Αριθμός 1118/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την από 20.4.2022 αίτηση του αιτούντος Θ. Κ. του Κ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιλάογλου, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 166/2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, προκειμένου το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να αποφανθεί περί του δικαιώματος για αποζημίωση του αιτούντος (άρθρο 535 επ. ΚΠΔ), ο οποίος κηρύχθηκε αθώος με την υπ’αριθμ. 261/2022 απόφαση του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Ο αιτών ζητεί την επιδίκαση αποζημίωσης, η οποία αίτηση καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 632/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αποζημίωσης, να επιδικασθούν τα ελάχιστα όρια αποζημίωσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το από 27.6.2022 έγγραφο του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Παπαγεωργίου, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από20.4.2022 αίτηση του Θ.Κ. του Κ., κατοίκου … μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 166/2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, προκειμένου το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να αποφανθεί περί του δικαιώματος για αποζημίωση του αιτούντος,(άρθρο 535 επ.ΚΠΔ) ο οποίος κηρύχθηκε αθώος με την υπ’ αριθμ. 261/2022 απόφαση του Ε’ Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠΔ “‘Εχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση: α) οι προσωρινά κρατηθέντες, που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα συνεπεία ενδίκου μέσου και γ) οι καταδικασθέντες και κρατηθέντες, που αθωώθηκαν με δικαστική απόφαση ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας”. Κατά το άρθρο 536 του ιδίου Κώδικα “Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης”, κατά δε το άρθρο 538 παρ. 1, 2 ΚΠΔ “1. Εκείνος που έχει δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, υποβάλλει την αίτησή του στο ίδιο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή βούλευμα ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου…2. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτά και παραδίδεται στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το αμετάκλητο της απόφασης ή του βουλεύματος ή από την έκδοση της απόφασης επί της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 539 παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ “1. Η αίτηση εισάγεται αμέσως στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο προς εκδίκαση, αφού ειδοποιηθεί ο αιτών ή ο αντίκλητός του για να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο…2. Το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση. 3. Σχετικά με την υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, αφού προηγουμένως ακουστούν ο αιτών και ο Εισαγγελέας”. Κατά δε το άρθρο 540 ΚΠΔ “Σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η αίτηση για αποζημίωση, επιδικάζεται στον αιτούντα αμετακλήτως κατ’ αποκοπή αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και για ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των είκοσι (20) ευρώ ούτε ανώτερη των πενήντα (50) ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και το ανώτερο όριο της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”, ενώ, τέλος, κατά το άρθρο 542παρ. 1 του ιδίου Κώδικα “Οι διατάξεις των άρθρων 535 – 540 εφαρμόζονται ανάλογα και από τον ‘Αρειο Πάγο, όταν αυτός απαλλάσσει εκείνον που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι αίτηση για αποζημίωση μπορεί να υποβάλει και εκείνος που κρατήθηκε με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα συνεπεία ενδίκου μέσου, ότι η αίτηση υποβάλλεται στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτικής απόφαση ή εξαφάνισε την καταδικαστική απόφαση συνεπεία ενδίκου μέσου, ότι αν το εκδόν την αθωωτική απόφαση είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, η αίτηση εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου προς εκδίκαση πρέπει δε να υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από το αμετάκλητο της απόφασης. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της υποχρεωτικής κράτησης. Παραίτιος από πρόθεση, όρος ο οποίος διαφοροποιείται όχι μόνο λεκτικά αλλά και εννοιολογικά από εκείνον του υπαιτίου, θεωρείται εκείνος που με τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίζεται ως υπαίτια ή να θεμελιώνει οποιαδήποτε ενοχή, συνετέλεσε στην προσωρινή κράτηση ή την καταδίκη του, αποτέλεσμα το οποίο είτε επεδίωξε ο ίδιος, είτε το αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο ή αναγκαίο (ΑΠ 448/2014, ΑΠ 1279/2007). Για να αποκλεισθεί το δικαίωμα αποζημίωσης απαιτείται πάντως, να υφίσταται σχέση αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της συμπεριφοράς και της καταδίκης του μετέπειτα αθωωθέντος, ως πρόθεση δε μπορεί να θεωρηθεί μεταξύ άλλων ενεργειών και παραλείψεων του προσωρινώς κρατηθέντος ή καταδικασθέντος, η άρνηση απολογίας, η ψευδής ομολογία ή ψευδής δήλωση (ΑΠ 444/2015). Προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος για αποζημίωση είναι να έχει εκτιθεί ολοκληρωτικά η ποινή από τον αιτούντα – αδίκως καταδικασθέντα, διότι ασφαλώς δεν δικαιούται αποζημίωσης ο καταδικασθείς του οποίου η ποινή ανεστάλη κατά τα άρθρα 99 επ. ΠΚ. Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.2 του ΚΠΔ “Καμία απόφαση ή ποινική διαταγή ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά διάταξη ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας”. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ “1.Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, όταν η εμφάνισή του στο συμβούλιο προβλέπεται από το νόμο… 2. Η παράβαση της προηγουμένης παραγράφου συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης”. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 513 εδ.α του ΚΠΔ, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως εν προκειμένω, “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου καταθέτει σημείωμα στη γραμματεία του Αρείου Πάγου το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης”.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 20.4.2022 αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού μετά από παραπομπή από το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, ο αιτών ζητεί αποζημίωση από το Δημόσιο επειδή αδίκως καταδικάστηκε και κρατήθηκε με την υπ’ αριθμ. 410/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις α) της απιστίας στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας από υπάλληλο, στρεφομένης κατά νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α περ. γ’ ΠΚ, από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και με ελάττωση της περιουσίας κατά ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις της τέλεσης της πράξης επί μακρό χρονικό διάστημα και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος και β) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας από υπάλληλο, στρεφομένης κατά νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α περ. γ’ ΠΚ, από υπαίτιο που μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με επιδιωχθέν όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία κατά ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις της τέλεσης της πράξης επί μακρό χρονικό διάστημα και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικείμενο του εγκλήματος, σε ποινές ισόβιας κάθειρξης για κάθε πράξη. Ακολούθως, δε, επί ασκηθείσας επ’ αυτής έφεσής του, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.394/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης με την οποία έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα κατ’ αυτού ποινική δίωξη για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της κακουργηματικής απιστίας για το ποσό των 1.354.960,40 ευρώ και ένοχος για την ίδια πράξη για το ποσό των 128.280,82 ευρώ και του επεβλήθη γι’ αυτή ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, αφού του αναγνωρίστηκε η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α’ ΠΚ που τελικά μετά από άσκηση αναίρεσης κατά της άνω απόφασης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 261/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης και τον κήρυξε αθώο για τη μερικότερη πράξη της απιστίας ποσού 47.017,98 ευρώ και έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα κατ’ αυτού ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής για την ίδια μερικότερη πράξη για το υπόλοιπο ποσό των 81.263,82 ευρώ. Για την υπό κρίση αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 542 παρ.1 και 538 ΚΠΔ, η Εισαγγελέας της έδρας δεν κατέθεσε, ως όφειλε γραπτή πρόταση, (σημείωμα), ενόψει και της κρίσης περί του παραδεκτού αυτής (εμπρόθεσμης ή μη άσκησής της), του ορισμένου της αίτησης για την κατ’ ουσίαν εξέταση της, αλλά κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο πρότεινε προφορικά “να γίνει δεκτή η αίτηση αποζημίωσης και να επιδικασθούν τα ελάχιστα όρια αποζημίωσης”. Κατόπιν αυτών και ενόψει των ορισμών των άρθρων 30 παρ.2 και 138 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 513 εδα. α ΚΠΔ, οι οποίες για το κύρος της απόφασης που θα εκδοθεί επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή έγγραφης εισαγγελικής πρότασης,(σημειώματος), το Δικαστήριο πρέπει να απέχει από την ουσιαστική έρευνα της υπό κρίση αίτησης επιδίκασης αποζημίωσης, προκειμένου η υπόθεση εισαχθεί στο ακροατήριό του με τη τήρηση της νόμιμης προδικασίας και υποβληθεί έγγραφη πρόταση(σημείωμα) του εισαγγελέα επί της υπόθεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΕΧΕΙ από την ουσιαστική έρευνα της από 20.4.2022 αίτησης του Θ. Κ. του Κ., κατοίκου … για επιδίκαση αποζημίωσης, προκειμένου η υπόθεση εισαχθεί στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, με την τήρηση της νόμιμης προδικασίας και υποβληθεί έγγραφη πρόταση(σημείωμα) του Εισαγγελέα επί της υποθέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Αυγούστου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ