Αριθμός 1206/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη – Εισηγήτρια, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Μ. του Κ. και Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αναγνωστόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Κ. και Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ε. Μ. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμφίσσης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 49/2019 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-7-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθ. 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που αποκτά ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή (άρθ. 1192 αρ. 1 ΑΚ). Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Εκτός όμως από τις παρακάτω προϋποθέσεις για να είναι έγκυρη η σύμβαση του άρθ. 1033 ΑΚ και να επιφέρει το διαθετικό της αποτέλεσμα θα πρέπει, αφενός μεν να τηρούνται για την κατάρτισή της οι διατυπώσεις που επιβάλλουν εκάστοτε διάφορες διατάξεις νόμων (με τις οποίες επιβάλλεται, κατά κανόνα, η επισύναψη διαφόρων πιστοποιητικών στο συμβόλαιο, επί ποινή ακυρότητας) και, αφετέρου να μην προσκρούει σε κάποια ειδικότερη διάταξη, που επιβάλλει περιορισμό στη μεταβίβαση ή υποβάλλει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας σε προηγούμενη διοικητική έγκριση (βλ. ενδεικτικά το ν.1892/1990 για τις παραμεθόριες περιοχές, το ν.998/1979 για τα ιδιωτικά δάση και τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, το άρθ. 60 παρ. 1 του δασικού κώδικα (νδ 86/1969), την πολεοδομική νομοθεσία – άρθ. 382 παρ. 10 ΚΒ ΠολΔ, άρθ. 24 του ν.4014/2011 άρθ. 2 παρ. 1 ν.δ. 690/1948 – την αγροτική και εποικιστική νομοθεσία).
Εξάλλου κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος: 2. “Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης…3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής”.
Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24 εκδόθηκαν αρχικά ο ν. 947/1979 και στη συνέχεια ο ν. 1337/1983 “Επέκταση των Πολεοδομικών σχεδίων κλπ”, με τον οποίο θεσμοθετείται νέα διαδικασία (διαφέρουσα από τη ρυμοτομία των ν.δ. 17.7.1923 και 797/71) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητό τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίζεται η νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου, και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων). Το νέο αυτό σύστημα που καθιερώνεται από το νόμο 1337/1983 χαρακτηρίζεται από τρία στάδια, από τα οποία διέρχεται η πολεοδόμηση μιας περιοχής: α) Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, β) την Πολεοδομική Μελέτη και γ) την εφαρμογή της. Το Γενικό Πολεοδομικό σχέδιο (Γ.Π.Σ.), αποτελεί τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης των πολεοδομικών ενοτήτων, που διατυπώνεται μετά από εκτίμηση των οικιστικών αναγκών και των προβλεπόμενων επιπτώσεων της πολεοδομικής ρύθμισης στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον (άρθρο 2 ν. 1337/1983). Η πολεοδομική μελέτη αποτελεί εξειδίκευση των προτάσεων και προγραμμάτων του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, η δε έγκρισή της έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του Ν. Δ/τος της 17.7.1923. Τέλος, το στάδιο της εφαρμογής περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την πραγμάτωση της πολεοδομικής μελέτης (καθορισμό τμημάτων που αφαιρούνται για εισφορά γης, τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους κ.λ.π.). Από το όλο πνεύμα του Ν. 1337/1983 συνάγεται ότι σε κάθε προηγούμενο στάδιο πρέπει να γίνεται μία κατά προσέγγιση εκτίμηση των στοιχείων και των δεδομένων που θα αποτελέσουν τη βάση της ρύθμισης του επόμενου σταδίου, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αλληλουχία των σταδίων αυτών, καθώς και η συνέπεια και αρμονία στην όλη πολεοδομική ρύθμιση (ΣτΕ 2831/1993). Μετά την εκπόνηση και έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, ακολουθεί το στάδιο της εφαρμογής της, που πραγματοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ως άνω νόμου με τη σύνταξη, κύρωση και μεταγραφή της πράξης εφαρμογής. Η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει τη διαχείριση των ιδιοκτησιών της περιοχής του πολεοδομικού σχεδίου, με σκοπό να αποδοθούν οι κοινόχρηστοι χώροι στην κοινή χρήση, οι κοινωφελείς χώροι στους φορείς που ανήκουν για την ανέγερση σ’ αυτούς των κτιρίων που εξυπηρετούν κοινωφελείς σκοπούς (εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος) και, τέλος, να διαμορφωθούν οι δομήσιμοι χώροι, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνονται στην πληρέστερη οικοδομική εκμετάλλευσή τους (εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος). Η διαχείριση αυτή της πράξης εφαρμογής για την επίτευξη του σκοπού αυτού περιλαμβάνει ένα σύνολο ενεργειών που συνίσταται σε καθορισμό των εδαφικών τμημάτων που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία και των τμημάτων που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά, καθώς και σε προσδιορισμό των εδαφικών τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους. Επίσης, περιλαμβάνει ένα σύνολο ενεργειών, που αναλύεται σε πράξεις αρτιοποίησης, τακτοποίησης, προσκύρωσης, συνένωσης, ανταλλαγής και μετακινήσεις των ιδιοκτησιών προκειμένου να επιτευχθούν οι πιο πάνω σκοποί. Δηλαδή, με την πράξη εφαρμογής διαμορφώνονται οριστικά στο έδαφος οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι και αρτιοποιούνται οι δομήσιμοι χώροι, γενικά δε αυτή περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης, ενεργοποιώντας τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς της οικιστικής νομοθεσίας στο ουσιωδέστερο μέρος της και πραγματώνοντας το οικιστικό δίκαιο στο σχεδιασμό μέρος (ΣτΕ 668/1994, 2831/1993, 3932/1995). Πριν από τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής πραγματοποιείται ο προσδιορισμός των ιδιοκτησιών (ακινήτων) και των κτισμάτων ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων που υπάρχουν σ’ αυτές. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται με τη σύνταξη κτηματογραφικού διαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα. Η διαδικασία σύνταξης του κτηματογραφικού διαγράμματος και του κτηματολογικού πίνακα και ειδικότερα η ανάρτησή τους, η πρόσκληση των ιδιοκτητών για υποβολή δήλωσης ιδιοκτησίας και η διόρθωση και συμπλήρωση του διαγράμματος και του πίνακα αποτελούν το περιεχόμενο της προκαταρκτικής φάσης της σύνταξης της πράξης εφαρμογής και ρυθμίζονται από την παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/83 και το άρθρο 1 της αριθμ. 79881/3445/1984 απόφασης του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ 862 τ. Β’ της 11.12.84), όπως συμπληρώθηκε με την αριθμ. 93027/7188/25.11.1994 απόφαση του ιδίου Υπουργού (ΦΕΚ 877 τ. Β’ της 25.11.1994).
Το κτηματογραφικό διάγραμμα και ο κτηματολογικός πίνακας της πολεοδομικής μελέτης, μετά τη σύνταξή τους, αναρτώνται από την αρμόδια υπηρεσία στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα ταυτόχρονα με την ανάρτηση της μελέτης αυτής. Η ανάρτηση αυτή γίνεται συγχρόνως με τη δημοσίευση πρόσκλησης στους ιδιοκτήτες ακινήτων της περιοχής της μελέτης να λάβουν γνώση του κτηματογραφικού διαγράμματος και του πίνακα και να υποβάλλουν δήλωση ιδιοκτησίας για την ορθότητα ή μεταβολή των ιδιοκτησιών τους, όπως αυτές αποτυπώνονται στο διάγραμμα αυτό.
Η υποβολή της δήλωσης αυτής αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την άρτια και έγκαιρη εκπόνηση των μελετών εφαρμογής και, ειδικότερα, της πράξης εφαρμογής, που είναι και το βασικό εργαλείο υλοποίησης του σχεδιασμού, αφού μ’ αυτή και τα συνοδευτικά αυτής στοιχεία (συμβόλαια, τίτλοι, διαγράμματα κ.λ.π.) που προσκομίζουν στους Ο.Τ.Α. οι ιδιοκτήτες, πραγματοποιείται η ενημέρωση, από το μελετητή εφαρμογής, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που έχει αρχικά αποδοθεί με την κτηματογράφηση της περιοχής. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ. 2 και 3 του Ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ’ αυτήν εδαφικές μεταβολές, σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. (ΑΠ 2045/2017, ΑΠ 261/2003). Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερόμενου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (ΑΠ 2045/2017). Τούτο σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983, κατά το πνεύμα των οποίων η οριστικοποίηση της πράξεως εφαρμογής που επέρχεται με την κύρωσή της, αναφέρεται στις περιεχόμενες σ` αυτήν μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, γι` αυτό και ορίζεται ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνεται με απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση όπως ειδικότερα ορίζεται με την κανονιστική απόφαση με τον τίτλο “Διαδικασία και τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης (υπ` αριθμ. 79881/3445/6.12.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ Β` 862) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 10 του αυτού άρθρου 12. Δηλαδή, η χρηματική αποζημίωση δεν αφορά στην κυριότητα του διαμορφούμενου ακινήτου, αλλά στο μέγεθος της εισφοράς σε γη και στο μέγεθος της ιδιοκτησίας (ΑΠ 292/2018). Εξάλλου, το άρθρο 12 του ν. 1337/1983 (Α’ 33), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των ν. 1512/1985 (Α’ 4), 1772/1988 (Α’ 91) και ν. 2242/1994 (Α’ 162), που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, ορίζει τα εξής: “1. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται με τη σύνταξη πράξεων εφαρμογής και με επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του νόμου αυτού…. 2. Η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στην οποία αναφέρεται η πολεοδομική μελέτη ή τμήμα της…. 3. Η πράξη εφαρμογής καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης, τα τμήματα που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του νόμου αυτού και προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους….. 4. Η πράξη εφαρμογής συνοδεύεται από κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής. Το κτηματογραφικό διάγραμμα και ο πίνακας εφαρμογής περιλαμβάνουν για κάθε ιδιοκτησία το εμβαδόν της, τα στοιχεία των ιδιοκτητών της και το ποσοστό συμμετοχής τους στην ιδιοκτησία, το ρυμοτομούμενο τμήμα και το απομένον εμβαδόν, τον όγκο κτισμάτων ή άλλων συστατικών των ρυμοτομούμενων τμημάτων, τα στοιχεία του τμήματος που αφαιρείται ως εισφορά γης και κάθε άλλο στοιχείο αναγκαίο για την εφαρμογή του νόμου αυτού. 5. Η πράξη εφαρμογής συντάσσεται με την ακόλουθη διαδικασία που προωθείται παράλληλα με τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης. α. Κατά τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος της πολεοδομικής μελέτης οι κύριοι ή νομείς ακινήτων υποχρεούνται, κατόπιν προσκλήσεως, να υποβάλουν δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο ή κοινότητα προσκομίζοντας συγχρόνως τίτλους κτήσεως, πιστοποιητικό μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων, κατασχέσεων και τοπογραφικό διάγραμμα. Η παράλειψη υποβολής της ως άνω δήλωσης συνεπάγεται τα εξής: α1. Κάθε δικαιοπραξία εν ζωή είναι αυτοδικαίως και απολύτως άκυρη αν δεν επισυνάπτεται σε αυτήν πιστοποιητικό του οικείου δήμου ή κοινότητας με το οποίο θα βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας. β1. Δεν χορηγείται άδεια οικοδομής στο ακίνητο χωρίς την υποβολή κυρωμένου αντιγράφου της δήλωσης ιδιοκτησίας και πιστοποιητικού του ανωτέρω εδαφίου (α1). β. Με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης α’, συντάσσεται το κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και ο πίνακας εφαρμογής. γ. Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες, μέσα σε προθεσμία που αναφέρεται σε σχετική πρόκληση, να λάβουν γνώση της πράξης εφαρμογής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις. 6. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο χρόνος και ο τρόπος δημοσιότητας της πρόσκλησης για υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, το περιεχόμενο αυτών, οι προθεσμίες υποβολής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. 7. α) Η πράξη εφαρμογής κυρώνεται με απόφαση του νομάρχη…. και μεταγράφεται στο οικείο υποθυκοφυλακείο. Η μορφή και το σχήμα των υπόλοιπων στοιχείων της πράξης (κτηματογραφικοί πίνακες και διαγράμματα) είναι τα καθοριζόμενα με την απόφαση της παρ. 10 του άρθρου αυτού…. Για ιδιοκτησίες, που στις πράξεις εφαρμογής αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία ή με την ένδειξη “άγνωστος”, η καταχώριση στη μερίδα των ιδιοκτητών γίνεται μετά από έκδοση διορθωτικής πράξης του οικείου νομάρχη. Με τη μεταγραφή επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, … γ) Η μεταβολή ακινήτων σύμφωνα με την παρ. 3 και την πράξη εφαρμογής συνεπάγεται την άμεση απόσβεση κάθε εμπράγματου δικαιώματος τρίτου και που υφίσταται στα μεταβαλλόμενα ακίνητα. Στην περίπτωση αυτή, ως προς την τύχη των παραπάνω δικαιωμάτων εφαρμόζεται αναλογικά το άρθ. 49 παρ. 2-7 του ν.947/1979. ε) Η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωσή της, γίνεται οριστική και αμετάκλητη. Διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνονται με απόφαση των αρμόδιων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση, όπως ειδικότερα ορίζεται με την απόφαση της παρ. 10 του άρθρου αυτού…. Επισημαίνεται εδώ ότι η περ. ε’ αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθ. 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003 που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “Η Διοίκηση κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου … Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι σχετικές διαφορές που προκύπτουν από τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση …”. 10. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος καθορίζονται οι σχετικές διαδικασίες και ο τρόπος σύνταξης της πράξεως εφαρμογής, του κτηματογραφικού διαγράμματος και του πίνακα εφαρμογής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια και εγκρίνονται οι σχετικές προδιαγραφές”. Με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 10 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 εκδόθηκε αρχικώς η απόφαση 79881/3445/6.12.1984 του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (Β’ 862/11.12.1984), στο άρθρο 1 της οποίας προβλέπονται τα εξής: “1. Το Κτηματογραφικό διάγραμμα και ο Κτηματολογικός πίνακας της περιοχής της Πολεοδομικής μελέτης αναρτώνται από την αρμόδια Υπηρεσία στο Δημοτικό ή Κοινοτικό Κατάστημα ταυτόχρονα με την ανάρτηση της Πολεοδομικής μελέτης. 2. Η ανάρτηση γίνεται συγχρόνως με την δημοσίευση, σε μία τοπική εφημερίδα αν υπάρχει και σε μια ημερήσια της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, πρόσκλησης προς τους ιδιοκτήτες να λάβουν γνώση του Κτηματογραφικού διαγράμματος και του αντίστοιχου πίνακα, καθώς και των στοιχείων της προκαταρκτικής πράξης εφαρμογής και να υποβάλλουν δήλωση ιδιοκτησίας σε προθεσμία 15 ημερών από την τελευταία δημοσίευση. Μαζί με τη δήλωση υποβάλλονται τίτλοι και άλλα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά με τα παραπάνω αναρτημένα κτηματολογικά στοιχεία. 3. Οι δηλώσεις ιδιοκτησίας υποβάλλονται στο Δημοτικό ή Κοινοτικό Κατάστημα και πρέπει να περιλαμβάνουν, εκτός από πληροφορίες πάνω στα στοιχεία του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, πληροφορίες για τη θέση του ακινήτου, το χρόνο κτήσεως αυτού τα επικείμενα και το συνολικό αριθμό των ιδιοκτησιών του ιδιοκτήτη στην περιοχή ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου. Επίσης στη δήλωση ιδιοκτησίας θα αναφέρεται και αν ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να προσφέρει τμήμα της ιδιοκτησίας του αντί μέρος της απαιτούμενης εισφοράς σε χρήμα. 4. Μετά από τον έλεγχο των στοιχείων των δηλώσεων από την επιβλέπουσα Υπηρεσία γίνεται η διόρθωση και συμπλήρωση του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα”. Στο άρθρο 5 της ίδιας απόφασης ορίζεται ότι “1. Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής (διαγράμματος και πίνακα) καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες στα γραφεία της Υπηρεσίας να λάβουν γνώση αυτής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις. Η πρόσκληση γίνεται με δημοσίευση σε μία τοπική εφημερίδα, όταν υπάρχει και σε μία ημερήσια της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης σε δύο συνεχείς δημοσιεύσεις. 2. Οι ενστάσεις υποβάλλονται στην αρμόδια Υπηρεσία ή στο Δημοτικό ή Κοινοτικό κατάστημα μέσα σε προθεσμία 15 ημερών που ορίζεται στην παραπάνω πρόσκληση, από την τελευταία δημοσίευσή της…. 3. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που αναφέρεται πιο πάνω, η πράξη εφαρμογής μαζί με τις τυχόν ενστάσεις υποβάλλονται στον αρμόδιο Νομάρχη για κρίση. Ο Νομάρχης με απόφασή του κυρώνει την πράξη εφαρμογής όπως έχει διαμορφωθεί οριστικά ύστερα από την αποδοχή όσων από τις ενστάσεις κρίθηκαν ορθές. 4. Μετά την έκδοση της απόφασης του Νομάρχη που κυρώνει την πράξη εφαρμογής η αρμόδια Υπηρεσία καλεί τους φερόμενους ιδιοκτήτες μέσα σε προθεσμία 10 ημερών στα γραφεία της να λάβουν γνώση της απόφασης. Η πρόσκληση αυτή γίνεται με τον τρόπο που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού”. Στη συνέχεια, βάσει της νεότερης εξουσιοδότησης της παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 2242/1994, εκδόθηκε η 93027/7188/15.11.1994 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων “Χρόνος και τρόπος δημοσιότητας της πρόσκλησης για υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, το περιεχόμενο αυτών, οι προθεσμίες υποβολής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια” (Β’ 877/25.11.1994). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της ως άνω απόφασης, όπως τροποποιήθηκε με την 21608/4268/10.7.1997 απόφαση του ίδιου Υπουργού (Δ’ 652/ 28.7.1997), ορίζεται ότι: “1. Με πρόσκληση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης καλούνται οι κύριοι ή νομείς των ακινήτων στην περιοχή των οποίων συντάσσεται κτηματογραφικό διάγραμμα της πολεοδομικής μελέτης, να υποβάλουν στην υπηρεσία αυτή ή στον οικείο Δήμο ή κοινότητα τη δήλωση ιδιοκτησίας της παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. 2242/1994. 2. Η πρόσκληση τοιχοκολλάται στα γραφεία της παραπάνω αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ή στο Δημοτικό ή Κοινοτικό κατάστημα, δημοσιεύεται σε δύο τοπικές εφημερίδες και σε δύο ημερήσιες Αθηνών ή Θεσσαλονίκης και ανακοινώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της περιοχής Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. 3. Τα έξοδα και οι δαπάνες των ως άνω δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων των προσκλήσεων, βαρύνουν το Δήμο ή την Κοινότητα ή τον αρμόδιο φορέα, που επισπεύδει την πολεοδόμηση της περιοχής. 4. Η δήλωση ιδιοκτησίας υποβάλλεται σε ειδικό έντυπο σύμφωνα με υπόδειγμα της υπηρεσίας, το οποίο προσαρτάται στην παρούσα απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο αυτής”. Από τις αναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι, κατά τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος, οι κύριοι ή νομείς ακινήτων υποχρεούνται, κατόπιν προσκλήσεως, να υποβάλουν δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο ή κοινότητα προσκομίζοντας συγχρόνως τίτλους κτήσεως, πιστοποιητικό μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων, κατασχέσεων και τοπογραφικό διάγραμμα. Η παράλειψη υποβολής της ως άνω δήλωσης συνδέεται με σημαντικές συνέπειες για την τύχη των ακινήτων και τους οικείους ιδιοκτήτες ή νομείς, καθώς αφενός κάθε δικαιοπραξία εν ζωή είναι αυτοδικαίως και απολύτως άκυρη αν δεν επισυνάπτεται σε αυτήν πιστοποιητικό του οικείου δήμου ή κοινότητας με το οποίο θα βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας και αφετέρου δεν χορηγείται άδεια οικοδομής στο ακίνητο χωρίς την υποβολή κυρωμένου αντιγράφου της δήλωσης ιδιοκτησίας και του ως άνω πιστοποιητικού. Με βάση τα στοιχεία των δηλώσεων ιδιοκτησίας, συντάσσεται το κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και ο πίνακας εφαρμογής. Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες, μέσα σε προθεσμία που αναφέρεται σε σχετική πρόκληση, να λάβουν γνώση της πράξης εφαρμογής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις. Εκ τούτων παρέπεται ότι ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαδικασία υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας, η τήρηση της οποίας αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την αποτελεσματική προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, όσο και για την πρόοδο της διαδικασίας εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων. Για τον λόγο αυτόν, ο κανονιστικός νομοθέτης μερίμνησε ειδικά για την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα της πρόσκλησης για υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, την οποία οργάνωσε με την νεότερη 93027/7188/15.11.1994 υπουργική απόφαση, αποκλίνοντας κατά τούτο από τις διατυπώσεις δημοσιότητας που τάσσει η 79881/3445/6.12.1984 απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η οποία ρυθμίζει γενικά τη διαδικασία και τον τρόπο σύνταξης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την νεότερη και ειδικότερη υπουργική απόφαση του 1994, η πρόσκληση τοιχοκολλάται στα γραφεία της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ή στο Δημοτικό ή Κοινοτικό κατάστημα, δημοσιεύεται σε δύο τοπικές εφημερίδες και σε δύο ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών ή Θεσσαλονίκης και ανακοινώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της περιοχής Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, λόγω των σημαντικών συνεπειών που έχει η παράλειψη υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας στα περιουσιακά δικαιώματα των οικείων κυρίων και νομέων ακινήτων, οι σχετικές προθεσμίες που τάσσονται για την υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας δεν έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα [ήδη, δε, με τον μεταγενέστερο του κρίσιμου χρόνου νόμο 4030/2011 (Α’ 249, άρθρο 42 παρ. 25) επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης ιδιοκτησίας μέχρι τον χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής], οι δε ενδιαφερόμενοι έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν δηλώσεις ιδιοκτησίας μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής (αλλά και μετά την κύρωση, με αίτηση διόρθωσης). Η Διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη τις δηλώσεις αυτές κατά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, ιδίως, μάλιστα, όταν διαπιστώσει ότι δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που τάσσει η 93027/7188/15.11.1994 υπουργική απόφαση (ΣτΕ 1972/2020). Με τις διατάξεις αυτές, λόγω της μεγάλης σημασίας της υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας για την ευχερέστερη υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδιασμού, σκοπείται η πίεση όλων των ιδιοκτητών των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην περιοχή της πράξης εφαρμογής για υποβολή δήλωσης, γι’ αυτό και την ακυρότητα (αυτοδίκαια και απόλυτη κατά τη ρητή επιταγή του νομοθέτη) της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε χωρίς την προηγούμενη επισύναψη του ανωτέρω πιστοποιητικού μπορεί να την επικαλεσθεί καθένας που έχει έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, από τη ρητή και αδιάστικτη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 σαφώς προκύπτει ότι την απ’ αυτή προβλεπόμενη δήλωση ιδιοκτησίας πρέπει να υποβάλλουν όλοι οι ιδιοκτήτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, μη εξαιρουμένου και του Δημοσίου. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από την γραμματική διατύπωση αυτής αλλά, κυρίως, από τον σκοπό της, δεδομένου ότι η δήλωση ιδιοκτησίας, εκτός του ότι αποτελεί κατά τον νόμο αναγκαστική προϋπόθεση της διαδικασίας της πράξης εφαρμογής αποτελεί προφανώς και ουσιαστική προϋπόθεση για την ορθότερη σύνταξη αυτής και τη συντόμευση της όλης διαδικασίας για την κύρωσή της. Παράλληλα, επιβάλλεται όχι μόνο προς προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος, αλλά και του κοινωνικού συνόλου, δεδομένου ότι σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης καθυστερεί η ολοκλήρωση των μελετών εφαρμογής και, κατ’ ακολουθία, και η απελευθέρωση των κοινοχρήστων χώρων και της κατασκευής των έργων υποδομής, πράγμα που είναι ανεπίτρεπτο. Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι κατά την κατάρτιση και έγκριση της πράξης εφαρμογής η Διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάσει ζητήματα σχετικά με την κυριότητα των ιδιοκτησιών, γιατί η κρίση για τα ζητήματα αυτά ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που μαζί με την Σύμβαση κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Επιδιώκεται, δηλαδή, με τη διάταξη αυτή η προστασία της περιουσίας του φυσικού ή νομικού προσώπου από κάθε στέρηση, την οποία αποτελεί όχι μόνο η αφαίρεση της κυριότητας αλλά και ο ουσιώδης περιορισμός των εξουσιών του ιδιοκτήτη που απορρέουν από αυτήν, αφού χωρίς αυτές η ιδιοκτησία καθίσταται αδρανής και κενή ουσιαστικού περιεχομένου (ΟλΑΠ 896/1985, ΟλΣτΕ 3521/1992). Η προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις αυτές δεν είναι απόλυτη, διότι είναι επιτρεπτή η επιβολή νομοθετικών περιορισμών, εφόσον αυτοί είναι αντικειμενικοί και δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος. Όρο, όμως, της παραδοχής των περιορισμών αυτών αποτελεί και ο από αυτούς σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας (ΑΠ 968/2010). Ειδικότερα, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ειδικότερα, για την περίπτωση της στέρησης της ιδιοκτησίας, η αρχή της αναλογικότητας οδηγεί στην διαμόρφωση μιάς δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος υπέρ του κοινωνικού συνόλου και της επιτασσόμενης προστασίας της ιδιοκτησίας ως ατομικού δικαιώματος (ΑΠ 968/2010). Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή, το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή, να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 629/2019). Kατά δε το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016). Με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019).
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση την αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠοΛΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι “δεχθείσα η άνω απόφαση ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 περ. 1α του ν. 1337/1983, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 2242/1994, όπως ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης και υπογραφής του επίδικου συμβολαίου γονικής παροχής, που προέβλεπε ότι η μη υποβολή πιστοποιητικού ιδιοκτησίας κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας εν ζωή καθιστά αυτήν (την δικαιοπραξία) αυτοδικαίως και απολύτως άκυρη είναι αντισυνταγματική, καθόσον προσκρούει στο άρθρο 25 του Συντάγματος, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την άνω διάταξη”.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθ. 561 παρ. 2 ΚΠοΛΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ουσία της διαφοράς τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <Με το αριθμ …/…-9-1996 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβ/φου Δεσφίνας Νικολ. Μαρκεζίνη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Ιτέας (τόμος … και αριθμός …), η Μ., σύζυγος Κ. Μ., μητέρα των διαδίκων, απέκτησε με αγορά από την αληθή κυρία Β. Μ., ένα οικόπεδο που βρίσκεται στην επέκταση του σχεδίου πόλης του Δήμου Ιτέας Νομού Φωκίδος, στη θέση “…” και επί της οδού …, επιφάνειας 633,80 τμ, όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτώμενο στο ως άνω συμβόλαιο από μηνός Ιουλίου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ι. Α. με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ- Η-Α. Επ’ αυτού η μητέρα των διαδίκων, αφού συνέστησε οριζόντια ιδιοκτησία με την αριθμ. …./…-6-1999 πράξη του συμβ/φου Ιτέας Αριστ. Παπαλάιου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιτέας, προχώρησε σε ανέγερση οικοδομής, υπαγόμενης στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και Α και Β κύριους ορόφους. Μεταξύ των αυτοτελών ιδιοκτησιών της οικοδομής είναι και οι επίδικες, ήτοι: α) η με στοιχεία Ύψιλον Δύο (Υ2) υπόγεια αποθήκη, όπως αυτή εμφαίνεται στο συνημμένο στην ως άνω με αριθμ. …/1999 συμβολαιογραφική πράξη σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου του πολιτικού μηχανικού Γ. Μ. και έχει επιφάνεια 55,80 τμ και β) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 131,67 τμ, που αποτελείται από τρία (3) υπνοδωμάτια, καθιστικό, κουζίνα- τραπεζαρία, διάδρομο, υποδοχή, λουτρό. Η μητέρα των διαδίκων, Μ. σύζυγος Κ. Μ., αρχικά το έτος 2000 μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εναγόμενο, λόγω γονικής παροχής, με το αριθμ. …/…-1-2000 συμβόλαιο του συμβ/φου Ιτέας Αριστ. Ηλία Παπαλάιου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Ιτέας (τόμος … και αριθμός …): α) το 1/2 εξ αδιαιρέτου της με τα στοιχεία Υψιλον Δύο (Υ2) υπόγειας αποθήκης (ημιτελούς) και β) ένα διαμέρισμα (ημιτελές) του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 137,98 τμ και, στη συνεχεία, το έτος 2009 η ανωτέρω μεταβίβασε στον ενάγοντα κατά ψιλή κυριότητα, επίσης λόγω γονικής παροχής, με το αριθμ. …/….-10-2009 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβ/φου, που καταχωρήθηκε την 29-10-2009 στο τηρούμενα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γ ραφείου Ιτέας με αριθμό καταχώρησης 394, το 1/2 εξ αδιαιρέτου της με τα στοιχεία Υψιλον Δύο (Υ2) υπόγειας αποθήκης και κατά ποσοστό 100% το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 131,67 τμ, ενώ η ίδια παρακράτησε για τον εαυτό της και εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα της επικαρπίας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι με την αριθμ. …/….-6-2006 απόφαση του Νομάρχη Φωκίδας που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό Γραφείο Ιτέας την 2-11-2009 με αριθμό … κυρώθηκε η Πράξη Εφαρμογής Σχεδίου Πόλεως Ιτέας, με την οποία και τον συνοδεύοντα αυτή κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής αποδόθηκε στη μητέρα των διαδίκων Μ. Μ., το με κτηματολογικό αριθμό … ακίνητο – οικόπεδο, κείμενο στο Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό …, εμβαδού 624 τμ, κατόπιν εισφοράς σε γη 76,77 τμ και σε χρήμα 27,60 … Από την επισκόπηση των κτηματολογικών φύλλων του ακινήτου με ΚΑΕΚ …./…/…, που αφορούν στο χρόνο μετά την οριστική καταχώρηση της πράξης εφαρμογής του Νομάρχη Φωκίδας, ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς στις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες προκύπτει ότι: 1) η με αριθμό Υ2 οριζόντια ιδιοκτησία, με ΚΑΕΚ …/…/…, εμβαδού 55,80 τμ, εμφαίνεται ότι ανήκει στις αρχικές εγγραφές: α) στον εναγόμενο κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με τίτλο κτήσης το με αριθμ. …/…-1-2000 συμβόλαιο γονικής παροχής και στη Μ. Μ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με τίτλο κτήσης το με αριθμ. …/…-6-1999 συμβόλαιο σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας και β) στις μεταγενέστερες εγγραφές στον εναγόμενο κατά ποσοστό 50%, κατά τα προεκτεθέντα, και στον ενάγοντα σε ποσοστό 50% της ψιλής κυριότητας, διατηρούμενης της επικαρπίας ισοβίως υπέρ της δικαιοπαρόχου μητρός του Μ. Μ., με τίτλο κτήσης το με αριθμ. …/…-10-2009 συμβόλαιο γονικής παροχής και 2) η οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου, με ΚΑΕΚ …./…/…., εμβαδού 131,67 τμ, εμφαίνεται ότι ανήκει : α) στις αρχικές εγγραφές στη Μ. Μ. κατά πλήρη κυριότητα, με τίτλο κτήσης το με αριθμ. …./…-6-1999 συμβόλαιο σύστασης διηρημένης ιδιοκτησίας και β) στις μεταγενέστερες εγγραφές στον ενάγοντα σε ποσοστό 100% της ψιλής κυριότητας, διατηρούμενης της επικαρπίας ισοβίως υπέρ της δικαιοπαρόχου του, με τίτλο κτήσης το προαναφερόμενο με αριθμό …/….-10-2009 συμβόλαιο γονικής παροχής (βλ. τα από 25-92015 και 28-9-2015 και με αριθμούς ΚΑΕΚ …/…/… και …/…/… κτηματολογικό φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Ιτέας). Να σημειωθεί ότι μετά τη μεταγραφή της απόφασης του Νομάρχη Φωκίδας περί κύρωσης της πράξης εφαρμογής του σχεδίου πόλεως Ιτέας, το ακίνητο- γεωτεμάχιο της Μ. Μ., το οποίο εμφαίνονταν στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Ιτέας με ΚΑΕΚ …./…./… απέκτησε νέο ΚΑΕΚ …/…/….. Εν συνεχεία εκδόθηκε η αριθμ. …/….-12-2010 διορθωτική πράξη της …/06 απόφασης του Νομάρχη Φωκίδας της πράξης εφαρμογής του σχεδίου πόλεως Ιτέας, με την οποία αποφασίσθηκε η κύρωση διορθωμένης της πράξης εφαρμογής σχεδίου πόλεως Ιτέας στο οικόπεδο με κτηματολογικά αριθμό πράξης εφαρμογής … και ΚΑΕΚ … με νέους ιδιοκτήτες τους Δ. Μ. και Μ. σε ποσοστό 32,50 τον καθένα από αυτούς και την Ε. Μ. με ποσοστό 35,00% και η καταχώρηση αυτής (απόφασης) στο οικείο κτηματολογικά γραφείο. Η ανωτέρω απόφαση καταχωρήθηκε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Ιτέας την 14-3-2011 με αριθμό ….. Από δε την επισκόπηση των κτηματολογικών φύλλων των επίδικων οριζοντίων ιδιοκτησιών μετά την καταχώρηση της ως άνω διορθωτικής πράξης προκύπτει ότι: α) η με αριθμό Υ2 οριζόντια ιδιοκτησία, με ΚΑΕΚ …./…/…, εμβαδού 55,80 τμ, ανήκει στον εναγόμενο κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και στη Μ. Μ., κατά το λοιπό ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και β) η οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου, με ΚΑΕΚ …/…/.., εμβαδού 131,67 τμ ανήκει στη μητέρα των διαδίκων κατά πλήρη κυριότητα … Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 20-4-2010 απεβίωσε η μητέρα των διαδίκων Μ. Μ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και ο εναγόμενος με το με αριθμό …/….-7-2015 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Γαλαξιδίου Παρασκευής Ιωάννη Αλεξανδρή, που καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Ιτέας την 29η Ιουλίου του έτους 2015 με αριθμό … αποδέχθηκε την κληρονομιά αυτής. Συνεπεία τούτου, στις επίδικες ιδιοκτησίες εμφαίνονται στις μεταγενέστερες εγγραφές: α) στη με αριθμό Υ2 οριζόντια ιδιοκτησία, με ΚΑΕΚ …/…/…, εμβαδού 55,80 τμ, κύριος κατά ποσοστό 16,667/100 εξ αδιαίρετου και β) στην οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου, με ΚΑΕΚ …./…/…, εμβαδού 131,67 τμ κύριος κατά ποσοστό 33,33/100 εξ αδιαιρέτου ο εναγόμενος με τίτλο κτήσης την προαναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς… Επειδή, όμως η ως άνω κληρονομούμενη, μητέρα των διαδίκων κατά το χρόνο του θανάτου της δεν ήταν κυρία των επιδίκων, αφού είχε ήδη μεταβιβάσει τη ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας μόνο την επικαρπία, δυνάμει του με αριθμ. …/…-10-2009 συμβολαίου του συμβ/ φου Ιτέας Αριστ. Παπαλάιου στον ενάγοντα, ο οποίος μετά τον θάνατό της κατέστη κύριος και συγκύριος αυτών, καθόσον το δικαίωμα επικαρπίας συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα, η ως άνω πράξη αποδοχής κληρονομιάς και η μεταγραφή της δεν επέφεραν έννομα αποτελέσματα ως προς τα επίδικα ακίνητα και ο εναγόμενος δεν κατέστη συγκύριος αυτών με παράγωγο τρόπο κατά ως άνω ποσοστά. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο τίτλος κτήσης του ενάγοντος, δηλαδή το αριθμ. …/…-10-2009 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβ/φου Ιτέας Αριστ. Παπαλάιου είναι κατ’ άρθρο 12 παρ. 5 περ. 1α του νόμου 1337/1983, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 6 παρ. 4 του νόμου 2242/1994, είναι άκυρο, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα κατά τη διάταξη του άρθρου 180 ΑΚ, γιατί δεν επισυνάφθηκε σε αυτό πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του άρθρου 6 παρ. 4 του νόμου 2242/1994, παρά το γεγονός ότι μεταβιβαζόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, βρίσκονταν σε περιοχή που η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης εκπονήθηκε και έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983 και της απόφασης του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος με αριθμό 79881/3445/06.12.1984 “περί διαδικασίας και τρόπου σύνταξης της πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης” (ΦΕΚ 862Β711.12.1984), είναι απορριπτέος. Και τούτο, γιατί η σχετική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 του ν. 1337/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 2242/1994, που προβλέπει την ακυρότητα της δικαιοπραξίας εν ζωή, χωρίς προηγούμενη επισύναψη στο σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας, που αποβλέπει στον εξαναγκασμό των υπόχρεων να υποβάλουν εγκαίρως τις δηλώσεις ιδιοκτησίας, ώστε να περαιωθεί ταχέως η διαδικασία της πολεοδομικής μελέτης και της πράξης εφαρμογής με κύρωση την ακυρότητα της δικαιοπραξίας εν ζωή, σε περίπτωση μη επισύναψης του πιστοποιητικού υποβολής της δήλωσης ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, που μεταβιβάζεται, προσκρούει τόσο στην καθιερούμενη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1), καθόσον η κύρωση υπερακοντίζει το σκοπό της διάταξης, όσο και στην αρχή προστασίας της περιουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, η σχετική ρύθμιση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος, ο οποίος παραδεκτά προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 527 αριθμ. 3, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 269 ΚΠολΔ, καθόσον πρόκειται περί ισχυρισμού που λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα και προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης. Άρα, η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε ότι ο τίτλος κτήσης του ενάγοντος, είναι άκυρος, κατ’ άρθρο 12 παρ. 5 περ. Γ ν. 1337/1983 (όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 6 παρ. 4 ν. 2242/1994) και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, γιατί δεν επισυνάφθηκε σε αυτόν πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του άρθρου 6 παρ. 4 του νόμου 2242/1994 και, συνεπώς, ο ενάγων δεν απέκτησε συγκυριότητα και κυριότητα επί των ανωτέρω αναλυτικά περιγραφόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών και απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατιθέμενες διατάξεις και τις αποδείξεις κακώς εκτίμησε γι’ αυτό και οι σχετικοί λόγοι έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί”. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού δέχθηκε κατ’ ουσία την έφεση του ενάγοντος, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή και αφού δίκασε αυτή εκ νέου, τη δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα αποκλειστικό κύριο και συγκύριο, αντίστοιχα, των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών και διατάσσοντας τη διόρθωση των σχετικών με αυτές ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 του ν. 1337/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 2242/1994, που προβλέπει την ακυρότητα δικαιοπραξίας εν ζωή, χωρίς προηγούμενη επισύναψη στο σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας και αποβλέπει στον εξαναγκασμό των υπόχρεων να υποβάλουν εγκαίρως τις δηλώσεις ιδιοκτησίας, ώστε να περαιωθεί ταχέως η διαδικασία της πολεοδομικής μελέτης και της πράξης εφαρμογής με κύρωση την ακυρότητα της δικαιοπραξίας εν ζωή, σε περίπτωση μη επισύναψης του πιστοποιητικού υποβολής της δήλωσης ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου που μεταβιβάζεται, προσκρούει τόσο στην καθιερούμενη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1), καθόσον η κύρωση υπερακοντίζει το σκοπό της διάταξης, όσο και στην αρχή προστασίας της περιουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α. και ότι, συνεπώς, η σχετική ρύθμιση είναι ανίσχυρη.
Κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο τούτο γνώμη τριών μελών του Γ’ Τμήματος αυτού και, συγκεκριμένα, της Προέδρου Ασπασίας Μαγιάκου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και των Γεωργίου Παπανδρέου και Μαρίας Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγιτών, υπό τις άνω παραδοχές, το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την άνω διάταξη, καθόσον από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει γενικά ότι με το Ν. 1337/1983, όπως αυτός συμπληρώθηκε ιδιαίτερα με τους ν. 1512/1985, 1647/1986, 1772/1988, 1849/1989, 1892/1990, 2052/1992 και 2242/1994, στο πλαίσιο εναρμόνισης της Πολεοδομικής νομοθεσίας στις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 24 παρ. 2 επ. του Συντάγματος, η χωροταξική ανάπτυξη, ανάπλαση και πολεοδομική ρύθμιση χωρούν επί τη βάσει ενός προγράμματος που εκπονείται ενόψει των κανόνων της πολεοδομικής επιστήμης και της αισθητικής, υπαγορεύεται από τα δεδομένα της δημογραφικής εξέλιξης, προσαρμόζεται στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και σταθμίζεται η ιδιομορφία κάθε περιοχής, προκειμένου το βάσει του νόμου αυτού θεσπιθέν σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού να προσαρμοσθεί και στις γενικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιώσιμη χρήση του χώρου ως φυσικού πόρου και ιδιαίτερα προς αποφυγή της εξάπλωσης των πόλεων και οικισμών σε βάρος του φυσικού αλλά και αγροτικού περιβάλλοντος, του οποίου επιδιώκεται αναβάθμιση. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την προβλεπόμενη από το άρθ. 12 παρ. 5 α 1. του νόμου 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 6 παρ. 4 του ν. 2242/1994 κύρωση της ακυρότητας της δικαιοπραξίας εν ζωή που καταρτίζεται χωρίς την επισύναψη σε αυτή πιστοποιητικού του οικείου δήμου ή κοινότητας, με το οποίο βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας από τους κυρίους ή νομείς των ακινήτων ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η υποχρέωση τήρησης της σχετικής διαδικασίας αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, όσο και για την πρόοδο εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων, με κύρωση, σε περίπτωση μη προσαγωγής του εν λόγω πιστοποιητικού, μεταξύ άλλων, την αυτοδίκαιη και απόλυτη ακυρότητα της πιο πάνω δικαιοπραξίας. Εξαιτίας των σημαντικών συνεπειών που έχει η παράλειψη υποβολής δηλώσεων ιδιοκτησίας στα περιουσιακά δικαιώματα των οικείων κυρίων ή νομέων ακινήτων ο νομοθέτης μερίμνησε: 1) για την παροχή της ευρύτερης δυνατής δημοσιότητας των προσκλήσεων προς τους ενδιαφερομένους για την υποβολή των δηλώσεων ιδιοκτησίας, την οποία οργάνωσε με τη νεότερη 93027/7188/15-11-1994 υπουργική απόφαση, που προβλέπει ειδικά “τον χρόνο και τον τρόπο δημοσιότητας της πρόσκλησης για υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας”, σε τακτά επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα, κατά τη διαδικασία εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, που πραγματοποιείται με τη σύνταξη κύρωση και μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. 2) για την παροχή δυνατότητας υποβολής των παραπάνω δηλώσεων μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής, αλλά και μετά από αυτή με την υποβολή αίτησης διόρθωσης προς τη Διοίκηση (ΣΤΕ 1972/2020), ενώ, στην περίπτωση που κατά την αιτιολογημένη κρίση της τελευταίας είναι αδύνατη η αυτούσια διόρθωση, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι σχετικές διαφορές που προκύπτουν από τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. 3) για την παροχή δυνατότητας στον αληθινό κύριο του βασικού ακινήτου να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε μετά την κύρωση και μεταγραφή της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερόμενου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (ΑΠ 261/2003, ΑΠ 2045/2017). Ήδη δε, με το μεταγενέστερο του κρίσιμου χρόνου νόμο 4030/2011 (άρθ. 42 παρ. 25), αν και ορίζεται ότι, η παράλειψη επισύναψης του παραπάνω πιστοποιητικού του οικείου δήμου επισύρει και πάλι την ακυρότητα της δικαιοπραξίας εν ζωή ακινήτου, εν τούτοις προβλέπεται η δυνατότητα της εκ των υστέρων υποβολής της σχετικής δήλωσης προς άρση της ακυρότητας. Ενόψει αυτών, η επίμαχη διάταξη δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο και χρόνο υποβολής των παραπάνω δηλώσεων ιδιοκτησίας, καθώς και τις έννομες συνέπειες της μη τήρησης της σχετικής υποχρέωσης εκ μέρους των κυρίων ή νομέων των ακινήτων, εφόσον προσκληθούν προς τούτο ούτε υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, που συνίσταται στην ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών διαφορών και αποφυγής της διηνεκούς αμφισβήτησης του επιβληθέντος με την πράξη εφαρμογής νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής, αλλά και στην ανάγκη προστασίας των καλοπίστως αποκτώμενων, κατόπιν της μεταγραφής των πράξεων εφαρμογής εμπράγματων δικαιωμάτων (ολ. ΣΤΕ 1730/2000). Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθ. 25 παρ. 1 εδαφ. δ’ του Συντάγματος), αλλά ούτε και στις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθόσον αποτελεί ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ώστε να περατωθεί ταχέως η διαδικασία της εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης και να αποτραπούν καταστάσεις που θα στερούσαν τον πολεοδομικό ή χωροταξικό σχεδιασμό μιας περιοχής από μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς τους. (ΣΤΕ 1356/2010). Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, παρόμοιοι ανεκτοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας προβλέπονται και στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου με παράγωγο τρόπο, όταν δεν τηρούνται για την έγκυρη κατάρτιση της σχετικής δικαιοπραξίας οι διατυπώσεις που επιβάλλονται από διάφορες διατάξεις νόμων ή όταν αυτή προσκρούει σε ειδικότερες διατάξεις που επιβάλλουν περιορισμούς στη μεταβίβαση του ακινήτου ή όταν απαιτείται προηγούμενη διοικητική έγκριση αυτής. Επομένως, το Εφετείο που δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τ’ αντίθετα, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθ. 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε και, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής πρώτος λόγος αναίρεσης. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του δικαστηρίου τούτου, των Αρεοπαγιτών Παρασκευής Καλαϊτζή και Αναστασίας Περιστεράκη, με όσα έκρινε και όσα δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε στην άνω αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα, η κύρωση της αυτοδίκαιης και απόλυτης ακυρότητας του επίδικου συμβολαίου γονικής παροχής, λόγω μη προσκόμισης, κατά την κατάρτισή του, της προβλεπόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 περ 1α του ν 1337/1983, ως τροποποιήθηκε, με το άρθρο 6 παρ 4 ν 2242/1994, δήλωσης ιδιοκτησίας, αντίκειται στο άρθρο 25 του Συντάγματος καθώς και στο πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, επειδή αυτή προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, η προβλεπόμενη από το άνω άρθρο κύρωση υπερακοντίζει την αρχή της προστασίας της περιουσίας, αφού, η απόλυτη και αυτοδίκαιη ακυρότητα του μεταβιβαστικού συμβολαίου εν ζωή, λόγω μη προσκόμισης κατά την κατάρτισή του της δήλωσης ιδιοκτησίας, που σκοπό έχει, την αποτροπή της δημιουργίας καταστάσεων που θα στερούσαν τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό από μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς τους, συνιστά οριστική και όχι προσωρινή στέρηση της ιδιοκτησίας, χωρίς αποζημίωση (προβλΣτΕ1356/2010), δεν δικαιολογείται δε, λόγω του επιδιωκόμενου δημοσίου συμφέροντος υπέρ του κοινωνικού συνόλου, καθόσον δεν τελεί σε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των άνω απαιτήσεων (αποτελεσματική υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδιασμού) και του ατομικού δικαιώματος της περιουσίας, αφού δεν πληροί τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου αυτού, καθώς και της αναλογίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ειδικότερα, η ακυρότητα, στην προκείμενη περίπτωση, του επίδικου με αριθ. …/…-10-2009 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβ/φου Ιτέας Αρ. Παπαλάιου, που καταχωρήθηκε νόμιμα, την 29-10-2009, στο τηρούμενα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Ιτέας, με το οποίο, η μητέρα των διαδίκων μεταβίβαζε στον αναιρεσίβλητο τις επίδικες ιδιοκτησίες κατά ψιλή κυριότητα και παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία επ’ αυτών, είχε ως συνέπεια, μολονότι στην καταχώρηση στο κτηματολόγιο, που έλαβε χώρα αμέσως μετά την καταχώρηση στο άνω κτηματολόγιο Ιτέας, την 2-11-2009, της …/2006 απόφασης του Νομάρχη Φωκίδας, περί κύρωσης της πράξης εφαρμογής του σχεδίου πόλεως Ιτέας, να φέρονται ότι αυτές (ιδιοκτησίες) ανήκαν κατά ψιλή κυριότητα στον αναιρεσίβλητο και κατά το δικαίωμα της επικαρπίας στην μητέρα των διαδίκων Μ. Μ., στη συνέχεια, με την …/…-12-2010 διορθωτική πράξη της άνω απόφασης του Νομάρχη Φωκίδας, να εμφανίζεται στο κτηματολόγιο ότι οι άνω ιδιοκτησίες ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στην μητέρα των διαδίκων και μετά το θάνατο αυτής, στις 20-4-2010, στον αναιρεσείοντα κατά ποσοστό 33,33/00, λόγω αποδοχής της κληρονομιάς της μητέρας του, στερούμενου έτσι του αναιρεσίβλητου του δικαιώματος της περιουσίας που του μεταβιβάστηκε με το άνω συμβόλαιο γονικής παροχής. Προκειμένου, δε, να αρθεί η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ του άνω επιδιωκόμενου σκοπού της υλοποίησης των πολεοδομικών σχεδιασμών του κράτους και του ατομικού δικαιώματος της περιουσίας, που δημιούργησε η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 περ. 1α του ν 1337/1983 ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 ν. 2242/1994, ο νομοθέτης, με την μεταγενέστερη ρύθμιση του άρθρου 42 παρ. 25 του ν. 4030/2011, προέβλεψε τη δυνατότητα της εκ των υστέρων προσκόμισης πιστοποιητικού δήλωσης ιδιοκτησίας. Στην αιτιολογική δε έκθεση του άνω άρθρου του ν. 4030/2011 αναφέρεται ότι < η αυτοδίκαιη και απόλυτη ακυρότητα μιας δικαιοπραξίας εν ζωή, σε περίπτωση μη επισύναψης του πιστοποιητικού υποβολής της δήλωσης ιδιοκτησίας, είναι υπερβολικό, υπερακοντίζει το σκοπό της διάταξης και θα πρέπει να δοθεί δυνατότητα αυτοδίκαιης άρσης με την εκ των υστέρων υποβολή της οικείας δήλωσης>. Όμως, δεδομένου, ότι το επίδικο συμβόλαιο γονικής παροχής καταρτίστηκε στις 29-10-2009, δηλαδή, πριν την ισχύ του ν. 4030/2011, η προβλεπόμενη από το άρθρο 12 παρ. 5 περ. 1α του ν 1337/1983, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 ν. 2242/1994, αυτοδίκαιη και απόλυτη ακυρότητα του επίδικου συμβολαίου γονικής παροχής, λόγω της μη προσαγωγής, κατά τη σύνταξή του, του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας του ακινήτου, που ισχύει στην προκείμενη περίπτωση, δεν δύναται να θεραπευθεί εκ των υστέρων, με την προσκόμιση αυτού (πιστοποιητικού δήλωσης ιδιοκτησίας) σε μεταγενέστερο χρόνο, σύμφωνα με το ν 4030/2011 αρθ. 42 παρ. 25, αφού η ακυρότητα αυτή, ως αφορώσα τη δημόσια τάξη, είχε ως αποτέλεσμα η άνω μεταβιβαστική σύμβαση εν ζωή, να θεωρείται ως μη γενόμενη (αρθ. 180 ΑΚ), έτσι ώστε, η παραίτηση από αυτήν (ακυρότητα) να είναι ανίσχυρη και η ακυρότητα της δικαιοπραξίας να μην θεραπεύεται αν, μεταγενεστέρως, εκλείψει ο λόγος ακυρότητας (ΑΠ 1360/2018). Τέλος, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν προκύπτει, αφενός μεν, ότι στην προκείμενη περίπτωση έγιναν όλες οι απαραίτητες προσκλήσεις για τη δήλωση ιδιοκτησίας, για την πρόοδο και υλοποίηση της σχετικής πολεοδομικής μελέτης (ΣτΕ 1972/2020), αφετέρου δε, ότι ο αναιρεσίβλητος από υπαιτιότητά του δεν προσκόμισε το σχετικό πιστοποιητικό δήλωσης ιδιοκτησίας, έτσι ώστε, να δύναται να υποστηριχθεί ότι η ακυρότητα του επίδικου συμβολαίου γονικής παροχής και, συνακόλουθα, η μη απόκτηση αρχικά ψιλής κυριότητας και μετά το θάνατο της επικαρπώτριας μητέρας του πλήρους κυριότητας του αναιρεσίβλητου επί των επίδικων ακινήτων να συνδέεται με την υποκειμενική του συμπεριφορά. Επομένως, ο άνω αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 563 του ΚΠοΛΔ ορίζεται ότι “Στην αρμοδιότητα της Ολομελείας του Αρείου Πάγου υπάγονται α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του Νόμου, β) αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων που παραπέμπονται για εκδίκαση στην ολομέλεια με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με απόφαση του τμήματος που δικάζει. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς μόνο από τους λόγους της αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της Νομολογίας. Το τμήμα που δικάζει είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια αν η απόφασή του για την αίτηση αναίρεσης, ανατρεπτική ή απορριπτική, λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου ή αν αρνείται να εφαρμόσει νόμο ως αντισυνταγματικό. Αν όμως το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας έχει ήδη κριθεί με απόφαση της ολομέλειας, η παραπομπή είναι δυνητική”. Με τη διάταξη αυτή ορίζονται μεν περιοριστικά οι περιπτώσεις υπαγωγής αίτησης αναίρεσης στην αρμοδιότητα της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, με την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η επέκτασή της και επί άλλων περιπτώσεων, πλην των προαναφερομένων. Όμως, κατ` εξαίρεση, περιλαμβάνονται στην αρμοδιότητα της Ολομελείας του Αρείου Πάγου και τα ζητήματα παραδεκτού ή μη της αίτησης αναίρεσης, η έρευνα του οποίου προηγείται της εξέτασης της βασιμότητας ή μη των λόγων αυτής, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, η παραπομπή στην Ολομέλεια, στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Τμήματος λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, μπορεί να αναφέρεται, είτε στη βασιμότητα της αίτησης αναίρεσης, αναφορικά προς ορισμένους ή όλους τους λόγους αυτής, είτε στο κατά νόμο παραδεκτό αυτής (Ολ. ΑΠ 11/1992, Ολ. ΑΠ 10/1987). Τέλος, από τη διάταξη του εδαφίου β` της παρ. 2 του άρθρου 23 του Ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, με την οποία ορίζονται οι υποθέσεις που υπάγονται στη πλήρη Ολομέλεια, προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, ότι στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Τμήματος λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου, η υπόθεση παραπέμπεται στην Τακτική Ολομέλεια. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον η απόφαση για το βάσιμο του πρώτου λόγου της από 18-7-2019 ένδικης αναίρεσης από το άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠοΛΔ λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας (1) ψήφου, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατ` εφαρμογή του άρθρου 563 στοιχ. β` ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ. 2 εδ β` του Ν. 1756/1988 και να αναβληθεί η συζήτηση των λοιπών λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς τους οποίους το Τμήμα επιφυλάσσεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το αναφερόμενο στο σκεπτικό ζήτημα του βάσιμου ή μη του πρώτου λόγου από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠοΛΔ της από 18-7-2019 αίτησης αναίρεσης του Δ. Μ. κατά της υπ` αριθ. 49/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Αναβάλλει την έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης καθώς και των αρχαιοτέρων Αρεοπαγιτών αποχωρησάντων από την Υπηρεσία, η αμέσως αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης Μαρία Μουλιανιτάκη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Οκτωβρίου 2021.