ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 897/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών αγωγών: Α)της από 2-5-2006 (υπ’ αριθ. ………/2006 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή του εκκαλούντος-ενάγοντος (……….) κατά της αρχικώς εναγομένης …….. και ήδη αποβιώσας (στις 7-5-2008), για την οποία συνεχίζει τη σχετική δίκη ο εφεσίβλητος (……….) ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της και Β)της από 10-1-2007 (υπ’ αριθ. …../2007 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της προαναφερθείσας αρχικώς εναγομένης – ενάγουσας και ήδη θανούσας(………),για την οποία συνεχίζει τη σχετική δίκη ο εφεσίβλητος (…………) ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει τέτοια από κάποιο στοιχείο) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, η αρχικώς εναγόμενη της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και αρχικώς ενάγουσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, …………. …………. του Σπυρίδωνος, απεβίωσε στη Σαντορίνη στις 7-5-2008 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Κερατσινίου Αττικής), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας κατά το χρόνο του θανάτου της μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της : α)τη μητέρα της . …………. (μεταποβιώσασα στις 19-8-2015), β)τον πατέρα της . …………. (μεταποβιώσαντα στις 10-9-2009), γ)τον αδελφό της . …………. (ήδη εφεσίβλητο συνεχίζοντα τη σχετική δίκη) και δ)τον εν διαστάσει σύζυγό της (ενάγοντα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και εναγόμενο της υπό στοιχείο Β΄), ……….. Ωστόσο, το σχετικό κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου (………..) αποκλείστηκε επί της κληρονομιάς της προαναφερθείσας θανούσας, δυνάμει της υπ’ αριθ. 6271/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθ. 222/2015 και 556/2016 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς και του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, με αποτέλεσμα μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της . …………. να είναι πλέον ο συνεχίζων την προκείμενη δίκη . ………….., σε συνδυασμό με το ότι η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή αυτής είχε επιδοθεί στον εναγόμενο (εκκαλούντα) πριν από το θάνατο αυτής (βλ. την υπ’ αριθ. ………./12-2-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., άρθρα 286 εδ. α και 290 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρο 1401 εδ. β του ΑΚ, βλ. ΟλΑΠ 22/2000 ΕλλΔνη 2001 56, ΑΠ 619/2012 ΝοΒ 2012 2390, ΑΠ 1978/2008 Δίκη 2008 810).Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ αγωγές αρχικώς ασκήθηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δυνάμει των υπ’ αριθ. 1788/2018 και 1787/2008 αποφάσεων του, αντιστοίχως, κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση τους και παρέπεμψε αυτές προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθεσε ότι, στις 23-12-1993 είχε τελέσει με την εναγομένη (…………. ………….) νόμιμο (πολιτικό) γάμο και ότι από την 24-6-2002 αυτοί τελούσαν σε διάσταση. Ότι, η περιουσία της εναγόμενης, κατά την τέλεση του γάμου τους, αποτελούνταν από το ποσό των 270.000 δραχμών (ή 792,36 ευρώ), το οποίο ήταν κατατεθειμένο στην τράπεζα «………..», σε λογαριασμό με δικαιούχο αυτήν (εναγομένη), πλέον του μηνιαίου μισθού της που ανερχόταν στο ποσό των 170.000 δραχμών (ή 498,89 ευρώ). Ότι κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έγγαμηςσυμβίωσης τους, η εναγομένη απέκτησε επιπλέον περιουσία και ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../27-12-1993 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, την κυριότητα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου(οροφοδιαμερίσματος), και δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../28-11-1994 συμβολαίου του προαναφερθέντος συμβολαιογράφουτης αναφερομένης αποθήκης και της θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου, επί της ίδιας οικοδομής,πραγματικής αξίας (του οροφοδιαμερίσματος μετά των ανωτέρω παραρτημάτων του) ποσού 146.735,14 ευρώ (κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής). Επίσης,ότι, κατά τον ως άνω χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους, υπήρχε κατατεθειμένο στην τράπεζα «…………..», σε λογαριασμό με συνδικαιούχους αυτόν (ενάγοντα) και την εναγομένη, το συνολικό ποσό των 54.902,50 ευρώ, από το οποίο, στις 25-6-2002, η εναγομένη ανέλαβε το ποσό των 27.451,50 ευρώ. Ακόμη, ότι, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο (διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους), αυτοί (ενάγων και εναγομένη) ήταν συνδικαιούχοι 526,485 μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων της προαναφερθείσας τράπεζας (………»), των οποίων η αξία ανερχόταν στο ποσό των 3.153,38 ευρώ, κατά την 25-6-2002, που η εναγομένη επιχείρησε να τα εξαγοράσει. Επιπλέον, ότι, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, υπήρχε κατατεθειμένο στην «…………..», σε λογαριασμό με δικαιούχοτην εναγομένη, που αφορούσε τη μισθοδοσία αυτής, το συνολικό ποσό των 6.833,44 ευρώ, το οποίο, στις 25-6-2002, ανέλαβε η εναγομένη.Εξέθεσε ακόμη ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έγγαμης συμβίωσης τους, αυτός συνεισέφερε για τις εν γένει κοινές οικογενειακές ανάγκες τους, μηνιαίως κατά μέσον όρο το ποσό των 765 ευρώ τουλάχιστον, από τα αναφερόμενα εισοδήματα από την εργασία του, ποσού 550.000 μέχρι 750.000 δραχμών (ή 1.614,08 έως 2.201,02 ευρώ) μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένης της αξίας (300-450 ευρώ) των χάριν σε αυτόν παρασχεθέντων, άνευ ανταλλάγματος, από τους γονείς του, ειδών τροφίμων, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα της μισθοδοσίας του χρησιμοποιούσε για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου (μετά των παραρτημάτων του) και για την αγορά του αναφερομένου αυτοκινήτου. Τέλος, ότι η οικονομική συμβολή αυτού(ενάγοντος) στην απόκτηση του ανωτέρω ακινήτου ανήλθε σε ποσοστό 86%, σε αντίθεση με τη συμβολή της εναγομένης, που ανήλθε σε ποσοστό 14% και ότιη συμβολή του στη δημιουργία των ανωτέρω τραπεζικών καταθέσεων και στην απόκτηση των αμοιβαίων κεφαλαίων ανήλθε σε ποσοστό 70%, σε αντίθεση με εκείνη της εναγομένης, που ανήλθε σε ποσοστό 30%. Βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι βρίσκεται σε διάσταση με την εναγόμενη για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τρία έτη, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να του καταβάλει, το συνολικό ποσό των 70.796,11 ευρώ, ως συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της εναγομένης, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους και ειδικότερα : α) το ποσό των 52.824,65 ευρώ ως συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου μετά των παραρτημάτων του (δηλαδή 146.735,14 ευρώ η πραγματική αξία του όλου ακινήτου X [50%-14% =] 36% = 52.824,65 ευρώ), β) το ποσό των 10.980,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πλέον της αναλογούσας στην εναγόμενη μερίδα επί του ανωτέρω κοινού τραπεζικού λογαριασμού (δηλαδή 54.902,50 ευρώ το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού X [50%-30%=] 20%= 10.980,50 ευρώ), γ) το ποσό των 2,207,55 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πλέον της αναλογούσας στην εναγόμενη μερίδα επί των ανωτέρω κοινών μεριδίων σε αμοιβαία κεφάλαια (δηλαδή 3.153,38 ευρώ η συνολική αξία των μεριδίων X [100%-30%]= 70% = 2.207,55 ευρώ) και δ) το ποσό των 4.783,41 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πλέον της αναλογούσας στην εναγόμενη μερίδα επί του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της (δηλαδή 6.833,44 ευρώ το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού X [100%-30%]= 70% = 4.783,41 ευρώ), νομιμοτόκως από την 25-6-2006 (ημερομηνία διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων), άλλως από την επίδοση της συναφής αίτησής του περί ασφαλιστικών μέτρων,άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
Με την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, η αρχικώς ενάγουσα (…………………..),για την οποία συνεχίζει την προκείμενη δίκη ο ήδη εφεσίβλητος, εξέθεσε ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, ο τελευταίος επαύξησε την περιουσία του, με την απόκτηση αφενός του περιγραφόμενου ακινήτου (προαναφερθέντος στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή οροφοδιαμερίσματος μετά των παραρτημάτων του), κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου,αξίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ποσού 183.600 ευρώ, και αφετέρου του ειδικότερα περιγραφόμενου αυτοκινήτου, κατά την πλήρη κυριότητα,αξίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ποσού 15.744 ευρώ, και συνολικά κατά το ποσό των 107.544 ευρώ (δηλαδή[183.600 X 50%]=91.800+ 15.744 = 107.544 ευρώ). Εξέθεσε ακόμη ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έγγαμης συμβίωσης τους, αυτή (ενάγουσα) συνεισέφερε για τις εν γένει κοινές οικογενειακές ανάγκες τους, με την εκτέλεση του συνόλου των οικιακών εργασιών, εξοικονομώντας την αντίστοιχη δαπάνη, και με τα εισοδήματά της από την εργασία της. Βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα, επικαλούμενη αφενός ότι η συμβολή της στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας του εναγομένου τεκμαίρεται στο ποσοστό του 1/3 (συμπεριλαμβανομένων σε αυτό και των αποτιμώμενων σε χρήμα υπηρεσιών, που παρείχε για την αντιμετώπιση των εν γένει κοινών οικογενειακών αναγκώντους) και αφετέρου ότι η διάστασή της με τον εναγόμενο είχε διαρκέσει για διάστημα πλέον των τριών ετών μέχρι την άσκηση της αγωγής της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, το ποσό των 35.848 ευρώ (δηλαδή 107.544 ευρώ X 1/3= 35.848 ευρώ), ως τεκμαιρόμενη συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του μετά το γάμο τους, νομιμοτόκως από την 25-6-2006 (ημερομηνία διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων), άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες αγωγές, απορρίφθηκε λόγω αοριστίας η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, ενώ έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος αυτής να καταβάλει στον συνεχίζοντα τη σχετική δίκη, καθολικό διάδοχο της αρχικώς ενάγουσας (. ………….), και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 26.166 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση τηςαγωγής. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή του (υπό στοιχείο Α΄) να γίνει δεκτή και να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω υπό στοιχείο Β’ αγωγή, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί, για το παραδεκτό (ορισμένο) της αγωγής, να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα, διαφορετικά αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη. Περαιτέρω, στο άρθρο 1400 του ΑΚ ορίζεται ότι «1. Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. 2. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η σχετική απαίτηση του κάθε συζύγου είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, δηλαδή κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για τον ανωτέρω υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, έστω και αν πρόκειται για ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά την έναρξη της διάστασης και πριν από τη συμπλήρωση τριετίας από της έναρξης, στο ίδιο δε κρίσιμο χρονικό σημείο μεταφέρεται και συνυπολογίζεται και η αξία της συμβολής του ενός συζύγου με την παροχή υπηρεσιών κατά την προαναφερθείσα έννοια, έστω και εάν κατά το χρόνο της τριετούς διάστασης δεν υπήρξε τέτοια πραγματική συμβολή, αλλ’ αυτή αναφέρεται στο χρόνο πριν από τη διάσταση.Επίσης, από το ανωτέρω άρθρο (1400 ΑΚ) προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α)η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β)η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ)η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφό της, κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά σημεία, αντιστοίχως, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν.Ωστόσο, η περιουσία του υπόχρεου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής, ώστε να καθίσταται αυτή αόριστη από την παράλειψη αναφοράς ύπαρξης τέτοιας περιουσίας και των στοιχείων της. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ενστάσεως, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Έτσι, εάν μεν στην αγωγή αναφέρεται ότι δεν υπήρχε κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων αρχική περιουσία του υπόχρεου συζύγου, ή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την αρχική περιουσία αυτού, ο τελευταίος, μπορεί κατ’ ένσταση να επικαλεστεί την ύπαρξη περιουσιακών του στοιχείων κατά την τέλεση του γάμου, ώστε με τον υπολογισμό τους και την αφαίρεση από την τελική περιουσία, να εμφανιστεί μειωμένο ποσό διαφοράς των δύο περιουσιών και συνεπώς μικρότερο ποσό στο οποίο θα υπολογιστεί το τυχόν δικαίωμα αποκτημάτων. Με τον ίδιο σκοπό, ο υπόχρεος, στην περίπτωση που ο δικαιούχος ενάγων αναφέρεται στην ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου τα οποία αποτελούν αρχική περιουσία αυτού, μπορεί να ισχυριστεί κατ’ ένσταση, ότι αντικείμενα της αρχικής περιουσίας δεν είναι μόνον τα αναφερόμενα στην αγωγή, αλλά και άλλα τα οποία αυτός περιγράφει στον ισχυρισμό του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν ο δικαιούχος σύζυγος, στην περί αποκτημάτων αγωγή του, αναφέρει την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στον υπόχρεο σύζυγο κατά την τέλεση του γάμου τους, δηλαδή την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του ως προς το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου, θα λάβει υπόψη την ύπαρξη της επικληθείσας αρχικής περιουσίας αυτού, ανεξαρτήτως από την προβολή ισχυρισμού από τον εναγόμενο υπόχρεο σχετικά με την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, ή διαφοροποίησης των στοιχείων αυτής που περιλαμβάνονται στην αγωγή. Εξάλλου, ως προς το στοιχείο της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνον στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ενώ δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό. Ειδικότερα, η σχετική αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 του άρθρου 1400 του ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 1400 του ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου. Ο εναγόμενος, όμως, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται η περιουσία ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή (βλ. ΑΠ 1247/2019, ΑΠ 1697/2018, ΑΠ 1553/2018, ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 193/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 16/2019 Αρμ 2019 541, ΕφΑθΜον 20/2018 ΝΟΜΟΣ)
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρον 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, όσον αφορά, στην,κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά σημεία, πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση της εναγομένης, που συνιστά το απόκτημα και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν. Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει, στην ανωτέρω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή του, ότι η περιουσία της εναγομένης, κατά την τέλεση του γάμου της με αυτόν,
αποτελούνταν από το ποσό των 270.000 δραχμών (ή 792,36 ευρώ), το οποίο ήταν κατατεθειμένο στην τράπεζα «….», σε λογαριασμό με δικαιούχο αυτήν (εναγομένη), πλέον του μηνιαίου μισθού της που ανερχόταν στο ποσό των 170.000 δραχμών (ή 498,89 ευρώ). Επίσης, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έγγαμης συμβίωσης τους, η εναγομένη,εκτός από την απόκτηση της κυριότητας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου (οροφοδιαμερίσματος), μετά των παραρτημάτων του (αποθήκης και της θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου), ήταν συνδικαιούχος με αυτόν (ενάγοντα) σε λογαριασμό, ο οποίος τηρείτο στην τράπεζα «. . ……..», το υπόλοιπο του οποίου, κατά τον ως άνω χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 54.902,50 ευρώ, από το οποίο, στις 25-6-2002, η εναγομένη ανέλαβε το ποσό των 27.451,50 ευρώ. Ακόμη, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά την τελευταία ημερομηνία (25-6-2002), η εναγομένη ανέλαβε το ποσό των 6.833,44 ευρώ από λογαριασμό με δικαιούχο την ίδια (εναγομένη), που αφορούσε τη μισθοδοσία αυτής, ο οποίος τηρείτο στην «……». Επιπλέον, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο (διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους), αυτός (ενάγων) και η εναγομένη ήταν συνδικαιούχοι 526,485 μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων της προαναφερθείσας τράπεζας (…………….), των οποίων η αξία ανερχόταν στο ποσό των 3.153,38 ευρώ, κατά την 25-6-2002, που η εναγομένη επιχείρησε να τα εξαγοράσει. Ωστόσο, δεν αναφέρεται στην αγωγή το υπόλοιπο των προαναφερθέντων τραπεζικών λογαριασμών, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των διαδίκων συζύγων, ούτε η αξία των ανωτέρω μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, αναγομένων στην αντίστοιχη αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά αναφέρονται τα στοιχεία αυτά, αντιστοίχως, μόνον ως προς το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Σημειωτέων ότι τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή οι τραπεζικές καταθέσεις καιτα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, λόγω της φύσης τους ως χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δεν παραμένουν σταθερά αλλά μεταβάλλονται, κατά την παρέλευση του χρόνου (πιστώνονται τόκοι, επιβάλλεται φόρος επ’ αυτών, αυξομειώνεται η αξία των αμοιβαίων κεφαλαίων κλπ). Ως εκ τούτου, λόγω της ελλείψεως στο δικόγραφο της ανωτέρω αγωγής των στοιχείων αυτών, δεν προσδιορίζεται, επαρκώς, η αξία της περιουσίας της εναγομένης, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των διαδίκων συζύγων (τελική περιουσία), αναγομένης στην αντίστοιχη αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ούτε η διαφορά αυτής από την αρχική περιουσία της εναγομένης. Επιπροσθέτως, δεν προσδιορίζεται, επαρκώς, στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγήη συμβολήτου ενάγοντος στην επικληθείσα αύξηση της περιουσίας της εναγομένης. Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, αυτός συνεισέφερε για τις εν γένει κοινές οικογενειακές ανάγκες τους, μηνιαίως κατά μέσον όρο το ποσό των 765 ευρώ τουλάχιστον, από τα αναφερόμενα εισοδήματα από την εργασία του, ποσού 550.000 μέχρι 750.000 δραχμών (ή 1.614,08 έως 2.201,02 ευρώ) μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένης της αξίας (300-450 ευρώ) των χάριν σε αυτόν παρασχεθέντων, άνευ ανταλλάγματος, από τους γονείς του ειδών τροφίμων, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα της μισθοδοσίας του χρησιμοποίησε για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους σχετικώς με την αγορά του ανωτέρω ακινήτου (μετά των παραρτημάτων του) και για την αγορά του αναφερομένου αυτοκινήτου.Κατά τα ως άνω εκτειθέμενα, όμως, δεν προσδιορίζεται, επαρκώς, το ποσό κατά το οποίο ο ενάγων συνέβαλε στην εν γένει αντιμετώπιση των αναγκών της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ούτε το μέρος αυτού που υπερέβαινε το μέτρο που επιβάλλεται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών, ενόψει και του ότι, όπως εκτίθεται στην αγωγή, τα εισοδήματα από την εργασία του δεν ήταν σταθερά. Ως εκ τούτου, η έλλειψη των προαναφερθέντων στοιχείων από το δικόγραφο της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), καθιστά αυτήν αόριστη.Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος της εφέσεως περί αναστολής της δίκης επί της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, λόγω μη προσκομίσεως του πιστοποιητικού του άρθρου 106 του ν. 2961/2001. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, στην προκείμενη δίκη είχε επέλθει βίαιη διακοπή αυτής, λόγω του θανάτου της ενάγουσας της αγωγής αυτής, και παραδεκτή συνέχιση της από τον κληρονόμο της προαναφερθείσας και ήδη εφεσίβλητο, χωρίς να απαιτείται να προσκομισθεί πιστοποιητικό του προϊσταμένου της αρμόδιας Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας περί υποβολής σε αυτόν της κατά νόμο δηλώσεως ή περί εκδόσεως από αυτόν πράξεως επιβολής φόρου κατ’ άρθρον 106 παρ. 1 τουν. 2961/2001, δοθέντος ότι διά της επαναλαμβανομένης εν λόγω δίκης εισήχθη προς κρίση το δικαίωμα της αποβιώσασας αρχικώς ενάγουσας, ενώ ο κληρονόμος αυτής απλώς συνεχίζει την δίκη για το ίδιο αντικείμενο, υπεισερχόμενος στα δικαιώματα της ως αρχικού διαδίκου (βλ. ΕφΠειρ 20/2015 ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Α. Από τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 και 2 του ΑΚ σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 1401 εδ. γ΄ του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλο κατά τη διάρκεια του γάμου (αποκτήματα) γεννιέται όταν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή όταν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των συζύγων. Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την λύση ή την ακύρωση του γάμου. Στην περίπτωση της τριετούς διάστασης, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (άρθρο 251 ΑΚ), δηλαδή από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Εφόσον όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την καθ’ οιοδήποτε τρόπο λύση αυτού (άρθρο 256 αρ. 1 ΑΚ, βλ. ΑΠ 781/2014, ΑΠ 1502/2009, ΕφΠειρ 422/2015, ΕφΠειρ 335/2014, ΕφΘεσ 46/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ A΄ 74/20-3-2013), και η οποία ως γενική έχει εφαρμογή και στις αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής και αρχίζει πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη του διαδίκου ή του δικαστηρίου. Με τον όρο διαδικαστική πράξη νοείται κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης, όπως η κατάθεση και κοινοποίηση κλήσεως για συζήτηση, η αναβολή της συζητήσεως, η έκδοση αποφάσεως κλπ (βλ. ΟλΑΠ 1/2011 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει ολόκληρος ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης, επέρχεται παραγραφή κατά τη διάρκεια της επιδικίας και μόνο στην περίπτωση που η αξίωση βεβαιωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, χωρεί η εικοσαετής παραγραφή και αν ακόμη η αξίωση καθ’ εαυτή υπέκειτο σε βραχύτερη παραγραφή, εξαιρουμένης εκείνης που αφορά σε παροχές αξιώσεων που επαναλαμβάνονται περιοδικά, οι οποίες υπόκεινται σε βραχύτερη παραγραφή και μετά τη βεβαίωσή τους με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό (άρθρο 268 ΑΚ). Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη (άρθρο 261 ΑΚ) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/20-3-2013 και στη νέα αντίστοιχη διάταξη ορίζονται τα εξής: «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση».Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου «έγερση» από τον σύγχρονο όρο «άσκηση» της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επίδοσης της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Ωστόσο, υφίσταται διαφοροποίηση από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, η οποία εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο έκδοσης τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση» εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους κλπ. Επίσης, στη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου ορίζεται ότι η παραγραφή που διακόπηκε με τον ανωτέρω τρόπο αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Ακόμη, η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 του ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ωστόσο, η ανωτέρω νεότερη ρύθμιση καταλαμβάνει εκείνες τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει συμπληρωθεί η παραγραφή εν επιδικία. Ειδικότερα, από τις ρυθμίζουσες τα ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 18 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, όχι μόνον μεταξύ των περί παραγραφής διατάξεων του ΑΚ και του προϊσχύσαντος τούτου δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη διάταξη νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής από εκείνον του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου, καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την εφαρμογή του, αλλά δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους κατ’ αυτήν και ότι στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται και ο χρόνος που διανύθηκε κατά το προϊσχύσαν δίκαιο. Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται η περί της υπαγωγής στην επιφέρουσα την ταχύτερη συμπλήρωση της παραγραφής διάταξη δεύτερη παράγραφος του προαναφερθέντος άρθρου 18 του ΕισΝΑΚ, διότι η παράγραφος αυτή προϋποθέτει για την εφαρμογή της, την καθιέρωση στο νεότερο νόμο βραχύτερης παραγραφής (βλ. ΑΠ 361/2019, ΑΠ 1063/2013,ΕφΠατρΜον 17/2020, ΕφΠειρ 422/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση, κατά το άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015,ενόψει του η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016) ορίζεται ότι «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) …, 2) …, 3) …, 4) …, 5) …, 6)αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου…». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, σχετικώς με την προαναφερθείσα (υπ’ αριθ. 6) εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή να αποδεικνύονται εγγράφως, δηλαδή με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πλήρους απόδειξης, η απόδειξη δε πρέπει να είναι άμεση και όχι σε συνδυασμό με τεκμήρια. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί, οι οποίοι απαραδέκτως προτάθηκαν πρωτοδίκως θεωρούνται ότι προτείνονται για πρώτη φορά, κατά συνέπεια υπόκεινται στον περιορισμό των σχετικών διατάξεων του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 961/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 31/2019 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η τ. Ι αρθρ. 527 σελ. 846, 847 και 853).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων,που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και τα υπ’ αριθ. 1787/2008 και 1788/2008 πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στα οποία περιλαμβάνονται οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων . …………. και ……..), που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το προαναφερθέν Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο (βλ. ΑΠ 1505/1995 ΕλλΔνη 1997 1541, ΑΠ 1458/1990 ΕΕΝ 1991 617, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Συμπλ. Τομ. 2001 αρθρ. 339 αρ. 14 σελ. 378), καθώς και της υπ’ αριθ. ………../27-12-2007 ένορκης βεβαίωσης η οποία συντάχθηκε, με την επιμέλεια του εναγομένου της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, (βλ. την υπ’ αριθ. …./21-12-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), και των λοιπών ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλων δικών, λαμβανομένων υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο, πολιτικό, γάμο στον Πειραιά, στις 23-12-1993, ο οποίος, στη συνέχεια, στις 27-9-1995, ιερολογήθηκε στον ιερό ναό ……… Πειραιώς. Επίσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../27-12-1993 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. (σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. …../6-4-1995 πράξη εξόφλησης του ίδιου συμβολαιογράφου), που μεταγράφηκαν νόμιμα, οι διάδικοι απέκτησαν, κατά συγκυριότητα ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, μία αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και ειδικότερα ένα διαμέρισμα (υπό στοιχείο Ε-1),επιφάνειας 102 τ.μ., του πέμπτου ορόφου της πολυκατοικίας, η οποία, ευρίσκεται στο συνοικισμό της ……… στον Πειραιά, επί της οδού ………, αντικειμενικής αξίας 12.858.426 δραχμών (ή 37.735,66 ευρώ), έναντι συνολικού τιμήματος 32.000.000 δραχμών (ή 93.910,49 ευρώ). Επίσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./28-11-1994 συμβολαίου αγοράς του ίδιου προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, οι διάδικοι απέκτησαν, κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, αφενός την αποκλειστική χρήση του υπ’ αριθ. 2 χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου, επιφανείας 13 τ.μ., που βρίσκεται στην πυλωτή της ανωτέρω πολυκατοικίας, ως παράρτημα του προαναφερθέντος διαμερίσματος και αφετέρου τη συγκυριότητα της υπό στοιχείο Ι-7 αποθήκης που βρίσκεται κάτωθι του κλιμακοστασίου (στο ισόγειο πυλωτή) της ανωτέρω πολυκατοικίας, αντικειμενικής αξίας 134.550 δραχμών (ή 394,86 ευρώ) και 637.560 δραχμών (ή 1.871,05 ευρώ), αντιστοίχως. Σημειωτέον ότι για πληρωμή του τιμήματος αγοράς του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως συζυγική οικία των διαδίκων, αυτοί έλαβαν δάνεια από την «………» και συγκεκριμένα ποσού 3.550.000 δραχμών (ή 10.418,19 ευρώ) και ποσού 3.950.000 δραχμών (ή 11.592,07 ευρώ). Επίσης, το υπόλοιπο ποσό του ανωτέρω τιμήματος καταβλήθηκε και από τους δύο διαδίκους, οι οποίοι προς τούτο χρησιμοποίησαν τα εισοδήματα από την εργασία τους (ο ……… απασχολείτο ως ζαχαροπλάστης – μισθωτός και η ……….. ως υπάλληλος στο τομέα των τουριστικών επιχειρήσεων), καθώς και τις αποταμιεύσεις τους. Επιπλέον, για τον ίδιο ως άνω λόγο, συνέδραμε οικονομικώς την ……. ο πατέρας της ………… Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους διατηρούσαν διάφορα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων. Ακόμη, στις 2-5-1997, ο …… απέκτησε, λόγω αγοράς, κατά πλήρη κυριότητα το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… καινούργιο αυτοκίνητο (εργοστασίου κατασκευής «ALFAROMEO»), έναντι τιμήματος ποσού 5.365.000 δραχμών (ή 15.744,68 ευρώ), κατ’ ανταλλαγήν ετέρου, παλαιότερου, αυτοκινήτου της ιδιοκτησίας του, αξίας κατά το χρόνο της σχετικής ανταλλαγής 1.450.000 δραχμών (ή 4.255,31 ευρώ). Εξάλλου, στις 25-6-2002, η ……….. αποχώρησε οριστικάαπό την ανωτέρω συζυγική οικία και διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, ενόψει του ότι από τότε μέχρι και την 7-5-2008, που η ………. απεβίωσε, οι διάδικοι εξακολούθησαν να διαμένουν σε διαφορετικές οικίες. Επιπροσθέτως, οι τελευταίοιείχαν καταθέσειενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ………. την από 14-4-2005 (υπ’ αριθ. κατάθεσης ………/2005) αγωγή του και η ……….. την από 21-9-2006 (υπ’ αριθ. κατάθεσης ……/2006) αγωγή της, με τις οποίες, ζητούσαν τη λύση του γάμου τους λόγω διαζυγίου, πλην όμως οι δίκες επί των ανωτέρω αγωγών καταργήθηκαν με τον επισυμβάντα θάνατο της …………. ………….. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι επήλθε επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγής …………. , κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, στην οποία υπήρξε συμβολή της ενάγουσας της ίδιας αγωγής…………., κατά συνέπεια υφίσταται, κατ’ αρχήν, σχετική αξίωση της τελευταίας για τη συμμετοχή της στα αντίστοιχα αποκτήματα. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του βαθμού της ανωτέρω συμβολής της προαναφερθείσας ενάγουσας, ήδη, έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της εν λόγω αξίωσης, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό (ένσταση) του εναγομένου (…………. ), που αποτελεί τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η ενάγουσα…………. άσκησε, για την προαναφερθείσα αξίωσή της, την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, η οποία,όπως προαναφέρθηκε, αφού επιδόθηκε στον εναγόμενο αυτής, στις 12-2-2007, συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στη δικάσιμο της 18-1-2008, και επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1787/2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στις4-4-2008, δυνάμει της οποίας το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής και παρέπεμψε αυτήν προς συζήτηση, ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, μετά το θάνατο της αρχικώς ενάγουσας …………., που συνέβη στις 7-5-2008 (βλ. υπ’ αριθ. ………/2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξίαρχου του Δήμου Κερατσινίου Αττικής), όσον αφορά την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή δεν διενεργήθηκε κάποια διαδικαστική πράξη, μέχρι την 21-4-2017,που ο εναγόμενος αυτής (………….) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16-4-2017 (υπ’αριθ. κατάθεσης …………../21-4-2017) κλήση του – πρόσκληση σε αναγκαστική επανάληψη της δίκης – κατά του συνεχίζοντος τη σχετική δίκη ως μοναδικού πλέον εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας, και ήδη εφεσίβλητου,………….. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος της ανωτέρω αγωγής και ήδη εκκαλών (…………. .) ισχυρίζεται ότι παρήλθε το σχετικό χρονικό διάστημα της διετούς παραγραφής, χωρίς να διενεργηθεί κάποια αντίστοιχη διαδικαστική πράξη, ενόψει του ότι οι από 10-3-2009 (υπ’ αριθ. κατάθεσης …/12-3-2009) και από 30-6-2011 (υπ’ αριθ. κατάθεσης …../30-6-2011) κλήσεις, που ο τελευταίος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν αφορούν την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, αλλά αποκλειστικώς την υπό στοιχείο Α΄ αγωγή του. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι ο χρόνος της διετούς παραγραφής της εν λόγω αξίωσης της ενάγουσας ………………..(άρθρο 1401 ΑΚ), για τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, υφίστατο αναστολή του μέχρι τη λύση του γάμου των διαδίκων (άρθρο 256 αρ. 1 ΑΚ), η οποία (λύση) επήλθε με το θάνατο της ενάγουσας αυτής στις 7-5-2008, άρχισε από την επομένη ημέρα (8-5-2008) και συμπληρώθηκε, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, με την παρέλευση δύο ετών, δηλαδή στις 8-5-2010. Σημειωτέον ότι ο εφεσίβλητος (που συνεχίζει τη δίκη για την αρχικώς ενάγουσα) προβάλλει μεν γενική άρνηση κατά της έφεσης και των σχετικών ισχυρισμών του εκκαλούντος, όμως, δεν αρνείται ειδικώς την ανωτέρω ένσταση περί παραγραφής, ούτε επικαλείται κάποιο λόγο περί της τυχόν διακοπής ή αναστολής αυτής. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω παραγραφή είχε ήδη συμπληρωθεί την 20-3-2013, δηλαδή κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013, έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), εφαρμόζεται η σχετική διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της από το άρθρο 101 του νόμου αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ),η ανωτέρω ένσταση παραδεκτώς προτείνεται με το δικόγραφο τηςεφέσεως, ανεξαρτήτως του ότι πρωτοδίκως δεν είχε προταθεί με τις αντίστοιχες προτάσεις του εκκαλούντος, αλλά με την προσθήκη αυτών, δοθέντος ότι τα σχετικά περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως και συγκεκριμένα από τα προαναφερθέντα έγγραφα (άρθρο 527 αρ. 6 του ΚΠολΔ).Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η σχετική ένσταση περί παραγραφής της εν λόγω αξίωσης της ενάγουσας …………. και να απορριφθεί, για το λόγο αυτό, η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή της, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (3ο) της εφέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του είχε δεχθεί κατά ένα μέρος την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, η ένδικη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, όσον αφορά στον προαναφερθέντα βάσιμο λόγο της, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά στην ανωτέρω αγωγή(υπό στοιχείο Β΄ ), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί.Εξάλλου, η δικαστική δαπάνη, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όσον αφορά στην ανωτέρω αγωγή, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό της παρούσας κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ.897/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό (υπό στοιχείο Β΄) από 10-1-2017 (υπ’ αριθ. καταθ. ………/2007) αγωγή.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και η οποία αφορά στην προαναφερθείσα αγωγή.
Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όσον αφορά στην προαναφερθείσα αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. ………../2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 4-6-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ