Αντισυνταγματική κρίθηκε γνωμοδότηση του ΓΛΚ μετά την πρώτη δικαστική κρίση για το θέμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου.
Νέα δεδομένα στη σύνταξη όσων συνεχίζουν να εργάζονται στο Δημόσιο μετά από δικαστική δικαίωση. Ειδικότερα, ανάσα σε χιλιάδες συνταξιούχους που συνέχισαν να εργάζονται στο Δημόσιο με μειωμένη σύνταξη κατά 30% φέρνει απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου.
Σύμφωνα με αυτήν κρίθηκε αντισυνταγματική γνωμοδότηση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), βάσει της οποίας όχι μόνον υποβιβάζονταν στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο νεοπρολαμβανόμενου υπαλλήλου, αλλά καλούνταν να επιστρέφουν ακόμη και ποσά άνω των 30.000 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.
Η δικαστική δικαίωση αφορά 20 εργαζόμενους στην Δημόσια Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) Ηρακλείου Κρήτης.
Ειδικότερα, οι 20 εργαζόμενοι κάνοντας χρήση του προβλεπόμενου από το νόμο δικαιώματός τους είχαν λάβει μειωμένες συντάξεις, κατά ποσοστό 30% (δηλαδή ελάμβαναν το 75% της πλήρους σύνταξής τους) και παράλληλα είχαν διατηρήσει την εργασιακή τους σχέση.
Όμως, η Δ.Ε.Υ.Α. Ηρακλείου μετά από έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αποφάσισε όχι μόνο την κατάταξή τους στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο ως νεοπροσλαμβανόμενους, αλλά είχε ξεκινήσει και τη διαδικασία αναζήτησης «αχρεωστήτως καταβληθέντων», των ποσών της μισθολογικής διαφοράς που πρόεκυπτε από τον υποβιβασμό τους στη μισθολογική κλίμακα, με συνέπεια να κινδυνεύουν οι 20 εργαζόμενοι με την επιστροφή χιλιάδων ευρώ.
Σύνταξη όσων συνεχίζουν να εργάζονται στο Δημόσιο: Η πρώτη δικαστική απόφαση για τους συνταξιούχους
Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου με την επίμαχη απόφαση, που είναι πρώτη πάνω στο θέμα αυτό, έκρινε, ότι η κατάταξη στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο εργαζομένου, που λαμβάνει σύνταξης, γεννά συνταγματικά ζητήματα, καθώς η απασχόληση ενός τέτοιου εργαζομένου «που έχει περιέλθει σε καθεστώς συνταξιοδότησης αυτοδικαίως σημαίνει την αξιοποίηση ενός εργαζομένου με σημαντική εργασιακή εμπειρία, εντός τυπικού προσόντος που συγκαταλέγεται στα εργασιακά εφόδια μείζονος σημασίας»
Με την ίδια απόφαση αναγνωρίζεται ότι υφίσταται και προσβολή της προσωπικότητάς του, καθώς επέρχεται βλαπτική μεταβολή με επακόλουθο την ανατροπή του οικονομικού προγραμματισμού του εργαζομένου.
Η γνωμοδότηση του ΓΛΚ είχε… σκάσει ως βόμβα τον περασμένο Νοέμβριο προκαλώντας αναταραχή στους συνταξιούχους που συνέχιζαν να εργάζονται στο Δημόσιο, καθώς όποιος αποχωρούσε από την υπηρεσία, καλούταν να επιστρέψει τη διαφορά των αποδοχών του από τα 928 ευρώ, όπως είναι ο μισθός του νεοδιορισμένου.
Είχε, μάλιστα, προκαλέσει πονοκέφαλο στο υπουργείο Εργασίας, με τον υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη να αναζητεί τη χρυσή τομή η οποία τελικώς όπως όλα δείχνουν ήρθε με τη δικαστική απόφαση.
Η πρώτη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η απόφαση του Πρωτοδικείου Ηρακλείου
Οι εργαζόμενοι, με δικηγόρο τη Βιβή Δερμιτζάκη, κατέθεσαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου κατά της Δ.Ε.Υ.Α., ενώ άσκησε υπέρ τους παρέμβαση η Πανελληνία Ομοσπονδία Εργαζομένων Δ.Ε.Υ.Α. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Σπύρο Μπαλατσούκα
Βάσει των δεδομένων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου (απόφαση 1089/2023) έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, των 20 εργαζόμενων, κρίνοντας ότι μη νομίμως επιλέχθηκε η επανακατάταξη της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο, επειδή άσκησαν δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος, αναδεικνύοντας έτσι την εσφαλμένη ερμηνεία, που δόθηκε εκ μέρους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως προς το άρθρο 11 του νόμου 4354/2015.
Τι αναφέρει η δικαστική απόφαση
Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση του Πρωτοδικείου, ως προς το θέμα της αντισυνταγματικότητας της γνωμοδότησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναφέρει:
«Η απασχόληση ενός εργαζομένου που έχει περιέλθει σε καθεστώς συνταξιοδότησης αυτοδικαίως σημαίνει την αξιοποίηση ενός εργαζομένου με σημαντική εργασιακή εμπειρία, ενός τυπικού προσόντος που συγκαταλέγεται στα εργασιακά εφόδια μείζονος σημασίας.
Η δυνατότητα πρόσληψης και απασχόλησης τέτοιας κατηγορίας εργαζομένων, αντί εργαζομένων χωρίς αντίστοιχη προϋπηρεσία, με το ίδιο μισθολογικό καθεστώς – δυνατότητα που κατ’ ουσία παρέχεται με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. β΄ ν. 4354/2015 – είναι σαφώς προς όφελος της κάθε είδους υπηρεσίας και επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων αυτών του δημοσίου τομέα.
Η εγκαθίδρυση, ωστόσο, τέτοιας επιλογής νομοθετικώς, εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 4, 5 και 22 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η κατηγορία αυτή των εργαζομένων λαμβάνει και αποδοχές λόγω προγενέστερης συνταξιοδότησής τους.
Και αυτό διότι αφενός οι συντάξιμες αποδοχές ενός τέτοιου εργαζόμενου υφίστανται ορισμένη μείωση εκ μόνου του λόγου της παράλληλης απασχόλησης, αφετέρου οι εργαζόμενοι αυτοί παρέχουν εκ νέου υπηρεσίες, για τις οποίες θα πρέπει να αμείβονται αναλόγως, και σε κάθε περίπτωση ευλόγως, των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών σε συνάρτηση με τα εργασιακά τους προσόντα.
Η απασχόλησή τους στον ίδιο φορέα, υπό τις ίδιες συνθήκες, με τη μέγιστη εργασιακή εμπειρία (προϋπηρεσία που παρείχε συνταξιοδοτικό δικαίωμα) έναντι αποδοχών πρωτο-προσλαμβανόμου/πρωτο-διοριζόμενου εργαζομένου, δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, παρά την αναγνώριση παράλληλου δικαιώματος λήψης συντάξιμων αποδοχών».