ΑΠΟΦΑΣΗ
Korgun κατά Ουκρανίας της 14.12.2023 (αριθ. προσφ. 68907/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύλληψη και καταδίκη αστυνομικού για δωροληψία. Κατά τη διάρκεια πειθαρχικής έρευνας ο αστυνομικός τέθηκε σε διαθεσιμότητα και μετά την καταδίκη του τέθηκε σε μόνιμη αργία.
Από την ημέρα της σύλληψής του μέχρι και την ημέρα απόλυσής του δεν του καταβλήθηκε κανένας μισθός. Άσκησε αγωγή για να του καταβληθούν οι οφειλόμενοι μισθοί, η οποία έγινε δεκτή, ωστόσο το εναγόμενο αστυνομικό τμήμα έκανε έφεση υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε λόγος να καταβληθεί στον προσφεύγοντα ο μισθός του, δεδομένου ότι, κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, βρισκόταν υπό κράτηση και δεν είχε εκτελέσει τα καθήκοντά του ως αστυνομικός. Επισήμανε επίσης ότι οι κανονισμοί για τις αποδοχές των αστυνομικών είχαν τροποποιηθεί και ένας νέος κανόνας προέβλεπε τη διακοπή της καταβολής του μισθού για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας αστυνομικός βρισκόταν υπό κράτηση. Το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση και απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος του αιτήματος του προσφεύγοντος, κάνοντάς το δεκτό μόνο για την περίοδο της πειθαρχικής έρευνας.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα δικαστήρια υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα και εφάρμοσαν διατάξεις που δεν ήταν εφαρμοστέες στην περίπτωσή του.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε γιατί θεώρησε ότι οι κανόνες περί θέσης σε αργία εφαρμόζονται στον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι ουδέποτε αποδείχθηκε ότι είχε ληφθεί απόφαση για τη θέση του σε αργία. Επιπλέον, δεν δόθηκε καμία απάντηση στα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να εξετάσουν και να σχολιάσουν τους ισχυρισμούς που ήταν καθοριστικοί για την έκβαση της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε 2.250 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, τότε αστυνομικός, συνελήφθη στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ως ύποπτος για δωροληψία. Παρέμεινε υπό κράτηση τουλάχιστον μέχρι την καταδίκη του.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2010 ο προσφεύγων τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τη θέση του για το διάστημα που θα διαρκούσε η πειθαρχική έρευνα. Στις 4 Μαρτίου 2010 η έρευνα ολοκληρώθηκε με το πόρισμα ότι το ζήτημα της παραμονής του προσφεύγοντος στη θέση του εξαρτάται από την έκβαση της ποινικής υπόθεσης.
Στις 6 Μαΐου 2011 ο προσφεύγων καταδικάστηκε και στις 16 Σεπτεμβρίου 2011 απολύθηκε από την αστυνομία εξαιτίας της καταδίκης.
Από την ημέρα της σύλληψής του μέχρι την ημέρα της απόλυσής του δεν του καταβλήθηκε κανένας μισθός. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά του πρώην εργοδότη του, Αστυνομικού Τμήματος, ζητώντας να του καταβληθούν οι οφειλόμενοι μισθοί για την περίοδο αυτή.
Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Κιέβου έκανε δεκτή την αγωγή του. Παρέπεμψε ιδίως στο άρθρο 17 του πειθαρχικού καταστατικού της αστυνομίας και στο άρθρο 3 των κανονισμών για τις αποδοχές των αστυνομικών. Και οι δύο διατάξεις προέβλεπαν ότι ένας αστυνομικός που υπόκειται σε πειθαρχική έρευνα μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα, διατηρώντας παράλληλα τις αποδοχές του. Το δικαστήριο διέταξε τον εναγόμενο να καταβάλει στον προσφεύγοντα τις καθυστερούμενες αποδοχές για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από τη σύλληψή του έως την απόλυσή του.
Το εναγόμενο Αστυνομικό Τμήμα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε λόγος να καταβληθεί στον προσφεύγοντα ο μισθός του, δεδομένου ότι, κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, βρισκόταν υπό κράτηση και δεν είχε εκτελέσει τα καθήκοντά του ως αστυνομικός. Επισήμανε επίσης ότι οι κανονισμοί για τις αποδοχές των αστυνομικών είχαν τροποποιηθεί και ένας νέος κανόνας προέβλεπε τη διακοπή της καταβολής του μισθού για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας αστυνομικός βρισκόταν υπό κράτηση. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης θα ήταν αντίθετη προς το νόμο και θα οδηγούσε σε κατάχρηση των πιστώσεων του προϋπολογισμού.
Ο προσφεύγων κατέθεσε Προτάσεις στο εφετείο, σημειώνοντας ότι οι τροποποιήσεις των κανονισμών που επικαλέστηκε η αντίδικη πλευρά είχαν τεθεί σε ισχύ το 2012, μετά την απόλυση του προσφεύγοντος, και συνεπώς ήταν ανεφάρμοστες.
Ο προσφεύγων υπέβαλε στο Δικαστήριο απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη στις 24 Ιανουαρίου 2013 ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου του Κιέβου. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητά τους. Σύμφωνα με τα πρακτικά αυτά, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο εκπρόσωπος του εναγομένου τόνισε ότι δεν είχε καταβληθεί μισθός στον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι δεν εργαζόταν και δεν εκτελούσε τα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου. Ο προεδρεύων δικαστής είχε ρωτήσει την πλευρά των εναγομένων αν το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε εμφανιστεί στην εργασία του είχε τεκμηριωθεί και επισημοποιηθεί ως λόγος παρακράτησης μισθού και οι εναγόμενοι απάντησαν ότι δεν είχε γίνει.
Το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση και απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος του αιτήματος του προσφεύγοντος, κάνοντάς το δεκτό μόνο για την περίοδο της πειθαρχικής έρευνας (17 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου 2010). Το Εφετείο συμφώνησε ότι σε περίπτωση παύσης λόγω πειθαρχικής έρευνας ο υπάλληλος που τέθηκε σε διαθεσιμότητα έπρεπε να συνεχίσει να λαμβάνει τον μισθό του. Αυτό σήμαινε ότι το δικαίωμα μισθοδοσίας του προσφεύγοντος διατηρήθηκε για την περίοδο της έρευνας, από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 4 Μαρτίου 2010.
Όσον αφορά το υπόλοιπο της επίμαχης περιόδου, το δικαστήριο παρέπεμψε στη διάταξη των κανονισμών για τις αποδοχές των αστυνομικών (άρθρο 3), η οποία διέπει τις αποδοχές σε περίπτωση που ένας αστυνομικός τεθεί σε άδεια. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, η εν λόγω τοποθέτηση ήταν δυνατή κατά τη διάρκεια «οργανωτικών και προσωπικών μέτρων» για διάστημα έως 15 ημερών (ή εφόσον είχε εγκριθεί από τον Υπουργό, 2 μηνών). Οι κανονισμοί προέβλεπαν ότι κατά τη διάρκεια αυτής της τοποθέτησης ο μισθός καταβαλλόταν, εκτός από το μισθό που κάλυπτε την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος βρισκόταν υπό κράτηση.
Το Εφετείο ανέφερε επίσης ότι το γενικό εργατικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα αποδοχών των αστυνομικών και ότι εφαρμόζονται μόνο οι προαναφερόμενοι ειδικές διατάξεις.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Υποστήριξε ότι ουδέποτε είχε τεθεί σε άδεια και ότι ουδέποτε είχε ληφθεί σχετική απόφαση. Κατά συνέπεια, η διάταξη περί θέσης σε αργία στην οποία αναφέρθηκε το Εφετείο δεν είχε εφαρμογή σε αυτόν.
Στις 10 Ιουλίου 2014 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα δικαστήρια υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα και εφάρμοσαν διατάξεις που δεν ήταν εφαρμοστέες στην περίπτωσή του.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το σκεπτικό των εθνικών δικαστηρίων δεν έφθασε στο επίπεδο της αυθαιρεσίας ή του προφανούς παραλογισμού, δεδομένου ότι τα δικαστήρια είχαν αναφερθεί στις διατάξεις του εθνικού δικαίου που προέβλεπαν ότι δεν καταβαλλόταν μισθός για τις περιόδους κράτησης. Η απόφαση του Εφετείου είχε επανεξεταστεί και είχε επικυρωθεί μετ’ αναίρεση. Η προσφυγή του προσφεύγοντος στο ΕΔΔΑ ήταν μια προσπάθεια να αμφισβητήσει την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα εθνικά δικαστήρια, ένα κλασικό παράδειγμα προσφυγής «τετάρτου βαθμού». Yποστήριξε επίσης ότι η εθνική νομοθεσία προέβλεπε τη διατήρηση των αποδοχών των αστυνομικών μόνο κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής έρευνας. Αυτό είχε επιβεβαιωθεί από τα δικαστήρια. Ο προσφεύγων είχε συλληφθεί από τις 3 Φεβρουαρίου 2010 και καμία νομοθετική διάταξη δεν προέβλεπε την καταβολή μισθού κατά τη διάρκεια της σύλληψης ενός αστυνομικού. Η θέσπιση, στις 4 Μαΐου 2012, ειδικής διάταξης που απέκλειε την πληρωμή κατά τη διάρκεια της σύλληψης δεν σήμαινε ότι οι πληρωμές είχαν καταβληθεί πριν από τη θέσπιση της διάταξης αυτής, αλλά αποσκοπούσε απλώς στην αποσαφήνιση του ζητήματος.
ΑΡΘΡΟ 6 § 1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 6 § 1 υποχρεώνει τα δικαστήρια να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, αλλά δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι απαιτεί λεπτομερή απάντηση σε κάθε επιχείρημα (βλ. Perez κατά Γαλλίας [GC], αρ. προσφ. 47287/99 § 81). Το ερώτημα αν ένα δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογίας, που απορρέει από το άρθρο 6 § 1, μπορεί να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. Gorou κατά Ελλάδας (αριθ. 2) της 20.03.2009 [GC], αρ. προσφ. 12686/03, § 37).
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που αντανακλά μια αρχή που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς (βλ. García Ruiz κατά Ισπανίας [GC], αριθ. 30544/96 § 26). Η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι ο διάδικος σε δικαστική διαδικασία μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς που είναι καθοριστικοί για την έκβαση της εν λόγω υπόθεσης (βλ. Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας της 06.11.2018 [GC], αρ. προσφ. 55391/13 κ.α. § 185).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε γιατί θεώρησε ότι οι κανόνες περί θέσης σε αργία εφαρμόζονται στον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι ουδέποτε αποδείχθηκε ότι είχε ληφθεί απόφαση για τη θέση του σε αργία.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για το ζήτημα σχετικά με το σκεπτικό του Εφετείου, αλλά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν σχολίασε καθόλου το επιχείρημα αυτό, επαναλαμβάνοντας απλά το σκεπτικό του Εφετείου.
Το Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε επίσης καμία σιωπηρή απάντηση στα επιχειρήματα του προσφεύγοντος (αντιπαραβάλλεται με Čivinskaitė κατά Λιθουανίας της 15.09.2020, αρ. προσφ. 21218/12 §§ 142-44).
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί αν τα δικαστήρια απλώς παρέλειψαν να ασχοληθούν με το εν λόγω επιχείρημα ή αν είχαν την πρόθεση να το απορρίψουν και, αν αυτή ήταν η πρόθεσή τους, ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισαν με τον τρόπο αυτό. Τα δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν σε καμία άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για τη μη καταβολή του μισθού του προσφεύγοντος κατά τη σχετική περίοδο.
Το εναγόμενο επικαλέστηκε μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών κανονισμών που θεσπίστηκαν το 2012. Το επιχείρημά στο πλαίσιο αυτό ήταν διφορούμενο: δεν ανέφερε ρητά (πολλώ δε μάλλον δεν παρέθεσε καμία διάταξη του νόμου προς υποστήριξη του επιχειρήματός του) ότι οι τροποποιήσεις προορίζονταν να εφαρμοστούν αναδρομικά, αλλά μάλλον φάνηκε να υποστηρίζει ότι, λόγω των τροποποιήσεων, θα είχε δυσκολία να συμμορφωθεί με την απόφαση για δημοσιονομικούς λόγους.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις ήταν περιττές και απλώς κατέστησαν σαφές αυτό που υποτίθεται ότι ίσχυε στο εσωτερικό δίκαιο ακόμη και πριν από τη θέσπισή τους, ότι δηλαδή ο νόμος δεν παρείχε δικαίωμα μισθοδοσίας στους αστυνομικούς όσο αυτοί βρίσκονταν υπό κράτηση και, ως εκ τούτου, δεν εκτελούσαν τα καθήκοντά τους. Αυτό απηχούσε επίσης το επιχείρημα που προέβαλε το εναγόμενο στην έφεσή του.
Ωστόσο, ούτε το Εφετείο ούτε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκαν ποτέ σε κανένα από τα επιχειρήματα αυτά. Επιπλέον, δεν αναφέρθηκε ποτέ καμία συγκεκριμένη νομική διάταξη στην οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν αυτά τα επιχειρήματα, ούτε από το εναγόμενο ούτε από την Κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να εξετάσουν και να σχολιάσουν τις προτάσεις που ήταν καθοριστικές για την έκβαση της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν εξετάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, για να θεωρηθεί η δικαστική διαδικασία «δίκαιη» και διαπίστωσε παραβίαση του ανωτέρω άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 1 ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη διαπίστωσή του βάσει του άρθρου 6 § 1 και ιδίως τις εκτιμήσεις που παρατίθενται ανωτέρω, εξέτασε τα κύρια νομικά ζητήματα που εγείρονται με την προσφυγή και ότι δεν χρειάστηκε να αποφανθεί χωριστά επί της καταγγελίας βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ. Centre for Legal Resources on behalf of Valentin Câmpeanu κατά Ρουμανίας [GC], αρ. προσφ. 47848/08 § 156, Xero Flor w Polsce sp. z.o.o. κατά Πολωνίας της 07.05.2021, αρ. προσφ. 4907/18 § 295, Bochan κατά Ουκρανίας (αριθ. 2) [GC], αρ. προσφ. 22251/08, § 68).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 2.250 ευρώ για ηθική βλάβη
επιμέλεια: echrcaselaw.com