Αριθμός 1509/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου – Εισηγήτρια και Νικόλαο Πουλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους του Γεωργία Φιλιπποπούλου και Αθηνάς Πετρόγλου, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μαθιόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/7/2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 194/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 2216/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/8/2020 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιες του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 3-8-2020 και με αριθ. κατ. 5592/697/3-8-2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 2216/6-4-2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών εργατικών διαφορών επί της από 7-5-2019 και με αριθ. κατ. 42343/3284/9-5-2019 έφεσης κατά της με αριθ. 194/25-1-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία επί της από 12-7-2018 και με αριθ. κατ. 69043/2-16/13-7-2018 αγωγής.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από την κατά τo άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως άνω, από 12-7-2018 αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν παραδεκτά κατά την συζήτηση ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των αρχικώς εναγόντων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, ο πέμπτος ενάγων, ήδη αναιρεσείων, Ν. Α. του Ι., ισχυρίσθηκε ότι από 20-1-2009 είναι συνταξιούχος της εναγομένης Τράπεζας με την επωνυμία “Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”. Ότι ως εργαζόμενος σ’ αυτήν με ημερομηνία πρόσληψης πριν τις 31-12-1992, ασφαλίσθηκε υποχρεωτικά για την παροχή κύριας σύνταξης στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤΣΠ-ΤΕ), ενώ εντάχθηκε και στο Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος (ΜΤΥΤΕ), από το οποίο λάμβανε μετά τη συνταξιοδότησή του και μηνιαία μετεργασιακή παροχή, που ανερχόταν σε ποσοστό 36% επί των συντάξιμων αποδοχών του. Ότι κατ’ έτος λάμβανε 14 “μερίσματα” από το, ως άνω, μετοχικό ταμείο, που αντιστοιχούσαν στις μηνιαίες παροχές, καθώς και στις παροχές επιδομάτων εορτών και επιδόματος αδείας. Ότι από 1-1-2011, δυνάμει του άρθρου 64 ν. 3863/2010, η εναγομένη ανέλαβε την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής ασφάλισης, καθώς διαδέχθηκε τα καταργούμενα, ως άνω, ταμεία ΤΣΠ-ΤΕ και ΜΤΥΤΕ. Ότι με βάση την από 2- 6-2013 τριμερή συλλογική συμφωνία μεταξύ της εναγομένης, του συλλόγου των υπαλλήλων της και του συλλόγου των συνταξιούχων της, ορίσθηκε ότι το, ως άνω, “μέρισμα” θα εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους από την εναγομένη σε ποσοστό 20% επί των συντάξιμων αποδοχών τους ως επικουρική σύνταξη και σε ποσοστό 16% ως μετεργασιακή παροχή, για τη χορήγηση της οποίας συστάθηκε ο ειδικός λογαριασμός με την επωνυμία “Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών”. Ότι από 1-1-2013 η εναγομένη έπαυσε να καταβάλλει σ’ αυτόν (πέμπτο ενάγοντα) τα επιδόματα εορτών και αδείας επί του μερίσματος, εφαρμόζοντας την αντισυνταγματική διάταξη της υποπαρ. ΙΑ6 περ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, τόσο ως προς το ποσοστό 20% της επικουρικής σύνταξης, όσο και ως προς το ποσοστό 16% της μετεργασιακής παροχής, παραβιάζοντας, κατά τούτο, τη σχετική συμβατική της υποχρέωση, αφού η μετεργασιακή παροχή αποτελεί παροχή συμβατικού χαρακτήρα. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 21.299,66 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μερίσματα επιδομάτων εορτών και αδείας για τα έτη 2013 έως 2018 με το νόμιμο τόκο, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την, ως άνω, με αριθ. 194/2019 οριστική απόφαση, αφού έκρινε: α) ότι η διάταξη της υποπαρ. ΙΑ6 περ. 3 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 είναι αντισυνταγματική, όπως τούτο κρίθηκε με τη με αριθ. 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας επερχομένων, κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω απόφαση, μετά τη δημοσίευση αυτής, δηλαδή μετά τις 10-6-2015 και, ότι, επομένως, η περικοπή έκτοτε του μερίσματος αναφορικά με τα επιδόματα εορτών και αδείας, κατά το μέρος που αφορά το ποσοστό 20% της επικουρικής ασφάλισης έγινε κατά παράβαση του Συντάγματος και β) ότι η περικοπή του μερίσματος αναφορικά με τα ίδια, ως άνω, επιδόματα, κατά το μέρος που αφορά το ποσοστό 16% της μετεργασιακής παροχής έγινε κατά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης για την καταβολή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα για τις, ως άνω, αιτίες το συνολικό ποσό των 16.162,02 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην απόφαση διακρίσεις. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη άσκησε την, ως άνω, από 7-5-2019 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθ. 2216/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, μετά από παράθεση των οικείων νομικών διατάξεων και σκέψεων, δέχθηκε, κατά λέξη, τα ακόλουθα: “Μέρος του μηνιαίου μερίσματος το οποίο κατέβαλλε το Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος και ήδη καταβάλλει η εναγομένη, δυνάμει του άρθρου 64 παρ. 1 του ν. 3863/2010, ανερχόμενο σε ποσοστό 20% των συντάξιμων αποδοχών, αποτελεί επικουρική σύνταξη και ρυθμίζεται όχι μόνο από το καταστατικό του “Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος”, αλλά και από γενικές διατάξεις νόμων, όπως αυτό προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ενώ το υπόλοιπο του μηνιαίου μερίσματος, το οποίο κατέβαλλε το ανωτέρω ταμείο και ήδη καταβάλλει η εναγομένη, ανερχόμενο σε ποσοστό 16% των συντάξιμων αποδοχών, αποτελεί μετεργασιακή παροχή και ρυθμίζεται από το παραπάνω καταστατικό, την από 11-4-2012 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, συναφθείσα μεταξύ της εναγομένης και του Συλλόγου Υπαλλήλων της και την από 25-6-2013 συμφωνία, συναφθείσα μεταξύ της εναγομένης και του Συλλόγου Υπαλλήλων της, παρισταμένου δε εκ τρίτου του Συλλόγου Συνταξιούχων αυτής και ρυθμιζόταν από τις από 28-2-1948 και 15-6-1951 συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναφθείσες μεταξύ της εναγομένης και των Συλλόγων Υπαλλήλων και Κλητήρων αυτής. Περαιτέρω οι διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, με τις οποίες προβλέφθηκε η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης και οι οποίες εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους επικουρικής ασφάλισης της εναγομένης, όπως είναι ο ενάγων, ως προς τα ποσά που καταβάλλονται για επικουρική σύνταξη, ανερχόμενα σε ποσοστό 20% των συντάξιμων αποδοχών, αποσκοπούν στην κάλυψη των ελλειμμάτων που θα προκύψουν στους φορείς και τους κλάδους επικουρικής ασφάλισης γενικά, μετά την ολοκλήρωση των αναλογιστικών μελετών και εντός των ορίων του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει, αφού το κράτος μπορεί να προβλέπει κοινωνικούς πόρους για τους ασφαλιστικούς φορείς και τα ταμεία, λαμβανομένου υπόψη ότι με την παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 το κράτος τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον το συγκεκριμένο μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του ανωτέρω προβλήματος, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα καθώς και την αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη και ότι η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που την υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτήν περιουσιακών δικαιωμάτων, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι από το μέτρο αυτό δεν ωφελήθηκε η εναγομένη, καθόσον τα ποσά που παρακρατούνται αποδίδονται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, που τηρείται στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.) και συνεπώς η εναγομένη ορθά εφαρμόζει τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Επιπλέον, η περικοπή των επιδομάτων Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, η οποία επιβλήθηκε με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 στην επικουρική σύνταξη που καταβάλλει η εναγομένη, ανερχόμενη στο 20% των συντάξιμων αποδοχών, προβλέφθηκε όχι για δημοσιονομική προσαρμογή στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 και για την επίτευξη του στόχου της μείωσης των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης, αλλά λόγω του όρου 2.7 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality) (Παράρτημα V 2 του v. 4046/2012), το οποίο αποτελούσε μέρος του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τον οποίο (όρο) η εναγομένη δεσμεύθηκε να μην χορηγήσει συνταξιοδοτικά προνόμια στο προσωπικό της και να αναθεωρήσει τις βασικές παραμέτρους του συνταξοδοτικού ταμείου της, έτσι ώστε αυτές να παραμείνουν εναρμονισμένες με αυτές του Ι.Κ.Α. και λόγω της ταυτόχρονης περικοπής των επιδομάτων αυτών στους συνταξιούχους του Ε.T E A M, και συνακόλουθα η εναγομένη ορθά εφαρμόζει ο άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012. Επιπρόσθετα, στο καταστατικό του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος δεν υπάρχει πρόβλεψη για καταβολή επιδομάτων Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, ούτε στις από 28-2-1948 και 15-6-1951 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συναφθείσες μεταξύ της εναγομένης και των Συλλόγων Υπαλλήλων και Κλητήρων αυτής, οι οποίες έπαυσαν να ισχύουν στις 14-5- 2013, σύμφωνα με το άρθρο 2 της υπ’ αριθ. 6/2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτε στην από 25-6-2013 συμφωνία, συναφθείσα μεταξύ της εναγομένης και του Συλλόγου Υπαλλήλων της εναγομένης, παρισταμένου δε εκ τρίτου του Συλλόγου Συνταξιούχων της εναγομένης, η δε καταβολή των επιδομάτων αυτών γινόταν στους συνταξιούχους της εναγομένης με βάση τα άρθρα 65 του ν. 2084/1992 και 28 του ν. 4476/1965, τα οποία όμως αφορούσαν μόνο στην επικουρική σύνταξη και όχι σε μετεργασιακές παροχές και συνεπώς δεν υπάρχει δέσμευση για καταβολή των επιδομάτων αυτών ως προς τη μετεργασιακή παροχή που κατέβαλλε το Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος και ήδη καταβάλλει η εναγομένη στους συνταξιούχους της και ανέρχεται σε ποσοστό 16% των συντάξιμων αποδοχών και η εναγομένη δεν υποχρεούται να καταβάλει στους συνταξιούχους τα επιδόματα Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας ως προς την εν λόγω μετεργασιακή παροχή.
Συνεπώς η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή έσφαλε”. Με τις παραδοχές αυτές και χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητά κρίση περί της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης της υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε τη με αριθ. 194/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κράτησε, δίκασε και απέρριψε την αγωγή.
Με τον πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι, με το να δεχθεί ότι η περικοπή, από 1-1-2013, των επιδομάτων εορτών και αδείας επί της καταβαλλόμενης από την εναγομένη επικουρικής σύνταξης έγινε νομίμως, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012, η οποία προβλέφθηκε λόγω του όρου 2.7 του Μνημονίου Συνεννόησης (Παράρτημα V 2), το σχέδιο του οποίου εγκρίθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α’ του ν. 4046/2012, παραβίασε τις, ως άνω, διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον η μεν διάταξη της υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 ν. 4093/2012 είναι ανίσχυρη, ως αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ο δε όρος 2.7 του Μνημονίου Συνεννόησης δεν αποτελεί κανόνα δικαίου άμεσης εφαρμογής, αλλά προγραμματική διάταξη.
Για το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, οι με αριθ. 2287/2015 και 2288/2015 κατά πλειοψηφία αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων, δέχθηκαν κατά πλειοψηφία ότι η επίμαχη, ως άνω, διάταξη είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο τούτο δέχεται άποψη αντίθετη προς εκείνη που υιοθετήθηκε από τις, ως άνω, αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα: Το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι “Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”, στο άρθρο 22 παρ. 5 “Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως ο νόμος ορίζει” και στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4: “1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.. .Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ ευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης”. Από τις, ως άνω, συνταγματικές διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, με γνώμονα, αφενός μεν την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών χάριν και των μελλοντικών γενεών, αφετέρου δε τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα ων ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών, που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και ιδίως την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά τη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, το όριο δε στην ελευθερία των σχετικών επιλογών του νομοθέτη αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει τους όρους της φυσικής τους υπόστασης και τη δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Πέραν των, ως άνω, υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να τηρεί, όταν υπό συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης καταφεύγει, θεμιτώς, κατά τα παραπάνω, στην μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου και των λοιπών φορέων Kοινωνικής Ασφάλισης, (το κόστος των οποίων άλλωστε μετακυλίεται σε βάρος του Δημοσίου, καλύπτοντας τα σχετικά ελλείμματα των πιο πάνω Οργανισμών) και μείωση των ασφαλιστικών παροχών, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και δη προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Περαιτέρω, η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγίανσης των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστήριξης, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως “Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής”, περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μείωσης των δαπανών της “γενικής κυβέρνησης”, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης απόδοσης, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών, άλλα δε θεωρούνταν ως “διαρθρωτικά”, υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές, όλα δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της κατάστασης. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολο της (ΣτΕ 668/2012 σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης απόδοσης (ΣτΕ 1285/2012 σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της αναντιστοιχίας εισφορών-παροχών (προβλήματα, άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδότησης το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφάλισης μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενίσχυσης της σύνδεσης εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφεξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αύξησης της χρηματοδότησης και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι (“αυτοχρηματοδότηση”, κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της “εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων” στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% – 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μείωσης της εξάρτησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με την προβλεφθείσα, ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, της δραματικής αύξησης της ανεργίας και της αδυναμίας είσπραξης ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της “εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων”, την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και β) με τη θέσπιση “εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης” στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ, μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ. Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων, αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Στη συνέχεια, προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης, δημοσιεύθηκε ο ν. 4093/2012, στον οποίο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα τα νέα Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Παράρτημα V 1) και Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Παράρτημα V 2). Με τις διατάξεις του, ως άνω, νόμου ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική “συμμόρφωση”, την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει ως μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, μεταξύ άλλων, την κατάργηση για όλους τους συνταξιούχους των επιδομάτων εορτών και αδείας. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 ν. 4093/2012 ορίσθηκε ότι: “Από 1-1-2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλειας και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται”. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η επίμαχη κατάργηση των επιδομάτων αορτών και αδείας στους συνταξιούχους των αναφερομένων στην, ως άνω, διάταξη φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, εντάσσεται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, και συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, οι συνταξιούχοι υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματος τους χάριν τόσο της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Εν όψει τούτων, η επίμαχη με κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, ευρίσκει έρεισμα στο νόμο, και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του.
Συνεπώς, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου ή των λοιπών φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθ’όσον τα ποσά που περικόπτονται παραμένουν στην περιουσία των ως άνω οργανισμών προς ενίσχυση της βιωσιμότητας αυτών και συνακόλουθα την εξυπηρέτηση των συνταξιούχων στο σύνολό τους. Άλλωστε, από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι το επίμαχο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί τούτο ως μη αναγκαίο, ούτε απρόσφορο και μάλιστα προδήλως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό σκοπού. Εξ άλλου, ακόμη και μετά την κατάργηση των, ως άνω επιδομάτων, το ύψος της σύνταξης των συνταξιούχων της αναιρεσίβλητης Τράπεζας που πλήττονται από την επίμαχη ρύθμιση, περιλαμβανομένου του αναιρεσείοντος, εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ , ζήτημα δε διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους δεν τίθεται. Εν όψει όλων αυτών, η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και, επομένως αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. , με το οποίο, εξάλλου, δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή λήψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ενδιαφερομένων, που, όπως έγινε δεκτό δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΕΔΔΑ Αθανάσιον Κανάκη κ.α. κατά Ελλάδος, Κουμάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, Eskeliven κατά Φιλανδίας κ.α., ΑΠ 476/2022, ΑΠ 889/2021). Ακόμη, η επίμαχη διάταξη δεν αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους συνταξιούχους όλων των αναφερομένων σ’ αυτήν φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, ενώ με αντίστοιχη διάταξη του ίδιου νόμου (περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου ν. 4093/2012) καταργήθηκαν από 1-1-2013 τα επιδόματα εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τους στρατιωτικούς, διάταξη η οποία έχει κριθεί συμβατή με τις ως άνω συνταγματικού και υπερνομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις (Ολ.ΣτΕ 1310/2019, εκ.20, ΑΠ 1280/2020, ΑΠ 899/2021, ΑΠ 476/2022).
Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε’ του Συντάγματος και το άρθρο 6 περ.ε’ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α 141) Κώδικα “Περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου”, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού υπάγονται οι περιπτώσεις άρσης της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίφαση μεταξύ των αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα, βάσει των αυτών νομικών διατάξεων, η αντίθεση δε πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες (ΑΕΔ 16/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν. 345/1976 η αμφισβήτηση περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή της εννοίας διατάξεων τυπικού νόμου, αν γι’ αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίρεται με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Άρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εάν αποφασίσει επί της συνταγματικότητος ή της εννοίας νόμου τυπικού, κατ’ αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη τίς των διαδίκων ή είναι εξάλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασίν του, να παραπέμψη τούτο δι’ ειδικής αποφάσεως του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθή προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου”.
Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της αποδοχής από το παρόν δικαστήριο αντίθετης άποψης από εκείνη που αποδέχθηκε κατά πλειοψηφία το Συμβούλιο της Επικρατείας (σε Ολομέλεια) με τις με αριθ. 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις του, ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε’ του Συντάγματος και 6 περ. ε και 48 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το ζήτημα αυτό στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση της αμφισβήτησης. Να επιφυλαχθεί δε το παρόν δικαστήριο, μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης και συγκεκριμένα όλων των λόγων της ένδικης αίτησης αναίρεσης, η οποία παραμένει εκκρεμής ενώπιον του κατ’άρθρο 48 παρ. 2 Κώδικα Περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2009).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
–
Παραπέμπει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 ν. 4093/2012, προς άρση της αμφισβήτησης.
-Επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί της από 3-8-2020 και με αριθ. κατ. 5592/697/2020 αίτησης αναίρεσης μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :