ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ.«Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες, και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη». Η ως άνω προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα μετά την επίδοσή της εκκαλουμένης (άρθρο 144 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 του ΚΠολΔ, αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει την προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως, εξαιτίας ανώτερης βίας, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση , η σχετική δε αίτηση ασκείται με τα δικόγραφα, που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο.ΙΙ. Εν προκειμένω ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι : α) με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 και β) ……………../2018 αντίθετες εφέσεις κατά της με αριθμό 4265/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Εξ αυτών η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2018 έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-10-2018, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον όπως προέκυψε αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 25-9-2018 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………., επί του επιδοθέντος αντιγράφου, που προσκομίζεται με επίκληση). Επιπλέον, για αυτήν έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το e-παράβολο ………../2018). Αντιθέτως, η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./…/2018 έφεση, το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-10-2018 (ημέρα Παρασκευή), ασκήθηκε εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στις 25-9-2028, που συμπληρώθηκε στις 25-10-2018. Η έφεση όμως αυτή, κατά το άρθρο 523 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ισχύει ως αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την ως άνω αντίθετη έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, αφού προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Η ως άνω έφεση και αντέφεση πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ), και ακολούθως να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ (ως ισχύουν) προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΕφΠειρ 727/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παρασταθούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η ως άνω δε απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παρασταθεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, γιατί διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακρόασης και κατ` αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1040/2013 ΧρΙΔ 2014.128, ΑΠ 280/2012 και ΑΠ 251/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα : Με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, συνεκδικάστηκαν η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2014 κύρια αγωγή, αντιμολία των διαδίκων , και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή, ερήμην της παρεμπιπτόντως ενάγουσας. Εξ αυτών η μεν πρώτη έγινε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ η δεύτερη απορρίφθηκε λόγω πλασματικής ερημοδικίας της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, επειδή δεν καταβλήθηκε το δικαστικό ένσημο. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στη σημερινή δικάσιμο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης (εναγομένη-παρεμπιπτόντως ενάγουσα) και η δεύτερη εφεσίβλητη (παρεμπιπτόντως εναγομένη) παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξούσιου δικηγόρου τους. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, είναι υποχρεωτική η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προφορική συζήτηση της υπόθεσης ως προς την ως άνω έφεση μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, διότι αυτή ασκήθηκε από την ως άνω εκκαλούσα, που δικάσθηκε ερήμην πρωτοδίκως ως προς την ασκηθείσα εκ μέρους της παρεμπίπτουσα αγωγή, με συνέπεια να μην έχει εφαρμογή εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ για τους εν λόγω διαδίκους, που πρέπει για αυτό το λόγο να δικασθούν ερήμην, δεδομένου ότι η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου ισχύει, όπως εκτέθηκε στην ίδια νομική σκέψη, όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παρασταθεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Κατόπιν τούτου, η συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ έφεσης μεταξύ της εκκαλούσας και της δεύτερης εφεσίβλητης λογίζεται ως ματαιωμένη, ενώ αυτή προχωρά κανονικά μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου, δηλαδή κατά το σκέλος, που βάλλει κατά της ουσιαστικής παραδοχής της κύριας αγωγής, κατά την εξέταση της οποίας στον πρώτο βαθμό, όπως αναφέρθηκε, οι ως άνω διάδικοι είχαν παρασταθεί κανονικά.
ΙΙΙ. Α) Ο ενάγων στην από 10-6-2014 και με αριθμό κατάθεσης …./2014 αγωγή εξέθετε, ότι είναι αστυνομικός και ότι την 18-4-2010, ενώ βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία ως βοηθός Διμοιρίτη στα μέτρα ασφαλείας, που λάμβανε η υπηρεσία του στο πλαίσιο ποδοσφαιρικού αγώνα έξω από το στάδιο …., με γηπεδούχο ομάδα την εναγομένη, τραυματίστηκε, από τη ρίψη φωτοβολίδας, που έφεραν φίλαθλοι της τελευταίας εντός του γηπέδου, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο δικόγραφο. Ότι η προστηθείσα από την εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία “……………….”, στην οποία αυτή είχε αναθέσει τον έλεγχο των εγκαταστάσεων του γηπέδου πριν την είσοδο σε αυτό των φιλάθλων καθώς και τον έλεγχο των τελευταίων κατά την είσοδο τους εντός του σταδίου, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον αθλητικό νόμο, δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων της με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν επικίνδυνες για τους παρευρισκόμενους συνθήκες, δεδομένου ότι παρεισέφρησαν εντός του αγωνιστικού χώρου επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια και υγεία αντικείμενα, τα οποία τελικώς χρησιμοποιήθηκαν από τους φιλάθλους της εναγόμενης κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα, προκαλώντας στον ίδιο τις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες, όπως και σε άλλους έξι συναδέλφους του, οι οποίοι τραυματίσθηκαν ελαφρύτερα. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 30.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Β) Περαιτέρω, η εναγόμενη με την από 21-12-2015 και με αριθμό κατάθεσης …../2015 παρεμπίπτουσα αγωγή και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, ιστορούσε ότι δυνάμει του από 1-8-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού συνεργασίας, που υπεγράφη μεταξύ της ιδίας και της παρεμπτιπτόντως εναγομένης, η τελευταία ανέλαβε δια των υπαλλήλων της και έναντι χρηματικού ανταλλάγματος τον έλεγχο ασφαλείας των χώρων του σταδίου «…………..» και την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας αγώνων και ευταξίας του γηπέδου κατά την έννοια του αθλητικού νόμου κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των ποδοσφαιρικών αγώνων της, και ζητούσε, στην περίπτωση ευδοκίμησης της σε βάρος της υπό στοιχείο Α αγωγής να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει όποιο ποσό υποχρεωθεί η ίδια (παρεμπιπτόντως ενάγουσα) να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, πλέον τόκων. Οι ως άνω κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την (υπό στοιχείο Β) παρεμπίπτουσα αγωγή, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, επειδή δεν καταβλήθηκε το δικαστικό ένσημο, ενώ έκανε δεκτή μερικώς ως ουσιαστικά βάσιμη την (υπό στοιχείο Α) κύρια αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους :α) η εναγόμενη της κύριας αγωγής και β) ο ενάγων της κύριας αγωγής, οι οποίοι ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν σ` αυτές και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, ώστε κατά μεν το αιτητικό της έφεσης της εναγομένης να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή, και κατά το αιτητικό της έφεσης του ενάγοντος να γίνει αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν.
- V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας πού παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 1796/2012, ΑΠ 1535/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1302/2011 ΕπισκΕΔ 2012.79, ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 2006.95, ΑΠ 996/2004 ΕλλΔνη 2004.1348, ΑΠ 926/2004 ΕλλΔνη 2005.1658, ΑΠ 50/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 44/2007 ΕπισκΕΔ 2007.486). Η υπαιτιότητα υπάρχει με τη μορφή είτε του δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος, είτε της αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), όταν κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή εκείνη που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του, ακόμη κι αν δεν υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, αρκεί αυτός να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από τον επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις. Τέλος, η αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, που μπορεί να είναι και ο ζημιωθείς, στην περίπτωση που συντέλεσε (και) ο ίδιος στην πρόκληση ή την επαύξηση της ζημίας, ήταν ικανή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 363/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1535/2011 ό.π., ΑΠ 1302/2011 ό.π., ΕφΠειρ 577/2011 ΠειρΝομ 2012.150). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρετών ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, προστηθείς, για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται κατά τους όρους της διάταξης αυτής το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως προστήσαντος απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει ότι, για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες και είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σΛ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής ενέργεια δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία ήταν το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης (ΑΠ 1485/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 22/2004 ΕλλΔνη 2004.715, ΑΠ 957/2003 ΕλλΔνη 2003.1558). Περαιτέρω, το άρθρο 41Δ του ν. 2725/1999 («Ερασιτεχνικός-επαγγελματικός αθλητισμός κλπ»), όπως αυτό ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, στις παραγράφους 1 και 11 όριζε ότι η αρμοδιότητα για την τήρηση της τάξης κατά τις αθλητικές συναντήσεις εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων ανήκει στην Ελληνική Αστυνομία. Οι διοργανώτριες αρχές αθλητικών εκδηλώσεων, τα εκάστοτε διαγωνιζόμενα αθλητικά σωματεία, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε., οι σύνδεσμοι φιλάθλων και γενικά οι αθλητικοί φορείς, υποχρεούνται να συνεργάζονται με την αρμόδια αστυνομική αρχή και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις και αποφάσεις της, ιδίως για θέματα που αποβλέπουν στην εξασφάλιση ομαλής τέλεσης μιας αθλητικής συνάντησης, στη μετακίνηση, προσέλευση και αποχώρηση των φιλάθλων, στον τρόπο διάθεσης των εισιτηρίων στους διαγωνιζομένους, στον καθορισμό των θέσεων των οπαδών τους στις κερκίδες και των μεταξύ τους κενών τμημάτων και γενικά στη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. (παρ. 11). Οι ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες (ΠΑΕ) που αγωνίζονται στα εθνικά επαγγελματικά πρωταθλήματα Α’ και Β’ εθνικής κατηγορίας ποδοσφαίρου […] από την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 υποχρεούνται να προσλαμβάνουν ικανό για την ασφάλεια των αγώνων προσωπικό για την εφαρμογή μέτρων ευταξίας των γηπέδων […]. Το προσωπικό ασφαλείας των γηπέδων συνεργάζεται με την αστυνομική αρχή για την επιβολή των λαμβανομένων μέτρων ευταξίας. Σε εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε και η ΥΑ 37914/2006 (ΦΕΚ Β 1120/2006) «όροι, προϋποθέσεις παρουσίας κλπ στα γήπεδα ιδιωτικού προσωπικού ασφαλείας των ΠΑΕ Α’ & Β’ Εθνικής», η οποία ρυθμίζει τις ειδικότερες λεπτομέρειες της παρουσίας, εμφάνισης και δραστηριότητας του ανωτέρω προσωπικού. Ειδικότερα στο άρθρο 8 παρ.1 αυτής ορίζεται ότι «τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας σε κάθε συγκεκριμένο αγώνα ή αθλητική εκδήλωση ορίζονται από τον υπεύθυνο ασφαλείας αγώνων της Π.Α.Ε. ή Κ.Α.Ε., που προβλέπεται στο άρθρο 41Δ παράγραφος 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτός σήμερα ισχύει, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των υποχρεώσεων που τίθενται από τα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του ν. 2518/1997.και στη παράγραφο 2: Ειδικότερα τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας ιδίως είναι τα ακόλουθα: … (θ)Ο έλεγχος εισόδου και παραμονής των δικαιούμενων ατόμων στον αγωνιστικό χώρο, (ι) Η έρευνα των χώρων της αθλητικής εγκατάστασης, πριν την είσοδο σε αυτή των φιλάθλων, προς εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων (βεγγαλικά, καπνογόνα, πυροτεχνήματα κλπ).(ιβ) Η αποτροπή εισαγωγής στις αθλητικές εγκαταστάσεις μη επιτρεπομένων αντικειμένων από τους φιλάθλους. Εξάλλου, σύμφωνα με την Υ.Α. 38404/2009 (Φ.Ε.Κ. Β-1780/26.8.2009). που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση της παραγράφου 5 του άρθρου 41 ν. 2725/1999, ορίζεται (άρθρο 5 παρ.3) ότι «Πριν από την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου και για όλη τη διάρκεια της οι διοργανώτριες αρχές αθλητικών συναντήσεων αθλημάτων, τα αθλητικά σωματεία, τα Τ.Α.Α. και οι Α.Α.Ε. ορίζουν υπεύθυνο ασφάλειας αγώνων με τον αναπληρωτή του αρμόδιο για θέματα αντιμετώπισης της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις, τον οποίο γνωστοποιούν στη διοργανώτρια, στη Δ.Ε.Α.Β. και στην αστυνομική αρχή της έδρας τους. Ο Υπεύθυνος Ασφαλείας του γηπεδούχου συλλόγου ή του εκάστοτε αρμόδιου για την συγκεκριμένη εκδήλωση φορέα ελέγχει και συντονίζει το Προσωπικό Ασφάλειας του Γηπέδου (Ι.Ε.Π.Υ.Α.) και συνεργάζεται με τους επικεφαλής αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας, υπεύθυνους για την λήψη των μέτρων τάξης, ασφάλειας και τροχαίας στις αθλητικές εγκαταστάσεις και παρίσταται στο Κέντρο Ελέγχου Αστυνομίας της αθλητικής εγκατάστασης, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου « 7.1 Οι εμπλεκόμενοι Φορείς εκτελούν τα θεσμικά τους καθήκοντα κάθετα και οριζόντια. Όταν απαιτηθεί να υπάρξει διαλειτουργικότητα και συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων, τότε όλοι εντάσσονται κάτω από τις οδηγίες του αρμόδιου για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου κάθε φορά θέματος, όπως αυτός καθορίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία, ο οποίος κατά περίπτωση είναι: α) Για θέματα ασφάλειας και πρόληψης αναταραχών, η Ελληνική Αστυνομία, β) Για τη διατήρηση της ευταξίας – ταξιθεσίας αποφυγή συνωστισμού, ελέγχου εισόδου των θεατών, το ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας, και εφόσον χρειασθεί και το αστυνομικό προσωπικό». Τέλος, στο από 9-10-2009 Κανονισμό Γηπέδων και Ασφάλειας και Προστασίας των Αγώνων της ΕΠΟ καθιερώνεται άμεση υποχρέωση της γηπεδούχου ομάδας τόσο για τη φύλαξη του γηπέδου, όσο και για τη σάρωση ασφαλείας αυτού προ της εισόδου των θεατών για την εύρεση απαγορευμένων αντικειμένων (άρθρο 42). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς, ότι η γηπεδούχος ποδοσφαιρική ομάδα έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για τη φύλαξη του γηπέδου, όσο και για τη σάρωση ασφαλείας αυτού προ της εισόδου των θεατών για την εύρεση απαγορευμένων αντικειμένων, για την εκπλήρωση της οποίας προσλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας (ιδιωτική εταιρία παροχής ασφάλειας), το οποίο συντονίζει και ελέγχει διαμέσου του οριζόμενου από την ίδια υπεύθυνου ασφαλείας αγώνων, προκειμένου οι φίλαθλοι να μην φέρουν εντός του γηπέδου επικίνδυνα για τους παρευρισκόμενους στο γήπεδο αντικείμενα, με δυνατότητα διεξαγωγής ακόμη και σωματικής έρευνας στους φιλάθλους, ενώ σε περίπτωση άρνησης των τελευταίων να συναινέσουν σε αυτήν, το ως άνω προσωπικό ασφαλείας δύναται να καλέσει τα αστυνομικά όργανα για τη διενέργεια της, ή και να τους αρνηθεί την είσοδο στο γήπεδο.
- Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και αντίγραφα από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ήδη απόστρατος, με τον βαθμό του Αστυνόμου Β’, αστυνομικός, στις 18-4-2010 υπηρετούσε ως Ανθυπαστυνόμος στην ………. της ΔΑΕΑ (Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής/ Υποδιεύθυνση Μέτρων Τάξης), και βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία ως βοηθός Διμοιρίτη στην ανωτέρω ΔΥΜΕΤ, στην οποία είχε ανατεθεί η τήρηση των μέτρων τάξης και ασφαλείας στο Στάδιο .. στο ……….., ενόψει της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης μεταξύ των ομάδων με τις επωνυμίες «…………..». και «……..», που είχε ορισθεί για ώρα 19.00 της ημέρας εκείνης. Η ως άνω διμοιρία ενεργώντας σύμφωνα με τις διαταγές που ελάμβανε, βρισκόταν ήδη από ώρα 17.30’ έξω από τις θύρες 5-7 του Σταδίου και επιτηρούσε την είσοδο των οπαδών της γηπεδούχου ομάδος (εναγομένης). Περί ώρα 18.40’ οπαδοί της τελευταίας, που βρίσκονταν ήδη εντός του γηπέδου και συγκεκριμένα στις θύρες 5 και 6, άρχισαν να βάλλουν εναντίον των Αστυνομικών Δυνάμεων, που βρίσκονταν εκτός του γηπέδου, δηλαδή κατά της διμοιρίας του ενάγοντος και των Δι.Με.Τ. …. και …………. ΔιΑ.Τ, και συγκεκριμένα να εκτοξεύουν φωτοβολίδες, μεταλλικά αντικείμενα και πλακάκια εναντίον των αστυνομικών, ενώ ταυτόχρονα, μια ομάδα 300 ατόμων περίπου, κατέβηκε από τη θύρα 6, έσπασε την πόρτα, και βγαίνοντας από το Στάδιο κινήθηκε εναντίον τους . Η διμοιρία του ενάγοντος αμυνόμενη άρχισε να υποχωρεί προς την οδό ………….., όταν φωτοβολίδα προερχόμενη από το εσωτερικό της θύρας 5, εξερράγη σε χαμηλό ύψος τραυματίζοντας τον ενάγοντα στη δεξιά του κνήμη. Με την βοήθεια των συναδέλφων του αυτός αποχώρησε από το σημείο, ακολούθως δε, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήχθη στη Β’ Χειρουργική Κλινική. Εκεί, έγινε συρραφή του τραύματος και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι και τις 21-4-2010 έχοντας λάβει 15μερη αναρρωτική άδεια. Σύμφωνα δε, με τις διαπιστώσεις της με αριθμό πρωτ. …/4-5-2010 ιατροδικαστικής έκθεσης του Ιατροδικαστή, ……………, στα πλαίσια διενέργειας διαταχθείσας προανάκρισης για το συμβάν από το Τμήμα Ασφαλείας Πειραιώς, ο ενάγων έφερε «σχεδόν επίμηκες θλαστικό τραύμα 3 εκ. περίπου, το οποίο είχε συρραφεί χειρουργικώς, στη μεσότητα της οπίσθιας επιφάνειας της δεξιάς κνήμης, με εγκαυματικού τύπου βλάβη περίξ αυτού σε αποδρομή». Ο ενάγων λόγω του ως άνω τραυματισμού του παρέμεινε ανίκανος για εργασία επί συνολικά 49 ημέρες (βλ. την από 13-8-2012 έκθεση πορίσματος ενεργηθείσας ΠΔΕ και τις αναφερόμενες σε αυτήν ιατρικές γνωματεύσεις και αποφάσεις της Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών), ήτοι μέχρι την 5-6-2010, οπότε και επανήλθε στα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Επισημαίνεται δε, ότι πέραν του ενάγοντος την ίδια ημέρα στα εν λόγω επεισόδια τραυματίστηκαν, ελαφρύτερα, και άλλοι έξι συνάδελφοι του, από τη ρίψη των αναφερόμενων αντικειμένων (πλακάκια και μεταλλικά αντικείμενα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για τον ως άνω τραυματισμό του ενάγοντος ευθύνεται η προστηθείσα από την εναγόμενη, εταιρία με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», που τυγχάνει πιστοποιημένη ιδιωτική εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, και στην οποία η τελευταία, ενεργώντας κατά την οριζόμενη στο άρθρο 41Δ του άνω Ν. 2725/1999 υποχρέωση της, είχε αναθέσει, δυνάμει του από 1-8-2007, Ιδιωτικού Συμφωνητικού Ελέγχου Ασφαλείας (η ισχύς του οποίους ανανεώθηκε με την από 1-9-2009 πρόσθετη πράξη και υπό τους ίδιους όρους για ένα ακόμη έτος, δηλαδή μέχρι 31-7-2010), τον έλεγχο, δια του ένστολου προσωπικού της, της ασφάλειας των χώρων του σταδίου της «………….» και την εφαρμογή, κατά την έννοια του Αθλητικού Νόμου, των μέτρων ασφαλείας των αγώνων και ευταξίας του γηπέδου, κατά τη διάρκεια των διεξαγομένων σε αυτό ποδοσφαιρικών αγώνων της (εναγόμενης). Μεταξύ δε των ως άνω καθηκόντων της εν λόγω εταιρίας ήταν, εκτός των άλλων, η έρευνα των χώρων της αθλητικής εγκατάστασης, πριν την είσοδο σε αυτή των φιλάθλων, προς εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων (βεγγαλικά, καπνογόνα, πυροτεχνήματα κλπ), και ο επιμελής έλεγχος, κατά την είσοδο στο στάδιο των φιλάθλων της γηπεδούχου ομάδος, ώστε να αποφευχθεί η εισαγωγή σε αυτό επικίνδυνων αντικειμένων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση πράξεων βίας. Για τον λόγο δε, αυτό άλλωστε, το προσωπικό της είχε δικαίωμα να προβαίνει σε σωματική έρευνα των φιλάθλων, με τη συναίνεση των τελευταίων, κατά ρητή πρόβλεψη στο ως άνω άρθρο 41 Δ του ν., 2725/1999, ενώ σε περίπτωση άρνησης τους, μπορούσε να ζητήσει προς τούτο τη συνδρομή των αστυνομικών οργάνων, που βρισκόταν στο γήπεδο, επιφορτισμένα με την ευθύνη για την τήρηση της τάξης. Ωστόσο, η ως άνω εταιρία, το προσωπικό της οποίας, ελέγχεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του και συντονίζεται από τον οριζόμενο από την ίδια (ενάγουσα) υπεύθυνο ασφαλείας αγώνων, εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντα που της είχε αναθέσει η ως άνω προστήσασα αυτήν, εργοδότρια της, εναγόμενη, και συγκεκριμένα δεν προέβη, δια των υπαλλήλων της, σε επιμελή έρευνα των χώρων της αθλητικής εγκατάστασης, πριν την είσοδο σε αυτή των φιλάθλων, προς εντοπισμό απαγορευμένων αντικειμένων (βεγγαλικά, καπνογόνα, πυροτεχνήματα κλπ), αλλά ούτε και σε επιμελή έλεγχο των εισερχόμενων στο στάδιο οπαδών της εναγομένης, και με τον τρόπο αυτό οι τελευταίοι βρήκαν την ευκαιρία να φέρουν μαζί τους εντός του γηπέδου αντικείμενα επικίνδυνα γα την ζωή και τη δημόσια ασφάλεια, τα οποία ακολούθως χρησιμοποίησαν επιτιθέμενοι σε βάρος των αστυνομικών δυνάμεων, που βρίσκονταν εκτός του σταδίου, και συγκεκριμένα τη φωτοβολίδα, που μαζί με άλλα αντικείμενα ερρίφθη από το εσωτερικό του σταδίου, και τραυμάτισε τον ενάγοντα, κατά τα προαναφερόμενα.
Η εκκαλούσα- εναγόμενη, με τον πρώτο λόγο της έφεσης της παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ισχυρισμού της, ότι ουδεμία ευθύνη την βαρύνει για τον τραυματισμό του ενάγοντος, διότι η προστηθείσα από αυτήν εταιρία ασφάλειας δεν ήταν υπεύθυνη για τον έλεγχο των εισερχομένων στον χώρο του Σταδίου φιλάθλων, αλλά αντιθέτως, υπεύθυνη για αυτό ήταν η Ελληνική Αστυνομία. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, η εναγόμενη με το από 1-8-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό Ελέγχου Ασφαλείας, που ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο του τραυματισμού του ενάγοντος, είχε αναθέσει στην ως άνω εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας τον έλεγχο, δια του ένστολου προσωπικού της, της ασφάλειας των χώρων του σταδίου της «…………» και την εφαρμογή, κατά την έννοια του Αθλητικού Νόμου, των μέτρων ασφαλείας των αγώνων και ευταξίας του γηπέδου, κατά τη διάρκεια των διεξαγομένων σε αυτό ποδοσφαιρικών αγώνων της (εναγόμενης), στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 41 Δ παρ.11 περ. ε’ ν. 2725/1999, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και ο έλεγχος των εισερχομένων στο γήπεδο θεατών. Ως εκ τούτου αυτή όφειλε, δια του προσωπικού της, να ελέγχει επιμελώς τους εισερχόμενους στο στάδιο φιλάθλους της εναγόμενης, και σε περίπτωση μη συναινέσεως τους, να ζητήσει τη συνδρομή της Ελληνικής Αστυνομίας, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι έπραξε. Περαιτέρω η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι τα επεισόδια έλαβαν χώρα από ταραξίες εκτός του γηπέδου, τα ίδια δε κατέθεσε και ο εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυς αυτής, προϊστάμενος της προστηθείσας εταιρίας ιδιωτικής ασφάλειας. Αυτό, όμως, δεν ευσταθεί, διότι όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες προανακριτικές καταθέσεις των εξετασθέντων Αστυνομικών, ……. (19-4-2010), ………. (20-4-2010), ………. (21-4-2010), ………… (21-4-2010) ……….. (21-4-2010), αλλά και το από με αριθμό πρωτοκόλλου ………. αντίγραφο βιβλίου Συμβάντων, και την προαναφερόμενη έκθεση πορίσματος ενεργηθείσας προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης, η φωτοβολίδα, που προκάλεσε τον τραυματισμό του ενάγοντος προήλθε από το εσωτερικό του Σταδίου. Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η εναγομένη, για την πρόκληση των παραπάνω επεισοδίων εκ μέρους των φιλάθλων της, τιμωρήθηκε από την αρμόδια πρωτοβάθμια πειθαρχική επιτροπή της Super League Ελλάδας με συνολική χρηματική ποινή ύψους 25.000,00 Ευρώ. Κατά συνέπεια, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατόπιν τούτου, καθόσον αποδείχθηκε η ως άνω αμελής συμπεριφορά των υπαλλήλων της προστεθείσας από την εναγόμενη εταιρείας ασφάλειας, που συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σωματική βλάβη του ενάγοντος, για αυτήν ευθύνεται αντικειμενικά κατ’ άρθρο 922 ΑΚ και η τελευταία, ως εκ της σχέσης πρόστησης, η οποία συνακόλουθα υπέχει υποχρέωση για ανόρθωση κάθε ζημίας, που ο ενάγων υπέστη λόγω του τραυματισμού του. Εν προκειμένω δε, λαμβανομένων υπόψιν της δικαιολογημένης ψυχικής του ταλαιπωρίας, ενόψει και των συνθηκών του τραυματισμού του, της ηλικίας του κατά τον επίδικο χρόνο (49 ετών), του είδους, της έντασης και της έκτασης των σωματικών κακώσεών του, της αδυναμίας του να συνεχίσει τον συνήθη τρόπο ζωής του και να εργασθεί για μακρύ χρονικό διάστημα, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης στην πρόκληση του τραυματισμού του και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνεται εύλογο (αρ. 932 ΑΚ) για την αποκατάσταση της ψυχικής του δοκιμασίας, δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, εφόσον και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ομοίως και καθόρισε την οφειλόμενη στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση στο ίδιο ως άνω χρηματικό ποσό, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις επιμελώς εκτίμησε, όσα δε αντίθετα με τις συγκεκριμένες παραδοχές προβάλλονται από την εναγόμενη – εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς της, επιδιώκοντας την επιδίκαση ποσού μικρότερου αυτού που επιδικάστηκε πρωτοδίκως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμα. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός μοναδικός λόγος της αντέφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός παραπονείται για την επιδίκαση μικρότερου του αιτηθέντος με την αγωγή του ποσού. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, αυτές πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, τα παράβολα που κατέθεσαν οι εκκαλούντες στις εκατέρωθεν εφέσεις κατά την άσκηση τους να εισαχθούν στο Δημόσιο Ταμείο, και τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας για τον μεν εφεσίβλητο στην με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας και για την αντεφεσίβλητη στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 αντέφεση να επιβληθούν σε βάρος του αντεκκαλούντος λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ματαιωθείσα τη συζήτηση μεταξύ της εκκαλούσας και της δεύτερης εφεσίβλητης στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 έφεση.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ :α) τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση αντιμολία της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου και β) τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 αντέφεση, αντιμολία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση και την αντέφεση κατά της με αριθμό 4265/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των ηλεκτρονικών παραβόλων με αριθμούς …………../2018 , και …………../2018, ποσού 100 ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 έφεση τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, και τα ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αντεκκαλούντος στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 αντέφεση τα δικαστικά έξοδα της αντεφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, και τα ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ