ΑΠΟΦΑΣΗ
“Porceni Pleșa” και “Piciorul Bătrân Banciu” κατά Ρουμανίας της 28.11.2023 (αριθ. προσφ. 46201/16 και 47379/18).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες εταιρείες έχουν στην ιδιοκτησία τους εκτάσεις ακινήτων πολλών στρεμμάτων που χαρακτηρίστηκαν ως NATURA λόγω της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας τους. Απαγορεύτηκε κάθε αξιοποίηση αυτών και μάλιστα οι προσφεύγουσες υποχρεώθηκαν στην συντήρησή τους με δικές τους δαπάνες και δεν έλαβαν από το κράτος την προβλεπόμενη αποζημίωση παρά του ότι απώλεσαν εισοδήματα από την ξυλεία που δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι μέχρι σήμερα, περισσότερο από μια δεκαετία μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατείχαν δασική γη εντός των χαρακτηρισμένων περιοχών Natura 2000, το σχέδιο απόφασης που καθορίζει τη μεθοδολογία για τη χορήγηση κρατικών αντισταθμιστικών μέτρων δεν είχε δημοσιευθεί ακόμη και δεν είχε καταβληθεί καμία αποζημίωση στην πρώτη προσφεύγουσα ένωση για το 2013 ή στη δεύτερη για την περίοδο από το 2010 έως το 2014.
Έκρινε ότι τι η παρατεταμένη παράλειψη του καθ’ού κράτους να ενεργήσει όσον αφορά την υιοθέτηση της μεθοδολογίας για την χορήγηση πρόσθετης κρατικής ενίσχυσης είχε αποτρέψει την εναρμόνιση στο εγχώριο δίκαιο του Κανονισμού της Ε.Ε. και η επίμαχη παρέμβαση δεν ήταν «νόμιμη».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 ΠΠΠ) και επιδίκασε στην με πρώτη προσφεύγουσα 264.000 ευρώ και στην δεύτερη περίπου 98.000 ευρώ για αποζημιώσεις, ηθική βλάβη και έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες είναι δύο νομικά πρόσωπα καταχωρισμένα σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο, ενώσεις ιδιοκτητών ορεινών δασών κοινοτικής ιδιοκτησίας, η Obștea de Pădure Porceni Pleșa, με έδρα την Pleșa, και η Composesoratul Piciorul Bătrân Banciu, με έδρα τη Recea. Η πρώτη προσφεύγουσα ένωση έχει πλήρη κυριότητα δασικής έκτασης 3.636,43 εκταρίων που βρίσκεται στην Πλέσα, στα Καρπάθια όρη, εκ των οποίων 2.407,43 εκτάρια, που βρίσκεται στο φαράγγι Jiu και βρίσκεται εντός του Εθνικού Πάρκου Defileul Jiului, χαρακτηρίστηκαν το 2005 ως προστατευόμενη φυσική περιοχή. Η δεύτερη προσφεύγουσα ένωση πλήρη κυριότητα δασικής έκτασης 429 εκταρίων, που βρίσκεται επίσης στα Καρπάθια, στη Recea, εκ των οποίων 258,4 εκτάρια, και στη συνέχεια ένα μεγαλύτερο ακίνητο 358,7 εκταρίων, χαρακτηρίστηκαν το 2005 και το 2008 αντίστοιχα ως προστατευόμενες φυσικές περιοχές. Αυτά τα οικόπεδα εντάχθηκαν στο δίκτυο «Natura» λόγω της εξαιρετικής πανίδας και χλωρίδας που περιέχονται σ΄αυτά.
Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, οι ιδιοκτήτες χαρακτηρισμένων δασικών εκτάσεων ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση των δασών, αλλά δεν μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 46/2008 περί δασικού κώδικα, δικαιούνταν την καταβολή αποζημίωσης. Μετά τον χαρακτηρισμό των δασικών περιοχών που τους ανήκαν, οι δύο προσφεύγουσες ενώσεις είχαν συνάψει συμβάσεις συντήρησης, με δικά τους έξοδα, με τις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες για τα αντίστοιχα δάση τους. Το πρώτο προσφεύγον σωματείο άσκησε αρχική προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων, εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου της Κραϊόβα στις 8 Νοεμβρίου 2013, επιδικάζοντας την αποζημίωση που οφείλεται από το κράτος για το έτος 2012. Κίνησε επίσης διοικητική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ενημερώθηκε ότι δικαιούνταν αποζημίωση για το έτος 2013, το ύψος της οποίας προσδιορίστηκε και αντιστοιχούσε σε μεγάλο βαθμό στην αξία της ξυλείας που δεν μπόρεσε να υλοτομήσει το 2013. Στις 14 Μαΐου 2014, η πρώτη προσφεύγουσα ένωση άσκησε διοικητική προσφυγή κατά του αρμόδιου για το Περιβάλλον Υπουργείου, με την οποία ζήτησε το ποσό που της οφείλεται για το έτος 2013 ως αποζημίωση για τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων της κυριότητας της. Το Υπουργείο αντιτάχθηκε, με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση δεν είχε ακόμη εκδώσει τη διοικητική απόφαση σχετικά με τη «μεθοδολογία» που διέπει τη διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων για την αποζημίωση που προβλέπεται στον νόμο αριθ. 46/2008. Με απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, το Εφετείο της Κραϊόβα αποφάνθηκε υπέρ της προσφεύγουσας ένωσης, κρίνοντας ότι η παράλειψη της κυβέρνησης να εκδώσει τη σχετική απόφαση δεν ήταν επαρκής για να δικαιολογήσει την άρνηση χορήγησης της ζητούμενης αποζημίωσης. Το Υπουργείο άσκησε αναίρεση. Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2016, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο δέχθηκε την αναίρεσηκαι απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας ένωσης.
Η δεύτερη προσφεύγουσα ένωση άσκησε διοικητική προκαταρκτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας της κοινοποιήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 ότι δικαιούταν συγκεκριμένο ποσό ως αποζημίωση, το οποίο αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στην αξία της ξυλείας που δεν είχε υλοτομηθεί. Με αγωγή που κατέθεσε στις 17 Νοεμβρίου 2015, ζήτησε τα αντισταθμιστικά ποσά που της οφείλονταν για τα έτη 2010 έως 2014. Με τελεσίδικη απόφαση της 8 Δεκεμβρίου 2017, το Εφετείο του Brașov, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε το αίτημα με το σκεπτικό ότι, παρά τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19 Ιουλίου 2012 για την επικύρωση του συστήματος αποζημίωσης, η Κυβέρνηση δεν είχε ακόμη υιοθετήσει τη μεθοδολογία για τη χορήγηση αποζημίωσης.
Χωρίς να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό της δασικής γης τους ως προστατευόμενων φυσικών περιοχών, οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι, ελλείψει αποζημίωσης ως αποτέλεσμα της παράλειψης της κυβέρνησης να υιοθετήσει τη μεθοδολογία για τη χορήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων που προβλέπονταν για το 2013 στην περίπτωση του πρώτου προσφεύγοντος και για την περίοδο από το 2010 έως το 2014 στην περίπτωση του δεύτερου προσφεύγοντος, η απαγόρευση κάθε χρήσεως, σε συνδυασμό με την υποχρέωση συντηρήσεως των δασών με δικά τους έξοδα, ισοδυναμούσε με δυσανάλογη επιβάρυνση για αυτά. Επιπλέον, η κυβέρνηση είχε θεσπίσει μεθοδολογικούς κανόνες για τη χορήγηση αποζημίωσης για την περίοδο 2017-2020, μολονότι η επίμαχη περίοδος, για την οποία δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να υιοθετήσει παρόμοια μεθοδολογία, ήταν προγενέστερη των ημερομηνιών αυτών. Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία των προσφευγόντων δεν ήταν ότι το κράτος είχε ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο, αλλά ότι είχε παραλείψει να ενεργήσει, συγκεκριμένα παραλείποντας να υιοθετήσει ένα σύνολο μεθοδολογικών κανόνων για τη χορήγηση της αποζημίωσης που δικαιούνταν. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της καθυστέρησης θέσπισης νομοθεσίας, καταλογιστέας στο κράτος, και της μη καταβολής αποζημίωσης στις προσφεύγουσες ενώσεις για το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις δασικές τους εκτάσεις τα οποία είχαν χαρακτηριστεί ως προστατευόμενες περιοχές Natura 2000. Η παράλειψη της Κυβέρνησης να υιοθετήσει και να δημοσιεύσει την απαραίτητη μεθοδολογία για τη χορήγηση της αποζημίωσης που δικαιούνταν οι προσφεύγουσες ενώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρέμβαση στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ή ως αποτυχία διασφάλισης της άσκησης αυτού του δικαιώματος.
Το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι ο ν. 46/2008 σχετικά με τον δασικό κώδικα και τον κυβερνητικό κανονισμό αριθ. 14 της 29 Ιανουαρίου 2010 σχετικά με τα χρηματοδοτικά μέτρα που σχετίζονται με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων από το 2010, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα, απαιτούσε τη χορήγηση «εγκεκριμένων κρατικών ενισχύσεων» όσον αφορά τις ενισχύσεις που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό των περιοχών Natura 2000. Από τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης και από την απόφαση C(2012) 5166 final/19.07.2012 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκύπτει ότι σχέδιο κυβερνητικής απόφασης που καθορίζει τους μεθοδολογικούς κανόνες για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την αντιστάθμιση της αξίας της ξυλείας που δεν υλοτομήθηκε από τους ιδιοκτήτες δασών λόγω των διοικητικών κανονισμών για την προστασία των δασών και του κόστους της βιώσιμης διαχείρισης των δασών υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και επικυρώθηκε από αυτήν.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι μέχρι σήμερα, περισσότερο από 10 χρόνια μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το σχέδιο απόφασης που καθορίζει τη μεθοδολογία για τη χορήγηση κρατικής αντισταθμιστικής ενίσχυσης δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί και δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία πληρωμή στην πρώτη προσφεύγουσα για το έτος 2013 ή στην δεύτερη για την περίοδο από το 2010 έως το 2014. Μολονότι υπόκειντο στη νόμιμη απαγόρευση χρήσης των δασών τους λόγω του χαρακτηρισμού τους ως προστατευόμενων φυσικών περιοχών, οι προσφεύγουσες ενώσεις είχαν συμμορφωθεί, με δικά τους έξοδα, με την υποχρέωση διατήρησης και συντήρησής τους. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρατεταμένη παράλειψη του κράτους να ενεργήσει όσον αφορά την υιοθέτηση και δημοσίευση της μεθοδολογίας για τη χορήγηση πρόσθετης κρατικής ενίσχυσης είχε αποτρέψει την εναρμόνιση στο εγχώριο δίκαιο του Κανονισμού αριθ. 14 της 29 Ιανουαρίου 2010 σχετικά με τα οικονομικά μέτρα που σχετίζονται με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων από το 2010 και του άρθρου 99 του ν. 46/2008 για τον Δασικό Κώδικα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τηρήθηκε η απαίτηση νομιμότητας. Αφού σημείωσε ότι η επίμαχη παρέμβαση δεν ήταν «νόμιμη», κατά την έννοια της νομολογίας του, και δεν επιδίωκε νόμιμο σκοπό, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στην πρώτη προσφεύγουσα 261.000 ευρώ για αποζημίωση, 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και στην δεύτερη προσφεύγουσα 85.393 ευρώ για αποζημίωση, 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.680 ευρώ για έξοδα
επιμέλεια: echrcaselaw.com