Αριθμός 1495/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη – Εισηγήτρια, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου J. S. του V., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Διοματάρη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 674/2020 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1.11.2021 αίτησή του αναιρέσεως και τους από 1.2.2022 πρόσθετους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1075/21.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1/11/2021 αίτηση του J. S. του V. ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 1/11/2021 του έχοντος προς τούτο ειδική εξουσιοδότηση πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Διοματάρη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 674/2020 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδαφ. α’ του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο στις 13/10/2021 και με την οποία ο ως άνω αιτών κηρύχθηκε ένοχος συμμορίας και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και αφού του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και έξι (6) μηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ 89 παρ. 2, 466 παρ. 1, 473 παρ. 1, 2, 3, 474 παρ.4 ΚΠοινΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία συνεκδικαζόμενη με τους επ’ αυτής πρόσθετους λόγους του αναιρεσείοντος που κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα την 1/2/2022 ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού (άρθρ. 509 ΚΠοινΔ).
Στον ισχύοντα από 20-3-2013 Ν. 4139/2013 “Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ r A` 74/20/03/2013), και το άρθρο 20 αυτού (διακίνηση ναρκωτικών) ορίζεται, ότι 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 Α και 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών…3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία”.
Κατά το αναφερόμενο σε ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις άρθρο 23 του ίδιου ως άνω νόμου, στην παρ. 2 εδ. α’, ορίζεται ότι με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ` επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ` επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ.
Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων το ανωτέρω έγκλημα όσον αφορά στην “αγορά” πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την, για το σκοπό αυτό, παράδοση της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Όσον αφορά στην “κατοχή” ναρκωτικών ουσιών, αυτή πραγματώνεται με την φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, είναι δε αναγκαίος ο προσδιορισμός του προσώπου που έχει την πραγματική εξουσία διαθέσεως της ναρκωτικής ουσίας. Ειδικότερα, για την θεμελίωση και αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος της πώλησης, αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεν απαιτείται ακριβής καθορισμός: 1) της ποσότητας τούτων, αφού ο νόμος δεν συνδέει, ούτε την τέλεση, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα των ναρκωτικών, 2) του χρόνου της τελέσεως της πράξεως, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτής, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, 3) του επιτευχθέντος τιμήματος, και 4) της ταυτότητος των πωλητών και των αγοραστών. Για την υποκειμενική θεμελίωσή τους απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση (ΑΠ 750/2020, 884/2019, 950/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. ε του ΠΚ κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ` επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 1377/2020, ΑΠ 449/2022, ΑΠ 299/2020) Την ίδια ανωτέρω έννοια είχε και η διάταξη του άρθρου 13 περ. στ’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως είχε διαμορφωθεί στη νομολογία. Η κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, καθόσον αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Η απαιτούμενη ως άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Ειδικότερα ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, κατ` επιλογή, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του (Ολ.ΑΠ 3/2012). Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν εξαίρονται, δε, ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερομένη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠοινΔ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι την έλαβε και αυτή υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του και τη συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, εκτός αν η λήψη υπόψη αυτής προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ιδίως δε, εάν το διατακτικό συμπορεύεται προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης ή, σε κάθε περίπτωση, εάν στο σκεπτικό της απόφασης είτε περιλαμβάνονται είτε αντικρούονται παραδοχές της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που δεν μπορούν παρά να προέρχονται μόνον από αυτήν (ΑΠ 686/2021, ΑΠ 87/20, ΑΠ 2039/2019). Περαιτέρω η απαιτούμενη, ως άνω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η παραδοχή ή απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, ο οποίος κατατείνει σε μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ., πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Προϋποτίθεται όμως ότι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών έγινε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και με προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη νομική και πραγματική θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους (Ολ ΑΠ 2/2005, ΑΠ 636/2019, ΑΠ 294/2019). Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών που μπορούν να προβληθούν είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή της οποίας βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ.674/2020 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, πρακτικά και απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: ” Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών / Δ.Α. Αττικής της ΕΛΑΣ είχε πληροφορίες ότι κάποια άτομα με τα ονόματα “Ρ.”, “Έ.” και “Α.” διακινούν, σε συνεργασία με άλλα άτομα, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών (πιθανότατα κοκαΐνης) στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και ότι χρησιμοποιούν για τις μεταξύ τους συνεννοήσεις τις τηλεφωνικές συνδέσεις με αριθμούς …, … και … αντιστοίχως. Κατόπιν αυτού, η άνω Υπηρεσία, προκειμένου να διερευνήσει την υπόθεση, ζήτησε από τις αρμόδιες δικαστικές Αρχές την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατόχων των άνω τηλεφωνικών συνδέσεων, καθώς και άλλων τηλεφωνικών συνδέσεων που χρησιμοποιούσαν τ’ ανωτέρω πρόσωπα και έγιναν αργότερα γνωστές στην άνω Υπηρεσία, για το χρονικό διάστημα από 26/11/2015 έως και 25/12/2015, και της χορηγήθηκε η άδεια προς τούτο, δυνάμει των υπ’ αριθ. Α 314α / 26-11- 2015, Γ 316α /9-12-2015, Β 278α /16-12-2015 και Α 351α /19-12-2015 διατάξεων του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι οποίες επικυρώθηκαν, αντιστοίχως, με τα υπ’ αριθ. 4612/27-11-2015, 4796/11-12-2015, 4878/17-12-2015 και 4956/23-12-2015 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Από τις γενόμενες επισυνδέσεις των άνω τηλεφωνικών συνδέσεων και την ηλεκτρονική καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών στις οποίες προέβη η άνω Υπηρεσία, εντοπίσθηκαν τ’ ανωτέρω πρόσωπα και τέθηκαν απ’ αυτήν υπό φυσική επιτήρηση. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και περιέχονται στη δικογραφία αποδεικνύεται ότι τα ανωτέρω πρόσωπα είναι, οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι αντιστοίχως, Αλβανοί υπήκοοι που διαμένουν πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ανεπάγγελτοι και συγγενείς μεταξύ τους (οι δύο πρώτοι είναι αδέλφια και ο τρίτος (J. S. ήδη αναιρεσείων) ανιψιός τους, ήτοι γιός της αδερφής τους) και στις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνομιλίες τους, αναφέρονται μεταξύ τους με τα υποκοριστικά των μικρών ονομάτων τους; ήτοι “Ρ.” (από το A.), “Έ.” ή “Έ.” (από το E.) και “Α. ” ή “Έ.” (από το S.) αντιστοίχως.
Επίσης απεδείχθη ότι με τ’ ανωτέρω πρόσωπα (τρεις πρώτους κατηγορούμενους) είχε γνωριστεί λίγο καιρό πριν και ο τέταρτος κατηγορούμενος Έλληνας, που κατά το χρόνο εκείνο εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, εταιρείας μεταφορών με την επωνυμία “Αφοί Κ.” τον οποίο, οι λοιποί κατηγορούμενοι τον ανέφεραν στις συνομιλίες τους ως “Γ.” λόγω του ότι αυτός φορούσε γυαλιά οράσεως με χοντρούς φακούς. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα που γινόταν ηλεκτρονική καταγραφή των συνομιλιών των ανωτέρω κατηγορουμένων (ο πρώτος εξ αυτών βρισκόταν στην Αλβανία και οι δεύτερος, τρίτος, βρίσκονταν στην Ελλάδα) αυτοί είχαν συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους κατά τις οποίες οργάνωναν την αγορά και την εισαγωγή στην Ελλάδα, μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) από την Ολλανδία, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση της στην Ελλάδα και τη μεταπώληση της αντί του ποσού των 80 ευρώ ανά γραμμάριο, στο οποίο ανερχόταν η αξία αυτής, λιανικώς, στην εγχώρια αγορά, την δε μεταφορά στην Ελλάδα των ναρκωτικών ουσιών, κανόνιζαν να την κάνει ο τέταρτος κατηγορούμενος.
Οι ανωτέρω τρεις κατηγορούμενοι στις μεταξύ τους, καταγραφόμενες, τηλεφωνικές συνομιλίες μιλούσαν όταν αναφέρονταν στις ναρκωτικές ουσίες με συνθηματικές λέξεις, όπως “τελίτσες” εννοώντας κοκαΐνη, “μαύρο” εννοώντας καλή ποιότητα κ.λπ. Σύμφωνα με τις μεταξύ τους τηλεφωνικές συνεννοήσεις, ο τρίτος κατηγορούμενος θα ταξίδευε στην Ολλανδία και θα αγόραζε τα ναρκωτικά, και ο τέταρτος κατηγορούμενος θα τα εισήγαγε στην Ελλάδα κρύβοντάς τα στο φορτηγό που οδηγούσε κατά την επιστροφή του, από διεθνή μεταφορά που θα πραγματοποιούσε, στο πλαίσιο του επαγγελματικού του ταξιδιού. Στις εν λόγω τηλεφωνικές συνομιλίες, ο πρώτος κατηγορούμενος (ο οποίος είχε ηγετικό ρόλο στην ομάδα) ζητούσε συνεχή ενημέρωση από τους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων και τους έδινε οδηγίες για το σχεδιασμό του ταξιδιού στην Ολλανδία και τη μεθόδευση της εισαγωγής των ναρκωτικών στην Ελλάδα μέσω του 4ου κατηγορουμένου. Επίσης, οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων είχαν συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον τέταρτο κατηγορούμενο προκειμένου να διασφαλίσουν την συμμετοχή του στη σχεδιαζόμενη διακίνηση ναρκωτικών, στην οποία αυτός συμφώνησε και ακολούθως συνεννοούντο μαζί του για να κανονίσουν το πώς θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση τους στο εξωτερικό, η παράδοση σ’ αυτόν των ναρκωτικών και η ασφαλής μεταφορά και εισαγωγή τους στην Ελλάδα με το φορτηγό που οδηγούσε αυτός.
Στις 11/12/2015 ο τέταρτος κατηγορούμενος οδηγώντας το υπ’ αριθ. LBC … φορτηγό αυτοκίνητο με επισυρόμενο τον υπ’ αριθ. … θάλαμο με φορτίο φαρμάκων (εκτελώντας δρομολόγιο μεταφοράς εμπορευμάτων – φαρμάκων, που του ανέθεσε η εργοδότριά του εταιρία), αναχώρησε, από τον λιμένα των Πατρών, για Ιταλία και αφού έφθασε στην Ιταλία, συνέχισε, τις επόμενες ημέρες το δρομολόγιο του, οδικώς με προορισμό τη Μεγάλη Βρετανία (μέσω Ιταλίας και Γαλλίας). Στις 14-12-2015 ο τρίτος κατηγορούμενος αναχώρησε αεροπορικώς για το Άμστερνταμ της Ολλανδίας όπου τις τρεις ημέρες που παρέμεινε εκεί, αγόρασε για λογαριασμό του ιδίου και των λοιπών κατηγορουμένων, από άγνωστα άτομα σε άγνωστη ειδικότερη τοποθεσία της Ολλανδίας, άγνωστη ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού μικτού βάρους 8.975 γραμμαρίων, αντί αγνώστου ανταλλάγματος και πάντως (όσον αφορά την ανωτέρω ποσότητα κοκαΐνης) αντί του ποσού των 315.000 ευρώ (ήτοι αντί του ποσού των 35.000 ευρώ το κιλό) στο οποίο ανερχόταν η αξία αγοράς της χονδρικώς στην Ευρωπαϊκή αγορά. Εν συνεχεία, ο άνω κατηγορούμενος, την 17/12/2015, κινούμενος με ιδιωτικό μεταφορικό μέσο και ευρισκόμενος σε διαρκή τηλεφωνική επικοινωνία με τον τέταρτο κατηγορούμενο (ο οποίος επέστρεφε οδηγώντας το άνω φορτηγό από τη Μεγάλη Βρετανία), συναντήθηκε μαζί του, περί ώρα 21:00, σε άγνωστη περιοχή του Βελγίου, πλησίον των συνόρων με την Ολλανδία και παρέδωσε σ’ αυτόν (ήτοι στον τέταρτο κατηγορούμενο) ένα σακ βουαγιάζ που περιείχε την προαναφερόμενη αγορασθείσα ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού μικτού βάρους 8,975 γραμμαρίων, προκειμένου ο τελευταίος να τη μεταφέρει με το φορτηγό που οδηγούσε και να την εισάγει στην Ελλάδα. Εν συνεχεία ο τρίτος κατηγορούμενος αποχώρησε (και στις 18-12-2015 επέστρεφε αεροπορικώς στην Αθήνα), ενώ ο τέταρτος κατηγορούμενος αφού παρέλαβε την άνω ποσότητα κοκαΐνης (η οποία ήταν κατανεμημένη σε 8 ανισοβαρείς συσκευασίες περιτυλιγμένες με κολλητική ταινία), την απέκρυψε εντός του στρώματος του κρεβατιού της καμπίνας του οδηγού του φορτηγού και συνέχισε το ταξίδι του, οδικώς, προς Γαλλία και ακολούθως, προς Ιταλία, επικοινωνώντας καθημερινά με τους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων τους οποίους ενημέρωνε για την πορεία του ταξιδιού του (οι οποίοι, εν συνεχεία, ενημέρωναν τον πρώτο κατηγορούμενο) και στις 22-12-2015 έφθασε στην Ανκόνα της Ιταλίας και επιβιβάσθηκε, με το φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε, στο πλοίο “F.”, με προορισμό την Πάτρα, από όπου στη συνέχεια- σύμφωνα με τις μεταξύ τους συνεννοήσεις – θα μετέβαινε στην Αθήνα και θα συναντούσε τους συγκατηγορούμενούς του. Την επόμενη ημέρα (23-12-2015) και ώρα 12:30, το ανωτέρω πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Πάτρας όπου ανέμεναν τον τέταρτο κατηγορούμενο, κλιμάκιο αστυνομικών της Υπηρεσίας Δίωξης ναρκωτικών οι οποίοι, με την συνδρομή των τοπικών λιμενικών αρχών, όταν αυτός εξήλθε με το φορτηγό από το άνω πλοίο, τον σταμάτησαν και μετά από διεξοδική έρευνα στο φορτηγό, ανηύραν την κρυμμένη ποσότητα κοκαΐνης που αυτός κατείχε, κατά τα προεκτεθέντα και εισήγαγε στην Ελλάδα για λογαριασμό του ίδιου και των συγκατηγορουμένων του και αφενός μεν συνέλαβαν αυτόν, αφετέρου δε κατέσχεσαν την άνω ποσότητα κοκαΐνης. Εν συνεχεία από την άνω Υπηρεσία Δίωξης ναρκωτικών, ήτοι την 24/12/2015, συνελήφθησαν οι λοιποί κατηγορούμενοι στις οικίες τους. Μάλιστα στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου (οδός …) βρέθηκαν δύο περίστροφα, ένας γεμιστήρας και 95 φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων τα οποία κατείχε αυτός παράνομα.
Περαιτέρω απεδείχθη ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (26-11-2015 έως και 25-12-2015), οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, ενεργώντας ο καθένας για λογαριασμό του, αλλά και για λογαριασμό των συγκατηγορουμένων του, προέβαιναν σε πωλήσεις ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών που κατείχαν, σε τρίτους χρήστες τέτοιων ουσιών. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος πώλησε σε διάφορα άγνωστα άτομα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και σε ειδικότερους τόπους και χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν, αδιευκρίνιστες ποσότητες κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί συνολικού χρηματικού ποσού 26.300 ευρώ που βρέθηκε στην κατοχή του, κατά το χρόνο της συλλήψεώς του και ειδικότερα στην οικία του επί της οδού …, το οποίο κατασχέθηκε. Ομοίως ο δεύτερος κατηγορούμενος πώλησε σε διάφορα άγνωστα άτομα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και σε ειδικότερους τόπους και χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν, αδιευκρίνιστες ποσότητες κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί συνολικού χρηματικού ποσού 3.600 ευρώ που βρέθηκε στην κατοχή του, κατά το χρόνο της συλλήψεώς του και ειδικότερα στην οικία του, επί της οδού …, το οποίο κατασχέθηκε. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά το ίδιο, ως άνω, χρονικό διάστημα, κατείχε στην οικία του για τον ίδιο σκοπό τις κάτωθι ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, τις οποίες πώλησε σε τρίτους:
α) στις 21/12/2015 κατείχε προς πώληση ποσότητα κοκαΐνης 30 γραμμαρίων την οποία πώλησε την ίδια ημέρα, σε άγνωστο χρήστη εντός Αττικής, σε ειδικότερο τόπο που δεν εξακριβώθηκε και αντί αγνώστου ανταλλάγματος, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του στην τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό …, β) στις 23/12/2015 κατείχε προς πώληση ποσότητα 50 γραμμαρίων απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας, το είδος της οποίας δεν εξακριβώθηκε, την οποία πώλησε την ίδια ημέρα περί ώρα 21:00 σε άγνωστο χρήστη στην περιοχή … και πλησίον του κινηματογράφου …, αντί αγνώστου ανταλλάγματος, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του στην τηλεφωνική σύνδεση με αριθμό … και γ) στις 24/12/2015 κατείχε προς πώληση στην ως άνω οικία του, επί της οδού …, ποσότητα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης 23 γραμμαρίων, την οποία δεν πρόλαβε να πωλήσει, καθόσον συνελήφθη και η ποσότητα αυτή κατασχέθηκε.
Περαιτέρω, απεδείχθη ότι οι κατηγορούμενοι ενεργούσαν κατ’ επάγγελμα πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης πράξης (ήτοι ένωση περισσοτέρων προσώπων με σκοπό τη διακίνηση, οργάνωση διακίνησης από το εξωτερικό στην Ελλάδα μεγάλης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας κοκαΐνης, μεθόδευση εισαγωγής της με φορτηγό αυτοκίνητο διεθνών μεταφορών, πωλήσεις ναρκωτικών ουσιών σε διάφορα άτομα, κατόπιν προσυνεννοημένων τηλεφωνικών ραντεβού), προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελος για όλους από την ανωτέρω πράξη τους υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και δη ανέρχεται στο ποσό των 400.000 ευρώ περίπου, καθ’ όσον η αξία των 8.975 γραμμαρίων κοκαΐνης ανερχόταν σε 315.000 ευρώ περίπου, και προσδοκούσαν να πωλήσουν αυτή προς 80 ευρώ το γραμμάριο, ήτοι συνολικού ποσού περίπου 720.000 ευρώ. Επομένως, αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν από κοινού το έγκλημα της παράνομης διακίνησης (ήτοι αγοράς, εισαγωγής, κατοχής και πώλησης) απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών στην ιδιαίτερα διακεκριμένη μορφή, τη ς κατ’ επάγγελμα τέλεσης και με προσδοκώμενο όφελος για όλους, άνω των 75.000 ευρώ και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά συναυτουργία της πράξης αυτής. Επίσης απεδείχθη:
1) ότι οι κατηγορούμενοι, το Νοέμβριο του 2015, μέχρι τις 24-12-2015 που συνελήφθησαν, ενώθηκαν για τη διάπραξη του κακουργήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, το οποίο και διέπραξαν και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως, της συστάσεως συμμορίας”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους οι οποίοι δεν μετέχουν ήδη στην αναιρετική δίκη ως και τον συγκατηγορούμενο αυτών και ήδη αναιρεσείοντα J. S. του V. ένοχο με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις της συμμορίας και της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και έξι (6) μηνών με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ άπαντες τους κατηγορουμένους ΕΝΟΧΟΥΣ του ότι:
1. Στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από το Νοέμβριο του έτους 2015 έως και τις 24-12-2015, ενώθηκαν μεταξύ τους για να διαπράξουν κακούργημα (συμμορία) και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώθηκαν για να τελέσουν και τέλεσαν, το έγκλημα της ιδιαιτέρως διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται ειδικώς στις κατωτέρω διατάξεις.
2. Στους αναφερόμενους κατωτέρω τόπους και χρόνους εκ προθέσεως ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τέλεσαν το έγκλημα της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα ενεργώντας και το προσδοκώμενο όφελος τους υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, ενώ επιπλέον ο 1ος εξ αυτών είναι υπότροπος. Ειδικότερα, τέλεσαν το ως άνω έγκλημα με τις εξής πράξεις:
Α) Στην Ολλανδία, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2015 έως τις 24-12-2015 και σε ημερομηνίες που βρίσκονται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές τους, αγόρασαν από άτομα αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, αντί άγνωστου χρηματικού τιμήματος ή άλλου είδους ανταλλάγματος, άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση τους. Μέρος των ως άνω ποσοτήτων που αγόρασαν κατά το αναφερόμενο στην αρχή του παρόντος χρονικό διάστημα οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 17 Δεκεμβρίου 2015 αποτελεί ποσότητα κοκαΐνης συνολικού μικτού βάρους 8.975 γραμμαρίων την οποία αγόρασε ο 3ος κατηγορούμενος {(επ) J. (ον) S.} από την Ολλανδία από άγνωστο άτομο αντί αγνώστου χρηματικού ποσού, ενεργώντας για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπόλοιπων συγκατηγορουμένων του και την οποία ποσότητα εν συνεχεία παρέδωσε στον Μ. Μ., ο οποίος την εισήγαγε στην ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχεία Β και Γ του παρόντος κατηγορητηρίου πράξεις.
Β) Στην Πάτρα και στην ευρύτερη περιοχή της Ελληνικής Επικράτειας, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές τους εισήγαγαν μέσα στα όρια του Κράτους από την αλλοδαπή ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση τους. Μέρος των προαναφερόμενων ποσοτήτων αποτελεί οπωσδήποτε ποσότητα, κοκαΐνης συνολικού μικτού βάρους 8.975 γραμμαρίων την οποία ποσότητα ο 4ος κατηγορούμενος {Μ. Μ.}, ενεργώντας για λογαριασμό του και για λογαριασμό των λοιπών συγκατηγορουμένων του, παρέλαβε στις 17-12-2015 βραδινές ώρες από τον 3° κατηγορούμενο ((επ) J. (ον) S.) από άγνωστη τοποθεσία πλησίον των συνόρων Βελγίου-Ολλανδίας. ακολούθως μετέφερε αυτή οδικώς με το υπ αριθ. LBC … Φορτηγό αυτοκίνητο στην Αγκόνα Ιταλίας και στη συνέχεια στις 23-12-2015 και περί ώρα 22:10′ εισήγαγε μέσω θαλάσσης στη Χώρα μας και συγκεκριμένα στο λιμάνι της Πάτρας με το εμπορικό πλοίο ” F.”.
Γ) Στην Πάτρα και στην ευρύτερη περιοχή της Ελληνικής Επικράτειας σε άγνωστο εισέτι στην ανάκριση χρόνο, οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2015 έως τις 24-12-2014 και σε ημερομηνίες που βρίσκονται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού και έχοντας κοινό δόλο, κατείχαν με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της δυνατότητας να διαπιστώνουν ανά πάσα στιγμή την ύπαρξη και να διαθέτουν κατά τη βούλησή τους, ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή τους σε τρίτους και συγκεκριμένα: αα) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη στις 23-12-2015 και περί ώρα 22.10 ο 4ος κατηγορούμενος (Μ. Μ.), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του κατείχε ποσότητα κοκαΐνης συνολικού μικτού βάρους 8.975 γραμμαρίων, την οποία ποσότητα εισήγαγε στον ως άνω τόπο και χρόνο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο λιμάνι της Πάτρας, με το εμπορικό πλοίο “F.”, η οποία ποσότητα ήταν επιμελώς κρυμμένη εντός του στρώματος του κρεβατιού στην καμπίνα του οδηγού, κατανεμημένη σε οκτώ (8) ανισοβαρείς συσκευασίες περιτυλιγμένες με κολλητική ταινία, ββ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη απογευματινές ώρες της 21/12/2015, σε άγνωστη περιοχή του Νομού Αττικής, ο 2ος κατηγορούμενος (K. E.), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του κατείχε ποσότητα ναρκωτικής ουσίας πιθανόν κοκαΐνης βάρους 30 γραμμαρίων την οποία πώλησε σε άγνωστο άνδρα, χρήστη της υπ’ αριθ. … τηλεφωνικής συνδέσεως, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Δ’ πράξη του παρόντος διατακτικού, γγ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη στις 23/12/2015 και περί ώρα 21:00′, πλησίον του κινηματογράφου … στην Αθήνα (…), ο 2ος κατηγορούμενος (K. E.), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του κατείχε άγνωστη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας βάρους 50 γραμμαρίων περίπου την οποία πώλησε σε άγνωστο άνδρα, χρήστη της υπ’ αριθ. … τηλεφωνικής συνδέσεως, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Δ1 πράξη του παρόντος διατακτικού, δδ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη στις 24/12/2015 και περί ώρα 11:30 εντός της επί της οδού … στην Αθήνα, οικίας του, ο 2ος κατηγορούμενος (K. E.), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του κατείχε ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης βάρους είκοσι τριών (23) γραμμαρίων περίπου.
Δ) Στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2015 μέχρι τη σύλληψη τους στις 24-12-2015 και σε ημερομηνίες, που βρίσκονται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού και έχοντας κοινό δόλο, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές τους, πώλησαν σε διάφορα άτομα, αδιευκρίνιστες ποσότητες κοκαΐνης και ακατέργαστης κάνναβης, μέρος του εισπραχθέντος τιμήματος από τις ανωτέρω πωλήσεις, αποτελεί οπωσδήποτε, το χρηματικό ποσό των 26.300 ευρώ, που βρέθηκε στην κατοχή του 1 ου κατηγορουμένου (K. A. ή A.) και κατασχέθηκε και το χρηματικό ποσό των 3.600 ευρώ που βρέθηκε στην κατοχή του 2ου κατηγορουμένου (K. E.). Περαιτέρω, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη απογευματινές ώρες της 21/12/2015, σε άγνωστη περιοχή του Νομού Αττικής, ό 2ος κατηγορούμενος (K. E.), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του πώλησε ποσότητα ναρκωτικής ουσίας πιθανόν κοκαΐνης βάρους 30 γραμμαρίων σε άγνωστο άνδρα, χρήστη της υπ’ αριθ. … τηλεφωνικής συνδέσεως, αντί του χρηματικού ποσού των 1.050 €. γγ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη την 23/12/2015 και περί ώρα 21:00′, πλησίον του κινηματογράφου … στην Αθήνα (…), ο 2ος κατηγορούμενος (K. E.) ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του και για λογαριασμό των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του πώλησε άγνωστη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας βάρους 50 γραμμαρίων περίπου, την οποία παρέδωσε σε άγνωστο άνδρα, χρήστη της υπ’ αριθ. … τηλεφωνικής συνδέσεως.
Την παραπάνω πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών τελούν οι κατηγορούμενοι κατ’ επάγγελμα, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και από την υποδομή που έχουν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (σύσταση συμμορίας, κατοχή μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, κοκαΐνης, επιμερισμένες σε αυτοτελείς συσκευασίες με σκοπό την ευκολότερη περαιτέρω διάθεσή τους, μεταφορά ναρκωτικών με φορτηγό αυτοκίνητο που πραγματοποιούσε διεθνείς μεταφορές, χρησιμοποίηση κωδικών ονομασιών στις τηλεφωνικές τους συνομιλίες, κατ’ εξακολούθηση πώληση ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών σε διάφορα άτομα κατόπιν προσυνεννοημένων τηλεφωνικών ραντεβού, κλπ.) προκύπτει επαγγελματισμός και σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος ενώ το προσδοκώμενο όφελος τους από την πράξη αυτή υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που διακίνησαν η αξία της οποίας ανέρχεται στα 300.000 ευρώ.” Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων , τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 ε, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 187 παρ.3α του ΠΚ (ταυτόσημο με το άρθρο 187 παρ.5α του προισχύσαντος ΠΚ) 20 παρ.1, 2, 3 και 23 παρ.2α του ν. 4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού και διατακτικού συνάγεται, _αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης και απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ’ είδος στην αρχή του αιτιολογικού της, και περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος δράσης κατά την τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ και της συμμορίας ως και οι συνθήκες τέλεσης αυτών με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης. Οι αιτιολογίες της απόφασης αναφέρονται εκτενώς σε όλα τα συγκροτούντα την υπόσταση των επιδίκων εγκλημάτων στοιχεία. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την έννοια της από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του και μη διαδίκους στην αναιρετική δίκη τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της πράξης της διακίνησης, με τη μορφή της αγοράς, εισαγωγής, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης), ήτοι της σύμπραξης του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων αυτού στην εκτέλεση της κύριας πράξης με συγκλίνουσες (ταυτόχρονες ή διαδοχικές) επί μέρους πράξεις αυτών, και του κοινού δόλου, δηλαδή της θέλησης ή αποδοχής της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος, με τη γνώση ότι και ο άλλοι συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος .Με πληρότητα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης διατυπώνεται ότι οι ως άνω επιμέρους πράξεις της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών γίνονταν κάθε φορά, μετά από συνεννόηση και συναπόφαση του αναιρεσείοντος με τους συγκατηγορουμένους του. Θεμελιώνεται με σαφήνεια, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, ότι ο αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του είχαν κοινό δόλο φυσικής εξουσίασης των ως άνω ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, κατά τους ανωτέρω χρόνους, καθώς και τη δυνατότητα άσκησης από όλους της φυσικής εξουσίασης αυτών με τη δυνατότητα διάθεσης και διαπίστωσης της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από το αν οι ναρκωτικές αυτές ουσίες σε κάποιες χρονικές στιγμές δεν ήταν συνεχώς σε σωματική επαφή με όλους, αφού αρκεί ότι τα ναρκωτικά ήταν στη σφαίρα εξουσίασης αυτών με δυνατότητα διαπίστωσης της ύπαρξής τους, ελέγχου αυτών και διάθεσής τους κατά τη βούλησή τους. Πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογείται η κατ` επάγγελμα τέλεση των άνω πράξεων από τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους αυτού, αφού αναφέρεται η όλη υποδομή που αυτοί είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης περισσότερων πράξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ήτοι η διασύνδεση του αναιρεσείοντος με έμπορο ναρκωτικών στην αλλοδαπή από τον οποίο περιήλθε στην κατοχή του με αγορά ποσότητα κοκαΐνης βάρους 8.975 γραμμαρίων, η εισαγωγή της ποσότητας αυτής στην ελληνική επικράτεια με όχημα που πραγματοποιούσε διεθνείς μεταφορές, ο επιμερισμός της ποσότητας αυτής σε μικρότερες συσκευασίες προς εξυπηρέτηση της περαιτέρω διάθεσής τους, οι τηλεφωνικές συνομιλίες τους με χρήση συνθηματικών εκφράσεων, με προκαθορισμένο κώδικα συνεννόησης, για την ασφάλεια των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων, ως και η κατανομή των ρόλων αυτών οι οποίοι και είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους με κοινό σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Αναπτύσσεται με επάρκεια και σαφήνεια η επανειλημμένη τέλεση των πράξεων από τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς κατηγορουμένους ο καθένας των οποίων ενεργούσε για λογαριασμό και των λοιπών καθώς και το προσδοκώμενο όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 400.000 ευρώ, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η αξία των 8.975 γραμμαρίων κοκαίνης ανήρχετο σε 315.000 ευρώ περίπου και προσδοκούσαν να πωλήσουν αυτή αντί 80 ευρώ το γραμμάριο ήτοι αντί συνολικού ποσού 720.000 ευρώ.
Κατ’ ακολουθία τούτων, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, και ο τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 13 ε ΠΚ και 23 παρ. 2 περ. α` του Ν. 4139/2013, με την εκ πλαγίου παραβίαση αυτών είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους, αιτιάσεις του ως άνω αναιρεσείοντος και σχετικές με την κατηγορία, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του αναιρεσείοντος και αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης καθώς και ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του εκ του άρθρου 133 ΠΚ και την επιμέτρηση της ποινής. Ειδικότερα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι καίτοι κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ανεγνώσθη η από 24/2/2016 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα Α. Τ. που είχε διαταχθεί από τον Ανακριτή και σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων ανήκει στα εξαρτημένα άτομα, χρήζει ειδικού θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης ως μη δυνάμενος να αποβάλλει την έξη με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και ότι συνεπεία της εξάρτησης σε περιόδους τοξίκωσης ή στέρησης ενδέχεται να υπάρξουν περίοδοι έκπτωσης του καταλογισμού, εν τούτοις στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν γίνεται ρητή κατ’ είδος μνεία του ιδιαίτερου και αυτοτελούς αυτού αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης, αλλά ούτε και στο σκεπτικό και διατακτικό αυτής. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τόσο στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και στο σύνολο του σκεπτικού και διατακτικού αυτής δεν γίνεται μνεία της ως άνω από 24/2/2016 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα Α. Τ., η οποία και είχε αναγνωστεί. Όμως επίσης από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμός περί τοξικομανίας αυτού, ισχυρισμός ο οποίος άλλωστε αλυσιτελώς θα προβάλλετο αφού η σχετική περί αυτού διάταξη του άρθρου 30 παρ.4 Ν. 4139/2013 δεν εφαρμόζεται επί υπαιτίου του άρθρου 23 του νόμου αυτού, ως εν προκειμένω, ούτε ισχυρισμός περί ανικανότητος προς καταλογισμό αυτού, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία της ως άνω από 24/2/2016 έκθεσης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης στην προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι ισχυρισμοί του συνηγόρου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στο μεν αίτημα περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ, που έχει κατά πιστή μεταφορά ως ακολούθως: “Παράλληλα, πέραν της προϋποθέσεως του ηλικιακού ορίου, πληρούται και ο αιτιολογικός σκοπός του εν λόγω άρθρου, ο οποίος συνίσταται στην ανωριμότητα του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, ήδη από νεαρή ακόμα ηλικία, η οικογένειά μου αντιμετώπισε, και δυστυχώς συνεχίζει να αντιμετωπίζει, ένα σοβαρό πρόβλημα, που άπτεται της υγείας του πατρός μου, J. V.. Συγκεκριμένα, ο ίδιος πάσχει από μία βαριάς μορφής ψυχιατρική ασθένεια, με αποτέλεσμα να νοσηλεύεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθήνας, λαμβάνοντας βαριά φαρμακευτική αγωγή, και συγκεκριμένα Aloperidin (20mg), Akineton (4mg), Salospir (10mg) και Stedon Amp (Σχετ. 2). Η ανωτέρω κατάσταση υγείας του πατρός μου με επηρέασε σε μεγάλο βαθμό καθότι επιβάρυνε τη ψυχολογία μου σε μία ιδιαίτερα τρυφερή ηλικία.
Οι ανωτέρω συνθήκες ζωής μου αποτέλεσαν ανάχωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μου και στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και ώριμου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παρότι είχα συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας μου να μην χαρακτηρίζομαι από την ωριμότητα ενός ενηλίκου ατόμου και ως εκ τούτου να συντρέχουν στο πρόσωπο μου οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ελαφρυντικής περίστασης που προβλέπεται στο άρθρο 133 του ΠΚ.”, στο δε αίτημα περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, το οποίο έχει ως ακολούθως: “Ουδέποτε μέχρι σήμερα επέδειξα παραβατική συμπεριφορά, αντιθέτως υπήρξα απολύτως συνεπής προς όλες μου τις υποχρεώσεις και ομαλά ενταγμένος στην ελληνική κοινωνία, σε καμία δε περίπτωση οι αποδιδόμενες εις βάρος μου κατηγορίες δεν αναιρούν τον πρότερο έντιμο βίο μου, καθώς ήταν αποκλειστικά και μόνο αποτέλεσμα της εξάρτησής μου από τα ναρκωτικά”, δεν συνιστούν προβολή σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού αφενός μεν περί τοξικομανίας και αφετέρου δε περί ανικανότητας προς καταλογισμό. Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ ελέγχεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά πλην άλλων ισχυρισμών και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ). Το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: “Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο 3ος κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) ναι μεν κατά το χρόνο τέλεσης των άνω πράξεων δεν είχε συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, πλην όμως αυτός ηλικίας τότε σχεδόν 24 ετών είχε την απαιτούμενη ωριμότητα ούτως ώστε να μην προβεί στην τέλεση των ως άνω εγκλημάτων. Γι’ αυτό πρέπει ν’ απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ” Η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσης του Δικαστηρίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το δικάσαν Δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά του ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείριση αυτού σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ, το οποίο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε. Επομένως, οι συναφείς δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης και τρίτος πρόσθετος αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 510 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ ως και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη της παρ.7 του άρθρου 79 ΠΚ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 12 του ισχύοντος από 18.11.2019 Ν. 4637/2019 ορίζετο ότι “η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα κριτήρια των προηγουμένων παραγράφων δεν συνιστά αιτιολογία.”. Ήδη μετά την τροποποίηση αυτής ορίζεται ότι “στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”. Στις λοιπές διατάξεις του άρθρου 79 του ΠΚ περιλαμβάνονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης της ποινής, η συγκεκριμενοποίηση της οποίας ανήκει στον δικαστή, στον οποίο παρέχονται τα κριτήρια του in concreto καθορισμού, εντός των ορίων των ως άνω διατάξεων, οπότε δεν τίθεται θέμα εφαρμογής επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων για την επιμέτρηση της ποινής. Περαιτέρω, η αιτιολογία της επιμέτρησης της ποινής συνδέεται με την αιτιολογία περί ενοχής, αφού τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζεται ενυπάρχουν στην υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, η ρύθμιση δε περί εκτενούς αναφοράς αιτιολογίας για την επιμέτρηση της ποινής θα μπορούσε να προκαλέσει άσκοπη επανάληψη του σκεπτικού περί ενοχής στην απόφαση περί την ποινής. (ΑΠ 13/2022, ΑΠ 213/2020, ΑΠ 1949/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επέβαλε στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της συμμορίας ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών με το ακόλουθο κατά πιστή μεταφορά σκεπτικό: “Επειδή, κατά τα άρθρα 79 και 80 Π. Κ., το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τόσο τη βαρύτητα των εγκλημάτων, όσο και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, που κηρύχθηκε ένοχος. Για την εκτίμηση της βαρύτητας των εγκλημάτων το Δικαστήριο αποβλέπει στη βλάβη που προξένησαν τα εγκλήματα ή τον κίνδυνο που προκάλεσαν, στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο των εγκλημάτων, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή τους, στην ένταση του δόλου του κατηγορουμένου. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου το Δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής του διάθεσης που εκδήλωσε κατά τις πράξεις. Για να το διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση των εγκλημάτων, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επεδίωξε, το χαρακτήρα του και στο βαθμό της ανάπτυξής του, στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του, την διαγωγή του κατά την διάρκεια των πράξεων και μετά τις πράξεις, ιδίως την μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες των πράξεών του, συνάμα δε τόσο τους οικονομικούς όρους, όσο και των μελών της οικογένειάς του, τα οποία συντηρεί. Έχοντας όλα αυτά υπόψη το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στον 3ο κατηγορούμενο (J. S.) που κηρύχθηκε ένοχος, ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους για την πράξη της Συμμορίας και ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την πράξη της Διακίνησης ναρκωτικών ουσιών”. Από τα παραπάνω περί ποινής γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό περί ενοχής που αποτελούν ενιαίο σύνολο, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με τις πιο πάνω παραδοχές, την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή, ως προς την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής, στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ΠΚ, τα κριτήρια της οποίας χρησιμοποίησε χωρίς να ληφθούν επιπροσθέτως υπόψη στοιχεία αξιολογηθέντα για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής, και την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510§ 1 στοιχ. Δ` και Ε’ ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 6 και 7 του άρθρου 79 ΠΚ (όπως η τελευταία ίσχυε προ της τροποποίησής της με τον Ν. 4637/18-11-2019), είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Κατόπιν όλων των προαναφερομένων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 §1 του ΚΠοινΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1/11/2021 αίτηση του J. S. του V., ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, και τους από 1/2/2022 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 674/2020 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών .
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΑπόφαση «σταθμός» για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Καστελλορίζου