Αριθμός 448/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη, και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης: Ε. χήρας Δ. Ε., το γένος Ρ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο.
Του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος: Κ. Σ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σπανουδάκη, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-6-2007 αγωγή της Ε. Ε., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 193/2013 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 25/11/2013 αίτηση και τους από 18-6-2014 πρόσθετους λόγους του και η ήδη αναιρεσείουσα με την από 16-12-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. H Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε τις από 9-9-2014 εκθέσεις της, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη των αιτήσεων αναίρεσης και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησής της, την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων του αντιδίκου της καθώς και την καταδίκη του στη δικαστική της δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 Κ.Πολ.Δ.) το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάζει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιόν του δικών ανάμεσα τους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν 1) η από 25-11-2013 αίτηση αναίρεσης του Κ. Σ. και οι από 18-6-2013 πρόσθετοι λόγοι αυτής και 2) η από 16-12-2013 αίτηση αναίρεσης της Ε. Ε., οι οποίες στρέφονται κατά της 193/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Οι αιτήσεις αυτές και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να συνεκδικασθούν, επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ’ αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίστανται στην αξία της επί πλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού. Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνον το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του, ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη κατά το άρθρο 914 ή 1099 ΑΚ. Ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096, 1098, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι ο νομέας αλλοτρίου πράγματος αν ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Δηλαδή ενέχεται σε απόδοση των εξαχθέντων ωφελημάτων αλλά και για τα ωφελήματα, τα οποία από δική του υπαιτιότητα δεν εισέπραξε ενώ κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης μπορούσε να εισπράξει. Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας για την οποία νέμεται το πράγμα και ανεξαρτήτως οχλήσεως προς απόδοση και αρκεί η πληροφόρηση του νομέα με οποιονδήποτε τρόπο ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, Ωφελήματα δε είναι όχι μόνον οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (ΑΚ 962). Επομένως ωφέλημα είναι και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ’ άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα. Εξ άλλου κατά το άρθρο 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη αφαίρεση δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέλησή του τη νομής του πράγματος ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, (άρθρο 914 επ ΑΚ) δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσον τη θετική όσον και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ’ αυτόν της νομής του πράγματος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή η κακή πίστη αυτού ή η αν η ενέργειά του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα. Οι παρεχόμενες από τις παραπάνω διατάξεις αγωγές προς απόδοση των ωφελημάτων, δεν έχουν ως θεμέλιο τη βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέουν από το δικαίωμα της κυριότητας, δεν ανήκουν δε στον εκάστοτε κύριο του πράγματος, αλλά σε εκείνον ο οποίος κατά τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, που συνέβη το θεμελιωτικό της σχετικής αξίωσης γεγονός, ήταν κύριος αυτού. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1874, 1876, 1877, 1096, 1098 ΑΚ συνάγεται ότι ο κακόπιστος νομέας δηλαδή εκείνος που γνωρίζει ή από βαρειά αμέλειά του αγνοεί ότι δε δικαιούται να νέμεται τα κληρονομιαία, όπως και ο καλόπιστος νομέας για τον μετά την επίδοση της περί κλήρου αγωγής χρόνο, υποχρεούται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από τα πράγματα, όπως και εκείνα που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης, οι δε σχετικές αξιώσεις ασκούνται είτε με την περί κλήρου αγωγή είτε και αυτοτελώς χωρίς να προσαπαιτείται η προηγούμενη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας. Εξάλλου κατά το άρθρο 983 ΑΚ η νομή, ως δικαίωμα, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως με την επαγωγή στους κληρονόμους του νομέα και χωρίς να αποκτήσουν τη φυσική εξουσία των ενσωμάτων αντικειμένων της κληρονομίας. Προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση αυτή είναι η κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου νομή του πράγματος εκ μέρους αυτού και η κατά τον ίδιο χρόνο στο πρόσωπο του διαδόχου στη νομή ύπαρξη της ιδιότητας του αληθούς κληρονόμου είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, όταν δε οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι υπάρχει μεταξύ τους με βάση τον κανόνα που θέτει το άρθρο 1884 ΑΚ σχέση κοινωνίας κατά ιδανικά μέρη ανάλογα με την κληρονομική μερίδα του καθενός. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατική ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Η μη αναφορά του προσήκοντος κανόνα δικαίου ή η αναφορά μη εφαρμοστέων κανόνων και γενικά κάθε ατέλεια στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δε θεμελιώνει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως αν η πλημμέλεια αυτή δε θίγει την ορθότητα του διατακτικού της απόφασης και δεν αλλοιώνει την υφή του δεδικασμένου της, Αρκεί να υπάρχει κανόνας δικαίου, ο οποίος με βάση τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου επάγεται τις έννομες συνέπειες που αυτό δέχθηκε (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.) Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ως ζητήματα δε των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της αγωγής της αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι η τελευταία ιστορούσε ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Ζ. Σ., όπως και ο εναγόμενος, στην κληρονομία της οποίας περιλαμβάνονται αστικά και αγροτικά ακίνητα, τα οποία ο τελευταίος κατέλαβε μετά το θάνατό της παρανόμως με ποινικώς κολάσιμη πράξη, και ειδικότερα με βάση ιδιόγραφη διαθήκη της παραπάνω κληρονομουμένης, πλαστογραφημένη από τον ίδιο, καταδικασθείς αμετακλήτως για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως της διαθήκης αυτής η ακυρότητα της οποίας αναγνωρίσθηκε αμετακλήτως με απόφαση του Εφετείου και τα νέμεται έκτοτε αποκλειστικά αρνούμενος να τα αποδώσει στην ενάγουσα κατά το ιδανικό μερίδιό της, σε κάθε περίπτωση δε νέμεται αποκλειστικά τα κληρονομιαία ακίνητα ως κακής πίστεως νομέας της κληρονομίας από το χρόνο της κατάληψης τούτων. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσόν των 59.955 ευρώ, που αντιπροσωπεύει τα ανάλογα με την κληρονομική της μερίδα εξαχθέντα και εξακτέα ωφελήματα από την αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση των κληρονομιαίων ακινήτων από τον τελευταίο κυρίως ως αποκτήσας τη νομή τους με ποινικώς κολάσιμη πράξη επικουρικώς δε ως κακής πίστης νομέας της κληρονομίας αλλά και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε ότι η φερόμενη με την αγωγή προς διάγνωση αξίωση της ενάγουσας θεμελιωνόταν κατά την κύρια βάση αυτής στις διατάξεις των άρθρων 1099 και 914 ΑΚ, η πρώτη επικουρική βάση αυτής στη διάταξη του άρθρου 1098 ΑΚ, δέχθηκε δεύτερη επικουρική βάση θεμελιούμενη στις διατάξεις περί κοινωνίας και τέλος επικουρική βάση από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω με την απόφασή του το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής, κατά παραδοχή ένστασης παραγραφής που πρότεινε κατ’ αυτής ο εναγόμενος-ήδη αναιρεσείων και αναιρεσίβλητος και δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την πρώτη επικουρική βάση από τη διάταξη του άρθρου 1098 ΑΚ, κατά ένα μέρος διαλαμβάνοντας σ’ αυτήν (απόφασή του) ότι παρέλκει η έρευνα της επικουρικής βάσης που θεμελιώνεται στις περί κοινωνίας διατάξεις απέρριψε δε ως μη νόμιμη τη θεμελιούμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση. Επί των αντιθέτων εφέσεων που άσκησαν οι διάδικοι κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης, έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή η έφεση του εναγομένου ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση μόνον ως προς το κεφάλαιο των τόκων της επιδικασθείσας αξίωσης κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης με τον οποίο διατυπώθηκαν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση την οποία έγινε δεκτό το παρεπόμενο περί τοκοδοσίας αγωγικό αίτημα, για το χρόνο πριν από την επίδοση της αγωγής, προσδιορίζοντας το Εφετείο την έναρξη της υποχρέωσης του εναγομένου στην καταβολή τόκων από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Το Εφετείο όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 24-3-1996 απεβίωσε στο Ηράκλειο, άγαμη χωρίς τέκνα η Ζ. Σ.. Πλησιέστεροι εν ζωή συγγενείς της τελευταίας και επομένως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ήσαν η ενάγουσα, ο εναγόμενος και η αδελφή του Α. Σ., από τους οποίους η πρώτη είναι κόρη της προαποβιώσασας αδελφής της Μ. συζύγου Ε. Ρ. και οι δεύτερος και τρίτη τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της Ε. Σ.. Ο εναγόμενος, προκειμένου να καρπωθεί όλη την κληρονομιά της θανούσης, κατάρτισε εξ ολοκλήρου, μιμούμενος τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή της ως άνω θανούσης συγγενούς του, πλαστή διαθήκη, στην οποία ανέγραψε επί λέξει: “αφήνω την περιουσία μου του Κ. του Σ.”. Την πλαστή δε αυτή διαθήκη εμφάνισε ως γνήσια, κάνοντας χρήση αυτής στο αρμόδιο Δικαστήριο, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 190/1996 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της διαθήκης αυτής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 551/2000 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της προαναφερόμενης διαθήκης. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την αμετάκλητη ήδη με αριθμό 221/2002 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Εκτός όμως τούτου, ο εναγόμενος καταδικάστηκε τελεσιδίκως με τη με αριθμό 42/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης για το έγκλημα της πλαστογραφίας, η οποία κατέστη αμετάκλητη, κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 238/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Μετά από την ακύρωση της διαθήκης, επί της ως άνω καταληφθείσης κληρονομίας της θανούσης ίσχυσε μεταξύ των ως άνω πλησιέστερων αυτής συγγενών, πρωτεξαδέλφων μεταξύ τους, η εξ αδιαθέτου διαδοχή κατά την οποία, η ενάγουσα συνέτρεξε στην καταληφθείσα κληρονομιαία περιουσία κατά ποσοστό 1/2 ή 2/4 εξ αδιαιρέτου με τον ενάγοντα και την αδελφή του, σε καθένα των οποίων περιήλθε μετά απ1 αυτά το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτής. Η ενάγουσα αποδέχθηκε την ως άνω καταληφθείσα σε εκείνη κληρονομιαία περιουσία με τη με αριθμό …/18-6-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου ……, η οποία μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου ……. Στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονται τα παρακάτω, ευρισκόμενα στην περιοχή Σκαλάνι Δήμου Ηρακλείου, ακίνητα: 1) μία ισόγεια κατοικία, ……… 2) μία παλαιά κατοικία ………, 3) ένα ελαιόφυτο στη θέση “Κάμπος” ……., 4) ένα ελαιόφυτο στην θέση “Σπήλια” ……….., 5) ένα ελαιόφυτο στην θέση “Βορινά” ……., 6) ένα ελαιόφυτο στην θέση “Αγιος Γεώργιος” ……… και 7) ένα ελαιόφυτο στην θέση “Λαγκάδα” ………. Ο εναγόμενος και μετά την ακύρωση της διαθήκης δεν απέδωσε στην ενάγουσα, όπως είχε υποχρέωση, τη νομή του αναλογούντος σ’ αυτήν ποσοστού, από την κληρονομιαία περιουσία, νεμόμενος μόνος αυτός, αλλά και χρησάμενος ο ίδιος ως συγκοινωνός, χωρίς τη συγκατάθεση της, τα ακίνητα της κληρονομιάς καθιστάμενος, σύμφωνα με το άρθρο 1098 ΑΚ, κατά το μέρος του ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστού της, από τον Οκτώβριο του έτους 1996, κατά τον οποίο ζήτησε τη δημοσίευση και την κήρυξη της πλαστής διαθήκης ως κύριας (2-10-1996), κακής πίστεως νομέας. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος από τον Οκτώβριο του έτους 1996 αποκόμιζε τα προερχόμενα από τα ως άνω, κοινά πλέον, ακίνητα, ωφελήματα, αρνούμενος να αποδώσει στην ενάγουσα το ανάλογο στο ποσοστό της μερίδιο επ’ αυτών. Με αγωγή, που άσκησε εναντίον του η ενάγουσα, ζήτησε τα αντίστοιχα στο μερίδιο της ωφελήματα για το από τον Οκτώβριο του έτους 1996 έως και τον Ιούλιο του έτους 2002 χρονικό διάστημα. Επ’ αυτής εξεδόθη σε βάρος του εναγομένου η με αριθμό 41/2007 απόφαση του Εφετείου Κρήτης, με την οποία, αφού διαγνώσθηκε τελεσιδίκως, ότι ο τελευταίος κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο νεμόταν και κατείχε παράνομα τα παραπάνω ακίνητα, έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα έχει εναντίον του αξίωση για απόδοση μέρους των ωφελημάτων σε αυτήν, ως αποζημίωση. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος για το ένδικο, από Αύγουστο του έτους 2002 έως και τον Ιούνιο του έτους 2007; χρονικό διάστημα, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί αποκλειστικά εκείνος τα παραπάνω κληρονομιαία ακίνητα, αποκομίζοντας ωφελήματα από τη χρήση τους, γνωρίζοντας, ότι δεν δικαιούται έναντι της ενάγουσας να τα νέμεται και να τα κατέχει στο σύνολο τους, αρνούμενος να της αποδώσει το ποσοστό που της αναλογεί. Ειδικότερα, ο εναγόμενος χρησιμοποιεί αποκλειστικά την παραπάνω αναφερομένη ισόγεια οικία, με την ισόγεια αποθήκη, εμβαδού, αντιστοίχως 140 τ.μ. και 41 τ.μ. περίπου και συγκεκριμένα άνωθεν του ισογείου έχει ανεγείρει όροφο, ο οποίος συνδέεται με το επίκοινο ισόγειο με εσωτερική σκάλα. Το ισόγειο με τον πάνω απ’ αυτόν όροφο, αποτελούν ενιαία κατοικία (μαιζονέτα) και επομένως τούτο, κατά το επίδικο διάστημα, χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον εναγόμενο, καθώς αυτός μέχρι στιγμής δεν έχει προβεί σε ουδεμία ενέργεια για να καταστήσει εφικτή τη χρήση του (ως επικοίνου πράγματος) και στην ενάγουσα κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό (1/2) που της ανήκει. Το γεγονός ότι ο διαχωρισμός της ισόγειας κατοικίας από τον πρώτο όροφο είναι δυσχερής και ούτε νοείται, κάτω από τις συνθήκες αυτές, δυνατότητα σύγχρησης από μέρους της ενάγουσας ακόμη και με την απομόνωση της σκάλας, δεν επηρεάζει το ύψος του μισθώματος, που θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν το ισόγειο παρέμενε αυτόνομο, χωρίς τις επ’ ωφελεία του εναγομένου γενόμενες παρεμβάσεις………… Ο εναγόμενος εξακολούθησε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα να ιδιοχρησιμοποιεί το ως άνω επίκοινο ακίνητο ως κατοικία, επωφελούμενος της αξίας του μισθώματος, που θα κατέβαλε για εκμίσθωση ανάλογης κατοικίας και το οποίο πρέπει, μετά απ’ αυτά να αποδώσει στην ενάγουσα κατά το αναλογούν σε εκείνη ποσοστό. Εξάλλου, όσα αυτός ισχυρίζεται, αναφέροντας, ότι ουδέποτε αντιποιήθηκε το ιδανικό μερίδιο της αντιδίκου του, αναιρούνται από τη χρονολογούμενη από 25-10-2007 εξώδικη δήλωση του προς την ενάγουσα, που κοινοποιήθηκε στην τελευταία στις 30-10-2007, στην οποία αναφέρει, ότι της παραδίδει το πρώτον κατά τον ως άνω χρόνο τα κλειδιά της οικίας, από την οποία διήρχετο για να ανεβαίνει στην κατοικία του, συνομολογώντας την έως τον παραπάνω χρόνο αποκλειστική χρήση του επικοίνου.(Ακολουθεί ο υπολογισμός της μισθωτικής αξίας του ακινήτου). Αποδείχθηκε, ακολούθως, ότι ο εναγόμενος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα εκμεταλλευόταν τα παραπάνω περιγραφόμενα αγροτικά ακίνητα, απολαμβάνοντας όφελος από την καλλιέργεια 233 ελαιοδένδρων. Μάλιστα ο ίδιος στην παραπάνω αναφερθείσα από 25-10-2007 εξώδικη δήλωση του προς την ενάγουσα, αναφέρεται στην εκμετάλλευση των άνω ακινήτων, ισχυριζόμενος ότι έχει προβεί σε όλες τις καλλιεργητικές πράξεις (όργωμα, λίπανση) στα αγροκτήματα, κατά την τρέχουσα περίοδο, ενώ σαφής επ’ αυτού είναι και η κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία δεν αναιρείται από το υπόλοιπο προσκομισθέν, τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό (βλπ παραπάνω αναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις), αποδεικτικό υλικό. Και τούτο, διότι ο εναγόμενος, ακόμη και αν υποτεθεί, ότι δεν παρακρατεί τη νομή κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στην ενάγουσα, δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί, ότι περιορίζεται στην αντιστοιχούσα στο μερίδιο του χρήση, διότι οι υλικές πράξεις δεν επιδέχονται επιμερισμό εφόσον εξουσιάζει το όλο. Εξάλλου, επειδή η σύννομη αποτελεί περίπτωση κοινωνίας κατ’ ιδανικά μέρη ( βλπ σχετικά και άρθρο 994 ΑΚ), η διάταξη του άρθρου 787 ΑΚ είναι αυτονόητο, ότι αναφέρεται και στον κακής πίστεως συννομέα, ο οποίος νέμεται για τον εαυτό του όλο το επίκοινο πράγμα, χωρίς να έχει νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, αποκλείοντας από την εκμετάλλευση του πράγματος τους υπόλοιπους συννομείς αυτού, οι οποίοι εξ αυτού του λόγου ζημιώνονται. Επίσης, από το περιεχόμενο των εξώδικων δηλώσεων, που κατά το έτος 2002 ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων με θέμα τη διανομή των κοινών ακινήτων, δεν αποδείχθηκε πρόθεση του εναγομένου να παραδώσει τη νομή των επικοίνων στην ενάγουσα κατά το αναλογούν σ’ αυτή ποσοστό. (Ακολουθεί ο υπολογισμός της αξίας του παραχθέντος ελαιολάδου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και γίνεται αναφορά στο ποσόν της επιδότησης που εισέπραξε ο εναγόμενος.) Όσον αφορά τη δεύτερη από τις παραπάνω αναφερόμενες οικίες και δη την παλαιά πετρόκτιστη οικία που κληρονόμησαν οι διάδικοι, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ενάγουσας, αποτελούμενη από δύο παλαιά ισόγεια κτίσματα, επιφάνειας 10 τ.μ. το καθένα και ένα παλαιό ισόγειο κεραμοσκεπές κτίσμα, επιφάνειας 27 τ.μ., αυτή καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα παρέμεινε κενή και δεν αξιοποιήθηκε από τον εναγόμενο. Ωστόσο, λόγω της παλαιότητας του άνω ακινήτου και της συνεπεία αυτής καταστάσεώς του, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, όπου τούτο απεικονίζεται πεπαλαιωμένο και δυσχερώς κατοικήσιμο το δικαστήριο δε δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση για τη δυνατότητα και καταλληλότητά του προς εκμίσθωση σε τρίτους και κυρίως στη με ευθύνη του εναγομένου παραμέληση εκμισθώσεώς του σε τρίτο και τη συνεπαγομένη υποχρέωσή του για την καταβολή στην ενάγουσα αναλογίας μισθώματος, που θα έπραττε αν προέβαινε στην εκμίσθωσή του. Επομένως δεν αποδείχθηκε η κατά παράβαση των κανόνων της τακτικής διαχειρίσεως και διοικήσεως μη αξιοποίηση της άνω κατοικίας από τον εναγόμενο, αλλά ούτε και η χρήση αυτής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεπώς, που με την εκκαλουμένη με την ίδια αιτιολογία έκρινε, ότι η ενάγουσα έχει αξίωση από τα ωφελήματα, που αποκόμισε ο εναγόμενος από τα ως άνω επίκοινα ακίνητα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία επιδικάζοντας σε βάρος του συνολικά το ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (33.362,50) ευρώ, απορρίπτοντας ωστόσο ως ουσιαστικά αβάσιμη την προερχόμενη από την εκμετάλλευση της παλαιάς οικίας αξίωση απόδοσης ωφελημάτων ύψους 13.510 ευρώ, δεν έσφαλε αλλά σωστά το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε.”. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε η κατ’ ουσίαν παραδοχή της αγωγής υπό τα προαναφερόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πλήρως αιτιολογείται από την εφαρμογή των αληθώς εφαρμοστέων στην προκειμένη περίπτωση κανόνων των άρθρων 962, 975, 1874, 1876, 1877, 1096, 1098 ΑΚ στις οποίες και στηριζόταν το αγωγικό αίτημα κατά την επικουρική του βάση, σύμφωνα με το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής που έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή αφού με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται σ’ αυτήν η ιδιότητα των διαδίκων ως κληρονόμων, η αυθαίρετη χρήση και εκμετάλλευση αποκλειστικά των κληρονομιαίων ακινήτων από τον κακής πίστεως νομέα της κληρονομίας εναγόμενο κατά το χρόνο απόκτησης της νομής και η οφειλόμενη από την αιτία αυτή αποζημίωση της ενάγουσας κατά το ποσοστό που αναλογεί στην κληρονομική της μερίδα επί των εξαχθέντων ωφελημάτων που αποκόμισε ο τελευταίος από την αποκλειστική αυτή χρήση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αιτιολογίες που στηρίζουν πλήρως το διατακτικό της αποφάσεως και είναι ορθή κατ’ αποτέλεσμα έστω και αν στην προσβαλλομένη απόφαση γίνεται αναφορά ότι η αγωγική βάση που έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή στηρίζεται μόνο στις διατάξεις των άρθρων 785 και 1098 ΑΚ. Περαιτέρω το Εφετείο δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ’αυτήν επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων που εφάρμοσε εκθέτοντας με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Κ. Σ. κατά ένα μέρος και ο συναφής πρόσθετος λόγος της αναίρεσης του ιδίου με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της ευθείας παραβίασης των άρθρων 785 και 1098 ΑΚ με εσφαλμένη εφαρμογή ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες, καθ’ όσον φερόταν προς διάγνωση αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία που στηριζόταν στις διατάξεις των άρθρων 1876, 1881, 1877, 1878, 1099 και 914 ΑΚ που συγκροτούσαν μια μόνο ιστορική βάση και δεν υπήρχε επικουρική θεμελίωση αυτής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθ’ όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί η ένδικη αξίωση επικουρικώς στηριζόταν στις προαναφερθείσες διατάξεις της ευθύνης του κακής πίστεως νομέα της κληρονομίας που νέμεται αποκλειστικά τα κληρονομιαία ακίνητα προς απόδοση των ωφελημάτων. Τούτο καθίσταται σαφές τόσον από το δικόγραφο της αγωγής, όσον και από τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση, που είναι σύμφωνα με την επικουρική αυτή βάση και άλλωστε αν είχε έρεισμα η ίδια αξίωση μόνο στις περί αδικοπραξίας διατάξεις ήταν αδιάφορη για την επέλευση των συνεπειών της η κακή πίστη του εναγομένου, στην οποία στήριξε το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασής του το Εφετείο. Περαιτέρω ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του ίδιου παραπάνω αναιρεσείοντος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το ουσιώδες ζήτημα της άρσης της κακοπιστίας του ενάγοντος, είναι απαράδεκτος εφ’ όσον δεν αφορά ζήτημα υπό την προαναφερόμενη έννοια, αλλά ισχυρισμό που αποτελεί άρνηση της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση είναι απαράδεκτος καθ’ όσον οι επικαλούμενες με το λόγο αυτό αιτιάσεις ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού του πορίσματος, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εφ’ όσον το πόρισμα που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις ότι δηλαδή αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξε κακής πίστης νομέας της κληρονομίας διατυπώνεται με πληρότητα και σαφήνεια στην προσβαλλομένη απόφαση. Εξάλλου ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας Ε. Ε. από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης ως προς την κατ’ ουσίαν απόρριψη της σχετικής αγωγικής αξίωσης, λόγω ενδοιαστικής αιτιολογίας από την αναφορά σ’ αυτήν κατά τον αναιρετικό λόγο “ότι δεν μπόρεσε να καταλήξει σε ασφαλή κρίση σχετικά με τη δυνατότητα και καταλληλότητα προς εκμίσθωση της εν λόγω κατοικίας σε τρίτους και στην ευθύνη του εναγομένου για την παραμέληση της εκμισθώσεώς της σε τρίτους” είναι αβάσιμος, καθ’ όσον το αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνα με το οποίο η ίδια αξίωση απορρίφθηκε επειδή δεν αποδείχθηκε ούτε η χρήση αυτής από τον εναγόμενο ούτε και η μη αξιοποίησή της από τον ίδιο κατά παράβαση των κανόνων της τακτικής διαχείρισης και διοίκησης είναι σαφές και δεν κλονίζεται από την παραπάνω αναφορά.
Επειδή από τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ένστασης ή αντένστασης. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να είναι ουσιώδεις δηλαδή να επιδρούν στην έκβαση της δίκης, ενώ δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο η λήψη υπόψη ισχυρισμών, που δεν έχουν επίδραση στο διατακτικό της απόφασης, όπως είναι οι αλυσιτελείς, μη νόμιμοι, αόριστοι και απαράδεκτοι ισχυρισμοί, καθώς και εκείνοι που προτείνονται εκ περισσού. Ως πράγματα νοούνται και οι λόγοι έφεσης με τους οποίους επαναφέρεται από τον εκκαλούντα, που ηττήθηκε πρωτοδίκως ισχυρισμό που θεμελιώνει ένσταση προς κατάλυση της αγωγικής αξίωσης και περιέχει παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης, Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του ισχυρισμός που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου του αναιρεσείοντος Κ. Σ. κατά το υπόλοιπο μέρος και το συναφή πρόσθετο λόγο αυτής κατά το τρίτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. στην οποία υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας με το να δεχθεί ότι η επιδικασθείσα, αγωγική αξίωση κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως στηριζόταν και στις διατάξεις περί κοινωνίας και στις διατάξεις του άρθρου 1098 ΑΚ, τις οποίες δέχθηκε κατ’ ουσίαν δηλαδή δέχθηκε ανύπαρκτη αγωγική βάση (από τις διατάξεις περί κοινωνίας) στην οποία και στήριξε το διατακτικό της, που όμως δε μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι καθ’ όσον στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε για την κατ’ ουσίαν παραδοχή της αγωγής και την εφαρμογή των περί κοινωνίας διατάξεων με την έννοια ότι στηρίζουν αυτοτελώς άλλη επικουρική αγωγική βάση, από εκείνη που έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν και το διατακτικό της, ενώ η επικαλούμενη πλημμέλεια, όπως ήδη έχει αναφερθεί δεν προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία άλλωστε το Εφετείο υιοθέτησε τις αιτιολογίες του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ενόψει και του ότι δεν προέβη ούτε σε συμπλήρωση ούτε σε αντικατάσταση των αιτιολογιών τους, το οποίο όπως έχει αναφερθεί δεν ερεύνησε την επικουρική βάση από τις διατάξεις περί κοινωνίας. Περαιτέρω απαράδεκτος είναι ως αλυσιτελής και ο πρόσθετος λόγος της ίδιας αναίρεσης του Κ. Σ. κατά το δεύτερο μέρος αυτού με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της παρά το νόμο λήψης υπόψη μη προταθέντων πραγμάτων και ειδικότερα της απόκτησης παραγώγως της συγκυριότητας των ως κληρονομιαίων ακινήτων από την ενάγουσα με την αποδοχή συμβολαιογραφικώς της κληρονομίας και τη μεταγραφή της σχετικής δήλωσης, που δεν αποτελούσε στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής, καθ’ όσον αφορά πλεοναστική παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης, που δεν επιδρά στο διατακτικό της, αφού για να αξιώσει ο συγκληρονόμος την απόδοση των ωφελημάτων από την αποκλειστική χρήση των κληρονομιαίων ακινήτων από το νομέα της κληρονομίας δεν απαιτείται να έχει αποκτήσει και την κυριότητα τούτων με την αποδοχή της κληρονομίας και τη μεταγραφή της σχετικής δήλωσης. Με το υπόλοιπο μέρος του πρόσθετου λόγου της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, κατά τη γενόμενη δεκτή κατ’ ουσίαν η επικουρική βάση της αγωγής, την οποία είχε προβάλλει παραδεκτώς ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης στο δικαστήριο της ουσίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθ’ όσον από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το σχετικό ισχυρισμό και τον απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 249, 250, 251, 261, 270, 272, 277 ΑΚ, και 262§1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, για το ορισμένο της ενστάσεως παραγραφής, πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος, κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής και ο χρόνος επιδόσεως της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επιδόσεως της αγωγής, από την οποία διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής. Διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή μη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της διωκόμενης με την αγωγή αξιώσεως, είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και, επομένως, απορριπτέος ως αόριστος. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν δη διαδικασία. Με το δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης του Κ. Σ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση που είχε νομοτύπως πρωτοδίκως προβάλλει ο αναιρεσείων περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, την οποία επανέφερε με λόγο έφεσης στο δικαστήριο της ουσίας. Από την επισκόπηση παραδεκτώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 των προτάσεων του αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτός αμυνόμενος κατά της αγωγής πρότεινε αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας που θεμελίωνε την ένσταση συμπληρώσεως της πενταετούς παραγραφής από το άρθρο 937 Κ.Πολ.Δ. ως προς την κύρια αγωγική βάση δηλαδή για τα εξαχθέντα από αυτόν ωφελήματα ως κακόπιστου νομέα που απέκτησε τη νομή των κληρονομιαίων ακινήτων με παράνομη πράξη, Ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, που έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή δηλαδή για την απαίτηση των εξαχθέντων ωφελημάτων από αυτόν, που ήταν κακόπιστος νομέας της κληρονομίας όταν απέκτησε τη νομή αναφέρει στις ίδιες προτάσεις “ότι η δήθεν επικουρική βάση της αγωγής είναι αόριστη και μη νόμιμη και η σχετική αξίωση ομοίως κατά τα πρόσθεν παραγεγραμμένη”. Περαιτέρω από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης του αναιρεσείοντος προκύπτει ότι τον περί παραγραφής ισχυρισμό επανέφερε με λόγο έφεσης διατυπώνοντας παράπονα κατά της απορριπτικής κρίσης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ειδικότερα ότι “εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα πενταετή παραγραφή της δεκτής γενομένης αξιώσεως αν και είχε υπερσυμπληρωθεί κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής και συζητήσεως της αγωγής”. Τέλος με τις προτάσεις που υπέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας ο αναιρεσείων ως εφεσίβλητος αναπτύσσει και πάλι την ένσταση της πενταετούς παραγραφής όπως και παραπάνω εκτίθεται, αναφέροντας για πρώτη φορά μόνο το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής.
Συνεπώς η σχετική ένσταση ήταν αόριστη, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού δεν εκτίθενται τα προαναφερόμενα στοιχεία που καθιστούν αυτή ορισμένη ορθώς απορρίφθηκε ως αόριστη από το δικαστήριο της ουσίας και ο σχετικός λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 55 παρ. 1 και 557 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για την άσκηση αίτησης αναίρεσης, όπως και για καθένα λόγο αυτής από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. απαιτείται να έχει ο αναιρεσείων έννομο συμφέρον, τη συνδρομή του οποίου πρέπει να επικαλείται στο οικείο δικόγραφο και το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως. Έννομο συμφέρον συντρέχει όταν η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας βλάπτει συγκεκριμένα δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, όταν δηλαδή αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για τη νομική του κατάσταση, ουσιαστική ή δικονομική.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης της Ε. Ε. με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ με εσφαλμένη εφαρμογή καθώς και της πλημμέλειας από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το ουσιώδες ζήτημα της παραγραφής της κύριας βάσης της αγωγής είναι αλυσιτελής, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας, αφού έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή κατά ένα μέρος η επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία ζητούσε ως αποζημίωση ότι και με την κυρία βάση που απορρίφθηκε κατά παραδοχή της περί παραγραφής ένστασης του εναγομένου. Να σημειωθεί ότι έννομο συμφέρον για τους προβαλλόμενους λόγους δε δικαιολογεί η επίκληση από την αναιρεσείουσα ότι με την παραδοχή τους θα εξετασθεί στα πλαίσια της κύριας βάσης της αγωγής της η απορριφθείσα κατ’ ουσίαν αξίωσή της προς απόδοση της ωφέλειας της δεύτερης οικίας, που ερευνήθηκε μόνο σε σχέση με την επικουρική της βάση, ενώ η κύρια βάση στηρίζει τη σχετική αξίωση με διαφορετικές προϋποθέσεις, καθ’ όσον από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει η σχετική αξίωση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν επειδή το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν αποκόμισε από το ακίνητο αυτό ο εναγόμενος ωφελήματα επειδή ήταν αδύνατη η εκμετάλλευσή του με την εκμίσθωση σε τρίτους λόγω της παλαιότητας και της ακαταλληλότητάς του γιαυτήν τη χρήση.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δε μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νόμιμη κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και ο αναιρεσείων ήταν εφεσίβλητος, που έχει νικήσει πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο αυτός στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως κατά τον τρόπο που αναφέρει το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. ή ότι προτάθηκε για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Το γεγονός εξάλλου ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβιάζει μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Αν πάλι ο αναιρεσείων είναι εκκαλών που έχει ηττηθεί πρωτοδίκως για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο έφεσης ή ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης της Ε. Ε. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 911 παρ. 2 ΑΚ δια της παραλείψεως της αναλογικής του εφαρμογής στην οποία υπέπεσε το Εφετείο κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου του παρεπόμενου περί επιδίκασης τόκων αγωγικού αιτήματος. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος καθ’ όσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται ότι η ένδικη αξίωση απόδοσης της ωφέλειας αποτελεί αξίωση απόδοσης πλουτισμού χωρίς νόμιμη αιτία, που γεννάται χωρίς όχληση του υποχρέου και πρέπει να εφαρμοσθεί ως προς την έναρξη της τοκογονίας η παραπάνω διάταξη, προτάθηκε νομίμως κατά τους προαναφερόμενους τρόπους στο δικαστήριο της ουσίας από την αναιρεσείουσα, ενόψει του ότι δε συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αλλά και από την παραδεκτή επισκόπηση τόσον της έφεσης όσον και των προτάσεων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, να εισαχθούν στο Δημόσιο Ταμείο τα κατατεθέντα κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4045/2012 παράβολα και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων επειδή νίκησαν και νικήθηκαν κατά ένα μέρος σ’ αυτήν τη δίκη (άρθρα 178, 183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 25-11-2013 αίτηση του Κ. Σ. και τους από 18-6-2014 πρόσθετους λόγους αυτής, με την από 16-12-2013 αίτηση της Ε. Ε. περί αναιρέσεως της 193/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Απορρίπτει τις αιτήσεις αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους.
Διατάσσει την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ