Αριθμός 768/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη – Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. D. M. του Z. κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε. 2. A. M. του F., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ψιλογιάννη και 3. G. G. του K. κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Θεοχάρη Δαλακούρα και Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 288-289/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου …ς. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Γ. M. του Β. και 2 Σ. M. του Β., κατοίκους …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ορέστη Γεωργιάδη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο …ς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται α) στην υπ’αριθ. 10/19-5-2020 β) στην υπ’αριθ. 120/13.5.2020 αίτηση αναιρέσεως και γ) στην υπ’αριθμ. 78/22.6.2020 αίτηση αναιρέσεως και στους από 22.12.2020 προσθέτους λόγους αυτής, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 503/2020.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 19.5.2020 αίτηση αναίρεσης του D. M., β) να απορριφθεί η από 13.5.2020 αίτηση αναίρεσης του A. M., γ) να απορριφθεί η από 22.6.2020 αίτηση αναίρεσης του G. G., καθώς και οι από 22.12.2020 πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις υπ’αριθμ. α) 10/19-5-2020 του D. M. του Z., που ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου …ς, β) 120/13-5-2020 του A. M. του F., που ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στις 4/6/2020 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και γ) 78/22-6-2020 του G. G. του K., που ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης …, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 288-289/18-11-2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου …ς, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδαφ. α του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο στις 28/4/2020 και με την οποία οι ανωτέρω κηρύχθηκαν ένοχοι για ληστεία κατά συναυτουργία τελεσθείσα με ιδιαίτερη σκληρότητα και για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατά συναυτουργία και κατά συρροή και καταδικάστηκε ο καθένας σε ποινή ισοβίου καθείρξεως για κάθε μία από τις τέσσερις πράξεις (τετράκις ισόβια), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενόψει και της αναστολής των νομίμων προθεσμιών στο πλαίσιο λήψης προληπτικών μέτρων για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας έναντι του COVID-19. (άρθρ.473 παρ.1,2,3, 474 παρ. 1,2,4 ΚΠοινΔ).Πρέπει επομένως να ερευνηθούν περαιτέρω συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας ως και με τους από 22/12/2020 πρόσθετους λόγους του τρίτου εξ αυτών (509 παρ.2 ΚΠοινΔ).
Ι) Κατά το άρθρο 512 παρ. 1 εδ. γ και 3 του Κ.Ποιν.Δ. ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 514 εδαφ. α`, β` του ίδιου ως άνω Κώδικα, “αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και μπορεί να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. ” Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί δια συνηγόρου, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα 155-162 Κ.Ποιν.Δ. και μέσα στη προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ιδίου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται και επιβάλλονται σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από το από 4/6/2021 αποδεικτικό επίδοσης του Κ. Χ. υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης …, προκύπτει ότι η υπ` αριθμ. 503 και από 3/6/21 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον αναιρεσείοντα D. M. του Z. για να παραστεί ο αναιρεσείων μετά ή δια του συνηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της, για να υποστηρίξει την ως άνω υπό κρίση υπ’αριθμ. 10/19-5-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 288-289/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου …ς.
Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς επίσης και στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία Μ. Γ. και Μ. Σ., που κλήθηκαν και παραστάθηκαν νόμιμα (άρθρ. 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα .
ΙΙ) Περαιτέρω, αναφορικά με τις λοιπούς ως άνω αναιρεσείοντες A. M. του F. και G. G. του K. οι οποίοι νόμιμα εκπροσωπήθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, κατά το άρθρο 299 ΠΚ “Ανθρωποκτονία με δόλο”, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 63 Ν.4855/2021, ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021.
1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος. Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει ως δυνατό το άνω εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Ο δόλος ενδεικτικά, διαγιγνώσκεται από τις προηγούμενες σχέσεις δράστη – θύματος, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση, την κατεύθυνση ή τον αριθμό του πλήγματος ή των πληγμάτων, την απόσταση δράστη και θύματος, την μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου. Επίσης, από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 ΠΚ συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέργεσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της απόφασής του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά ( ΑΠ497/2021, ΑΠ 160/2019, ΑΠ 1851/2019).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 του ΠΚ “όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή”, ενώ κατά την παρ,2 του ιδίου άρθρου “αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή”. Για τη στοιχειοθέτηση της ληστείας απαιτείται αντικειμενικώς αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος (ολικά ή μερικά) από την κατοχή άλλου, η αφαίρεση να γίνει με σωματική βία κατά προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, κατέχεται από άλλον και δεν υπάρχει συναίνεση εκείνου, καθώς και τη θέληση να το αφαιρέσει και να το υπαγάγει στην κατοχή του ή την κατοχή τρίτου. Ιδιαίτερη σκληρότητα του δράστη, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, συνιστά η προερχόμενη από ανηλεή και στερημένη οποιουδήποτε ανθρωπίνου αισθήματος ενέργεια του δράστη για την επίτευξη της αφαιρέσεως του ξένου πράγματος (ΑΠ 290/2016).
Τα άνω εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας συρρέουν αληθώς, όταν η θανάτωση του θύματος περιλαμβάνεται στο δόλο του δράστη και έγινε προς τον σκοπό αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων που ανήκουν στο θύμα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με τη θανάτωση, ήτοι η θανάτωση έγινε με σκοπό τη ληστεία και επακολουθεί η σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση αφαίρεση των πραγμάτων (ΑΠ 160/2019, ΑΠ 662/2012, ΑΠ 1629/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού εν όλω ή εν μέρει τα στοιχεία της περιγραφομένης στο νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί επιμέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Πρέπει δε να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της κατά συναυτουργία τέλεσης, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση του καθενός συναυτουργού ( ΑΠ 497/2021, ΑΠ 160/2019).
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Έτσι, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ’ άρθρ. 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρξει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω “σκοπού” (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΟΛ ΑΠ 2/2005). Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι’ αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αλλά απαντά σε αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής (ΑΠ 2036/2019, 790/2019, ΑΠ 1228/2008).
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικών στοιχείων για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ` του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι διαδικαστικά έγγραφα ή αναφέρονται διηγηματικά στην απόφαση ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, προκείμενου να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ` αυτής και κατ` ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ` άρθρο 358 δικαιώματά του. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρεται στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το κάθε έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, αρκεί να διαλαμβάνονται στα πρακτικά προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, είτε την ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 προβλεπόμενα δικαιώματά του, καθόσον με την ανάγνωσή του το έγγραφο γίνεται κτήμα του και έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις δηλώσεις του και εξηγήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο (ΑΠ 79/2021, ΑΠ 310/2019, ΑΠ 143/18 ). Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων G. G. του K. με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1δ`ΚΠΔ για παραβίαση του υπερασπιστικού δικαιώματος του επειδή λήφθηκε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι τα δύο αρχεία επεξεργασίας οπτικού υλικού του συστήματος καταγραφής εικόνας τα οποία αποτέλεσαν κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου, περί της συναυτουργικής δράσης του κατά την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων και συνακόλουθα στην απόρριψη του προβληθέντος από αυτόν αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μεταβολής της κατηγορίας ως προς αυτόν σε απλή συνέργεια στην πράξη της ληστείας, δεν περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα και ουδέποτε “αναγνώσθηκαν”, με συνέπεια να στερηθεί του υπερασπιστικού του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του, να προβεί σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε ανάγνωση των εν λόγω αρχείων πλην όμως το περιεχόμενο αυτών προκύπτει σαφώς από άλλο αποδεικτικό μέσο και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Π. Χ. και Α. Σ., πέραν του ότι ήταν γνωστό στον αναιρεσείοντα αφού ο ίδιος επικαλείται το βιντεοληπτικό υλικό στους αυτοτελείς ιστορισμούς του που κατέθεσε γραπτώς και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της προσβαλλόμενης.
Συνεπώς εφόσον είτε την ευχέρεια και τη δυνατότητα να διατυπώσει τις δηλώσεις του και εξηγήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο, η αιτίασή του ελέγχεται αβάσιμη και απορριπτέα.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 288-289/18-11-2019 απόφαση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο …ς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, πρακτικά και απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, ιατροδικαστικές εκθέσεις, έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, κατ’αντιπαράσταση εξέταση του τρίτου κατηγορουμένου με τον δεύτερο κατηγορούμενο, απολογίες κατηγορουμένων), μεταξύ των οποίων ας σημειωθεί δεν απαιτείται, όπως αβάσιμα ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων G. G. υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της αίτησής του ξεχωριστή αναφορά στο αιτιολογικό της από 27/6/2011 έκθεσης αυτοψίας χώρου του Αρχιφύλακα Μ. Π., καθόσον αυτή διενεργήθηκε κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανάκρισης και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερεύνησης των εγκλημάτων και δεν διατάχθηκε από το Δικαστήριο ώστε να αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 290/2016), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, καθώς και τα πρακτικά της ίδιας δίκης, που είχε αναβληθεί υποχρεωτικά με τις υπ’ αριθ. 15/22-1-2016 και 100/10-3-2017 αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης απόφασης, την ανάγνωση της υπ’ αριθ. 973/27.6.2011 ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας-νεκροτομής της ιατροδικαστή Ε. Ζ. της Ι.Υ. …ς και της υπ’ αριθ. 972/11α/27.6.2011 ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας-νεκροτομής της ίδιας παραπάνω ιατροδικαστή, καθώς και την ανάγνωση της υπ’ αριθ. πρωτ. 3022/9/8949-ε/22.12.2011 έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της ΔΕΕ της Αστυνόμου Α’ βιοχημικού, Κ. Β., την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του τρίτου κατηγορουμένου με τον δεύτερο κατηγορούμενο, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχθηκε ότι στις 25 Ιουνίου 2011 ο πρώτος κατηγορούμενος D. ή D. S. ή M. του H. ή D. ή Z., τρόφιμος των φυλακών …, όπου εξέτιε ποινές κάθειρξης για κλοπές και ναρκωτικά, και ευρισκόμενος με άδεια εκτός των φυλακών, την οποία είτε παραβιάσει, μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο M. A. του F., που τον φιλοξενούσε στην οικία του στη … και (τουλάχιστον) από τον Φεβρουάριο του 2011 είχαν διαπράξει πλήθος κλοπών, ληστειών και διαρρήξεων στην ευρύτερη περιοχή της …, των … και του …, ξεκίνησαν από τη … με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, μάρκας OPEL KADET, προκειμένου να μεταβούν στη … για να διαπράξουν κλοπές ή ληστείες. Εκεί, συναντήθηκαν με τον τρίτο κατηγορούμενο G. ή X. ή G.G. ή X. ή G. του K. ή K. και της M. ή M., με τον οποίο είτε προσυνεννοηθεί ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος είτε μεταβεί στη … με άλλο όχημα και μαζί με τον G. A. του G., Αλβανό υπήκοο και ήδη φυγόδικο, προκειμένου να μετάσχουν και αυτοί στις κλοπές ή τις ληστείες, που θα διέπρατταν. Αρχικά, μετέβησαν όλοι σε μία καφετέρια, ιδιοκτησίας Π., επί της … όπου και συναντήθηκαν με έναν ακόμη άνδρα (5ο), τα στοιχεία του οποίου δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθούν μέχρι σήμερα, όπου έλαβαν όλοι μαζί την απόφαση να εντοπίσουν κάποια οικία με ανοικτή μπαλκονόπορτα για να εισέλθουν σ’ αυτή και να αφαιρέσουν τα εντός αυτής πολύτιμα αντικείμενα (χρήματα, κοσμήματα κλπ). Συνήθως ο ένας από τους κατηγορουμένους και τους λοιπούς ως άνω συνεργούς τους εισερχόταν στην οικία, που αποτελούσε το στόχο τους, από κάποια ανασφάλιστη μπαλκονόπορτα ή παράθυρο, και στη συνέχεια αυτός, που είχε εισέλθει πρώτος άνοιγε τη θύρα της εισόδου στους άλλους, όπου μαζί αφαιρούσαν τα κινητά αντικείμενα, καθώς και κλειδιά αυτοκινήτων των ιδιοκτητών της οικίας, στην τελευταία δε περίπτωση αφαιρούσαν και τα αυτοκίνητα των θυμάτων τους, ενώ ένας παρέμενε στο δρόμο, ως “τσιλιαδόρος”, και μάλιστα σε σημείο που μπορούσε να εποπτεύει την κίνηση και να ειδοποιεί τους υπόλοιπους, σε περίπτωση που ερχόταν η αστυνομία ή πλησίαζε κάποιος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι και οι προαναφερθέντες συνεργοί τους εντόπισαν ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου μίας οικοδομής επί της οδού …, αποτελούμενη από ισόγειο και πρώτο όροφο, όπου η μπαλκονόπορτα ήταν ανοικτή. Περί τις 22:30 σταμάτησαν απέναντι από την εν λόγω οικοδομή και συγκεκριμένα στο περίπτερο του Σ. Κ. στην οδό … και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι αγόρασαν τσιγάρα και νερά, όπως προκύπτει και από το οπτικό υλικό, που κατέγραψε το σύστημα καταγραφής εικόνας του ως άνω περιπτέρου. Εν συνεχεία, περίμεναν έως ότου ελαττωθεί η κίνηση στους δρόμους, ώστε να πραγματοποιήσουν ασφαλέστερα το σχέδιο τους και να μην γίνουν αντιληπτοί από διερχόμενους και περί τις 03:30 οι κατηγορούμενοι καθώς και ο G. A. ίου G., στάθμευσαν το αυτοκίνητο τους όπισθεν της ως άνω οικοδομής και κατευθύνθηκαν προς αυτήν (την οικοδομή), ενώ ο πέμπτος άνδρας, αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, παρέμεινε όπισθεν, λαμβάνοντας τον ρόλο του “τσιλιαδόρου”. Ακολούθως, ο πρώτος κατηγορούμενος αναρριχήθηκε από ένα σωλήνα υδρορροής στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της οικοδομής και, αφού εισήλθε στο διαμέρισμα, άνοιξε την πόρτα εισόδου του διαμερίσματος στους υπόλοιπους κατηγορουμένους και τον G. A. του G. και όλοι μαζί άρχισαν να ψάχνουν για τρήματα και χρυσαφικά. Στο παραπάνω διαμέρισμα έμεναν Β. Μ. του Σ., 73 , και σύζυγος , Π. Μ. του Σ., ηλικίας 69 ετών, οι οποίοι την ώρα εκείνη κοιμόντουσαν σε δύο ξεχωριστές κρεβατοκάμαρες. Μόλις οι κατηγορούμενοι μπήκαν σε μία από τις κρεβατοκάμαρες έγιναν αντιληπτοί αρχικά από τον Β. Μ. και αμέσως μετά από τη σύζυγό του, οι οποίοι ξύπνησαν και τρομοκρατημένοι άρχισαν να φωνάζουν. Τότε, οι κατηγορούμενοι, αφού κτύπησαν με ιδιαίτερη αγριότητα τον Β. Μ. στο κεφάλι και στο σώμα, έκοψαν κουρτίνες, ρούχα, σεντόνια και κορδόνια παπουτσιών και, αφού έδεσαν σφιχτά το στόμα, τα χέρια και τα πόδια αυτού και της συζύγου του Π. Μ., συνέχισαν να ψάχνουν ανενόχλητα πλέον για χρήματα και τιμαλφή. Οι κατηγορούμενοι παρέμειναν στο διαμέρισμα για μία ολόκληρη ώρα και αφαίρεσαν διάφορα χρυσά κοσμήματα, ένα χρυσό ανδρικό σταυρό, 300 ευρώ σε μετρητά από την τσέπη του παντελονιού του Β. Μ., 500 ευρώ σε μετρητά από τη ντουλάπα ενός υπνοδωματίου και ένα κουμπαρά σε σχήμα μικρού χρηματοκιβωτίου, τα οποία έβαλαν σε μία γυναικεία τσάντα της Π. Μ., ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA με αριθμό ΙΜΕΙ 353768040231700 και αναχώρησαν για τη …, όπου διένειμαν μεταξύ τους τα κλοπιμαία. Την επόμενη ημέρα (26.6.2011) ο Γ. Μ., ένας από τους τρεις γιους των παραπάνω θυμάτων, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον αδελφό του Σ. Μ., ο οποίος ιδιαίτερα ανήσυχος, του είπε να μεταβεί στην οικία των γονέων τους, διότι είχε προσπαθήσει επανειλημμένως να επικοινωνήσει μαζί τους, τόσο στο σταθερό τηλέφωνο, όσο και στο κινητό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όταν ο Γ. Μ. μετέβη στο παραπάνω διαμέρισμα των γονέων του διαπίστωσε ότι ήταν αναστατωμένο και μόλις εισήλθε στο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμόταν η μητέρα του, την είδε να βρίσκεται νεκρή, φιμωμένη και δεμένη στο κρεβάτι, ενώ εισερχόμενος στο υπνοδωμάτιο του πατέρα του, τον είδε να κείτεται νεκρός πάνω στο κρεβάτι, δεμένος και χτυπημένος στο κεφάλι. Ο θάνατος της Π. Μ., σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 973/27.6.2011 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής της ιατροδικαστή Ε. Ζ. της Ι.Υ. …ς, οφείλεται σε ασφυξία, με εκτιμώμενο χρόνο θανάτου από 00:00 έως 04:00 της 26.6.2011, ενώ κατά τη νεκροψία διαπιστώθηκε ότι τα άνω άκρα της ήταν δεμένα μεταξύ τους και με τα κάτω άκρα και έφερε εκχυμώσεις των μαλακών μορίων του δεξιού βραχίονα και του δεξιού αντιβραχίου, του αριστερού αντιβραχίου και της αριστερής άκρας χειρός, ενώ ο θάνατος του Β. Μ., σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 972/11α/27.6.2011 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής της ίδιας παραπάνω ιατροδικαστή οφείλεται σε κρανιοεγκεφαλική /κρανιοπροσωπική/ θωρακική κάκωση, προκληθείσα δια θλώντος οργάνου, χωρίς να αποκλείεται και η συμβολή ασφυκτικού μηχανισμού στο θάνατο υπό την έννοια της απόφραξης των έξω στομίων των αεροφόρων οδών (με μέσο ή με τα χέρια) με πιθανό εκτιμώμενο χρόνο θανάτου από 00:00 έως 04:00 της 26.6.2011. Ο πρώτος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού ισχυρίστηκε ότι εισήλθε στο διαμέρισμα πρώτος και κατόπιν εισήλθαν ο δεύτερος και ο τρίτος κατηγορούμενος, ομολογεί την πράξη της ληστείας, αρνείται όμως την πράξη της ανθρωποκτονίας του ζεύγους Μ., διατεινόμενος ότι μόνο τους φίμωσαν για να μην φωνάζουν και επιπλέον ο Β. Μ. αντιστάθηκε και τον έσπρωξε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού ισχυρίστηκε ότι εισήλθε στο διαμέρισμα και διέπραξε την πράξη της ληστείας, αρνήθηκε όμως την πράξη της ανθρωποκτονίας, ισχυριζόμενος ότι τον μεν Β. Μ., όταν εισήλθε στο διαμέρισμα ο πρώτος κατηγορούμενος τον είχε δέσει, την δε Π. Μ. την δέσανε και οι τρεις στα χέρια και στα πόδια και ο τρίτος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού ομολόγησε ότι συμμετείχε και αυτός στη ληστεία του ζεύγους Μ., αλλά μόνο ως “τσιλιαδόρος”, ενώ στη συνέχεια παραδέχτηκε ότι “μπήκα μέχρι τη σκάλα”. Ωστόσο, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχτηκε η βασιμότητα των ως άνω ισχυρισμών τους, αλλά αντίθετα με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και την προσήκουσα εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι συμμετείχαν από κοινού στην τέλεση των αποδιδόμενων σ’ αυτούς αξιοποίνων πράξεων. Τούτο ενισχύεται και από την επεξεργασία του οπτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από το σύστημα καταγραφής εικόνας, που λήφθηκε από το κατάστημα του Β. Μ., που λειτουργούσε στο ισόγειο της παραπάνω οικοδομής, όπου διαπιστώθηκε ότι περί ώρα 03:49 της 26.6.2011 και οι τρεις κατηγορούμενοι και ο G. A. του G., διήλθαν από την … και κατευθύνθηκαν στο σημείο, όπου βρίσκεται η υδρορροή του διαμερίσματος και στη συνέχεια στις 04:52 της ίδιας ημέρας δύο εξ αυτών διήλθαν τρέχοντας με αντίθετη κατεύθυνση, κρατώντας από κοινού έναν ταξιδιωτικό σάκο και σε απόσταση μερικών μέτρων τους ακολουθούσαν και οι άλλοι δύο. Επίσης, από την επεξεργασία του οπτικού υλικού του συστήματος καταγραφής εικόνας της καφετέριας του Π. (επί της …), όπου συναντήθηκαν οι κατηγορούμενοι πριν την τέλεση των πράξεών τους, αφενός διακρίνονται το πρόσωπα και των τριών κατηγορουμένων, καθώς και του G. A. του G., αφετέρου διαπιστώθηκε ότι, εκτός από τους ανωτέρω, υπήρχε στο τραπέζι τους και πέμπτο άτομο, του οποίου η ταυτότητα δεν εξακριβώθηκε, ο οποίος, όπως λέχθηκε ανωτέρω, συμμετείχε ως “τσιλιαδόρος”. Σημειωτέον ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, έχοντας απασχολήσει, όπως λέχθηκε ανωτέρω, και στο παρελθόν την αστυνομία για κλοπές, εντοπίστηκαν σε ένα διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της οδού … οικοδομής στη … και σε κατ’ οίκον έρευνα που έγινε στις 14.7.2011 βρέθηκαν τα παραπάνω κλοπιμαία. Επίσης, από την υπ’ αριθ. πρωτ. 3022/9/8949-ε/22.12.2011 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Τμ. Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών της ΔΕΕ της Αστυνόμου Α’ βιοχημικού, Κ. Β., η οποία εξέτασε δείγματα βιολογικού υλικού, που λήφθηκαν από το ζεύγος Μ., επιβεβαιώνεται όχι μόνον η παρουσία των δύο πρώτων κατηγορουμένων στο διαμέρισμα του ζεύγους Μ., αλλά και η παρουσία και ενός τρίτου αγνώστου άνδρα. Ακόμη, η παρουσία και η ενεργός συμμετοχή του τρίτου κατηγορουμένου επιβεβαιώνεται και από τις απολογίες των λοιπών συγκατηγορουμένων του ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού, ενώ στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση αυτού με τον δεύτερο κατηγορούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο τελευταίος με βεβαιότητα κατέθεσε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος εισήλθε και αυτός στο διαμέρισμα. Άλλωστε και ο ίδιος ο τρίτος κατηγορούμενος, όπως προεκτέθηκε, ομολόγησε ότι “μπήκα μέχρι στη σκάλα”, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι συμμετείχε ως τσιλιαδόρος. Ως προς την σκληρότητα, που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι στα θύματά τους είναι χαρακτηριστικό αυτό, που κατέθεσε ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Κ. Μ. και συγκεκριμένα ότι “Οι θανόντες ήταν επαγγελματικά δεμένοι. Έτσι δένουν τα ζώα για να μην κουνηθούν”, ενώ ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Π. Χ. κατέθεσε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου ότι ήταν τόσο σφιχτά δεμένο το στόμα, που ήταν αδύνατο να αναπνεύσει το θύμα και τέλος ο μάρτυρας κατηγορίας Γ. Μ. κατέθεσε επίσης ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου ότι έβαλε δύναμη για να βγάλει το δέσιμο από το στόμα της μητέρας του Π. Μ.. Εξάλλου, εάν ήθελαν οι κατηγορούμενοι απλώς να ακινητοποιήσουν τα θύματά τους, όπως ισχυρίζονται, θα τους έδεναν μονάχα και δεν θα τους έκλειναν όλες τις αναπνευστικές διόδους. Το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι εισήλθαν στο διαμέρισμα χωρίς να έχουν καλύψει τα πρόσωπά τους σε συνδυασμό με την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τα θύματά τους και συγκεκριμένα ο Β. Μ. κτυπημένος με ιδιαίτερη σκληρότητα στο σώμα και στο κεφάλι, δεμένος και φιμωμένος με επαγγελματικό τρόπο έτσι ώστε να μην μπορεί να αναπνεύσει καθόλου, η δε Π. Μ. χτυπημένη, δεμένη και φιμωμένη με τον ίδιο τρόπο, μαρτυρά ότι οι κατηγορούμενοι προέβλεψαν τη θανάτωση του ζεύγους Μ. ως αναγκαία συνέπεια των πράξεών τους και παρόλα αυτά έπραξαν και δεν απέστησαν αυτών (άμεσος δόλος β’ βαθμού). Γι’ αυτό, άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, αιτία θανάτου για την μεν Π. Μ. ήταν η ασφυξία, για δε τον Β. Μ. οι βαρύτατες κακώσεις που του προξένησαν, χωρίς να αποκλείεται και η συμβολή ασφυκτικού μηχανισμού στο θάνατο του. “Ακόμη, ο ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορουμένου, ότι δεν επιδίωξε τη θανάτωση των θυμάτων ούτε θεώρησε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πράξεών του το θάνατο αυτών, δεδομένου, ότι, όπως ισχυρίζεται, αν επιδίωκε την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία τους θα έφερε μαζί του και θα χρησιμοποιούσε κάποιο αντικείμενο (π.χ. μαχαίρι, ρόπαλο κλπ) δεν αποδείχθηκε και επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτού για μεταβολή της κατηγορίας σε θανατηφόρα βλάβη (άρθρ. 311 ΠΚ), λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν είναι απαραίτητο να έφερε μαζί του και αιχμηρά αντικείμενα προκειμένου να επιφέρει το θάνατο των θυμάτων το αφού στο διαμέρισμα υπήρχαν πολλά αντικείμενα, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό. Άλλωστε οι κατηγορούμενοι σε τέτοια αντικείμενα κατέφυγαν για να δέσουν και φυμώσουν τα θύματά τους, φράσσοντας τις αναπνευστικές οδούς τους (αυτοσχέδια σχοινιά από υφάσματα, κορδόνια κλπ). Περαιτέρω, οι ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων κατά την διάπραξη της αξιόποινης πράξης της ληστείας και ειδικότερα τα κτυπήματα αυτών εναντίον των ως άνω θυμάτων, δεμένα με επαγγελματικό τρόπο και απόφραξη όλων των αναπνευστικών οδών, ήταν βίαια και μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ανηλεή και στερημένη οποιουδήποτε ανθρώπινου αισθήματος συμπεριφορά και ως εκ τούτου στοιχειοθετείται η έννοια της ιδιαίτερης σκληρότητας των δραστών, η δε πράξη τους συνιστά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ληστείας του άρθρου 380 παρ. 2 του ΠΚ. Επιπλέον, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι με βάση τις ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων η θανάτωση των θυμάτων περιλαμβανόταν στο δόλο αυτών, κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, έγινε δε προς το σκοπό αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων που ανήκαν στα θύματα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με την θανάτωση ήτοι η θανάτωση έγινε με σκοπό τη ληστεία, όπως παραπάνω περιγράφηκε, και επακολούθησε η αφαίρεση των πραγμάτων, που έτσι τελεί σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση υπάρχει αληθινή συρροή των εγκλημάτων της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επέτρεπε την πλήρη σκέψη και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μη αληθούς συρροής μεταξύ τους, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι στη … από ώρα 00.00 ως ώρα 05.00 της 26-6-2011, άπαντες οι κατηγορούμενοι και ο G. A. του G., ενεργώντας από κοινού, με τη συμμετοχή και ενός ακόμη άνδρα αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, με κοινό δόλο, με σωματική βία εναντίον προσώπων, αφαίρεσαν απ’ αυτά ξένα ολικά κινητά πράγματα, όπου κατά την εκτέλεση της πράξης τους αυτής μετήλθαν ιδιαίτερη σκληρότητα σε βάρος των θυμάτων τους και συγκεκριμένα, αφού εισήλθαν παράνομα στο διαμέρισμα του Β. Μ. και της Π. Μ., χτύπησαν βάναυσα με πολλαπλά χτυπήματα τον Β. Μ., στο κεφάλι και στο θώρακα και του προκάλεσαν θλαστικά τραύματα της κεφαλής, πολλαπλές εξοιδήσεις/εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, τραυματικό υπόσφαγμα των οφθαλμών άμφω, αιμορραγικές διηθήσεις του υποδόριου θόλου του κρανίου, κάταγμα ρινικών οστών, υπαραχνοειδή αιμορραγία, συντριπτικά κατάγματα των πλευρών αριστερά, με σύστοιχες θλάσεις του αριστερού πνεύμονα και στη συνέχεια των έδεσαν, όπως και την Π. Μ., με αυτοσχέδια σχοινιά από κομμένα ρούχα, κορδόνια και διάφορα υφάσματα, φιμώνοντάς τη παράλληλα, με τρόπο που δε μπορούσε να αναπνεύσει, προκειμένου, με την παραπάνω ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά τους, να τους εξαναγκάσουν να τους πούνε που φύλασσαν χρήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που κατείχαν και στη συνέχεια αφαίρεσαν διάφορα χρυσά κοσμήματα, ένα χρυσό ανδρικό σταυρό, 300 ευρώ σε μετρητά, από την τσέπη του παντελονιού του Β. Μ., 500 ευρώ σε μετρητά από τη ντουλάπα ενός υπνοδωματίου και ένα κουμπαρά σε σχήμα μικρού χρηματοκιβωτίου, τα οποία έβαλαν σε μία γυναικεία τσάντα της Π. Μ. και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA με αριθμό ΙΜΕ 353768040231700 με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι με πρόθεση, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο, κατά τη διάπραξη της προαναφερόμενης πράξης της ληστείας, χτύπησαν βάναυσα με πολλαπλά χτυπήματα τον Β. Μ., στο κεφάλι και στο θώρακα και του προκάλεσαν θλαστικά τραύματα της κεφαλής, πολλαπλές εξοιδήσεις/εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, τραυματικό υπόσφαγμα τω οφθαλμών άμφω, αιμορραγικές διηθήσεις του υποδόριου θόλου του κρανίου, κάταγμα ρινικών οστών, υπαραχνοειδή αιμορραγία, συντριπτικά κατάγματα των πλευρών αριστερά, με σύστοιχες θλάσεις του αριστερού πνεύμονα, τα οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφεραν το θάνατο του και αφού έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, χτύπησαν και φίμωσαν με κομμάτια υφασμάτων τη Μ. Π., με τρόπο που δεν μπορούσε να αναπνεύσει και της προκάλεσαν ασφυξία, η οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε το θάνατο της, οι δε κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν το θάνατο τους, ως αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεών τους και δεν απέστησαν αυτών. Επομένως πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδομένων σ’ αυτούς πράξεων της ληστείας κατά συναυτουργία, η οποία τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά προσώπων και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατ’ αληθινή πραγματική συρροή κατά συναυτουργία, απορριπτομένου του ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή συνεργεία στην πράξη της ληστείας και περί εφαρμογής του άρθρου 211 ΚΠΔ, καθόσον, κατά ειδικότερα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο δεν οδηγήθηκε στην καταδικαστική γι’ αυτόν κρίση του μόνο από την απολογία των συγκατηγορουμένων του, αλλά και από την εκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας- αστυνομικών και από το οπτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από τα συστήματα καταγραφής εικόνας των καταστημάτων, που προαναφέρθηκαν, που καταδεικνύουν την αυτουργική δράση του εν λόγω κατηγορουμένου, σε συνδυασμό και με την απολογία του ίδιου και την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του με τον δεύτερο κατηγορούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες D. M. του Z., A. M. του F. και G. G. του K. ενόχους των αποδιδομένων σε αυτούς αξιοποίνων πράξεων της ληστείας κατά συναυτουργία που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατ’αληθινή πραγματική συρροή κατά συναυτουργία και επέβαλε στον καθένα ποινή ισόβιας κάθειρξης για κάθε μία από τις τέσσερις πράξεις, με το ακόλουθο διατακτικό: “l) Στη … από ώρα 00.00 ως ώρα 05.00 της 26-6-2011, άπαντες οι κατηγορούμενοι και ο G. A. του G., ενεργώντας από κοινού, με τη συμμετοχή και ενός ακόμη άνδρα αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, με κοινό δόλο, με περισσότερες πράξεις, τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα, που προβλέπονται από το νόμο και τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: 1) με σωματική βία εναντίον προσώπων, αφαίρεσαν απ’ αυτά ξένα ολικά κινητά πράγματα, όπου κατά την εκτέλεση της πράξης τους αυτής μετήλθαν ιδιαίτερη σκληρότητα σε βάρος των θυμάτων τους και συγκεκριμένα, αφού εισήλθαν παράνομα στο διαμέρισμα του Β. Μ. και της Π. Μ., χτύπησαν βάναυσα με πολλαπλά χτυπήματα τον Β. Μ., στο κεφάλι και στο θώρακα και του προκάλεσαν θλαστικά τραύματα της κεφαλής, πολλαπλές εξοιδήσεις/εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, τραυματικό υπόσφαγμα των οφθαλμών άμφω, αιμορραγικές διηθήσεις του υποδόριου θόλου του κρανίου, κάταγμα ρινικών οστών, υπαραχνοειδή αιμορραγία, συντριπτικά κατάγματα των πλευρών αριστερά, με σύστοιχες θλάσεις του αριστερού πνεύμονα και στη συνέχεια τον έδεσαν, όπως και την Π. Μ., με αυτοσχέδια σχοινιά από κομμένα ρούχα, κορδόνια και διάφορα υφάσματα, φιμώνοντάς τη παράλληλα, με τρόπο που δε μπορούσε να αναπνεύσει, προκειμένου, με την παραπάνω ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά τους, να τους εξαναγκάσουν να τους πούνε που φύλασσαν χρήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που κατείχαν και στη συνέχεια αφαίρεσαν διάφορα χρυσά κοσμήματα, ένα χρυσό ανδρικό σταυρό, 300 ευρώ σε μετρητά, από την τσέπη του παντελονιού του Β. Μ., 500 ευρώ σε μετρητά από τη ντουλάπα ενός υπνοδωματίου και ένα κουμπαρά σε σχήμα μικρού χρηματοκιβωτίου, τα οποία έβαλαν σε μία γυναικεία τσάντα της Π. Μ. και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA με αριθμό ΙΜΕ 353768040231700 με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Και 2) Με πρόθεση, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο, με περισσότερες πράξεις, σκότωσαν περισσότερα από ένα πρόσωπα, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ειδικότερα, κατά τη διάπραξη της προαναφερόμενης υπό στοιχ. 1 πράξης της ληστείας, χτύπησαν βάναυσα με πολλαπλά χτυπήματα τον Β. Μ., στο κεφάλι και στο θώρακα και του προκάλεσαν θλαστικά τραύματα της κεφαλής, πολλαπλές εξοιδήσεις/εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, τραυματικό υπόσφαγμα τω οφθαλμών άμφω, αιμορραγικές διηθήσεις του υποδόριου θόλου του κρανίου, κάταγμα ρινικών οστών, υπαραχνοειδή αιμορραγία, συντριπτικά κατάγματα των πλευρών αριστερά, με σύστοιχες θλάσεις του αριστερού πνεύμονα, τα οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφεραν το θάνατο του και αφού έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, χτύπησαν και φίμωσαν με κομμάτια υφασμάτων τη Μ. Π., με τρόπο που δεν μπορούσε να αναπνεύσει και της προκάλεσαν ασφυξία, η οποία ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε το θάνατο της, οι δε κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν το θάνατο τους, ως αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεών τους και δεν απέστησαν αυτών.” Με βάση τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης που αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων για τα οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει την περί αυτού κρίση του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 45, 94, 299 παρ.1,380 παρ. 2, 1 ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού και διατακτικού συνάγεται, εκτίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, ενώ παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει από το καθένα από αυτά, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση 1) περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο αυτοί έδρασαν κατά την τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, 2) με επάρκεια και σαφήνεια διατυπώνονται οι συγκεκριμένες επιμέρους κινήσεις και ενέργειες αυτών ως και του συναυτουργού τους προς θανάτωση των θυμάτων τους με τα επανειλημμένα βίαια πλήγματα ιδιαίτερης σκληρότητας, κυρίως στο κεφάλι και στον θώρακα που κατάφεραν σε βάρος του Β. Μ. προκαλώντας του θλαστικά τραύματα της κεφαλής, πολλαπλές εξοιδήσεις/εκχυμώσεις των μαλακών μορίων, τραυματικό υπόσφαγμα των οφθαλμών άμφω, αιμορραγικές διηθήσεις του υποδόριου θόλου του κρανίου, κάταγμα ρινικών οστών, υπαραχνοειδή αιμορραγία, συντριπτικά κατάγματα των πλευρών αριστερά θλάσεις αριστερού πνεύμονα, τον οποίο ακολούθως έδεσαν όπως και την Π. Μ. με αυτοσχέδια σχοινιά από κομμένα ρούχα, κορδόνια και διάφορα υφάσματα φιμώνοντας αυτή με τρόπο που δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ώστε να εξουδετερωθεί η αντίστασή τους και να επακολουθήσει η ενέργεια αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων αυτών (χρυσών κοσμημάτων, χρημάτων, κινητού τηλεφώνου), οι οποίες ενέργειές τους, μαρτυρούν τον δόλο τους και συγκροτούν και αποδεικνύουν τη συμμετοχική δράση τους στην πράξη της ανθρωποκτονίας και εκ των οποίων το δικαστήριο συνήγαγε αυτήν, χωρίς να είναι απαραίτητη η περαιτέρω εξειδίκευσή της, 3) με επάρκεια, σαφήνεια και πληρότητα αιτιολογείται η απόρριψη αν και δεν είχε το Δικαστήριο υποχρέωση προς τούτο, του αρνητικού της κατηγορίας (ΑΠ 665/2014) ισχυρισμού του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ως άνω A. M. του F. και ειδικότερα του ισχυρισμού του περί μεταβολής της κατηγορίας από ανθρωποκτονία από πρόθεση σε θανατηφόρο σωματική βλάβη (άρθρο 311 ΠΚ), ως και του επίσης κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος G. G. του K. περί μεταβολής της σε βάρος του κατηγορίας σε συνέργεια, αφού δέχθηκε το δικαστήριο ότι τόσο αυτοί ως και ο συναυτουργός M. D. ενήργησαν από κοινού, ευρισκόμενοι σε ψυχική ηρεμία που τους επέτρεπε να αντιλαμβάνονται τα αντικειμενικά στοιχεία της πράξης τους, τόσο κατά τη λήψη της απόφασης όσο και κατά την εκτέλεσή της και ότι καίτοι προέβλεψαν την θανάτωση των θυμάτων τους από τη βιαιότητα και τη σφοδρότητα των κτυπημάτων που επέφεραν στα θύματα και τη φίμωσή τους με επαγγελματικό τρόπο, από τα οποία ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος τους, δεν απέστησαν των πράξεών τους και στη συνέχεια επακολούθησε η ενέργεια αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων τους τα οποία από κοινού ιδιοποιήθηκαν παράνομα, 4) θεμελιώνεται με σαφήνεια ο ανθρωποκτόνος δόλος των συναυτουργών των εγκλημάτων της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και αιτιολογείται με επάρκεια ότι τα εγκλήματα αυτά τελούν εν προκειμένω σε αληθινή συρροή με τις ακόλουθες κατά λέξη παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης “Επιπλέον από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι με βάση τις ως άνω ενέργειες των κατηγορουμένων η θανάτωση των θυμάτων περιλαμβανόταν στον δόλο αυτών, κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, έγινε δε προς τον σκοπό αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων που ανήκαν στα θύματα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με την θανάτωση ήτοι η θανάτωση έγινε με σκοπό τη ληστεία, όπως παραπάνω περιγράφηκε, και επακολούθησε η αφαίρεση των πραγμάτων που έτσι τελεί σε άμεσο σύνδεσμο με την θανάτωση”, 5) αιτιολογείται επαρκώς ο λόγος απόρριψης του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της μετεφηβικής ηλικίας στο πρόσωπο του ως άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος A. M. του F. αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η εκ μέρους του διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων δεν επηρεάστηκε από την τυχόν ανωριμότητα της μετεφηβικής ηλικίας ούτε τα εν λόγω εγκλήματα που τέλεσε ανάγονται σε παραβατική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει νέους μετεφηβικής ηλικίας, αντίθετα αυτός ενήργησε κατόπιν συνειδητής απόφασης και με βάση επιμελώς καταστρωθέν σχέδιο προς εύκολο πλουτισμό, ως και ο λόγος απόρριψης του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος F. G. του K., αν και δεν είτε υποχρέωση προς τούτο λόγω του ότι προβλήθηκε κατά τρόπο αόριστο, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να υποδηλώνουν ουσιαστική μεταστροφή τόσο αυτού όσο και των συγκατηγορουμένων του προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα και η στάση τους να παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα τους ήθους και της κοινωνικής προδιαθέσεώς τους. Τέλος οι περιεχόμενες στους πρόσθετους λόγους αναίρεσης αιτιάσεις του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος G. G. του K. ότι η προσβαλλόμενη απόφαση α) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου211 ΚΠοινΔ χρησιμοποίησε αποδεικτικά τις απολογίες των συγκατηγορουμένων του, β) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ καθόσον καθ’υπέρβαση της εξουσίας του προέβη σε απαγορευμένη διπλή αξιολόγηση του στοιχείου της ιδιαίτερης σκληρότητας τόσο κατά την περί ενοχής όσο και κατά την επιμέτρηση της ποινής κρίση του, δεν συνεκτίμησε την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας και δεν προέβη σε εξατομίκευση των αξιολογουμένων στοιχείων για τον κάθε κατηγορούμενο ως προς την επιμέτρηση της ποινής είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση διασαφηνίζεται με σαφείς και πλήρεις παραδοχές ότι η περί της ενοχής του ως άνω αναιρεσείοντος κρίση θεμελιώνεται σε όλα τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αφού κατά λέξη εκτίθεται “το Δικαστήριο δεν οδηγήθηκε στην καταδικαστική γι’ αυτόν κρίση του μόνο από την απολογία των συγκατηγορουμένων του, αλλά και από την εκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών και από το οπτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε από τα συστήματα καταγραφής εικόνας των καταστημάτων, που προαναφέρθηκαν, που καταδεικνύουν την αυτουργική δράση του εν λόγω κατηγορουμένου, σε συνδυασμό και με την απολογία του ίδιου και την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του με τον δεύτερο κατηγορούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.” Περαιτέρω το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επέβαλε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα G. G. του K. ποινή ισόβιας κάθειρξης για κάθε μια από τις τέσσερις πράξεις, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της, με την ακόλουθη κατά λέξη ειδική σκέψη του “Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα κατά τα άνω αποδεικτικά μέσα, πρέπει, σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, με βάση τη βαρύτητα των προπεριγραφόμενων πράξεων των κατηγορουμένων, το βαθμό της ενοχής τους, να επιβληθεί σε βάρος τους, η αναφερόμενη ειδικότερα στο διατακτικό ποινή ισόβιας κάθειρξης για κάθε μία από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν, η οποία αποτελεί την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία τους γι’ αυτές, ύστερα από συνεκτίμηση των συνεπειών της συγκεκριμένης ποινής για τους ίδιους και τους οικείους τους και αφού λήφθηκαν, ιδίως, υπόψη μεταξύ των άλλων, η βλάβη που προξένησαν οι ανωτέρω πράξεις τους, η φύση και το είδος αυτών, τα αίτια που τους ώθησαν στην εκτέλεση των εγκλημάτων, το γεγονός ότι έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσαν να διαφύγουν, η ιδιαίτερη σκληρότητα την οποίαν μεταχειρίστηκαν κατά την τέλεση των παραπάνω πράξεων, το γεγονός ότι τα θύματα δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, καθώς επίσης και όλες τις προπεριγραφόμενες περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την εκτέλεσή τους, σε συνδυασμό με την όλη στάση και διαγωγή τους κατά τη διάρκεια και μετά απ’ αυτή”.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με τις ως άνω παραδοχές του έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν, το βαθμό της ενοχής του κατηγορουμένου, καθώς και την προσωπικότητα αυτού, για την εκτίμηση δε των στοιχείων αυτών χρησιμοποίησε και τα ειδικώς μνημονευόμενα στην απόφαση κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαλαμβανομένων στο σκεπτικό περί ενοχής και περί ποινής που αποτελούν ενιαίο σύνολο, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή, ως προς την επιμέτρηση της επιβληθείσας `ποινής, στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Σημειώνεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αξιολόγησε το ίδιο στοιχείο, ήτοι αυτό της ιδιαίτερης σκληρότητας δύο φορές κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 79 παρ.6 ΠΚ, όπως αβάσιμα ο ως άνω αναιρεσείων διατείνεται, αφού η ιδιαίτερη σκληρότητα που ελήφθη υπόψη ως κριτήριο σε βάρος του αναιρεσείοντος κατά την επιμέτρηση της ποινής αυτού αφορά τις δύο πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και όχι την πράξη της ληστείας κατά συρροή με την επιβαρυντική περίσταση της παρ.2 του άρθρου 380 ΠΚ. Εξάλλου η μη ειδικότερη ανάπτυξη της τυχόν υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, με βάση την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, δεν συνεπάγεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτής, ούτε έλλειψη αιτιολογίας, αφού η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι πράγματι έχει διαγνωσθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάτι που δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Συνεπώς αβάσιμη τυγχάνει η σχετική αιτίαση του ως άνω αναιρεσείοντος, ο οποίος άλλωστε και δεν είχε προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ`, Ε` και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. συναφείς λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες A. M. του F. και G. G. του K. πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, έλλειψη νόμιμης βάσης και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις των ανωτέρω που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών τους που, κατά την άποψή τους, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν στην επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς υπερασπιστικά επιχειρήματα και αμφισβήτηση των σε βάρος τους παραδοχών της προσβαλλομένης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κ.Π.Δ., πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης των A. M. του F. και G. G. του K. ως και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του τελευταίου και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ.1 ΚΠοινΔ) καθώς επίσης και στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία Μ. Γ. και Μ. Σ., που κλήθηκαν και παραστάθηκαν νόμιμα (άρθρ. 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ’αριθμ. α) 10/19-5-2020 αίτηση του D. M. του Z., που ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου …ς, β) 120/13-5-2020 αίτηση του A. M. του F., που ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στις 4/6/2020 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και γ) 78/22-6-2020 αίτηση του G. G. του K., που ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης … και από 22/12/2020 πρόσθετους λόγους αυτού, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 288-289/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου …ς.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των υποστηριζόντων την κατηγορία Μ. Γ. και Μ. Σ., την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 36 της 768/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου