Δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων, καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου
Ακυρωτέα λόγω αοριστίας κρίθηκε διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι (ΜΠΑ 140/2024).
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο έκρινε ότι, από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής της επισπεύδουσας Τράπεζας, συνάγεται ότι ζητείται από τον οφειλέτη να καταβάλει, πέραν από τους τόκους υπερημερίας, και τόκους τόκων οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό. Ο υπολογισμός των τόκων αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης.
Ωστόσο, σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης πράξης δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων, καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου.
Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε ότι υφίσταται δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος οφειλέτη, η οποία συνίσταται στην αδυναμία αυτού να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει, και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται να γίνεται με τρόπο που να μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο. Οι τόκοι των τόκων, όμως, που προκύπτουν από ανατοκισμό, πρέπει να επιδικάζονται ρητώς και να γράφονται κατά ποσό ορισμένο. Από την παράλειψη ενός των παραπάνω στοιχείων δημιουργείται ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, ακυρότητα που δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει αυτό, αλλά θεμελιώνει λόγο ανακοπής.
Εξάλλου, κάθε υπερημερία στην καταβολή της συμβατικής δόσης, αφού πρώτα υπολογιστεί με επιτόκιο επιπλέον του συμβατικού κατά 2,5 μονάδες (+2,5 %) για χρονικό διάστημα έξι μηνών, συγκροτεί στο τέλος του εν λόγω εξαμήνου ένα νέο αυτοτελές χρεολύσιο (κεφάλαιο), το οποίο προστίθεται στο αρχικό δανεισθέν κεφάλαιο. Αυτό αποτελεί τον κεφαλαιοποιημένο τόκο, ήτοι τον τόκο που κάθε μία υπερημερία ξεχωριστά δημιούργησε για ένα εξάμηνο. Η αναγραφή των κεφαλαιοποιημένων τόκων, κατατείνει στο να υποδειχθεί α) πόσες εξαμηνιαίες υπερημερίες δημιουργήθηκαν από την έναρξη τη επίδικης σύμβασης μέχρι της καταγγελίας της, β) ποιο ήταν το ανεξόφλητο χρηματικό ποσό που υπολογίστηκε με τόκο υπερημερίας, γ) ποιο το εξάμηνο κάθε μίας υπερημερίας και, τελικά, δ) το κεφάλαιο που προέκυψε κατά την ημερομηνία λήξης έκαστης υπερημερίας, καταλήγοντας να κεφαλαιοποιηθεί, δηλαδή να ενσωματωθεί στο κεφάλαιο, κατά την εκπνοή του έκαστου εξαμήνου.
Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων.
Απόσπασμα απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής του, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ης, ήτοι η υπ’ αριθμ. . διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρέπει να ακυρωθεί, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή και κατά ποσό ορισμένο των κεφαλαιοποιημένων τόκων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και, πρέπει, να ερευνηθεί στην ουσία του. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./16-06-2010 σύμβασης στεγαστικού δανείου, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ΜΙLLENNIUM ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ παρείχε στον ανακόπτοντα δάνειο ποσού 120.000 ευρώ, για την αγορά και την επισκευή κατοικίας. Ένεκα μη εμπρόθεσμης καταβολής των μηνιαίων δόσεων, στις 09-01-2020, η καθής επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 06-12-2019 εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, (βλ. τη με αριθμό ./09-0Ι-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), με την οποία του δήλωσε ότι καταγγέλλει την ένδικη σύμβαση και τον κάλεσε να της καταβάλλει το οφειλόμενο ποσό και, συγκεκριμένα, το ποσό των 131.642,72 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας έως την ολοσχερή εξόφληση. Μετά ταύτα με την από 22-10-2020 αίτησή της, η καθής αιτήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση της με αριθμ. 7031/2020 διαταγής πληρωμής και εν προκειμένω εκτελεστού τίτλου, στο διατακτικό της οποίας αναφέρεται η υποχρέωση του ανακόπτοντος να καταβάλλει στην καθής το συνολικό ποσό των 86.619,46 ευρώ, πλην των κονδυλίων των τόκων, οπότε θα προστεθούν επιπλέον 30,00 ευρώ, και, συγκεκριμένα, το ποσό των 83.969,46 ευρώ, για επιδικασθέν κεφάλαιο, το ποσό των 2.570,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το ποσό των 30,00 ευρώ για την έκδοση του αντιγράφου και τη σύνταξη της επιταγής και το ποσό των 50,00 ευρώ για την σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση και επίδοση αυτής (επιταγής προς πληρωμή), νομιμοτόκως από την επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή έως την ολοσχερή εξόφληση. Από το ως άνω περιεχόμενο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σαφώς συνάγεται ότι ζητείται από τον ανακόπτοντα – οφειλέτη να καταβάλει πέραν από τους τόκους υπερημερίας, ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σχετικά ευχερώς δοθέντος του κεφαλαίου (83.969,46 ευρώ), του χρονικού σημείου έναρξης υπολογισμού τους και του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας το ποσοστό του οποίου πρέπει να αναζητηθεί στα άρθρα της ένδικης σύμβασης και τόκους τόκων οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό. Ο υπολογισμός των τόκων αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης. Ωστόσο, σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης πράξης δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου. Αντιθέτως, απλά αναφέρει ότι θα προστεθεί το ποσό των 30.000,00 ευρώ ως τόκοι. Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι πάσχει αοριστίας και, ως εκ τούτου, είναι ακυρωτέα. Περαιτέρω, υφίσταται εν προκειμένω δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλια αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ανακοπής να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων, καθόσον επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η κρινόμενη ανακοπή και να καταδικασθεί η καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος λόγω της ήττας της (άρθρο 176 παρ.1 ΚπολΔ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.