Αριθμός 954/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. Ν. Τ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μουζακίτη, 2. Λ. Β. του Η., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Λαμπίρη και 3. Μ. Β. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Λύτρα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 53/2017 και 75/2020 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 200/2020 διορθωτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από: 1) 14.01.2021 κρινόμενη αίτηση του 1ου αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά Μ. Π. και έλαβε αριθμό Ε.Μ.:1/2021, 2) 14.12.2020 κρινόμενη αίτηση του 2ου αναιρεσείοντος, που ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 14.12.2020 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 10166/2020 και 3) 01.03.2021 κρινόμενη αίτηση του 3ου αναιρεσείοντος, που ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 04.03.2021 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 1931/2021 και στους από 20.01.2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, που αναφέρονται στο σχετικό δικόγραφο του Μ. Β. του Ι., που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 327/2021.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν τα έξοδα στους αναιρεσείοντες και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι υπό κρίση, υπ’ αρ. έκθ. Ε.Μ. 1/14-1-2021. υπ’αρ. πρωτ. 10166/14.12.2020 και 1931/4.3.2021, αιτήσεις αναίρεσης των i) Ν. Τ., ii) Λ. Β. και iii) Μ. Β. αντίστοιχα κατά της 53/2017 – 75/2020 τελεσίδικης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την 200/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία άπαντες οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (187 παρ.1 ΠΚ) και επιπλέον ο Λ. Β. της κακουργηματικής εκβίασης από κοινού κατ’ εξακολούθηση (385 παρ. 1β – εδ.α, β ΠΚ) και επιβλήθηκε στους 1ο και 3ο η ανασταλείσα υπό όρο ποινή φυλάκισης 4 ετών και στον 2ο η μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως – συνολική ποινή φυλάκισης 4 ετών και 6 μηνών, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ, σε συνδ. με ΚΥΑ από 6-11-20 με αρ. Δια/ΓΠ.οικ. 7132/2020 και τις επακολουθήσασες, για αναστολή των νόμιμων προθεσμιών άσκησης όλων των προβλεπομένων από τον ΚΠΔ ένδικων μέσων, για λόγους δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και άρθρο 84 παρ. Ι ν. 4790/2021). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειας και μεταξύ τους και με τους από 21-1-2022 (χρόνος κατάθεσης) παραδεκτώς ασκηθέντες από τον 3ο αναιρεσείοντα πρόσθετους λόγους (άρθρο 509 ΚΠΔ).
II. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα υπάρχει, κατά το άρθρο 171 παρ.Ι περ. α’ ΚΠΔ, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις “που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του “.
Στο άρθρο 17. υπό στοιχείο Β’. Κλήρωση συνθέσεων, του ν. 1756/1988 “ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ” που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα ακόλουθα: Στην παρ. 1. “1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση…. Στην παρ. 3. “Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: …. Στην παρ. 4 “Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός….”. Στην παρ. 5. “Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς.”. Στην παρ. 7.α. “Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως,…..Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου.”. Στην παρ. 10 (11) “Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης.” (ΑΠ 6/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο των αναιρέσεων των 2ου και 3ου αναιρεσειόντων, Β. Λ.. και Β. Μ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου, για το λόγο ότι στη σύνθεσή του συμμετείχε ο Αντεισαγγελέας Εφετών Σοφουλάκης Κων/νος. χωρίς να αναγράφεται στα πρακτικά και στην απόφαση ο λόγος που ο εν λόγω αντεισαγγελέας αναπλήρωσε τον εισαγγελέα Εφετών.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον αφενός στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού ο ως άνω αντεισαγγελέας δεν αναπλήρωσε τον εισαγγελέα Εφετών, αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη ακυρότητα έχει καλυφθεί, αφού τέτοια πρόταση ακυρότητας λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε από αυτούς τους κατηγορούμενους.
Επομένως, ο παραπάνω αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ είναι απορριπτέος. III. Σύμφωνα με το άρθρο 187 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του Ν.2928/01 και τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με τα άρθρα 11 παρ. 3 του Ν.3064/02 και 15 παρ. 7 του Ν.3536/2007, “με κάθειρξη μέχρι 10 ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει (ήδη δε, που επιδιώκει, μετά την αντικατάσταση των τελευταίων δύο λέξεων με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 α’ Ν.3875/2010) τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα … 385 (Εκβίαση)…ΠΚ ” (ΑΠ 766/2019).
Σύμφωνα με το άρθρο 187 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, “Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.” Η κακουργηματική αυτή μορφή του εγκλήματος δεν μεταβλήθηκε με την τροποποίηση του άρθρου αυτού που έγινε με το άρθρο 72 του Ν. 4908/11-3-2022. Η δε διάταξη του ισχύοντος ΠΚ είναι ευμενέστερη κατά το μέρος που για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται επιπλέον η οργάνωση να έχει “επιχειρησιακή” δομή και διαρκή “εγκληματική” δράση.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 187 παρ.1 του νέου ΠΚ, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, και ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια (εννοιολογικά γνωρίσματα), που συνθέτουν την εικόνα της εγκληματικής οργάνωσης, ήτοι ένα ποιοτικό (επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια εγκληματικής δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωση αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργάνωση. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος αλλά συγκροτείται για να έχει, όχι οποιαδήποτε διαρκή δράση, όπως με την προϊσχύσασα διάταξη, αλλά να διακρίνεται για τη “διαρκή εγκληματική δράση” της. Ως “επιχειρησιακή” νοείται η δομή της ομάδας, της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους, ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης. Με τον όρο “επιχειρησιακά” επίσης αποδίδεται ο “πραγματοπαγής” χαρακτήρας της οργάνωσης (βλ. αιτιολογική έκθεση νέου ΠΚ). Αναφορικά με τον κοινό σκοπό, αρκεί η επιδίωξη τέλεσης οποιουδήποτε κακουργήματος και όχι ορισμένων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο της προϊσχύσασας διάταξης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργημάτων (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης) ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος), δηλ. τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ότι η εγκληματική δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κλπ των εγκλημάτων τούτων.
Ακόμη, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι, για να γίνει ή να παραμείνει κάποιος μέλος της ομάδας, δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού. Κριτήριο διάκρισης του μέλους της οργάνωσης, από έναν τρίτο υποστηρικτή των σκοπών της, πρέπει να είναι το γεγονός ότι το μέλος έχει υποτάξει την ατομική του βούληση στην ενιαία βούληση της οργάνωσης (ενώ ο τρίτος υποστηρικτής διατηρεί την ατομική του βούληση) και αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα στην οργάνωση που του έχουν ανατεθεί και είναι πρόσφορα να επιφέρουν την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, γνωρίζοντας ότι με τις ενέργειές του συμβάλλει στον εγκληματικό σκοπό της οργάνωσης και με τη βούληση να συνδράμει στην εκπλήρωση του σκοπού της σε βάθος χρόνου και όχι ευκαιριακά.
Η συγκρότηση ή η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ως αυτοτελές έγκλημα, συρρέει αληθινά πραγματικά με το κακούργημα που τελέστηκε από τον ίδιο το δράστη (της συγκρότησης ή η ένταξης) (ΑΠ 766/2019). Το έγκλημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση είναι διαρκές, καθόσον η αξιόποινη συμπεριφορά διαρκεί από την αρχική εκδήλωσή της, κατά την ένταξη στην εγκληματική οργάνωση, μέχρι την εξάρθρωση της ομάδας ή την με οποιονδήποτε εμφανή τρόπο προηγούμενη διάλυσή της ή αποχώρηση μέλους από αυτήν (ΑΠ 71/2015, ΑΠ 473/2011).
IV. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για τη έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα δε αυτή της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον κατ’ επιλογή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφουν και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, καταρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός εάν ο νόμος αρκείται σε ενδεχόμενο δόλο ή αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο της πράξης, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
V. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
VI. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: “(σελ. 2314 επ.) II. ΓΕΝΙΚΑ [ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ! ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (:ΕΦΕΞΗΣ ΕΟ) ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΗ ΣΕ ΑΥΤΗ ΜΕΛΩΝ].
Οι εκ των εκκαλούντων-κατηγορουμένων και ήδη εκλιπόντες 1ος Γ. Β.. 2ος Λ. Γ. και 3 ος Κ. Ε., ενόσω ζούσαν -καθόσον δολοφονήθηκαν από αγνώστους, κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής, ο μεν 1ος εξ αυτών, την …2017, ο 2ος, την …2018. ο δε 3ος την …2018, κατά τα παρακάτω αναφερόμενα ειδικότερα – εκμεταλλευόμενοι τη διαρκή σχέση φιλίας που τους συνέδεε, …. επινόησαν, συνέλαβαν, κατέστρωσαν και εν τέλει υλοποίησαν εγκληματικό σχέδιο – ενώνοντας τις “δυνάμεις” τους- με σκοπό την, υπό το πρόσχημα της παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας (“προστασίας”) για την δήθεν αποτροπή πρόκλησης βλάβης από τρίτους των παρακάτω) αναφερομένων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, κέντρων διασκεδάσεως και γενικώς επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών αναψυχής στο κοινό, εγκατεστημένο)ν στον … Αττικής, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής γενικότερα…να εξαναγκαστούν οι εκμεταλλευόμενοι αυτές επιχειρηματίες, με σωματική ή ψυχολογική βία εναντίον τους ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή της ζωής τους, καθώς και υπό την άμεση ή έμμεση (κεκρυμμένη) απειλή βλάβης της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης τους, στην καταβολή προς αυτούς διαφόρων (μη οφειλομένων) χρηματικών ποσών, αναλόγως κυμαινόμενοι κατά τη βούληση των άνω εκκαλούντων – κατηγορουμένων, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει, όπως παρακάτω αναφέρεται “ειδική εισφορά προστασίας” ανά επιχείρηση, κατ’ εκτίμηση κυρίως της παραγωγικής απόδοσης τους, ήτοι του συνολικού χρηματικού ποσού, το οποίο εισέρρεε σε κάθε μια εξ αυτών από την πώληση των προϊόντων ή υπηρεσιών της, προκαλώντας τους έτσι αντίστοιχη ισόποση ζημία….
Με δεδομένα τα προαναφερόμενα, ο εκλιπών 1ος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων Γ. Β.. από κοινού με τους εκλιπόντες επίσης 2ο εξ αυτών Λ. Γ.., αλλά και με τον 3ο Κ. Ε.., ανεζήτησαν καταρχήν, διάφορα πρόσωπα…. Υπό το πρίσμα αυτό κινούμενοι οι άνω εκκαλούντες -κατηγορούμενοι εκλιπόντες και ο I. D. συγκρότησαν – όντες περισσότεροι των τριών – κατά τη διάρκεια του έτους 2009, σε μη ακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, που πάντως εστιάζεται, από την 01.01.2009 έως την 29.09.2009, εγκληματική οργάνωση, στην οποία εντάχθηκαν και οι ίδιοι ως μέλη της, όχι ασφαλώς ευκαιριακά για τη διάπραξη ενός και μόνου εγκλήματος, αλλά προκειμένου να έχει διαρκή και αέναη δράση, στην οποία ενέταξαν -αποδεχόμενοι εκατέρωθεν προτάσεις για τη φερεγγυότητά τους. επιστηριχθέντες είτε στην ιδιότητα τινών εξ αυτών (αστυνομικοί εν ενεργεία και μη),(ως πχ οι εξ αυτών 4ος Τ. Ν. και ο 6ος Β. Μ.) (σελ. 2318)
-σταδιακά και αναλόγως των απαιτήσεων αυτής (οργάνωσης), ως μέλη – πλην άλλων αγνώστων μέχρι σήμερα προσώπων – και τους εκ των εκκαλούντων- κατηγορουμένων 4ο Ν. Τ. (:απόστρατο ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ.),….6ο Φ. Λ., 7ο Μ. Β., (:εν ενεργεία αστυνομικό της ΕΛ.ΑΣ.)….. 20ο Β. Λ…..η οποία διήρκεσε από το άνω χρονικό διάστημα της συγκροτήσεως της (01.01.2009) έως και το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2011, ότε διαλύθηκε η τελευταία, λόγω αποκαλύψεως των μελών της. Σημειώνεται εδώ ότι τα μέλη της υπό κρίση ΕΟ …, είχαν υποτάξει, ηθελημένα και εν γνώσει τους τη βούληση τους στην οργάνωση αυτή, (σελ. 2318 επ.) αποδεχόμενοι την εσωτερική της δομή και ιεραρχία των αρχαιοτέρων έναντι των νεωτέρων μελών, με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων του ενός κακουργημάτων, της άνω διατάξεως αποφασίζοντας, ήδη κατά την ίδρυση της ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσοτέρων του ενός εξ αυτών και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες τους επακριβώς, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως να εκτελέσουν άνευ αντιρρήσεων όλα όσα αποφασίζονταν στους κόλπους της,
Σκοπός τους δε, δεν ήταν άλλος από το να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος εξαναγκάζοντας με πρόθεση τρίτους(παθόντες) σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επήλθε ζημία στην περιουσία αυτών (παθόντων) ή άλλων, μεταχειριζόμενοι σωματική ή ψυχολογική βία. και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, καθώς και απειλή βλάβης της επιχείρησης και του επαγγέλματος, που ασκούσε το θύμα, υπό το πρόσχημα της (σελ. 2319 επ) δήθεν παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας, δήθεν για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτο, ενεργώντας κατ’ επάγγελμα, …..όπως τούτο συνάγεται από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης} πρόγραμμα συναντήσεων μεταξύ των αρχηγικών και λοιπών μελών της ομάδας που πραγματοποιούνταν σε συγκεκριμένα σημεία κλπ) κατά τα αναλυόμενα κατωτέρω ειδικότερα.
Εξάλλου, οι άνω εκκαλούντες- κατηγορούμενοι δεν ενώθηκαν ευκαιριακά για τη διάπραξη περιορισμένου αριθμού κακουργηματικών εκβιάσεων, που θα προσπόριζαν πρόσκαιρα σε αυτούς παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία των εκβιαζομένων επιχειρηματιών, αλλά απέβλεπαν στην εξασφάλιση σταθερού και παράνομου εισοδήματος με τη διάπραξη αόριστου αριθμού τέτοιων εκβιάσεων σε βάθος χρόνου και με κατανεμημένες μεταξύ τους τις αρμοδιότητες, στο πλαίσιο προκαθορισμένου συστήματος λειτουργίας της ομάδας τους, (σελ.2320)η οποία ήταν εξ υπαρχής εσωτερικά δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική οργάνωση….
Ειδικότερα, η άνω εγκληματική οργάνωση, λειτούργησε κατά τρόπο συνωμοτικό και ως εκ τούτου άκρους αποτελεσματικό, παγιώνοντας με τη συνεχή, αδιάλειπτη και παράνομη κατά τα λοιπά παρουσία των μελών της, στους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, σε κέντρα διασκεδάσεως και γενικώς σε επιχειρήσεις αναψυχής στο κοινό, εγκατεστημένων στις ανωτέρω περιοχές [:στον … Αττικής, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής γενικότερα …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, …, κατά μήκος της …, από τις αρχές της …”) έως τη …, …, …, …. …, …. …, …)], όχι μόνο την κυρίαρχη και πρωταρχική της θέση, μη αμφισβητούμενη από κανένα, στους χώρους αυτούς, αλλά κυρίως προσπορίζοντας για τα μέλη της παράνομο πορισμό εισοδήματος, δι’ εξαναγκασμού των τελευταίων να αποδεχθούν να τους καταβάλουν χρηματικά ποσά που δεν όφειλαν κατά τα παρακάτω ειδικότερα, μεταχειριζόμενοι σωματική ή ψυχολογική βία, και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, καθώς και απειλή βλάβης της επιχείρησης και του επαγγέλματος, που ασκούσε το θύμα, υπό το πρόσχημα της δήθεν παροχής “προστασίας”, ή προσφοράς όμοιας (“προστασίας”), για την δήθεν αποτροπή βλάβης των επιχειρήσεων τους, από τρίτους, από τους οποίους αυτοί υποτίθεται ότι κινδύνευαν, με επακόλουθο, εξ αυτής μόνης της ενεργού αιτίας να επέλθει υλική ή και ηθική ζημία στην περιουσία τους….Στα πλαίσια αυτά δρώντες. ακολουθούσαν συγχρόνως, μεθόδους αποπροσανατολισμού των αρχών, προκειμένου να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η αποκάλυψή τους, λαμβάνοντας περί τούτου ειδική μέριμνα τόσο για τον τρόπο των τηλεφωνικών τους επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνταν, για την μεταξύ τους συνεννόηση από αριθμούς διαφορετικούς, εκείνων των τρίτων προσώπων και πρωτίστως των επιχειρηματιών, προς δε, οι κάρτες (sim) ενεργοποίησης τους, δεν παρέπεμπαν στα στοιχεία ταυτότητας τους, ως ήταν υπόχρεοι με βάση τις διατάξεις του Ν. 3783/07.08.2009,….. όσο και το περιεχόμενο αυτής καθ’εαυτής της συνομιλίας τους, το οποίο ήταν πολλάκις σκοπίμως ασυνάρτητο και ενδιαμέσως με ελάχιστες λέξεις, κυρίως κωδικοποιημένες διαλέκτου τύπου (αργκό), υπό τις οποίες όμως, υποκρύπτονταν η πραγματική τους έννοια, που δεν ήταν άλλη από την προαναφερθείσα, σε υλοποίηση του σκοπού της εγκληματικής τους οργάνωσης. Τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο μιας εκάστης το)ν συνομιλιών, όπως αυτές αποτυπώθησαν στις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης τους σε συνδυασμό: 1) με τη συνημμένη επίσης κατάσταση επεξήγησης των “κεκαλυμμένων-αργκό εκφράσεων” της ΥΔΕΖΙ, μεταξύ των οποίων – όλως ενδεικτικώς- αναφέρονται ότι αποκαλούσαν:…. α)……και, 2) τα κατασχεθέντα στην οικία του 21ου των εκκαλούντων-κατηγορουμένων S. A.,….
Η έρευνα όμως απέδωσε καρπούς, μόνο όταν….. εν τέλει διετάχθη η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, όλων των αναφερομένων σε αυτά σταθερών και κινητών τηλεφώνων, που έκαναν χρήση τα μέλη όλων των ΕΟ (υπό κρίση και αντιπάλων), που πραγματοποιήθηκε μέσω των τεχνικών συστημάτων της υπηρεσίας της Δ.Α.Ε.Ε.Β (Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας)…. Ειδικότερα, τα δεδομένα που προέκυψαν από τις επισυνδέσεις των κινητών τηλεφώνων που βάσιμα εξακριβώθηκε και ταυτοποιήθηκε ότι χρησιμοποιούσαν τα μέλη της υπό κρίση ΕΟ, κατεγράφησαν κατά το χρονικό διάστημα από την 09.03.2010 έως και την 25.07.2010, σε ψηφιακούς δίσκους (DVD’S ή και CD’S) οι οποίοι αριθμήθηκαν από το 1 έως 140. Κατά την διαδικασία καταγραφής των δεδομένων υπήρξε παράλληλη επεξεργασία, αξιολόγηση, συσχέτιση και αξιοποίηση τους, με τα στοιχεία που ανέκυπταν από τις φυσικές επιτηρήσεις των εμπλεκομένων ατόμων, χώρων, μέσων μετακίνησης, κ.λ.π. Από την όλη επεξεργασία του υλικού των ακροάσεων απομαγνητοφωνήθηκαν και συντάχθηκαν, για την υπό κρίση ΕΟ. συνολικά δύο χιλιάδες πεντακόσιες τριάντα τρεις (2533) εκθέσεις απομαγνητοφώνησης και από την συσχέτιση αυτών και την ανάλυση τους διαπιστώνονται οι αξιόποινες πράξεις που αναλύονται διεξοδικά παρακάτω. Πλέον συγκεκριμένα και σύμφωνα με την από …2011 κατάθεση του αστυνομικού της ΥΔΕΖΙ Χ.. Τ. που αναγνώσθηκε. τα μέλη της υπό κρίση ΕΟ, χρησιμοποιούσαν τους εξής αριθμούς κλήσεως κινητών (κυρίως)τηλεφώνων – πλην άλλων που παρέμειναν άγνωστοι- μέσω των οποίων συνεννοούνταν για τη τέλεση των παρακάτω πράξεων: ο εκλιπών 1ος των εκκαλούντων – κατηγορουμένων (Β. Γ.) επικοινωνούσε μέσω μη ταυτοποιημένων (πλην ενός) τεσσάρων συνολικά αριθμών κλήσεως κινητών τηλεφώνων, που χαρακτηρίσθηκαν με αντίστοιχους κωδικούς ακρόασης:… = Κ021, …=Κ027, …=Κ030, και, …=Κ040, ο εκλιπών 2ος των εκκαλούντων -κατηγορουμένου (Γ. Λ.) επικοινωνούσε μέσω μη ταυτοποιημένων τεσσάρων συνολικά αριθμών κλήσεως κινητών τηλεφώνων, που χαρακτηρίσθηκαν με αντίστοιχους κωδικούς ακρόασης: …=Κ024. …=Κ039. …=Κ056 και …=Κ090, ο 4ος των εκκαλούντων – κατηγορουμένων (Ν. Τ.), επικοινωνούσε μέσω ταυτοποιημένων αλλά ανηκόντων σε άλλα πρόσωπα – (σύμφωνα με την απάντηση της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας vodafone, ως κάτοχος του υπ’ αριθ. … (Κ063) τηλεφώνου φέρεται ο Χ. Α. του Ι., ενώ του υπ’ … (Κ075) τηλεφώνου φέρεται ο Δ. Ν. του Ε.) δυο συνολικά αριθμών κλήσεως κινητών τηλεφώνων, που χαρακτηρίσθηκαν με αντίστοιχους κωδικούς ακρόασης: …- Κ063, …=Κ075, (σελ. 2328,2329)…… ο 6ος των εκκαλούντων – κατηγορουμένων (Φ. Λ.), επικοινωνούσε μέσω ταυτοποιημένου μεν ενός αριθμού κλήσεως κινητού τηλεφώνου που χαρακτηρίσθηκε με αντίστοιχο κωδικό ακρόασης: … =Κ058,…., ο 7ος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων (Μ. Β.) επικοινωνούσε μέσω ταυτοποιημένου ενός αριθμού κλήσεως κινητού τηλεφώνου, που χαρακτηρίσθηκε με αντίστοιχο κωδικό ακρόασης: … =Κ122, που ανήκε στον ίδιο… ο 20ος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων (Λ. Β.), επικοινωνούσε μέσω μη ταυτοποιημένου ενός αριθμού κλήσεως κινητού τηλεφώνου που χαρακτηρίσθηκε με αντίστοιχο κωδικό ακρόασης: …= Κ057, Σημειώνεται εδώ ειδικά ότι: ϊ)…. (σελ 2332 επ.) ii) όσον αφορά τον 4ο εκ των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Τ. Ν., ο οποίος τυγχάνει απόστρατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. Ο ίδιος κατά το χρόνο που υπηρετούσε στην Ελληνική Αστυνομία έφερε το με αρ. … Γενικό Μητρώο Σώματος ως αντίστοιχο αριθμό ταυτότητας. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό αρχείο της ΥΔΕΖΙ είχαν εκδοθεί δύο αστυνομικά δελτία ταυτότητας με τα δικά του στοιχεία, αλλά στο ένα δελτίο είχε γίνει αναγραμματισμός του επωνύμου του. Το με αρ. … ΑΔΤ που εκδόθηκε στις …-2007 από το ΤΑ Αναλήψεως Θεσσαλονίκης αντιστοιχεί στο επώνυμο Τ. (κανονικό) και το άλλο με αρ. … ΑΔΤ, που εκδόθηκε στις …2007 από την ίδια ως άνω Υπηρεσία, φέρει στοιχεία Τ. (αντί του κανονικού Τ.) του Ε. και της Α., γεν. …1955 στην …. Στις …2001 είχε εκδοθεί και άλλο Δελτίο Ταυτότητας του Τ. με αρ. … και αναγραμματισμό του επωνύμου του, ήτοι Τ. του Ε. και της Α. γεν. …1955 στην … (βλ.σχ. προς τούτο ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του Αστυνομικού της ΥΔΕΖΙ Ε. Μ.). Ειδικότερα από την συσχέτιση των στοιχείων των επισυνδέσεων και ειδικότερα της υπ’ αριθ. … τηλεφωνικής σύνδεσης, με τον κωδικό Κ063 που χρησιμοποιούσε ο Τ. Ν.. προέκυψε ότι, αυτή είχε ενεργοποιηθεί επ’ ονόματι του Χ. Α., ο οποίος ήταν συνεταίρος του σε επιχείρηση internet cafe, επί της οδού … στην …, με την επωνυμία “…”, χωρίς όμως να τη χρησιμοποιεί ο ίδιος. Επίσης ο Τ. χρησιμοποιούσε και την υπ’ αριθ. … σύνδεση κινητής τηλεφωνίας, με τον κωδικό Κ075 και έχει ενεργοποιηθεί με στοιχεία κατόχου Δ. Ν. του Ε.. Από τις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τις προαναφερόμενες συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας προέκυψε ότι ο Τ. αφενός είχε επαφές με τον Γ. Β.., καθώς και με άλλα μέλη της υπό κρίση ΕΟ, προς υλοποίηση του κοινού σκοπού της,…..Περαιτέρω η ένταξη του στην υπό κρίση ΕΟ και παραμονή του ως ενεργό μέλος σε αυτή έως της διαλύσεως της, κατά τα προλεχθέντα συνάγεται και από το περιεχόμενο των συνομιλιών μεταξύ τόσο του ιδίου και των συγκατηγορουμένων του, όσο και του ιδίου αλλά και των τελευταίων με τρίτα πρόσωπα, μέρος των οποίων αναλύεται στις οικείες θέσεις των εκβιαζομένων επιχειρήσεων, εν προκειμένω δε και ενδεικτικά:”…{ Εκτίθεται -σελ. 2333 επ.- Αναλυτικά το περιεχόμενο των συνομιλιών με βάση (και) τις οποίες το δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση ότι ο Ν.. Τ. (1ος αναιρεσείων) είχε ενταχθεί στην εγκληματική οργάνωση και παρέμενε ενεργό μέλος}. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες μόνο περικοπές της απόφασης: ” Συνομιλία:…. …,…2010 και ώρα 18:38: 27, ο Τ. (…) καλεί τον Γ. (…) και τελευταίος (Γ.) του ζητά μιλώντας του συνθηματικά και κεκαλυμμένα σε αργκό διάλεκτο, που ο καλών Τ. την αντιλαμβάνεται επαρκώς, να συνεννοηθούν για να του παραδώσει μέσω παρενθέτου προσώπου, που τον αποκαλεί “ξάδερφο” και με το οποίο και άλλη φορά “είχε συναντηθεί μαζί του” το αναλογούν μερίδιο από τη συμμετοχή του στην ΕΟ. Ο Τ. αντιλαμβάνεται επαρκώς την αργκό διάλεκτο του Γ., η οποία γίνεται αντιληπτή μόνον από μυημένα μέλη της υπό κρίση ΕΟ, ως εν προκειμένου συμβαίνει με τον Τ.. Ακολουθούν αποσπάσματα της συνομιλίας αυτής (σελ. 2334)….
Την …2010 ο Γ., μέσω των ιδίων άνω τηλεφωνικών συνδέσεων, καλεί τον Τ. και του ζητά ενόψει της ανώτατης θέσης την οποία κατείχε στο παρελθόν στην ΕΛ.ΑΣ να παρέμβει στα αρμόδια όργανα αυτής ή σε πρόθυμους συναδέλφους του με τους οποίους είχε διατηρήσει φιλικές σχέσεις για να μετατεθεί δυσμενούς ο 25ος των νυν εκκαλούντων-κατηγορουμένων Π. Σ.., ο οποίος φερόταν ότι εκβίαζε κατά μόνας την παρακάτω επιχείρηση “…” ιδιοκτησίας Ρ. Γ.., και έτσι αποτελούσε εμπόδιο για την εγκαθίδρυση των μελών της υπό κρίση ΕΟ. κατά τα παρακάτω αναφερόμενα ειδικότερα, λέγοντας του χαρακτηριστικά: “Κι άμα επειδή του αρέσει τώρα κάνει ζέστη και του αρέσουν τα κρύα” (: συνομιλία …/1217 (50), …2010 και ώρα 13:23:31). Περαιτέρω, ο Τ., κατά κανόνα ελάμβανε, τα απαραίτητα προφυλακτικά μέτρα για να μην αποκαλύπτεται η άνω επιχειρηματική του δραστηριότητα και ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενος την αστυνομική του -κατά το παρελθόν-ιδιότητα, παρενέβαινε σε αρμοδίους και μη εν ενεργεία αστυνομικούς, αλλά και άλλα πρόσωπα για να αποφεύγει τους ελέγχους της νομιμότητας σε αυτό, ως τούτο συνάγεται από τις συνομιλίες με εκθέσεις απομαγνητοφώνησης από Κ063: 75, 75Α. 75Β, 102, 103,114, 132, Κ075:2,3, 4,5,6, 9, 10.12, 14,15, 27) (σελ.2335)…
Την …2010 και ώρα 19:01:36, δηλαδή εντός είκοσι οκτώ (28) δευτερολέπτου της τελευταίας άνω συνομιλίας, ο Τ. καλεί τον Γ. (συνομιλία υπό στοιχεία …,…2010 και ώρα 19:01:36) και ο τελευταίος (Γ.) ενώ επιχειρεί πρώτος να τον ενημερώσει για τον Π., που τον αποκαλούν αμφότεροι “σκουπόξυλο” ή και “σφουγκαρίστρα” και γνωρίζουν ότι είναι ο Π. (εισπράκτορας της αντίπαλης ΕΟ), γεγονός που υποδηλώνει ότι ενήμεροι για το προσωνύμιο αυτό του Π. ήσαν μόνο τα μέλη της υπό κρίση ΕΟ…. Ο Τ. στη συνέχεια με κάθε λεπτομέρεια, ως ενεργό μέλος της υπό κρίση ΕΟ, του μεταφέρει (ενν. Γ.) όλα όσα πληροφορήθηκε για τους αντιπάλους τους, θριαμβολογώντας μάλιστα ότι έχει εκτελέσει σπουδαίο έργο και ότι πρώτος αυτός έχει αμεσότερη και εγκυρότερη έναντι εκείνων πληροφόρηση: “Δε σου… δε σου ‘χω πει όταν μα… ότι μαθαίνετε εσείς εγώ τα ξέρω δέκα ώρες πιο μπροστά;”. Ακολουθούν αποσπάσματα της συνομιλίας αυτής για να καταδειχθεί η σε βάθος εισχώρηση του “Στρατηγού” στους κόλπους της υπό κρίση ΕΟ….
…. Σημειώνεται εδώ ότι στη συνέχεια ο Γ., συντονίζεται με τα υπόλοιπα μέλη της υπό κρίση ΕΟ, να συναντηθούν όλοι μαζί για να διαβουλευθούν – επί τη παρουσία ασφαλώς και του Τ., ο οποίος τους είναι πολύτιμος, διότι εκμεταλλευόμενος την πρώην αστυνομική ιδιότητα του πληροφορείται άμεσα τα προσωπικά δεδομένα τρίτων που τους είναι απαραίτητα για να εντοπίζουν τους αντιπάλους τους παρεμβαίνοντας σε συναδέλφους του ή εκμαιεύοντας τα μέσω αυτών, ως προελέχθη – τα νέα γεγονότα που έχουν πληροφορηθεί για τους αντιπάλους τους, ως τούτο συνάγεται από τις επόμενες (σελ. 2339) επ.) συνομιλίες του Τ. με τον Γ. υπό στοιχεία … (το ορθό αντί του εσφαλμένου της έκθεσης απομαγνητοφώνησης …), …2010 και ώρα 20:14:41 και … 5, …2010 και ώρα 20:20:29. Ακολουθούν αποσπάσματα μόνο της εξ αυτών (…4). από την οποία προκύπτει επιπροσθέτως ότι στον ίδιο χώρο είχαν μεταβεί και άλλη φορά με την παρουσία του Λ., όπως εξηγείται στη συνομιλία, γεγονός που υποδηλώνει τη πυκνή συνάντηση τους για τη λήψη αποφάσεων…
(Σελ. 2345 επ.) Όσον αφορά τους εκ των εκκαλούντων-κατηγορουμένων: α) 6ο Λ. Φ. και β) 7ο Β. Μ. (:ο οποίος τυγχάνει αστυνομικός εν ενεργεία υπηρετών κατ’ εκείνο το χρόνο στο Τ/Α Αγίας Παρασκευής), εντάχθηκαν ως μέλη στην υπό κρίση ΕΟ και παρέμειναν ενεργά μέλη της έως της διαλύσεως της. λόγω συλλήψεως των μελών της, ήτοι έως το τέλος Φεβρουαρίου 2011, ως τούτο συνάγεται από το ενδεικτικό περιεχόμενο των παρακάτω συνομιλιών μεταξύ τόσο των ιδίων και των συγκατηγορουμένων τους, όσο και των ιδίων αλλά και των τελευταίων με τρίτα πρόσωπα. Συνομιλία: …, …2010 και ώρα 20:36:07. Την …2010 και ώρα 20:36:07, ο 6ος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Λ. Φ., μέσω της τηλεφωνικής του σύνδεσης με αριθμό κλήσεως … και κωδικό κινητού τηλεφώνου Κ058, καλεί τον 7ο εξ αυτών Β. Μ. στην τηλεφωνική του σύνδεση με αριθμό κλήσεως … κινητού τηλεφώνου, και αφού ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις, …….γεγονός που παραπέμπει σε σχέση φιλίας και ταυτόχρονα γνώσης της καθημερινότητας τους εκατέρωθεν, στη συνέχεια ο Β. ρωτά τον Λ. σχετικά με άγνωστο άτομο που το μικρό του όνομα είναι Β. και τον αποκαλεί “μπράβο” και “τσιράκι του Α.”: “Υπάρχει κανένας εεε μπράβος που είναι τσιράκι του Α. που λέγεται Β.;”. Ο Λ. του απαντά αρνητικά αλλά ταυτόχρονα τον ρωτά για το λόγο που ενδιαφέρεται για τον Β., εστιάζοντας μάλιστα την ερώτηση στους προϊσταμένους αστυνομικούς του Β.: “Κ058″: Τι; Αυτοί, οι άλλοι οι δι.., οι δικοί σου επάνω;”. Ο Β., του απαντά αρνητικά και προσθέτει ότι τον ενημέρωσε σχετικά ένα “παιδί από το μπιλιαρδάδικο στο Γέρακα”. Ο Λ. του λέει αρχικά να το αγνοήσει ως περιστατικό και στη συνέχεια τον ρωτά τι έπαθε το “παιδί από το μπιλιαρδάδικο στο Γέρακα”: “Α, και τι; Του ‘χει πάρει μεροκάματο δηλαδή;”, εννοώντας αν ο Β. τον εξανάγκασε να του καταβάλει χρήματα για δήθεν “προστασία” της επιχείρησης του. Ο Β., ο οποίος δείχνει εξοικειωμένος με την αργκό διάλεκτο που χρησιμοποιεί ο Λ., του απαντά αρνητικά προσθέτοντας ότι: “Όχι ρε παιδί μου, τουουου, ήθελε να τον βάλει αυτόν εεε, ναααα πάρει κάτι λεφτά… και ήθελα να δω αν έλεγε αλήθεια”. Ο Λ., ενόψει αυτού του λέει ότι μπορεί να πληροφορηθεί για την περίπτωση του Β., αν είναι δηλαδή “μπράβος του Α. “. Ο Β. δείχνει να μην ενδιαφέρεται και για αυτό ο Λ. τον ρωτά αν το πληροφορήθηκε ήδη. Ο Β. δεν επιμένει και ο Λ. συμφωνεί: “Ναι, άστο το παιδί μη βρει κάνα μπελά να πούμε”. Στη συνέχεια, επακολούθησε ικανός αριθμός απομαγνητοφωνημένων μεταξύ τους συνομιλιών (Β.-Λ. και αντιστρόφως), όπως και ενός εκάστου αυτών με τρίτα άγνωστα πρόσωπα ….που καταδεικνύουν τις επαφές του εν λόγω κατηγορουμένου με τον εκλιπόντα Γ. και τον εδώ συγκατηγορουμενό του Φ. Λ…” Ακολουθεί (σελ.2345 – 2400 και επ.) η αναλυτική παράθεση των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών μεταξύ του Μ. Β. και Φ. Λ. και Μ.Β. και τρίτων, όπως η σύζυγος του συλληφθέντος Φ.Λ., ο δικηγόρος Λ. κτλ), με βάση τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Μ. Β.. (3ος αναιρεσείων) είχε ενταχθεί στην εγκληματική οργάνωση και παρέμενε μέλος μέχρι το τέλος.
(ΣΕΛ. 2427 επ.) “ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΕΚΒΙΑΣΗ ΚΑΤΈΠΑΓΓΕΛΜΑ…” Ειδικότερα και με σκοπό τη διάπραξη της πράξης της κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα εκβιαστικής είσπραξης χρημάτων από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και κέντρα διασκεδάσεως, όπως αυτά κατά την επωνυμία και τη διεύθυνση τους αναφέρονται, ο εκλιπών 1ος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Γ. Β.. αφού αρχικώς επιφύλαξε για τον εαυτό του, αλλά και για τους ήδη εκλιπόντες 2ο Λ. Γ. και 3ο Κ. Ε.. και για τον εξ αυτών 14ο D. I.., πρωτεύοντα ρόλο στην ΕΟ, που συνίστατο κυρίως στην αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους, είτε από κοινού είτε κατά μόνας (ο εκλιπών 3ος Κ. Ε., μόνο όταν εξήρχετο της φυλακής με άδεια), στους επιχειρηματίες (τα αποκαλούμενα από τους ιδίους συνθηματικά και κεκαλυμμένα “ραντεβού”), προκειμένου να κάμψουν κάθε αντίσταση τους, και να τους εξαναγκάσουν σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επήλθε ζημία υλική και ηθική, στην περιουσία των ίδιων των παθόντων ή άλλων, μεταχειριζόμενοι σωματική ή ψυχολογική βία, απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, απειλή βλάβης της επιχείρησης και του επαγγέλματος, που ασκούσε το θύμα, υπό το πρόσχημα της δήθεν παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας “προστασίας” προς αποτροπή δήθεν πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτο, ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, η έννοια της οποίας απαλήφθηκε με το νΠΚ, στη συνέχεια κατένειμαν ρόλους σε ένα έκαστο εκ των υπολοίπων μελών της, με κριτήριο τις ικανότητες τους, την πρότερη εμπειρία τους και την εν γένει εχεμύθεια τους. Πλέον ειδικότερα, ο εκλιπών 1ος των εκκαλούντων -κατηγορουμένων Γ. Β.., με τη σύμφωνη γνώμη των εξ αυτών 2ου Λ. Γ.., και 3ου Κ. Ε.. (ήδη εκλιπόντων) και του 14ου D. I.., προσέδωσαν στους εξ αυτών 6ο (Φ. Λ.), 8ο (Γ. Α.) και 20ο (Λ. Β.), την ιδιότητα των διαχειριστών κατά περίπτωση, αναθέτοντας τους – όταν ο εκλιπών Γ. Β.. κωλύετο για οιονδήποτε λόγο – την διαχείριση των παρανόμως εισπραχθέντων χρημάτων από τους εκβιαζόμενους επιχειρηματίες, που – κατά τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν τα μέλη της υπό κρίση ΕΟ – παραδίδοντο εις χείρας του μετά την παραλαβή τους, από τους παρακάτω ειδικώς ορισθέντες για το σκοπό αυτό συγκατηγορουμένους του (εισπράκτορες) και την, εν συνεχεία απευθείας λογοδοσία τους στον ίδιο, ο οποίος μετά την περισυλλογή στο κοινό ταμείο της ΕΟ, και την καταμέτρηση τους, εν συνεχεία προέβαινε – σε επόμενο στάδιο-στον διαμοιρασμό τους στα μέλη της, κατά τα μεταξύ τους προσυμφωνηθέντα, χωρίς όμως να εκχωρήσουν στους άνω διαχειριστές περαιτέρω δικαιώματα, ως πχ να αναλαμβάνουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες διαχείρισης των εκβιαστικών χρημάτων αυτοβούλως, άνευ της συναινέσεως αυτών…. Τέλος, οι προαναφερόμενοι και έχοντες τον πρωτεύοντα ρόλο στην ΕΟ, ανέθεσαν στους εξ αυτών 4ο Ν. Τ.. και 7ο Μ. Β., εκμεταλλευόμενοι προς τούτο την ιδιότητα τους, ως αστυνομικών και συγκεκριμένα του μεν 4ου εξ αυτών Τ. Ν. ως υποστρατήγου εν αποστρατεία της ΕΛ.ΑΣ., του δε 7ου Β. Μ. ως αστυφύλακα υπηρετούντος κατ’ εκείνο το χρόνο στο Τ/Α Αγίας Παρασκευής Αττικής, επικουρικό μεν αλλά άκρως απαραίτητο ρόλο στην υλοποίηση του σκοπού της, είτε με την άντληση απορρήτων πληροφοριών μέσω των αρχείων της ΕΛ.ΑΣ. ή και άλλων δημοσίων υπηρεσιών, στις οποίες είχαν πρόσβαση, για άτομα που επιδίδοντο σε ομοειδείς πράξεις, με τα οποία ήταν εξ αυτού του λόγου σε μόνιμη αντιπαλότητα, σχετικά με στοιχεία που άπτονταν των προσωπικών τους δεδομένων και εξ αυτού του λόγου προστατεύονταν από τη δημοσιότητα τους, όπως πχ τα οχήματα με τα οποία μετακινούντο, οι τηλεφωνικές συνδέσεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή με επιχειρηματίες κ.λ.π., είτε με την παρέμβαση τους στο έργο και στη δικαιοδοσία άλλων συναδέλφων τους, να μετατεθούν άτομα που υπηρετούσαν στην ΕΛ.ΑΣ., διότι αποτελούσαν εμπόδιο της επικυριαρχίας τους στους εκβιαζόμενους επιχειρηματίες, ως πχ η παρότρυνση Γ. στον Τ. να πετύχει την μετάθεση του εν ενεργεία αστυνομικού της ΕΛ.ΑΣ. Π. Σ., ο οποίος εργαζόταν παρατύπως στην παρακάτω υπ’ αριθ. 1 επιχείρηση με την επωνυμία “…”, όταν αντελήφθη ότι παρεμποδίζει το “έργο τους” και δεν συνεργάζεται μαζί τους, είτε προβάλλοντας την αστυνομική ιδιότητα τους….Τούτων δοθέντων, οι εκ των ανωτέρω εκκαλούντων-κατηγορουμένων, που κατονομάζονται ειδικότερα για κάθε μια χωριστά επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, κέντρων διασκεδάσεως και αναψυχής γενικότερα, ως συναυτουργοί, κατά την έννοια του άρθρου 45 του νΠΚ, άμεσοι ή απλοί συνεργοί, κατά την έννοια του άρθρου 47 του νΠΚ, της κατ’ εξακολούθηση κακουργηματικής εκβίασης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, η έννοια της οποίας απαλείφθηκε με την ισχύ του νέου ΠΚ, έχοντας διακριτούς και εναλλασσόμενους κατά τα προαναφερθέντα ρόλους (εντολοδόχοι- διαχειριστές-εισπράκτορες – συνοδοί), μετέβαιναν κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους παθόντες ιδιοκτήτες ή σε άλλα πρόσωπα που οι ίδιοι είχαν υποδείξει και υπό το πρόσχημα της δήθεν παροχής “προστασίας” ή προσφοράς όμοιας “προστασίας”, τους κατέβαλαν, για λογαριασμό του κοινού ταμείου της ΕΟ, άλλοτε με άμεσες ή έμμεσες απειλές, κατευθυνόμενες αποκλειστικά να προκαλέσουν βλάβη της επιχείρησης τους και άλλοτε με ψυχολογική και λεκτική βία, που τους απέκλειε το αυτοπροαίρετο της βουλήσεως τους, εξαναγκαστικά χρήματα, προς δήθεν αποτροπή βλάβης αυτών (επιχειρήσεων τους), με εντεύθεν συνέπεια να υποστούν οι παθόντες επιχειρηματίες υλική ζημία…περαιτέρω δε και ηθική ζημία, με την έννοια ότι ετρώθη η φήμη, απορρυθμίστηκε η λειτουργία και επήλθε απώλεια της πελατείας της κάθε μίας των εκβιαζομένων επιχειρήσεων….
(σελ. 2598 επ.) 16. επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος night club, με την επωνυμία “…” (πρώην …”), η οποία ευρίσκεται επί της … στο … Αττικής, ιδιοκτησίας τυπικά του Φ. Μ. του Σ. α.λ.σ., και ουσιαστικά (υποκρυπτόμενο πρόσωπο) τον Μ. Γ. του Χ. και συνεταίρους (όπως δηλώνει ο ίδιος) τον Δ. Κ. α.λ.σ. και την Β. α.λ.σ….(ακολουθούν απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες)….
Από τα άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο άνω ουσιαστικά (υποκρυπτόμενος) ιδιοκτήτης της επιχείρησης με την επωνυμία “…”, πρώην “…”, Μ. Γ., αλλά και ο εμφανής συνεταίρος του Δ. Κ., κατέβαλαν, εξαναγκαζόμενοι από τους εκλιπόντες 1ο και 2ο των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Γ. Β. και Λ. Γ. (:οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό της υπό κρίση ΕΟ), άλλοτε δια σωματικής ή ψυχολογικής βίας ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής και άλλοτε με σωματική ή ψυχολογική βία ή με άμεσες ή έμμεσες απειλές κατευθυνόμενες αποκλειστικά να προκαλέσουν βλάβη της άνω επιχείρησης τους που τους απέκλειε το αυτοπροαίρετο της βουλήσεως τους, υπό το πρόσχημα της δήθεν παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας, δήθεν για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτο, ο οποίος ενεργούσε κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (:η έννοια της οποίας απαλείφθηκε με την ισχύ του νέου ΠΚ, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναφερόμενα ειδικότερα), χρήματα “προστασίας” σε αυτούς, ως μόνους φυσικούς αυτουργούς και για λογαριασμό της ΕΟ, [συνομιλίες τόσο μεταξύ των ιδίων (φυσικών αυτουργών) όσο και του καθενός εξ αυτών με τον άνω επιχειρηματία Μ. Γ. και τον ενεργούντα για λογαριασμό του εμφανή συνεταίρο του Δ. Κ.], εξακολουθητικά και κατ’ επάγγελμα από 24-4-2010 έως 7-6-2010, με την άμεση κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα από 27-4-2010 έως 12-5-2010 συνεργεία του 20ου εξ αυτών Β. Λ., ο οποίος και όπως εναργώς προκύπτει από τις αναφερθείσες συνομιλίες μεταξύ αυτού και των εκλιπόντων φυσικών αυτουργών Λ. και Γ. αποδέχθηκε και εκτέλεσε τις εντολές τους να διαπραγματευτεί και αυτός και μάλιστα με την παρουσία του στην έδρα της υπόψη επιχείρησης, το τελικό διαμορφωθέν και μη επακριβώς προσδιορισθέν ποσό που αναλογούσε στα κέρδη της τύποις συμμετέχουσας συνιδιοκτήτριας αυτής (εταιρείας), της Β. α.λ.σ. αποκαλούμενη και “θεία” από τους ίδιους, που στην πραγματικότητα αποτελούσε το ποσό που εκβιαστικά και για λογαριασμό της ΕΟ θα εισέπρατταν, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης δήθεν “προστασίας” προς αποτροπή βλάβης της εν λόγω εδώ επιχείρησης…
(σελ. 2746 επ.) 23. επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος- bar- club, με την επωνυμία “…”, η οποία ευρίσκεται επί της … στον … Αττικής, ιδιοκτησίας του Σ. Β. του Δ., (άνευ γνωστής διευθύνσεως),…. Σημειώνεται ωστόσο, ότι ο τελευταίος, είτε είχε ορίσει ως οικονομικά υπευθύνους τους Π. (Τ.) Χ. και Μ. ή Μ. Τ., είτε είχε υπεκμισθώσει την επιχείρηση του στα πρόσωπα αυτά… ως τούτο προκύπτει από τις συνομιλίες που ακολουθούν μεταξύ αυτών και του εκλιπόντος 1 ου των εκκαλούντων- κατηγορουμένων Γ. Β…..
Ειδικότερα, από το περιεχόμενο των απομαγνητοφωνημένων διαλόγων των παρακάτω συνομιλιών που έχουν καταγραφεί…. Από τα άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η υπό κρίση επιχείρηση με την επωνυμία “…” ιδιοκτησίας Σ. Β., με οικονομικά υπευθύνους ή υπεκμισθωτές τους Π. (Τ.) Χ. και M. ή Μ. Τ., κατέβαλαν, εξαναγκαζόμενοι άλλοτε δια σωματικής ή ψυχολογικής βίας ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής και άλλοτε με σωματική ή ψυχολογική βία ή με άμεσες ή έμμεσες απειλές κατευθυνόμενες αποκλειστικά να προκαλέσουν βλάβη της άνω επιχείρησης τους που τους απέκλειε το αυτοπροαίρετο της βουλήσεως τους, υπό το πρόσχημα της δήθεν παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας, δήθεν για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτο, ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια (: η έννοια της οποίας απαλείφθηκε με την ισχύ του νέου ΠΚ, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναφερόμενα ειδικότερα), χρήματα “προστασίας” στον 20ο εκ των εκκαλούντων-κατηγορουμένων Β. Λ. (φυσικός αυτουργός), άπαξ την 03.06.2010….”.
V. Στη συνέχεια κήρυξε ένοχους: I) άπαντες τους αναιρεσείοντες – κατηγορούμενους για την πράξη της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που είχαν συγκροτήσει ο καταδικασθείς I. D. και οι αποβιώσαντες κατά τη διάρκεια της δίκης Β.Γ., Γ.. Λ. και Ε.. Κ. “…. που σκοπό είχε την τέλεση κατ’επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση και κατά συνήθεια (η έννοια της τελευταίας απαλείφθηκε με το νΠΚ), στο χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως και Φεβρουάριο του 2011, της πράξης της κακουργηματικής εκβίασης [αρθ. 385 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ του ΠΚ παλαιού], εις βάρος των παρακάτω επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος και κέντρων διασκεδάσεως, κειμένων στον … και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και την πρόκληση τόσο ηθικής ζημίας με την έννοια της τρώσης της φήμης, της απορρύθμισής της λειτουργίας και της απώλειας της πελατείας τους, όσο και υλικής ζημίας, ανεξαρτήτως του ότι στους 8°, 9°, 11°, 13°, 16°, 17°, 19°, 20° (ενν. τον αναιρεσείοντα Λ. Β.), 21° και 22° εξ αυτών, που τέλεσαν κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση την πράξη της εκβίασης για λογαριασμό του κοινού ταμείου της εγκληματικής οργάνωσης, δεν διαπιστώθηκε η εις χείρας τους παράδοση και παραλαβή των εκβιαστικών χρημάτων από τους επιτηρούντες αστυνομικούς της ΥΔΕΖΙ, καθώς υπήρχε αντικειμενική αδυναμία για κάτι τέτοιο, διότι είτε αν εισέρχονταν μαζί τους στο χώρο των εκβιαζομένων επιχειρήσεων, είτε αν τους προσέγγιζαν έξωθεν αυτού σε απόσταση ικανή να αντιληφθούν εξ όψεως τις επαφές τους και τις κινήσεις των χεριών τους θα γίνονταν αμέσως αντιληπτοί και εξ αυτού θα κατέρρεε η μυστικότητα της προανακρίσεως. Ειδικότερα και σύμφωνα και πάλι με όσα με πλήρη ανάλυση εκτέθηκαν στο ιστορικό που συμπληρώνουν το παρόν διατακτικό, οι εκ των ήδη δολοφονηθέντων στη διάρκεια της δίκης, με τρόπο που συνάδει με δολοφονίες “κατά παραγγελία” από άγνωστους μέχρι σήμερα δράστες, τρεις πρώτοι εκκαλούντες Β. Γ., Γ. Λ. και Ε. Κ., όπως και ο 14ος αυτών I. D., επινόησαν και κατέστρωσαν εγκληματικό σχέδιο, με σκοπό την υπό το πρόσχημα της παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας “προστασίας”, για τη δήθεν αποτροπή πρόκλησης βλάβης από τρίτους, κυρίως αντιπάλων και όμοιων που δρούσαν παράλληλα με την εδώ εγκληματικών οργανώσεων, έτσι ώστε οι εκμεταλλευόμενοι αυτές (επιχειρήσεις) επιχειρηματίες, με σωματική ή ψυχολογική βία εναντίον τους ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή της ζωής των ιδίων και των οικογενειών τους, καθώς και την υπό άμεση ή έμμεση απειλή βλάβης της ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων τους, εξαναγκαστούν στην καταβολή διαφόρων μη οφειλόμενων χρηματικών ποσών, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό το αυτοπροαίρετο της βουλήσεως τους. Στην εγκληματική αυτή οργάνωση, πλην των εκλιπόντων εκκαλούντων κατηγορουμένων εντάχθηκαν και οι ίδιοι ως μέλη της (όπως και άλλα άγνωστα μέχρις σήμερα πρόσωπα), υποτάσσοντας ηθελημένα και εν γνώσει τη βούληση τους σ’ αυτήν. αποδεχόμενοι την εσωτερική της δομή και ιεραρχία των αρχαιοτέρων έναντι των νεότερων μελών και αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως την άνευ αντιρρήσεων εκτέλεση όλων όσων αποφασίζονταν στους κόλπους της, στοχεύοντας δια της ενώσεως όλων τους να αποκομίσουν όχι ευκαιριακά, αλλά σταθερό και μόνιμο περιουσιακό όφελος από το κοινό ταμείο της εγκληματικής οργάνωσης. Για το σκοπό αυτό Α) Δρούσαν ομαδικά ή και κατά μόνας, κυρίους νυχτερινές ώρες, πάντοτε δε συνωμοτικά και κεκαλυμμένα, λαμβάνοντας προς τούτο ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως όλως ενδεικτικώς, είτε κάνοντας άσκοπους κύκλους με τα οχήματα που κινούνταν, πριν σταθμεύσουν στη διεύθυνση της επιχείρησης που είχαν προγραμματίσει να “επισκεφθούν”, ελέγχοντας τη ροή της κίνησης των πεζών και οχημάτων, είτε ακολουθώντας απρόβλεπτη οδική συμπεριφορά, αυξομειώνοντας την ταχύτητα του οχήματος τους, κινούταν αντίθετα σε μονόδρομους, παραβίαζαν σηματοδότες και πινακίδες ρύθμισης κυκλοφορίας, Και τούτο, τόσο προς αποφυγή των διωκτικών αρχών, αλλά και για να μην έρθουν αντιμέτωποι με τα μέλη των αντίπαλων εγκληματικών οργανώσεων που κινούνταν στον ίδιο χώρο και ασκούσαν καταφανώς την ίδια μ’ αυτούς παράνομη δραστηριότητα, με τους οποίους υπήρχε ανά πάσα στιγμή κίνδυνος εμπλοκής τους, δεδομένης άλλωστε και της δολοφονίας των τριών πρώτων εκκαλούντο>ν από αγνώστους με τρόπο που συνάδει με “κατά παραγγελία” δολοφονίες. Β) Για τον αποπροσανατολισμό των διωκτικών αρχών, λάμβαναν ειδική μέριμνα για τον τρόπο των τηλεφωνικών τους επικοινωνιών, που συνήθως πραγματοποιούνταν με τηλεφωνικούς αριθμούς διαφορετικούς εκείνων των τρίτων προσώπων και πρωτίστως των εκβιαζομένων επιχειρηματιών, προς δε οι κάρτες sim ενεργοποίησής τους δεν παρέπεμπαν στα στοιχεία ταυτότητας τους, αλλά σε τρίτα πρόσωπα κυρίως αγνώστων ή αλλοδαποί. Γ) Για τον προαναφερόμενο λόγο (αποπροσανατολισμό αρχών) το περιεχόμενο αυτών καθ’ εαυτών των συνομιλιών τους ήταν σκοπίμως ασυνάρτητο και κωδικοποιημένο με φράσεις και λέξεις που αναλυτικά αναφέρθηκαν στο ιστορικό της παρούσας, όπως και όλως ενδεικτικά: Την είσπραξη “προστασίας”: “ρούχα”, “φουστάνια”, “ψώνια”, “μακαρόνια”, “τραγούδια”, “μπύρα”, “κουπόνια” κλπ. Τις επωνυμίες των επιχειρήσεων: “Άρτα”, “Γιάννενα”, “βραζιλιανά”, “τσούλα”, “πάνω βουνό”, “κάτω βουνό”, “χαμός” κλπ. Τα εκβιαστικά χρήματα που κατέβαλαν οι επιχειρηματίες–“μεροκάματο”, “χαρτζιλίκι”, κ.λ.π. Την παροχή “προστασίας”, “προκοπή”. Τα πρόσωπα που απαρτίζονταν η ομάδα τους “Μπίλλυ” ή “άγαλμα” το Β. Γ., “μπου”, “μπούμπη” ή “χονδρός” το Γ. Λ., “Κα”, “δικός μας”, “μέσα” τον Ε.. Κ., “μαλλιάς”, “σγουρομάλλη”, “μπουκλάκια” το Δ. Ν., “αρκούδα”, “βουνίσιο”, “χειμέρια νάρκη” το Γ. Α., “ψηλό” τον I. D. , “…” το Ν. Ζ. κ,λ.π. Τα πρόσωπα αντίπαλων ομάδων: “Βιβή”, “Παναγιώτενα” τον Π. Β., “αρνί”, “κουράδα”, “μωρό” τον Ε.. Χ., “Αγγελικούλα”, “Μανιάτισσα” τον Α. Π., “σφουγγαρίστρα”, “σκουπόξυλο” το Δ. Π.. κ.λ.π. το πυροβόλο όπλο ελεύθερου σκοπευτή:, “svd”, “ρωσίδα”, “hayabousa”, το πυροβόλο όπλο: “βιολί”, “μηχανάκια”, “Ιάπωνα”, “Ρώσο”, τα εξαρτήματα πυροβόλων όπλων: γυαλί”, “φυσούνι”, “τριαντάφυλλο” κ.λ.π. Δ) οι άνω εκλιπόντες εκκαλούντες κατένειμαν ρόλους εις ένα έκαστο των υπολοίπων μελών της ΕΟ, αναλόγως των ικανοτήτων τους, της προηγούμενης εμπειρίας τους και της εν γένει εχεμύθειας τους, οι οποίοι (ρόλοι) ορισμένες φορές και ανάλογα των περιστάσεων εναλλάσσονταν. Ειδικότερα προσδόθηκε, στο Φ. Λ. ο ρόλος του διαχειριστή (όταν κωλύετο ο Β.. Γ.), στο Γ. Α. ο ρόλος του εισπράκτορα και ενίοτε του διαχειριστή (όταν κοίλύετο ο Β.. Γ.), στο Φ. Ν. ο ρόλος του εισπράκτορα, σε πρόσωπο αποκαλούμενο “Κώστας”, “Κωστής”, “φίλος”, “Κότσος”, “…”, ο ρόλος του εισπράκτορα, στο Η. K., ο ρόλος του εισπράκτορα, στον E. S., ο ρόλος του εισπράκτορα, στον Ι. Α. ο ρόλος του εισπράκτορα, στο Χ. Α., ο ρόλος του εισπράκτορα, στον A. S., ο ρόλος του εισπράκτορα, εις χείρας μάλιστα του οποίου κατασχέθηκαν χειρόγραφα σημειώματα με βάση τα οποία τηρούνταν η είσπραξη ως εξής: “ΤΖΟΡΤΖ 300, ΞΕΝΟΣ 200. ΠΕΤΡΑΝ 75, ΒΟΥΝΟ ΚΑΤΩ 400. ΣΟΥΦΛΑΚΙΑ 600. ΧΑΜΟΣ 1000. ΑΡΤΑ 150. ΙΩΑΝΝΙΝΑ 400, ΚΡΕΠΑ 350, ΜΠΙΡΑ ΠΡΟΤΙ, ΣΟΥΦΛΑΚΙ ΤΡΙΤΙ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ, ΠΕΤΡΑΝ, ΞΕΝΟΣ ΤΡΙΤΙ, ΧΑΜΟΣ, ΒΟΥΝΟ, Κ, Μ, Π, ΤΡΑΓΟΥΔΙ 500” (διατηρείται η δική του σύνταξη και γραφή). Περαιτέρω στο Λ. Β. όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν ο ρόλος του εισπράκτορα! κυρίως όμως (όταν κωλύετο ο Β.. Γ.), ο ρόλος του πρώτου μετά από εκείνον διαχειριστή, γεγονός από το οποίο, πριν την παράδοση από τους εισπράκτορες των εκβιαστικών χρημάτων και η λήψη ιδιαίτερων μέτρων προφύλαξης από τις διωκτικές αρχές και τα μέλη αντίπαλων μελών των όμοιων εγκληματικών οργανώσεων, όπως και μεταξύ άλλων μέτρων προφύλαξης, της εποπτείας και αντιπαρακολούθησης με άσκοπες διαδρομές στα πέριξ της κατοικίας του οικοδομικά τετράγωνα, για την αποφυγή πεζών και οχημάτων. Προς δε και προκειμένου το όλο εγχείρημα να λειτουργεί ακώλυτα, με την ίδια προαναφερθείσα έννοια της παρεμπόδισης του από τις διωκτικές αρχές και τα μέλη των αντίπαλο)ν μελό)ν όμοιων ΕΟ, όταν τούτο κρίνονταν απαραίτητο, στους Δ. Ν., τον άγνωστο με τα προσωνύμια “Κότσος”, “Κωστής” “Κώστας”, “φίλος”, “…”, στον Α. Τ., στον K. Η., στον E. S. στον E. M., τους ρόλους της συνοδείας, της ιχνηλάτησης και των προπομπών των εισπρακτόρων, λειτουργώντας μεταξύ τους ως ομάδα ή υποομάδα και με εναλλασσόμενο κατά τις περιστάσεις αριθμό δυάδων, τριάδων, τετράδων κ.λ.π. Ε) Τα παρανόμους εισπραχθέντα από τους παθόντες χρήματα, παραδίδονταν από τους άνω διαχειριστές και κατά περίπτωση όταν αυτοί δεν μεσολαβούσαν, κατ’ ευθείαν από τους εισπράκτορες στον εκλιπόντα 1° εκκαλούντα Β.. Γ., ο οποίος ακολούθως προέβαινε στο διαμοιρασμό τους, κατά τα μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης προσυμφωνηθέντα . ΣΤ) Τέλος, οι διευθύνοντες την οργάνωση εκλιπόντες, ανέθεσαν στους εξ αυτών Ν. Τ.. και Μ. Β. (σημ. αναιρεσείοντες), εκμεταλλευόμενοι προς τούτο την ιδιότητα τους ως αστυνομικών και συγκεκριμένα του πρώτου ως υποστράτηγου εν αποστρατεία της ΕΛ.ΑΣ. του δε δευτέρου ως αστυφύλακα εν ενεργεία, υπηρετούντος στο παραπάνω διάστημα στο Τ/Α Αγίας Παρασκευής Αττικής, επικουρικό μεν, πλην απαραίτητο ρόλο στην υλοποίηση του σκοπού της οργάνωσης, είτε με την άντληση απόρρητων πληροφοριών μέσα) των αρχείων της ΕΛ.ΑΣ ή και άλλων δημοσίων υπηρεσιών, στις οποίες λόγω της ιδιότητας τους είχαν πρόσβαση για άτομα που επιδίδονταν σε ομοειδής πράξεις, με τα οποία τα μέλη της εδώ ΕΟ βρίσκονταν σε μόνιμη αντιπαλότητα, είτε σχετικά με στοιχεία που άπτονταν των προσωπικών τους δεδομένων (μελών αντίπαλων ΕΟ), όπως πχ τα οχήματα με τα οποία μετακινούντο, οι τηλεφωνικές συνδέσεις με τις οποίες έρχονταν σε επαφή με επιχειρηματίες, είτε με την παρέμβαση τους στο έργο και τη δικαιοδοσία άλλων συνάδελφο)ν τους να μεταθέτουν άτομα που υπηρετούσαν στην ΕΛ.ΑΣ και αποτελούσαν εμπόδιο στην επικυριαρχία τους στους εκβιαζόμενους επιχειρηματίες, είτε προβάλλοντας αμφότεροι, την αστυνομική τους ιδιότητα. Ήτοι των παρακάτω επιχειρήσεων και κέντρων διασκεδάσεων με την αντίστοιχη αυτών επωνυμία και διεύθυνση:
Ακολουθούν οι επωνυμίες, διακριτικοί τίτλοι και οι διευθύνσεις 70 επιχειρήσεων. (1. … – που βρίσκεται στο … … Αττικής ….70. … επί της οδού … … Αττικής).
II) τον κατηγορούμενο Λ. Β. (όπως και τα λοιπά κατονομαζόμενα μέλη της οργάνωσης) του ότι: “Στον … και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, στο χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 28-2-2011, όντες άπαντες μέλη εγκληματικής οργάνωσης που επεδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στη διάταξη που άρθρου 385 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του ΠΚ (παλαιού), όπως αυτή (Ε,Ο) στο ιστορικό και στην οικεία πράξη του παρόντος διατακτικού κατά τη δομή, τα λοιπά μέλη της και την εγκληματική της δράση αναλυτικότερα εκτίθεται, τέλεσαν κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση και κατά συνήθεια (η έννοια της τελευταίας απαλείφθηκε με το νΠΚ), την πράξη της εκβιαστικής είσπραξης χρημάτων από επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και κέντρα διασκεδάσεων. Ειδικότερα και σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στο ιστορικό της παρούσας, αφού οι ίδιοι αποδέχθηκαν το ρόλο που οι εκλιπόντες στη διάρκεια της δίκης αυτής Β. Γ.., Γ. Λ. και Ε. Κ., κατά περίπτωση και όπως αυτοί έκριναν τους ανέθεταν, ήτοι του εισπράκτορα, διαχειριστή, ιχνηλάτη, συνοδού ή προπομπού, μετέβαιναν κατά μόνας, ανά δυάδες ή και περισσότεροι, σε τακτά και προκαθορισμένα με τηλεφωνικά ραντεβού χρονικά διαστήματα στους παθόντες επιχειρηματίες ή τους υπευθύνους που οι τελευταίοι είχαν υποδείξει και υπό το πρόσχημα της παροχής “προστασίας” ή της προσφοράς όμοιας “προστασίας”, για τη δήθεν αποτροπή πρόκλησης βλάβης τους από τρίτους, κυρίως αντιπάλων και όμοιων με τη δική τους εγκληματικών οργανώσεων που δρούσαν παράλληλα, με σωματική ή ψυχολογική βία εναντίον τους ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος των ιδίων και των οικογενειών τους, καθώς και την υπό άμεση ή έμμεση απειλή βλάβης της ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων, τους εξανάγκαζαν στην καταβολή διαφόρων μη οφειλόμενων χρηματικών ποσών, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό το αυτοπροαίρετο της βουλήσεως τους, με άμεσο επακόλουθο την πρόκληση τόσο ηθικής ζημίας με την έννοια ότι ετρώθη η φήμη, απορρυθμίστηκε η λειτουργία και επήλθε απώλεια της πελατείας της κάθε μίας των εκβιαζόμενων επιχειρήσεων, όσο και υλικής, ανεξαρτήτως του ότι δεν διαπιστώθηκε η εις χείρας τους παράδοση και παραλαβή των εκβιαστικών χρημάτων από τους επιτηρούντες αστυνομικούς της ΥΔΕΖΙ, καθώς υπήρχε αντικειμενική αδυναμία για κάτι τέτοιο, διότι είτε αν εισέρχονταν μαζί τους στο χώρο των εκβιαζόμενων επιχειρήσεων, είτε αν τους προσέγγιζαν έξωθεν αυτού σε απόσταση ικανή να αντιληφθούν εξ όψεως τις επαφές τους και τις κινήσεις των χεριών τους, είτε τους προσέγγιζαν, όταν δεν αποβιβάζονταν από τα οχήματα τους, στο ανοικτό παράθυρο του συνοδηγού όπου οι εκβιαζόμενοι ακουμπώντας τα χέρια τους στη βάση του ανοιχτού παραθύρου άφηναν τα χρήματα στο εσωτερικό του. θα γίνονταν αμέσως αντιληπτοί και εξ αυτού θα κατέρρεε η μυστικότητα της προανακρίσεως, λόγος άλλωστε για τον οποίο δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί το ακριβές ποσό της κάθε εκβιασθείσας επιχείρησης στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα και συνακόλουθα του συνόλου αυτού που εισέρευσε στο κοινό ταμείο της εγκληματικής οργάνωσης, το οποίο και διαμοιράστηκε μεταξύ των μελών της οργάνωσης, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Τούτων δοθέντων, εισέπρατταν εκβιαστικά χρήματα για λογαριασμό του κοινού ταμείου της εγκληματικής τους ομάδας, δρώντας ο καθένας αυτών πάντα νυχτερινές ώρες, είτε από κοινού, είτε κατά μόνας, κατ’ εξακολούθηση, είτε άπαξ, είτε με τη μορφή της άμεσης, είτε με τη μορφή της απλής συνδρομής, πριν ή κατά την τέλεση της εν λόγω πράξεως τους, εις βάρος των παρακάτω επιχειρήσεων και κέντρων διασκεδάσεως………. (ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΚΒΙΑΣΗΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΣΕ ΚΑΘΕΝΛΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΛΟΙΠΟΥΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ).
Οι εκ των διευθυνόντων την εγκληματική οργάνωση ήδη εκλιπόντες Β. Γ.. και Γ. Λ., κατ’εξακολούθηση σε χρόνο που εμπίπτει στο διάστημα από 24-4-2010 έως 7-6-2010, νυχτερινές ώρες, μετέβησαν στην επιχείρηση με την επωνυμία “…”, πρώην “…” και εισέπραξαν από τον Γ. Μ. και Κ. Δ., υποκρυπτόμενο και εμφανή, αντίστοιχα, εταίρους αυτής, με τον προαναφερόμενο εκβιαστικό τρόπο άγνωστα ποσά “χρημάτων προστασίας” για λογαριασμό του κοινού ταμείου της οργάνωσης, αφού ήδη ο εκ των εδώ κατηγορουμένων Λ. Β. στο διάστημα αυτό αποδεχόμενος τις εντολές τους (εκλιπόντων), μετέβη και ο ίδιος κατ’ εξακολούθηση στο χρόνο αυτό στην υπόψη εταιρεία και διαπραγματεύτηκε με τους παραπάνω εταίρους της, το τελικό διαμορφωθέν και μη ακριβώς προσδιορισθέν ποσό που δήθεν αναλογούσε στα κέρδη της τυπικά και μόνον μετέχουσας στην εταιρεία τρίτης με όνομα Β. α.λ.σ. (αποκαλούμενη στις τηλεφωνικές συνομιλίες Γ. – Λ. – Β. και “θεία”), που στην πραγματικότητα αυτό (ποσό κερδών), αποτελούσε το εκβιαστικώς εισπραχθέν ποσό του κοινού ταμείου της οργάνωσης, ως αντάλλαγμα της δήθεν παρεχόμενης “προστασίας”, λειτουργώντας εν προκειμένω και υπό τα προαναφερόμενα αυτός (κατηγορούμενος), ως άμεσος συνεργός κατά την διάρκεια της πράξεως των συναυτουργών….
Ο εξ αυτών Λ. Β., αφού προηγούμενα ο εκ των διευθυνόντων την οργάνωση εκλιπών Γ. Λ. σε τηλεφωνικές συνομιλίες τους, του υπέδειξε την ώρα, την ημέρα, το ποσό που θα εισπράξει και το πρόσωπο με το οποίο θα έρθει σε επαφή λειτουργώντας εν προκειμένω ως άμεσος συνεργός του, στις …2010, μετέβη στην επιχείρηση με την επωνυμία “…” και εισέπραξε από τους οικονομικά υπεύθυνους αυτής Π. (Τ.) Χ. και Μ. Τ., χρήματα “προστασίας” για λογαριασμό του κοινού ταμείου της εγκληματικής οργάνωσης, το ακριβές ποσό των οποίων δεν εξακριβώθηκε για τους προαναφερόμενους επίσης αντικειμενικούς λόγους, από τους οποίους θα κατέρρεε η μυστικότητα της προανάκρισης….”.
VI. i) Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις, από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 187 παρ.1, 47, 385 παρ. 1 εδ. α’ και β’, του ΠΚ, (με τις διακρίσεις ως προς τις διατάξεις προϊσχύσαντος και ισχύοντος ΠΚ που είναι ευμενέστερες ως προς την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων καθώς και ως προς την ποινή), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και έτσι δεν στέρησε αυτήν νόμιμης βάσης.
Ειδικώς, αναφορικά με το έγκλημα του άρθρου 187 παρ.1 ΠΚ, περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα νέα στοιχεία της ισχύουσας από 1-7-2019 διάταξης, δηλ. η “επιχειρησιακά” δομημένη και με διαρκή “εγκληματική” δράση οργάνωση, καθώς και ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο συνολικός (ενιαίος) δόλος και των τριών αναιρεσειόντων για την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων εκβίασης χωρίς, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη της παρούσας υπό στ.
ΙΙΙ), να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή εκάστου μέλους σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης.
ii) Είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις των 1ου (Ν. Τ.) και 3ου (Μ. Β.) αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 187 ΠΚ, αντί της καταργηθείσας διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 187 του πρoϊσχύσαντος ΠΚ που όριζε “2. Όποιος παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες ή υλικά μέσα, με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει οργάνωση της προηγούμενης παραγράφου για τη διάπραξη των επιδιωκόμενων από αυτή κακουργημάτων, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.” ή της προστεθείσας με το άρθρο 3 παρ.9 του Ν.4637/18-11-2019, παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου που ορίζει ότι “4. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις ή στρατολογεί νέα μέλη, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης της παραγράφου 1.” ή (κατά τον 3ο αναιρεσείοντα) της διάταξης του άρθρου 47 ΠΚ.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο, δεχόμενο ότι οι 1ος και 3ος αναιρεσείοντες “είχαν επικουρικό αλλά άκρως απαραίτητο ρόλο στην υλοποίηση του σκοπού της, είτε με την άντληση απόρρητων πληροφοριών μέσω των αρχείων της ΕΛ.ΑΣ ή και άλλων δημοσίων υπηρεσιών… είτε σχετικά με στοιχεία που άπτονταν των προσωπικών τους δεδομένων (μελών αντίπαλων ΕΟ),…είτε με την παρέμβαση τους στο έργο και τη δικαιοδοσία άλλων συναδέλφων τους να μεταθέτουν άτομα που υπηρετούσαν στην ΕΛ.ΑΣ και αποτελούσαν εμπόδιο στην επικυριαρχία τους στους εκβιαζόμενους επιχειρηματίες, είτε προβάλλοντας αμφότεροι, την αστυνομική τους ιδιότητα.”, έκρινε ότι δεν πρόκειται για τρίτους υποστηρικτές, (βλ. νομική σκέψη με στ.
ΙΙΙ) μη μέλη της οργάνωσης που παρείχαν ουσιώδεις πληροφορίες, για διευκόλυνση ή υποβοήθηση της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά με την παραδοχή αυτή προσδιορίζει τον διακριτό ρόλο που είχε ανατεθεί από τους διευθύνοντες την οργάνωση στους αναιρεσείοντες αστυνομικούς, ενεργά μέλη της οργάνωσης, λόγω αυτής της ιδιότητάς τους, προς επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, οι οποίοι διευθύνοντες τους ενέταξαν ως μέλη της οργάνωσης << επιστηριχθέντες …στην ιδιότητα….αυτών (αστυνομικοί εν ενεργεία και μη), (ως πχ οι εξ αυτών 4ος Τ. Ν. και ο 6ος Β. Μ.)” και “…κατένειμαν ρόλους εις ένα έκαστο των …. μελών της ΕΟ, αναλόγως των ικανοτήτων τους, της προηγούμενης εμπειρίας τους και της εν γένει εχεμύθειάς τους…”. Ρητά και σαφώς διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με επισήμανση των σχετικών τμημάτων των πολυσέλιδων συνομιλιών, ότι οι αναιρεσείοντες, όπως όλοι οι καταδικασθέντες για την ένταξη στην εγκληματική οργάνωση, εντάχθηκαν στην οργάνωση ως μέλη “υποτάσσοντας ηθελημένα και εν γνώσει τη βούλησή τους σ’ αυτήν, αποδεχόμενοι την εσωτερική της δομή και ιεραρχία των αρχαιοτέρων έναντι των νεότερων μελών και αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως την άνευ αντιρρήσεων εκτέλεση όλων όσων αποφασίζονταν στους κόλπους της….” και είχαν “….κατανεμημένες μεταξύ τους αρμοδιότητες, στο πλαίσιο προκαθορισμένου συστήματος λειτουργίας της ομάδας τους….” Συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι, από το άρθρο 510 παρ.Ι Ε’ ΚΠΔ, 2ος λόγος αναίρεσης του 1ου αναιρεσείοντα (Ν. Τ.) και ο πρόσθετος και ο 3ος λόγος αναίρεσης του 3ου αναιρεσείοντα (Μ. Β.).
iii) Επίσης, απορριπτέοι είναι: Α) ο εκ του άρθρου 510 παρ.Ι Ε’ΚΠΔ 1ος λόγος αναίρεσης του 1ου αναιρεσείοντα (Ν. Τ.) για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης-έλλειψη νόμιμης βάσης -, ο οποίος είναι αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες αναφορικά με τις πράξεις του εν λόγω κατηγορουμένου- αναιρεσείοντα, που εντάσσονταν στα πλαίσια του ανατεθέντος σε αυτόν, κατά τα προεκτεθέντα, διακριτού ρόλου και δεν χρειαζόταν λεπτομερέστερη αναφορά αυτών. Β) Ο 3ος λόγος του 1ου αναιρεσείοντα (Ν. Τ.) περί απόλυτης ακυρότητας (171 παρ.1 β ,510 παρ.1 Α’ΚΠΔ), ο οποίος είναι αβάσιμος, καθόσον το Δικαστήριο δεν μετέβαλε ανεπιτρέπτως την εναντίον του κατηγορία, κρίνοντάς τον ένοχο με βάση πραγματικά περιστατικά, για τα οποία ουδέποτε του απαγγέλθηκε κατηγορία, αλλά προσδιόρισε με μεγαλύτερη ακρίβεια και εξειδίκευσε περισσότερο τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου μόνο για την ένταξη στην εγκληματική οργάνωση, η δε αθώωσή του για την πράξη της εκβίασης δεν επηρεάζει την ενοχή του για την ένταξη, αφού κατά προεκτεθέντα δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού. Γ) Ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε’ ΚΠΔ 2ος λόγος αναίρεσης του 3ου αναιρεσείοντα (Μ. Β.), ο οποίος είναι αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το Δικαστήριο, εκτός από τη γνώση και τη θέλησή του για ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, δέχεται σκοπό όλων των μελών για τέλεση των αναφερόμενων κακουργημάτων για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλ. και πριν και μετά την τροποποίηση του άρθρου 187 παρ.1 ΠΚ με το ν. 3875/2010.
Όλες οι λοιπές σχετικές αιτιάσεις με την ενοχή, είναι απαράδεκτες, καθόσον με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.
VII. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να εκτείνεται και στους ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής.
Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά την άνω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, μεταξύ άλλων και: η υπό στοιχείο ε’, ήτοι ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτηση του.”. Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης απαιτείται η ύπαρξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. (ΑΠ 1176/2017, ΑΠ 79/2016).
VIII. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, οι κατηγορούμενοι Λ.. Β. και Μ. Β. ζήτησαν, δια των συνηγόρων τους, την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο τους της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους (το Δικαστήριο αναγνώρισε μόνο την υπό στ. 84 2α’ΠΚ περίσταση). Ειδικότερα: Α) ο κατηγορούμενος Λ.. Β. (2ος αναιρεσείων) επικαλέστηκε ότι, επί 9 έτη μετά τη σύλληψή του και την άρση της προσωρινής κράτησής του, εργάζεται αδιαλείπτως και παράλληλα καθημερινά φροντίζει την ηλικιωμένη και ανήμπορη μητέρα του αλλά και την αδελφή του Δ. Β.., η οποία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα υγείας, και διαμένει μαζί τους.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι τα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο περιστατικά, που δέχθηκε ως αληθινά, δεν προσδίδουν αυθεντική μαρτυρία πραγματικής ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του, με την έννοια της αντίληψης των κοινωνικών επιπτώσεων των πράξεων που διέπραξε και τη βαρύτητα αυτών, στην επιδειχθείσα δε συμπεριφορά του συνέβαλε και η αναμενόμενη σε δεύτερο βαθμό δίκη (αυτή είναι η έννοια της φράσης “ενόψει …και της μη ολοκλήρωσης της δίκης”).
Β) ο κατηγορούμενος Μ.Β. επικαλέσθηκε ότι από το 2011 επέδειξε καλή συμπεριφορά, καθόσον εργάσθηκε με την ιδιότητα του αστυνομικού στην Ισραηλινή πρεσβεία και στο Δήμο Ψυχικού που του παρείχαν τις αναγνωσθείσες συστατικές επιστολές για το ήθος του και είναι δικαστικός συμπαραστάτης της τυφλής και άρρωστης μητέρας του, την οποία προσέχει και αγαπά.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι τα περιστατικά αυτά, τα οποία δέχθηκε ως αληθινά, δεν προσδίδουν αυθεντική μαρτυρία πραγματικής ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του, με την έννοια της αντίληψης των κοινωνικών επιπτώσεων της πράξης του, καθόσον η συμπεριφορά αυτή επιδείχθηκε ενόψει και του φόβου και ελέγχου του δικαστηρίου στο δεύτερο βαθμό.
Δηλ. το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η στάση και των δύο κατηγορουμένων δεν είναι αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτούς των συνεπειών των πράξεων τους και σταθερού εναρμονισμού τους προς τις επιταγές της έννομης τάξης.
Έτσι που έκρινε το Δικαστήριο, διέλαβε στην απορριπτική απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. ΙΔ’ ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναίρεσης των ως άνω αναιρεσειόντων. (2ος και 4ος αντίστοιχα).
IX. i) Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ “Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου”. Με τη ρύθμιση αυτή η νομοθεσία μας εναρμονίζεται προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε σχέση με τα πρόσφορα μέτρα θεραπείας της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου να δικάζεται η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ βλ.αιτιολ έκθεση). Για τη διαπίστωση της παραβίασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, το δικαστήριο συνεκτιμά ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κριτήριο για την κατάφαση της υπέρβασης εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης ως λόγος αναγνώρισης ελαφρυντικού δεν είναι μόνο η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος αλλά συνεκτιμώνται και τα προαναφερόμενα κριτήρια (ΑΠ 1770/2020).
ii) Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος Α.. Β. (2ος αναιρεσείων) ζήτησε την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.3 ΠΚ. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την εξής αιτιολογία: ” … ο ισχυρισμός αυτός, ανεξαρτήτως της αοριστίας, με την οποία προβλήθηκε, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν καθώς η χρονική ως άνω διάρκεια αποπεράτωσης της δίκης κρίνεται εύλογη και δεν οφείλεται στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο καθυστέρηση της διεξαγωγής της από το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως άλλωστε κατά τούτο και ο αιτών αποδέχεται (βλ. σχετικά πρακτικά της δίκης), αλλά στον τεράστιο όγκο της σχηματισθείσας από τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές δικογραφίας, στις αξιόποινες πράξεις , για τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις με το ογκώδες αποδεικτικό υλικό, … το μεγάλο αριθμό των εμπλεκόμενων προσώπων (κατηγορουμένων και μαρτύρων κατηγορίας) και στην πολυπλοκότητα των νομικών και πραγματικών ζητημάτων της”.
Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο διέλαβε στην απορριπτική απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συνεπώς είναι απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ ΚΠΔ τελευταίος λόγος αναίρεσης του 2ου αναιρεσείοντα.
Χ. Τέλος, αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος είναι και ο τελευταίος (5ος) λόγος αναίρεσης του 3ου αναιρεσείοντα (Μ. Β.), για έλλειψη αιτιολογίας (510 παρ.1 Δ’ ΚΓΙΔ) της απόφασης περί επιμέτρησης της ποινής. Τούτο διότι στην απόφαση αυτή, μετά την παράθεση του άρθρου 79 Γ1Κ, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβλητέα ποινή, έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία του άρθρου αυτού, τα οποία, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, σαφώς διατυπώνονται και αιτιολογούνται σε όλο το περί ενοχής και περί ελαφρυντικών σκεπτικό της, όπου εξειδικεύονται, πλην των άλλων, και τα στοιχεία της προσωπικότητας του εν λόγω κατηγορουμένου, η πράξη και βαρύτητα αυτής καθώς και η ένταση του δόλου του, που αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι δεν αιτιολογούνται.
XI. Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολο τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ’αρ. έκθ. Ε.Μ. 1/14-1-2021, υπ’ αρ. πρωτ. 10166/14.12.2020 και 1931/4.3.2021, αιτήσεις αναίρεσης των i) Ν. Τ., ii) Λ. Β. και iii) Μ. Β. αντίστοιχα και τους από 21-1-2022 πρόσθετους λόγους του τελευταίου κατά της 53/2017….75/2020 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την 200/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ