Αριθμός 38/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά αναιρεσείουσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Τσιμπληνίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Σ. του Σ., κατοίκου Κιλκίς, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μελαχροινή Στράντζαλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/6/2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2022/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5332/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/6/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 3-6-2019 (αριθμ. καταθ. 1194/7-6-2019) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αριθμό 5332/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, δικάζοντας ως εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης, κατά της 2022/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή (πρωτόδικη), έγινε δεκτή η από 6-6-2016 (αρ. καταθ. 5766/2016) αγωγή του αναιρεσίβλητου κατά της αρχικά εναγομένης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία, …, ήδη αναιρεσείουσας, στη δικονομική θέση της οποίας μετά την άσκηση της αναίρεσης, υπεισήλθε η παριστάμενη στο ακροατήριο, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία, … ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω διάσπασής της, με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της τελευταίας νέας τραπεζικής εταιρίας (άρθρα, 16 ν. 2515/1997, 57 παρ. 3 και 59-74 ν. 4601/2019), και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα, να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο εντόκως, το ποσό των 5.869,40 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, από την παράνομη προσβολή των προσωπικών του δεδομένων, εκ μέρους της ως άνω αντιδίκου του. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ο ν. 2472/1997, ”Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28ης Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: ”Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) ”Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ….. β) ….. γ) ”Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) ”Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (”επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) ”Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (”αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) ”Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του, καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) ”Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) ”Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) ”Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) ”Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων, που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) ”Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ του παρόντος νόμου”. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: ”Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: ”Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας …(παρ. 2)”. Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ’ της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: ”Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ. 1). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων … β) … γ)… δ) …, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ. 3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: ”Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα, που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας … (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)”. Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι: ”Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ. 1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ. 3). Με το άρθρο 12 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι: ”Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως”, ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι, ”Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους, β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) Την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε’, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι, ”το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή….”. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων: α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια’ του ν. 2472/1997, και γι’ αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου, α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο, είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών, για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του ”και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του”, αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον ”τρίτο”, όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ’ του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3, περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε ”κατηγορίες αποδεκτών”, στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών, τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και ”οι κατηγορίες των αποδεκτών” των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων, που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 958/2022, ΑΠ 1140/2020). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 6 ΚΠολΔ, εννοιολογικά ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου κώδικα, που προστέθηκε με το τρίτο άρθρο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, κατά την έννοια του άνω λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 6, του άρθρου 560 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1274/2020, ΑΠ 674/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “… Ο ενάγων είχε καταρτίσει µε την εναγόµενη την 13-2-2009, την υπ’ αριθμ. 0026911004539606227765 σύμβαση προσωπικού δανείου ποσού 14.000,00 ευρώ, εξοφλητέου σε 172 τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις, ποσού 140,00 ευρώ η καθεμία µε επιτόκιο 9,5%, πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975, εξυπηρετούµενο µε τον αριθµό 00260148670010120 2218. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συµβάσεως, η εναγόµενη τράπεζα συνέλλεξε από τον ίδιο τον ενάγοντα τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά δεδοµένα αυτού, όπως επώνυμο, όνοµα, όνοµα πατρός, ηµεροµηνία γέννησης, αριθµό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθµό τηλεφώνου (σταθερού και κινητού), επάγγελµα (βλ. την από 13-2-2009 αίτηση για χορήγηση δανείου). Η αποπληρωμή του δανείου δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι ο ενάγων από το µήνα Μάρτιο του 2016, σταμάτησε την καταβολή των συμφωνημµένων δόσεων προς την εναγόµενη. Έχοντας αξίωση η τελευταία από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής αυτής στην εταιρία µε την επωνυμία, … διαβιβάζοντας σ’ αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδοµένα του ενάγοντα, μεταξύ των οποίων το κινητό του τηλέφωνο, που είχε ο ίδιος δηλώσει ως τηλέφωνο επικοινωνίας στην από 13-2-2009 αίτησή του στην εναγόµενη για χορήγηση πιστωτικής κάρτας, καθώς επίσης και το δυσµενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγόµενη ισχυρίζεται το αντίθετο περί σχετικής του ενημέρωσης πλην, όµως, από το κείµενο της προσκομιζόµενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόµενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγόµενη που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης, ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδοµένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπ? της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ? τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εναγόµενη εξάλλου, δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενηµέρωση μεταγενέστερα, µετά τη συλλογή των δεδοµένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην ως άνω εισπρακτική εταιρία. Η τελευταία προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ’ αυτήν από την εναγόµενη προσωπικών δεδοµένων του ενάγοντα, καλώντας αυτόν τηλεφωνικώς στο κινητό του, την 7-6-2016 και ώρα 14.39 μμ, την 10-6-2016 και ώρα 10.05 πμ και την 13-6-2016 και ώρα 12.31 μμ, δια προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι αιφνιδιάζοντάς τον, τον καλούσαν να τους επιβεβαιώσει τα προσωπικά του στοιχεία, τα σχετικά µε την καθυστέρηση της επίδικης οφειλής του, καλώντας τον να προσέλθει στην εναγοµένη να καταβάλλει το υπόλοιπο της οφειλής του, προκαλώντας του ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδοµένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει, χωρίς καμιά δική του ενηµέρωση σε τρίτους. Η διαβίβαση, λοιπόν, των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την εναγόµενη έγινε χωρίς προηγούµενη ενηµέρωση και συναίνεση του ενάγοντα και η εισπρακτική εταιρία επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία, χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στο κινητό του τηλέφωνο, κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, για ληξιπρόθεσµη οφειλή, προερχόμενη από την εν λόγω πιστωτική κάρτα. Η εναγόµενη, εξάλλου, δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενηµέρωση μεταγενέστερα, µετά τη συλλογή των δεδοµένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην εισπρακτική, µη διάδικο εταιρία. Για την ορθή και νόμιμη εφαρµογή των διατάξεων που αφορούν στην ενηµέρωση του ενάγοντα από την εναγόµενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγόµενη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, µε την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λ.π), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενηµέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα. Άλλωστε, ως “συγκατάθεση” υπό την έννοια του ν. 2412/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης που εκφράζεται µε τρόπο σαφή και εν πλ?ρη επιγνώσει, µε την οποία το υποκείµενο των δεδοµένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείµενο επεξεργασίας τα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, οι δε τυποποιηµένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεµελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγόµενης δια των προστηθέντων οργάνων της, προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντα και προκάλεσαν σ’ αυτόν σηµαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγόµενης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδοµένων αυτού, χωρίς την προηγούµενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόµενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόµενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγόµενης και της κοινωνικής και οικονοµικής καταστάσεως των διάδικων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ. Σύμφωνα µε τα παραπάνω εφόσον κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδείχτηκε συμπεριφορά που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2412/1997, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, η υπό κρίση αγωγές πρέπει να γίνουν δεκτές στην ουσία τους και να υποχρεωθεί η εναγοµένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά της µε το νόµιµο τόκο. Κατόπιν τούτων, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, κρίνονται νομικά και ουσιαστικά αβάσιµα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της ….”. Με τις σκέψεις του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί εν μέρει τις αγωγές ως, κατ’ ουσίαν, βάσιμες. Με όσα, όμως, δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ασαφών και ελλιπών αιτιολογιών, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα, για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, που είχαν συλλεγεί κατά την κατάρτιση της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης από τον ίδιο, στην άνω εταιρία ενημέρωσης οφειλών. Ειδικότερα, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά σε παντελή έλλειψη ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου, τόσο κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων του από την αναιρεσίβλητη, όσο και μεταγενέστερα πριν τη διαβίβαση αυτών στην εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, στη συνέχεια σε περικοπές της ίδιας (απόφασης) γίνεται αναφορά σε ελλείψεις, όσον αφορά την ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην τελευταία εταιρία, με την ειδικότερη παραδοχή ότι, η αναιρεσίβλητη ”έπρεπε να τον ενημερώσει ειδικά για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών (επωνυμία, έδρα κλπ), γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα”. Ωστόσο, η τελευταία αυτή παραδοχή της προσβαλλόμενης περί ελλιπούς ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου, λόγω της μη ειδικής αναφοράς της συγκεκριμένης εταιρίας ενημέρωσης, με την επωνυμία, την έδρα της κλπ, έρχεται σε αντίφαση με την προηγουμένως διατυπούμενη παραδοχή της, περί παντελούς έλλειψης ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου, για την εν λόγω διαβίβαση,. Επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο αποκρούοντας, τον προβαλλόμενο στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της αναιρεσείουσας αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό της, περί της εκ μέρους της σχετικής ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου, για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, με τη δανειακή σύμβαση, με περιεχόμενο, όπως παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση στην οικεία θέση, ”ότι (η ίδια) στη σύμβαση δανείου είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για τους αποδέκτες των πληροφοριών των προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν την είσπραξη των απαιτήσεών της, μεταξύ των οποίων -περίπτωση μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του – και των εταιριών είσπραξης, δικηγόρων, συμβολαιογράφων κλπ”, δέχεται ότι, τέτοια ενημέρωση δεν αποδεικνύεται από το κείμενο της προσκομιζόμενης σύμβασης και τους όρους της, οι οποίοι, ” ως τυποποιημένοι όροι, που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκούν προς θεμελίωση της συγκατάθεσής του (η οποία έπεται της ενημέρωσης), χωρίς, όμως, να παραθέτει το περιεχόμενο των τυποποιημένων αυτών όρων, ώστε να κριθεί αν πράγματι με αυτούς ενημερώθηκε ή όχι ο αναιρεσίβλητος για τη σχετική διαβίβαση, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων, με συνέπεια την ανεπάρκεια των αιτιολογιών της.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο σχετικός δεύτερος αναιρετικός λόγος, αληθώς από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), της εκ πλαγίου παραβίασης των ρυθμίσεων των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 2472/1997, λόγω της ανωτέρω ανεπάρκειας και αντιφατικότητας των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης. Ενόψει δε της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου αναίρεσης, που κρίθηκε βάσιμος, η οποία επιβάλλει την επί της ουσίας εκ νέου έρευνα της διαφοράς στο σύνολό της, παρέλκει, καθιστάμενη αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που δίκασε ως Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή εκτός εκείνης, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που καταβλήθηκε από αυτή για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ. β, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5332/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ως άνω Δικαστήριο, που δίκασε ως Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνης, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, το οποίο κατέβαλε, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 38 / 2023 ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΕ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΕ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΈνας αθώος, δύο ένοχοι , για το χασίς στα θερμοκήπια