Περίληψη
Η αυτούσια διανομή επίκοινου ακινήτου, ώστε ο κάθε συγκύριος να λάβει τη μερίδα που του αναλογεί, εκτός του ότι πρέπει να είναι εφικτή, δεν πρέπει να είναι ασύμφορη. Η δε κρίση του Δικαστηρίου περί αδύνατου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, για την απόκρουση της αγωγής διανομής ως καταχρηστικής, με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απαιτείται η συνδρομή περιστατικών βάσει των οποίων θα κριθεί η συμπεριφορά του ενάγοντος που προηγήθηκε της άσκησης της αγωγής και η πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκηση του προς λύση της κοινωνίας δικαιώματος, διότι υπερβαίνει τα όρια που τάσσει η εν λόγω διάταξη, περίπτωση η οποία υπάρχει όταν προκαλείται, λόγω της συμπεριφοράς και της κατάστασης αυτής, η έντονη εντύπωση αδικίας, συγκριτικά με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος προς λύση της κοινωνίας. Δυνατότητα προβολής ισχυρισμού του εναγόμενου – συγκύριου περί πραγματοποίησης δαπανών στο επίκοινο ακίνητο, ανταγωγικά ή κατ` ένσταση, κατά τη συζήτηση της αγωγής διανομής, με την άσκηση συγχρόνως και του δικαιώματος επίσχεσης ως προς αυτές. Στοιχεία για το ορισμένο αυτού.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 448/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 150/2019 οριστικής απόφασης, (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν, προηγηθείσας υπ΄αρ. 3571/2015 μη οριστικής απόφασης) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης στον εναγόμενο – εκκαλούντα έλαβε χώρα στις 21-2-2019, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση στο αντίγραφο αυτής, του δικαστικού επιμελητή Αθηνάς ………… και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 22-3-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, το παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασίακατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 παρ.1 ΚΠολΔ: ‘’Το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του’’. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 παρ.1 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδύνατου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 211/2006 ΕλΔνη 47,777). Επομένως, αν η παραπάνω διαίρεση του διανεμητέου είναι ανέφικτη, δηλαδή αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό που έχει από τη φύση του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του. Επίσης, η διανομή, εκτός του ότι πρέπει να είναι δυνατή, δεν πρέπει να είναι ασύμφορη, δηλαδή δεν πρέπει να επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μεριδίων, των οποίων το άθροισμα κατ’ αξία να μην αντιστοιχεί στην αξία του διανεμομένου πράγματος και να μην μπορεί να γίνει εξίσωση των μερίδων με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού από τον κοινωνό ή τους κοινωνούς στους άλλους κοινωνούς ή τη σύσταση δουλείας πάνω σε ορισμένα μέρη υπέρ των άλλων κοινωνών (ΑΠ 1099/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1843/1999 ΕλΔνη 41,989, Εφ.Δωδ. 145/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η λήψη δε ενός από τους συγκυρίους της, αναλογούσας στο ποσοστό της συγκυριότητάς του, μερίδας, κυρίως σε χρήμα, αντιβαίνει στην έννοια της αυτούσιας διανομής (Εφ.Δωδ. 76/2017, Εφ.Πειρ. 52/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ ‘’Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος’’. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών, χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη ‘’χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου’’. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ` ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ. 8/2001, Ολ.ΑΠ 1/1997, Ολ.ΑΠ 62/1990, ΑΠ 207/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ αναφέρεται αδιάκριτα σε όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από το ουσιαστικό δίκαιο και συνεπώς καταλαμβάνει και το κατά τα άρθρα 1113 και 795 του ΑΚ δικαίωμα του συγκυρίου να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας. Το δικαίωμα προς λύση της κοινωνίας υπόκειται έτσι σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής όταν διαπιστωθεί η καταχρηστική άσκησή της. Για την απόκρουση όμως της αγωγής διανομής ως καταχρηστικής, με βάση τη διάταξη αυτή, απαιτείται η συνδρομή περιστατικών βάσει των οποίων θα κριθεί η συμπεριφορά του ενάγοντος που προηγήθηκε της άσκησης της αγωγής και η πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκηση του προς λύση της κοινωνίας δικαιώματος, διότι υπερβαίνει τα όρια που τάσσει η εν λόγω διάταξη, περίπτωση η οποία υπάρχει όταν προκαλείται, λόγω της συμπεριφοράς και της κατάστασης αυτής, η έντονη εντύπωση αδικίας, συγκριτικά με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος προς λύση της κοινωνίας (ΑΠ 1099/2014, ΑΠ 619/2012, ΑΠ 1427/2011, ΑΠ 1088/2010, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 473/2001 ΝοΒ 2002,517, ΑΠ 1361/1996 ΕΔνη 38,1793, Εφ.Αθ. 132/2015, Εφ.Δωδ. 145/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Πίψου “Η Δικαστική διανομή” σελ. 134-141 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, Π. Αλικάκος ‘’Κατάχρηση Εμπράγματου Δικαιώματος’’ σελ. 151-159).Ακόμη, η συµφωνία εξώδικης διανοµής ακινήτου, πρέπει να γίνει µε συµβολαιογραφικό έγγραφο. Αν γίνει προφορικά ή µε ιδιωτικό έγγραφο ή ακόµη και µε προσύµφωνο είvαι άκυρη και δεν παράγει κανένα διανεµητικό αποτέλεσµα (άρθρα 369 και 159 παρ. 1 ΑΚ). Η άτυπη δε συµφωνία διανοµής δεν εµποδίζει καταρχήν την δικαστική επιδίωξη για τη λύση της κοινωνίας. Ενδέχεται, όµως, σε ορισµένες περιπτώσεις, η άσκηση του δικαιώµατος λύσης από ορισµένους κοινωνούς, εναντίον εκείνου που κατέχει µέρος του κοινού µετά την άτυπη διανοµή, να είναι καταχρηστική µε την έννοια του άρθρου 281 (βλ. Λήδα Θ. Πίψου, ο.π, σελ. 133 περ. αρ. 4, µε τις εκεί παραποµπές στη θεωρία και νοµολογία).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, κατά την οποία ‘’κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού’’, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. και 1101-1107 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο κοινωνός που καταβάλει έξοδα πέραν τη αναλογίας του, δικαιούται να απαιτήσει τα επί πλέον καταβληθέντα, παρά των λοιπών κοινωνών, κατ` αναλογία των μερίδων τους, απ` ευθείας σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη (794 ΑΚ), εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ (κατόπιν απόφασης) όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών κ.λπ). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο συγκύριος, που πλήρωσε τα έξοδα και τα βάρη του κοινού πράγματος, δικαιούται να επιδιώξει την ανάληψη του, κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων ή για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου – συγκυρίου, ο οποίος μπορεί να προταθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 325, 326, 802, 1103 ΑΚ και 479ΚΠολΔ, ανταγωγικά ή κατ` ένταση, κατά τη συζήτηση της αγωγής διανομής, με την άσκηση συγχρόνως και του δικαιώματος επίσχεσης ως προς αυτές, για να είναι ορισμένος, πρέπει να αναφέρει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διοίκησης αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακόμη, κατά το άρθρο 904 εδ. α` ΑΚ, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: η πραγματοποίηση πλουτισμού του λήπτη, η επέλευση αυτού από την περιουσία ή σε βάρος άλλου, το αδικαιολόγητο του πλουτισμού, δηλ. έλλειψη νόμιμης αιτίας του (όπως στην περίπτωση παροχής αχρεώστητης) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της επιβάρυνσης του δικαιούχου (ΑΠ 1099/2014, ΑΠ 1188/2010, ΑΠ 1440/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε, για το ορισμένο της ένστασης επίσχεσης που βασίζεται σε αξίωση για επωφελείς δαπάνες επί ακινήτου, ο εναγόμενος – ενιστάμενος, ως προς τις δαπάνες, πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπο ορισμένο το ύψος της κάθε μίας χωριστά, με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου και το χρόνο καταβολής τους, το είδος των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και τη δαπάνη κάθε υλικού, καθώς επίσης και να προσδιορίζει την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απόδοσης του, με και χωρίς τη βελτίωση του που επήλθε με τις δαπάνες, προκειμένου να κριθεί αν και κατά πόσο σώζεται η επελθούσα αύξηση της αξίας του (ΑΠ 1450/1980 ΝοΒ 29,709, ΑΠ 674/1980 ΝοΒ 28,2010, Εφ.Λαρ. 416/2011, Εφ.Λαρ. 865/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ.758/2004 ΑχΝομ 2005.94, Εφ.Αθ. 4529/2003 Δνη 2006,866).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. α` και β` ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οριστική είναι η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει ολικά ή μερικά την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, περιέχουσα διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και απεκδύουν έτσι το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με την εν λόγω αίτηση (ΑΠ 2008/2009, ΑΠ 1821/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μη οριστική είναι η απόφαση που επιφυλάσσεται να αποφανθεί για την ουσία ανεξάρτητα από την παραδοχή της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του νόμω βάσιμου της αγωγής. Δεν αποκλείεται πάντως η απόφαση να είναι εν μέρει οριστική, όπως λ.χ. όταν δέχεται ή απορρίπτει ένα από τα περισσότερα αιτήματα της αγωγής και διατάζει αποδείξεις για τα λοιπά ή κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για κάποιο από αυτά. Οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε,όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε κάθε στάση της δίκης, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου.Η δε ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, με την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς ειδική αναφορά ή αιτιολόγηση της απόφασης αυτής (ΑΠ 687/2019, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 677/1988, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 309 παρ.6,13,14).
Η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην, από 27-2-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013, αγωγή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ότι, αυτή και ο εναγόμενος είναι συγκύριοι, σε ποσοστό ½ αδιαιρέτου έκαστος, ενός ακινήτου και δη ενός οικοπέδου μετά του εντός αυτού κτίσματος, που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης του Πόρου, στη θέση ‘……….., όπως περαιτέρω περιγράφεται στην αγωγή. Ότι απέκτησε (η ενάγουσα) το επίκοινο ακίνητο, κατά το ανωτέρω ποσοστό, με αγορά, δυνάμει του υπ΄αρ. …./15-3-1991 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλαβρίας …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, ενώ ο εναγόμενος, κατά το δικό του ποσοστό, δυνάμει του υπ΄αρ. ……./15-3-1991 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου, το οποίο επίσης μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, ο εναγόμενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του εν λόγω ακινήτου. Ζητούσε δε, ακολούθως, ενόψει ότι, δεν είναι δυνατή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του εν λόγω ακινήτουχωρίς τη μείωση της αξίας του, να διαταχθεί η δια πλειστηριασμού πώληση αυτού, ώστε να λάβει ο κάθε συγκύριος το ανάλογο με την ιδανική του μερίδα ποσό του εκπλειστηριάσματος, που θα επιτευχθεί.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ΄αρ. 3571/2015 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου και παραδεκτή, δεδομένου ότι: α) έχει εγγραφεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας, (τομ. …. και με α.α ….), όπως προκύπτει από την υπ΄αρ…../19-3-2013 σημείωση καταχώρησης του Υποθηκοφύλακα Καλαυρίας, β) προσκομίστηκε το από 31-1-2014 πιστοποιητικό περί καταβολής ΕΝΦΙΑκαι γ) καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, από την ενάγουσα σύμφωνα με τη δηλωθείσα από αυτήν αξία του ακινήτου, που αντιστοιχεί στο ποσοστό της μερίδας της, αφού δεν προκύπτει ότι το προς διανομή ακίνητο επιφέρει πρόσοδο, (βλ.υπ΄αρ. πρωτ…../2-3-2015 Σειράς VΙ διπλότυπο είσπραξης τύπου Β με τα επικολληθέντα υπέρ του ΕΤΑΑ- ΤΥΔΠ ένσημα, καθώς και το υπ΄ αρ. ….. ένσημο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ), στη συνέχεια την έκρινε νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί ορισμού συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, (διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2, 927 και 954 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο συγκύριος που επισπεύδει τον πλειστηριασμό ορίζει και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, καθώς στον ΚΠολΔ, δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1092 παρ. 2 της παλαιάς ΠολΔ, κατά την οποία το Δικαστήριο που διέτασσε την πώληση του πράγματος διόριζε και το συμβολαιογράφο), καθώς και του αιτήματός της περί επιβολής των δικαστικών της εξόδων εις βάρος του εναγόμενου, το οποίο επίσης είναι μη νόμιμο, διότι τα έξοδα της διανομής επιβάλλονται εις βάρος της διανεμητέας περιουσίας (ΑΠ 906/1976, ΑΠ 834/1976 ΝοΒ 25, 80, 194, Εφ.Δωδ. 145/2015, Εφ.Αθ.2821/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σχετικά δε με τις προβληθείσες από τον εναγόμενο, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ενστάσεις: α) απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό του περί ήδη προηγηθείσας προφορικής εξώδικης διανομής, διότι η συμφωνία διανομής, που δεν περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, β) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας (281ΑΚ), γ) έκρινε ορισμένη και νόμιμη την ένσταση του εναγόμενου περί απόδοσης δαπανών με σύγχρονη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης στο επίκοινο μέχρι την καταβολή αυτών, χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί της ουσίας αυτής. Ακολούθως, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, ώστε να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με το αν είναι εφικτήκαι συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου, (όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος) ή όχι, διόρισε δε πραγματογνώμονα, τον αγρονόμο – τοπογράφο – μηχανικό ………….., κάτοικο Πειραιά. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης από τον παραπάνω πραγματογνώμονα, η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση, με την από 25-11-2016 κλήση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), το οποίο εξέδωσε την υπ΄αρ. 150/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού ανακάλεσε την ανωτέρω μη οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου ως προς το κεφάλαιό της, που έκρινε ορισμένη την ένσταση επίσχεσης δαπανών κι απέρριψε αυτήν (ένσταση) ως αόριστη, εν συνεχεία, έκανε δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε τη διανομή δια πώλησης με πλειστηριασμό του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμες τις λοιπές ενστάσεις του εναγόμενου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.
Κατά της ως άνω απόφασης, και της συμπροσβαλλόμενης με την τελευταία προηγηθείσας υπ΄αρ. 3571/2015 μη οριστικής απόφασης, παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του, άλλως να διαταχθεί η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι, ενόψει ότι η ενάγουσα κατέβαλε δικαστικό ένσημο με βάση το ποσό των 250.000 ευρώ ως αξία του ακινήτου (και συγκεκριμένα το αναλογούν στην αξία της δικής της ιδανικής μερίδας), ενώ ο πραγματογνώμονας υπολόγισε την αξία αυτού σε 281.851,12 ευρώ, θα έπρεπε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή, δεχόμενο πλασματική ερημοδικία της ενάγουσας, λόγω μη καταβολής του ορθού δικαστικού ενσήμου (βάσει δηλ. της αξίας του ακινήτου που εκτιμήθηκε από τον πραγματογνώμονα). Ο λόγος αυτός, όμως, της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου της δίκης όπως αυτή προσδιορίζεται στην αγωγή.
Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο εναγόμενος είχε προβάλει πρωτοδίκως ένσταση απόδοσης δαπανών που πραγματοποίησε στο επίκοινο ακίνητο, συνολικού ύψους 172.716,50 ευρώ, εκ των οποίων το ήμισυ, ήτοι ποσό 86.358,29 ευρώ, αφορά στο ποσοστό συγκυριότητας της ενάγουσας, το οποίο της κατέβαλε αχρεωστήτως, ασκώντας συγχρόνως το δικαίωμα επίσχεσης επί του επίκοινου, μέχρι την καταβολή αυτού από την αντίδικό του. Η ένσταση αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη με την προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση (υπ΄αρ.3571/2015) του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο δεν προχώρησε στην ουσιαστική εξέτασή της, καθώς ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την ως άνω πραγματογνωμοσύνη. Κατά την επαναληφθείσα συζήτηση (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), με την υπ΄αρ. 150/2019 απόφασή του (εκκαλουμένη), έκρινε ότι η ένσταση αυτή πάσχει από αοριστία και την απέρριψε γι αυτό το λόγο, ανακαλώντας την παραπάνω μη οριστική απόφαση, κατ΄άρθρο 309 ΚΠολΔ, ως προς το κεφάλαιό της, που είχε κρίνει την εν λόγω ένσταση ορισμένη.Πράγματι δε, ναι μεν γίνεται από τον εναγόμενο η αναγωγή της συνολικής επίμαχης δαπάνης στην κατά το χρόνο άσκησης αγωγής αξία της, αλλά όσον αφορά στο ποσό που ισχυρίζεται ότι δαπάνησε για υλικά και εργασίες στο επίδικο ακίνητο, δεν αναφέρονται, με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο, τα επιμέρους κονδύλια, που αποτελούν τις επικαλούμενες στην ένστασή του δαπάνες για τις αντίστοιχες οικοδομικές εργασίες σε αυτό. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται ο αριθμός των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, το είδος αυτών, το κόστος ανά είδος, τεμάχιο, τα τ.μ και κ.β των αναφερόμενων από τον εναγόμενο εργασιών, καθώς και η αμοιβή για κάθε εργασία ανά τ.μ.- κ.μ., όπου ο προσδιορισμός αυτός χρειάζεται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις των επικαλούμενων δαπανών δεν επιμερίζεται το ποσό το οποίο αφορά στη δαπάνη αγοράς και το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην εργασία, παρά μόνο αναγράφεται ένα συνολικό ποσό. Ακόμη, σχετικά με το ποσό που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών σε σχέση με τις εργασίες που διενεργήθηκαν στην οικοδομή, για τα οποία επικαλείται τις αναφερόμενες στις πρωτόδικες προτάσεις του αποδείξεις πληρωμής, επίσης αναγράφονται τα επιμέρους συνολικά ποσά, χωρίς, ωστόσο, να εξειδικεύεται, η καταβολή των ως άνω ποσών, ποια πρόσωπα απασχολούμενων αφορά και για ποιο επιμέρους χρονικό διάστημα (ήτοι ημέρες εργασιών), με αποτέλεσμα να μην παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να τάξει τις δέουσες αποδείξεις αλλά και να αποστερεί από την ενάγουσα τη δυνατότητα να αμυνθεί. Οπότε ορθώς απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση ως αόριστη με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των όσων αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ως αβάσιμα. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ή να θυμάται τα ανωτέρω στοιχεία, μετά την πάροδο 20 και πλέον ετών από τις διενεργηθείσες εργασίες και ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις αν έκρινε ότι χρειαζόταν και όχι να απορρίψει ως αόριστη την ένστασή του, δεν είναι βέβαια βάσιμος, διότι οι αιτιάσεις αυτές δεν είναι δυνατόν να καλύψουν την έλλειψη των στοιχείων που απαιτεί ο νόμος για το ορισμένο της ένστασης, το οποίο (ορισμένο αυτής) αποτελεί προϋπόθεση, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, για να προχωρήσει στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Ακόμη, με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, ο οποίος συνέχεται με τον ως άνω πρώτο λόγο αυτής, ο εναγόμενος – εκκαλών υποστηρίζει ότι, αφού η παραπάνω μη οριστική απόφαση (3571/2015) είχε κρίνει ορισμένη την ένστασή του περί πραγματοποίησης εκ μέρους του δαπανών συνολικού ύψους 172.716,50 ευρώ, (για την οποία έγινε λόγος παραπάνω) και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, ώστε να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη (σχετικά με το εφικτό και συμφέρον ή μη της αυτούσιας διανομής του επίκοινου ακινήτου), κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ΄αρ. 150/2019 οριστική απόφασή του – εκκαλουμένη, έκρινε ως αόριστη την εν λόγω ένστασή του κι ανακάλεσε την ως άνω μη οριστική απόφαση ως προς το σημείο αυτό, ενώ όφειλε να αρκεστεί στην ανάλυση των ζητημάτων της πραγματογνωμοσύνης. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εκκαλούντος δεν ευσταθεί, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά (όπως εν προκειμένω η παραπάνω υπ΄αρ. 3571/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, έστω και με άλλη σύνθεση, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Η απόφαση δε που επιφυλάσσεται να αποφανθεί για την ουσία, ανεξάρτητα από την παραδοχή της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του ορισμένου και νόμω βασίμου της αγωγής (και των ενστάσεων) είναι μη οριστική. Ούτε τέλος, το γεγονός ότι η σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την οριστική απόφαση ήταν διαφορετική από αυτήν που εξέδωσε την απόφαση, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, εμποδίζει το τελευταίο να προβεί σε ανάκληση του εν λόγω σημείου αυτής, δεδομένου ότι, κατά την κρατούσα γνώμη, δεν συνάγεται ότι επιβάλλεται το αμετάβλητο της προσωπικής σύνθεσης του δικαστηρίου με την κύρωση του άρθρου 559 παρ.2 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης μετά την οποία διεξάγεται η διαταχθείσα συζήτηση με άλλη σύνθεση δικαστών, που εκδίδουν την οριστική απόφαση, μετά την επανεξέταση της υπόθεσης εξ υπαρχής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., υπό το άρθρο 254 παρ. 10 και τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές στη νομολογία ΑΠ 829/1990, 308/1990, 739/1984). Οπότε κι αυτός ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ένας από κάθε πλευρά) που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέρχονται στα ταυτάριθμα με την ως άνω μη οριστική απόφαση (υπ΄αρ.3571/2015) πρακτικά αυτού, την από 22-1-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος, με την ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα . ……, τοπογράφου – μηχανικού, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Οι διάδικοι, οι οποίοι είναι σύζυγοι, αλλά βρίσκονται σε διάσταση ήδη από το έτος 2003, είναι συγκύριοι σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός οικοπέδου άρτιου κατά παρέκκλιση, κείμενου στην περιοχή ‘………… εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Πόρου Τροιζηνίας, επιφάνειας 141,40 τ.μ., κατόπιν δε ρυμοτομίας τμήματος 5,40 τ.μ., εμβαδού 136 τ.μ., μετά του εντός αυτού τριώροφου κτίσματος. Τη συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου, με την ως άνω επιφάνεια πριν τη ρυμοτόμησή του και το εντός αυτού τότε παλαιό κτίσμα, οι διάδικοι απέκτησαν, κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα ο εναγόμενος με γονική παροχή από τη μητέρα του ……………, δυνάμει του υπ΄αρ. …../15-3-1991 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (τομ…… με α.α. ….), ενώ η ενάγουσα με αγορά από την ίδια ως άνω, έως τότε κυρία του ακινήτου – πεθερά της, δυνάμει του υπ΄αρ. …../15-3-1991 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, το οποίο επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου (τομ….. με α.α. …..), όπως το ακίνητο αυτό περιγράφεται ειδικότερα στα ως άνω συμβόλαια και στην αγωγή, αναφορικά με τα περιμετρικά του όρια. Η δε ανωτέρω δικαιοπάροχός τους είχε αποκτήσει την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου με αγορά από τους ………… δυνάμει του υπ΄αρ. …./21-10-1949 πωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……………, νομίμως μεταγεγραμμένου. Μετά την απόκτηση του εν λόγω οικοπέδου από τους διαδίκους, οι οποίοι συνομολογούν τα ως άνω περιστατικά, αυτοί προέβησαν σε πλήρη ανακατασκευή και επέκταση των παλαιών κτισμάτων που υπήρχαν σε αυτό (εμβαδού 73 τ.μ), δυνάμει της υπ΄αρ. …../12-7-1991 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Πόρου περί προσθήκης κατ’ επέκταση και καθ’ ύψος σε παλαιό κτίσμα, αντικατάστασης στέγης Α’ ορόφου και προσθήκης υποστηλωμάτων. Με βάση δε το διάγραμμα κάλυψης της ως άνω άδειας, η δόμηση ανερχόταν συνολικά σε 156,05 τ.μ. και κατανεμόταν ως εξής: Ι. Ισόγειο: υπάρχουσα παλαιά αποθήκη εμβαδού 20,38 τ.μ. και προσθήκη κατ’ επέκταση ξενώνα με κλιμακοστάσιο προς τον όροφο εμβαδού 20,83 τ.μ., ΙΙ. Α’ όροφος: υπάρχουσα οικία εμβαδού 47,87 τ.μ., υπάρχων παλαιός στάβλος εμβαδού 18,65 τ.μ. και προσθήκη κατ’ επέκταση και καθ’ ύψος τμήματος 20,83 τ.μ. και ΙΙΙ. Β’ όροφος: προσθήκη καθ’ ύψος Β’ ορόφου εμβαδού 47,87 τ.μ, ο οποίος επικοινωνεί με τον Α’ όροφο μέσω εσωτερικής κλίμακας (μεζoνέτα Α’ και Β’ ορόφου). Προέκυψε, όμως, ότι η ως άνω οικοδομή, διαφέρει ως προς κάποια από τα κτιριοδομικά της στοιχεία από τα αντίστοιχα αναγραφόμενα στην προαναφερθείσα οικοδομική άδεια, καθώς επίσης ότι έχει αλλάξει το πολεοδομικό καθεστώς κατόπιν της μεταγενέστερης αναθεώρησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης του Πόρου, η οποία επέφερε αλλαγές στη μορφή του οικοδομικού τετραγώνου, εντός του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο. Έτσι, η υφιστάμενη κατάσταση της οικοδομής αυτής, έχει διαμορφωθεί ως εξής: Ι. Ισόγειο: αυτοτελής κατοικία (ξενώνας) εμβαδού 35,71 τ.μ. και κλιμακοστάσιο προς Α’ όροφο εμβαδού 5,50 τ.μ., ΙΙ. Α’ όροφος: τμήμα κατοικίας 94,88 τ.μ. και βοηθητικός χώρος (λεβητοστάσιο) 2,16 τ.μ. και Β’ όροφος: τμήμα κατοικίας 48,62 τ.μ., ο δε Α’ και Β’ όροφος αποτελούν ενιαία ιδιοκτησία -μεζονέτα, συνολικής επιφάνειας 143,50 τ.μ. και επικοινωνούν μέσω εσωτερικής κλίμακας. Αναλυτικότερα στην εν λόγω οικοδομή παρατηρούνται, σύμφωνα με τα όσα ο ως άνω διορισθείς πραγματογνώμονας στην από 22-1-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διαπιστώνει: α) μετατροπή βοηθητικού χώρου (παλαιά αποθήκη) ισογείου σε χώρο κύριας χρήσης εμβαδού 20,38 τ.μ. (τμήμα α ξενώνα), β) κατασκευή ανεξάρτητου δωματίου εμβαδού 12,26 τ.μ. νοτίως του ξενώνα του ισογείου, γ) επέκταση εμβαδού 5,81 τ.µ, σε επαφή με τον παλαιό στάβλο (Α’ όροφος) και δυτικά του, δ) κατασκευή βοηθητικού χώρου (λεβητοστάσιο) εμβαδού 2,16 τ.μ. εντός της αυλής του Α’ ορόφου, ε) τοποθέτηση δομικών στοιχείων στον ακάλυπτο χώρο (κλίμακα από μπετόν, κατασκευή καμινάδας), αλλαγή διαστάσεων εξωστών έως 10% της επιφάνειάς τους, μικρομετατοπίσεις ανοιγμάτων, αλλαγές στις εξωτερικές διαστάσεις του περιγράμματος του κτιρίου έως 5% με αύξηση της επιφάνειας έως 2% και μικρές διαμορφώσεις του εδάφους έως 1,00 μ., αθροιστικά ως μια παράβαση της κατηγορίας 3 του άρθρου 9 του Ν. 4178/2013 και στ) τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα άνωθεν της πλάκας της οροφής του παλαιού στάβλου και κατασκευή μεταλλικής κλίμακας προς αυτήν καθώς και κεραμοσκεπή, στέγαστρα άνωθεν ανοιγμάτων αθροιστικά ως μια παράβαση αναλυτικού προϋπολογισμού της παρ.5 του άρθρου 18 του Ν. 4178/2013. Επίσης, μετά την, κατά τα ως άνω, μετατόπιση των οικοδομικών γραμμών, που επέφερε το αναθεωρημένο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης του Πόρου, και κατόπιν εφαρμογής αυτού, η επιφάνεια του οικοπέδου ανέρχεται πλέον σε 133,42 τ.μ. Όσον αφορά δε στην αξία του επίκοινου οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων (κατοικία τριών επιπέδων, συνολικού εμβαδού 179,21 τ.μ. αποτελούμενη από αυτοτελές ισόγειο εμβαδού 35,71 τ.μ. και μεζονέτα Α’,Β’ ορόφου εμβαδού 143,50 τ.μ.) προέκυψε ότι αυτή ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 281.851,12 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε και από τον πραγματογνώμονα ……….., ειδικότερα δε στα επιμέρους μέρη αυτού, όπως υφίστανται σήμερα, ως εξής: αξία αυτοτελούς ισογείου (ξενώνας): 53.162,90 ευρώ και αξία μεζονέτας Α’,Β’ ορόφου: 228.688,22 ευρώ, αξία Α’ ορόφου: 148.686,44 ευρώ, αξία Β’ ορόφου: 80.001,78 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά τη διάσταση των διαδίκων, ήτοι από το έτος 2003 μέχρι και σήμερα, ο εναγόμενος έχει την αποκλειστική χρήση του Α΄ και Β ορόφου της ως άνω οικοδομής, όπου κατοικεί μόνιμαμε τα δύο, ήδη ενήλικα, τέκνα των διαδίκων (το ένα εξ αυτών μαζί με την οικογένειά του), ενώ η ενάγουσα ασκεί την αποκλειστική χρήση του διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, όπου διαμένει όποτε επισκέπτεται τον Πόρο.
Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, τις οποίες επαναφέρει με την ένδικη έφεση, ότι το δικαίωμα της ενάγουσας περί διανομής του επίμαχου ακινήτου ασκείται καταχρηστικά για τους εξής λόγους, κατ΄εκτίμησή τους: α) το προαναφερθέν αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάστηκε το ως άνω ποσοστό συγκυριότητάς της ενάγουσας στο εν λόγω ακίνητο από τη δικαιοπάροχο των διαδίκων – πεθερά της, ουσιαστικά υπέκρυπτε δωρεά, με τη συμφωνία αυτό να παραμείνει αργότερα ως κληρονομιαίο στα τέκνα των διαδίκων, β) είχε λάβει χώρα, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων το έτος 2003, άτυπη εξώδικη διανομή, σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα θα κρατούσε το ως άνω ισόγειο (ξενώνα) και ο εναγόμενος, το υπόλοιπο κτίσμα (μεζονέτα), στα πλαίσια δε αυτής της συμφωνίας διανομής, καταβλήθηκε από τον εναγόμενο στην ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ, γ) σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής της ενάγουσας θα αναγκασθούν να εγκαταλείψουν το ακίνητο στο οποίο διαμένουν αυτός και τα τέκνα του ως ανωτέρω, επί σειρά ετών, γεγονός που, πέραν της αναστάτωσης που θα τους δημιουργήσει, θα τους επιβαρύνει και οικονομικά προκαλώντας τους δυσανάλογη βλάβη σε σχέση με την ωφέλεια της ενάγουσας και έντονη εντύπωση αδικίαςκαι δ) η ενάγουσα, παρότι γνωρίζει ότι έγινε πλήρης ανακατασκευή του ακινήτου αυτού με δαπάνες του εναγόμενου, εντούτοις προβαίνει στην άσκηση του ένδικου περί διανομής δικαιώματός της και μάλιστα μετά από τόσα έτη.
Από κανένα άλλο στοιχείο, όμως, πέραν της μνείας που κάνει η μάρτυρας του εναγόμενου – αδερφή του, μόνη η κατάθεση της οποίας δεν κρίνεται επαρκής για να πειστεί το δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε, αφενός μεν, ότι το εν λόγω συμβόλαιο κτήσης του ποσοστού συγκυριότητας της ενάγουσας υπέκρυπτε δωρεά, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προσβλήθηκε ποτέ ως εικονικό, αφετέρου δε, ότι το ως άνω ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο πράγματι καταβλήθηκε στην ενάγουσα από τον εναγόμενο, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του, δόθηκε στα πλαίσια συμφωνίας διανομής και όχι για άλλο λόγο στα πλαίσια της τακτοποίησης των μεταξύ των εν διαστάσει συζύγων οικονομικών εκκρεμοτήτων. Άλλωστε, ο ενάγων – ενιστάμενος φέρει το βάρος απόδειξης του επικαλούμενου από αυτόν ως άνω ισχυρισμού του, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης (τρίτος) με τον οποίο παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της την καταβολή του εν λόγω ποσού από τον εναγόμενο – εκκαλούντα στην ενάγουσα – εφεσίβλητη με την αιτιολογία ότι δεν προκύπτει ότι η καταβολή του έγινε στα πλαίσια διανομής και δεν διέταξε αποδείξεις για την αιτία καταβολής του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η δε υπ΄αρ. 53/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που επικαλείται ο εκκαλών, απέρριψε (επικυρώνοντας την υπ΄αρ. 2979/2015 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), αγωγή της ενάγουσας με την οποία ζητούσε αποζημίωση χρήσης για το εν λόγω ακίνητο, στο βαθμό που ο εναγόμενος έκανε χρήση και της δικής της μερίδας, επειδή δέχθηκε ότι υπήρχε συμφωνία με την οποία ρυθμιζόταν τη χρήση του επίκοινου μεταξύ των διαδίκων ως ανωτέρω, και όχι ότι υπήρξε εξώδικη συμφωνία διανομής αυτού, η οποία, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, σε κάθε περίπτωση είναι άκυρη, κατά τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, το γεγονός των διενεργηθεισών από τον εναγόμενο δαπανών στο επίδικο, (το οποίο δεν εξετάστηκε στην ουσία του από το δικαστήριο, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε ως αόριστη η σχετική ένστασή του), αληθές υποτιθέμενο δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας ως συγκυρίας του ακινήτου να αιτηθεί δικαστικά τη διανομή του, καταχρηστική, δεδομένου ότι ο εναγόμενος δύναται να αναζητήσει τις δαπάνες, που υποστηρίζει ότι έκανε, και με αυτοτελή αγωγή. Τέλος, ούτε η ταλαιπωρία και τα τυχόν έξοδα που συνεπάγεται μια μετακόμιση εκ μέρους του εναγόμενου και των τέκνων του από το επίδικο, στην περίπτωση διανομής αυτού με πλειστηριασμό, είναι αρκετή, άνευ συνδρομής έτερων περιστατικών, να καταστήσει την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Δεν προέκυψε δε ότι η ενάγουσα δημιούργησε την εύλογη εντύπωση με τη συμπεριφορά της στον εναγόμενο ότι δεν θα ασκήσει τα πηγάζοντα από την συγκυριότητά της επί του επίκοινου ακινήτου δικαιώματα, το αντίθετο μάλιστα, όπως συνάγεται και από την άσκηση εκ μέρους της της προαναφερθείσας αγωγής αποζημίωσης χρήσης αυτού, που προηγήθηκε της ένδικης αγωγής διανομής. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, ορθώς απορρίφθηκε η εν λόγω ένσταση του εναγόμενου (281 ΑΚ) από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής του ακινήτου, αυτή είναι μεν τεχνικά εφικτή με δύο τρόπους, (διά της σύστασης αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών), όπως αυτοί αναλύονται στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και θα αναφερθούν παρακάτω, υπό την προϋπόθεση να τακτοποιηθούν οι πολεοδομικές παραβάσεις που υφίστανται σε αυτό (βλ.π.π), αλλά χωρίς ωστόσο να σχηματιστούν ίσες μερίδες για κάθε έναν από τους συγκοινωνούς – διαδίκους, λόγω μεγάλης διαφοράς των επιφανειών της κάθε μερίδας, οπότε θα χρειαστεί για την εξίσωση αυτών (μερίδων) η καταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών (κυρίως όσον αφορά στον πρώτο αναφερόμενο στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης τρόπο αυτούσιας διανομής), καθώς και επιπλέον δαπανών, που θα απαιτηθούν για την κατάλληλη διαμόρφωση των ιδιοκτησιών (όσον αφορά το δεύτερο αναφερόμενο στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης τρόπο αυτούσιας διανομής), καθώς και επιπλέον δαπάνης για την τακτοποίηση των πολεοδομικών παραβάσεων, η οποία υπολογίζεται από τον πραγματογνώμονα σε 7.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, στην ως άνω από Νοεμβρίου 2016 και με αριθμό πράξης κατάθεσης ……/25.11.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου – μηχανικού …………., αναφέρονται, όπως προεκτέθηκε, δύo προτάσεις σχετικά με την δυνατότητα διανομής του εν λόγω ακινήτου (με σύσταση χωριστών οριζόντιων ιδιοκτησιών κατ΄ άρθρο 480 Α ΚΠολΔ), οι οποίες είναι οι εξής: Α) Βάσει της υφιστάμενης διαρρύθμισης του όλου ακινήτου και των δύο δημιουργούμενων ιδιοκτησιών δηλαδή του ξενώνα του ισογείου (διαμέρισμα Ι-1) εμβαδού 37,51 τ.μ. (ο οποίος είναι πλήρης, με κουζίνα και λουτρό αλλά και με αυτοτελή ανεξάρτητη είσοδο και το κλιμακοστάσιο προς τον Α’ όροφο εμβαδού 5,50 τ.μ.) με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ακινήτου 184/1000 και της μεζονέτας Α’, Β’ ορόφων (διαμέρισμα ΑΙ-Β1) εμβαδού 143,50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ακινήτου 816/1000, εάν ο ένας εκ των συνιδιοκτητών λάβει το διαμέρισμα Ι-1 (184/1000) και προκειμένου να εξισωθούν τα άνισα μέρη (50% έκαστος), ο έτερος ιδιοκτήτης, ο οποίος θα λάβει το διαμέρισμα Α1-Β1, θα πρέπει να καταβάλει στον πρώτο ιδιοκτήτη που θα λάβει το διαμέρισμα Ι-1 το χρηματικό ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στα 316/816, της αξίας του συγκεκριμένου διαμερίσματος, ήτοι 89.121,12 ευρώ. Β) Με τη δεύτερη εναλλακτική λύση, προτείνεται από τον ως άνω πραγματογνώμονα, προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση επί των ποσοστών συνιδιοκτησίας (50%) για κάθε συνιδιοκτήτη, να διαχωριστεί υπό τις προτεινόμενες από αυτόν τροποποιήσεις-διαρρυθμίσεις το ακίνητο σε τρεις (3) ιδιοκτησίες με πλήρεις παροχές με το κτίσιμο διαχωριστικού τοίχου στο σημείο δ του διαδρόμου του πρώτου ορόφου, ώστε να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο διαμέρισμα, το οποίο να καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του Α’ ορόφου (βατό από το κλιμακοστάσιο του ισογείου) επιφάνειας 49,22 τ.μ. καθώς και η μεζονέτα του Α΄ και Β΄ ορόφου συνολικού εμβαδού 94,28 τ.μ. ενώ ο ξενώνας του ισογείου εμβαδού 35,71 τ.μ. να παραμείνει ως έχει, αυτοτελής και ανεξάρτητος. Η ως άνω διαδικασία τροποποίησης, προϋποθέτει έκδοση σχετικής άδειας (αλλαγής εσωτερικών διαρρυθμίσεων) ενώ το κόστος για τις ως άνω απαιτούμενες εργασίες (κτίσιμο διαχωριστικού τοίχου, μικρές τροποποιήσεις στις γραµµές ύδρευσης – αποχέτευσης, αµοιβή μηχανικού, φορολογικά, άδεια δόµησης και κόστος υλικών και εργασιών διαρρύθμισης) ανέρχεται σε 6.000 ευρώ. Στην πρόταση αυτή (Β), η μία μερίδα περιλαμβάνει τον ξενώνα του ισογείου και το ΑΑ-2 διαµέρισµα του πρώτου ορόφου καλύπτει δε 457/1000 επί του όλου ακινήτου και η έτερη μερίδα, τη µεζονέτα ΑΑ1-Β1 του Α΄ και Β΄ ορόφου ποσοστού συνιδιοκτησίας 543/1000, ενώ ο ιδιοκτήτης της µεζονέτας (ΑΑ1-Β1), προκειµένου να εξισωθούν τα άνισα µέρη θα πρέπει να καταβάλει στον άλλο συγκύριο (ιδιοκτήτη των Ι-1 και ΑΑ-2 οριζόντιων ιδιοκτησιών, το χρηµατικό ποσό που αντιστοιχεί στο πλεονάζον ποσοστό των 43 χιλιοστών, ήτοι ποσό 12.131,91 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το δικαστήριο κρίνει ότι η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου, είτε με τον πρώτο ως άνω τρόπο είτε με το δεύτερο ως άνω τρόπο, δεν είναι συμφέρουσα για τους διαδίκους, διότι, όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση – πρόταση, το ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί για την εξίσωση των μερίδων είναι πολύ μεγάλο (89.121,12 ευρώ), ενώ όσον αφορά στη δεύτερη εναλλακτική περίπτωση, ναι μεν το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί για τον ίδιο λόγο (12.131,91 ευρώ), είναι αισθητά μικρότερο, αλλά χρειάζεται, για να υλοποιηθεί αυτή η πρόταση διανομής, να γίνουν οικοδομικές εργασίες διαμόρφωσης του ακινήτου, όπως προεκτέθηκαν, που θα απαιτήσουν περαιτέρω έξοδα. Εξάλλου, κανείς από τους διαδίκους δεν υποστηρίζει ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει τα εν λόγω απαιτούμενα ποσά. Όπως επισημάνθηκε δε παραπάνω, στην υπό διανομή οικοδομή, υπάρχουν οι επίσης ανωτέρω αναφερθείσες πολεοδομικές παραβάσεις (αυθαίρετες κατασκευές), η νομιμοποίηση των οποίων, σύμφωνα και με τον πραγματογνώμονα, αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα διανοµής του ακινήτου δια της σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών, για τις οποίες (παραβάσεις) δεν προκύπτει ότι μέχρι σήμερα έχει γίνει, από τους διαδίκους, προσπάθεια υπαγωγής τους στις διατάξεις περί τακτοποίησης του Ν. 4178/2013 ή του ήδη ισχύοντος 4495/2017.
Ο εναγόμενος με το δεύτερο λόγο της έφεσής του παραπονείται ότι κακώς το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του περί αυτούσιας διανομής του ακινήτου. Ισχυρίζεται δε ότι, η προαναφερθείσα υπό στοιχείο Α πρόταση αυτούσιας διανομής που περιέχεται στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης είναι συμφέρουσα και θα πρέπει να λάβει αυτός τη μερίδα που περιλαμβάνει τη μεζονέτα. Όσον αφορά δε στο ποσό των 89.121,12 ευρώ, που θα όφειλε να καταβάλει για την εξίσωση των μερίδων στην ενάγουσα, υποστηρίζει ότι, εφόσον της έχει ήδη καταβάλει 25.000 ευρώ, καθώς και 85.280,525 ευρώ, ως δαπάνες ανακατασκευής του επίκοινου, που αντιστοιχούν στο δικό της ποσοστό συγκυριότητας, κατόπιν συμψηφισμού των ως άνω ποσών με το οφειλόμενο προς εξίσωση, η ενάγουσα θα έπρεπε να του καταβάλει 21.159,405 ευρώ, ενώ αν εφαρμοζόταν η Β πρόταση αυτούσιας διανομής θα έπρεπε να του καταβάλει το ποσό των {(85.280,525 ευρώ + 25.000 ευρώ) = 110.280,525 – 12.131,91 ευρώ, (το οποίο είναι το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει ο λαμβάνων τη μεγαλύτερη μερίδα στον έτερο συγκύριο προς εξίσωση των μερίδων στη Β πρόταση)=} 98.148,61 ευρώ. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγόμενου αβασίμως προβάλλονται, διότι εκκινούν από το δεδομένο ότι αποδείχθηκε η πραγματοποίηση εκ μέρους του (εναγόμενου) των επικαλούμενων από αυτόν δαπανών επί του επίκοινου, ώστε να συμψηφιστεί το ποσό αυτών με το ποσό προς εξίσωση των μερίδων, πράγμα, όμως, που δεν ισχύει, καθώς η ένστασή του, όπως ανωτέρω αναλυτικά αναφέρθηκε, ορθώς απορρίφθηκε ως αόριστη με την εκκαλουμένη απόφαση, οπότε ο σχετικός ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Στον έκτο δε λόγο της έφεσης υποστηρίζεται ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε, ενώ δέχθηκε ότι έλαβε χώρα ανακατασκευή, επέκταση και ανακαίνιση του επίκοινου ακινήτου, ποιός κατέβαλε τα έξοδα γι αυτές. Ο λόγος αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, ενόψει ότι, κατά τα προεκτεθέντα, ο ισχυρισμός του εναγόμενου σχετικά με τις διενεργηθείσες επωφελείς δαπάνες στο ακίνητο, απορρίφθηκε ως αόριστος, το δικαστήριο δεν μπορούσε να προχωρήσει στην ουσιαστική εξέτασή του και των σχετικών με αυτόν αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο εναγόμενος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, ο εφικτός και ταυτόχρονα συμφέρον τρόπος διανομής του επίδικου επίκοινου ακινήτου είναι η πώληση αυτού με πλειστηριασμό, λαμβανομένου δε υπόψη και του ότι, το προς διανομή ακίνητο έχει προνομιακή θέση, θα μπορούσε να επιτευχθεί ικανοποιητικό πλειστηρίασμα, το οποίο θα διανεμηθεί ακολούθως στους διαδίκους – κοινωνούς, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αυτονόητη σημείωση ότι η μεταβίβαση, που επέρχεται λόγω του αναγκαστικού πλειστηριασμού, δεν νομιμοποιεί τις πολεοδομικές παραβάσεις αυτής.
Τέλος, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η αξία του αντικειμένου της δίκης, όπως εκτιμήθηκε και με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, ανέρχεται σε 281.851,12 ευρώ και η αξία της ιδανικής μερίδας κάθε διαδίκου σε 140.925,56 ευρώ (281.851,12 Χ ½ ). Τα δικαστικά έξοδα, υπολογίστηκαν, σύμφωνα με τα άρθρα 100 επ. Κώδικα περί Δικηγόρων και 189 ΚΠολΔ, ως εξής: α) της ενάγουσας (σύνταξη αγωγής, προτάσεων, επιδόσεις, δικαστικό ένσημο, έξοδα εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων, αμοιβή πραγματογνώμονα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 2.480 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …../2016 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ως άνω πραγματογνώμονα τοπογράφου – μηχανικού ………..) σε 4.000 ευρώ, ενώ του εναγόμενου (σύνταξη προτάσεων, παράσταση) σε 1.300 ευρώ και συνολικά σε 5.300 ευρώ (1.200+800). Με βάση το ποσοστό συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων, καθένας από αυτούς όφειλε να επιβαρυνθεί με το ήμισυ των εξόδων, ήτοι 2.650 ευρώ, ώστε ο εναγόμενος που δαπάνησε το ποσό των 1.300 ευρώ, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, που δαπάνησε το ποσό των 4.000 ευρώ, το ποσό των 1.350 ευρώ (2.650 -1.300). Δεδομένου ότι τα δικαστικά έξοδα της δίκης διανομής βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία, όπως κάθε δαπάνη για το κοινό πράγμα (άρθρο 794 του ΑΚ), με την έννοια του καταλογισμού τους σε βάρος όλων των διαδίκων, ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του καθενός επί του διανεμητέου κοινού πράγματος (ΑΠ 834/1976, Εφ.Δωδ. 145/2015, Εφ.Αθ. 2821/2004ο.π, Εφ.Θεσ. 305/2001 ΑρχΝομ 2003, 81), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που υπολόγισε τα δικαστικά έξοδα, όπως ανωτέρω, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Ο δε έβδομος και τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος – εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω ποσό (1.350 ευρώ), ενώ έπρεπε αυτό να διαταχθεί να αφαιρεθεί από το πλειστηρίασμα, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νόμο.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν κι έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, κι ως ουσιαστικά βάσιμη, διατάσσοντας ακολούθως την πώληση με πλειστηριασμό του επίκοινου ακινήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Tέλος, τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μεταξύ τους σχέσης ως συζύγων, καθώς δεν προέκυψε ότι έχει λυθεί ο μεταξύ τους γάμος (άρθρα 179 εδ.α, 183 ΚΠολΔ) και θα διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτεροβαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη, στις 30 Απριλίου 2020 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 26 Ιουνίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠPOEΔPOΣ Η ΓPAMMATEAΣ