«Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2009/72/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7 – Προστασία των καταναλωτών – Δικαίωμα αλλαγής προμηθευτή – Μη οικιακός πελάτης – Σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής ορισμένου χρόνου, συναφθείσα με μικρή επιχείρηση – Συμβατική ποινική ρήτρα λόγω πρόωρης καταγγελίας – Εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία το ποσό της ποινικής ρήτρας περιλαμβάνει μόνο “έξοδα και αποζημιώσεις […] που απορρέουν από τη σύμβαση”»
Στην υπόθεση C‑371/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
G sp. z o.o.
κατά
W S.A.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič, I. Jarukaitis (εισηγητή) και Δ. Γρατσία, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Μπόσκοβιτς και τη Χ. Κοκκόση,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Owsiany-Hornung και τον T. Scharf,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72/ЕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της G sp. z o.o. (στο εξής: εταιρία G) και της W S.A., προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: προμηθεύτρια W), με αντικείμενο την οφειλόμενη συμβατική ποινική ρήτρα λόγω πρόωρης καταγγελίας, εκ μέρους της εταιρίας G, της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν συνάψει τα δύο αυτά μέρη για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2009/72
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 3, 7, 8, 42, 51, 52, 54 και 57 της οδηγίας 2009/72 είχαν ως εξής:
«(1) Στόχοι της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας, η οποία υλοποιείται σταδιακά σε ολόκληρη την Κοινότητα από το 1999, είναι η παροχή πραγματικών επιλογών σε όλους τους καταναλωτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις, η παροχή νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και η αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου, ώστε να επιτευχθούν κέρδη σε απόδοση, ανταγωνιστικές τιμές, υψηλότερα πρότυπα παρεχόμενων υπηρεσιών […]
[…]
(3) Οι ελευθερίες που εγγυάται η συνθήκη στους πολίτες της Ένωσης […] είναι δυνατές μόνο σε πλαίσιο πλήρως ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και δίνει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους.
[…]
(7) Η από 10 Ιανουαρίου 2007 ανακοίνωση της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής με τίτλο “Ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη” τόνισε τη σημασία της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και της δημιουργίας ίσων όρων ανταγωνισμού για όλες τις εγκατεστημένες στην Κοινότητα επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενεργείας. […]
(8) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο ανταγωνισμός και ο εφοδιασμός με ηλεκτρική ενέργεια με τις πιο ανταγωνιστικές τιμές, τα κράτη μέλη και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξασφαλίσουν τη διαμεθοριακή πρόσβαση σε νέους προμηθευτές ηλεκτρικής ενεργείας από διαφορετικές ενεργειακές πηγές, καθώς και σε νέους παρόχους παραγωγής ενεργείας.
[…]
(42) Όλοι οι κοινοτικοί τομείς της βιομηχανίας και του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και όλοι οι πολίτες της Ένωσης που επωφελούνται από τα οικονομικά πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να μπορούν να απολαύουν επίσης υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή. […] Οι εν λόγω πελάτες θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε επιλογή, δίκαιη μεταχείριση, αντιπροσώπευση και μηχανισμούς διακανονισμού διαφορών.
[…]
(51) Τα συμφέροντα των καταναλωτών θα πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας οδηγίας και η ποιότητα εξυπηρέτησης θα πρέπει να αποτελεί κεντρική ευθύνη των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας. Τα υφιστάμενα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθούν και να διασφαλισθούν, και να περιλαμβάνουν μεγαλύτερη διαφάνεια και εκπροσώπηση. Η προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι όλοι οι καταναλωτές στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο απολαμβάνουν τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Τα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη ή, όταν το κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά, από τις ρυθμιστικές αρχές.
(52) Οι καταναλωτές θα πρέπει να διαθέτουν σαφείς και κατανοητές πληροφορίες όσον αφορά τα δικαιώματά τους σε σχέση με τον ενεργειακό τομέα. […]
[…]
(54) Εγγύηση για μεγαλύτερη προστασία των καταναλωτών αποτελεί η διαθεσιμότητα αποτελεσματικών μέσων διακανονισμού διενέξεων για όλους τους καταναλωτές. […]
[…]
(57) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδίδουν μεγίστη σημασία στην προώθηση του θεμιτού ανταγωνισμού και της ευχερούς πρόσβασης για διάφορους προμηθευτές, καθώς και στην εξασφάλιση δυναμικού για νέα παραγωγή ενεργείας, προκειμένου οι καταναλωτές να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν πλήρως τις ευκαιρίες που προσφέρει μια ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας.»
4 Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προέβλεπε τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας, καθώς και την προστασία των καταναλωτών, με στόχο τη βελτίωση και την ολοκλήρωση ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας στην Κοινότητα. […]»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προέβλεπε τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
7. “πελάτης”: ο πελάτης χονδρικής ή ο τελικός πελάτης ηλεκτρικής ενεργείας·
[…]
9. “τελικός πελάτης”: ο πελάτης που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για δική του χρήση·
10. “οικιακός πελάτης”: ο πελάτης που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για δική του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων·
11. “μη οικιακός πελάτης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια που δεν προορίζεται για τη δική του οικιακή χρήση, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών και των πελατών χονδρικής·
12. “επιλέξιμος πελάτης”: ο πελάτης που είναι ελεύθερος να αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής του κατά την έννοια του άρθρου 33·
[…]».
6 Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασία του πελάτη», όριζε στις παραγράφους 3 έως 5 και 7 τα εξής:
«3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις (ήτοι οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών η ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. [ευρώ]) απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας […]
[…]
4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε όλους τους καταναλωτές είναι δυνατόν να παρέχεται ηλεκτρική ενέργεια από προμηθευτή, με την επιφύλαξη της συμφωνίας του προμηθευτή, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένος ο προμηθευτής […]
5. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:
α) όταν οι καταναλωτές επιθυμούν, τηρώντας τους όρους των συμβάσεων, να αλλάξουν προμηθευτή, η αλλαγή θα πραγματοποιείται από τον ενδιαφερόμενο διαχειριστή μέσα σε τρεις εβδομάδες, […]
[…]
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) παρέχονται σε όλους τους καταναλωτές χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το κόστος, την προσπάθεια ή το χρόνο.
[…]
7. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών […]. Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαιούχος πελάτης μπορεί πραγματικά να αλλάξει προμηθευτή εύκολα. Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.»
7 Το άρθρο 33 της οδηγίας 2009/72, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άνοιγμα της αγοράς και αμοιβαιότητα», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιλέξιμοι πελάτες να περιλαμβάνουν:
[…]
γ) από την 1η Ιουλίου 2007, όλους τους πελάτες.»
8 Το παράρτημα I της ανωτέρω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την προστασία των καταναλωτών», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των κοινοτικών κανόνων σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, […] τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες:
α) έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση με τον φορέα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενεργείας, στην οποία καθορίζονται:
[…]
– η διάρκεια της σύμβασης, οι όροι ανανέωσης και λήξης της παροχής υπηρεσιών και της σύμβασης, η ύπαρξη τυχόν δικαιώματος λύσης της σύμβασης και κατά πόσον επιτρέπεται η υπαναχώρηση από τη σύμβαση χωρίς επιβάρυνση,
[…]
Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. […]
[…]
ε) δεν επιβαρύνονται για αλλαγή προμηθευτή·
[…]».
9 Η οδηγία 2009/72 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021, από την οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ 2019, L 158, σ. 125), σύμφωνα με το άρθρο 72, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2019/944.
Η οδηγία 2019/944
10 Το άρθρο 4 της οδηγίας 2019/944, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελευθερία επιλογής προμηθευτή», προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι πελάτες να είναι ελεύθεροι να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής τους και διασφαλίζουν ότι όλοι οι πελάτες είναι ελεύθεροι να συνάπτουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, με την προϋπόθεση ότι έχουν καθοριστεί τα απαιτούμενα σημεία σύνδεσης και μέτρησης.»
11 Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αλλαγής και κανόνες για τα τέλη που σχετίζονται με την αλλαγή προμηθευτή», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:
«[…] [Τ]α κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στους προμηθευτές […] να επιβάλλουν στους πελάτες τέλη τερματισμού σύμβασης σε όσους πελάτες καταγγέλλουν οικειοθελώς συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής ορισμένου χρόνου πριν από την λήξη της σύμβασης, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω τέλη προβλέπονται από σύμβαση την οποία έχει συνάψει οικειοθελώς ο πελάτης και ότι τα εν λόγω τέλη ανακοινώνονται σαφώς στον πελάτη πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Τα εν λόγω τέλη είναι αναλογικά και δεν υπερβαίνουν την άμεση οικονομική ζημία του προμηθευτή […] λόγω του τερματισμού της σύμβασης από τον πελάτη, περιλαμβανομένου του κόστους τυχόν δεσμοποιημένων επενδύσεων ή υπηρεσιών οι οποίες ήδη παρέχονται στον πελάτη ως μέρος της σύμβασης. Το βάρος της απόδειξης της άμεσης οικονομικής ζημίας επιβαρύνει τον προμηθευτή […] και το επιτρεπτό των τελών τερματισμού της σύμβασης παρακολουθείται από την ρυθμιστική αρχή ή οποιαδήποτε άλλη εθνική αρχή.»
Το πολωνικό δίκαιο
12 Ο ustawa – Prawo energetyczne (νόμος για την ενέργεια), της 10ης Απριλίου 1997 (Dz. U. αριθ. 54, θέση 348), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος για την ενέργεια), ορίζει στο άρθρο 4j, παράγραφος 3a, τα εξής:
«Ο τελικός πελάτης μπορεί να καταγγείλει σύμβαση ορισμένου χρόνου βάσει της οποίας μια επιχείρηση ενέργειας του προμηθεύει αέρια καύσιμα ή ενέργεια, χωρίς να επιβαρυνθεί με έξοδα και αποζημιώσεις πέραν εκείνων που απορρέουν από τη σύμβαση, υποβάλλοντας γραπτή δήλωση στην επιχείρηση ενέργειας.»
13 Ο ustawa – Kodeks cywilny (νόμος περί αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. αριθ. 16, θέση 93), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), προβλέπει στο άρθρο 483, παράγραφος 1, τα εξής:
«Η σύμβαση μπορεί να ορίζει ότι η αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από τη μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση μη χρηματικής υποχρέωσης γίνεται με την καταβολή συγκεκριμένου ποσού (συμβατική ποινική ρήτρα).»
14 Κατά το άρθρο 484 του αστικού κώδικα:
«§1. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης υποχρέωσης, η συμβατική ποινική ρήτρα οφείλεται στον δανειστή μέχρι του ποσού που ορίστηκε για τον σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Αίτημα αποζημίωσης που υπερβαίνει το ποσό της προβλεφθείσας ποινικής ρήτρας είναι απαράδεκτο, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
§2. Εάν έχει εκπληρωθεί σημαντικό μέρος της ενοχής, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μείωση της συμβατικής ποινικής ρήτρας· το ίδιο ισχύει εάν η συμβατική ποινική ρήτρα είναι προδήλως υπερβολική.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Την 1η Ιανουαρίου 2010, η εταιρία G, μικρή επιχείρηση που απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους, συνήψε με την προμηθεύτρια W γενική σύμβαση (στο εξής: γενική σύμβαση), δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που προοριζόταν για εκμετάλλευση αγροτουρισμού στην περιοχή K. (Πολωνία).
16 Στις 23 Φεβρουαρίου 2015, τα ως άνω συμβαλλόμενα μέρη συνήψαν συμφωνία με την οποία η εταιρία G δεσμεύτηκε να συνεχίσει την εκτέλεση της γενικής σύμβασης για χρονικό διάστημα τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016. Με τη συμφωνία αυτή, τα μέρη συμφώνησαν ότι θα είχαν το δικαίωμα να καταγγείλουν τη γενική σύμβαση κατόπιν προειδοποίησης και ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της εν λόγω σύμβασης από την εταιρία G πριν από τη λήξη του συμφωνηθέντος ορισμένου χρόνου της διάρκειάς της, η προμηθεύτρια W θα απαιτούσε την καταβολή ποσού ίσου προς την οριζόμενη στην εν λόγω συμφωνία τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας την οποία η εταιρία G είχε δεσμευθεί ότι θα αγοράσει από αυτήν, αλλά δεν θα είχε ακόμη εξοφλήσει ή καταναλώσει.
17 Εξάλλου, στις 30 Ιανουαρίου 2015, η εταιρία G συνήψε με τη Z S.A., άλλη προμηθεύτρια ηλεκτρικής ενέργειας, σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για την ίδια εκμετάλλευση αγροτουρισμού. Στις 25 Φεβρουαρίου 2015, η Z, βάσει της εντολής που της είχε ανατεθεί στο ως άνω πλαίσιο, ενημέρωσε την προμηθεύτρια W για τη σύναψη της σύμβασης αυτής και, σε περίπτωση διαφωνίας της τελευταίας με τη νέα αυτή κατάσταση, της κοινοποίησε την καταγγελία της γενικής σύμβασης.
18 Στις 9 Μαρτίου 2016, η προμηθεύτρια W εξέδωσε κατά της εταιρίας G χρεωστικό σημείωμα ύψους 63 959,70 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 14 161 ευρώ), λόγω κατάπτωσης της συμβατικής ποινικής ρήτρας εξαιτίας της πρόωρης καταγγελίας της γενικής σύμβασης και της πρόωρης αλλαγής προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας. Δεδομένου ότι η εταιρία G δεν κατέβαλε το ζητηθέν ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η προμηθεύτρια W άσκησε αγωγή, στις 21 Νοεμβρίου 2016, ενώπιον του Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy w Warszawie (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία) με αίτημα να υποχρεωθεί η εν λόγω εταιρία να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό, πλέον τόκων.
19 Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2020, το εν λόγω δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η προμηθεύτρια W είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή της συμβατικής ποινικής ρήτρας, δεδομένου ότι η σύμβασή της με την εταιρία G είχε καταγγελθεί πριν από τη λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου λόγω της αλλαγής προμηθευτή η οποία έγινε μέσω της σύναψης νέας σύμβασης με τη Z. Ως προς το ζήτημα αυτό, το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι, δυνάμει του άρθρου 484, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, τα αιτήματα καταβολής συμβατικής ποινικής ρήτρας δεν εξαρτώνται από την απόδειξη της ύπαρξης ζημίας και, αφετέρου, ότι το ζητηθέν ποσό αντιστοιχούσε σε εκείνο που είχε οριστεί με τη συμφωνία για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης.
20 Η εταιρία G άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/72, δεν μπορούσε να της επιβληθεί η συμβατική ποινική ρήτρα. Υποστήριξε συναφώς ότι η προμηθεύτρια W δεν υπέστη ζημία, αλλά είχε απλώς διαφυγόντα κέρδη. Η προμηθεύτρια W αντέτεινε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 484, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, το ύψος της συμβατικής ποινικής ρήτρας είναι ανεξάρτητο από το ύψος της προκληθείσας ζημίας.
21 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί κατ’ αρχάς ότι, μολονότι η οδηγία 2009/72 έχει εφαρμογή ratione temporis στην ενώπιόν του διαφορά, το άρθρο 4 και το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2019/944 διευκρίνισαν ορισμένα σημεία της πρώτης οδηγίας και οι διευκρινίσεις αυτές ενδέχεται, κατά τη γνώμη του, να είναι κρίσιμες για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των πελατών όπως αυτά προβλέπονται από την οδηγία 2009/72.
22 Σχετικά με τη διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το άρθρο 4j, παράγραφος 3a, του νόμου για την ενέργεια επιτρέπει μεν την καταγγελία σύμβασης ορισμένου χρόνου χωρίς επιβάρυνση με έξοδα και αποζημιώσεις πέραν εκείνων που απορρέουν από τη σύμβαση, αλλά ο νόμος για την ενέργεια δεν καθορίζει κανένα κριτήριο, ούτε καν κριτήριο αναλογικότητας, για τον υπολογισμό των εν λόγω εξόδων και αποζημιώσεων και δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ζητηθεί κατ’ αποκοπήν αποζημίωση. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η ποινική ρήτρα, κατά την έννοια του αστικού κώδικα, μπορεί να μειωθεί από το εθνικό δικαστήριο μόνο κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου διαδίκου ο οποίος και φέρει το βάρος της απόδειξης του υπερβολικού χαρακτήρα της.
23 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι, κατά τη θεωρία, μπορεί να γίνει δεκτή η ακύρωση των προδήλως υπερβολικών αποζημιώσεων καταγγελίας όταν πρόκειται για συμβατικές σχέσεις με καταναλωτές, αντιθέτως δεν μπορεί να εξεταστεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικών όρων με τους οποίους επιβάλλονται τέτοιες ποινικές ρήτρες όταν συμβαλλόμενος είναι μια μικρή επιχείρηση.
24 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι ο νόμος για την ενέργεια δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στην προστασία των καταναλωτών και δεν προβλέπει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης μείωσης του ποσού της συμβατικής ποινικής ρήτρας όσον αφορά μη οικιακούς πελάτες, ούτε κάποιο κριτήριο για τον υπολογισμό του ποσού των ποινικών αυτών ρητρών. Πλην όμως, αφενός, το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/72 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι το δικαίωμα αλλαγής προμηθευτή παρέχεται στους καταναλωτές χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το κόστος, την προσπάθεια ή τον χρόνο. Αφετέρου, το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας προβλέπει, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα αποτελεσματικής και εύκολης άσκησης του δικαιώματος αυτού, όπερ υποδηλώνει την ανάγκη τήρησης της δέουσας αναλογικότητας μεταξύ του ποσού της ποινικής ρήτρας και των δαπανών που υπέστη ο αντισυμβαλλόμενος. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 2009/72, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το παράρτημά της I, προβλέπει ότι οι οικιακοί πελάτες δεν επιβαρύνονται με οποιαδήποτε πληρωμή για την αλλαγή προμηθευτή, εντούτοις ο νόμος για την ενέργεια δεν περιέχει καμία τέτοια ειδική ρύθμιση.
25 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να συμφωνούνται ποινικές ρήτρες, χωρίς να καθορίζει παράλληλα τα κριτήρια για τον καθορισμό των ποσών τους, μπορεί να αναιρέσει τον σκοπό προστασίας των καταναλωτών, τον οποίο επιδίωκε ο νομοθέτης της Ένωσης θεσπίζοντας το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72 και το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2019/944, καθώς και την ελευθερία των πελατών να καταγγέλλουν τις συμβάσεις, και να υπονομεύσει τις εγγυήσεις ίσης πρόσβασης στους πελάτες για τις ενωσιακές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας.
26 Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72 αποκλείει τη δυνατότητα να επιβληθεί σε πελάτη συμβατική ποινική ρήτρα λόγω καταγγελίας σύμβασης προμήθειας ενέργειας συναφθείσας για ορισμένο χρόνο, όταν ο πελάτης αυτός επιθυμεί να αλλάξει προμηθευτή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προκληθείσα ζημία και χωρίς ο εφαρμοστέος νόμος να διευκρινίζει κριτήρια για τον υπολογισμό των σχετικών τελών και για τη μείωσή τους.
27 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί της δυνατότητας να επιβάλλονται συμβατικώς στους πελάτες καταναλωτές ενέργειας τέλη λόγω καταγγελίας, στο πλαίσιο αλλαγής προμηθευτή, της σύμβασης προμήθειας ενέργειας πριν από τη λήξη του ορισμένου χρόνου της διάρκειάς της, όταν τα τέλη αυτά αντιστοιχούν, de facto, στο κόστος της μη καταναλωθείσας ενέργειας, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού διασφάλισης της πραγματικής δυνατότητας ευχερούς αλλαγής προμηθευτή ενέργειας και της χωρίς διακρίσεις πραγματοποίησης της αλλαγής προμηθευτή, καθώς και της ανάγκης τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2019/944 παρέχει επί του σημείου αυτού χρήσιμες ενδείξεις για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72, ιδίως μέσω της αναφοράς που γίνεται εκεί στην «άμεση οικονομική ζημία» του προμηθευτή και στην αναλογικότητα.
28 Στο ως άνω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μια συμβατική ποινική ρήτρα τύπου «take or pay» επιβαρύνει τον πελάτη με ολόκληρο τον οικονομικό κίνδυνο της καταγγελίας της σύμβασης. Είναι, επομένως, προδήλως υπερβολική και ενδέχεται να υποχρεώνει τον πελάτη να συνεχίζει την εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και όταν δεν το επιθυμεί. Εντούτοις, για τέτοιου είδους συμβάσεις, η «άμεση οικονομική ζημία» μπορεί να αντιστοιχεί στο κόστος που συνδέεται με την προμήθεια ενέργειας στον συγκεκριμένο πελάτη και με την ανάγκη συντήρησης ολόκληρης της υποδομής, καθώς και με τις δαπάνες για τις συναφθείσες συμβάσεις μεταφοράς και διανομής και για τους μισθούς. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί της ερμηνείας της έννοιας της «κατάλληλης αναλογίας εξόδων που συνδέονται με την άμεση οικονομική ζημία» του προμηθευτή ενέργειας και επί του ζητήματος αν η οδηγία 2009/72 επιβάλλει η εθνική ρύθμιση να προβλέπει ρητώς τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω τελών.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας [2009/72], το οποίο προβλέπει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του πελάτη ενέργειας (μικρής επιχείρησης) στην περίπτωση αλλαγής προμηθευτή ενέργειας πρέπει να πραγματοποιείται τηρουμένης της αρχής που διασφαλίζει ότι ο επιλέξιμος πελάτης μπορεί πραγματικά να αλλάξει εύκολα προμηθευτή και ότι η αλλαγή αυτή πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το κόστος, την προσπάθεια ή τον χρόνο, την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα να επιβληθεί στον πελάτη ενέργειας συμβατική ποινική ρήτρα λόγω καταγγελίας σύμβασης προμήθειας ενέργειας συναφθείσας για ορισμένο χρόνο, όταν ο πελάτης επιθυμεί να αλλάξει προμηθευτή ενέργειας, ανεξαρτήτως του μεγέθους της προκληθείσας ζημίας (άρθρο 483, παράγραφος 1, και άρθρο 484, παράγραφοι 1 και 2 του [αστικού κώδικα]) και χωρίς να έχουν προβλεφθεί στον [νόμο για την ενέργεια] κριτήρια για τον υπολογισμό των επιβαρύνσεων αυτών ή για τη μείωσή τους;
2) Έχει το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας [2009/72], το οποίο προβλέπει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του πελάτη ενέργειας (μικρής επιχείρησης) στην περίπτωση αλλαγής προμηθευτή ενέργειας πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το κόστος, την προσπάθεια ή τον χρόνο και τηρουμένης της αρχής που διασφαλίζει ότι ο επιλέξιμος πελάτης μπορεί πραγματικά να αλλάξει εύκολα προμηθευτή, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ερμηνεία των συμβατικών ρητρών σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας σύμβασης προμήθειας ενέργειας συναφθείσας με προμηθευτή για ορισμένο χρόνο, παρέχεται η δυνατότητα επιβολής επιβαρύνσεων στους πελάτες (μικρές επιχειρήσεις), οι οποίες αντιστοιχούν de facto στο κόστος της τιμής της μη παραληφθείσας ενέργειας μέχρι τη λήξη [της αρχικής διάρκειας] ισχύος της σύμβασης, σύμφωνα με την αρχή “take or pay” (αρχή της υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως παραλαβής);»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
30 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σε διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2019/944, η οποία όμως κατάργησε και αντικατέστησε την οδηγία 2009/72 με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της, η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από την οδηγία 2009/72. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος ερμηνείας της οδηγίας 2019/944 στην οποία εξάλλου δεν γίνεται ρητώς αναφορά στα προδικαστικά ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Αφετέρου, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην προμήθεια ενέργειας εν γένει, επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης είναι μόνο η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο της 1, η οδηγία 2009/72 αφορά μόνον την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια μικρή επιχείρηση, όταν καταγγέλλει, πρόωρα και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συναφθείσα για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της ορισθείσας στην εν λόγω σύμβαση ποινικής ρήτρας το οποίο μπορεί να αντιστοιχεί στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που είχε δεσμευθεί να αγοράσει, ακόμη και αν η ηλεκτρική αυτή ενέργεια δεν καταναλώθηκε ούτε πρόκειται να καταναλωθεί, ενώ η ίδια εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει κριτήρια για τον υπολογισμό του ποσού της ποινικής ρήτρας ούτε για την ενδεχόμενη μείωσή του.
32 Για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της συγκεκριμένης διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος.
33 Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα των διατάξεων των οποίων ζητείται η ερμηνεία, το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/72 ορίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι καταναλωτές επιθυμούν να αλλάξουν προμηθευτή, τηρώντας τους όρους των συμβάσεων, η αλλαγή θα πραγματοποιείται από τον ενδιαφερόμενο διαχειριστή μέσα σε τρεις εβδομάδες. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 3 της οδηγίας προσθέτει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρέχονται σε όλους τους καταναλωτές χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το κόστος, την προσπάθεια ή τον χρόνο. Η παράγραφος 7 του άρθρου 3 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών, να διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, και να εξασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης μπορεί πραγματικά να αλλάξει προμηθευτή εύκολα. Η διάταξη αυτή ορίζει επιπλέον ότι, όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας.
34 Εξάλλου, κατά το σημείο 9 του άρθρου 2 της οδηγίας, ως «τελικός πελάτης» νοείται «ο πελάτης που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για δική του χρήση», ενώ κατά το σημείο 12 του άρθρου 2, ως «επιλέξιμος πελάτης» νοείται «ο πελάτης που είναι ελεύθερος να αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής του κατά την έννοια του άρθρου 33 [της οδηγίας 2009/72]». Η τελευταία αυτή έννοια περιλαμβάνει πλέον από την 1η Ιουλίου 2007 «όλους τους πελάτες», σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας.
35 Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στην υποσημείωση 17 των προτάσεών του, η οδηγία 2009/72 δεν περιέχει μεν ορισμό της χρησιμοποιούμενης σε αυτή έννοιας του «καταναλωτή», αλλά μπορεί να συναχθεί από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας, κατά την οποία η εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει ως σκοπό να παράσχει πραγματικές επιλογές «σε όλους τους καταναλωτές της […] Ένωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις», καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας, ότι στην οδηγία, ελλείψει αντίθετης ένδειξης σε συγκεκριμένη διάταξή της, ο όρος αυτός έχει ευρύ περιεχόμενο και, συνεπώς, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν κάθε «τελικό πελάτη», δηλαδή τόσο τους «οικιακούς πελάτες» όσο και τους «τελικούς μη οικιακούς πελάτες», στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι μικρές επιχειρήσεις.
36 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των κρίσιμων ορισμών που εκτέθηκαν στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας απόφασης, απλώς επιτάσσει οι εθνικές ρυθμίσεις, όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, κατά πρώτον, να διασφαλίζουν ότι ο τελικός πελάτης μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να αλλάξει πραγματικά και εύκολα προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, τηρώντας τους όρους της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά δεύτερον, να εξασφαλίζουν ότι συμβατικοί όροι όπως οι περιγραφόμενοι στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης είναι διαφανείς και, κατά τρίτον, να προβλέπουν μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας.
37 Πλην όμως, το γεγονός ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση επιτρέπει να ορίζεται σε σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής ορισμένου χρόνου ότι θα οφείλεται ποινική ρήτρα σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας της από τον πελάτη με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, ακόμα και αν η ποινική ρήτρα έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης και εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση, αφενός, επιβάλλει ο συμβατικός αυτός όρος να έχει σαφή διατύπωση, η οποία να παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του πριν υπογράψει τη σύμβαση, και η ανάληψη της σχετικής δέσμευσης να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής του, ώστε να πληρούται η επιβαλλόμενη από το γράμμα της οδηγίας προϋπόθεση διαφάνειας, και, αφετέρου, προβλέπει δυνατότητα διοικητικής ή ένδικης προσφυγής, δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα του συγκεκριμένου πελάτη να αλλάξει πραγματικά και εύκολα προμηθευτή.
38 Αντιθέτως, μπορεί να επισημανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/72 διευκρινίζει ότι οι αλλαγές προμηθευτή γίνονται τηρουμένων των όρων των συμβάσεων.
39 Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, ναι μεν η τελευταία περίοδος του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας προβλέπει ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τους οικιακούς πελάτες, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα του παραρτήματος I της οδηγίας, προκειμένου να διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών. Όπως προκύπτει από το παράρτημα I, μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονται και μέτρα που έχουν ως σκοπό να εξασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος I, οι πελάτες έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενεργείας, στην οποία καθορίζεται κατά πόσον επιτρέπεται καταγγελία της σύμβασης χωρίς επιβάρυνση, και ότι, κατά την παράγραφο 1, στοιχείο εʹ, του παραρτήματος I, δεν επιβαρύνονται για αλλαγή προμηθευτή. Πλην όμως, όπως συνάγεται από το σημείο 10 του άρθρου 2 της οδηγίας, ως «οικιακός πελάτης» νοείται «ο πελάτης που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για δική του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων», ενώ, κατά το σημείο 11 του άρθρου 2, ως «μη οικιακός πελάτης» νοείται «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια που δεν προορίζεται για τη δική του οικιακή χρήση, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών και των πελατών χονδρικής».
40 Το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 2009/72, δεδομένου ότι προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν, για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέτρων του παραρτήματος I της οδηγίας, να διακρίνουν τους πελάτες που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια για δική τους οικιακή κατανάλωση από τους πελάτες που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια για επαγγελματική δραστηριότητα, όχι μόνο δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, αλλά αντιθέτως συνηγορεί υπέρ του ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν ότι μια μικρή επιχείρηση, όταν καταγγέλλει, πρόωρα και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συναφθείσα για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της ορισθείσας στην εν λόγω σύμβαση ποινικής ρήτρας.
41 Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι παράγραφοι 5 και 7 του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/72, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι καμία διάταξη της οδηγίας 2009/72 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν δυνατότητα αλλαγής προμηθευτή χωρίς επιβάρυνση ή παρόμοια μέτρα υπέρ των τελικών μη οικιακών πελατών, ακόμη και αν αυτοί είναι μικρές επιχειρήσεις.
42 Εν συνεχεία, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας ορίζει κατ’ ουσίαν ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε όλους τους καταναλωτές είναι δυνατόν να παρέχεται ηλεκτρική ενέργεια από προμηθευτή, με την επιφύλαξη της συμφωνίας του προμηθευτή.
43 Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 51 της οδηγίας 2009/72 υπενθυμίζεται ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών βρίσκονται στην καρδιά της οδηγίας και ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να μεριμνούν για την προστασία των δικαιωμάτων τους, στην αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας αναφέρεται ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να διαθέτουν «σαφείς και κατανοητές πληροφορίες όσον αφορά τα δικαιώματά τους σε σχέση με τον ενεργειακό τομέα» και στην αιτιολογική σκέψη 54 της οδηγίας διευκρινίζεται ότι τα μέσα διακανονισμού των διαφορών που πρέπει να προβλέπονται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας πρέπει να είναι διαθέσιμα «για όλους τους καταναλωτές».
44 Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το ως άνω πλαίσιο δεν προκύπτει ότι, όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει επιλέξει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των μέτρων του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/72 ώστε να καταλαμβάνει και άλλους πελάτες πλην των οικιακών, οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ερμηνεία αντιτίθενται εξ ορισμού σε εθνική ρύθμιση όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης. Αντιθέτως, από το ανωτέρω πλαίσιο συνάγεται, κατ’ ουσίαν, ότι η εθνική ρύθμιση πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πελάτες έχουν το δικαίωμα επιλογής προμηθευτή και ότι οι καταναλωτές ενημερώνονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τα δικαιώματά τους και έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο ενός μηχανισμού επίλυσης διαφορών, ότι αυτά γίνονται σεβαστά.
45 Όσον αφορά, τρίτον, τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2009/72, επισημαίνεται ότι αντικείμενο της οδηγίας, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, είναι η θέσπιση κοινών κανόνων που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας, καθώς και την προστασία των καταναλωτών, με στόχο τη βελτίωση και την ολοκλήρωση ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας στην Ένωση. Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3, 7 και 8, σκοπός της οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας πλήρως ανοικτής αγοράς, η οποία να παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και να δίνει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους, η προώθηση της ανταγωνιστικότητας στην εσωτερική αγορά, προκειμένου να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός με ηλεκτρική ενέργεια με τις πιο ανταγωνιστικές τιμές, και η δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2019, Elektrorazpredelenie Yug, C‑31/18, EU:C:2019:868, σκέψη 39, και της 11ης Ιουνίου 2020, Prezident Slovenskej republiky, C‑378/19, EU:C:2020:462, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 57 της οδηγίας τονίζεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδίδουν μεγίστη σημασία στην προώθηση του θεμιτού ανταγωνισμού και της ευχερούς πρόσβασης σε διάφορους προμηθευτές, καθώς και στην εξασφάλιση δυναμικού για νέα παραγωγή ενέργειας, προκειμένου οι καταναλωτές να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν πλήρως τις ευκαιρίες που προσφέρει μια ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας.
47 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, οι συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής ορισμένου χρόνου μπορούν να κατοχυρώσουν την προστασία των πελατών εξασφαλίζοντάς τους χαμηλή και σταθερή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και παρέχοντας στους καταναλωτές τη βεβαιότητα ότι το κόστος που θα πρέπει να υφίστανται δεν θα μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Εντούτοις, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τέτοιες συμβάσεις, ενδέχεται να έχουν επιβαρυνθεί με διάφορα έξοδα, τα οποία μπορεί να συνεπάγονται για αυτούς πρόσθετες δαπάνες σε σχέση με τις συμβάσεις αορίστου χρόνου και χωρίς σταθερή τιμή, ιδίως με σκοπό την προστασία τους από την αστάθεια του κόστους στη χονδρική αγορά. Συνεπώς, η δυνατότητα να επιτραπεί η επιβολή συμβατικής ποινικής ρήτρας εις βάρος του πελάτη, σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας αυτού του είδους συμβάσεων ορισμένου χρόνου και σταθερής τιμής, μπορεί να δώσει στον προμηθευτή τη δυνατότητα να αντισταθμίσει τις ιδιαίτερες δαπάνες που συνεπάγονται για αυτόν οι συμβάσεις αυτού του είδους, ενώ ταυτόχρονα αποτρέπει το ενδεχόμενο να πρέπει να μετακυλίει στο σύνολο των πελατών του τον οικονομικό κίνδυνο από αυτές, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για το σύνολο των πελατών και θα αντιστρατευόταν, εν τέλει, τον σκοπό διασφάλισης της χαμηλότερης δυνατής τιμής για τους καταναλωτές.
48 Εντούτοις, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη ο γενικός σκοπός της οδηγίας 2009/72, ο οποίος συνίσταται στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και οι ειδικότεροι σκοποί, οι οποίοι εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 57 της οδηγίας και συνίστανται στο να απολαμβάνουν οι καταναλωτές τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής και απελευθερωμένης αγοράς. Η επίτευξη των σκοπών αυτών θα διακυβευόταν αν μια εθνική ρύθμιση επέτρεπε την επιβολή συμβατικών ποινικών ρητρών οι οποίες θα ήταν υπέρμετρες σε σχέση με τις δαπάνες που προκλήθηκαν από τη σύμβαση και δεν αποσβέστηκαν πλήρως λόγω της πρόωρης καταγγελίας της. Πράγματι, τέτοιες συμβατικές ποινικές ρήτρες είναι ικανές να αποτρέψουν τεχνητά την πρόωρη καταγγελία, εκ μέρους των πελατών και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής ορισμένου χρόνου και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να τους εμποδίσουν να απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής και απελευθερωμένης εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
49 Ως προς το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερώτημα αφορούν εθνική ρύθμιση η οποία, αφενός, προβλέπει ότι τα έξοδα και οι αποζημιώσεις που μπορούν να προβλεφθούν συμβατικώς για την περίπτωση πρόωρης καταγγελίας, εκ μέρους μη οικιακού τελικού πελάτη, τέτοιας σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας οφείλονται ανεξαρτήτως του αν ο αρχικός προμηθευτής υπέστη οποιαδήποτε ζημία και, αφετέρου, δεν προβλέπει κανένα κριτήριο για τον υπολογισμό των εξόδων και των αποζημιώσεων ή για την ενδεχόμενη μείωσή τους από τη διοικητική ή δικαστική αρχή η οποία θα επιληφθεί της σχετικής διαφοράς, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 2009/72 δεν περιέχει ομολογουμένως καμία ένδειξη ως προς τα σημεία αυτά.
50 Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και δεν μπορούν, ασκώντας τις αρμοδιότητές τους, να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/72 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2005, Candolin κ.λπ., C‑537/03, EU:C:2005:417, σκέψεις 25 έως 27, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Szemerey, C‑330/14, EU:C:2015:826, σκέψη 42).
51 Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που εκτέθηκαν στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, αυτό θα συνέβαινε, αν στο πλαίσιο του μηχανισμού επίλυσης διαφορών τον οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει της οδηγίας, να προβλέπουν υπέρ των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, η επιλαμβανόμενη διοικητική ή δικαστική αρχή αδυνατούσε να εκτιμήσει το ποσό μιας συμβατικής ποινικής ρήτρας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να επιβάλει τη μείωσή του ή ακόμη και την εκμηδένισή του, εάν προκύπτει ότι το ποσό αυτό είναι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, δυσανάλογο σε σχέση με τις δαπάνες που προκλήθηκαν από σύμβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη και δεν αποσβέσθηκαν πλήρως λόγω της πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης, με αποτέλεσμα η συμβατική ποινική ρήτρα να καθιστά στην πράξη άνευ περιεχομένου το δικαίωμα του τελικού πελάτη να μπορεί πραγματικά να αλλάξει εύκολα προμηθευτή και να υπονομεύονται οι σκοποί της οδηγίας 2009/72 που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 45, 46 και 48 της παρούσας απόφασης.
52 Μολονότι η ανωτέρω εκτίμηση της αναλογικότητας μιας τέτοιας συμβατικής ποινικής ρήτρας εναπόκειται μόνο στην εθνική αρχή που επιλαμβάνεται ενδεχόμενης διαφοράς, πρέπει εντούτοις, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να επισημανθεί ότι, για τη διενέργεια της εκτίμησης αυτής, μπορούν ιδίως να ληφθούν υπόψη η αρχική διάρκεια της επίμαχης σύμβασης, η εναπομένουσα κατά τον χρόνο της καταγγελίας της διάρκεια, η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που είχε αγορασθεί για την εκτέλεση της σύμβασης, αλλά την οποία ο πελάτης τελικά δεν θα καταναλώσει, καθώς και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ένας ευλόγως επιμελής προμηθευτής για να περιορίσει τις οικονομικές απώλειες λόγω της πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης.
53 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας θέλησε να επεκτείνει και στους τελικούς μη οικιακούς πελάτες ή στις μικρές επιχειρήσεις το πεδίο εφαρμογής των μέτρων του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/72 τα οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 7, της ίδιας οδηγίας να προβλέπουν υπέρ των οικιακών πελατών. Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, βεβαίως, ότι η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να καθορίζουν το ποσό της εφαρμοστέας ποινικής ρήτρας σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας, εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου τελικού πελάτη και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, σύμβασης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας συναφθείσας για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή και ότι το συμφωνηθέν ποσό οφείλεται ανεξαρτήτως του ύψους της προκληθείσας ζημίας. Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι είναι δυνατόν, δυνάμει του άρθρου 484, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα, σε περίπτωση σχετικής διαφοράς, να υποβληθεί το ζήτημα σε δικαστική αρχή και να ζητηθεί η μείωση του ποσού της ποινικής ρήτρας «εάν έχει εκπληρωθεί σημαντικό μέρος της ενοχής» ή εάν η ποινική ρήτρα «είναι προδήλως υπερβολική». Εξάλλου, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι το πολωνικό δίκαιο δεν διασφαλίζει τις λοιπές προϋποθέσεις των οποίων την τήρηση επιβάλλει η οδηγία 2009/72 και οι οποίες υπενθυμίζονται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου και των τελικών εκτιμήσεων στις οποίες εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας δεν φαίνεται να αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σε μη οικιακό τελικό πελάτη, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.
54 Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, ακόμη και αν, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η εταιρία G, την οποία χαρακτηρίζει ως «μικρή επιχείρηση», δεν πληροί τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/72, από τη συνδρομή των οποίων εξαρτάται ο χαρακτηρισμός αυτός στο πλαίσιο της συγκεκριμένης οδηγίας, η διαπίστωση αυτή δεν θα ασκήσει επιρροή ως προς την κρισιμότητα, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, της διδόμενης απάντησης, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, η απάντηση αυτή επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, για το σύνολο των τελικών μη οικιακών πελατών, κατά την έννοια της οδηγίας, και ότι, με την επιφύλαξη του ελέγχου που θα διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, δεν φαίνεται να προκύπτει ότι η εταιρία G δεν υπάγεται στον χαρακτηρισμό αυτόν.
55 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, στα δύο υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια μικρή επιχείρηση, όταν καταγγέλλει, πρόωρα και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συναφθείσα για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της ορισθείσας στην εν λόγω σύμβαση ποινικής ρήτρας το οποίο μπορεί να αντιστοιχεί στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που είχε δεσμευθεί να αγοράσει, ακόμη και αν η ηλεκτρική αυτή ενέργεια δεν καταναλώθηκε ούτε πρόκειται να καταναλωθεί, ενώ η ίδια εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει κριτήρια για τον υπολογισμό του ποσού της ποινικής ρήτρας ούτε για την ενδεχόμενη μείωσή του, εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση, αφενός, διασφαλίζει ότι ένας τέτοιος συμβατικός όρος πρέπει να είναι σαφής, κατανοητός και προϊόν ελεύθερης βούλησης και, αφετέρου, προβλέπει δυνατότητα διοικητικής ή ένδικης προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας η επιλαμβανόμενη αρχή μπορεί να εκτιμήσει την αναλογικότητα του ποσού της ποινικής ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να επιβάλει τη μείωση ή την εκμηδένισή του.
Επί των δικαστικών εξόδων
56 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 7, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ,
έχει την έννοια ότι:
δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια μικρή επιχείρηση, όταν καταγγέλλει, πρόωρα και με σκοπό την αλλαγή προμηθευτή, σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας συναφθείσα για ορισμένο χρόνο και με σταθερή τιμή, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της ορισθείσας στην εν λόγω σύμβαση ποινικής ρήτρας το οποίο μπορεί να αντιστοιχεί στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που είχε δεσμευθεί να αγοράσει, ακόμη και αν η ηλεκτρική αυτή ενέργεια δεν καταναλώθηκε ούτε πρόκειται να καταναλωθεί, ενώ η ίδια εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει κριτήρια για τον υπολογισμό του ποσού της ποινικής ρήτρας ούτε για την ενδεχόμενη μείωσή του, εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση, αφενός, διασφαλίζει ότι ένας τέτοιος συμβατικός όρος πρέπει να είναι σαφής, κατανοητός και προϊόν ελεύθερης βούλησης και, αφετέρου, προβλέπει δυνατότητα διοικητικής ή ένδικης προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας η επιλαμβανόμενη αρχή μπορεί να εκτιμήσει την αναλογικότητα του ποσού της ποινικής ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να επιβάλει τη μείωση ή την εκμηδένισή του.
(υπογραφές)