Αριθμός 1483/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Σύμβουλοι, Ευαγγελία Τζιράκη, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Ιανουαρίου 2018 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των: 1. ., κατοίκου Αθηνών (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Ρέμελη, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. ., κατοίκου εν ζωή Αθηνών (.), ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του, α. . και δ. ., οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 3. ., κατοίκου εν ζωή Αθηνών (.), ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του α. ., και ε. ., και 4. ., κατοίκου Αθηνών (.), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια.
και κατά του παρεμβαίνοντος ., κατοίκου Πεύκης Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους α. Νικόλαο – Κομνηνό Χλέπα, και β. Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τους διόρισε με πληρεξούσιο και οι οποίοι κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς τους.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 5558/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χρήστου Λιάκουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων και των συνεχιζόντων τη δίκη κληρονόμων του δεύτερου και τρίτου των αποβιωσάντων αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 5558/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 9475/2015 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, μεταρρυθμίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, μειώθηκαν τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα υπέρ των αναιρεσιβλήτων ποσά αποζημίωσης και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσίβλητο 700.000 ευρώ, στον δεύτερο 350.000 ευρώ, στον τρίτο 1.857.520 ευρώ και στην τέταρτη αναιρεσίβλητη 1.777.216 ευρώ, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να τους καταβάλει το αναλογούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 αντάλλαγμα, για τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης εκδοθέντες κατά τις διατάξεις του ν. 2300/1995, των οποίων οι αναιρεσίβλητοι ήταν δικαιούχοι και των οποίων η ακυρότητα διαπιστώθηκε δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002.
2. Επειδή, όπως προκύπτει από το προσκομισθέν απόσπασμα της 30/21/2020 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Αθηνών ο δεύτερος αναιρεσίβλητος . απεβίωσε στις 6.9.2020, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (22.1.2018), φέρεται δε ότι κατέλιπε ως κληρονόμους της επίδικης αποζημιωτικής απαίτησης την . και τα ανήψια του . (ο οποίος είχε προαποβιώσει αυτού, βλ. την ./2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Αθηνών), . και . (βλ. το ./17.9.2020 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Αθηναίων, τα ./2.3.2021, ./2.3.2021 και ./2.3.2021 πρακτικά δημοσίευσης διαθήκης της Ειρηνοδίκη Αθηνών Ιωάννας Τουρή και τις συνημμένες σε αυτά, αντίστοιχα, ./29.10.2019, ./17.10.2019 και ./16.1.2014 δημόσιες διαθήκες του θανόντος δεύτερου αναιρεσίβλητου καθώς και το ./29.8.2022 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης άλλη διαθήκης αυτού του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω, ο τρίτος αναιρεσίβλητος ., όπως προκύπτει από την ./2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Αθηνών, απεβίωσε στις 8.7.2019, επίσης μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, φέρεται δε ότι κατέλιπε ως κληρονόμους της περιουσίας του την σύζυγό του ., τα τέκνα του . και την ανηψιά του . (βλ. το ./9.9.2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Αθηναίων, τα ακριβή αντίγραφα και τις ακριβείς μεταφράσεις των από 21.1.2017 και 2.1.2018 ξενόγλωσσων διαθηκών του θανόντος τρίτου αναιρεσίβλητου που φέρουν τις αντίστοιχες ./17.2.2020 και ./17.2.2020 επισημειώσεις της Σύμβασης της Χάγης καθώς και το ./29.8.2022 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω (εκτός του προαπαβιώσαντος κληρονόμου του δεύτερου αναιρεσίβλητου .) συνεχίζουν τη δίκη ως προς τους δύο θανόντες αναιρεσίβλητους και παρέστησαν ως αναιρεσίβλητοι, σύμφωνα με τη δήλωση που περιέχεται στο από 6.12.2022 κατατεθέν στο Δικαστήριο υπόμνημά τους.
3. Επειδή, ο ., ο οποίος προβάλλει ότι είναι συνιδιοκτήτης του αυτού βαρυνομένου ακινήτου και νόμιμος δικαιούχος αντίστοιχων με των αναιρεσιβλήτων αποζημιωτικών αξιώσεων που απορρέουν από τίτλους Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης που είχαν χορηγηθεί στον δικαιοπάροχό του και τον ίδιο για το εν λόγω ακίνητο και ο οποίος είναι διάδικος σε ανάλογη δίκη ενώπιον πλέον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ασκεί την από 29.8.2022 παρέμβαση, κατ’ επίκληση του άρθρου 55 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 2479/1997 (Α΄ 152). Η παρέμβαση όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Και τούτο διότι κατά το άρθρο 55 του π.δ. 18/1989, δεν συγχωρείται παρέμβαση στην αναιρετική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 323/2019, 328/2016, 601/2014, 1664/2011 Ολ., 3872/2009, 1545/2008 Ολ., 2585/2007, 1500, 3885/2,005), με την εξαίρεση των περιπτώσεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67) και του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2239/1994 (Α΄ 152), περί των οποίων δεν πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση (ΣτΕ 328/2016, 601/2014, 3872/2009, βλ. ΣτΕ 1545/2008 Ολ., 2585/2007, 1500/2005), παρέμβαση δε, κατά το άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιτρέπεται μόνον υπέρ του κύρους προσβαλλόμενης με αίτηση ακυρώσεως πράξης, Εξάλλου, ο ανωτέρω παρεμβαίνων δεν συμμετείχε στην ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου δίκη και, συνεπώς, δεν κατέστη διάδικος στη δίκη εκείνη, ώστε να νομιμοποιείται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα ως διάδικος στην παρούσα δίκη (ΣτΕ 323/2019, 1664/2011 Ολ., βλ. ΣτΕ 719/2000).
4. Επειδή, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/ 22.12.2016), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 4877/2012 7μ., 4163/2012 7μ., 2182, 2582, 3994/2013, 329/2014, 3026/2017, 2196/2018 κ.ά.). Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη νομολογίας ή αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (Σ.τ.Ε. 804/2022, 677/2021, 300/2020, 2257/2018, 3316/2017).
5. Επειδή, με το άρθρο 2 του ν. 880/1979 «Περί καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως, εισαγωγής του θεσμού μεταφοράς συντελεστού δομήσεως και ετέρων τινων διαρρυθμίσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας» (Α΄ 58) προβλέφθηκε, ως ειδικός τρόπος αποζημίωσης των ιδιοκτητών ακινήτων τα οποία χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα (παρ. 1) ή ευρίσκονται σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία της πόλης ή ρυμοτομούνται (παρ. 7). Ειδικότερα, στην παρ.7 του ανωτέρω άρθρου 2 ορίζονταν τα εξής: “ Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί περιπτώσεως ουχί διατηρητέων κτιρίων, αλλ’ ετέρων ακινήτων άνευ κτισμάτων ή με περιορισμένα ή προς κατεδάφισιν κτίσματα, ευρισκομένων εις πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία των πόλεων ή οικισμών, ως και διά το ρυμοτομούμενον τμήμα ακινήτου, διά το οποίον τμήμα δεν τυγχάνει κατά τας κειμένας διατάξεις υπόχρεως προς καταβολήν της αποζημιώσεως αυτός ούτος ο κύριος του ακινήτου”. Προβλέφθηκε, επίσης, μεταφορά συντελεστή δομήσεως από το εκάστοτε συγκεκριμένο ακίνητο (βαρυνόμενο) σε άλλο ακίνητο (ωφελούμενο), ευρισκόμενο στην ίδια ή άλλη περιοχή, με την έκδοση σε για κάθε περίπτωση προεδρικού διατάγματος, χορηγήθηκε δε εξουσιοδότηση για την έκδοση διατάγματος για τη ρύθμιση των σχετικών προϋποθέσεων (παρ. 9). Όπως έχει κριθεί (ΣΕ 1071-73, 1846/1994 Ολομ. κ.ά.), οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 2 του ν. 880/1979 και των εκδοθέντων κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού π. δ/των 470/1979 «Περί του μετασχηματισμού των συντελεστών δομήσεως εις εμβαδά κατά την εφαρμογήν του ν. 880/1979» (Α΄ 138) και 510/1979 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων μεταφοράς συντελεστού δομήσεως κατά το ν. 880/1979» (Α΄ 154), όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι επέτρεπαν την μ.σ.δ. αδιακρίτως σε οποιαδήποτε περιοχή εντός ή εκτός σχεδίου, βάσει μόνο της καταλληλότητας του ωφελούμενου ακινήτου, και όχι, όπως έπρεπε, σε περιοχές εκ των προτέρων καθορισμένες ως ζώνες μ.σ.δ. με πολεοδομικά κριτήρια, όπως η θέση, η φυσιογνωμία, ο βαθμός οικιστικής ανάπτυξης, τα περιθώρια και η δυνατότητα επιβάρυνσης της περιοχής που δέχεται τον ως άνω συντελεστή και η συνολική επιβάρυνση αυτής, και για τον λόγο αυτόν είναι στο σύνολό τους αντισυνταγματικές και ανίσχυρες. Στη συνέχεια, με το ν. 2300/1995 «Μεταφορά συντελεστή δόμησης…» (Α΄ 69) ρυθμίσθηκε εκ νέου ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 880/1979 και των εκτελεστικών του π.δ/των 470/1979 και 510/1979. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νέου νόμου, στο οποίο απαριθμούνται οι κατηγορίες βαρυνόμενων ακινήτων, δηλαδή εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να χορηγηθεί τίτλος δικαιώματος μ.σ.δ., το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων, και για ακίνητα που χαρακτηρίζονται από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και για ακίνητα χωρίς κτίσματα ή με κτίσματα προς κατεδάφιση που βρίσκονται σε σημεία της πόλης χαρακτηριζόμενα πολεοδομικώς ενδιαφέροντα για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν.880/1979. Εξάλλου, στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου περιέχονται ρυθμίσεις που αναφέρονται στις περιοχές στις οποίες επιτρέπεται η μεταφορά συντελεστή δόμησης και στους κανόνες με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιείται η μεταφορά. Όπως κρίθηκε με την απόφαση ΣΕ 6070/1996 Ολομ., καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 24 και 17 του Συντάγματος, όπως ίσχυαν πριν την αναθεώρηση του 2001, ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης μπορεί να προβλεφθεί από το νομοθέτη μόνο ως μέθοδος αποζημίωσης στις περιπτώσεις του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, δηλαδή για ακίνητα στα οποία επιβάλλονται ουσιώδεις περιορισμοί για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι δε σε άλλες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική συνταγματική πρόβλεψη, όπως επί των ρυμοτομούμενων ακινήτων, και για το λόγο αυτόν αποκλείεται στο νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς συντελεστή στην περίπτωση αυτή. Εν όψει τούτων, με την ίδια απόφαση ΣΕ 6070/1996 Ολομ. κρίθηκε ότι οι διατάξεις του νέου ν. 2300/1995 είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στο άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, αφενός κατά το μέρος που χαρακτηρίζονται ως “βαρυνόμενα” ακίνητα, δηλαδή ως ακίνητα, από τα οποία επιτρέπεται να μεταφερθεί συντελεστής και για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί τίτλος δικαιώματος μεταφοράς, μεταξύ άλλων, τα ρυμοτομούμενα ακίνητα, αφ ετέρου δε κατά το μέρος που επιτρέπεται με το άρθρο 4 αυτού η πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστή όχι εντός ειδικών ζωνών, προκαθορισμένων με κριτήρια που είναι σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, και ευρισκομένων εντός των ορίων του δήμου ή της κοινότητος, όπου ευρίσκεται το βαρυνόμενο ακίνητο, αλλά σε περιοχές υποδοχής συντελεστή δομήσεως (Π.Υ.Σ.ΔΟ.), οι οποίες καθορίζονται με τις ενότητες Α και Β του άρθρου αυτού κατά τρόπον ώστε να περιλαμβάνουν όλες τις εντός σχεδίου πόλης εκτάσεις (βλ. και ΣΕ 446/98, 2123/06, 2773/10 7μ. κ.ά.) Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί, η διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 21 του ως άνω ν. 2300/1995, κατά την οποία τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν, εάν έχει την έννοια ότι κυρώνονται τίτλοι στηριζόμενοι σε αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι επίσης ανίσχυρη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα (ΣΕ 4301/1997, 1933/2005).
6. Επειδή, μετά την αναθεώρηση του 2001 η παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου». Υπό το κράτος της νέας αυτής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 3044/2002 (Α΄ 197), με τον οποίο ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δομήσεως (Μ.Σ.Δ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι το δικαίωμα μεταφοράς σ.δ. συνιστάται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ που εκδίδεται μετά γνώμη του ΚΣΧΟΠ (παρ. 1 και 2), στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι το δικαίωμα μ.σ.δ. ενσωματώνεται σε ονομαστικό τίτλο που εκδίδεται από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 με τον τίτλο “Βαρυνόμενα ακίνητα” [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 80 του ν. 4495/2017 (Α’ 167)] ορίζονται τα εξής: “1. Βαρυνόμενα ακίνητα για τα οποία επιτρέπεται να εκδοθεί τίτλος Μ.Σ.Δ. Είναι: 1. α) Ακίνητα με κτίρια, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί τα ίδια ή η χρήση τους διατηρητέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α`) ή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 79 του ν.δ. 8/1973 (ΦΕΚ 124 Α`), καθώς και ακίνητα στα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985, έχουν επιβληθεί όροι και περιορισμοί δόμησης για την προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων κτιρίων. β) Ακίνητα με οικοδομήματα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί μνημεία, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικώς της πολιτιστικής κληρονομιάς. γ) Ακίνητα εντός σχεδίου πόλης ή εντός ορίων οικισμού, τα οποία χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικώς της πολιτιστικής κληρονομιάς, αρχαιολογικοί χώροι ή ιστορικοί τόποι και για τα οποία έχουν τεθεί περιορισμοί στην εξάντληση του Σ.Δ. ή στα οποία απαγορεύεται τελείως η δόμηση. δ) Ακίνητα τα οποία χαρακτηρίζονται από τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια κοινόχρηστοι χώροι. Στα ακίνητα αυτά τίτλος Μ.Σ.Δ. εκδίδεται μόνο για το ρυμοτομούμενο τμήμα, για το οποίο δεν είναι υπόχρεος προς καταβολή της αποζημίωσης ο ίδιος ο κύριος του ακινήτου, όπως το ακίνητο υφίστατο κατά την έγκριση του σχεδίου πόλης και με την προϋπόθεση ότι ο κύριος του ακινήτου αποδέχεται αυτό το είδος αποζημίωσης. Για τα ανωτέρω ακίνητα, η απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με την έγκριση του σχεδίου πόλης θεωρείται ότι συντελείται με την έκδοση του τίτλου Μ.Σ.Δ.. 2. Ακίνητα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ δεν θεωρούνται βαρυνόμενα, εφόσον έχουν χαρακτηριστεί χώροι κοινής ωφέλειας ή είναι χώροι λατρείας οποιουδήποτε δόγματος. Ακίνητα που αναφέρονται στις περιπτώσεις β` και γ` δεν θεωρούνται βαρυνόμενα, εφόσον ανήκουν στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. με εξαίρεση τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού. 1. Επιτρέπεται η μεταφορά ολόκληρου του Σ.Δ. των ακινήτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1, εφόσον ο κύριος παραχωρήσει την κυριότητα στο Δημόσιο ή στον οικείο Ο.Τ.Α. α` βαθμού, χωρίς άλλο αντάλλαγμα. Σε περίπτωση συγκυριότητας, η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να εφαρμοστεί και για κάθε συγκύριο για το ποσοστό που του αναλογεί. 1. Οι φορολογικές απαλλαγές της παρ. 2 του άρθρου 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. 4. Στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1, η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η έκδοση τίτλου Μ.Σ.Δ. και ο τίτλος αφορούν και το τυχόν ρυμοτομούμενο τμήμα, δομημένο ή μη, του διατηρητέου ακινήτου.” Στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι η μεταφορά Σ.Δ. πραγματοποιείται αποκλειστικά σε ακίνητο (ωφελούμενο ακίνητο) που βρίσκεται σε Ζώνη Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (Ζ.Υ.Σ.) και ορίζονται τα του καθορισμού Ζ.Υ.Σ., στο δε άρθρο 5 ορίζεται ότι η μεταφορά σ.δ. στο ωφελούμενο ακίνητο πραγματοποιείται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για πολεοδομικά θέματα της οικείας Ν.Α. (παρ. 1 και 3). Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 ρυθμίζεται η τύχη των πράξεων περί εγκρίσεως μ.σ.δ. και των τίτλων μ.σ.δ. που εκδόθηκαν με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 80 του ν. 4495/2017 (Α’ 167) και είχε συμπληρωθεί με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3212/2003 (Α’ 308)] ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Έκδοση τίτλου Μ.Σ.Δ., σε εκτέλεση προεδρικού διατάγματος ή υπουργικής απόφασης έγκρισης έκδοσης τίτλου, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, επιτρέπεται μόνον εφόσον το ακίνητο είναι βαρυνόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις ανακαλούνται αυτεπαγγέλτως από τη διοίκηση. 2. Τίτλοι που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις και δεν έχουν πραγματοποιηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι, εφόσον αφορούν ακίνητο το οποίο δεν είναι βαρυνόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3. Οι τίτλοι που διατηρούνται σε ισχύ πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. 3. … 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται η διαδικασία για την ανάκληση των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η διαδικασία για τη διαπίστωση της αυτοδίκαιης ακυρότητας των τίτλων και των πράξεων που αναφέρονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 2 και 3, ο τρόπος ενημέρωσης των δικαιούχων, η μεταγραφή των διαπιστωτικών για την ακυρότητα πράξεων και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων. 5. … 6. Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που προέρχεται από κτίρια που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α΄) ή στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58 Α΄) μπορεί να επιλέξει ή την επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2052/ 1992 (ΦΕΚ 94 Α΄), για την κατασκευή χώρων στάθμευσης, μπορεί να επιλέξει ή την υπαγωγή του στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης των νόμων 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄) και 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α΄) ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος επαναφοράς του συντελεστή στο ακίνητο, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης, καθώς και το ύψος της, η διαδικασία εξαγοράς του τίτλου μέσω του Ε.Τ,Ε.Ρ,Π.Σ., ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του, ο τρόπος καταβολής και κάθε άλλη λεπτομέρεια». Σχετική όμως κοινή υπουργική απόφαση δεν προκύπτει ότι εκδόθηκε.
7. Επειδή, με τις διατάξεις των παραγρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, καθορίσθηκαν τα της ανάκλησης πράξεων εγκριτικών μ.σ.δ. και τίτλων μ.σ.δ. που εκδόθηκαν με τις προ του ν. 3044/2002 διατάξεις σε περίπτωση ακινήτων που δεν χαρακτηρίζονται ως βαρυνόμενα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, η δε σχετική διαδικασία καθορίσθηκε με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παραγρ. 4 του ίδιου άρθρου κ.υ.α. 8385/19.2.2004 “Διαδικασία ανάκλησης πράξεων και διαπίστωσης αυτοδίκαιης ακυρότητας τίτλων και πράξεων Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης” (Δ΄ 162)]. Περαιτέρω, στην παράγρ. 6 του άρθρου 7 προβλέπεται υπέρ του ιδιοκτήτη η δυνατότητα επιλογής είτε “επαναφοράς” του σ.δ. στο ρυμοτομηθέν ακίνητο είτε “εξαγοράς” του σχετικού τίτλου σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, εγκριτικών πράξεων και τίτλων μ.σ.δ. που είχαν εκδοθεί με τις διατάξεις των ν. 880/1979 και 2300/1995, καθορίσθηκε δε η σχετική διαδικασία με την έκδοση της προβλεπόμενης στην παράγρ. αυτή κοινής υπουργικής απόφασης (Σ.τ.Ε. 2148/2016). Ειδικότερα, το άρθρο αυτό παρέχει την ανωτέρω δυνατότητα επιλογής στους δικαιούχους τίτλων μ.σ.δ. που προέρχονται από κτίρια που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/ 1979, η οποία, κατά το γράμμα της αναφέρεται σε ακίνητα άνευ κτισμάτων ή με περιορισμένα ή προς κατεδάφιση κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία της πόλης ή του οικισμού. Ενόψει τούτων και σε συνδυασμό με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, κατά την οποία θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι όλοι οι τίτλοι μ.σ.δ. που έχουν εκδοθεί με τις προϊσχύουσες διατάξεις και δεν έχουν έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού πραγματοποιηθεί, προκύπτει ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα επιλογής προβλέπεται και για δικαιούχους τίτλων από ακίνητα χωρίς κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, (όπως προβλέπεται και στην αντίστοιχη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν.2300/1995).
8. Επειδή, στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προβλέπεται ότι: “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε για παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος [..]”. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Παράλειψη νομοθέτησης συντρέχει, ειδικότερα, και στην περίπτωση κατά την οποία η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στην Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος, ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013, 730/2010). Εντούτοις, επί άσκησης τέτοιας δευτερογενούς νομοθετικής λειτουργίας, επικρατούν οι όροι και περιορισμοί που τυχόν θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη, οι οποίοι και διέπουν δεσμευτικώς την κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Εάν, ειδικότερα, πρόκειται για περίπτωση που αφορά την καθιέρωση ενός δικαιώματος προς παροχή, δεν εμποδίζεται ο εξουσιοδοτών νόμος να αναγνωρίσει εξαρχής και αμέσως αυτό το δικαίωμα, με την έννοια, ότι το θεωρεί, από την έναρξη της ισχύος του νόμου, ως παρεχόμενο, καταλείποντας απλώς στο εξουσιοδοτούμενο όργανο την περιορισμένη εξουσία να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την περαιτέρω ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή δεν συγχωρείται να καθίσταται το δικαίωμα αυτό, στην ουσία, ανενεργό, διά της παράλειψης της επιτασσόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης αυτού, όταν η σχετική επιταγή της εξουσιοδότησης δεν επιτρέπει μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος. Συνεπώς, εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς το νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΣτΕ 2544/2013, 730/2010, 2224/2009, βλ. και ΣτΕ 1849/2009 Ολομ. σκ. 5.). Εφόσον δε, κατά τα προεκτεθέντα, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιερώνει, αμέσως και από την έναρξη της ισχύος του νόμου, το δικαίωμα προς παροχή, η αναγνώριση, με δικαστική απόφαση, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εφαρμογή του νόμου συμπληρωματικούς κανόνες, ούτε συνιστά επέμβαση της Δικαστικής λειτουργίας στο έργο της Νομοθετικής ή Εκτελεστικής λειτουργίας ούτε έρχεται σε αντίθεση με την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
9. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Με την .η/ 30.7.1990 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων (Δ΄ 507) αποφασίστηκε η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών (περιοχή ., Αλυσίδα), μεταξύ των οδών Δεκέλειας, Τίρυνθος, Πανδίωνος και του ρέματος Ποδονίφτη, με χαρακτηρισμό τμημάτων των οικοδομικών τετραγώνων (Ο.Τ.) 123 και 124, με στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠ και ΡΣΤΥΦΧΨΡ, αντίστοιχα, ως κοινόχρηστων χώρων πρασίνου. Ακολούθως, και αντί χρηματικής αποζημίωσης, ενόψει της ανωτέρω απόφασης, εκδόθηκε, βάσει των διατάξεων του ν. 2300/1995 «Μεταφορά συντελεστή δόμησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 69), η 40597/9.1.1996 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 62). Με την απόφαση αυτή εγκρίθηκε η μεταφορά συντελεστή δόμησης του βαρυνόμενου ακινήτου άνευ κτισμάτων, κυριότητας, μεταξύ άλλων, των αναιρεσιβλήτων, το οποίο χαρακτηρίσθηκε με την ίδια απόφαση «ως πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, βάσει πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων, για την εξυπηρέτηση των αναγκών συγκοινωνίας και αναψυχής των κατοίκων της πολυσύχναστης και με κυκλοφοριακή στο σημείο αυτό φόρτιση περιοχής, σε συνδυασμό με την προκρινόμενη από το Δήμο Αθηναίων χρήση, ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου, όπως αυτό καθορίζεται με την υπ’ αριθμ. ./30.7.90 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών … κατ’ εφαρμογήν του από 17.7/16.8.1923 Ν. Δ/τος». Το ακίνητο αυτό ανήκει κατά συγκυριότητα (1/8 εξ αδιαιρέτου) τόσο στους τέσσερις αρχικούς αναιρεσιβλήτους, κληρονόμους εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος Ιωάννη Φιξ, όσο και στους τέσσερις λοιπούς συγκυρίους, οι οποίοι κατονομάζονται στην πιο πάνω απόφαση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την εν λόγω υπουργική απόφαση, η συνολική επιφάνεια του βαρυνόμενου ακινήτου είναι 8.593,37 τ.μ., για την οποία χορηγήθηκε δικαίωμα μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ενώ το σύνολο των δομήσιμων επιφανειών που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο ακίνητο αυτό, με συντελεστή δόμησης 2,0 και ποσοστό κάλυψης 70%, ήταν 17.186,74 τ.μ. (6.015,36 τ.μ. στο ισόγειο και 11.171,38 τ.μ. στους ορόφους), που αντιστοιχεί και στη μεταφερόμενη δομήσιμη επιφάνεια. Επίσης, με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε η χορήγηση τίτλου δικαιώματος μεταφοράς συντελεστή δόμησης από το βαρυνόμενο ακίνητο στο όνομα όλων των συγκυρίων, μεταξύ των οποίων και των αναιρεσιβλήτων. Με βάση την ανωτέρω απόφαση εκδόθηκαν υπέρ των δικαιούχων ονομαστικοί τίτλοι δικαιώματος μεταφοράς συντελεστή δόμησης με αριθμούς από . έως .. Ακολούθως, με την 6070/1996 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν.2300/1995 περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης και διακόπηκε η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση των οριζομένων στην παρ.2 του άρθρου 7 του ν.3044/2002, εκδόθηκε η ./15.12.2004 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των ως άνω ονομαστικών τίτλων, για το λόγο ότι αφορούσαν ακίνητο που δεν ηδύνατο να θεωρηθεί βαρυνόμενο κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (ν. 3044/2002) και οι τίτλοι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ακολούθως, οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν την από 24.12.2007 αγωγή με την οποία ισχυρίστηκαν ότι τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρανόμως παρέλειψαν να εκδώσουν την κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν.3044/2002, που ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της διαδικασίας εξαγοράς των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που είχαν εκδοθεί, όπως οι δικοί τους και έτσι κατέστη ανενεργό το δικαίωμά τους να τους καταβληθεί το αναλογούν αντάλλαγμα από την εξαγορά των τίτλων τους που θεωρήθηκαν αυτοδικαίως άκυροι. Περαιτέρω, με την ίδια αγωγή οι αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι η ανωτέρω απόφαση διαπίστωσης της αυτόματης ακυρότητας των τίτλων τους ανατρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου και μάλιστα μετά την πάροδο οκταετίας κατά παράβαση της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στερώντας τους το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους για αποζημίωση ενώ ήδη έχουν στερηθεί και την ιδιοκτησία τους, Ζήτησαν δε να αναγνωριστεί η υποχρέωση αφενός του Ελληνικού Δημοσίου και αφετέρου του Δήμου Αθηναίων να καταβάλουν, νομιμοτόκως, εις ολόκληρον και στον καθέναν από αυτούς, το ποσό των 5.013.750 ευρώ (1/8 της αγοραίας αξίας του ως άνω βαρυνόμενου ακινήτου τους), άλλως το ποσό των 3.509.625 ευρώ (1/8 της αντικειμενικής αξίας του ίδιου ακινήτου τους), ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, είτε από την παράνομη έκδοση της ./15.12.2004 απόφασης της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών, περί διαπίστωσης της αυτοδίκαιης ακυρότητας ορισμένων από τους στο όνομά τους εκδοθέντων τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, είτε από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει το αναλογούν αντάλλαγμα, μετά την αυτοδίκαιη ακυρότητα των ως άνω τίτλων, των οποίων ήταν δικαιούχοι, είτε τέλος από την παράνομη αποστέρηση της πλήρους αποζημίωσης που δικαιούνται από την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου τους. Ειδικότερα, οι αναιρεσίβλητοι στην αγωγή τους αναφέρουν ότι με την ./15.12.2004 απόφαση διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των εξής τίτλων τους: α) των ., στο όνομα της ., β) των ., στο όνομα ., γ) των 1., στο όνομα . και δ) των . (έχει γραφεί δύο φορές), ., στο όνομα .. Για την απόδειξη δε του ύψους της επικαλούμενης ζημίας τους επικαλέστηκαν και προσκόμισαν πρωτοδίκως την από 11.7.2007 τεχνική έκθεση του Διπλωματούχου Αρχιτέκτονα Μηχανικού ., κατά την οποία η μεν αγοραία αξία όλου του ακινήτου ανέρχεται σε 40.110.000 ευρώ, η δε αντικειμενική του αξία σε 28.077.000 ευρώ, καθώς και το συνημμένο σε αυτήν από 10.7.2007 έγγραφο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ., σύμφωνα με το οποίο η τιμή ζώνης του ακινήτου ανέρχεται σε 1.400 ευρώ ανά τ.μ.. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθήνας με τη με αρ. 9475/2015 απόφαση του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Δήμου Αθηναίων, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτού, δέχθηκε ότι τα όργανα του Δημοσίου παρανόμως παρέλειψαν να εκδώσουν την προβλεπόμενη στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, κοινή υπουργική απόφαση για τον καθορισμό της διαδικασίας εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων και ότι από την εν λόγω παράνομη παράλειψη οι ήδη αναιρεσίβλητοι δικαιούνται αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ισόποση με την αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι. Ενόψει αυτών, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει νομιμοτόκως, σε καθένα από τους αναιρεσιβλήτους τα ποσά που αναγράφονται στην ως άνω απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής, το ήδη αναιρεσείον άσκησε έφεση με την οποία προέβαλε ότι με τη διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 δεν παρέχεται ευθέως εξατομικευμένο δικαίωμα των ήδη αναιρεσιβλήτων όσον αφορά στο ζήτημα της εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων τους, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά αντιθέτως χορηγείται απλή προσδοκία κτήσης ατομικού δικαιώματος εξαγοράς τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που όμως γεννάται το πρώτον με την έκδοση της προβλεπόμενης στην ως άνω διάταξη κανονιστικής πράξης (κοινής υπουργικής απόφασης). Περαιτέρω προέβαλε ότι κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του εξουσιοδοτικού νόμου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παροχής του δικαιώματος, αλλά το σχετικό δικαίωμα γεννήθηκε μετά την προηγούμενη έκδοση των οικείων διαπιστωτικών πράξεων περί ακυρότητας των ένδικων τίτλων. Επίσης, το ήδη αναιρεσείον προέβαλε ότι δεν υφίσταται παράλειψη έκδοσης της εν λόγω κανονιστικής πράξης, αφού στο νόμο δεν προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να εκδοθεί η πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση, ενώ οι ήδη αναιρεσίβλητοι δεν επικαλούνται ότι υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις προς έκδοση αυτής. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, του άρθρου 24 του Συντάγματος [πριν και μετά την αναθεώρησή του 2001], του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος [μετά την αναθεώρηση του 2001] και του ν. 3044/2002, έκρινε ότι οι ανωτέρω προβληθέντες λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, έκρινε ότι από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι. Η υποχρέωση αυτή του Δημοσίου υφίσταται ανεξάρτητα από την έκδοση της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Εφόσον δε η υποχρέωση άμεσης κανονιστικής ρύθμισης επιβάλλεται από υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η οικεία εξουσιοδοτική διάταξη δεν προβλέπει προθεσμία για την έκδοση της σχετικής κανονιστικής πράξης, ενώ περαιτέρω, η διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 δεν προβλέπει ως προϋπόθεση για να καταστεί ενεργό το δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων, την προηγούμενη υποβολή αιτήσεως αυτών προς τη Διοίκηση για την εξαγορά των τίτλων τους, ενώ άλλωστε εκ της παρόδου ικανού χρονικού διαστήματος από το 2002 (δημοσίευση του ν.3044/2002) έως την άσκηση της αγωγής στις 24.12.2007, τεκμαίρεται η άρνηση του Δημοσίου να ικανοποιήσει το εν λόγω δικαίωμα. Ακολούθως, το Δημόσιο προέβαλε ότι η πρωτόδικη απόφαση στήριξε την κρίση της ως προς τον καθορισμό του ύψους της ζημίας, μόνο στην από 11.7.2007 τεχνική έκθεση του μηχανικού . και το από 10.7.2007 συνημμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, η οποία όμως (τεχνική έκθεση) δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι συνιστά μαρτυρική κατάθεση για την οποία δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 185 του ΚΔΔ. Ο λόγος αυτός κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί όπως έχει κριθεί, οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους εξώδικες δηλώσεις, επιστολές ή βεβαιώσεις τρίτων προσώπων για πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που διεξάγεται ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου και που περιέχουν κρίσεις προσώπων οι οποίοι έχουν ειδικές γνώσεις ή εμπειρία επί ορισμένου αντικειμένου, αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα αν είναι προγενέστερες του ενδίκου βοηθήματος και δεν έχουν συνταγεί ενόψει ή επ’ ευκαιρία της διοικητικής δίκης (ΣτΕ 1327/2012, 1349/2011, 3042/2004) και συνεπώς η από 11.7.2007 τεχνική έκθεση με το συνημμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, που συντάχθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της αγωγής (24.12.2007) και δεν προκύπτει ότι είχαν συνταχθεί ενόψει ή επ’ ευκαιρία της δίκης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι νόμιμα αποδεικτικά μέσα και ορθώς λήφθηκαν υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως, ορθά με την πρωτόδικη απόφαση το ύψος της ζημίας των ήδη αναιρεσιβλήτων προσδιορίστηκε με βάση την αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ένδικοι τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Περαιτέρω, το ήδη αναιρεσείον προέβαλε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που προσδιόρισε τη ζημία των ήδη αναιρεσιβλήτων στο ποσό της αντικειμενικής αξίας των τετραγωνικών μέτρων των ακυρωθέντων τίτλων, παραβίασε την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, διότι καθόρισε το ίδιο την αξία των ως άνω τίτλων με τον προαναφερόμενο τρόπο. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίθηκε ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος με τη σκέψη ότι, αφού όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, το δικαίωμα εξαγοράς των ήδη αναιρεσιβλήτων γεννάται ευθέως και αμέσως από τη διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 του ν. 3044/ 2002, η αναγνώριση με δικαστική απόφαση, της υποχρέωσης της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εφαρμογή του νόμου, συμπληρωματικούς κανόνες και η συνακόλουθη επιδίκαση αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, λόγω της παράλειψής της να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή, δεν συνιστά επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στο έργο της νομοθετικής ή εκτελεστικής λειτουργίας, ούτε έρχεται σε αντίθεση με την προβλεπόμενη στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των εξουσιών και. Τέλος, το ήδη αναιρεσείον προέβαλε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία των ήδη αναιρεσιβλήτων ανάγεται στην αξία 100 συνολικώς ακυρωθέντων τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ενώ, εάν εκτιμούσε ορθώς το περιεχόμενο της αγωγής, έπρεπε να κρίνει ότι η ζημία τους συνίσταται στην αξία 48 μόνο ακυρωθέντων τίτλων, όπως οι τίτλοι αυτοί περιγράφονται στην αγωγή και επομένως μη νόμιμα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε πέραν των αιτηθέντων. Ο λόγος αυτός έγινε δεκτός ως βάσιμος διότι κρίθηκε ότι η ζημία των ήδη αναιρεσιβλήτων αφορά, όπως προεκτέθηκε, την παράλειψη θέσπισης της διαδικασίας για την εξαγορά των συγκεκριμένων ακυρωθέντων τίτλων και όπως προκύπτει από την αγωγή αφορούσε τελικά 48 τίτλους. Ενόψει των ανωτέρω, με την με αρ. 5558/2017 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι η ασκηθείσα έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να μεταρρυθμιστεί αναλόγως η πρωτόδικη απόφαση.
10. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 15.01.2018 και, συνεπώς υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3900/2010 (Α΄ 213). Ενόψει του ύψους της επιδικασθείσας αποζημίωσης εκάστου των αναιρεσιβλήτων, το επιδικασθέν ποσό σε έκαστο εξ αυτών, ήτοι 700.000, 350.000, 1.857.520, 1.777.216 ευρώ υπερβαίνει το κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 53 παρ. 4 του π.δ. 18/89 (Α’ 8) όριο των 40.000 ευρώ, και ως εκ τούτου η αίτηση ασκείται εξ αυτής της απόψεως παραδεκτώς.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι από το γράμμα των δυο πρώτων εδαφίων της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 προκύπτει ότι το δικαίωμα επιλογής το οποίο εξουσιοδοτείται ο νομοθέτης να θεσπίσει, περιορίζεται στα αποκλειστικώς αναφερόμενα στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 7 ακίνητα [βαρυνόμενα κατά το νόμο 2300/1995 και μη βαρυνόμενα πλέον κατά τις διατάξεις του ν. 3044/2002], και όχι σε όλα τα ακίνητα των οποίων οι τίτλοι μ.σ.δ. θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι κατά την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η θέσπιση δικαιώματος επιλογής δεν προβλέπεται για δικαιούχους τίτλων από ακίνητα χωρίς κτίσματα σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, και ότι στο άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 880/1979 οι προβλεπόμενες περιπτώσεις είναι διακριτές. Συναφώς προβάλλεται ότι οι κατά παράβαση του Συντάγματος εκδοθέντες τίτλοι ΜΣΔ προερχόμενοι από αδόμητα ακίνητα δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, αλλά ο νομοθέτης επιλέγει προς τούτο κατά τρόπο αποκλειστικό ορισμένα ακίνητα της παρ. 2, που είναι αυτά στα οποία υφίστανται κτήρια. Κατά το αναιρεσείον, η μνεία ορισμένων μόνο περιπτώσεων στην παρ. 6 είναι ηθελημένη και δεν μπορεί να αποδοθεί στη διάταξη αυτή ευρύτερο περιεχόμενο, πέραν εκείνου που προκύπτει από το γράμμα της. Συνεπώς, σύμφωνα με το αναιρεσείον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καίτοι δέχτηκε ότι το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων για το οποίο είχαν εκδοθεί οι τίτλοι ΜΣΔ ήταν άνευ κτισμάτων, εφήρμοσε τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 η οποία όμως κατά τα προβαλλόμενα δεν ήταν εφαρμοστέα ενόψει του είδους του ακινήτου και ως εκ τούτου παραβίασε την ως άνω διάταξη, και εφάρμοσε πλημμελώς τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Επικουρικώς προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη έπρεπε στη μείζονα πρόταση να περιλάβει κρίση σχετικά με το ότι το δικαίωμα επιλογής απονέμεται και στους κατόχους τίτλων προερχομένων από οικόπεδο σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης χωρίς κτίσμα, και ότι μη πράττοντας τούτο παραβίασε εκ πλαγίου την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 και το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Προς άρση του απαραδέκτου των λόγων αυτών το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι ως προς τα τιθέμενα με τους λόγους αυτούς ανωτέρω νομικά ζητήματα δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και συνεπώς οι συναφείς προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται παραδεκτώς, εξετάζονται δε περαιτέρω ως προς την βασιμότητά τους.
12. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσίβλητοι είναι δικαιούχοι τίτλων μ.σ.δ. ακινήτου άνευ κτίσματος σε πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, οι οποίοι εκδόθηκαν με τις διατάξεις του ν. 2300/1995 και δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Συνεπώς, το δικάσαν δικαστήριο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στη σκέψη 7, ορθώς εφάρμοσε τις διατάξεις των παρ.2 και 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, οι δε περί του αντιθέτου ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.
13. Επειδή, προβάλλεται ότι εκ του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 δεν θεσπίζεται ευθέως και αμέσως περιουσιακό δικαίωμα υπέρ των ιδιοκτητών των βαρυνομένων ακινήτων των οποίων οι τίτλοι καθίστανται αυτοδικαίως άκυροι ακόμα και στις περιοριστικώς αναφερόμενες εκ του νόμου περιπτώσεις τίτλων των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 διότι με την ως άνω διάταξη θεσπίζεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ επαναφοράς και εξαγοράς, στη δε δεύτερη περίπτωση πρόκειται για ένα μελλοντικό δικαίωμα που εξουσιοδοτείται ο νομοθέτης να θεσπίσει. Κατά το αναιρεσείον, εναπόκειται στον κανονιστικό νομοθέτη να εκτιμήσει αν στις περιοριστικώς αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις καταλείπονται συνέπειες που δεν έχουν αρθεί με την αυτοδίκαιη ακυρότητα και σε καταφατική περίπτωση εξουσιοδοτείται να θεσπίσει περαιτέρω δικαίωμα επιλογής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη. Ενόψει των ανωτέρω προβάλλεται ότι η παράλειψη του κανονιστικού νομοθέτη να προβεί σε ρύθμιση δεν συνιστά παράνομη παράλειψη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, και ότι έχουν ερμηνευθεί πλημμελώς οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Προς άρση του απαραδέκτου του λόγου αυτού, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομολογία α) για το ζήτημα ότι από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 δεν θεσπίζεται ευθέως και αμέσως δικαίωμα υπέρ των ιδιοκτητών των βαρυνομένων ακινήτων των οποίων οι τίτλοι καθίστανται αυτοδικαίως άκυροι, ακόμα και όταν αυτοί εμπίπτουν στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις σύμφωνα με την ως άνω διάταξη και β) για το αν συνιστά παράνομη παράλειψη του κανονιστικού νομοθέτη, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η μη άσκηση της κανονιστικής του αρμοδιότητας που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού κατά το χρόνο άσκησης της κρινομένης αιτήσεως, είχε δημοσιευθεί η ΣτΕ 2148/2016, η οποία έκρινε ότι στην παρ. 6 του άρθρου 7 προβλέπεται υπέρ του ιδιοκτήτη η δυνατότητα επιλογής είτε “επαναφοράς” του σ.δ. στο ρυμοτομηθέν ακίνητο είτε “εξαγοράς” του σχετικού τίτλου σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, εγκριτικών πράξεων και τίτλων μ.σ.δ. που είχαν εκδοθεί με τις διατάξεις των ν. 880/1979 και 2300/1995. Ο δεύτερος, όμως, ισχυρισμός είναι βάσιμος. Συνεπώς, κατά το σκέλος αυτό, ο προβαλλόμενος λόγος προβάλλεται παραδεκτώς, εξετάζεται δε, περαιτέρω, η βασιμότητά του.
14. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 ορίζεται ότι: “δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που προέρχεται από κτίρια που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 1577/1985 (ΦΕΚ 210 Α΄) ή στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/1979 (ΦΕΚ 58 Α΄) μπορεί να επιλέξει ή την επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2052/1992 (ΦΕΚ 94 Α΄), για την κατασκευή χώρων στάθμευσης, μπορεί να επιλέξει ή την υπαγωγή του στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης των νόμων 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄) και 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α΄) ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος επαναφοράς του συντελεστή στο ακίνητο, οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς χρηματικής επιχορήγησης, καθώς και το ύψος της, η διαδικασία εξαγοράς του τίτλου μέσω του Ε.Τ,Ε.Ρ,Π.Σ., ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του, ο τρόπος καταβολής και κάθε άλλη λεπτομέρεια». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη του 105 ΕισΝ.Α.Κ., συνάγεται ότι η παράλειψη έκδοσης της πιο πάνω υπουργικής απόφασης συνιστά παρανομία που συνεπάγεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, αφού ο εξουσιοδοτικός νόμος με την παραπάνω διάταξη της παρ.6 του άρθρου 7 καθιερώνει, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο, το δικαίωμα των αναφερομένων στην εν λόγω διάταξη δικαιούχων τίτλου μ.σ.δ. να επιδιώξουν την άρση της προσβολής που υπέστησαν στην περιουσία τους από την ακυρότητα των τίτλου αυτού, υπό την έννοια ότι άνευ της έκδοσης της υπουργικής αυτής απόφασης, οι ανωτέρω δεν μπορούν να ασκήσουν την ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου. Η παράλειψη δε της Διοίκησης να εκδώσει την εν λόγω υπουργική απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους εν λόγω δικαιούχους από το κατά τον ανωτέρω τρόπο αποζημιωτικό της προσβολής της περιουσίας τους δικαίωμα (πρβλ. 2148/ 2016). Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ως προς τον προβληθέντα και με την έφεση λόγο αυτό, ότι από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται ανεξάρτητα από την έκδοση της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι, σύμφωνα με τα ανωτέρω ορθή και, συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
15. Επειδή προβάλλεται ότι στη μείζονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιλαμβάνονται ειδικές και πλήρεις αιτιολογίες στα κρίσιμα ζητήματα: α) αν, ενόψει της αυτοδίκαιης ακυρότητας των τίτλων και τη συνεπεία αυτής επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, έχει προκληθεί ζημία και ποιά και β) αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας που προκλήθηκε και της φερομένης ως παράνομης παράλειψης νομοθέτησης. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το αναιρεσείον, παραβιάστηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. Προς άρση του απαραδέκτου του λόγου αυτού το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομολογία επί του τεθέντος ζητήματος της κατά τα ανωτέρω εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε κρίση σχετικά με την κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ευθύνη του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου από την έκδοση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, ο οποίος κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 καθίσταται αυτοδικαίως άκυρος, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι συντρέχουν οι κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. προϋποθέσεις της ευθύνης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου από την παράνομη παράλειψη έκδοσης της υπουργικής απόφασης δυνάμει της οποίας οι δικαιούχοι τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης δεν μπορούν να ασκήσουν την κατά την παρ. 6 του άρθρου 7 ευχέρεια επιλογής που τους παρέχει ο νομοθέτης, ανάμεσα στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε και στην εξαγορά του τίτλου, προκειμένου να άρουν την προσβολή της περιουσίας τους από την ακυρότητα του τίτλου αυτού. Ως εκ τούτου είναι απορριπτέος και ο προβαλλόμενος ισχυρισμός προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως κατά το άρθρο 12 του ν. 3900/2010.
16. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 168 και 185 Κ.Δ.Δ., το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπ’ όψιν προς άμεση απόδειξη του ύψους της ζημίας μόνο το από 10.7.2007 έγγραφο της Συμβολαιογράφου Αθηνών . συνημμένο στην από 11.7.2007 τεχνική έκθεση του μηχανικού ., καίτοι κατά τα προβαλλόμενα ουδόλως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι αυτό είχε ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 185 Κ.Δ.Δ.. Συναφώς προβάλλεται ότι δε δύναται να ληφθεί υπ όψιν για άμεση απόδειξη ισχυρισμών του διαδίκου αποκλειστικώς αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν συνετάγη κατά τους νόμιμους τύπους, χωρίς να συσχετισθεί αναγκαίως με άλλα αποδεικτικά μέσα, ληφθέντα κατά τους νόμιμους τύπους. Προς άρση του απαραδέκτου προβάλλεται ότι επί του νομικού ζητήματος ερμηνείας των άρθρων 168 και 185 Κ.Δ.Δ. δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι ως προς το νομικό ζήτημα της ερμηνείας των άρθρων 168 και 185 Κ.Δ.Δ. υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 1327/2012, 1349/2011) και συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
17. Επειδή, μη προβαλλόμενου άλλου λόγου αναιρέσεως η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Απορρίπτει την παρέμβαση του ..
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων συμμέτρως, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου 2023 και στις 25 Μαΐου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Η Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου Ειρήνη Δασκαλάκη