληγε το δικαστήριο με βάση το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει για τις υιοθεσίες ενηλίκων. Πιο συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι, κατά το χρόνο τέλεσης της υιοθεσίας, ο υιοθετών διήγε το 64ο έτος της ηλικίας του και ο υιοθετούμενος ήταν 21 ετών περίπου, εφαρμόστηκαν τα άρθρα 291 επ. του ιταλικού ΑΚ, που ρυθμίζουν την υιοθεσία ενηλίκων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ιταλικό νομοθετικό καθεστώς, επιτρέπεται η υιοθεσία ενηλίκου. Αντίθετα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, κατά το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς και συγκεκριμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 1542 ΑΚ, η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος, με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 1579, που προβλέπει ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως προς τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Περαιτέρω, το άρθρο 1543 του ΑΚ ορίζει ότι αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα. Είναι πρόδηλο ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την υιοθεσία ενηλίκου, εκτός από την ως άνω περίπτωση του άρθρου 1579 ΑΚ, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθόσον δεν υπήρχε συγγένεια έως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μεταξύ υιοθετήσαντος και υιοθετηθέντος. Προσέτι, δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα κρίσιμα στοιχεία που θέτει η ΕΣΔΑ σε υποθέσεις αναγνώρισης υιοθεσίας με στοιχεία αλλοδαπότητας, ήτοι α) το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι το χρόνο που το κύρος της κρίνεται σε άλλη χώρα, β) η ένταση των σχέσεων που οδήγησαν στη σύσταση της υιοθεσίας και γ) η διάψευση των προσδοκιών των μερών εξ αιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της. Σύμφωνα με τα παραπάνω η ισχύς της επίμαχης αλλοδαπής απόφασης δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα και ο ενάγων δεν είναι φορέας της επίδικης έννομης σχέσης και συνακόλουθα, στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης, επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αγωγή λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο 20 του Συντάγματος, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκε το απορρέον από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμά του σε αμερόληπτη δικαιοδοτική κρίση, διότι η αιτιολογία της απόφασης υποκαταστάθηκε πλήρως από την αυτούσια παράθεση του κειμένου των προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, αντιγράφοντας δουλικά παραγράφους ολόκληρες από αυτές, ενώ ταυτόχρονα τον χαρακτηρίζει επανειλημμένως στο κείμενο της απόφασής του και πριν τη διόρθωσή της, που ζήτησε η αναιρεσίβλητη, ως «αντίδικο», ως εάν να είναι αντίδικος του Δικαστηρίου και των δικαστών. Παραθέτει δε στη συνέχεια στο αναιρετήριο αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία αντιπαραθέτει και αντιπαραβάλλει με αποσπάσματα από τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, με ταυτόσημο εν πολλοίς περιεχόμενο. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω, ότι με τον τρόπο αυτό και αντιγράφοντας το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του πιστά τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης, δεν μένει καμία αμφιβολία ότι έκρινε μεροληπτικώς στην ένδικη υπόθεση και μάλιστα σε ζητήματα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης, καθώς έκρινε ότι δεν υπήρξ και δεν λειτούργησε «εν τοις πράγμασι» σχέση γονέα-τέκνου μεταξύ του θετού πατέρα του και του ίδιου, με περαιτέρω αποτέλεσμα να δεχθεί ότι ο ίδιος δεν καθίσταται φορέας της επίδικης έννομης σχέσης, δηλαδή της αναγνώρισης των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που ταυτίζεται, με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους και αξιολογηθέντα από αυτό αποδεικτικά μέσα, με τις θέσεις της μίας διάδικης πλευράς και η υιοθέτηση από το δικαστήριο των αποδεικτικών επιχειρημάτων της πλευράς αυτής, δεν συνιστά άνευ ετέρου μεροληψία του δικαστηρίου και επομένως ευθεία παράβαση των ανωτέρω αναφερομένων διατάξεων. Όταν μάλιστα, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στη δικαιοδοτική του κρίση εφαρμόζοντας δικονομικούς κανόνες, ώστε να μην προκύπτει ότι παραβίασε την έναντι των διαδίκων υποχρέωσή του για αμερόληπτη κρίση. Η δε χρησιμοποίηση από την απόφαση της λέξης «αντίδικος» αντί του ορθού «αναιρεσείων», είναι πέρα από προφανές ότι οφείλεται σε εκ παραδρομής σφάλμα του Δικαστηρίου και σαφέστατα δεν εκφράζει, ενόψει του συνόλου των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αντιδικία του Δικαστηρίου και των δικαστών με τον αναιρεσείοντα και συνακόλουθα μεροληπτική κρίση, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων. Άλλωστε, το ανωτέρω γραφικό λάθος σε δύο περιπτώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης διορθώθηκε με την 7020/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την διορθωθείσα απόφαση.
Στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, ορίζεται ότι «1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου…». Στο άρθρο 14 της αυτής ως άνω Σύμβασης ορίζεται ότι «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάση δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτή ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους..». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και συνεπώς υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση τα δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΑΠ 691/2023, ΑΠ 1442/2017, ΑΠ 2267/2013). Περαιτέρω, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικά στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Επομένως, δε, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και ως εκ τούτου αιτιολογία ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1551/2021, ΑΠ 1304/2021, ΑΠ 1266/2011), Ο από την ανωτέρω διάταξη λόγος αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 536/2022, ΑΠ 1055/2018, ΑΠ 1225/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης διατείνεται ο αναιρεσείων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 23, 31, 33, 1579 ΑΚ, των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής, καθώς αρνήθηκε την αναγνώριση ως έγκυρης της υιοθεσίας του, η οποία αποτελεί στη χώρα όπου συνεστήθη «κοινωνική πραγματικότητα». Ότι ειδικότερα, αντιγράφοντας η προσβαλλόμενη απόφαση ολόκληρες παραγράφους των προτάσεων της αναιρεσίβλητης, αποδεικνύει ότι δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση των ισχυρισμών που προέβαλε και απέδειξε προσηκόντως. Ότι σε κάθε περίπτωση, η δουλική αντιγραφή των προτάσεων της αναιρεσίβλητης δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι συνιστά νόμιμη αιτιολογία της απόφασης, καθόσον δεν εξετάστηκαν και, χωρίς την αναγκαία αξιολόγηση, απορρίφθηκαν σιωπηρά οι κατωτέρω ισχυρισμοί του, οι οποίοι αν γίνονταν δεκτοί θα είχε αναγνωρισθεί η υιοθεσία του. Αναφέρει στη συνέχεια τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου προκειμένου να αποδείξει ότι, τόσο από το επώνυμό του, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά την υιοθεσία και στο οποίο έχει προστεθεί και το επώνυμο του θετού του πατέρα, όσο και από όσα ο θετός του πατέρας αναφέρει σε επιστολή και έγγραφη δήλωσή του, επιβεβαιώνεται η σχέση γονέα-τέκνου και τα έννομα αποτελέσματα που αυτή παράγει ως κοινωνική πραγματικότητα στον καθημερινό βίο. Ισχυρίζεται δε, ακολούθως, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αξιολόγησε τους ισχυρισμούς του αυτούς ότι συντρέχει ο εν τοις πράγμασι δημιουργηθείς οικογενειακός δεσμός με το θετό του πατέρα, ο οποίος είχε ήδη αποτελέσει κοινωνική πραγματικότητα στην Ιταλία και ότι επομένως είναι φορέας της επίδικης έννομης σχέσης και ότι συνακόλουθα η απόφαση υιοθεσίας του από το ιταλικό δικαστήριο ισχύει και στην Ελλάδα. Ότι αντίθετα το Εφετείο, αντιγράφοντας δουλικά στην απόφασή του τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου, τα οποία παραθέτει στο αναιρετήριο και αντιπαραβάλλει με τα επιχειρήματα του Εφετείου, απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς της, με αποτέλεσμα να παραβιάσει εκ πλαγίου τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός κατά το ανωτέρω σκέλος του, ο οποίος, όπως εκτίθεται στην αίτηση αναίρεσης, προβάλλεται επικουρικά σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου, είναι απορριπτέος κατ’ αρχάς ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το Εφετείο, με τις ανωτέρω παραδοχές του, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω στα πλαίσια έρευνας του πρώτου αναιρετικού λόγου, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε σε αυτήν επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, δεχόμενο ειδικότερα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αντίθετα από όσα πιο πάνω ισχυρίστηκε ο αναιρεσείων, έστω και με επιχειρήματα τα οποία ταυτίζονται εν πολλοίς με τα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης. Οι αιτιολογίες δε αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω αναφερομένων διατάξεων, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων, υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παράβασης των ανωτέρω διατάξεων, πλήττει την κατ’ ουσίαν εκτίμηση από το Δικαστήριο πραγματικών γεγονότων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης και υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 23, 31, 33, 1579 ΑΚ, 8 και 14 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Ότι ειδικότερα, κριτήρια, τα οποία έχουν τεθεί από την νομολογία του Αρείου Πάγου και του ΕΔΔΑ για να αποδειχθούν οι εν τοις πράγμασι οικογενειακοί δεσμοί, με βάση τα οποία τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση ως έγκυρης υιοθεσίας, εφόσον αυτή δημιούργησε στη χώρα όπου συντελέστηκε μία οικογενειακή σχέση που αποτελεί ήδη κοινωνική πραγματικότητα, είναι: Α) Το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι την αμετάκλητη άρνηση αναγνώρισης αυτής από τα ελληνικά δικαστήρια. Β) Η ένταση των επίμαχων συγγενικών δεσμών, η οποία ιδίως προκύπτει από το αν η επίδικη σχέση δημιουργήθηκε από τη σταθερή βούληση δύο ενηλίκων, που είχαν επίγνωση των νομικών συνεπειών της πράξης τους, καθώς και ότι ο υιοθετών είχε εκφράσει ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου την επιθυμία του να υιοθετήσει τον υιοθετούμενο. Γ) Η μη πραγμάτωση των νομίμων προσδοκιών ενδιαφερομένων μερών, όπως επί παραδείγματι συμβαίνει στην περίπτωση αιφνίδιας αλλαγής στην πρακτική του συμβαλλόμενου κράτους ή στην περίπτωση που το συμβαλλόμενο κράτος έχει εκφράσει εύνοια για καταστάσεις παρόμοιες με εκείνη που διαμορφώθηκε στην αλλοδαπή πολιτεία. Ότι το Εφετείο, παρά τα ανωτέρω, πρόσθεσε με την απόφασή του επί πλέον κριτήρια και αυστηροποίησε τις προϋποθέσεις εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων και τα κριτήρια που έχουν τεθεί με αυτές. Ότι συγκεκριμένα, το Εφετείο έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη ότι η υιοθεσία του δε διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του κληρονόμου μ ένου, αλλά μόλις έξι χρόνια. Ότι η απόφαση για την υιοθεσία του από το Πολιτικό Δικαστήριο της Ρώμης κατέστη τελεσίδικη στις 6-7-2002, ο δε θάνατος του θετού πατέρα του επήλθε στις 22-3-2008, πλην όμως δεν έχει επέλθει ακόμα η αμετάκλητη άρνηση αναγνώρισης αυτής από τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το ανωτέρω υπό στοιχείο Α’ κριτήριο. Ότι, επίσης, ενώ στην περίπτωσή του η επίδικη σχέση δημιουργήθηκε από τη σταθερή βούληση του ίδιου και του υιοθετούντος, που είχαν επίγνωση των νομικών συνεπειών της πράξης τους, καθώς και από το ότι ο υιοθετών είχε εκφράσει ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου την επιθυμία του να προβεί στην υιοθεσία του, το Εφετείο φαίνεται να μην λαμβάνει καθόλου υπόψη το δεύτερο πιο πάνω κριτήριο, αλλά αντίθετα προσθέτει τη σκέψη ότι ο θετός του πατέρας δεν φρόντισε να αναγνωρισθεί η απόφαση του αλλοδαπού δεδικασμένου στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε η απαιτούμενη για τη σύναψη της υιοθεσίας ένταση και ποιότητα σχέσεων μεταξύ του αναιρεσείοντος και του υιοθετήσαντος, όπως επίσης δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη δεσμών οικογενειακού χαρακτήρα μεταξύ των ανωτέρω είτε πριν είτε μετά τη σύναψη της υιοθεσίας και ότι δεν δημιουργήθηκε καμία ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους. Δέχθηκε, δηλαδή, το Εφετείο ότι δεν συντελέστηκε μεταξύ τους μία οικογενειακή σχέση που αποτέλεσε “κοινωνική πραγματικότητα” στη χώρα σύναψης της υιοθεσίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα, και εφόσον δέχθηκε ουσιαστικά ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις “διασυνοριακής συνέχισης” της προσωπικής κατάστασης και των δεσμών μεταξύ των μερών της υιοθεσίας, αφού τέτοιοι δεσμοί δεν υφίσταντο, να μην αναγνωρίσει, λαμβάνοντας υπόψη και τις ρυθμίσεις του ελληνικού ιδιωτικού Λ διεθνούς δικαίου και τις λοιπές περί υιοθεσίας διατάξεις του ΑΚ, την ισχύ της απόφασης του ιταλικού δικαστηρίου περί της υιοθεσίας του αναιρεσείοντος και συνακόλουθα να απορρίψει την αγωγή του τελευταίου ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Οι περαιτέρω δε αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης περί μικρού χρονικού διαστήματος διάρκειας της υιοθεσίας και περί παράλειψης στο διάστημα αυτό των μερών της υιοθεσίας να φροντίσουν να αναγνωρισθεί η απόφαση του αλλοδαπού δεδικασμένου στην Ελλάδα, δεν αποτελούν πρόσθετα μη προβλεπόμενα κριτήρια για την αναγνώριση της ισχύος της αλλοδαπής απόφασης στην Ελλάδα, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, αλλά αποτελούν πρόσθετα επιχειρήματα του Εφετείου, ενισχυτικά των προηγούμενων βασικών παραδοχών του περί της μη συντέλεσης μεταξύ των μερών της υιοθεσίας μιας οικογενειακής σχέσης και σε κάθε περίπτωση αποτελούν, ενόψει των βασικών αυτών παραδοχών, πλεοναστικές και μη αναγκαίες για τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης του Εφετείου αιτιολογίες. Επομένως, το Εφετείο προέβη με την προσβαλλόμενη απόφασή του σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (Ολ ΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός από αυτά, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 145/2023, ΑΠ 1277/2019, ΑΠ 1091/2019). Από το γεγονός δε ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, δεν συνάγεται χωρίς άλλο ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο μεγαλύτερης βαρύτητας από ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο με αυτό, ανήκει στην ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου (Ολ ΑΠ 14/2005, ΑΠ 257/2023). Εξ άλλου, για να ιδρυθεί ο από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος, απαιτείται, όχι μόνον η προσκομιδή, αλλά και η επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 926/2007, ΑΠ 679/2005). Σύμφωνα δε με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1, 240, 453, 524 παρ. 1 και 559 αριθ. 11 γ ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα, εφ’ όσον, παράλληλα, υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, ώστε, να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητα τους (ΑΠ 363/2017). Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (Ολ ΑΠ 9/2000, Ολ ΑΠ 14/2005, ΑΠ 1274/2018, ΑΠ 19/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης, καθώς και με τον ταυτόσημο κατά περιεχόμενο πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέστηκε με τις από 2-5-2018 προτάσεις του και προσκόμισε νόμιμα ενώπιον του και συγκεκριμένα: α) το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του. Δήμου Ρώμης της Ιταλικής Δημοκρατίας με όλα τα προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία, β) το υπ’ αριθμ. 1470/2017 δικαστικό πληρεξούσιο, όπου αναγράφονται από το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Ρώμη αναλυτικά τα στοιχεία της ταυτότητάς του, γ) την υπ’ αριθμ. 4362/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όπου αναγράφονται τα στοιχεία του ως αιτούντος, δ) το υπ’ αριθμ. 13662/2017 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη αμφισβήτησης του κληρονομικού του δικαιώματος, ε) το υπ’ αριθμ…../2017 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη αποποίησης της κληρονομιάς του θετού του πατέρα. Ότι από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι το επίθετο του εκλιπόντος πατέρα του το έχει προσθέσει ως δικό του επίθετο και όχι ως δεύτερο μικρό όνομα, όπως δέχθηκε εσφαλμένα η προσβαλλόμενη απόφαση. Ότι επίσης, δεν λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλόμενη το από 15-6-2010 έγγραφο του δικηγόρου Ρώμης A., το οποίο περιέχει τις ενώπιον αυτού δηλώσεις του ίδιου (του αναιρεσείοντος) για τη σχέση του με το θετό του πατέρα, καθώς και το από 17-6-2010 έγγραφο του ίδιου δικηγόρου, από το οποίο προκύπτει ότι κατέβαλε ο ίδιος τα έξοδα νοσηλείας του θετού πατέρα του. Ότι, τέλος, δεν λήφθηκε υπόψη η από 4-11-1999 επιστολή του Ε. προς το φίλο του Σ., η οποία προσκομίσθηκε μαζί με την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της δικαστικής γραφολόγου Χ., με το περιεχόμενο που εκτίθεται στην αίτηση αναίρεσης. Επί των αναιρετικών αυτών λόγων πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατ’ αρχήν, όσον αφορά την ανωτέρω από 4-11-1999 επιστολή του Ε. , ο αναιρεσείων δέχεται ότι η επιστολή αυτή προσκομίστηκε μαζί με τη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της γραφολόγου ….και επομένως χωρίς σαφή και ορισμένη επίκλησή της ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του εγγράφου αυτού, όπως απαιτείται σύμφωνα με την αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη. Πράγματι δε, από την επισκόπηση των από 2-5-2018 προτάσεων του αναιρεσείοντος, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι αυτός δεν είχε επικαλεστεί ειδικά το ανωτέρω έγγραφο, πέραν της επίκλησης της από 17-3-2017 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ανωτέρω γραφολόγου ως σχετικό με αριθμό ….. Επομένως, και όσον αφορά το πιο πάνω έγγραφο, δεν ιδρύεται εν προκειμένω ο από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα έγγραφα που επικαλείται κατά τα ανωτέρω ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ύστερα από την εκτίμηση των εκεί αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων «… και από την προσήκουσα εκτίμηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτιμώμενα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων…». Από την κατηγορηματική αυτή διαβεβαίωση, αλλά και από το σύνολο των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές εκτέθηκαν πιο πάνω κατά την έρευνα του πρώτου αναιρετικού λόγου, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος και κυρίως από όσα προέκυπταν από την ιταλική αστυνομική του ταυτότητα, όπως αυτά δηλώθηκαν κατά την ανωμοτί κατάθεσή του κατά την κύρια ανάκριση, πλην το δικαστήριο της ουσίας, κατά την ελεύθερη κρίση του, εκτίμησε διαφορετικά και όχι σύμφωνα με τις απόψεις του αναιρεσείοντος την αποδεικτική τους δύναμη και δεν δέχθηκε τη βασιμότητα των ισχυρισμών του. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους υπό εξέταση ως άνω αναιρετικούς λόγους είναι αβάσιμα.
Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 18 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση. Ο λόγος αυτός αφορά σε κάθε παράλειψη του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση σχετικά με το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση αυτή, ανεξάρτητα από το αν το νομικό αυτό ζήτημα ανάγεται στο ουσιαστικό ή στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 758/2018) και τούτο για να αποφευχθεί, για την ασφάλεια του δικαίου, να δοθεί από το δικαστήριο της παραπομπής άλλη λύση από αυτήν που έδωσε ο Άρειος Πάγος ως Ακυρωτικό Δικαστήριο (ΑΠ 1667/2022, ΑΠ 1491/2022). Εν προκειμένω, με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων διατείνεται ότι με την 9/2016 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η προηγούμενη 1511/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για ελλιπείς αιτιολογίες, καθώς δεν εξετάστηκε από το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο κατά πόσο συντρέχουν οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η υιοθεσία του αναιρεσείοντος από τον Ε. και η προσωπική κατάσταση του αναιρεσείοντος και του υιοθετούντος, ο οποίος είχε το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων σε αλλοδαπή πολιτεία και δη στην Ιταλία, στην οποία είχε εγκατασταθεί αυτός μόνιμα από μακρού χρόνου μέχρι και το θάνατό του, ενώ παράλληλα είχε αποξενωθεί από την ημεδαπή. Ότι μετά την αναπομπή της υπόθεσης, το Εφετείο δεν ερεύνησε πραγματικά με την προσβαλλόμενη απόφασή του τις ιδιαίτερες συνθήκες της ένδικης υπόθεσης, αλλά αντέγραψε τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης και αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως έγκυρη την υιοθεσία, καθώς δεν νοείται ως αιτιολογία δικαστικής απόφασης η αυτούσια παράθεση των προτάσεων της αντίδικης πλευράς, γεγονός που ισοδυναμεί με Π. έλλειψη αιτιολογίας. Ότι για το λόγο αυτό το Εφετείο δε συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 18 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιθέμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο, συμμορφούμενο με την αναιρετική απόφαση, ερεύνησε και έκρινε τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη υιοθεσία, καθώς και την προσωπική κατάσταση των μερών αυτής, ήτοι του αναιρεσείοντος και του υιοθετούντος, το γεγονός δε ότι η κρίση του αυτή συμπίπτει με τις θέσεις της αναιρεσίβλητης, όπως αυτές εκφράστηκαν με τις προτάσεις της, τις οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους υιοθέτησε, δεν αναιρεί την ύπαρξη των αιτιολογιών αυτών.
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συναγάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 182/2023, ΑΠ 1022/2017, ΑΠ 1348/2017). Εν προκειμένω, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο οποίος προτείνεται, όπως και όλοι οι πρόσθετοι λόγοι, επικουρικά σε σχέση με τους λόγους του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ακόλουθων εγγράφων που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του, αναγιγνώσκοντας εσφαλμένα το επώνυμό του: α) το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Δήμου Ρώμης της Ιταλικής Δημοκρατίας με όλα τα προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία, β) το υπ’ αριθμ. 1470/2017 δικαστικό πληρεξούσιο, όπου αναγράφονται από το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Ρώμη αναλυτικά τα στοιχεία ταυτότητάς του, γ) την υπ’ αριθμ. 4362/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όπου αναγράφονται τα στοιχεία του ως αιτούντος, δ) το υπ’ αριθμ. 13662/2017 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη αμφισβήτησης του κληρονομικού του δικαιώματος και ε) το υπ’ αριθμ. 13661/2017 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη αποποίησης της κληρονομιάς του θετού του πατέρα. Ότι το Εφετείο, παρά το γεγονός ότι στα ανωτέρω έγγραφα το όνομά του αναγράφεται με σαφήνεια ως L. ., ανέγνωσε λάθος το όνομά του ως R. Ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση της υπόθεσης, καθώς με βάση την εσφαλμένη αυτή ανάγνωση το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει το όνομα του θετού του πατέρα, καθώς το επίθετό του το τοποθέτησε σκοπίμως δίπλα στο μικρό του όνομα και όχι στο επίθετο. Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, όπως προέκυπτε από την από 3-42017 ανωμοτί κατάθεσή του ενώπιον του 19ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, προσκόμισε κατά την εξέτασή του την ιταλική αστυνομική του ταυτότητα, στην οποία ως επώνυμο αναγραφόταν το R. και ως όνομα το L… Δέχθηκε δε περαιτέρω με βάση το στοιχείο αυτό ότι ο αναιρεσείων δεν άλλαξε το επώνυμό του, ούτε προσέθεσε το επώνυμο του θετού του πατέρα στο υπάρχον επώνυμό του, αλλά το προσέθεσε στο μικρό του όνομα, από αυτό δε το γεγονός δεν αποδεικνύεται, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη, σκοπός που εξυπηρετεί η υιοθεσία ενηλίκων, η συνέχιση δηλαδή του ονόματος και της προσωπικότητας του υιοθετούντος. Προκύπτει, δηλαδή, από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το Εφετείο στήριξε το προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα στην ανωτέρω ανωμοτί κατάθεση του αναιρεσείοντος, από την οποία προέκυπταν τα στοιχεία της ταυτότητάς του, το όνομα δηλαδή και το επώνυμό του, όπως αυτά περιέχονταν στην ιταλική αστυνομική του ταυτότητα και καταγράφηκαν στην εν λόγω κατάθεση και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα πιο πάνω έγγραφα που φέρονται ότι παραμορφώθηκαν και τα οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την έρευνα του τρίτου αναιρετικού λόγου του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, συνεκτιμήθηκαν από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως και ενόψει των ανωτέρω, ο εξεταζόμενος τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ήτοι από την ανάγνωση μόνο της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί, και μάλιστα, παραδεκτά και νόμιμα από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 203/2021, ΑΠ 1049/2019, ΑΠ 2084/2017). Το απαράδεκτο δε αυτό αφορά όλους τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 614/2023, ΑΠ 1409/2019, ΑΠ 966/2018), ακόμη και σε εκείνο του αρ. 1 του εν λόγω άρθρου (ΑΠ 884/2017, ΑΠ 259/2016). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 400 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 423 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες: 1 ) … οι δικηγόροι για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ένσταση εξαίρεση ως μάρτυρα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου για τα πιο πάνω γεγονότα μπορεί να προβληθεί μόνο από το διάδικο πελάτη και εντολέα του δικηγόρου που προτείνεται ως μάρτυρας και όχι από τον αντίδικό του, γιατί το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη εκείνου που αφορά το απόρρητο και όχι τον αντίδικό του (ΑΠ 847/2009). Εν προκειμένω, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Εφετείο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη την ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου Κ., δεδομένου ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι πληρεξούσιος δικηγόρος και καταθέτει ό,τι έμαθε κατά τη διάρκεια της άσκησης της ιδιότητάς του, χωρίς να προσκομίζει οποιαδήποτε βεβαίωση των αναφερομένων στην ένορκη βεβαίωσή του προσώπων, που να του χορηγούν την άδεια να καταθέσει τα εν λόγω γεγονότα, παραβιάζοντας έτσι τα άρθρα 400 περ. 1 και 423 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται στο αναιρετήριο ότι τον ισχυρισμό αυτό περί μη λήψης υπόψη της κατάθεσης του συγκεκριμένου ενόρκως βεβαιώσαντος μάρτυρα είχε προτείνει στο Εφετείο. Σε κάθε δε περίπτωση και σύμφωνα με την αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον αφορά ισχυρισμό για εξαίρεση ως μάρτυρα δικηγόρου της αναιρεσίβλητης, η οποία τον πρότεινε και ως μάρτυρα και την εξαίρεση του οποίου δεν είχε δικαίωμα να προτείνει ο αναιρεσείων.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Για το ορισμένο του λόγου πρέπει εκτός των άλλων, να εκτίθενται ποια ήταν η επίδραση των πραγμάτων που δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθινά δίχως απόδειξη στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 258/2023, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 449/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη την ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου Κ., το περιεχόμενο της οποίας, εκτός από αναπόδεικτο, είναι ανεπίτρεπτο δικαστικής εκτίμησης, καθώς αποτελεί κατά τα λεγάμενα του μάρτυρα έμμεση μαρτυρία, που έμαθε δήθεν από τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Π. , η οποία συνομιλία δεν αποδεικνύεται από πουθενά αν όντως συνέβη και το πότε. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αναιρεσείων με τον εξεταζόμενο λόγο ότι το μεγαλύτερο μέρος της κατάθεσης του Κ. είναι αποτύπωση της …../2-11-2011 επιστολής του Π. , η οποία κρίθηκε από την αναιρεσιβαλλόμενη ως συνταχθείσα σκοπίμως πριν τη δίκη, με σκοπό να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο σε αυτήν και γι’ αυτό δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο. Παραθέτει δε στη συνέχεια στο αναιρετήριο περικοπές της κατάθεσης του ανωτέρω μάρτυρα, τις οποίες αντιπαραβάλλει με περικοπές από την επιστολή Γ. και όπως ισχυρίζεται, ενόψει αυτών, η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκε από την αναιρεσίβλητη κανένα αποδεικτικό μέσο για να επιβεβαιώσει τα όσα κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Ότι τα ψευδή αυτά περιστατικά που κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός και τα οποία χωρίς απόδειξη δέχθηκε το Εφετείο ως αποδειχθέντα, είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθώς με βάση τα περιστατικά αυτά κρίθηκε ότι η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ αυτού (αναιρεσείοντος) και του θετού πατέρα του είναι αποδυναμωμένη και επομένως δεν συντρέχει οικογενειακός δεσμός που να δικαιολογεί την αναγνώριση της υιοθεσίας στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος κατ’ αρχήν ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι, υπό την επίκληση της παραπάνω αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της ουσίας των πραγματικών γεγονότων κρίση του Εφετείου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σε κάθε δε περίπτωση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη όλα τα αναφερόμενα σ’ αυτήν αποδεικτικά μέσα, ήτοι μάρτυρες, έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις, μεταξύ των οποίων και την …../2-5-2018 ένορκη βεβαίωση του Κ., όπως δέχεται και ο αναιρεσείων και η οποία αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά συνέπεια και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί, κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παράβολου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-6-2021 αίτηση του Λ. και τους από 18-2-2022 πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της 4719/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 7020/2020 απόφαση ίδιου Δικαστηρίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από αναιρεσείοντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που ορίζει στο ποσό δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ