Βασίλειος Παπαβασιλείου
Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.
1. Το δίκαιο της αποζημίωσης
Κύρια χαρακτηριστικά του δικαίου της αποζημίωσης στην ελληνική έννομη τάξη (ανεξαρτήτως του λόγου στον οποίο θεμελιώνεται η ευθύνη προς αποζημίωση, π.χ. ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική) αποτελούν, η αρχή της υπαιτιότητας (πταισματικής ευθύνης) και η αρχή της πλήρους ικανοποίησης του ζημιωθέντος.
Σύμφωνα με την αρχή της πταισματικής ευθύνης, η υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) λειτουργεί ως λόγος καταλογισμού σε ένα πρόσωπο της παράνομης συμπεριφοράς του, είτε αυτή συνίσταται σε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, είτε σε αδικοπραξία. Από τη στιγμή που η υπαιτιότητα καταφαίνεται (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπεται από το νόμο το σύστημα της αντικειμενικής ευθύνης), ο ζημιώσας ενέχεται σε πλήρη ικανοποίηση της ζημίας που προξένησε στον ζημιωθέντα, χωρίς να ενδιαφέρει ο βαθμός της υπαιτιότητας του πρώτου.
Η πιστή εφαρμογή, ωστόσο, του δικαίου της αποζημίωσης στις περιπτώσεις αποκατάστασης της ζημίας που προκαλεί ο μισθωτός κατά την εργασία του στον εργοδότη, οδηγεί μάλλον σε ανεπιεική αποτελέσματα. Με τη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, κάθε εργαζόμενος διαθέτει κατ΄ ουσίαν την εργατική του δύναμη προς όφελος ενός τρίτου προσώπου και εντάσσεται σε μία ετεροκαθορισμένη οργάνωση εργασίας, στην οποία δε δύναται να ασφαλιστεί ο ίδιος έναντι των επαγγελματικών κινδύνων.
Ακόμα, η ζημία που προκαλείται κατά την εργασία ενδέχεται να φθάνει σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσό και η ολοσχερής αποκατάστασή της να ισοδυναμεί με την οικονομική εξόντωση του εργαζομένου, δεδομένου ότι ο μισθός, που αποτελεί το κατ΄ εξοχήν βιοποριστικό μέσο, καταβάλλεται ως αντάλλαγμα στην παρεχόμενη εργασία και δεν συμπεριλαμβάνει τις περισσότερες φορές και την κάλυψη των επαγγελματικών κινδύνων.
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη το διαρκή χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας και την «ατέλεια» της ανθρώπινης φύσης, υπάρχουν πολλές μεμονωμένες στιγμές κατά τις οποίες θα μπορούσε να καταλογιστεί στον εργαζόμενο ότι δεν δείχνει την πρέπουσα επιμέλεια. Για όλους τους ως άνω λόγους, λοιπόν, φαίνεται δογματικά ορθό να θεωρηθεί ότι ο εργοδότης πρέπει να φέρει ως ένα βαθμό τον κίνδυνο της πλημμελούς παροχής εργασίας.
2. Αποζημίωση στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Στο σύστημα του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), η ευθύνη προς αποζημίωση, είτε αυτή θεμελιώνεται σε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, είτε σε αδικοπραξία (άρθρο 914 του Α.Κ.), είτε σε άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης (λ.χ. τα άρθρα 197 και 198 του Α.Κ. για την ευθύνη από διαπραγματεύσεις), προϋποθέτει, κατά κανόνα, πταίσμα του ζημιώσαντος (άρθρα 198, 300 και 914 του Α.Κ.).
Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις (λ.χ. τα άρθρα 918, 922, παρ. 1 του 924 και 925 του Α.Κ.) που ο νομοθέτης αναγνωρίζει ευθύνη προς αποζημίωσης, χωρίς να υφίσταται υπαιτιότητα (αντικειμενική ευθύνη), ωστόσο η υποκειμενική ευθύνη παραμένει ο κανόνας στο σύστημα ευθύνης του Αστικού Κώδικα.
Ωστόσο, ειδικά στο πεδίο της λειτουργίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, η απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την αστική ευθύνη και η αναγνώριση, κατ΄ εφαρμογή των κανόνων αυτών, πλήρους ευθύνης του εργαζομένου για κάθε πταίσμα, ακόμη και για ελαφριά ή πολύ ελαφριά αμέλεια, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, αντίθετα προς τη λειτουργία της σύμβασης, όπως παγίως υποστηρίζεται από την ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή θεωρία του Εργατικού Δικαίου.
Κατ΄ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ο εργαζόμενος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, εντάσσεται σε μια οργάνωση εργασίας που διευθύνει ο εργοδότης, ο οποίος κατευθύνει την όλη εργασιακή διαδικασία και διαμορφώνει τις συνθήκες παροχής της εργασίας, με συνέπεια ο εργαζόμενος να εκτίθεται σε κινδύνους ζημιών, τους οποίους δεν μπορεί να επηρεάσει ή να αποφύγει. Αντίθετα, ο εργοδότης, φέρων την εξουσία οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγικής διαδικασίας, μπορεί να δημιουργεί, να διατηρεί ή να μεταβάλλει κινδύνους πρόκλησης ζημιών και είναι σε θέση να τους αντιμετωπίσει με διάφορα μέσα, λ.χ. μεταβάλλοντας τις μεθόδους παραγωγής, βελτιώνοντας την επιτήρηση της εργασιακής διαδικασίας και τα μέτρα ασφαλείας κ.λπ..
Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι, από μία ελαφριά αμέλεια του εργαζομένου, ενόψει και της τεχνολογικής εξέλιξης, μπορεί να προκληθεί εν τέλει στον εργοδότη ζημία, η αποκατάσταση της οποίας θα σήμαινε για τον εργαζόμενο την οικονομική του εξόντωση. Η οφειλόμενη από τη σύμβαση εργασίας παροχή του εργαζομένου, συνίσταται στην εργασία καθαυτή και όχι σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα και ο εργοδότης με την αντιπαροχή του αμείβει την εργασία και όχι την ανάληψη κινδύνων. Ο μισθός που λαμβάνει ο εργαζόμενος δεν συνιστά μέσο αντιστάθμισης των κινδύνων ζημίας, στους οποίους εκτίθεται κατά την εκτέλεση της εργασίας του μέσα σε συνθήκες ή καταστάσεις που διαμορφώνει και επηρεάζει ο εργοδότης. Αν ο εργαζόμενος υποχρεωνόταν να αποκαταστήσει, και μάλιστα σε όλη της την έκταση, οποιαδήποτε ζημία του εργοδότη που οφείλεται σε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά ή πολύ ελαφρά, θα ανατρεπόταν σε βάρος του η ισορροπία παροχής – αντιπαροχής, αλλά και η ίδια η βιοποριστική λειτουργία του μισθού.
Για τους ανωτέρω λόγους, ορισμένες ζημίες που οφείλονται σε αμέλεια του εργαζομένου, θα πρέπει να θεωρείται ότι εντάσσονται στη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη, όπως ακριβώς ανήκει στη δική του σφαίρα ευθύνης ο γενικότερος κίνδυνος λειτουργίας της επιχείρησης (άρθρο 656 εδ. β΄ του Α.Κ.). Οι λόγοι, λοιπόν, που δικαιολογούν τον περιορισμό της ευθύνης του εργαζομένου προκύπτουν μέσα από την ίδια την εργασιακή σχέση και από τις ιδιαιτερότητες που αυτή εμφανίζει σε σχέση με τις λοιπές συμβατικές σχέσεις. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ο εργαζόμενος θέτει την εργασιακή του δύναμη στη διάθεση του εργοδότη, ο οποίος τη διευθύνει, την ελέγχει και την αξιοποιεί για τους επιχειρηματικούς του σκοπούς. Συνεπώς, ο εργοδότης, ο οποίος καθορίζει τους όρους και τις συνθήκες παροχής της εργασίας και αποκομίζει όφελος από την παρεχόμενη εργασία, οφείλει να φέρει και τους συναφείς με αυτήν κινδύνους.
Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις λεγόμενες επιρρεπείς σε ζημία εργασίες, λόγω επικινδυνότητας υλικών ή των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας που επικρατούν. Στις περιπτώσεις αυτές, η αυξημένη πιθανότητα επέλευσης ζημίας πρέπει να οδηγεί στη θεώρηση αφ΄ ενός ότι ο εργοδότης βαρύνεται με τον επιχειρηματικό κίνδυνο στη συγκεκριμένη εργασία και αφ΄ ετέρου, σε περίπτωση αμελείας, στην ιδιαίτερη μείωση της ευθύνης του μισθωτού ή ακόμη και την απαλλαγή του (Πολ. Πρωτ. Κατερίνης 63/2003).
3. Νομοθετικό πλαίσιο
Το άρθρο 652 του Α.Κ., πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4611/2019, προέβλεπε την πλήρη ευθύνη του εργαζομένου για κάθε μορφής υπαιτιότητα. Η μόνη διαφοροποίηση εντοπιζόταν στο γεγονός ότι, ο βαθμός της καταβλητέας επιμέλειας του εργαζομένου κρινόταν ad hoc, βάσει των προσωπικών του ιδιοτήτων. Ερμηνεύοντας με ιδιαίτερο ζήλο τη γραμματική διατύπωση του νόμου, τα Εθνικά Δικαστήρια επέμεναν στην πλήρη και απεριόριστη ευθύνη του εργαζομένου, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη αναλογία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερο δικαιοπολιτικά ορθές λύσεις.
Με την πλέον γνωστή υπ΄ αριθμόν 729/2015 απόφασή του, ο `Αρειος Πάγος έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο εργαζόμενος (εν προκειμένω οδηγός φορτηγού οχήματος) όφειλε να έχει συνεχώς τεταμένη την προσοχή του καθ΄ όλη τη διάρκεια της βάρδιάς του, ώστε ακόμα και η πλέον ελαφρά έκπτωσή της συνιστά πλημμελή εκπλήρωση. Παράλληλα, απέρριψε τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί περιορισμού της ευθύνης βάσει του Α.Κ. 300, με την αιτιολογία ότι ο «επιχειρηματικός κίνδυνος», που εγγενώς συνιστά χαρακτηριστικό της εργοδοτικής ιδιότητας, δεν αποτελεί πταίσμα του εργοδότη, όπως απαιτεί η ως άνω διάταξη.
Παρά τη σταθερή και πάγια θέση της νομολογίας που αναφέρθηκε παραπάνω, υπήρξαν πράγματι μεμονωμένες αποφάσεις Ελληνικών Δικαστηρίων, οι οποίες κατένειμαν τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου αφενός προσδιορίζοντας με καινοτόμο τρόπο κάποιο «συντρέχον πταίσμα» τουεργοδότη(π.χ. η απόφαση 219/1997 του Εφετείου Θεσσαλονίκης δέχτηκε ως συντρέχον πταίσμα του εργοδότη την παράλειψή του να ασφαλισθεί απέναντι σε κινδύνους που είναι ιδιαίτερα κοινοί για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες) και αφετέρου θέτοντας στον κύκλο επιρροής του εργοδότη κάποιες εργασίες, οι οποίες είναι επιρρεπείς προς ζημίες (Πολ. Πρωτ. Κατερίνης 63/2003).
Η τελευταία αυτή θέση, άλλωστε, αποτελούσε και πάγια θέση της θεωρίας, κατά την οποία συγκεκριμένες εργασίες λόγω, είτε της ύλης που χρησιμοποιείται (π.χ. επικίνδυνα υλικά), είτε ιδιαίτερων ψυχοσωματικών καταστάσεων που εύλογα προκύπτουν από αυτές (π.χ. υπερκόπωση), είτε των ειδικών συνθηκών που δημιουργούνται σε μία επιχείρηση (π.χ. εντατικοποίηση παραγωγής), περικλείουν αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης ζημιών. Για αυτές τις εργασίες, οι οποίες σύμφωνα με την κρατούσα άποψη δεν προσδιορίζονται εκ των προτέρων, αλλά κρίνονται κάθε φορά ad hoc βάσει των συνθηκών κάτω από τις οποίες παρέχονται, υποστηρίχθηκε η εξής κλιμάκωση:
α) Ο εργαζόμενος ευθύνεται πλήρως σε περίπτωση ζημίας που προκλήθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια.
β) Σε περίπτωση αμέλειας του εργαζομένου η ζημία επιμερίζεται.
γ) Σε περίπτωση «όλως ελαφράς αμέλειας» ο εργαζόμενος δύναται και να απαλλαχθεί.
Τη σύγκρουση αυτή μεταξύ νομολογίας και θεωρίας έλυσε εν τέλει ο νομοθέτης, τροποποιώντας το άρθρο 652 του Α.Κ. με το?άρθρο 49 του Ν.4611/2019. Τα πλέον σημαντικά στοιχεία της νέας ρύθμισης συνίστανται στη ρητή πρόβλεψη ότι, ο εργαζόμενος ευθύνεται πλήρως για την ζημία που προξένησε μόνο αν του καταλογίζεται δόλος, ενώ σε περίπτωση αμέλειας το δικαστήριο δύναται είτε να επιμερίσει τη ζημία είτε σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας να απαλλάξει τον μισθωτό.
Εξίσου σημαντικό στοιχείο της νέας διατάξεως αποτελεί το γεγονός ότι, ο νομοθέτης προδήλως θέτει ως δικαιολογητική βάση αυτού του επιμερισμού/απαλλαγής τον επιχειρηματικό κίνδυνο, που εξ ορισμού βαρύνει τον εργοδότη και το γεγονός της ενδεχόμενης δυσαναλογίας μεταξύ της προκληθείσας ζημίας και των αποδοχών του εργαζομένου, παρέχοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τα κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία της συγκεκριμένης διάταξης. Επομένως, όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί ο νόμος, ο περιορισμός της ευθύνης του εργαζομένου επέρχεται εφόσον:
α)Υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας (χωρίς να ενδιαφέρει το κύρος της σύμβασης ή η θέση του εργαζομένου π.χ. διευθύνοντες υπάλληλοι).
β)Η ζημία προκαλείται κατά την εκτέλεση της εργασίας και σε συνάφεια με αυτή ή έστω κατά την περάτωση καθηκόντων που τίθενται προς το συμφέρον του εργοδότη και όχι για την εξυπηρέτηση προσωπικών σκοπών του εργαζομένου (ζημία που προκλήθηκε επειδή ο εργαζόμενος δεν παρείχε καθόλου την εργασία του συνεπάγεται την πλήρη ευθύνη του).
γ)Ο εργαζόμενος υπήρξε αμελής κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων, δεν επέδειξε, δηλαδή, την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε ο μέσος συνετός μισθωτός του κύκλου του.
Ο επιμερισμός της ευθύνης δικαιολογείται ακόμα και σε περίπτωση βαριάς αμέλειας του εργαζομένου, ενώ αποκλείεται μόνο σε περίπτωση δόλου, όπου κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη, ο δόλος πρέπει να καλύπτει πέρα από την πλημμελή εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης και την επέλευση της ζημίας. Όταν, όμως, η ζημία επέρχεται στο πρόσωπο τρίτου εργαζομένου, παρά τα ανωτέρω, ο ζημιώσας εργαζόμενος ενέχεται πλήρως προς τον συνάδελφό του, σε περίπτωση δε καταβολής της αποζημίωσης έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του εργοδότη ως προς το ποσό που το δικαστήριο θα τον απαλλάξει.
Προκείμενου να προβεί σε μία δίκαιη στάθμιση και επιμερισμό της ευθύνης, ο δικαστής λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια. Τέτοια είναι, κατά κύριο λόγο, ο βαθμός υπαιτιότητας του εργαζομένου, η θέση και η αμοιβή που αυτός λαμβάνει (βαρύνουσα σημασία έχει το γεγονός αν ο εργαζόμενος λαμβάνει κάποιο «επίδομα», λόγω της πολυπλοκότητας της εργασίας του), η συμπεριφορά του εργαζομένου σε ανάλογες καταστάσεις, το μέγεθος της αποκαταστατέας ζημίας, καθώς και η παράλειψη του εργοδότη να ασφαλισθεί κατά των τυπικών κινδύνων.
Όλα τα ανωτέρω κρίνονται κάθε φορά , βάσει των εκάστοτε ειδικότερων συνθηκών.
Ειδικότερα, στη παρ. 1 του άρθρου 49 του Ν. 4611/2019 (Ευθύνη εργαζομένων κατά την εκτέλεση της εργασίας), το άρθρο 652 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Υποχρεώσεις του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει του είδους της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.
Ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο. Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περίπτωση ελαφριάς αμέλειας ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση.».
Το δε άρθρο 679 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του. Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφοι 2 έως 667, 668 εδάφια 2, 670, 674, 677 και 678 ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652.».
Η Α.Κ. 652 εφαρμόζεται όχι μόνο στη συμβατική ευθύνη, αλλά και στην αδικοπρακτική ευθύνη του εργαζομένου, με την προϋπόθεση ότι και αυτή προκαλείται κατά την παροχή εργασίας. Επιπλέον, τυχόν συντρέχον πταίσμα του εργοδότη κατά την έννοια της Α.Κ. 300 συνεκτιμάται σε ένα δεύτερο στάδιο επιμερισμού και μπορεί να συνεπάγεται την περαιτέρω μείωση ή και τον αποκλεισμό της ευθύνης του εργαζομένου.
4. Κατανομή της ευθύνης για αποκατάσταση της ζημίας
Στα πλαίσια της εξαρτημένης εργασίας, ο?εργαζόμενος?παραιτείται απ΄ την δυνατότητα αυτό-αξιοποίησης της εργασιακής του δύναμης στην αγορά και κατ΄ ουσίαν τη θέτει στη διάθεση κάποιου?εργοδότη, προκειμένου ο τελευταίος να υλοποιήσει τους δικούς του επιχειρηματικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό, αναγνωρίζεται στον?εργοδότη?και το περίφημο «διευθυντικό δικαίωμα», ήτοι η δυνατότητα του να καθορίζει μονομερώς τους όρους παροχής της εργασίας απ΄ τους?εργαζομένους?(δηλαδή το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της, τους συνεργάτες και τα υλικά μέσα που θα μετέλθουν). Το γεγονός, όμως, αυτό, έχει ως συνέπεια ο?εργαζόμενος?- κατά την εκτέλεση της εργασίας του – να εκτίθεται σε κινδύνους πρόκλησης?ζημιών?συνδεδεμένους με τους καθοριζόμενους απ΄ τον?εργοδότη?όρους παροχής της εργασίας του (πολύωρη εργασία, φόρτος εργασίας, χρονική πίεση, θορυβώδες περιβάλλον κ.α.), τους οποίους αυτούς όρους ο?εργαζόμενος?δεν μπορεί να επηρεάσει και, κατ΄ επέκταση, τους συνδεδεμένους μ΄ αυτούς κινδύνους δεν μπορεί να αποφύγει. Αντίθετα, ο?εργοδότης?είναι εκείνος που στα πλαίσια διεύθυνσης της παραγωγικής διαδικασίας και καθορισμού των όρων εργασίας δημιουργεί αυτούς τους κινδύνους, είναι δε σε θέση να τους αποτρέψει λαμβάνοντας τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα (π.χ. προσλαμβάνοντας περισσότερο προσωπικό, ώστε να γίνεται μια καλύτερη κατανομή εργασίας) και αν αυτό δεν είναι εφικτό (π.χ. επειδή πρόκειται για κινδύνους σύμφυτους με τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, βλ. τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δρόμος για τους επαγγελματίες οδηγούς αυτοκινήτων), μπορεί να ασφαλισθεί απέναντι τους.
Επίσης, ο?εργαζόμενος?- κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εργασίας του – είναι δυνατόν από μια στιγμιαία εξασθένιση της πνευματικής του εγρήγορσης λόγω κόπωσης, να προκαλέσει μια?ζημία?στα περιουσιακά στοιχεία του?εργοδότη, το κόστος αποκατάστασης της οποίας να βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με τις απολαβές του. Σ΄ αυτή τη περίπτωση, η αναγνώριση της υποχρέωσης του?εργαζομένου?για αποκατάσταση της?ζημίας?σ΄ όλη της την έκταση θα σήμαινε την υπέρμετρη οικονομική του επιβάρυνση, αν όχι την οικονομική του εξόντωση. Πράγμα, όμως, που θα προσέκρουε στις θεμελιώδεις συνταγματικές επιταγές της αρχής της αναλογικότητας (παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος), της δυνατότητας συμμετοχής του ατόμου στην οικονομική και κοινωνική ζωή και κατ΄ επέκταση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του (παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος), του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος) και τέλος του κοινωνικού κράτους (παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος).
Επειδή, λοιπόν, στα πλαίσια της σχέσης εξαρτημένης εργασίας ο?εργοδότης?είναι αυτός που καθορίζει μονομερώς τους όρους εργασίας των?εργαζομένων?και είναι εκείνος που κυρίως αποκομίζει το οικονομικό όφελος απ΄ την ασκούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα, θα πρέπει να γίνεται και μια δικαιότερη κατανομή της?ευθύνης?για αποκατάσταση της?ζημίας, προκληθείσης κατά την εκτέλεση της εργασίας του?εργαζομένου.
5. Συμψηφισμός ζημίας με τον οφειλόμενο μισθό
Από τη παρ.2 του άρθρου 10 της Δ.Σ.Ε 95/1949 που κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν.3248/1955 και το άρθρο 664 του Α.Κ. προκύπτει ότι, ο?εργοδότης?δεν δύναται να συμψηφίσει με τον οφειλόμενο μισθό τυχόν απαίτησή του κατά του?εργαζόμενου?που προέκυψε κατά την εκτέλεση της εργασίας του (όχι από δόλο).
Είναι γενικά παραδεκτό ότι, υπάρχουν εργασίες που χαρακτηρίζονται από αυξημένη ροπή για πρόκληση?ζημίας?και υιοθετείται η γενική αναγνώριση για αυξημένη ανάγκη προστασίας του μισθωτού που παρέχει μία επιρρεπή σε?ζημία?εργασία. Για παράδειγμα, τα τρόφιμα που αποτελούν τα εμπορεύματα για μία εμπορική επιχείρηση έχουν ημερομηνία λήξης. Είναι προφανές ότι, δεν?ευθύνεται?ο?εργαζόμενος?εάν δεν πωληθούν όλα αυτά τα εμπορεύματα μέχρι την ημερομηνία λήξης τους, ώστε να μην επιβαρυνθεί η επιχείρηση με το κόστος τους.
Η οικονομική δραστηριότητα που σκοπό έχει την επίτευξη κέρδους, διακρίνεται από τον επιχειρηματικό κίνδυνο που αναλαμβάνει ο?εργοδότης, ιδίως όταν αυτός μετέρχεται εργασία επιρρεπή σε?ζημίες. Πράγματι, ο?εργαζόμενος, όπως κάθε οφειλέτης, έχει την υποχρέωση να εκτελέσει την εργασία του με επιμέλεια.
Σε περίπτωση παραβίασης της επιμέλειας αυτής, ο?εργαζόμενος?ευθύνεται?για τη?ζημία?που προκαλείται στον?εργοδότη. Και, όπως σε κάθε περίπτωση?ζημίας, δύναται να επιδιώξει την απαλλαγή του ή τον περιορισμό της έκτασης της αποζημίωσης στο μέτρο που ο?εργοδότης?συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της?ζημίας?ή στην έκτασή της. Εν τούτοις, η λειτουργία μιας σύμβασης εργασίας εμφανίζει ιδιαιτερότητες, σε σύγκριση με συμβάσεις άλλου είδους.
Η παροχή, την οποία ο?εργαζόμενος?οφείλει από τη σύμβαση, συνίσταται στην εργασία αυτή καθαυτή και όχι σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο?εργοδότης, αντιστοίχως, με την αντιπαροχή του αμείβει την εργασία και όχι την ανάληψη κινδύνων. Ο μισθός, που λαμβάνει ο?εργαζόμενος, δεν αντισταθμίζει τους κινδύνους?ζημιών, στους οποίους αυτός εκτίθεται κατά την εκτέλεση της εργασίας του μέσα σε συνθήκες ή καταστάσεις πίεσης, τις οποίες, αποκλειστικά, διαμορφώνει και επηρεάζει ο?εργοδότης. Ακόμη και για τον πιο επιμελή και ευσυνείδητο?εργαζόμενο, εν όψει της φύσεως της παροχής του, ενδέχεται να καταστεί αναπόφευκτη μία στιγμιαία χαλάρωση της προσοχής, με εντελώς δυσανάλογες συνέπειες (διαχειριστικό λάθος,?ζημία?σε εύθραυστα προϊόντα κ.α.). Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση για πλήρη αποκατάσταση της?ζημίας?δεν μπορεί να βρίσκεται σε εύλογη σχέση ούτε με το μισθό, τον οποίο λαμβάνει ο?εργαζόμενος, ούτε με τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται κατά την παροχή της εργασίας του.
Ο?εργοδότης, ο οποίος αποκομίζει το όφελος από την παροχή εργασίας, οφείλει να φέρει και τους συναφείς με αυτήν κινδύνους, αναλαμβάνοντας τον επιχειρηματικό κίνδυνο της οικονομικής δραστηριότητας (άρθρο 332 του Α.Κ.).
Κατά συνέπεια, η?ζημία?που επέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας που έχει ανατεθεί στον?εργαζόμενο?και βρίσκεται σε συνάφεια με αυτή (ενώ ταυτόχρονα ο?εργαζόμενος?δεν βαρύνεται με δόλο), δεν μπορεί να αναλαμβάνεται από τον?εργαζόμενο?με την μορφή της οποιαδήποτε περικοπής του μισθού του.
Τέλος, το άρθρο 665 του Α.Κ. επιτρέπει τις συμφωνημένες και έντοκες κρατήσεις στο μισθό για κάλυψη ενδεχόμενης?ζημίας?του?εργοδότη, στο μέτρο που οι κρατήσεις αυτές δεν είναι απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή του?εργαζόμενου?και της οικογένειάς του.
6. Εν κατακλείδι
Αντίκειται στην ίδια τη φύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπου ο?εργαζόμενος?θέτει την εργασία του στη διάθεση του?εργοδότη?και δε δύναται να ασφαλιστεί ο ίδιος έναντι επαγγελματικών κινδύνων, να επιρρίπτεται σε εκείνον αποκλειστικά η?ευθύνη?για κάθε?ζημία?που εξ αμελείας προκαλεί κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Η διάταξη του άρθρου 652 του Α.Κ. παρέχει, πλέον, πλήρως στο Δικαστή την ευχέρεια να προβεί σε κάθε περίπτωση σε στάθμιση και επιμερισμό της?ευθύνης?αυτής μεταξύ?εργαζόμενου?και?εργοδότη, με βάση τα εφαρμοστέα κριτήρια και τις περιστάσεις της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, σε περίπτωση πρόκλησης?ζημίας?εξ αμελείας του?εργαζόμενου. Καθότι θετικοποιείται ο περιορισμός της?ευθύνης?του?εργαζόμενου, προς άρση των δυσμενών εις βάρος του συνεπειών, ως επέρχονταν μέχρι προσφάτως.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου που δημοσιεύθηκε στο?τεύχος Νοεμβρίου 2023 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά και στις σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου 837/2019, 1454/2018 και 296/2016.