Απόρριψη ανακοπής για την ακύρωση πράξης ταμειακής βεβαίωσης που εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας για οφειλόμενα μισθώματα, η οποία επικαλείτο ότι αυτή, ως μισθώτρια, είχε δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος, γιατί δεν της είχε παραδοθεί από την εκμισθώτρια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση η ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μίσθιου ακινήτου, αφού εντός αυτού υπήρχαν τρίτοι-ακτήμονες γεωργοί που έκαναν χρήση του με την σύμφωνη γνώμη της εκμισθώτριας. Κρίθηκε ότι ουδέποτε παραχωρήθηκε από την εκμισθώτρια το μίσθιο σε αγρότες προς εκμετάλλευση με τον σκοπό είσπραξης κρατικών επιδοτήσεων από εκείνους, και ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα μισθώτρια ουδέποτε παρεμποδίσθηκε, κατά τη διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης, στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου, με συνέπεια να μην υπάρχει πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας αυτού και, συνακόλουθα, να μην έχει αυτή δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος.
Αριθμός 1552/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Χρυσούλα Πλατιά – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Μαρτίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ – ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΛΙΜΝΗ ΜΟΥΡΙΑ” και με τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΥΜΠΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Καλογερά .
Των αναιρεσιβλήτων: 1) αυτοδιοικούμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”, που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, που κατοικοεδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής. Η πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Δερβιτσιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ το δεύτερο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Σπυριδούλα Ραυτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-8-2016 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2849/2017 του ίδιου Δικαστηρίου (παραπεμπτική), 2564/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 6513/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-11-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τη διάταξη του άρθρου 558 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, συνάγεται ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν και μάλιστα όχι εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων από αυτούς ως προς τους οποίους επιδιώκεται και, με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειές της, είναι δυνατή η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη κατά το μέρος της που στρέφεται κατ’ εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, στους οποίους δεν αφορά η αποδιδόμενη μ’ αυτήν πλημμέλεια και ως προς τους οποίους, συνακόλουθα, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν ευδοκιμήσει ο λόγος αυτός (ΑΠ 609/2022, ΑΠ 157/2018, ΑΠ 2080/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 19.11.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), υπ’ αριθ. 6513/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας επί της από 31.7.2018 έφεσης της αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της υπ’ αριθ. 2564/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που είχε απορρίψει την εκ του άρθρου 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ, από 27.8.2016 ανακοπή της κατά των αναιρεσιβλήτων, με αίτημα την ακύρωση της ./2016 πράξης ταμειακής βεβαίωσης της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών ως προς το συνολικό ποσό των 1.283.221,10 ευρώ για οφειλόμενα στο πρώτο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ μισθώματα και αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα των ετών 2011-2016), αφού απέρριψε αυτήν (έφεση), ως απαράδεκτη, ως προς το δεύτερο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, δέχθηκε αυτήν, κατ’ ουσίαν, ως προς το πρώτο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ “ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ” και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω ανακοπή της αναιρεσείουσας και ακύρωσε εν μέρει την πληττόμενη με αυτήν πράξη ταμειακής βεβαίωσης μόνο ως προς το ποσό των 6.272,83 ευρώ (που αφορά το αναλογούν τέλος χαρτοσήμου επί της καταλογισθείσας αποζημίωσης χρήσης για το χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία της ένδικης σύμβασης μίσθωσης από το πρώτο αναιρεσίβλητο). Η αίτηση αυτή, που κατατέθηκε την 22.11.2021, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε την 22.11.2019 χωρίς να προκύπτει επίδοση αυτής στον αναιρεσείουσα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ παραδεκτώς στρέφεται κατά του πρώτου των αναιρεσιβλήτων ΝΠΔΔ “ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”, έναντι του οποίου η αναιρεσείουσα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ηττήθηκε εν μέρει και ως προς το οποίο επιδιώκεται η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση είναι παραδεκτή κατά το ανωτέρω μέρος της και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Όμως, η αίτηση αναίρεσης απαραδέκτως στρέφεται κατά του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων, Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον ουδεμία εκ των προβαλλόμενων, με τους διαλαμβανομένους στο αναιρετήριο δικόγραφο λόγους, αιτιάσεων αφορά στο αναιρεσίβλητο αυτό και, συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ακόμη και αν ευδοκιμήσουν οι προβαλλόμενοι λόγοι, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και ως προς το ως άνω αναιρεσίβλητο. Πρέπει, επομένως, η αίτηση αναίρεσης, κατά το ανωτέρω μέρος της, να απορριφθεί, κατ’ άρθρο 577 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ως απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα, όμως, δεν θα επιδικαστούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, γιατί το δεύτερο αναιρεσίβλητο δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 του ΑΚ, οι οποίες, κατ` άρθρο 44 του Π.Δ. 34/1995, εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης, ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο για την ίδια χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, ευθυνόμενος για τα νομικά και πραγματικά ελαττώματα αυτού και την έλλειψη των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων του, ο δε μισθωτής υποχρεούται σε αντάλλαγμα να καταβάλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Ειδικότερα, αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή, το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει το μίσθωμα, αν η χρήση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά, και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή ή να ζητήσει μείωση του μισθώματος, σε περίπτωση μερικής παρακώλυσης, ανάλογη με το βαθμό της ελάττωσης της χρήσης, έστω και αν δεν υπάρχει ολική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμά του και να αναιρείται και η γενόμενη παράδοση της χρήσης. Το ίδιο ισχύει αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Εξάλλου, για τη συγκρότηση του πραγματικού ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού.
Συνεπώς, πραγματικό ελάττωμα, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, συνιστά κάθε ατέλεια φυσική ή υλική, που αποκλίνει από την, κατά τη σύμβαση, αναμενόμενη κατάσταση του μισθίου και που εμποδίζει ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση (ΑΠ 399/2023, ΑΠ 835/2021, ΑΠ 269/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού. Με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, με τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται η προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, να πλήττεται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 185/2019). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1382/2019). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1382/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, με αυτήν, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η ανακόπτουσα εταιρία (αναιρεσείουσα) αποτελεί θυγατρική εταιρία της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “HELLANION ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “HELLANION Α.Ε.”, σκοπός της οποίας είναι η κατασκευή και ανάπτυξη δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Κατά την περίοδο 2007 έως και 2010, συμμετείχε σε διαγωνισμό της Ν.Α. Ηλείας για το επενδυτικό πρόγραμμα “ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΜΙΣΘΩΣΕΩΣ ΕΚΤΑΣΕΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΗΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ, ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΣ, ΠΡΑΣΙΝΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΜΕ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΛΙΜΝΗ ΜΟΥΡΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΗΛΕΙΑΣ” προχωρώντας στην προετοιμασία και τη σύνταξη προμελετών του ως άνω προγράμματος. Με την υπ’ αριθ. 83/31.07.2006 απόφαση της 8ης συνεδριάσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου της Ν.Α. Ηλείας και προς τον σκοπό της υλοποιήσεως της αξιοποίησης της έκτασης από ιδιώτη επενδυτή, εγκρίθηκε η διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού για την εκμίσθωση της ανωτέρω έκτασης. Έτσι λοιπόν, με την υπ’ αριθ. 2/23.01.2007 απόφαση της 2ης συνεδριάσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου εξουσιοδοτήθηκε η Νομαρχιακή Επιτροπή να προβεί στη διενέργεια διαγωνισμού για την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης. Πιο συγκεκριμένα, κατά τους όρους του διαγωνισμού, η επένδυση θα είχε τη μορφή μακροχρόνιας εκμίσθωσης του χώρου από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας προς τον επενδυτικό φορέα, ήτοι για 45 έτη, με δικαίωμα εκμετάλλευσης και με ταυτόχρονη υποχρέωση του επενδυτή να προβεί με ίδια μέσα στην πλήρη σύνταξη όλων των απαιτούμενων μελετών, στην κατασκευή του έργου και στη συνέχεια με δική του ευθύνη και οργάνωση και λειτουργία των τμημάτων του πάρκου, αλλά και εκμετάλλευση αυτού. Για την ανεμπόδιστη μάλιστα πραγματοποίηση της επενδύσεως είχαν γίνει από την Ελληνική Πολιτεία όλες οι απαιτούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ο πλειοδοτικός διαγωνισμός διεξήχθη στις 24.12.2007, αλλά ουδείς πλειοδότης εμφανίστηκε. Ενόψει της μη επέλευσης γόνιμου αποτελέσματος, εγκρίθηκαν με την υπ’ αριθ. 57/2008 Απόφαση της αρμόδιας Νομαρχιακής Επιτροπής οι όροι της υπ’ αριθ. 1656/03.04.2008 διακήρυξης για τη διενέργεια επαναληπτικού διαγωνισμού, ήτοι για “ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΛΕΙΟΔΟΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΕΚΤΑΣΕΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΗΛΕΙΑΣ ΠΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΠΑ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΩΝ?ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ, ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΣ, ΠΡΑΣΙΝΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΜΕ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΑΛΕΥΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΛΙΜΝΗ ΜΟΥΡΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΗΛΕΙΑΣ” και ως ημερομηνία διεξαγωγής του νέου αυτού διαγωνισμού ορίσθηκε η 24.05.2008. Την 12.05.2008 και με αριθ. πρωτ. 241/12.05.2008, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την ως άνω διακήρυξη, η “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε.” κατέθεσε τους προβλεπόμενους φακέλους δικαιολογητικών συμμετοχής και τεχνικών στοιχείων. Ο φάκελος τεχνικών στοιχείων περιείχε, μεταξύ άλλων, και πλήρη αρχιτεκτονική, ηλεκτρομηχανολογική και οικονομοτεχνική προμελέτη των έργων του προτεινομένου πάρκου, περιλαμβάνουσες μεταξύ άλλων και προδιαγραφές των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, καθώς και χρονοδιαγράμματα των κατασκευαστικών εργασιών και της επενδύσεως (ροή κεφαλαίων και αποσβέσεις). Οι προμελέτες είχαν συνταχθεί για λογαριασμό της από το εξειδικευμένο στα θεματικά πάρκα, κορυφαίο διεθνώς, αρχιτεκτονικό γραφείο του Γερμανού αρχιτέκτονα ., με εμπειρία σχεδιασμού και κατασκευής περισσότερων από 10 θεματικών πάρκων παγκοσμίως, του οποίου δήλωση προθέσεως συνεργασίας με την εταιρεία “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε.” για το συγκεκριμένο πάρκο είχε συμπεριληφθεί στους υποβληθέντες φακέλους, ως υποχρέωση της εν λόγω εταιρείας για την συμμετοχή της στον διαγωνισμό. Με βάση την ανωτέρω πρόταση της “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε.” περί κατασκευής και αξιοποίησης του θεματικού πάρκου, στις 23.05.2008 με το υπ’ αριθ. πρωτ. ./23.05.2008 έγγραφό της, η επιτροπή διεξαγωγής του διαγωνισμού, διαπίστωσε την πληρότητα των υποβληθέντων φακέλων και ανακοίνωσε την βαθμολόγηση του υποβληθέντος φακέλου τεχνικών στοιχείων με βαθμό 85,55%, σύμφωνα με το από 12.05.2008 πρακτικό αποσφραγίσεως φακέλων συμμετοχής και τεχνικών στοιχείων και το από 22.05.2008 πρακτικό αξιολογήσεως των τεχνικών στοιχείων των προσφορών. Την 24.05.2008, η “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε.”, υπέβαλε, όπως προβλεπόταν από τη σχετική διακήρυξη, την οικονομική της προσφορά στον διαγωνισμό και τελικά, με το από 26.05.2008 απόσπασμα από το πρακτικό της υπ’ αριθ. 24/2008 συνεδρίασης της Νομαρχιακής Επιτροπής, κοινοποιήθηκε στην ως άνω εταιρεία η υπ’ αριθ. 107/2008 κατακυρωτική απόφαση, με την οποία η εν λόγω εταιρεία κηρύχθηκε πλειοδότρια του εν λόγω πλειοδοτικού διαγωνισμού. Για την υπογραφή αλλά και την υλοποίηση της σύμβασης για τη δημιουργία του προβλεπόμενου θεματικού πάρκου, η διακήρυξη του διαγωνισμού (άρθρο 14.5) προέβλεπε την υποχρέωση του πλειοδότη, να προβεί στη σύσταση μιας εταιρείας ειδικού σκοπού, ήτοι μιας εταιρείας με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό την υπογραφή, αντί του πλειοδότη, της σχετικής μισθωτικής σύμβασης και τη δημιουργία και εκμετάλλευση του ανωτέρω συμβατικού θεματικού πάρκου, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, με παράλληλη ανάληψη των συμβατικών χρηματικών προς τον κύριο του έργου και εκμισθωτή υποχρεώσεων. Προς εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού, λοιπόν, η εταιρεία “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε “, συνέστησε την ανακόπτουσα εταιρεία (αναιρεσείουσα) με τον διακριτικό τίτλο “ΟΛΥΜΠΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΑΕ”, στις 23.11.2009 με την υπ’ αριθμόν ./23.11.2009 πράξη σύστασης της συμβολαιογράφου Αθηνών ., όπως προκύπτει και από το υπ’ αριθ. ./08.01.2010 ΦΕΚ ΑΕ., εδρεύουσα στην Αθήνα, με ΑΡ.ΜΑΕ. . Ν.Α. ΑΘΗΝΩΝ – Κ. ΤΟΜΕΑΣ, στης οποίας τη μετοχική σύνθεση συμμετέχει η εταιρεία “ΗΕLLΑΝΙΟΝ Α.Ε ” κατά ποσοστό 100% επί του μετοχικού κεφαλαίου. Την 21.05.2010 η ανακόπτουσα εταιρεία προέβη μετά της δεύτερης των καθ’ ων, στην υπογραφή της “ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ έκτασης 1.324 στρεμμάτων επί της αποστραγγισθείσας τέως Λίμνης Μουριάς Νομού Ηλείας για την κατασκευή σε αυτή συγκροτήματος Θεματικών Πάρκων μετά των βοηθητικών και κτιριακών εγκαταστάσεων”. Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της μισθωτικής σύμβασης η διάρκεια αυτής καθορίστηκε από τις 20.05.2010 έως 20.05.2055, με δυνατότητα παράτασης αυτής. Συμφωνήθηκε, τέλος, ότι το ετήσιο μίσθωμα θα καταβάλλεται σε δύο (2) εξαμηνιαίες δόσεις, την πρώτη εβδομάδα του μηνός Ιανουάριου και του μηνός Ιουλίου εκάστου έτους (άρθρο 6 παρ, 4 περ. Α της συμβάσεως) και το ποσό που αντιστοιχεί στο 3% επί των ακαθαρίστων εσόδων (και θα προσδιορίζεται από τον ισολογισμό της ανακόπτουσας), θα καταβάλλεται την πρώτη εβδομάδα του μηνός Ιουλίου εκάστου έτους, οποιαδήποτε δε καθυστέρηση στην καταβολή του μισθώματος και των λοιπών παραπάνω ανταλλαγμάτων, θα επιφέρει την προσαύξησή τους με τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας του Δημοσίου (άρθρο 6 παρ. 4 περ. Β της συμβάσεως). Κατά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης, η ανακόπτουσα κατέβαλε στη δεύτερη των καθ’ ων όλα τα ανωτέρω ποσά για το έτος 2010, ήτοι το ποσό των 75.000,00 ευρώ ως πρώτη δόση της εφάπαξ καταβολής για την υπογραφή της σύμβασης και το ποσό των 99.245,25 ευρώ για μίσθωμα από 21.05.2010 έως 31.12.2010. Περαιτέρω, εξέδωσε εγγυητική επιστολή της ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ποσού 16.100 ευρώ για την καλή εκτέλεση της σύμβασης. Όπως συνομολογείται και στην ως άνω σύμβαση (άρθρο 3 παρ. Δ αυτής), η εκμισθώτρια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας παρέδωσε ταυτοχρόνως με την υπογραφή της συμβάσεως το μίσθιο ακίνητο στην ανακόπτουσα – μισθώτρια, στην οποία περιήλθε η κατοχή της ως άνω μισθωθείσης εκτάσεως και η αντίδικος έκτοτε άρχισε να ασκεί όλες τις πράξεις που προσιδιάζουν σε αυτήν, παρασχέθηκε δε σε αυτήν (άρθρο 14 παρ. 3 της συμβάσεως), ως κάτοχο του μισθίου, το δικαίωμα να προστατεύει το μίσθιο έναντι παντός τρίτου, που τυχόν θα προέβαλε δικαιώματα ή αξιώσεις επί του μισθίου ή θα παρεμπόδιζε την ακώλυτη και ελεύθερη χρήση αυτού. Η ανακόπτουσα, ωστόσο, έκτοτε ουδέν ποσό κατέβαλε, για το λόγο δε αυτό και η αρμόδια Υπηρεσία της δεύτερης των καθ’ ων (ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ) κατ’ επανάληψη την όχλησε για την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, γνωρίζοντάς της κάθε φορά το οφειλόμενο ποσό…. Λόγω δε της συνεχιζόμενης αρνήσεως της ανακόπτουσας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, που απέρρεαν από την επίδικη μίσθωση, αποφασίσθηκε η καταγγελία και η λύση της εν λόγω μισθώσεως, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1258/2015 αποφάσεως της οικονομικής επιτροπής της δεύτερης των καθ’ ων, σύμφωνα με τα άρθρα 273 παρ. 1 Ν.3852/2010 και 8 του Π.Δ 242/1996 και κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 της συμβάσεως, σε εκτέλεση δε της ως άνω αποφάσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ./18.11.2015 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Ηλείας, με την οποία καταγγέλθηκε και λύθηκε η επίδικη σύμβαση και κλήθηκε και πάλι η ανακόπτουσα να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στους νόμιμους εκπροσώπους της ανακόπτουσας, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …/09.12.2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ε. Π.. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, διά της αρμοδίας Διεύθυνσης Οικονομικού-Τμήματος Ταμειακής Υπηρεσίας Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας απέστειλε, με το υπ’ αριθ. ./26.02.2016 έγγραφό της, στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, που είναι αρμόδια για τη φορολογία της δεύτερης των καθ’ ων, τον από 26.02.2016 χρηματικό κατάλογο, ποσού 1.283.221,10 ευρώ, σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω μη καταβολής μισθωμάτων της μισθώτριας εταιρείας (ανακόπτουσας) για το χρονικό διάστημα από Α’ εξάμηνο 2011 έως και το Α’ εξάμηνο του 2016. Συνημμένα υποβλήθηκαν στη Δ.Ο.Υ. τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης εκμίσθωσης εκτάσεων, χρηματικός κατάλογος είσπραξης μισθωμάτων και η με αριθμό ./25.02.2016 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Ηλείας. Η Δ.Ο.Υ. Φ Α Ε. Αθηνών, ως όφειλε, προέβη στην ταμειακή βεβαίωση του χρέους με το υπ’ αριθ. ./10.03.2016 τριπλότυπο βεβαίωσης σε βάρος της ανακόπτουσας και στη συνέχεια έστειλε σε αυτήν την υπ’ αριθ. ./11.03.2016 Ατομική Ειδοποίηση Χρεών για την γνωστοποίηση της χρέωσης του ποσού στον Α.Φ.Μ. της. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η ήδη εκκαλούσα-ανακόπτουσα, ισχυρίζεται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι της είχε παραχωρηθεί η ελεύθερη χρήση του μισθίου, μη εκτιμώντας ορθά τους αντίθετους ισχυρισμούς της χωρίς να λάβει υπόψη και τις σχετικές μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Η ανακόπτουσα ζήτησε την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, καθώς ισχυρίζεται ότι δεν είχε υποχρέωση καταβολής των επίδικων μισθωμάτων, εφόσον δεν της είχε παραχωρηθεί ελεύθερη και ακώλυτη η χρήση του μισθίου από τη δεύτερη των καθ’ ων. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι εντός της μισθωθείσης έκτασης υπήρχαν τρίτοι – ακτήμονες αγρότες, οι οποίοι έκαναν χρήση αυτής, με τη σύμφωνη γνώμη της Ν. Α. Ηλείας. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Όπως αποδεικνύεται, ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμβάσεως μισθώσεως το μίσθιο ακίνητο παραδόθηκε και περιήλθε στην κατοχή της ανακόπτουσας (άρθρο 3 παρ. Δ της σύμβασης), η οποία έκτοτε μπορούσε να προβεί στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του και γενικώς να ασκήσει τα εκ της συμβάσεως μισθώσεως δικαιώματα της. Άλλωστε, αν δεν της είχε πράγματι παραδοθεί το μίσθιο, η ανακόπτουσα θα προέβαινε είτε σε καταγγελία της μισθώσεως είτε σε άσκηση αγωγής, ώστε να της παραδοθεί, κάτι όμως που δεν έπραξε, γιατί πράγματι το μίσθιο της παραδόθηκε και παράλληλα της παραχωρήθηκε, δυνάμει της επίδικης συμβάσεως, το δικαίωμα να προστατεύει το μίσθιο έναντι παντός τρίτου, που τυχόν θα παρεμπόδιζε την ακώλυτη και ελεύθερη χρήση του. Όπως δε η ίδια η ανακόπτουσα αναφέρει, πριν καν τη διενέργεια του διαγωνισμού για την ανάληψη του εν λόγω έργου, είχε προβεί σε σειρά προμελετών, οι οποίες όπως ήταν φυσικό απαιτούσαν τη μετάβαση των σχετικών επιστημόνων και συνεργείων της ανακόπτουσας στην επίδικη έκταση. Εάν, επομένως, η ανακόπτουσα είχε διαπιστώσει ότι εντός της μισθωθείσης έκτασης υφίσταντο τρίτοι ήδη πριν τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, δεν θα είχε προβεί στην υπογραφή της (σύμβασης μίσθωσης), προτού εξασφαλισθεί από τη δεύτερη των καθ’ ων η παραχώρηση της χρήσης της έκτασης ελεύθερης από οποιονδήποτε τρίτο, πολύ δε περισσότερο δε θα είχε καταβάλει όλα τα προαναφερθέντα ποσά, εφόσον είχε ήδη διαπιστώσει ότι το μίσθιο είχε πραγματικά ελαττώματα, ή τουλάχιστον θα είχε διαμαρτυρηθεί σχετικά, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, πλην όμως ουδέν σχετικό έπραξε, αλλά προχώρησε αδιαμαρτύρητα και χωρίς καμία επιφύλαξη στη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης. Παράλληλα, η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα δικαστική διαφορά (για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 53/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας – διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), δεν απετέλεσε, ούτε μπορούσε, κατ’ αντικειμενική και καλόπιστη κρίση, να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου και στην εν γένει υλοποίηση της επένδυσης της ανακόπτουσας, καθόσον όπως δέχθηκε και η παραπάνω απόφαση, οι αιτούντες στη σχετική από 20.06.2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, μέλη του σωματείου με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΤΗΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΪΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΛΙΜΝΗΣ ΜΟΥΡΙΑΣ”, δεν προέβαλαν δικαίωμα νομής ή κατοχής επί της επιδίκου μισθωθείσης εκτάσεως, ούτε αμφισβήτησαν τη νομή ή κατοχή της εκ μέρους της ανακόπτουσας, για το λόγο δε αυτό και με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση. Ειδικότερα, στην από 20.06.2010 αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, τα μέλη του ανωτέρω σωματείου ιστορούσαν ότι προ της σύναψης της επίδικης σύμβασης μίσθωσης η δεύτερη των καθ’ ων τους εκμίσθωνε τεμάχια της τέως λίμνης Μουριάς καθώς και ότι ουδέποτε είχε γίνει διανομή προς αυτούς των αποστραγγισθεισών εκτάσεων, καίτοι οι τελευταίοι προσέβλεπαν σε αυτό, ενώ αντίθετα αναφέρουν ότι η επίδικη σύμβαση μίσθωσης τους απέκλεισε από τη χρήση της εν λόγω έκτασης, για αυτό το λόγο εξάλλου άσκησαν και την προαναφερθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Όπως ήταν, λοιπόν, φυσικό η υπ’ αριθ. 53/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας απέρριψε την ως άνω αίτηση των μελών του Σωματείου αναφέροντας ότι οι τελευταίοι δεν είχαν έννομο συμφέρον για την άσκησης της εν λόγω αίτησης, αφού δεν είχαν ούτε καν προσδοκία δικαιώματος επί της επίδικης έκτασης. Ταυτόχρονα, πρέπει να επισημανθεί ότι στα πλαίσια της παραπάνω υποθέσεως δεν χορηγήθηκε οποιαδήποτε προσωρινή διαταγή, που να αναστέλει ή να εμποδίζει την εκτέλεση της συμβάσεως μισθώσεως, ώστε αβασίμως να ισχυρίζεται η ανακόπτουσα ότι δεν μπορούσε να προβεί σε εργασίες στην εν λόγω έκταση λόγω της ανωτέρω δικαστικής διαφοράς. Επομένως, η παραπάνω δικαστική διαφορά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η ανακόπτουσα, δεν απετέλεσε ούτε μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην άσκηση των μισθωτικών δικαιωμάτων της και, συνεπώς, δεν συνέτρεχε λόγος μη εκπλήρωσης ή αναστολής των εκ της μισθώσεως υποχρεώσεών της από την αιτία αυτή. Για αυτό και με την υπ’ αριθ. 642/2012 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της δεύτερης των καθ’ ων απορρίφθηκε το αίτημα που είχε υποβάλει η ανακόπτουσα με την από 03.09.2012 επιστολή της, με την οποία, κατ’ επίκληση της παραπάνω δικαστικής διαφοράς, ζητούσε τη μετάθεση του χρόνου εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της ώστε να οριστεί ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της και κατ’ επέκταση έναρξης καταβολής των μισθωμάτων η 17.02 2011 (χρόνος επίδοσης της ως άνω απόφασης στην ανακόπτουσα), καθώς και να πιστωθεί το ποσό των 99.245,25 ευρώ, που είχε ήδη καταβάλει, όπως προαναφέρθηκε, σε μισθώματα για το χρονικό διάστημα από 17.02.2011 έως 30.09.2011. Σημειωτέον δε, ότι στην εν λόγω επιστολή της η ανακόπτουσα ανέφερε πως η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είχε ως βάση της τα δεδομένα και τη νομική και πραγματική κατάσταση που ίσχυε για το ακίνητο προ της υπογραφής της μεταξύ των εδώ διαδίκων μισθωτικής σύμβασης. Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η ανακόπτουσα μετά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης απέκτησε την κατοχή του μισθίου και ήταν σε θέση να ασκήσει όλα τα εκ της μισθώσεως δικαιώματά της, για αυτό άλλωστε κατέβαλε, όπως η ίδια αναφέρει, στην εκμισθώτρια – δεύτερη των καθ’ ων το ποσό των 75.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 50% της προβλεφθείσης στο άρθρο 7 της σύμβασης μίσθωσης εφάπαξ καταβολής για τη σύναψη αυτής (μίσθωσης) και το ποσό των 99.245,25 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο μίσθωμα για το έτος 2010 (άρθρο 6 της σύμβασης), με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός της ανακόπτουσας να είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι δήθεν και μετά την επίλυση της παραπάνω δικαστικής διαφοράς και συγκεκριμένα μετά τις 17.02.2011 παραχωρήθηκε από την δεύτερη των καθ’ ων το μίσθιο σε αγρότες προς εκμετάλλευση και προς τον σκοπό είσπραξης κρατικών επιδοτήσεων από εκείνους. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της αοριστίας του (αφού δεν συνοδεύεται από επικλήσεις συγκεκριμένων περιστατικών, χρονολογιών, ονομάτων αγροτών, συγκεκριμένων εκτάσεων που παραχωρήθηκαν κλπ.) δεν αποδεικνύεται και από κανένα στοιχείο, αφού δεν προσκομίζεται καμία σχετική σύμβαση παραχώρησης ή μίσθωσης της δεύτερης των καθ’ ων προς οποιονδήποτε ακτήμονα γεωργό ή οποιαδήποτε σχετική απόδειξη είσπραξης μισθωμάτων ή κρατικών επιδοτήσεων, ενώ ουδεμία σχετική αναφορά τέτοιου περιστατικού γίνεται και στην ανωτέρω αναφερθείσα από 03.09.2012 επιστολή της ανακόπτουσας προς την δεύτερη των καθ’ ων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ουδέποτε η ανακόπτουσα παρεμποδίσθηκε στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου απορρίπτοντας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο τον αντίθετο ισχυρισμό της και το αίτημά της να απαλλαγεί από την καταβολή των καταλογισθέντων σε βάρος της μισθωμάτων, όπως και τον σχετικό λόγο της κρινόμενης ανακοπής, δεν έσφαλε….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας και επικύρωσε, κατά τούτο, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει, ως ουσιαστικά αβάσιμο, τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, με τον οποίο αυτή ζητούσε την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ταμειακής βεβαίωσης που εκδόθηκε σε βάρος της για οφειλόμενα μισθώματα, επικαλούμενη ότι αυτή, ως μισθώτρια, είχε δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος κατ’ άρθρο 576 ΑΚ, γιατί δεν της είχε παραδοθεί από την εκμισθώτρια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας η ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μίσθιου ακινήτου, αφού εντός αυτού υπήρχαν τρίτοι-ακτήμονες γεωργοί που έκαναν χρήση του με την σύμφωνη γνώμη της εκμισθώτριας. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 576 ΑΚ, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα, καθόσον, υπό τα ως άνω, ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν ταυτόχρονα με την κατάρτιση και υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης, την 21.5.2010, το μίσθιο ακίνητο παραδόθηκε από την εκμισθώτρια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας (στη θέση της οποίας, ακολούθως, υπεισήλθε ως καθολικό διάδοχο, σύμφωνα με το άρθρο 283 του Ν. 3852/2010, το πρώτο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”) στην αναιρεσείουσα εταιρία και περιήλθε στην κατοχή αυτής, η οποία έκτοτε μπορούσε να προβεί στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του και γενικώς να ασκήσει τα εκ της σύμβασης μίσθωσης δικαιώματά της, η οποία και πράγματι τα ασκούσε, αφετέρου δε μετά την 17.2.2011 ουδέποτε παραχωρήθηκε από την εκμισθώτρια το μίσθιο σε αγρότες προς εκμετάλλευση με τον σκοπό είσπραξης κρατικών επιδοτήσεων από εκείνους, και ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα μισθώτρια ουδέποτε παρεμποδίσθηκε, κατά τη διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης, στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου, με συνέπεια να μην υπάρχει πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας αυτού και, συνακόλουθα, να μην έχει αυτή δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος κατ’ άρθρο 576 ΑΚ. Εξάλλου, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό της προαναφερόμενης ουσιαστικού δικαίου διάταξης και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτής, την οποία έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: α) ότι, ταυτόχρονα με την υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης, το μίσθιο ακίνητο παραδόθηκε και περιήλθε στην κατοχή της αναιρεσείουσας, η οποία έκτοτε μπορούσε να προβεί στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του και γενικώς να ασκήσει τα εκ της σύμβασης μίσθωσης δικαιώματά της και β) ότι ουδέποτε η αναιρεσείουσα παρεμποδίσθηκε στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου. Επομένως, ο πρώτος, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή, του προαναφερόμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο ίδιος λόγος αναίρεσης ως προς τις περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν δέχθηκε: α) ότι, κατά την παράδοση του μισθίου σ’ αυτήν, δεν της παραδόθηκε και η χρήση αυτού κατά τον συμβατικό προορισμό του και β) ότι υπήρχε συμφωνία αυτής (μισθώτριας) και της εκμισθώτριας, με την οποία η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση για αποβολή των καταπατητών (τρίτων-ακτήμονων γεωργών) από το μίσθιο, είναι πρωτίστως απαράδεκτος, καθόσον υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στο ανωτέρω άρθρο, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, όπως εκτέθηκε και στην ίδια ως άνω νομική σκέψη.
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει το συζητητικό σύστημα στην πολιτική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, προκύπτει ότι ο σχετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που είχαν προταθεί νομίμως και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ανεξαρτήτως εάν αυτά τα είχε προσκομίσει ο ίδιος ή ο αντίδικός του (ΑΠ 759/2018, ΑΠ 161/2017). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού, δ) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου και ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1185/2022, ΑΠ 1277/2019, AΠ 1091/2019). Εξάλλου, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός εάν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αναίρεσης (ΑΠ 34/2021, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1349/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, από τον αριθ. 11 περ. γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής κρίσης του, δεν έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο, που τόσο η ίδια όσο και το αντίδικό του επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη “το άρθρο 2 αυτού” (όπως, κατά λέξη, αναφέρει στο αναιρετήριο), από το οποίο προέκυπτε, όπως επικαλείται, το δικαίωμά της να αρνηθεί την καταβολή των μισθωμάτων, εφόσον το αντίδικο δεν εκπλήρωνε την υποχρέωσή του για αποβολή των καταπατητών από το μίσθιο ακίνητο. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι πρωτίστως αόριστος, αφού η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει στο αναιρετήριο αφενός το φερόμενο ως μη ληφθέν αποδεικτικό μέσο κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του και αφετέρου το ακριβές περιεχόμενό του (βλ. ΑΠ 1264/2017), ώστε να κριθεί, αν το αποδεικτικό αυτό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι δεν της είχε παραδοθεί από την εκμισθώτρια η ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μίσθιου ακινήτου, αφού εντός αυτού υπήρχαν τρίτοι-ακτήμονες γεωργοί που έκαναν χρήση του με την σύμφωνη γνώμη της. Ανεξαρτήτως αυτού, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι το φερόμενο ως μη ληφθέν αποδεικτικό μέσο είναι η από 20.5.2010 έγγραφη σύμβαση μίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. Δ της οποίας “Ο εκμισθωτής παραδίδει σήμερα δια της παρούσας το Μίσθιο στον Μισθωτή και αναλαμβάνει δια της παρούσης την υποχρέωση να εκκενώσει το Μίσθιο”, από τη βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του, ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, και ιδιαίτερα από τις παραδοχές της απόφασης που αφορούν τον προαναφερόμενο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, προς απόδειξη του οποίου αυτή επικαλέσθηκε το προαναφερόμενο έγγραφο, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το ως άνω, φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, κάνοντας μάλιστα γι’ αυτό ειδική μνεία στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, με τις εξής αναφορές: “Όπως συνομολογείται και στην ως άνω σύμβαση (άρθρο 3 παρ. Δ αυτής), η εκμισθώτρια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας παρέδωσε ταυτοχρόνως με την υπογραφή της συμβάσεως το μίσθιο ακίνητο στην ανακόπτουσα – μισθώτρια, στην οποία περιήλθε η κατοχή της ως άνω μισθωθείσης εκτάσεως..” και “Όπως αποδεικνύεται, ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμβάσεως μισθώσεως το μίσθιο ακίνητο παραδόθηκε και περιήλθε στην κατοχή της ανακόπτουσας (άρθρο 3 παρ. Δ της σύμβασης), η οποία έκτοτε μπορούσε να προβεί στην ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του …”. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω, από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα, για την άσκηση αυτής, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ (Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας), που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά παραδοχή του αιτήματος αυτού, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ` εφαρμογή των άρθρων 38 παρ. 2 Ν. 2218/1994 και 283 παρ. 2 εδ. β` Ν. 3852/2010, σε συνδυασμό προς το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (βλ. ΑΠ 318/2021) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.11.2021 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία “ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΛΙΜΝΗ ΜΟΥΡΙΑ” για αναίρεση της υπ’ αριθ. 6513/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα, για την άσκηση της ανωτέρω αίτησης, παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ