ΑΠΟΦΑΣΗ
T.K. κατά Ελλάδας της 18.01.2024 (αριθ. προσφ. 16112/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, κατά την άφιξή του σε καταυλισμό στη Σάμο, καταχωρήθηκε ως ενήλικας. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε προσκομίσει αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησης, όπου η ημερομηνία γέννησης αποδείκνυε ότι ήταν ανήλικος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές τον ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να καταχωρηθεί η αίτησή του για διεθνή προστασία για να ληφθεί επίσημα υπόψη το έγγραφο αυτό που αφορούσε την ηλικία του. Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν έλαβε καμία υποστήριξη από τις αρχές και ότι δεν τηρούνταν οι κανόνες υγιεινής. Ενόψει της απουσίας κηδεμόνα λόγω της εσφαλμένης εγγραφής του ως ενήλικα, θεώρησε ότι οι συνθήκες διαβίωσής του στον καταυλισμό ήταν ακόμη πιο εξευτελιστικές.
Επικαλούμενος τα άρθρα 3 και 8, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι αρχές δεν τον αναγνώρισαν ως ασυνόδευτο ανήλικο και, ως εκ τούτου, του στέρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις διαδικαστικές εγγυήσεις που χορηγούνταν στους ανηλίκους, ιδίως για το διορισμό νόμιμου κηδεμόνα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας, ιδίως προβλέποντας το διορισμό κηδεμόνα, και, κατά συνέπεια, δεν τήρησαν τη θετική υποχρέωση να προστατεύσουν τον προσφεύγοντα υπό την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου που ζητούσε διεθνή προστασία, κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Επιπλέον, αφού εξέτασε όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή του, ιδίως τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε ο προσφεύγων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου, καθώς και τις εξευτελιστικές συνθήκες υποδοχής στον καταυλισμό, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 8,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, υπήκοος της Σιέρα Λεόνε και ασυνόδευτος ανήλικος, έφτασε στη Σάμο στις 25 Οκτωβρίου 2019. Καταγράφηκε από τις αρχές του καταυλισμού την επόμενη ημέρα.
Όσον αφορά την ημερομηνία γέννησής του, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δήλωσε εκείνη της 16 Αυγούστου 2002, αλλά τελικά καταγράφηκε από τις αρχές του καταυλισμού εκείνη της 24 Απριλίου 2001. Συνεπώς, οι αρχές τον θεώρησαν ως ενήλικα, ενώ κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ανήλικος. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, κατά την άφιξή του, ο προσφεύγων δεν είχε κανένα επίσημο έγγραφο που να αποδεικνύει την ημερομηνία γέννησής του. Σύμφωνα με τις αρχές, δεν είχαν επομένως αντικειμενικό λόγο να τον θεωρήσουν ανήλικο.
Όσον αφορά την παράλειψη διορισμού νόμιμου κηδεμόνα, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι αυτό προβλέπεται μόνο στην περίπτωση αρχικής εγγραφής ως ασυνόδευτου ανηλίκου ή σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης, μετά από εκτίμηση της ηλικίας. Κατά την άποψή της, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε καταχωριστεί ως ενήλικος, ο διορισμός νόμιμου κηδεμόνα στο όνομά του δεν προβλεπόταν από το νόμο. Επιπλέον, η Κυβέρνηση τόνισε ότι ήταν φυσιολογικό οι αρχές να μην είχαν διασφαλίσει ότι ο προσφεύγων θα μεταφερόταν σε κατάλληλη εγκατάσταση, επειδή δεν ήταν ασυνόδευτος ανήλικος κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τον Φεβρουάριο του 2020 είχε υποβάλει στις αρχές του καταυλισμού το επίσημο αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής του, το οποίο συντάχθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2018 στην αγγλική γλώσσα από τις αρχές του Υπουργείου Υγείας της Σιέρα Λεόνε, αναφέροντας ως ημερομηνία γέννησης την 16 Αυγούστου 2002. Σε απάντηση, οι ελληνικές αρχές του ανέφεραν ότι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να καταχωρηθεί η αίτησή του για διεθνή προστασία για να ληφθεί επίσημα υπόψιν το έγγραφο αυτό.
Στις 4 Μαρτίου 2020, ο προσφεύγων υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Σάμου, η οποία καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα. Παρέδωσε επίσης αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής του. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι επρόκειτο για επίσημο έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε από τις αρμόδιες αρχές της Σιέρα Λεόνε, σύμφωνα με τις νομικές διατυπώσεις. Ωστόσο, η Κυβέρνηση αμφισβήτησε κατά πόσον ήταν πρωτότυπο, καθώς δεν είχε τηρήσει τις νομικές διατυπώσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το εν λόγω αντίγραφο δεν ήταν επίσημα μεταφρασμένο στα ελληνικά ούτε συμμορφώθηκε με την εγκύκλιο αριθ. 20951 της 25 Οκτωβρίου 2018, η οποία συντάχθηκε από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου και προέβλεπε τη νομιμοποίηση (επικύρωση) των εγγράφων από το αρμόδιο προξενείο. Έτσι, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, οι αρχές προειδοποίησαν τον προσφεύγοντα ότι η μόνη επιλογή, ώστε να αλλάξει η ημερομηνία γέννησής του, ήταν η διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας.
Με απόφαση της 5 Μαρτίου 2020, ο Διευθυντής του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Σάμου διέταξε την έναρξη της διαδικασίας προσδιορισμού της ηλικίας του προσφεύγοντος. Στις 8 Μαρτίου 2021, ο Διευθυντής του εν λόγω Γραφείου διέταξε τη μεταφορά του στο Γενικό Νοσοκομείο Σάμου, όπου υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας του. Τα μέρη δεν υπέβαλαν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό.
Με απόφαση της 7 Ιουνίου 2021 του Διευθυντή του ίδιου Γραφείου, η ημερομηνία γέννησης του προσφεύγοντος μεταβλήθηκε από 24 Απριλίου 2001 σε 16 Αυγούστου 2002. Με απόφαση της 11 Ιουνίου 2021 των αρμοδίων αρχών, ο προσφεύγων θεωρήθηκε ανήλικος. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η αναγνώριση της ανηλικότητάς του είχε ληφθεί υπόψη από τις αρχές κατά τη συνέντευξη για την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία, η οποία είχε πραγματοποιηθεί στις 23 Ιουνίου 2021, και του είχε χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.
Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό της Σάμου, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν έλαβε καμία υποστήριξη από τις αρχές, οι οποίες του παρείχαν μόνο ένα στρώμα για να κοιμάται. Σύμφωνα με τον ίδιο, την πρώτη νύχτα κοιμήθηκε έξω, περιτριγυρισμένος από αγνώστους. Την επόμενη ημέρα ζήτησε βοήθεια από τη ΜΚΟ «Πρόσφυγες για Πρόσφυγες», η οποία του έδωσε μια σκηνή. Εγκαταστάθηκε στις παρυφές του καταυλισμού της Σάμου και μοιράστηκε τη σκηνή με άλλους δύο ενήλικες. Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να κοιμάται μόνος του σε μια μικρή σκηνή επειδή φώναζε κατά τη διάρκεια της νύχτας λόγω της ψυχικής του διαταραχής. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι οι αρχές δεν έκαναν τίποτα για να τον βοηθήσουν παρά τα επανειλημμένα αιτήματά του.
Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, ο προσφεύγων τις χαρακτήρισε άθλιες: βρωμιά, υπερπληθυσμός, έλλειψη μέτρων υγιεινής, νερού και τροφής. Οι τουαλέτες δεν ήταν εύκολα προσβάσιμες λόγω του συνωστισμού και ήταν βρώμικες. Λόγω της κατάστασης της ψυχικής του υγείας, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν είχε λάβει καμία ιατρική βοήθεια από τις αρχές. Ενόψει της απουσίας κηδεμόνα λόγω της εσφαλμένης εγγραφής του ως ενήλικα, θεώρησε ότι οι συνθήκες διαβίωσής του στον καταυλισμό ήταν ακόμη πιο εξευτελιστικές.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Επικαλούμενος τα άρθρα 3 και 8, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι αρχές δεν τον αναγνώρισαν ως ασυνόδευτο ανήλικο και, ως εκ τούτου, του στέρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις διαδικαστικές εγγυήσεις που επιφυλάσσονται για τους ανηλίκους, ιδίως τον διορισμό νόμιμου κηδεμόνα. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι αρχές έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια πρωτοφανή κρίση που συνδέεται με το Covid-19, η οποία προκάλεσε καθυστερήσεις και προβλήματα σε όλες τις διαδικασίες ασύλου.
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του θεώρησε ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει την καταγγελία βάσει του άρθρου 8, δεδομένου ότι αφορά, ιδίως, την απουσία προστατευτικών μέτρων για τον προσφεύγοντα επειδή δεν αναγνωρίστηκε ως ασυνόδευτος ανήλικος (Darboe και Camara κατά Ιταλίας της 21.07.2022, αριθ. προσφ. 5797/17 §§ 110-111, 143-144).
Οι γενικές αρχές σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τους ασυνόδευτους ανηλίκους συνοψίστηκαν στην υπόθεση Darboe και Camara κατά Ιταλίας, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Επιπλέον, όσον αφορά τη βραδύτητα των ελληνικών αρχών να αναγνωρίσουν την ανηλικότητα του προσφεύγοντος και να διορίσουν νόμιμο κηδεμόνα, το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Diakitè κατά Ιταλίας της 14.09.2023 ([Επιτροπή], αριθ. προσφ. 44646/17).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αρχή του τεκμηρίου της ανηλικότητας σε περιπτώσεις αμφιβολιών και οι διαδικαστικές εγγυήσεις εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας για τον προσδιορισμό της ηλικίας και τον διορισμό κηδεμόνα εφαρμόστηκαν στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την άφιξη του προσφεύγοντος, οι αρχές τον είχαν καταχωρίσει ως ενήλικα, ελλείψει οποιουδήποτε εύλογου λόγου να πιστεύουν ότι δεν ήταν ενήλικος. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι όταν έλαβε το αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής του, ο προσφεύγων προσπάθησε αμέσως να το καταθέσει στις αρχές, οι οποίες ωστόσο αρνήθηκαν να το λάβουν υπόψη τους ενόψει της ενδεχόμενης καταχώρισης της αίτησης ασύλου του. Σημείωσε επίσης ότι όταν ο προσφεύγων έθεσε εκ νέου υπόψη των αρχών το αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής του κατά την καταχώριση της αίτησής του για άσυλο, οι αρχές αρνήθηκαν να το λάβουν υπόψη τους λόγω διαδικαστικών ελαττωμάτων. Εν προκειμένω, η διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας κινήθηκε την επομένη της συνέντευξης ασύλου, αν και τελικά ξεκίνησε ένα χρόνο αργότερα.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχολιάσει αν το έγγραφο ήταν πρωτότυπο ή όχι, ούτε τα διαδικαστικά ελαττώματα βάσει των οποίων οι αρχές αγνόησαν το αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του προσφεύγοντος. Σημείωσε, ωστόσο, ότι παρόλο που οι αρχές είχαν αποφασίσει να κινήσουν τη διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας στις 5 Μαρτίου 2020, στην πραγματικότητα δεν το έκαναν μέχρι τις 8 Μαρτίου 2021, και η Κυβέρνηση δεν είχε παράσχει καμία δικαιολογία για αυτό. Κατά συνέπεια, οι αρχές αντιμετώπισαν τον προσφεύγοντα ως ενήλικα για ένα έτος και του στέρησαν διαδικαστικές εγγυήσεις κατά παράβαση της αρχής του τεκμηρίου της μειονότητας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας, ιδίως προβλέποντας τον διορισμό κηδεμόνα, και, κατά συνέπεια, δεν τήρησαν τη θετική υποχρέωση να προστατεύσουν τον προσφεύγοντα υπό την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου που ζητούσε διεθνή προστασία (βλ. Darboe και Camara, §§ 153-154, και Diakitè, § 22).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Άρθρο 3
Ο προσφεύγων προέβαλε καταγγελίες βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης σχετικά με τις υλικές συνθήκες υποδοχής στον καταυλισμό της Σάμου και γύρω από αυτόν.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι από το υλικό του φακέλου προέκυψε ότι ο προσφεύγων παρέμεινε στην περιοχή γύρω από το στρατόπεδο της Σάμου από τις 25 Οκτωβρίου 2019 έως μια απροσδιόριστη ημερομηνία. Εν προκειμένω, αφού εξέτασε όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή του, ιδίως τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε ο προσφεύγων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου, καθώς και τις σχετικές εκθέσεις σχετικά με την επίμαχη περίοδο, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα συμπεράσματά του στην απόφαση A.D. κατά Ελλάδας.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν είχε αποτελεσματικά ένδικα μέσα βάσει του ελληνικού δικαίου για να καταγγείλει τις φερόμενες παραβιάσεις των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης.
Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8 όσον αφορά την έλλειψη αποτελεσματικού ενδίκου μέσου για να διαμαρτυρηθεί ο προσφεύγων για τη διαδικασία καθορισμού της ηλικίας και διορισμού κηδεμόνα, καθώς και για τις υλικές συνθήκες υποδοχής στο στρατόπεδο της Σάμου και γύρω από αυτό.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη επιμέλεια: echrcaselaw.com