Δεκτή η δυνατότητα διόρθωσης – με τελεσίδικη απόφαση Ειρηνοδικείου – της ληξιαρχικής πράξης ως προς το κύριο όνομα, είτε α) αν η συγκεκριμένη καταχώρηση οφείλεται σε σφάλμα από προφανή παραδρομή, είτε β) για λόγους αναγόμενους στην προστασία της προσωπικότητας κατ’ άρθρον 551 του Συντάγματος. Η διόρθωση ως δικαίωμα του αιτούντος τελεί υπό τον όρο ότι δεν θα επεκτείνεται τόσο ώστε να αποτελεί μεταβολή της υφιστάμενης αστικής κατάστασης του προσώπου. Δέχεται την παρούσα αίτηση, καθώς η αναγραφή του ονόματος της αιτούσας στην ληξιαρχική πράξη γέννησής της, δημιουργεί προβλήματα στις συναλλαγές της και παρακωλύει, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, δημιουργώντας σύγχυση και πρόβλημα με την ταυτοποίησή της ενώπιον δημοσίων υπηρεσιών, συμβολαιογράφων, τραπεζικών ιδρυμάτων και λοιπών οργανισμών. Βεβαιώνει προς το σκοπό διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της αιτούσας, ότι το κύριο όνομα αυτής είναι «Α – Π» (και όχι «Π – Ά»).
Αριθμός 118/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δόκιμη Ειρηνοδίκη … η οποία ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Κορίνθου και την Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Οκτωβρίου του έτους 2022 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της Π – Α του .. η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Θεοδώρας Φωτίου (AM 36718 ΔΣΑ), κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (οδός Θεολόγου αρ.77), η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 23-05-2022 αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης .. προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της. Το Δικαστήριο
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 782 ΚΠολΔ «όταν ο νόμος απαιτεί δικαστική απόφαση για να βεβαιωθεί ένα γεγονός με σκοπό να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη, η απόφαση εκδίδεται με αίτηση οποίου έχει έννομο συμφέρον ή του εισαγγελέα από το ειρηνοδικείο της περιφέρειας του ληξιάρχου, ο οποίος θα συντάξει τη ληξιαρχική πράξη», κατά δε την παρ. 2 αυτού «η απόφαση πρέπει να βεβαιώνει και κάθε άλλο στοιχείο που πρέπει κατά το νόμο να περιέχει η ληξιαρχική πράξη, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο» και τέλος, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, «οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και για τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης». Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 782 και 739 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δικάζονται οι αιτήσεις όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του Εισαγγελέα, με τις οποίες ζητείται είτε η βεβαίωση ενός γεγονότος με σκοπό να συνταχθεί ληξιαρχική πράξη, η οποία δεν έχει συνταχθεί και για την εν λόγω βεβαίωση ο νόμος απαιτεί δικαστική απόφαση, ή η διόρθωση ορισμένου στοιχείου ληξιαρχικής πράξης και ειδικότερα η συμπλήρωση, αλλαγή ή διαγραφή στοιχείου ή στοιχείων του περιεχομένου της, εφόσον δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματική κατάσταση, κατά το χρόνο συντάξεως της ή εφόσον επήλθε μεταγενέστερα οποιαδήποτε μεταβολή που καθιστά επιβεβλημένη τη διόρθωση (ΜΠρΘεσσαλ 8/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο, επομένως, της αίτησης διόρθωσης είναι η διαπίστωση των ακριβών στοιχείων που απαιτεί ο νόμος για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης και ο τονισμός της ορθότητας αυτών, σε σύγκριση με τα στοιχεία που βεβαιώθηκαν ανακριβώς στη ληξιαρχική πράξη, της οποίας ζητείται η διόρθωση, η δε απόφαση που εκδίδεται, ως προς τη ρυθμιστική της ενέργεια, είναι στην ουσία διαπιστωτική θετική διοικητική πράξη (Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών πράξεων, παρ. 13 ΙΙΑ. σελ. 136 επ.) και όχι διαταγή στο ληξίαρχο για τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης που ενδεχόμενα συντάχθηκε από αυτόν ανακριβώς (Κ Μπέη, Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. III. παρ 6 II, σελ 556). Ωστόσο, η διόρθωση αυτή τελεί υπό τον όρο ότι δεν θα επεκτείνεται τόσο, ώστε, εμμέσως πλην σαφώς, να αποτελεί μεταβολή της υφιστάμενης αστικής κατάστασης του προσώπου, διότι, στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αίτηση, με την οποία -ουσιαστικά-επιδιώκεται η αυθεντική διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος του αιτούντος.
II. Περαιτέρω, γίνεται δεκτή η δυνατότητα διόρθωσης -με τελεσίδικη απόφαση ειρηνοδικείου- της ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς το κύριο όνομα, είτε α) αν η συγκεκριμένη καταχώρηση οφείλεται σε σφάλμα από προφανή παραδρομή, είτε β) για λόγους αναγόμενους στην προστασία της προσωπικότητας κατ’ άρθρο 5§1 του Συντάγματος (βλ. ΕιρΑθ 1290/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος). Το κύριο όνομα του ατόμου αποτελεί Θεμελιώδες στοιχείο αναγνώρισης και ταυτοποίησης του, χαρακτηρίζει την αστική του κατάσταση και το συνοδεύει σε όλο το δημόσιο και κοινωνικό του βίο, συνεπώς με την έννοια αυτή, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητας του, που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 344/1976 δεν ορίζει προθεσμία της ονοματοδοσίας του νεογνού, καθώς δεν είναι νοητή η χρήση ληξιαρχικής πράξης χωρίς αναφορά του ονόματος του προσώπου που αφορά. Επομένως, η ονοματοδοσία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα στον ελάχιστο εύλογο χρόνο ταυτοποίησης του τέκνου, καθώς λ.χ. δε δύναται να καταχωρηθεί σε έγγραφο βρεφονηπιακής φροντίδας ως «αβάπτιστο» (ή κατ’ εκμοντερνισμό «Α.Κ.Ο.») ή να ασκηθεί για λογαριασμό του ένδικο βοήθημα (ενώ δεν υπάρχει και τρόπος ταυτοποίησης επί διδύμων «Α.Κ.Ο.» του ιδίου φύλου). Ρητά ορίζεται, στο τέταρτο εδάφιο του ως άνω άρθρου 25, με την τροποποίηση του έτους 1984, ότι γενόμενη δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται. Ο κανόνας του μη ανακλητού της ονοματοδοσίας υφίστατο και πριν τη ρητή θεσμοθέτηση του (βλ. όμως ΜΠρΠειρ 86/2005 ΝοΒ 2005/930: «δεν απαγορεύεται η μεταβολή ονόματος από διάταξη νόμου»), ως έκφραση του δημοσίας τάξεως κανόνα του σταθερού και αμεταβλήτου του ονόματος, που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 58 Α.Κ. (σταθερότητα του ονόματος για χάρη της προστασίας της προσωπικότητας – βλ. ΜΠρΗλείας 131/2010) και προσβλέπει στην προστασία του ονόματος, ως χαρακτηριστικού στοιχείου της προσωπικότητας (έναντι της αυθαίρετης χρήσης του από μη δικαιούμενο) εντός πλαισίου παράλληλης διαφύλαξης της έννομης τάξης και ασφάλειας των συναλλαγών (βλ. ΜΠρΡόδου 785/2007 Τ.Ν.Π. Νόμος). Και μετά τη θεσμοθέτηση του, όμως, ο κανόνας του αμετάβλητου του ονόματος δεν είναι ανεξαίρετος, καθώς ο νομοθέτης δέχεται παρεκκλίσεις (εκτός από την αλλαγή επωνύμου, που γίνεται με τη διοικητική διαδικασία -άρθρο 9§9 Ν. 2307/1995- και επί αναγνωρίσεως τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο και επί υιοθεσίας και ασφαλώς, επί εξελληνισμού των ονομάτων κατά την πολιτογράφηση), ενώ δε συνιστά μεταβολή και επιτρέπεται η συμπλήρωση της δήλωσης ονοματοδοσίας με μεταγενέστερη δήλωση και προσθήκη και δευτέρου ονόματος στο αρχικά δηλωθέν, ο δε ληξίαρχος είναι υποχρεωμένος να καταχωρήσει σχετική δήλωση συμπληρωματικής ονοματοδοσίας (ιδίως από το ενηλικιωθέν πρόσωπο, χωρίς έλεγχο αντίθεσης του προσθέτως δηλούμενου ονόματος στη δημόσια τάξη), ελεγχόμενος διοικητικά επί αρνήσεως του. Με βάση τις εν λόγω παρεκκλίσεις και τη συνταγματική προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5§1), που επιβάλλεται σε περιπτώσεις δυσμενών επιπτώσεων του ονόματος επί του προσώπου που το φέρει, η νομολογία συνάγει δικαίωμα του προσώπου (ή αυτών που το επιμελούνται νομίμως έως την ενηλικίωση του), να ζητήσει δικαστικώς τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης της ονοματοδοσίας του, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 13§1 του Ν. 344/1976, με τη διαδικασία του άρθρου 782 Κ.Πολ.Δ. (εμμέσως συναγόμενης της δυνατότητας από την ΟλΑΠ 99/1985). Ως εξαίρεση από τον κανόνα του αμετάβλητου του ονόματος, η διόρθωση της ονοματοδοσίας, πρέπει ν’ ανταποκρίνεται σε εξαιρετικές προϋποθέσεις, δηλαδή η αιτούμενη μεταβολή θα πρέπει να αίρει κωλύματα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, που δημιουργεί αντικειμενικά η χρήση του υπό διόρθωση ονόματος, ιδίως όταν προκαλεί σύγχυση στις κοινωνικές σχέσεις, όπως συμβαίνει όταν το κύριο όνομα προσομοιάζει με επώνυμο (ΜΠρΧίου 175/1990 ΑρχΝ 1990/680) ή είναι άσχετο με τα ονόματα της οικογενείας (ΜΠρΘεσσαλ 20438/2010 επί ονοματοδοσίας τέκνου από τη φυσική του μητέρα, πριν την υιοθεσία του). Ενδεικτικά, δεν συνιστά ουσιώδη ανεπίτρεπτη μεταβολή η συμπλήρωση δεύτερου ονόματος (μάλιστα, χωρεί βάσει των διατάξεων ονοματοδοσΐας δια της διοικητικής οδού ΓνΝΣΚ 431/2006 – ορ. όμως ΕφΑθ 1905/2003 Δνη 2004/247, ΕιρΑΘ 1290/2015, όπου και δικαστική προσθήκη δεύτερου ονόματος, λόγω «τάματος» στην Παναγία και ΕιρΑκράτας 64/2013 Τ.Ν.Π. Νόμος, όπου προσθήκη και του από βαπτίσεως ονόματος ως κύριου – επί μη συμφωνίας των γονέων ΕφΑθ 4971/1993 ΝοΒ 1994/75), ούτε η απαλοιφή δεύτερου ονόματος, το οποίο δεν είναι εύηχο και δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα στο πρόσωπο που το φέρει, εφόσον διατηρείται το κύριο όνομα (βλ. ΕφΑθ 2064/2005 Δνη 2005/1547, ΜΠρΝαυπλ 109/1993 ΝοΒ 1993/1106, ΕιρΘεσσαλ 93Ε/2015, ΜΠρΗλείας 131/2010, και ΜΠρΠειρ 86/2005). Στο θετό δίκαιο δεν υφίσταται διάταξη που να γεννά δικαίωμα μεταβολής του κυρίου ονόματος που δόθηκε με την ονοματοδοσία του νεογνού λόγω απλής σχετικής επιθυμίας του ενηλικιωθέντος ονοματοδοτηθέντος (και δη πολύ αργότερα της ενηλικίωσης), ούτε προσβάλλεται η προσωπικότητα του ατόμου που φέρει όνομα, το οποίο δεν επιθυμεί, ώστε να του αναγνωρίζεται άνευ όρων δικαίωμα επιλογής του ονόματος του και πέραν αυτού που χρησιμοποιεί στην κοινωνική του δραστηριότητα («υποκοριστικό» ή «καλλιτεχνικό») και να δικαιολογεί δικαστική διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του βάσει, απλώς, ενός μη θεμελιωμένου νομοθετικά δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Τους νόμιμους λόγους, που θεμελιώνουν το αίτημα διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς την ονοματοδοσία, θα πρέπει να επικαλείται στο δικόγραφο της αίτησης ο αιτών (προσθέτοντας τα στοιχεία που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του, εφόσον δεν είναι ο φέρων το όνομα), προσδιορίζοντας τα περιστατικά που συνιστούν παρακώλυση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του φέροντος το όνομα από τη μη αναγραφή του επιθυμητού ονόματος ή από την αναγραφή του ανεπιθύμητου (ΕφΠειρ 32/2011), ώστε να τεθούν ως θέμα απόδειξης οι σχετικοί ισχυρισμοί με αναγωγή στα συγκεκριμένα περιστατικά του βίου του φέροντος το όνομα (ad hoc ΕφΔωδ 347/2005 Τ.Ν.Π. Νόμος).
Εν προκειμένω, η αιτούσα με την υπό κρίση αίτησή της, ισχυρίζεται ότι το όνομα «Π – Α που έχει καταχωρηθεί ως κύριο όνομα αυτής στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της (αριθμός πράξης ., τόμος . έτος ., που συνέταξε ο ληξίαρχος του Ξυλοκάστρου Κορινθίας, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε στις κοινωνικές της σχέσεις και επαφές, ούτε την προσφωνούν με αυτό οι οικείοι και οι συγγενείς της, το δε κύριο όνομα που χρησιμοποιεί από μικρή ηλικία και με το οποίο την αναγνωρίζουν τόσο οι συγγενείς, όσο και οι τρίτοι, με τους οποίους συναλλάσσεται είναι «Α -Π . Επικαλούμενη δε άμεσο έννομο συμφέρον, αιτείται να βεβαιωθεί προς το σκοπό της διόρθωσης της ως άνω ληξιαρχικής πράξεως ότι κύριο όνομα αυτής τυγχάνει το «Ά – Π».
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 741 και 782 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με την επίδοση αντιγράφου της αιτήσεως, κατ’ άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην κατά τόπον αρμόδια Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου – όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου,… – και τυγχάνει αρκούντως ορισμένη. Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1 και 3 του ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων», 5 παρ. 1 Σ και 782 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί η προκαταβολή εισφορών της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας προς τον Δ.Σ.Α. (βλ. το υπ’ αρ. /2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α.).
Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρος της αιτούσας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από την εκτίμηση απάντων των εγγράφων, που η αιτούσα νόμιμα επικαλείται στις έγγραφες προτάσεις της και προσκομίζει, κάποια από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς όμως κανένα να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, καθώς και από την εν γένει διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα γεννήθηκε την 08η-05-1958, ως βιολογικό τέκνο των … και … στην περιοχή … της ….Για τη γέννησή της, η οποία δηλώθηκε την 10η-05-1958, συνετάγη η με αριθμ. από Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης, από το Ληξίαρχο …. Ακολούθως, επί της εν λόγω Ληξιαρχικής Πράξης Γέννησης έγινε επισημείωση, που αφορούσε το ληξιαρχικό γεγονός της βάπτισης της, στην οποία επισημείωση αναγράφεται ότι την 2η-11-1958 η αιτούσα βαπτίσθηκε από τον τότε ιερέα, … και ότι της εδόθη το όνομα «Π … (βλ. υπ’ αρ. ..ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Ληξίαρχου …). Ακολούθως, κατόπιν θανάτου των φυσικών γονέων της αιτούσας, αυτή υιοθετήθηκε σε νηπιακή ηλικία, αρχικά από τον .., κάτοικο Ξυλοκάστρου Κορινθίας, δυνάμει της υπ’ αρ. .. απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία, δυνάμει της υπ’ αρ. .. απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η αιτούσα κηρύχθηκε θετό τέκνο και της … Την .., συνετάγη η με αριθμ. .. Τόμος … Έτος 1973 Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης από τον Ληξίαρχο της Κοινότητας Ξυλοκάστρου, όπου δηλώθηκε (από τον ..) η υιοθεσία, η γέννηση της αιτούσας, την 8η-05-1958 και το όνομα αυτής, «Π – Ά». Ωστόσο, η αιτούσα, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας αυτής, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, αγνοούσε έως και την ηλικία των 16 ετών, οπότε και εξέδωσε για πρώτη φορά ταυτότητα, ότι έφερε το όνομα «Π – Ά», ουδέποτε χρησιμοποίησε το εν λόγω κύριο όνομα στις κοινωνικές της σχέσεις και επαφές, ούτε την προσφωνούν με αυτό οι οικείοι και οι συγγενείς της, αλλά αντίθετα από μικρή ηλικία χρησιμοποιεί το κύριο όνομα «Ά – Π» ή «Ά» και με αυτό την αναγνωρίζουν τόσο οι συγγενείς της, όσο και οι τρίτοι που συναλλάσσονται μαζί της. Επίσης, αυτό είναι το όνομα που χρησιμοποιεί και στον εργασιακό της χώρο. Τα προαναφερθέντα αποδεικνύονται από τα εξής προσκομιζόμενα από την αιτούσα έγγραφα, ήτοι: α) την υπ’ αρ. .. Ληξιαρχική Πράξη Γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών, στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», β) το υπ’ αρ. Πρωτ. … πιστοποιητικό Δημοτολογίου του Προέδρου της Κοινότητας Ξυλοκάστρου, στο οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», γ) το υπ’ αρ. πρωτ. … πιστοποιητικό Δημοτολογίου του Δημάρχου .., στο οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», δ) τα από 29-04-2022 πιστοποιητικά γέννησης των υιών της αιτούσας, …. στα οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π» ε) την υπ’ αρ. πράξη προσδιορισμού επωνύμου τέκνων, στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», στ) το υπ’ αρ. πρωτ. Πιστοποιητικό αποφοίτησης της αιτούσας, στο οποίο αναφέρεται ως «Ά – Π», ζ) την υπ’ αρ. πρωτ. βεβαίωση του … της Ελλάδος, στην οποία αναφέρεται η αιτούσα ως «Ά – Π», η) το υπ’ αρ. πρωτ. … πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του στο οποίο αναφέρεται η αιτούσα ως «Ά – Π» , θ) Το υπ’ αρ. πρωτ. ενημερωτικό σημείωμα του … , στο οποίο αναφέρεται η αιτούσα ως «Ά – Π», ι) την από … βεβαίωση περί επίδοσης δηλώσεως έναρξης ασκήσεως επαγγέλματος της Δ.Ο.Υ. Αθηνών, στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», κ) αντίγραφο του από … λογαριασμού ύδρευσης της στον οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά – Π», λ) το από .. ενδεικτικό του Μεικτού Γυμνασίου …, όπου η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά » μ) την από 30-06-1971 βεβαίωση του φροντιστηρίου ξένων γλωσσών … όπου η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά », ν) το υπ’ αρ. … δίπλωμα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά…», ξ) Φωτοτυπίες επαγγελματικών καρτών που εξέδωσε η αιτούσα, στις οποίες αναφέρεται ως «Ά » (βλ. προσκομισθέν σχετικό Νο30), ο) το υπ’ αρ. πρωτ. .. έγγραφο της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιά, στο οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά », π) την άδεια κυκλοφορίας του υπ’ αρ. … οχήματος, στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά », ρ) το υπ’ αρ. πρωτ. .. ενημερωτικό σημείωμα του ταμείου συντάξεων μηχανικών και εργοληπτών δημοσίων έργων, στο οποίο η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά », σ) την από … βεβαίωση αποδοχών της .., στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά ..», τ) την από .. βεβαίωση παρακολούθησης του Σεμιναρίου … στην οποία η αιτούσα αναφέρεται ως «Ά ». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η αναγραφή του κυρίου ονόματος της αιτούσας ως «Π – Ά…» στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γέννησης, σαφώς, δημιουργεί σύγχυση στις κοινωνικές της σχέσεις, προβλήματα στις συναλλαγές της και παρακωλύει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, καθώς ενώ η αιτούσα είναι γνωστή στον επαγγελματικό και κοινωνικό της περίγυρο με το όνομα «Ά – Π » και από την παιδική της ηλικία άκουγε στο όνομα «Ά ..», τρίτοι, με βάση το επίδικο πιστοποιητικό γεννήσεως αυτής και την, εκδοθείσα με βάση αυτό, αστυνομική της ταυτότητα, την αποκαλούν « Π – Α’» ή μόνο «Π», δημιουργώντας σε αυτήν σύγχυση, ενώ συνεπεία των ανωτέρω, η αιτούσα αντιμετωπίζει και πρόβλημα με την ταυτοποίηση της ενώπιων δημοσίων υπηρεσιών, συμβολαιογράφων, τραπεζικών ιδρυμάτων και λοιπών οργανισμών. Δοθέντος, λοιπόν, ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και λόγω του προφανούς εννόμου συμφέροντος της αιτούσας, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και να διορθωθεί η επίδικη ληξιαρχική πράξη γέννησης (αριθμός πράξης , τόμος , έτος 1973), που συνέταξε ο ληξίαρχος του Ξυλοκάστρου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ παριστάμενης της αιτούσας μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ προς το σκοπό της διόρθωσης, της με αριθμό πράξης ., τόμος ., έτος 1973 ληξιαρχικής πράξης γέννησης της αιτούσας, την οποία συνέταξε ο Ληξίαρχος Ξυλοκάστρου, ότι το κύριο όνομα αυτής είναι «Ά – Π » (και όχι «Π – Ά», όπως αναγράφεται στην εν λόγω ληξιαρχική πράξη).
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στο Ξυλόκαστρο, χωρίς να είναι παρούσα η αιτούσα και η πληρεξούσια δικηγόρος της, την 7η/11/2022.
Η Δόκιμη Ειρηνοδίκης Η Γραμματέας