Το δικαστήριο θεωρεί πως ο χρόνος ανταπόκρισης υπήρξε αδικαιολόγητος δεδομένης της μη τήρησης των δεδομένων του ενάγοντος
Μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε το δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ντούισμπουργκ σε αγωγή αποζημίωσης υποψήφιου εργαζόμενου λόγω της μη έγκαιρης ικανοποίησης αιτήματος πρόσβασης. Σύμφωνα με το γερμανικό δικαστήριο, το χρονικό διάστημα των δεκαεννέα (19) ημερολογιακών (και εννέα εργάσιμων) ημερών που μεσολάβησε μέχρι την απάντηση του υπεύθυνου επεξεργασίας πως δεν τηρεί δεδομένα του αιτούντος υπήρξε αδικαιολόγητα μεγάλο και προκάλεσε μη υλική ζημία σε αυτόν.
Η εναγόμενη εταιρεία και υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων είναι ένας πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων, στον οποίο ο ενάγων υπέβαλε αίτηση για εργασία τον Μάρτιο του 2017.
Έξι χρόνια αργότερα, ο ενάγων άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ και ρώτησε την εναγόμενη αν εξακολουθεί να τηρεί και να επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα που είχε υποβάλει με την τότε αίτησή του.
Το αίτημα πρόσβασης ασκήθηκε στις 18-5-2023, με τον ενάγοντα να θέτει χρονικό περιθώριο 15 ημερών για την ικανοποίησή του. Την επόμενη ημέρα από την πάροδο της προθεσμίας αυτής, ο ενάγων απέστειλε στις 3-6-2023 ηλεκτρονικό μήνυμα υπενθύμισης, με την εναγόμενη να του απαντά δύο ημέρα μετά αρνητικά: σύμφωνα με την απάντησή της, δεν τηρούνταν προσωπικά δεδομένα του αιτούντος στα αρχεία της.
Στις 9-6-2023 ο ενάγων επανήλθε, ζητώντας από την εταιρεία διευκρινίσεις ως προς το γιατί χρειάστηκαν τόσες ημέρες για μια τόσο απλή απάντηση, ενώ τέσσερις ημέρες αργότερα ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης 1.000 ευρώ για την παραβίαση των απαιτήσεων του άρθρου 12 ΓΚΠΔ.
Η εταιρεία, όπως ήταν αναμενόμενο, αρνήθηκε και η υπόθεση έφτασε στη γερμανική δικαιοσύνη.
Η εναγόμενη αρνήθηκε πως υπέπεσε σε παραβίαση του άρθρου 12 ΓΚΠΔ, επισημαίνοντας πως η απάντησή της δόθηκε εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προβλέπει η παράγραφος 3 της διάταξης αυτής.
Το άρθρο 12 παρ.3 ΓΚΠΔ προβλέπει ότι:
3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες για την ενέργεια που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος δυνάμει των άρθρων 15 έως 22 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά δύο ακόμη μήνες, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη της πολυπλοκότητας του αιτήματος και του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα, η ενημέρωση παρέχεται, εάν είναι δυνατόν, με ηλεκτρονικά μέσα, εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό.
Περαιτέρω, η εναγόμενη προέβαλε τον ισχυρισμό πως η εξέταση των αιτημάτων των υποκειμένων, καθώς και αναζήτηση και παροχή των πληροφοριών που ζητούνται απαιτεί ένα χρονικό διάστημα, ειδικά όταν πρόκειται για μια εταιρεία που καλείται να διαχειριστεί πολυάριθμα αιτήματα ενημέρωσης σε καθημερινή βάση.
Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία φρόντισε να ανταποκριθεί στο αίτημα του ενάγοντος στον μισό χρόνο από αυτόν που της αναγνωρίζει ο ΓΚΠΔ, ως εκ τούτου ο χρόνος ανταπόκρισής της υπήρξε απολύτως εύλογος.
Η εταιρεία υποστήριξε πως επρόκειτο για μια αίτηση για πληροφορίες που είχαν υποβληθεί έξι χρόνια νωρίτερα, ως εκ τούτου δεν υπήρχε καμία ένδειξη πως η εξέταση του αιτήματος ήταν επείγουσα και έπρεπε να προηγηθεί άλλων αιτημάτων. Για τον λόγο αυτό, η ικανοποίηση του αιτήματος έγινε με τη συνήθη διαδικασία και στους προβλεπόμενους χρόνους, οι οποίοι εν προκειμένω ανήλθαν σε εννέα εργάσιμες ημέρες, αφού άλλωστε το αρνητικό αποτέλεσμα της αρχικής αναζήτησης των δεδομένων του ενάγοντος καθιστούσε αναγκαίο το «χτένισμα» όλων των βάσεων δεδομένων προκειμένου να επιβεβαιωθεί το αποτέλεσμα αυτό.
Ως προς τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης, η εναγόμενη αρκέστηκε να επισημάνει πως ουδεμία βλάβη αποδείχθηκε από τον ενάγοντα, ως αποτέλεσμα των ενεργειών της.
Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσόν των 750 ευρώ, ως αποζημίωση για τη μη υλική ζημία που αυτός υπέστη.
Σύμφωνα με την απόφαση, η εναγόμενη εταιρεία παραβίασε το άρθρο 12 παρ.3 ΓΚΠΔ με το να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του ενάγοντος «χωρίς καθυστέρηση». Η πρόβλεψη της εν λόγω διάταξης έχει την έννοια πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να διαχειρίζεται τα αιτήματα των υποκειμένων με τη δέουσα σπουδή και ταχύτητα. Ο νόμος θέτει ως ανώτατο όριο για την ανταπόκριση αυτή τον ένα μήνα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η περίοδος αυτή μπορεί να εξαντλείται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της δυσκολίας της κάθε περίπτωσης. Δεδομένου ότι το «χωρίς καθυστέρηση» δεν σημαίνει «άμεσα», αλλά ούτε και παρέχει άπλετο χρόνο στον υπεύθυνο επεξεργασίας, η έννοια και η εφαρμογή του πρέπει να προσδιορίζονται με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Ωστόσο, η πάροδος μιας εβδομάδας συνήθως σημαίνει ότι υφίστανται ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν την καθυστέρηση.
Οι 19 ημέρες που χρειάστηκαν για την απάντηση επί του αιτήματος του ενάγοντος, δεν δικαιολογούνται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από τέτοιες ειδικές περιστάσεις, αφού τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης αυτής δεν θα δικαιολογούσαν κάποια ειδική προσπάθεια αναζήτησης των πληροφοριών και επεξεργασίας του αιτήματος.
Δεδομένου πως η απάντηση επί του αιτήματος υπήρξε αρνητική, ως εκ τούτου η ικανοποίηση δεν απαιτούσε παρά μόνο μια αναζήτηση στα αρχεία της, η εναγόμενη δεν απέδειξε τον λόγο για τον οποίο μια τέτοια ανταπόκριση θα χρειαζόταν περισσότερο από μια εβδομάδα, ενώ και δεν ανέλυσε με τρόπο πειστικό τις διαδικασίες που ακολουθεί, ώστε να προκύψει ο χρόνος ανταπόκρισης που απαιτήθηκε.
Το δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί διαχείρισης πολλών αιτημάτων, βάσει και του χαρακτήρα της, καθώς η εξέταση των αιτημάτων του ΓΚΠΔ δεν σχετίζεται με τα αιτήματα ενημέρωσης πελατών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Απορροπτική ήταν η κρίση του δικαστηρίου και ως προς τον ισχυρισμό περί μη κατεπείγοντος χαρακτήρα του αιτήματος. Σύμφωνα με την απόφαση, η ανταπόκριση στα αιτήματα των υποκειμένων δεν τελεί υπό συνάρτηση με τον χαρακτήρα τους ως κατεπειγόντων, ενώ άλλωστε μια τέτοια υποκειμενική κρίση δεν αλλάζει τις προθεσμίες που δίνει το άρθρο 12 ΓΚΠΔ.
Η συμπεριφορά αυτή της εναγόμενης προκάλεσε, σύμφωνα με το δικαστήριο, μη υλική ζημία στον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη βλάβη, αποστερούμενος των δικαιωμάτων και ελευθεριών του και παρεμποδιζόμενος από την άσκηση ελέγχου ως προς την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του. Η καθυστέρηση της εταιρείας στην ανταπόκριση επί του αιτήματος άφησε τον ενάγοντα στο σκοτάδι και τον εμπόδισε να εξετάσει την τυχόν επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του. Κατά συνέπεια, η καθυστέρηση συνιστούσε απώλεια ελέγχου επί των δεδομένων του, η οποία θεμελιώνει μη υλική ζημία.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ.