Αριθμός 280/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 9η Ιανουαρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Γ., συζ. B. F. M. G., το γένος Π. Τ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αθηνά Αναστασίου Της αναιρεσίβλητης: Ε. χήρας Α. Μ., το γένος Α. Τ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Φωτίου Πάλλα
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2004 αγωγή της ενάγουσας Ζ.-Α. χήρας Π. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5905/2005 και 6780/2007 προδικαστικές, 4667/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 2921/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-6-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπανδρέου ανέγνωσε την από 27-12-2018 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 556 και 557 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης αποτελεί η ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος και το έννομο συμφέρον αυτού για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, πρέπει να επικαλείται ο αναιρεσείων στην αίτηση του για αναίρεση. Ενεργητική νομιμοποίηση είναι η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, που καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενο της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο, έννομο δε συμφέρον υπάρχει όταν η πληττόμενη απόφαση βλάπτει ή εκθέτει σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένα ιδιωτικά δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, όταν δηλαδή αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για τη νομική του κατάσταση (ουσιαστική ή δικονομική). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1710 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο, ως προσδιοριστικό της έννοιας της κληρονομιάς και του κληρονόμου, αναγκαίως συνδυάζεται με κάθε άλλη περί αυτών διάταξη και το οποίο ορίζει ότι κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1813, 1820, 1846, 1847 ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι η κληρονομιά, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κληρονομουμένου, μεταβιβάζεται από της επαγωγής στους κληρονόμους του αποβιώσαντος, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, κατά το αναλογούν, στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ποσοστό, επιφυλασσομένου σ’ αυτούς του δικαιώματος της αποποίησης της επαχθείσας κληρονομιάς, οι οποίοι καθίστανται άμεσοι και καθολικοί διάδοχοι του κληρονομουμένου. Από αυτά παρέπεται ότι, για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης των κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου, αρκεί αυτοί να επικαλούνται το θάνατο του διαδίκου και τη συνδέουσα αυτούς και τον αποβιώσαντα συγγενική σχέση, δυνάμει της οποίας αυτοί καθίστανται,κατά το νόμο, κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Στον αντίδικό τους δε, αναιρεσίβλητο εναπόκειται να αμφισβητήσει την ιδιότητα τούτων ως κληρονόμων, οπότε αυτή εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο. (ΑΠ 401/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 2-6-2015 αίτησή της, η αναιρεσείουσα , ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας,την 3-5-2013, μετά την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ενάγουσας-εφεσίβλητης Ζ. -Α. χήρας Π. Τ. ,το γένος Σ. Κ., και δη ως τέκνο της, ζητεί την αναίρεση της 2921/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών , με την οποία έγινε δεκτή η από 2-12- 2010 έφεση της εναγομένης -αναιρεσίβλητης κατά της 4667/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών .εξαφανίσθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 11-6-2004 αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της από 27-5-2013 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας την 15-3-2004 Ε. χήρας Γ. Φ. ,το γένος Σ. και Σ. Κ… Από τα προσκομιζόμενα από την αναιρεσείουσα έγγραφα αποδεικνύεται ο θάνατος της ενάγουσας μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η άνω συγγενική σχέση της αναιρεσείουσας με αυτή, δυνάμει της οποίας αυτή, εκ του νόμου, καθίσταται κληρονόμος εξ αδιαθέτου της αποβιώσασας ενάγουσας. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,564, 566§1 Κ.Πολ.Δ) και καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο. Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
2.. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ορίζει: 1) στο άρθρο 94 παρ. 1 ότι στα πολιτικά Δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) στο άρθρο 96 παρ. 1 ότι:”1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων.2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφο της που περιέχει τα στοιχεία που αναγράφονται στην παράγραφο 1.3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση.””Ειδικά, για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή.”.3) στο άρθρο 104 ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της, 4) στο άρθρο 576 παρ. 1 ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι και 5) στο άρθρο 576 παρ. 2 ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος & αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως(αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και αν η κλήση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω δικονομικών διατάξεων προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία για κάποιο από τους διαδίκους παρίσταται στον Άρειο Πάγο δικηγόρος χωρίς πληρεξουσιότητα, ο διάδικος αυτός, είτε επισπεύδει τη συζήτηση είτε όχι, δικάζεται ερήμην, αν έχει κληθεί νομίμως, ενώ αν δεν έχει κληθεί νομίμως, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.(ΑΠ 75/2007 ).Στην προκείμενη περίπτωση, για την αναιρεσίβλητη παρέστη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ο δικηγόρος Φώτης Πάλλας, στον οποίο όμως δεν έχει χορηγηθεί νομίμως πληρεξουσιότητα για να την εκπροσωπήσει στη δίκη με συμβολαιογραφική πράξη ,αλλά με σχετική εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής και επειδή η ένδικη διαφορά δεν είναι εργατική, δεν παρέχεται νομίμως πληρεξουσιότητα για εκπροσώπηση στον Αρειο Πάγο με τη σχετική εξουσιοδότηση στον παραπάνω δικηγόρο. Όπως δε προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη …34Α/2-10-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Α. ,η αναιρεσίβλητη έχει κληθεί με επίσπευση της αναιρεσείουσας να παραστεί κατά την παραπάνω δικάσιμο και επομένως, η συζήτηση της αιτήσεως αναίρεσης πρέπει να προχωρήσει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, παρά την απουσία της.
3.Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται,μόνον,αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί,ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση/επειδή παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων)υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση αυτή παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και,ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται,σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε, αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το ότι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων δε συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και,ως εκ τούτου,δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρημάτων διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.-Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι
όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή: α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται,ειδικότερα,κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή(εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμιά έννομη επιρροή. Κατάσταση που είναι δυνατόν στη συγκεκριμένη περίπτωση να έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη είναι και η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης( ΑΠ 1337/2015 ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε τα ακόλουθα:
“Η Ε. χήρα Γ. Φ. το γένος Σ. Κ., αδελφή της ενάγουσας, απεβίωσε στις 1 5-3-2004^στην … στον οίκο ευγηρίας “…” ιδιοκτησίας της εναγομένης και άφησε πλησιεστέρα συγγενή της την ενάγουσα αδελφή της. Με την από 27-5-2003 ιδιόγραφη •διαθήκη της που δημοσιεύθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης με τα υπ’ αριθ. 2368/30-4-2004 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και κηρύχθηκε κυρία με τα υπ’ αριθ. 954/30-4-2004 πρακτικά και απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατέλιπε την ακίνητη περιουσία της, η οποία αποτελείτο από ένα διαμέρισμα στην … και ένα διαμέρισμα στο … Αττικής στην εναγομένη, ενώ όλα τα χρήματά της τα άφησε στην .ενάγουσα αδελφή της: Η εν λόγω διαθήκη έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από την ίδια τη διαθέτιδα, όπως αποφάνθηκε χωρίς ενδοιασμούς ο πραγματογνώμονας δικαστικός γραφολόγος Θ. Β. με την από 10-3-2006 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του, αντιπαραβάλοντας την ως άνω διαθήκη με πολλά άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα της διαθέτιδος αναφερόμενα και επισυναπτόμενα στην. έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Στις 6-3-2003 η διαθέτιδα εισήλθε στην παθολογική κλινική του νοσοκομείου ΚΑΤ … λόγω απώλειας βάρους σώματος, καταβολή δυνάμεων και διάχυτα μυοσκελετικά άλγη. Στην εν λόγω κλινική νοσηλεύθηκε μέχρι την13ην -3-2003, οπότε εξήλθε με διάγνωση οστεοπόρωση, υπερουριχαιμία και ανοια με την επεξήγηση ότι δεν είναι καλά προσανατολισμένη σε χρόνο, χώρο και μνήμη, για την αντιμετώπιση της οποίας δόθηκε το φάρμακο Exelon (βλ. από 13-3-2003 φύλλο νοσηλείας του Νοσοκομείου και την από 8-6-2004 ιατρική γνωμάτευση του επιμελητή του παθολογικού τμήματος ΚΑΤ Β. Μ.). Στις 31-3-2003 εισήχθη στην Α’ ορθοπαιδι- κή κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου “…” συνεπεία υποκεφαλικού κατάγματος δεξιού μηριαίου, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και ημιαρθροπλαστική δεξιού ισχύσυ και εξήλθε στις 9-4-2003 (βλ. τις από 12-5-2005 και 28-6- 2004 βεβαιώσεις νοσηλείας του Διευθυντή της Α ορ- θοπαιδικής κλινικής του Νοσοκομείου “…”, Κ. Σ.).
Από τα ανωτέρω ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία δεν προέρχονται από .ειδικευμένους νευρολόγους – ψυχιάτρους ιατρούς( δεν αποδείχθηκε ότι η διαθέτιδα κατά το χρόνο σύντα- ξης της διαθήκης δεν είχε συνείδηση των πράξεών της. Η δε αναφερόμενη σ’ αυτά γεροντική άνοια με διαταραχή μνήμης και μη καλό προσανατολισμό σε χώρο και χρόνο δεν μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε αντίθετη κρίση,καθόσον δεν διευκρινίζεται εάν αυτή (διαθέτιδα) είχε και σε ποιο βαθμό συνείδηση των πράξεων της, προκειμένου να κριθεί εάν ήταν σε θέση να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή της και να καταρτίζει διάφορες δικαιοπραξίες ή εάν είχε καταστεί λόγω αυτής ανίκανη για σύνταξη διαθήκης. Ο πραγματογνώμονας Σ. Κ., νευρολόγος – ψυχίατρος, στην από 18-2-2009 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του, συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία-του Ιατρικού φακέλου της διαθέτιδας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαθέτιδα “ήταν σε καλή διανοητική κατάσταση που δεν περιόριζε αποφασιστικά” τη λειτουργία της βούλησης. Άρα πρέττει)να είχε συνείδηση όταν συνέτασσε τη διαθήκη της”. Το συμπέρασμα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης ενισχύεται τόσο από την κατάθεση του ψυχιάτρου Π. Ζ. στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο οποίος εξέτασε την διαθέτιδα τον Απρίλιο του έτους 2003 που διέμενε στον οίκο ευγηρίας της εναγομένης (βλ. από 17-4-2003 βεβαίωση αυτού) και κατέθεσε με πειστικότητα και σαφήνεια ότι με τη διαθέτιδα μίλησαν στη γαλλική γλώσσα και ότι είχε πνευματική διαύγεια και έδωσε εντολή να μη λαμβάνει πλέον το φάρμακο exelon που της είχε δοθεί για την άνοια, όσο και από την κατάθεση του ιατρού Μ. Ο. j ο οποίος ήταν ο θεράπων ιατρός της διαθέτιδας στη διάρκεια της διαμονής της στον οίκο ευγηρίας και κατέθεσε (βλ. υπ’ αριθ …6/2004 ένορκη βεβαίωσή του) ότι δεν παρουσίαζε καμμία περίπτωση άνοιας οποιασδήποτε μορφής. Ελάμβανε τα φάρμακα pyloric για την υπερουριχαιμία και salospir λόγω της ορθοπαιδικής επεμβάσεως και για το κυκλοφοριακό της πρόβλημα. Είχε πλήρη επαφή και άριστη επικοινωνία με το περιβάλλον όλο το χρονικό διάστημα που την παρακολουθούσε στον οίκο ευγηρίας, ήτοι, από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι το Μάρτιο του 2004 που απεβίωσε. Επίσης η μάρτυρας δικηγόρος Β. Σ. στην υπ’ αριθ …5/2004 ένορκη βεβαίωση της κατέθεσε ότι γνώριζε τη διαθέτιδα και την ενάγουσα αδελφή της, η οποία ήθελε να της κάνει πληρεξούσιο η θανούσα, προκειμένου να προβαίνει σε αναλήψεις χρημάτων από τους Τραπεζικούς λογαριασμούς της αδελφής της (διαθέτιδας) και το οποίο και συντάχθηκε (βλ. υπ’ αριθ …5/15-4-2003 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Β. Π.) με τη μεσολάβηση αυτής7 συστήνοντας τη συντάξασα αυτό συμβολαιογράφο και ότι η διαθέτιδα κατά τη διάρκεια της συντάξεως του πληρεξουσίου είχε πλήρη συνείδηση των πραττομένων, ειρμό” στη σκέψη της και πλήρη επαφή με το περιβάλλον, ότι κατόπιν σε επικοινωνία που είχε με τη διαθέτιδα κατ’ εντολή της ενάγουσας^σχετικά με τη μεταβίβαση των ακινήτων της στην ενάγουσα αδελφή της, της είπε ότι δεν πρόκειται να κάνει μεταβίβαση και την κάλεσε να την επισκεφθεί στο οίκο ευγηρίας για να της δώσει κάτι όπου πράγματι της έδωσε ένα φάκελο με την επιγραφή “η διαθήκη μου” αναφέροντας ότι όταν ανοιχθεί “θα γίνει ο χαμός”. Ότι το έτος 2002 η ενάγουσα πήγε τη διαθέτιδα σε συμβολαιογράφο στην …. για τη μεταβίβαση των ακινήτων της αλλά αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβίβαση περιουσιακών της στοιχείων σ’ αυτή. Οι καταθέσεις αυτές των μαρτύρων της εναγομένης δεν αντικρούονται πειστικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, ότι οποίες δεν δύνανται να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση καθόσον σ’ αυτές διαφαίνεται προσπάθεια συμπορεύσεως με τους ισχυρισμούς αυτής κατά πρόταση άλλωστε της οποίας εξετάσθηκαν, εν πάση δε περιπτώσει κρίνονται μη πειστικές.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 15-4-2003 η διαθέτιδα με το υπ’ αριθ …5/15-4-2003 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Π., η οποία μετέβη στην οικία αυτής διόρισε ειδική πληρεξούσια και αντιπρόσωπο της την ενάγουσα αδελφή της στην οποίαν έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξου- σιότητα να εισπράττει ο,τιδήποτε δικαιούται από οποιονδήποτε φορέα καθώς και να προβαίνει σε αναλήψεις χρημάτων από τους λογαριασμούς αυτής στις αναφερόμενες στο πληρεξούσιο αυτό Τράπεζες. Εάν η διαθέτιδα έπασχε όπως διατείνεται η ενάγουσα από άνοια μη δυναμένη να επιμεληθεί του εαυτού της, η οποία επηρέασε ουσιαστικά τη βούληση της δεν θα μπορούσε να προβεί στην προαναφερομένη δήλωση ότι διορίζει την ενάγουσα ειδική πληρεξούσια της δίδοντας της τις ανωτέρω ειδικές εντολές και έπρεπε να κινήσει τη διαδικασία να τεθεί αυτή (διαθέτιδα) υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση, πλην όμως σε καμμία τοιαύτη ενέργεια δεν προέβη. Η ενάγουσα^ενώ θεωρεί απόλυτα έγκυρο το ανωτέρω πληρεξούσιο θεωρεί ως άκυρη την επίδικη διαθήκη, ως συνταχθείσα από άτομο πάσχον από γεροντική άνοια η οποία περιόριζε ουσιαστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς της, μολονότι αυτή συντάχθηκε μετά παρέλευση ενός περίπου μηνός από τη σύνταξη του πληρεξουσίου, χωρίς όμως να επικαλείται και να αποδεικνύει μεταγενέστερη του χρόνου συντάξεως του πληρεξουσίου
βλάβη της υγείας της διαθέτιδος εξαιτίας κάποιας ψυχοδιανοητικής νόσου.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η διαθέτιδα, κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, έπασχε από γεροντική άνοια και ήταν ανίκανη να συντάξει διαθήκη έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο συναφής λόγος της εφέσεως … και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη αγωγή.”
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αναγνωριστική ακυρότητας αγωγή της προσβαλλόμενης διαθήκης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, εξαφανίζοντας την αντιθέτου περιεχομένου εκκαλούμενη απόφασή του, που είχε κάνει δεκτή την πιο πάνω αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1719 περ 3 ΑΚ,τις οποίες ορθώς εφάρμοσε^ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Περαιτέρω το Εφετείο δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ’ αυτήν επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων που εφάρμοσε, εκθέτοντας με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε που δεν εφάρμοσε ότι αποδείχθηκαν. Εξάλλου ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου οι ανωτέρω διατάξεις γιατί η προσβαλλόμενη δέχθηκε ως κρίσιμο χρόνο για την ικανότητα ή μη της διαθέτιδος όχι τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης (27-5-2003) αλλά .προγενέστερο χρόνο ,της σύνταξης του πληρεξουσίου εγγράφου (15-4-2003) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος,στηριζόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, γιατί δεν υφίσταται τέτοια παραδοχή,αλλά η αναφορά στο εν λόγω πληρεξούσιο αποτελεί επιχείρημα του Εφετείου υπέρ της άποψης ότι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης η διαθέτι5 ήταν ικανή για τη σύνταξη της διαθήκης.
Συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο, τέταρτο και έκτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδοντας στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με εσφαλμένη εφαρμογή (με τον πρώτο λόγο) καθώς και την από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών (με του τέταρτο και έκτο λόγους),ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της ανικανότητας της διαθέτιδος προς σύνταξη της επίμαχης διαθήκης,είναι αβάσιμοι. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, καθ* όσον με αυτές πλήττεται,τόσον η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά και επειδή αφορούν ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων από το ίδιο δικαστήριο, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, καθώς και σε απλά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
4..Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ.γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματήσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά, από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση ή το πρακτικό αυτοψίας (359), η γνωμοδότηση των πραγ/ων (383), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410) και οι ένορκες βεβαιώσεις (270 παρ.2, 339). Μόνον αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή, κατ’ άλλη έκφραση, αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 240/2011) .Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο και πέμπτο λόγους του αναιρετηρίου, αποδίδεται στο εφετείο η πλημμέλεια εκ του αρ. 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη του:1) το εξιτήριο του νοσοκομείου ΚΑΤ στο οποίο αναγράφονταν ότι η διαθέτις έπασχε από άνοια 2) .Την από 14-9-2004 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης Β. Σ. και την από 3-8-2004 βεβαίωση γραφολογικής γνωμοδότησης Β. Σ., 3)τις από 6-9 -2004 και 10-1-2007 και 20-8-2009 ψυχιατρικές γνωμοδοτήσεις Α. Δ. και 4)την υπ’ αριθμ. …491/28-1-2010 ένορκη βεβαίωση Μ. Μ. από τα οποία προέκυπτε ότι η διαθέτις έπασχε από άνοια. Οι λόγοι όμως αυτοί είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, γιατί στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι για το σχηματισμό της κρίσης του το Εφετείο, έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, ενώ γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση των με αριθμ.2,3,4 εγγράφων. Από δε τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου και τις αιτιολογίες της απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και το υπ’ αριθμ. 1 έγγραφο (εξιτήριο του νοσοκομείου ΚΑΤ),το ότι όμως το Εφετείο δεν δέχθηκε;πως με βάση τα ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας δεν αποτελεί θεμελίωση αναιρετικού λόγου εκ του αριθμ.11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι η πλημμέλεια αυτή υφίσταται;αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα ο διάδικος και όχι όταν η απόφαση δεν είναι σύμφωνη με όσα υποστηρίζει ο διάδικος ότι αποδεικνύονται από τα έγγραφα αυτά.
5..Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του Κ.Πολ.Δ., οι ιατρικές γνωματεύσεις ή βεβαιώσεις και αν εκδίδονται από ιατρό που ασκεί δημόσια λειτουργία, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του έχουν δεσμευτική αποδεικτική δύναμη και ειδικότερα,αποτελούν πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών, για όσα βεβαιώνονται σε αυτές ότι έγιναν από το συντάκτη τους ή ότι έγιναν ενώπιον του και επίσης πλήρη απόδειξη, κατά της οποίας όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης τους. Ως προς τις περιεχόμενες, όμως, σε αυτές επιστημονικές εκτιμήσεις και γνώμες του συντάκτη τους, ακόμη και σχετικά με τις επιπτώσεις που τα αναφερόμενα σε αυτές ευρήματα έχουν στην πνευματική και σωματική κατάσταση εκείνου στον οποίο αναφέρονται, οι εν λόγω ιατρικές βεβαιώσεις και γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, όπως άλλωστε ισχύει, σύμφωνα με τα άρθρα 387 και 390 ΚΠολΔ, και για τις γνωμοδοτήσεις των ιατρών πραγματογνωμόνων που διόρισε το δικαστήριο ή με τις γνωμοδοτήσεις, που συντάχθηκαν με αίτηση κάποιου διαδίκου και προσκομίζονται από αυτόν, από ιατρούς, ως πρόσωπα με ειδικές γνώσεις επιστήμης (ΑΠ 1843/2013). Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ.13 (αληθώς από τον αριθμ. 12) ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα,δεν δέχθηκε την, σύμφωνα με το άρθρο 438 ΚΠολΔ, προκύπτουσα, από τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα από την ίδια ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δημόσια έγγραφα (φύλλο νοσηλείας ,ιατρικές γνωματεύσεις ,βεβαίωση νοσηλείας) κρατικών νοσοκομείων , πλήρη έναντι όλων απόδειξη σχετικά με τα αναφερόμενα σ’ αυτά ζητήματα και,ειδικότερα,ότι η διαθέτις κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης της έπασχε από άνοια και επιπλέον, ότι η αναιρεσίβλητη δεν ανταπέδειξε αντίθετα με τη διάγνωση των ιατρών των νοσοκομείων; περί του ότι η διαθέτις δεν έπασχε από άνοια. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, εκτιμώντας τα έγγραφα αυτά ελεύθερα με τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό η αναιρεσείουσα,σχετικά με το γεγονός ότι η διαθέτις κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο έπασχε από άνοια απορρίπτοντας τη σχετική αγωγή .
Συνεπώς, με το να μην αποδώσει το δικαστήριο της ουσίας, ως προς το ζήτημα αυτό, δεσμευτική αποδεικτική δύναμη στα έγγραφα αυτά, τα οποία περιέχουν επιστημονικές εκτιμήσεις και γνώμες των συντακτών τους ιατρών κρατικών νοσοκομείων, αλλά με το να τα εκτιμήσει ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις, δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα,τους ορισμούς των άρθρων 438 και 440 Κ.Πολ.Δ., σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων.
Συνεπώς, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 6. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (αρθρ.495 παρ 4ε ΚΠολΔ, όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το αρθ. Τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει για τα κατατιθέμενα από 1/1/2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ.2921/2012 αποφάσεως του Εφετείου Α θηνών .
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :