ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
LAILA MEDINA
της 25ης Ιανουαρίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑753/22
QY
κατά
Bundesrepublik Deutschland
[αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινή πολιτική ασύλου – Απόφαση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα εκδοθείσα από κράτος μέλος – Κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης στο κράτος μέλος αυτό – Έννομες συνέπειες της νέας αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε άλλο κράτος μέλος – Εξέταση της νέας αίτησης από αυτό το άλλο κράτος μέλος – Καθορισμός πιθανής εξωεδαφικής δεσμευτικής ισχύος της αποφάσεως χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα – Αμοιβαία αναγνώριση – Διαβίβαση πληροφοριών»
I. Εισαγωγή
1. Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας μεταξύ της QY, υπηκόου Συρίας στην οποία έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα στην Ελλάδα, και της Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (ομοσπονδιακής υπηρεσίας για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες, Γερμανία, στο εξής: ομοσπονδιακή υπηρεσία), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας να απορρίψει την αίτηση της QY για αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος.
2. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Γερμανία, δηλαδή το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα (στο εξής: δεύτερο κράτος μέλος) δεν μπορεί να επιστρέψει την QY στην Ελλάδα, δηλαδή στο κράτος μέλος στο οποίο της χορηγήθηκε αρχικώς το εν λόγω καθεστώς (στο εξής: πρώτο κράτος μέλος), καθόσον τούτο θα την εξέθετε σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), λόγω των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων σε αυτό το κράτος μέλος (2).
3. Με βάση τα παραπάνω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και οι συναφείς διατάξεις των τριών νομοθετημάτων του παραγώγου δικαίου που έχουν θεσπιστεί στον τομέα του δικαίου της Ένωσης για τους πρόσφυγες, δηλαδή του κανονισμού Δουβλίνο III (3), της οδηγίας για τις διαδικασίες (4) και της οδηγίας για την αναγνώριση (5), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δεύτερο κράτος μέλος υποχρεούται να αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα που έχει χορηγηθεί από το πρώτο κράτος μέλος χωρίς περαιτέρω εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.
4. Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να υφίσταται αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα μεταξύ των κρατών μελών και, εάν αυτό ισχύει, κατά πόσον η εν λόγω αναγνώριση εξακολουθεί να ισχύει όταν δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Παρόμοια ζητήματα εγείρονται επίσης στο πλαίσιο τριών ακόμη υποθέσεων που εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου (6).
II. Νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
5. Το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, ορίζει τα εξής:
«1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 [(7)] [στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης] […].
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου [(στο εξής: ΚΕΣΑ)], στο οποίο περιλαμβάνονται:
α) ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση,
[…]».
1. ΟκανονισμόςΔουβλίνοIII
6. Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III.
2. Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.
Όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος στο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί πρωτίστως ως υπεύθυνο, εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη], το προσδιορίζον κράτος μέλος εξακολουθεί να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να διαπιστώσει αν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο.
Όταν η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, βάσει της παρούσας παραγράφου, σε κάποιο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ ή στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το προσδιορίζον κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος.»
7. Το άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση πληροφοριών.
2. Η οδηγία για τις διαδικασίες
8. Το άρθρο 33, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες, το οποίο επιγράφεται «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», ορίζει τα εξής:
«1. Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του [κανονισμού Δουβλίνο III], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την [οδηγία για την αναγνώριση] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:
α) η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος».
3. Ηοδηγίαγιατηναναγνώριση
9. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2, και 3, της οδηγίας για την αναγνώριση αφορά την αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων ως προς τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας.
10. Τα άρθρα 11, 12, 13 και 14 της ίδιας οδηγίας έχουν επίσης σημασία για την υπό κρίση υπόθεση.
Β. Το γερμανικό δίκαιο
11. Το άρθρο 60, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμου περί διαμονής, απασχόλησης και ένταξης των αλλοδαπών στην ομοσπονδιακή επικράτεια), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AufenthG), ορίζει ότι, δυνάμει της Συμβάσεως της Γενεύης, «δεν επιτρέπεται η απέλαση αλλοδαπού σε κράτος στο οποίο απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του λόγω της φυλής, της θρησκείας, της ιθαγένειας, της συμμετοχής του σε κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων».
12. Κατά το αιτούν δικαστήριο, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του AufenthG, όταν σε ένα πρόσωπο έχει χορηγηθεί, εκτός της ομοσπονδιακής επικράτειας, το καθεστώς του πρόσφυγα ως προς ορισμένο κράτος, η χορήγηση του καθεστώτος αυτού εμποδίζει τις γερμανικές αρχές να απελάσουν το πρόσωπο στο εν λόγω κράτος. Με τη θέσπιση του συγκεκριμένου κανόνα, ο Γερμανός νομοθέτης προσδίδει μεν δεσμευτικό αποτέλεσμα στην αναγνώριση του καθεστώτος αυτού, το οποίο περιορίζεται στην άρνηση απέλασης του ενδιαφερομένου προσώπου, αλλά δεν δημιουργεί οποιοδήποτε νέο δικαίωμα όσον αφορά την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
13. Στην QY, υπήκοο Συρίας, χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα στην Ελλάδα το 2018. Σε ημερομηνία η οποία δεν γνωστοποιείται από το αιτούν δικαστήριο, η QY υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στη Γερμανία.
14. Ένα γερμανικό διοικητικό δικαστήριο έκρινε με απόφασή του ότι, λόγω των συνθηκών υποδοχής των προσφύγων στην Ελλάδα, η QY διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιστραφεί στο εν λόγω κράτος μέλος.
15. Με απόφαση που εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου 2019, η ομοσπονδιακή υπηρεσία χορήγησε στην QY επικουρική προστασία και απέρριψε την αίτησή της για χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.
16. Το Verwaltungsgericht (διοικητικό δικαστήριο, Γερμανία) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η QY με το σκεπτικό ότι για τη θεμελίωση της αξίωσής της δεν αρκεί αποκλειστικά και μόνον το γεγονός ότι στην Ελλάδα τής έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Το Verwaltungsgericht (διοικητικό δικαστήριο) έκρινε ότι η αίτησή της ήταν αβάσιμη διότι η ίδια δεν διέτρεχε κίνδυνο να υποστεί δίωξη στη Συρία.
17. Εν συνεχεία, η QY άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι η ομοσπονδιακή υπηρεσία δεσμεύεται από το καθεστώς του πρόσφυγα που της έχει ήδη χορηγηθεί από την Ελλάδα.
18. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ουδεμία διάταξη του γερμανικού δικαίου απονέμει στην QY δικαίωμα αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα που της έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος. Υπογραμμίζει επίσης ότι η αίτησή της δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη από τις γερμανικές αρχές, δεδομένου ότι, μολονότι στην QY έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα στην Ελλάδα, η ίδια διατρέχει κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη εάν επιστραφεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι επιβάλλεται να καθοριστούν οι έννομες συνέπειες του αποκλεισμού της επιλογής αυτής λόγω του κινδύνου παραβάσεως της εν λόγω διάταξης.
19. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί εάν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει στην ομοσπονδιακή υπηρεσία να προβεί σε νέα εξέταση, χωρίς να δεσμεύεται από προηγούμενη απόφαση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα από άλλο κράτος μέλος, και εάν η εν λόγω απόφαση παράγει υποχρεωτικά εξωεδαφικά αποτελέσματα. Το δικαστήριο αυτό διατυπώνει την άποψη ότι από το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης ουδόλως προκύπτει ότι η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε ένα κράτος μέλος απαγορεύει στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους να εξετάσουν επί της ουσίας την αίτηση διεθνούς προστασίας. Εν ολίγοις, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, δεν υπάρχει ρητή διάταξη η οποία να προβλέπει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων χορήγησης του εν λόγω καθεστώτος.
20. Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί μέχρι στιγμής επί του κατά πόσον παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο IIΙ, κατά το οποίο η αίτηση διεθνούς προστασίας εξετάζεται επί της ουσίας από ένα μόνο κράτος μέλος. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 13 της οδηγίας για την αναγνώριση θα μπορούσαν να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, η επιλογή που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες στο δεύτερο κράτος μέλος να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι το πρώτο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει στον αιτούντα καθεστώς πρόσφυγα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως έκφραση της αρχής ότι η αίτηση χορήγησης ασύλου πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας μία μόνο φορά.
21. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση C‑352/22, Generalstaatsanwaltschaft Hamm (Αίτηση έκδοσης πρόσφυγα στην Τουρκία), η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορά αίτηση έκδοσης υποβληθείσα από τρίτη χώρα από την οποία έχει διαφύγει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην υπό κρίση υπόθεση, η ομοσπονδιακή υπηρεσία έχει χορηγήσει στην QY επικουρική προστασία και, ως εκ τούτου, αυτή δεν μπορεί να απελαθεί.
22. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται με ποιον τρόπο θα πρέπει να ερμηνευθεί η σκέψη 42 της διάταξης Hamed και Omar (8). Αφενός, η αναφορά σε «νέα» διαδικασία ασύλου μπορεί να συνηγορεί υπέρ της νέας εξέτασης. Αφετέρου, η αναφορά στα «δικαιώματα που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα» υποδηλώνει, ενδεχομένως, αναγνώριση του καθεστώτος που έχει ήδη χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος.
23. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτρέπεται σε κράτος μέλος να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας για τις διαδικασίες] να απορρίψει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη δεδομένης της χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος, επειδή οι συνθήκες διαβίωσης στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος θα εξέθεταν τον αιτούντα σε σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη], έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του [κανονισμού Δουβλίνο III], το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 13 της [οδηγίας για την αναγνώριση] καθώς και το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας για την αναγνώριση] την έννοια ότι το γεγονός ότι έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα εμποδίζει το κράτος μέλος να εξετάσει κατ’ ελεύθερη κρίση την υποβληθείσα σε αυτό αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και το υποχρεώνει να χορηγήσει στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα χωρίς να εξετάσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της προστασίας αυτής;»
24. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η QY και η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ιρλανδική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Λουξεμβουργιανή, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία, εκτός από τη Βελγική, την Τσεχική και την Αυστριακή Κυβέρνηση, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 26 Σεπτεμβρίου 2023.
IV. Ανάλυση
25. Η κατάσταση στην οποία στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορεί να επιστραφεί στο πρώτο κράτος μέλος, στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι το σύστημα ασύλου του πρώτου κράτους μέλους –και ιδίως οι συνθήκες υποδοχής των προσφύγων– δεν δύναται να εγγυηθεί πλέον το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, από το άρθρο 4 του Χάρτη (τμήμα Α).
26. Σε αυτό το πλαίσιο, με το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ζητείται να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, εάν στο δίκαιο της Ένωσης υφίσταται αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία να απαιτεί από το δεύτερο κράτος μέλος την αναγνώριση και εφαρμογή του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει χορηγηθεί προηγουμένως στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από το πρώτο κράτος μέλος. Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα αυτό μπορεί να χωριστεί σε δύο σκέλη. Πρώτον, έχει πρωταρχική σημασία να εξακριβωθεί εάν στον τομέα της πολιτικής ασύλου της Ένωσης υφίσταται τέτοια αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης (τμήμα Β). Δεύτερον, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, πρέπει επίσης να καθοριστεί με ποιον τρόπο θα πρέπει να διενεργούνται οι επακόλουθες διοικητικές διαδικασίες όσον αφορά τις νέες αιτήσεις στο δεύτερο κράτος μέλος (τμήμα Γ) (9).
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των εξαιρετικών περιστάσεων που συνεπάγεται η απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης
27. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, αναγνωρίζει δε ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ (10). Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές, καθώς και ως προς το γεγονός ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, ιδίως στα άρθρα του 1 και 4, τα οποία κατοχυρώνουν μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και των κρατών μελών της (11). Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ, πρέπει να τεκμαίρεται ότι η μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία σε κάθε κράτος μέλος συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του Χάρτη, της Συμβάσεως της Γενεύης καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (12).
28. Παρά το ως άνω τεκμήριο συμμόρφωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αποκλείεται το ΚΕΣΑ να αντιμετωπίζει στην πράξη σοβαρές δυσλειτουργίες εντός ορισμένου κράτους μέλους, οπότε οι αιτούντες άσυλο διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, σε περίπτωση μεταφοράς σε αυτό το κράτος μέλος, να τύχουν μεταχειρίσεως αντίθετης προς τα θεμελιώδη δικαιώματά τους (13). Ως εκ τούτου, σε εξαιρετικές περιστάσεις (14), η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης αντιβαίνει στην υποχρέωση ερμηνείας και εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα (15).
29. Στην υπό κρίση υπόθεση, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη στο ΚΕΣΑ –κατά την οποία καθένα από αυτά τα κράτη πρέπει να θεωρεί ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη συμμορφώνονται προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης– δεν ισχύει πλέον όσον αφορά το πρώτο κράτος μέλος. Το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο τίθεται στο πλαίσιο των «εξαιρετικών περιστάσεων», κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας, και στηρίζεται στη διττή παραδοχή ότι το προαναφερθέν τεκμήριο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθόσον, πρώτον, έχει παραβιαστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη, υπό την έννοια ότι η αιτούσα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη στο κράτος μέλος από το οποίο της χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, δεύτερον, η γερμανική αποφαινόμενη αρχή δεν έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες.
1. Παραβίαση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III
1) Άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο IIΙ καιβασικός κανόνας
30. Το σύστημα που προβλέπει ο κανονισμός Δουβλίνο III αποσκοπεί στη θέσπιση κριτηρίων και μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Στηρίζεται στην αρχή που παρατίθεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ότι ένα μόνο κράτος μέλος είναι αρμόδιο να εξετάσει εάν ο αιτών χρήζει διεθνούς προστασίας.
31. Προκειμένου να επιτύχει τον ως άνω στόχο, το κεφάλαιο III του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει μια ιεράρχηση αντικειμενικών και δίκαιων κριτηρίων τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (16). Τα κριτήρια αυτά, τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 8 έως 15 του εν λόγω κανονισμού, σκοπούν στη δημιουργία μιας σαφούς και αποτελεσματικής μεθόδου, η οποία θα καθιστά εφικτό τον ταχύ καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο ώστε να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μη διακυβεύεται ο σκοπός της ταχείας διεκπεραίωσης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Κατ’ εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων, οι ελληνικές αρχές άσκησαν την αρμοδιότητά τους για την έκδοση της απόφασης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα στην QY.
β) Άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III
32. Στην απόφαση N.S. κ.λπ., το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το σύστημα ασύλου δεν αποκλείεται να αντιμετωπίζει στην πράξη σοβαρές δυσλειτουργίες εντός ορισμένου κράτους μέλους, οπότε οι αιτούντες άσυλο διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο, σε περίπτωση μεταφοράς σε αυτό το κράτος μέλος, να τύχουν μεταχειρίσεως αντίθετης προς τα θεμελιώδη δικαιώματά τους (17). Το Δικαστήριο εγκατέλειψε την προσέγγιση περί αυτόματης εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο II (18), προδρόμου του κανονισμού Δουβλίνο III, προκειμένου «να καταστεί δυνατή η εκ μέρους της Ένωσης και των κρατών μελών τήρηση των υποχρεώσεών τους σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο» (19). Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μη μεταφέρουν αιτούντα άσυλο προς το «υπεύθυνο κράτος μέλος», κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο II, οσάκις είναι αδύνατο να αγνοούν ότι οι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος αυτό αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη.
33. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III κωδικοποιεί την περίπτωση για την οποία κάνει λόγο η απόφαση N.S. κ.λπ., δηλαδή την περίπτωση των εξαιρετικών περιστάσεων, εισάγοντας ένα διπλό κριτήριο –τις συστημικές πλημμέλειες στη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος– το οποίο παρέχει τη δυνατότητα άρνησης μεταφοράς του αιτούντος στο κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση (20).
34. Στην υπό κρίση υπόθεση, το προδικαστικό ερώτημα αφορά αυτήν ακριβώς την περίπτωση. Επομένως, το τεκμήριο ισοδυναμίας των εθνικών συστημάτων ασύλου –στο οποίο στηρίζονται οι κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο III– δεν έχει εφαρμογή. Τούτο σημαίνει ότι οι γερμανικές αρχές δεν μπορούν να επιστρέψουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην Ελλάδα, εφόσον κρίνουν ότι υπάρχουν συστημικές πλημμέλειες στις συνθήκες υποδοχής των προσφύγων σε αυτό το κράτος μέλος. Όταν η συνδρομή της περίπτωσης αυτής οφείλεται στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο αιτών άσυλο οφείλουν να προσδιορίσουν ποιο κράτος μέλος καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του.
γ) Το αρμόδιο κράτος μέλος όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III
35. Καταρχάς, είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο III θέτει τον ακόλουθο κανόνα αρμοδιότητας: το προσδιορίζον κράτος μέλος είναι αυτό που συνεχίζει την εξέταση των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να εξακριβώσει εάν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο. Εφόσον η εξέταση αυτή δεν καταλήξει στον προσδιορισμό άλλου κράτους μέλους ως υπεύθυνου, η τρίτη περίοδος του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι, «[ό]ταν η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, βάσει της παρούσας παραγράφου, σε κάποιο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ ή στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το προσδιορίζον κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος».
36. Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει εάν οι γερμανικές αρχές προέβησαν στην εξέταση που απαιτείται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο III και, εάν αυτό συνέβη, με ποιον τρόπο. Καθίσταται, ωστόσο, σαφές ότι οι εν λόγω αρχές θεωρούν εαυτόν αρμόδιο με βάση την τρίτη περίοδο του ως άνω άρθρου (21). Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρμοδιότητα των γερμανικών αρχών βασίζεται στην τρίτη αυτή περίοδο.
2. Απαράδεκτο δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες
37. Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εξετάσουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία για την αναγνώριση, όταν η αίτηση αυτή θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Το άρθρο 33, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη (22). Ειδικότερα, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες προβλέπει ότι, όταν η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί προηγουμένως στον αιτούντα από άλλο κράτος μέλος, η αίτησή του μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αυτή η εξαίρεση στην αρχή του γενικώς παραδεκτού μπορεί να εξηγηθεί από τη σημασία της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (23). Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες συνιστά απτή έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ (24).
38. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί της ως άνω αρχής (25), οι αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να εφαρμόσουν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες όταν έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, ότι υφίστανται, στο κράτος μέλος στο οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας τυγχάνει ήδη διεθνούς προστασίας, είτε συστημικές ή γενικευμένες ελλείψεις είτε ελλείψεις που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων και ότι, δεδομένων των ελλείψεων αυτών, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι οι οποίοι πείθουν ότι ο υπήκοος αυτός θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί στο εν λόγω κράτος απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη (26).
39. Λαμβανομένου υπόψη ότι το προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στο γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αποφαινόμενη γερμανική αρχή δεν είναι δυνατόν να λάβει απόφαση με την οποία θα απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες, συνάγεται, κατά λογική ακολουθία, ότι το εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε τη συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων: υπάρχουν είτε συστημικές ή γενικευμένες ελλείψεις είτε ελλείψεις που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων και συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι οι οποίοι πείθουν ότι υπήκοοι τρίτης χώρας, όπως η QY, θα διατρέξουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη.
40. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα εγείρεται ως προς την ύπαρξη αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων στον τομέα της πολιτικής ασύλου και ως προς τις συνέπειες της απώλειας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επί της αναγνώρισης αυτής, εφόσον υφίσταται τέτοια.
3. Οι συνέπειες της απώλειας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης
41. Όπως προανέφερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στηρίζεται στο τεκμήριο ότι κάθε κράτος πρέπει να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό (27). Η αρχή αυτή γεννά υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη μέλη (28). Η αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν πρέπει να συγχέεται με την τυφλή εμπιστοσύνη (29). Απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μπορεί να επέλθει στην περίπτωση διαπίστωσης συστημικών πλημμελειών στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο σε ένα από τα κράτη μέλη (30). Εξ αυτού συνάγεται ότι, όταν το ως άνω τεκμήριο καταρρίπτεται και ένα κράτος μέλος απολέσει την εμπιστοσύνη του στο σύστημα ασύλου ενός άλλου κράτους μέλους, εγείρεται αναπόφευκτα πλήθος ζητημάτων: ποιες συνέπειες επιφέρει αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών; Αντιστρόφως, ποια δικαιώματα και υποχρεώσεις παραμένουν ανεπηρέαστα; Επίσης, επηρεάζει αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης εκ μέρους ενός κράτους μέλους τις έννομες συνέπειες των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από άλλο κράτος μέλος;
42. Οι συνέπειες της απώλειας εμπιστοσύνης κάθε άλλο παρά σαφείς είναι. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, όταν το δεύτερο κράτος μέλος (Γερμανία) απολέσει την εμπιστοσύνη του στο σύστημα ασύλου του πρώτου κράτους μέλους (Ελλάδα) λόγω των πλημμελειών στις συνθήκες υποδοχής των προσφύγων, το δεύτερο κράτος μέλος απλώς παύει να έχει εμπιστοσύνη στον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τους πρόσφυγες το πρώτο κράτος μέλος, αλλά όχι και στις διαδικασίες του για την επεξεργασία των αιτήσεων χορήγησης ασύλου. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα αυτής της απώλειας εμπιστοσύνης περιορίζονται στη μη επιστροφή του ενδιαφερομένου προσώπου στο πρώτο κράτος μέλος. Ωστόσο, το δεύτερο κράτος μέλος εξακολουθεί να θεωρεί ότι η απόφαση του πρώτου κράτους μέλους με την οποία χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα είναι βάσιμη. Αντιστρόφως, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι η απώλεια εμπιστοσύνης συνεπάγεται μια γενική δυσπιστία στο σύστημα ασύλου του πρώτου κράτους μέλους στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένου του κύρους της αρχικής απόφασης που εκδόθηκε από το πρώτο κράτος μέλος.
43. Συναφώς, φρονώ ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των διαδικασιών ασύλου και, ιδίως, των όρων που διέπουν τις διαδικασίες για την επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου στο πρώτο κράτος μέλος και, αφετέρου, των συνθηκών διαβίωσης των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στο κράτος μέλος αυτό (31). Θεωρητικά, η επίγνωση που έχει το δεύτερο κράτος μέλος όσον αφορά τις πλημμέλειες στο πρώτο κράτος μέλος (και, ως εκ τούτου, η απώλεια εμπιστοσύνης) μπορεί να αφορά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου και/ή τις συνθήκες διαβίωσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, στη διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται ρητώς στις «συνθήκες διαβίωσης» στο πρώτο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ορθώς εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, παρά την απώλεια εμπιστοσύνης που διαπιστώθηκε από τα δικαστήρια του δευτέρου κράτους μέλους όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης στο πρώτο κράτος μέλος. Υπό το πρίσμα της ως άνω διάκρισης, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν –και εάν ναι, με ποιον τρόπο– εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα της πολιτικής ασύλου όταν εφαρμοστέο είναι το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη και τρίτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο III και το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής διότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη.
Β. Αμοιβαία αναγνώριση στον τομέα της πολιτικής ασύλου
44. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως έχει εφαρμογή στον τομέα της πολιτικής ασύλου, και εάν ναι, με ποιον τρόπο, περιλαμβάνει δύο πτυχές: καταρχάς, πρέπει να διαπιστωθεί εάν εφαρμόζεται ως γενική αρχή υπό κανονικές περιστάσεις. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να καθοριστεί εάν, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, υποχρεούται το δεύτερο κράτος μέλος να αναγνωρίζει αυτομάτως το καθεστώς πρόσφυγα που έχει χορηγηθεί από το πρώτο κράτος μέλος και την προστασία που αυτό συνεπάγεται.
45. Στη βασική της εφαρμογή, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης σημαίνει ότι απόφαση η οποία αφορά το καθεστώς πρόσφυγα υπηκόου τρίτης χώρας που έχει εκδοθεί σε ένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης πρέπει να γίνεται αποδεκτή χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό στα λοιπά κράτη μέλη (32). Συνεπώς, αμοιβαία αναγνώριση σημαίνει ότι το δεύτερο κράτος μέλος αναγνωρίζει και εφαρμόζει μια απόφαση που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή του πρώτου κράτους μέλους σαν να ήταν δική του (33). Για να έχει νόημα η αμοιβαία αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, πρέπει η προστασία και τα δικαιώματα που χορηγήθηκαν στον πρόσφυγα στο πρώτο κράτος μέλος να τον ακολουθούν και στο δεύτερο κράτος μέλος (34).
46. Προκειμένου η αμοιβαία αυτή αναγνώριση να υφίσταται στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ, πρέπει να θεμελιώνεται είτε στο πρωτογενές είτε στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, θα αναλύσω τις διατάξεις του πρωτογενούς (i) και του παραγώγου δικαίου της Ένωσης (ii), προκειμένου να εξακριβώσω εάν στον τομέα της πολιτικής ασύλου υφίσταται η εν λόγω αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης.
1. Υπάρχει κάποια κατευθυντήρια αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης που να απορρέει από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης;
47. Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας. Προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν, δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΛΕΕ, μέτρα για ένα ΚΕΣΑ. Σε αυτά περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση (35). Ωστόσο, καμία από τις διατάξεις στον τίτλο V, κεφάλαιο 2, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει την υποχρέωση ή προβλέπει μια αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει χορηγηθεί σε άλλο κράτος μέλος (36). Επιπλέον, σε αντίθεση με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας (37), οι οποίες έχουν άμεσο αποτέλεσμα (38), είναι αυτόνομες και περιέχουν άμεσα εφαρμοστέα δικαιώματα, τα οποία καθιστούν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πλήρως αποτελεσματική και λειτουργική, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο όσον αφορά τις διατάξεις του τίτλου V, κεφάλαιο 2, ΣΛΕΕ. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καμία διάταξη της Συνθήκης η οποία να ορίζει ρητώς ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι πλήρως αποτελεσματική και λειτουργική όσον αφορά την πολιτική ασύλου.
48. Τούτου λεχθέντος, παραμένει το ζήτημα εάν από τις εν λόγω διατάξεις των Συνθηκών μπορεί να συναχθεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (39). Συναφώς, υπογραμμίζω ότι το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση την αρμοδιότητα λήψης μέτρων στον τομέα της πολιτικής ασύλου και καθορίζει τον σκοπό της αρμοδιότητας αυτής, ο οποίος συνίσταται στη δημιουργία κοινής πολιτικής ασύλου που θα παρέχει «το κατάλληλο καθεστώς» σε οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας «χρήζει διεθνούς προστασίας». Το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ αποτελεί τη νομική βάση (40) που παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα «ενιαίο καθεστώς ασύλου» το οποίο «ισχύει σε όλη την Ένωση» (41). Τούτο, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει ότι τα συνδεόμενα με το συγκεκριμένο ενιαίο καθεστώς δικαιώματα δεν είναι ούτε πλήρως αποτελεσματικά ούτε λειτουργικά χωρίς την επέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης (42). Εξ αυτού συνάγεται ότι μια διάταξη της Συνθήκης η οποία θέτει τη νομική βάση και προβλέπει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν είναι αρκετή ώστε να υποστηριχθεί ότι η διάταξη αυτή περιέχει άμεσα εφαρμοστέα δικαιώματα τα οποία καθιστούν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πλήρως αποτελεσματική και λειτουργική (43).
49. Χάριν πληρότητας, οφείλω να προσθέσω ότι το άρθρο 18 του Χάρτη ορίζει ότι «[τ]ο δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης […]». Καίτοι, δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η κοινή πολιτική ασύλου «πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης», κατά γενική αρχή, το διεθνές δίκαιο απαγορεύει την άσκηση εξωεδαφικής εκτελεστικής δικαιοδοσίας εκτός εάν αυτό επιτρέπεται ρητώς (44). Ωστόσο, η εν λόγω σύμβαση δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη της να αναγνωρίζουν το καθεστώς πρόσφυγα που έχει ήδη χορηγηθεί σε αιτούντα άσυλο από άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Κατά συνέπεια, από τη σύμβαση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί οποιουδήποτε είδους εξωεδαφικότητα. Στο ίδιο πνεύμα, η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν απαιτεί την ύπαρξη εξωεδαφικότητας, αλλά, αντιθέτως, υπογραμμίζει τον έκτακτο χαρακτήρα της εν λόγω αρχής (45). Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία αφορά κατ’ αποκλειστικότητα την έννομη τάξη της Ένωσης, δεν απορρέει από την ΕΣΔΑ (46).
50. Τέλος, στις παρατηρήσεις της, η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόκολλο (αριθ. 24) που προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ (47) είναι κρίσιμο για την προκείμενη διαδικασία. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή, καθόσον το συγκεκριμένο πρωτόκολλο αφορά υπηκόους των κρατών μελών, ενώ η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικά και μόνο υπηκόους τρίτων χωρών.
51. Δεδομένου ότι από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να συναχθεί γενική αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης, το ζήτημα που ανακύπτει ακολούθως είναι εάν η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ στηρίζεται στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.
2. Μπορεί η αμοιβαία αναγνώριση στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ να συναχθεί από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης;
52. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, ακολουθώντας τη συνήθη μέθοδο ερμηνείας που προβλέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (48), θα εφαρμόσω γραμματικά, συστηματικά και τελολογικά κριτήρια ερμηνείας ανάλογα με τη σημασία που έχουν για την ανάλυση. Συναφώς, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ υφίσταται αρχή αμοιβαίας αναγνώρισης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επιβάλει την αναγνώριση αυτή στα κράτη μέλη (49). Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η πρόθεση αυτή δεν χρειάζεται να δηλώνεται ρητώς στις σχετικές διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, αλλά μπορεί να συνάγεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν οι εν λόγω διατάξεις. Ειδικότερα, τούτο μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που η αποτελεσματικότητα διατάξεως του παραγώγου δικαίου της Ένωσης εξαρτάται από την ύπαρξη της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, μολονότι η διάταξη του παραγώγου δικαίου της Ένωσης δεν χρειάζεται να περιέχει ρητή αναφορά στην «αμοιβαία αναγνώριση», για την εφαρμογή της αρχής αυτής θα πρέπει να προκύπτει σαφής πρόθεση εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης (50).
α) Ο κανονισμός Δουβλίνο III
53. Καταρχάς, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν, πρώτον, ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν έχει εφαρμογή, καθόσον το υπεύθυνο κράτος μέλος (εν προκειμένω, η Ελλάδα) έχει ήδη χορηγήσει διεθνή προστασία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο (51). Δεύτερον, διατείνονται ότι η διαφορά της κύριας δίκης εγείρει το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο πρέπει να εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε στη Γερμανία και όχι η αίτηση που είχε προηγουμένως υποβληθεί στην Ελλάδα.
54. Όσον αφορά το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III, όπως προανέφερα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού καθορίζει την αρμοδιότητα των αρχών του δευτέρου κράτους μέλους να εξετάσουν την αίτηση χορήγησης ασύλου. Λαμβανομένου υπόψη ότι η διάταξη αυτή κωδικοποιεί συγκεκριμένα την περίπτωση που εξετάστηκε στην απόφαση N.S. κ.λπ., το ζήτημα αναγνώρισης της απόφασης με την οποία χορηγείται το καθεστώς πρόσφυγα όταν ένα κράτος μέλος έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του στις συνθήκες διαβίωσης στο άλλο κράτος μέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III (52). Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η προκείμενη κατάσταση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
55. Ο κανονισμός Δουβλίνο III θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη (53). Εντούτοις, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν μνημονεύεται στον κανονισμό αυτό. Υπό την ισχύουσα μορφή του, οι αιτήσεις ασύλου πρέπει να εξετάζονται από τα κράτη μέλη μεμονωμένα. Μολονότι το σύστημα του Δουβλίνου στηρίζεται στη θεμελιώδη ιδέα της ισοδυναμίας των συστημάτων ασύλου των κρατών μελών, το τεκμήριο αυτό δεν ισοδυναμεί με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα.
56. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι μηχανισμοί που θεσπίζονται από τον κανονισμό Δουβλίνο III παρέχουν υψηλό επίπεδο «αυτοματοποίησης» των διαδικασιών όσον αφορά τις αρνητικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις με τις οποίες δεν χορηγείται καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρική προστασία (54). Αυτή η «αυτοματοποίηση» συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III καθιστά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πλήρως αποτελεσματική και λειτουργική, αλλά μόνον ως προς τις αρνητικές αποφάσεις (55). Στην περίπτωση που το πρώτο κράτος μέλος έχει λάβει αρνητική απόφαση, το δεύτερο κράτος μέλος δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται σε αυτό, αλλά οφείλει να επιστρέψει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο πρώτο κράτος μέλος, το οποίο, με τη σειρά του, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιστρέψει το εν λόγω πρόσωπο στη χώρα καταγωγής του. Επιπλέον, το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο III απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε «εντατική οριζόντια διακρατική συνεργασία μεταξύ των εθνικών διοικήσεων», προκειμένου να εντοπίζουν πιθανές επεμβάσεις άλλων δικαιοδοσιών (56).
57. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η Ιρλανδική Κυβέρνηση, δεν υπάρχει καμία νομική διάταξη στον κανονισμό Δουβλίνο III η οποία να προβλέπει ρητώς την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης όσον αφορά τις θετικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τα λοιπά κράτη μέλη. Ο κανονισμός αυτός δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν αυτομάτως τις θετικές αποφάσεις των λοιπών κρατών μελών. Μολονότι οι ακαδημαϊκοί έχουν προβάλει πειστικά de lege ferenda επιχειρήματα τα οποία συνηγορούν υπέρ της ανάγκης θέσπισης της εν λόγω αρχής (57), ο νομοθέτης της Ένωσης, παρά τις προσπάθειες της Επιτροπής (58), δεν έχει κάνει οριστικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
58. Οφείλω να προσθέσω ότι η έννοια του ενός μόνο υπεύθυνου κράτους μέλους βρίσκεται στο επίκεντρο του ΚΕΣΑ (59). Υπό το πρίσμα της έννοιας αυτής, η διεξαγωγή της διαδικασίας περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο, συνακόλουθα, καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπό κανονικές περιστάσεις, οι θετικές και οι αρνητικές αποφάσεις αποτελούν αρμοδιότητα ενός μόνο κράτους μέλους.
59. Σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι το κράτος μέλος που έχει οριστεί υπεύθυνο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει το σύνολο της διαδικασίας σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο III, την οδηγία για τις διαδικασίες και την οδηγία για την αναγνώριση. Το κράτος μέλος αυτό είναι αρμόδιο να πραγματοποιήσει την εξέταση της αίτησης, να χορηγήσει διεθνή προστασία ή να απορρίψει την αίτηση ή, ανάλογα με την περίπτωση, να επιστρέψει ή να απομακρύνει τον υπήκοο της τρίτης χώρας. Όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, το σύστημα του Δουβλίνου δεν επιτρέπει τη συσσώρευση αιτήσεων διεθνούς προστασίας για το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικά κράτη μέλη. Ωστόσο, όταν το δεύτερο κράτος μέλος δεν μπορεί να επιστρέψει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο πρώτο κράτος μέλος που του έχει χορηγήσει το καθεστώς του πρόσφυγα, οι ανησυχίες σχετικά με τη συσσώρευση πολλαπλών αιτήσεων προστασίας από το ίδιο πρόσωπο καθίστανται άνευ αντικειμένου. Και τούτο διότι, υπό το πρίσμα των πλημμελειών στις συνθήκες υποδοχής των προσφύγων στο πρώτο κράτος μέλος, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητά του ως πρόσφυγα κατά τρόπον τέτοιον, ώστε τα θεμελιώδη δικαιώματά του, όπως αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, να προστατεύονται επαρκώς.
60. Εξ αυτού συνάγεται ότι, σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, ο κανονισμός Δουβλίνο III απονέμει μεν στο δεύτερο κράτος μέλος την αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση, αλλά αφήνει ανοικτό το ζήτημα της έκτασης της αρμοδιότητας αυτής και της εφαρμοστέας διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι, όταν ανακύψουν οι εν λόγω περιστάσεις, ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν προβλέπει υποχρέωση εφαρμογής της θετικής αποφάσεως ασύλου του πρώτου κράτους μέλους.
β) Η οδηγία για τις διαδικασίες
61. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν μνημονεύεται ούτε στις διατάξεις της οδηγίας για τις διαδικασίες. Η προσέγγιση που ακολουθεί η οδηγία αυτή στηρίζεται στην έννοια της ενιαίας διαδικασίας και των ελάχιστων κοινών κανόνων (60).
62. Όσον αφορά την περίπτωση των εξαιρετικών περιστάσεων, το αιτούν δικαστήριο και οι μετέχοντες στη διαδικασία παραπέμπουν στο άρθρο 10 της οδηγίας για τις διαδικασίες. Η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 16 και 43 της εν λόγω οδηγίας, ορίζει ότι είναι ουσιώδες οι αποφάσεις για διεθνή προστασία να λαμβάνονται βάσει των γεγονότων και να εξετάζονται επί της ουσίας και να αξιολογούν σε αντικειμενική και αμερόληπτη βάση εάν ο αιτών πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, η οδηγία για τις διαδικασίες υπογραμμίζει την απαίτηση τα υπεύθυνα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις μεμονωμένα. Αφενός, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η «μεμονωμένη εξέταση» έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο πρώτο κράτος μέλος. Αφετέρου, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι απαιτείται μια νέα μεμονωμένη εξέταση λόγω των πλημμελειών στις συνθήκες υποδοχής των προσφύγων στο πρώτο κράτος μέλος. Εξ αυτού προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι από την απαίτηση αυτή δεν μπορεί να αντληθεί κανένα συμπέρασμα, είτε υπέρ είτε κατά του δεσμευτικού αποτελέσματος της απόφασης που χορηγεί το καθεστώς του πρόσφυγα όταν έχει διαπιστωθεί κίνδυνος σύμφωνα με το άρθρο 4 του Χάρτη. Φρονώ ότι το άρθρο 10 της οδηγίας για τις διαδικασίες έχει σημασία εν προκειμένω μόνον εφόσον το Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία άλλων διατάξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, αποφασίσει ότι οι γερμανικές αρχές πρέπει να εξετάσουν ex nunc εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα.
63. Ελλείψει σαφούς υποχρέωσης, η οποία να επιβάλλεται από την οδηγία για τις διαδικασίες, περί αυτόματης αναγνώρισης της απόφασης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, παραμένει αναγκαίο να προσδιοριστούν οι έννομες συνέπειες του αποκλεισμού της επιλογής που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, λόγω του σοβαρού κινδύνου που διατρέχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, στο πρώτο κράτος μέλος (61). Υπό κανονικές περιστάσεις, όταν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, η διάταξη αυτή αποτελεί ρητή έκφραση όχι μόνο της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο του ΚΕΣΑ αλλά και της αρχής του ενός μόνο υπεύθυνου κράτους μέλους (62).
64. Ωστόσο, σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων, το Δικαστήριο έκρινε, στη διάταξη Hamed και Omar, στηριζόμενο σε προγενέστερη νομολογία, ότι ένα κράτος μέλος (στην υπόθεση εκείνη, η Γερμανία) έχει τη δυνατότητα να μη στηριχθεί στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τη διαδικασία προκειμένου να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση χορήγησης ασύλου που έχει υποβληθεί από πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα από άλλο κράτος μέλος (στην υπόθεση εκείνη, η Βουλγαρία), στο οποίο το σύστημα ασύλου πάσχει από συστημικές πλημμέλειες παρόμοιες προς εκείνες της υποθέσεως στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση της απόφασης N.S. κ.λπ. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης, παρεμπιπτόντως, ότι μολονότι η γερμανική νομοθεσία προβλέπει τη χορήγηση κάποιου είδους προστασίας στους αιτούντες άσυλο που βρίσκονται αντιμέτωποι με την περίπτωση που εξετάστηκε στην απόφαση N.S. κ.λπ., «δεν προβλέπει την αναγνώριση του καθεστώτος αυτού και τη χορήγηση των συνδεδεμένων με αυτό δικαιωμάτων στη Γερμανία χωρίς να μεσολαβήσει νέα διαδικασία χορηγήσεως ασύλου» (63). Το χωρίο αυτό φαίνεται να επικυρώνει, καίτοι εμμέσως, το συμβατό του δικαίου της Ένωσης με την προσέγγιση που ακολουθεί ο Γερμανός νομοθέτης. Εάν η οδηγία για τις διαδικασίες προέβλεπε την αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος, το Δικαστήριο, κατά τη γνώμη μου, θα είχε διατυπώσει το συγκεκριμένο χωρίο κατά πολύ διαφορετικό τρόπο, επιβάλλοντας στις γερμανικές αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς αυτό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αντιθέτως, η αναφορά σε «νέα διαδικασία χορηγήσεως ασύλου» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, όταν αποδεικνύεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατρέχει κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, το δεύτερο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να κινήσει μια δεύτερη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Στην πράξη, η αρμοδιότητα που αποκτά το δεύτερο κράτος μέλος είναι διττή: αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση που υποβάλλει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και αρμοδιότητα να πραγματώσει τα δικαιώματα του προσώπου αυτού.
65. Ως εκ τούτου, συντάσσομαι με την άποψη ορισμένων από τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η νέα αίτηση μπορεί να διενεργήσει νέα εξέταση. Ωστόσο, η εξέταση αυτή πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους βασικούς σκοπούς της οδηγίας για τις διαδικασίες καθώς και του Χάρτη. Τούτου λεχθέντος, και όπως θα εξηγήσω στην ανάλυση που ακολουθεί (βλ. τμήμα Γ), η νέα εξέταση δεν συνεπάγεται μια «εκ του μηδενός» εξέταση. Για να το θέσω υπό απλούστερους όρους, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η νέα αίτηση δεν χρειάζεται να «ξεκινήσει από το μηδέν», αλλά μπορεί, κατά την αξιολόγησή του, να λάβει δεόντως υπόψη του την απόφαση άλλου κράτους μέλους περί χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
γ) Η οδηγία για την αναγνώριση
66. Η οδηγία για την αναγνώριση αποσκοπεί στη θέσπιση ενός «κοινού συστήματος [ασύλου]», με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης (64). Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 23 και 24, της οδηγίας για την αναγνώριση αναφέρουν ότι η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί «τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων» και ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής θεσπίστηκαν προκειμένου να καθοδηγούν τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως βάσει κοινών εννοιών και κριτηρίων (65). Εξ αυτού συνάγεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας για την αναγνώριση πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές συναφείς συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
67. Τα κεφάλαια I, III, IV, V και VI της οδηγίας για την αναγνώριση καθορίζουν τα κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων «που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας» (66) και στα οποία πρέπει να χορηγηθεί ένα από τα δύο καθεστώτα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή ο οποίος πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως πρόσφυγας σύμφωνα με τα κεφάλαια II και III της εν λόγω οδηγίας, χωρίς να διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα αυτό (67).
68. Ακολούθως, στο κεφάλαιο VII, η οδηγία για την αναγνώριση καθορίζει το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, πράγμα το οποίο δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, έναν σύνδεσμο μεταξύ του ενδιαφερομένου προσώπου και του κράτους μέλους που χορηγεί την εν λόγω προστασία. Ο σύνδεσμος αυτός αποτυπώνεται στις διατάξεις του εν λόγω κεφαλαίου, οι οποίες καθορίζουν τις απαιτήσεις, πρώτον, για παροχή στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας πρόσβασης σε πληροφορίες, άδειες διαμονής, ταξιδιωτικά έγγραφα, απασχόληση, εκπαίδευση, διαδικασίες για την αναγνώριση τίτλων, προγράμματα κοινωνικής ένταξης, κοινωνική αρωγή και ιατρική περίθαλψη και, δεύτερον, για διασφάλιση της οικογενειακής ενότητας (68).
69. Εντούτοις, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι καμία από τις προμνησθείσες διατάξεις των κεφαλαίων I έως VII της οδηγίας για την αναγνώριση δεν ασκεί στην πράξη επιρροή ως προς τα εξωεδαφικά αποτελέσματα των θετικών αποφάσεων χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα. Ειδικότερα, το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής, δεν συνιστά νομική βάση προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η οδηγία αυτή γεννά υποχρέωση αμοιβαίας αναγνώρισης.
70. Στις παρατηρήσεις της, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση να εκδίδουν ταξιδιωτικά έγγραφα στους πρόσφυγες ούτως ώστε αυτοί να μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στο εξωτερικό, δυνάμει του άρθρου 25 της οδηγίας για την αναγνώριση, συνιστά ρητή έκφραση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης (69). Ωστόσο, η διάταξη αυτή επιβάλλει στο πρώτο κράτος μέλος μόνο την υποχρέωση έκδοσης των εν λόγω εγγράφων, ενώ το δεύτερο κράτος μέλος αναγνωρίζει απλώς ότι τα έγγραφα αυτά ισχύουν ως ταξιδιωτικά έγγραφα. Η συγκεκριμένη αναγνώριση έχει περιορισμένη έκταση και ουδόλως επηρεάζει το κατά πόσον ισχύει η αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης όσον αφορά τις αποφάσεις χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί ένδειξη της αμοιβαίας αναγνώρισης των ταξιδιωτικών εγγράφων η οποία ουδεμία συνέπεια έχει ως προς το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης των θετικών αποφάσεων χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα.
71. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στη διαδικασία αναφέρθηκαν επίσης στην άδεια διαμονής μακράς διαρκείας που εκδίδεται από το πρώτο κράτος μέλος (70), προκειμένου να υποστηρίξουν ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης έχει εφαρμογή στον τομέα της πολιτικής ασύλου. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής βρίσκεται εξ αυτού και μόνον του λόγου παρανόμως σε αυτό (71). Ως εκ τούτου, το άρθρο 24 της οδηγίας για την αναγνώριση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη να χορηγούν άδεια διαμονής σε πρόσωπα στα οποία ένα άλλο κράτος μέλος έχει χορηγήσει διεθνή προστασία (72). Εξ αυτού συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως δεν μπορεί να αντληθεί κανένα συμπέρασμα από το σύστημα των αδειών διαμονής.
72. Επιπλέον, οι διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 14 της οδηγίας για την αναγνώριση περιέχουν ειδικούς κανόνες σχετικά με την παύση, τον αποκλεισμό και την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα. Κατά τη γνώμη μου, τα άρθρα αυτά δεν παρέχουν στα κράτη μέλη την εξουσία να ανακαλούν ή να παύουν το καθεστώς πρόσφυγα που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα. Το γεγονός ότι το δεύτερο κράτος μέλος έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του στις συνθήκες διαβίωσης στο πρώτο κράτος μέλος δεν παρέχει στις αρχές του δεύτερου αυτού κράτους μέλους το δικαίωμα να υπονομεύσουν τις εξουσίες του πρώτου κράτους μέλους και να στερήσουν από τον υπήκοο της τρίτης χώρας το καθεστώς του πρόσφυγα στο πρώτο κράτος μέλος. Το μοναδικό δικαίωμα που αποκτούν οι εν λόγω αρχές οσάκις τίθεται σε εφαρμογή το άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III συνίσταται στον προσδιορισμό του αρμόδιου κράτους μέλους και, εάν κριθεί αναγκαίο, στη διενέργεια μιας νέας εξέτασης όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον πληρούνται οι οριζόμενες από την οδηγία για την αναγνώριση προϋποθέσεις για τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος.
73. Η ανωτέρω εκτίμηση είναι σύμφωνη με τον σκοπό του άρθρου 14 της οδηγίας για την αναγνώριση, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς πρόσφυγα υπηκόου τρίτης χώρας. Συναφώς, οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η συνέχιση του καθεστώτος πρόσφυγα συνδέεται στενά ιδίως με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου. Επιπλέον, το σύστημα είναι σχεδιασμένο κατά τρόπον ώστε να επιτρέπεται στο δεύτερο κράτος να επανεξετάσει την αίτηση επί της ουσίας, δεδομένου ότι μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες που του απονέμονται από την εν λόγω διάταξη, εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Κατά συνέπεια, από τη συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να συναχθεί ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να χορηγήσει στο δεύτερο κράτος μέλος την εξουσία επανεξέτασης των ουσιαστικών στοιχείων της αιτήσεως. Τέλος, από το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναγνώριση συνάγεται ότι το χορηγηθέν καθεστώς πρόσφυγα συνδέεται στενά με το κράτος μέλος «στο οποίο ευρίσκεται [ο πρόσφυγας]», διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συνδέσμου που αναφέρθηκε ανωτέρω (73).
74. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, από την οδηγία για την αναγνώριση δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι θετικές αποφάσεις χορήγησης ασύλου σε άλλα κράτη μέλη παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα, είτε υπό φυσιολογικές είτε υπό εξαιρετικές περιστάσεις.
3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα
75. Το ΚΕΣΑ οικοδομείται σταδιακά και, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ένωσης να αποφασίζει, όποτε το κρίνει αναγκαίο, να προσδίδει δεσμευτική διασυνοριακή ισχύ σε αποφάσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Από κανένα στοιχείο του κανονισμού Δουβλίνο III, της οδηγίας για τις διαδικασίες ή της οδηγίας για την αναγνώριση δεν συνάγεται ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγήσουν σε ένα πρόσωπο το καθεστώς του πρόσφυγα αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι ένα άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει το καθεστώς αυτό στο ίδιο πρόσωπο.
76. Στην υπό κρίση υπόθεση, η αποφαινόμενη αρχή του δευτέρου κράτους μέλους (Γερμανία), η οποία δεν επιτρέπεται να εφαρμόσει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες, καθόσον η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως θα συνεπαγόταν σοβαρό κίνδυνο παραβάσεως της απαγόρευσης που περιέχει το άρθρο 4 του Χάρτη, δεν δεσμεύεται από προγενέστερη απόφαση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα που εκδόθηκε από το πρώτο κράτος μέλος (εν προκειμένω, την Ελλάδα). Η αποφαινόμενη αρχή του δευτέρου κράτους μέλους οφείλει να εξετάσει επί της ουσίας τη νέα αίτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας για την αναγνώριση και της οδηγίας για τις διαδικασίες.
77. Μολονότι η απόφαση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα που έχει εκδοθεί από το πρώτο κράτος μέλος δεν έχει δεσμευτική ισχύ για την αποφαινόμενη αρχή του δευτέρου κράτους μέλους, είναι σημαντικό να εξακριβωθεί εάν το τελευταίο υποχρεούται να λάβει δεόντως υπόψη του την απόφαση αυτή κατά τη διενέργεια της νέας εξέτασης της επίμαχης αίτησης ασύλου.
Γ. Οι επακόλουθες διοικητικές διαδικασίες στην περίπτωση των «εξαιρετικών περιστάσεων»
78. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, στην περίπτωση που κράτος μέλος υποχρεούται να εξετάσει επί της ουσίας την αίτηση διεθνούς προστασίας λόγω του γεγονότος ότι ο αιτών διατρέχει κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στο πρώτο κράτος μέλος, πρέπει να τύχει εφαρμογής η οδηγία 2013/33/EΕ (74), στην οποία καθορίζονται λεπτομερώς οι ρυθμίσεις σχετικά με τη μεταχείριση των αιτούντων διεθνή προστασία κατά την εξέταση των αιτήσεών τους.
79. Επιπλέον, κατά την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, το δεύτερο κράτος μέλος πρέπει να συμμορφώνεται όχι μόνο προς τις αρχές και τις εγγυήσεις που θέτουν τόσο η οδηγία για τις διαδικασίες όσο και η οδηγία για την αναγνώριση, προκειμένου να καθορίσει εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χρήζει της προστασίας αυτής, αλλά και προς τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις δεδομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο πρέπει να υποστεί δύο συνεχόμενες διοικητικές διαδικασίες λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III μεταφέρει την υποχρέωση στο δεύτερο κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από τις εν λόγω απαιτήσεις.
1. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας
80. Πρώτον, κατά την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, το δεύτερο κράτος μέλος οφείλει να λάβει υπόψη του τις αρχές και εγγυήσεις που καθορίζονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας για τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 10, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς εάν οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εάν δικαιούνται επικουρικής προστασίας. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των στοιχείων αʹ ως δʹ της εν λόγω διάταξης.
81. Δεύτερον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση απαιτεί από τα κράτη μέλη να αξιολογούν «τα συναφή στοιχεία της αίτησης», στα οποία περιλαμβάνονται στοιχεία τα οποία προηγουμένως είχαν ληφθεί υπόψη από το πρώτο κράτος μέλος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα από τις αρχές άλλου κράτους μέλους. Πρέπει να τονιστεί η ευρεία διατύπωση της συγκεκριμένης διατάξεως. Ως εκ τούτου, όλες οι πραγματικές διαπιστώσεις και οι πηγές πληροφοριών χαρακτηρίζονται ως «στοιχεία» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένων αυτών που οδήγησαν το πρώτο κράτος μέλος στην έκδοση της θετικής απόφασης. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η υποβληθείσα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αίτηση έχει ήδη εξετασθεί και έχει εκδοθεί θετική απόφαση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα.
82. Συναφώς, οι αρχές του δεύτερου κράτους μέλους δεν μπορούν απλώς να αγνοήσουν το γεγονός ότι οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους έχουν ήδη χορηγήσει το καθεστώς του πρόσφυγα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αντιστρόφως, εάν η απώλεια της εμπιστοσύνης επέρχεται λόγω απάνθρωπης μεταχείρισης και όχι λόγω πλημμελειών του ίδιου του συστήματος ασύλου, πρέπει να δοθεί η δέουσα σημασία στην ύπαρξη τέτοιας απόφασης. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη θετικής απόφασης χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα ενδέχεται να συνιστά ένα από τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση προς υποστήριξη της αίτησης διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (75).
2. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της χρηστής διοίκησης
83. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης λόγω εξαιρετικών περιστάσεων και εφαρμόζεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, ο κανονισμός αυτός και οι οδηγίες για τις διαδικασίες και την αναγνώριση δεν προβλέπουν ειδικούς κανόνες σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των αρχών του πρώτου και του δευτέρου κράτους μέλους ιδίως όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ τους ούτε σχετικά με τις προθεσμίες προς τις οποίες πρέπει να συμμορφωθεί το δεύτερο κράτος μέλος. Δεδομένου ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η απώλεια της εμπιστοσύνης αφορά τις συνθήκες διαβίωσης στο πρώτο κράτος μέλος και όχι τη διαδικασία ασύλου αυτή καθ’ εαυτήν, ορισμένες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού και των οδηγιών μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν στην περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων. Ωστόσο, όταν το δίκαιο της Ένωσης δεν θεσπίζει δικονομικούς κανόνες για την περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να καθορίσουν τις σχετικές απαιτήσεις υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (76).
84. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δηλαδή, κατά την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο IIΙ και των οδηγιών για τις διαδικασίες και την αναγνώριση οι εθνικές αρχές δεσμεύονται από την αρχή της χρηστής διοίκησης ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το καθήκον επιμέλειας και μέριμνας εκ μέρους των εθνικών αρχών (77).
α) Συνεργασία και διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών
85. Το άρθρο 34 του κανονισμού Δουβλίνο III προβλέπει τους μηχανισμούς διαβίβασης πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Με βάση την εν λόγω διάταξη, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών συνιστά απλώς μια επιλογή, καθόσον η διαβίβαση πληροφοριών λαμβάνει χώρα εφόσον το «κράτος μέλος το ζητήσει» (78). Ωστόσο, εάν συντρέχει η περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III και, ιδίως, εάν διαρρηχθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ δύο κρατών μελών, ο κανονισμός αυτός δεν θεσπίζει οποιονδήποτε ειδικό κανόνα όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, όταν η απώλεια της εμπιστοσύνης αφορά τις συνθήκες διαμονής στο πρώτο κράτος μέλος (79), η υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις διαδικασίες εξετάσεως της αίτησης δεν θίγεται.
86. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση απαιτεί από τα κράτη μέλη να αξιολογούν «τα συναφή στοιχεία της αίτησης» και εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επικαλείται την απόφαση που έχει ληφθεί από το πρώτο κράτος μέλος περί χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, το δεύτερο κράτος μέλος οφείλει να προσδιορίσει τις περιστάσεις που επέτρεψαν στο πρώτο κράτος μέλος να λάβει την εν λόγω απόφαση. Προκειμένου να συμμορφωθούν προς την ως άνω απαίτηση και λαμβάνοντας υπόψη τους, ενόψει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το γεγονός ότι στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα από άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του δευτέρου κράτους μέλους οφείλουν να εξετάσουν εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 34 του κανονισμού Δουβλίνο III. Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού, οι αρχές αυτές μπορούν να απευθύνουν αίτημα παροχής πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους και, ιδίως, να ζητήσουν να τους παρασχεθούν διευκρινίσεις ως προς τις περιστάσεις στις οποίες στηρίχθηκε η χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος, περίπτωση στην οποία οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους υποχρεούνται να απαντήσουν.
2) Εύλογοχρονικόδιάστημα
87. Υπό το πρίσμα του σκοπού ταχείας επεξεργασίας της αίτησης (80) και της αρχής της χρηστής διοίκησης ως γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου, η διαδικασία που αφορά τη δεύτερη αίτηση πρέπει να πραγματοποιείται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας για τις διαδικασίες επαναλαμβάνει με σαφήνεια αυτή την αρχή ταχύτητας στις διαδικασίες ασύλου της Ένωσης και παρέχει στα κράτη μέλη την «ευελιξία […] να εξετάζουν κατά προτεραιότητα μια αίτηση πριν από άλλες, προηγουμένως υποβληθείσες» προκειμένου «να μειώνεται η συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε ορισμένες περιπτώσεις».
88. Επομένως, όταν συντρέχει η περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η χρονική διάρκεια δύο σωρευτικών διαδικασιών. Αιτούντες στους οποίους έχει χορηγηθεί προηγουμένως το καθεστώς του πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος, αλλά οι οποίοι δεν μπορούν να επωφεληθούν του εν λόγω καθεστώτος στο πρώτο κράτος μέλος λόγω του κινδύνου να υποστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας στο δεύτερο κράτος μέλος δυνάμει των «εξαιρετικών περιστάσεων» που οφείλονται στην απώλεια εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Οι υποθέσεις που εμπίπτουν σε αυτές τις «εξαιρετικές περιστάσεις» πρέπει να θεωρείται ότι συγκαταλέγονται στις «ορισμένες περιπτώσεις» που εξετάζονται κατά προτεραιότητα δυνάμει της αιτιολογικής σκέψης 19 της οδηγίας για τις διαδικασίες.
89. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να «δώσουν προτεραιότητα στην εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας […] όταν η αίτηση είναι πιθανόν να θεωρηθεί ως βάσιμη», ενισχύει έτι περαιτέρω τη χορήγηση προτεραιότητας στην εξέταση της αίτησης ασύλου στο δεύτερο κράτος μέλος λόγω των συγκεκριμένων «εξαιρετικών περιστάσεων», όταν το πρώτο κράτος μέλος έχει ήδη κρίνει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα.
90. Συνεπώς, όταν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει μια ιδιαίτερη υποχρέωση στο δεύτερο κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου πρέπει να δράσουν πάραυτα, καθόσον έχει ήδη διεξαχθεί, ως προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, μια πρώτη διαδικασία εξέτασης της αίτησης και, ενδεχομένως, μια ένδικη διαδικασία με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη κινδύνου δυνάμει του άρθρου 4 του Χάρτη. Συναφώς, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις διαδικασίες απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης (81). Ως εκ τούτου, αυτή η εξάμηνη περίοδος αποτελεί τον μέγιστο χρόνο που μπορεί να αφιερωθεί στην επεξεργασία μιας αίτησης υπό κανονικές συνθήκες. Οι επίμαχες εξαιρετικές περιστάσεις απαιτούν ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα στην επεξεργασία και η αίτηση στο δεύτερο κράτος μέλος πρέπει να εξεταστεί σε ουσιωδώς μικρότερο χρονικό διάστημα.
91. Το πρώτο κράτος μέλος το οποίο έχει χορηγήσει το καθεστώς του πρόσφυγα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει επίσης να αναλάβει μια ιδιαίτερη, διευρυμένη υποχρέωση προκειμένου να συνδράμει το δεύτερο κράτος μέλος στην επεξεργασία της αίτησης που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Γενικώς, κατά τη διαβίβαση πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού Δουβλίνο III, εφαρμόζεται η προθεσμία που τάσσει η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού η οποία ορίζει ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα διαβίβασης πληροφοριών υποχρεούται να απαντήσει εντός πέντε εβδομάδων (82). Αυτή η προθεσμία των πέντε εβδομάδων αποτελεί επίσης το μέγιστο χρονικό διάστημα που αφιερώνεται στην επεξεργασία της αίτησης υπό κανονικές περιστάσεις. Οι «εξαιρετικές περιστάσεις» που προκύπτουν από την απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, λόγω του κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη σε ένα από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιπλέον ταχύτητα. Το πρώτο κράτος μέλος πρέπει να απαντήσει σε όλα τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που έχουν υποβληθεί από το δεύτερο κράτος μέλος εντός σημαντικά μικρότερου χρονικού διαστήματος σε σχέση με αυτό που εφαρμόζεται υπό κανονικές περιστάσεις (83).
3. Ενδιάμεσοσυμπέρασμα
92. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, φρονώ ότι η αρμόδια αρχή του δεύτερου κράτους μέλους οφείλει να εξετάσει τη νέα αίτηση επί της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας για τις διαδικασίες και της οδηγίας για την αναγνώριση, και να καθορίσει εάν πληρούνται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο οι αναγκαίες ουσιαστικές προϋποθέσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τηρείται η αρχή της χρηστής διοίκησης. Η αρχή αυτή και η απαίτηση εξέτασης όλων των συναφών στοιχείων της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση δημιουργούν την υποχρέωση να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αίτηση χορήγησης ασύλου που υποβλήθηκε από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ήδη εξεταστεί και ότι έχει εκδοθεί θετική απόφαση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα από τις αρχές του πρώτου κράτους μέλους. Οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους πρέπει να εξετάσουν κατά προτεραιότητα την αίτηση και να εφαρμόσουν, ενδεχομένως, το άρθρο 34 του κανονισμού Δουβλίνο III, το οποίο θεσπίζει μηχανισμούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κράτος μέλος υποχρεούται να απαντά σε όλα τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από το δεύτερο κράτος μέλος εντός σημαντικά μικρότερου χρονικού διαστήματος σε σχέση με αυτό που εφαρμόζεται υπό κανονικές περιστάσεις.
V. Πρόταση
93. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του υποβλήθηκε από το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) ως ακολούθως:
Στην περίπτωση που δεν επιτρέπεται σε κράτος μέλος να ασκήσει την εξουσία την οποία του απονέμει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, να απορρίψει ως απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας δεδομένης της χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος, λόγω του γεγονότος ότι οι συνθήκες διαβίωσης στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος θα εξέθεταν τον αιτούντα σε σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ,
το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα,
το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 13 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, και
το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 33, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32,
έχουν την έννοια ότι δεν απαιτούν από κράτος μέλος να αναγνωρίσει, χωρίς εξέταση επί της ουσίας, τη διεθνή προστασία την οποία έχει ήδη χορηγήσει στον αιτούντα ένα άλλο κράτος μέλος.
Κατά την αξιολόγηση της νέας αίτησης που υποβάλλεται λόγω εξαιρετικών περιστάσεων δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 604/2013, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να καθορίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2011/95 και της οδηγίας 2013/32, εάν πληρούνται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τηρείται η αρχή της χρηστής διοίκησης και, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη τους το γεγονός ότι η υποβληθείσα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αίτηση έχει ήδη εξεταστεί από τις αρχές ενός άλλου κράτους μέλους, καθόσον το γεγονός αυτό συνιστά συναφές στοιχείο της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. Οι αρμόδιες αρχές που διενεργούν την αξιολόγηση αυτή πρέπει να εξετάσουν κατά προτεραιότητα την αίτηση και να εφαρμόσουν, ενδεχομένως, το άρθρο 34 του κανονισμού 604/2013, το οποίο θεσπίζει μηχανισμούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κράτος μέλος υποχρεούται να απαντά σε όλα τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από το δεύτερο κράτος μέλος εντός σημαντικά μικρότερου χρονικού διαστήματος σε σχέση με αυτό που εφαρμόζεται υπό κανονικές περιστάσεις.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 Βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 101), και διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Hamed και Omar (C‑540/17 και C‑541/17, EU:C:2019:964, σκέψη 43).
3 Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31) (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).
4 Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60) (στο εξής: οδηγία για τις διαδικασίες).
5 Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9) (στο εξής: οδηγία για την αναγνώριση).
6 Βλ. υποθέσεις El Baheer (C‑288/23), Cassen (C‑551/23) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft Hamm (Αίτηση εκδόσεως πρόσφυγα στην Τουρκία) (C‑352/22, EU:C:2023:794) και, για επιπλέον λεπτομέρειες, υποσημείωση 33 των παρουσών προτάσεων.
7 Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954.
8 Διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019 (C‑540/17 και C‑541/17, EU:C:2019:964).
9 Το τελευταίο αυτό ζήτημα αποτελεί συνέπεια του προδικαστικού ερωτήματος και, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ζήτησε από τους μετέχοντες στη διαδικασία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού.
10 Πρβλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 168).
11 Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2091, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 83).
12 Όπ.π. (σκέψη 85)· η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).
13 Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N.S. κ.λπ. (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 81, στο εξής: απόφαση N.S. κ.λπ.).
14 Η φράση «εξαιρετικές περιστάσεις» τονίζεται στη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 191) και στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 84), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη αυτά να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό.
15 Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
16 Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού Δουβλίνο III.
17 Απόφαση N.S. κ.λπ., σκέψη 81.
18 Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1).
19 Απόφαση N.S. κ.λπ. (σκέψη 94).
20 Πρέπει να προστεθεί ότι, στη θεμελιώδους σημασίας απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C.K. κ.λπ. (C‑578/16 PPU, EU:C:2017:127), το Δικαστήριο αποσαφήνισε έτι περαιτέρω την απαίτηση ύπαρξης συστημικών πλημμελειών, καθόσον έκρινε ότι η ίδια η μεταφορά ενδέχεται να συνεπάγεται πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, όταν η μεταφορά του αιτούντος άσυλο συνεπάγεται πραγματικό και αποδεδειγμένο κίνδυνο σημαντικής και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εν λόγω προσώπου. Κατά συνέπεια, τέτοιος κίνδυνος ενδέχεται να υφίσταται ανεξαρτήτως της ποιότητας των υπηρεσιών υποδοχής και της παρεχόμενης ιατρικής περίθαλψης στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του.
21 Εν πάση περιπτώσει, εάν θεωρηθεί ότι η αρμοδιότητα των γερμανικών αρχών δεν βασίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο III, οι εν λόγω αρχές μπορούν παρά ταύτα να στηρίξουν την αρμοδιότητά τους στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Αδυνατώ να διακρίνω οποιονδήποτε λόγο για τον οποίον στην περίπτωση την οποία πραγματεύεται η απόφαση N.S. κ.λπ. δεν μπορεί να εφαρμοστεί η «ρήτρα διακριτικής ευχέρειας» που προβλέπεται από το τελευταίο αυτό άρθρο. Αυτό ενδέχεται να συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που οι εν λόγω αρχές δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τα κριτήρια που καθορίζονται στο κεφάλαιο III του ως άνω κανονισμού και, αντιθέτως, προτιμούν να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια προκειμένου να καταστούν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της επίμαχης αίτησης ασύλου. Εντούτοις, είναι αξιοσημείωτο ότι στη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως ουδεμία αναφορά γίνεται στη συγκεκριμένη διάταξη.
22 Αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 76), και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Προστασία που έχει ήδη χορηγηθεί) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 23).
23 Πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Προστασία που έχει ήδη χορηγηθεί) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψεις 28 και 29).
24 Πρβλ. απόφαση N.S. κ.λπ. (σκέψεις 78 έως 80). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 85), και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Προστασία που έχει ήδη χορηγηθεί) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 29).
25 Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψεις 83 έως 94), και διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Hamed και Omar (C‑540/17 και C‑541/17, EU:C:2019:964, σκέψεις 34 έως 36).
26 Πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Προστασία που έχει ήδη χορηγηθεί) (C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.
28 Για μια κριτική επισκόπηση του ορισμού της έννοιας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης βλ. Ξανθοπούλου, Ε., «Mutual trust and rights in EU criminal and asylum law: Three phases of evolution and the uncharted territory beyond blind trust», Common Market Law Review, τόμος 55, αριθ. 2, 2018, σ. 489 έως 509.
29 Βλ. Lenaerts, K., «La vie après l’avis: Exploring the principle of mutual (yet not blind) trust», Common Market Law Review, τεύχος 54, αριθ. 3, 2017, σ. 805 έως 840.
30 Πρβλ. απόφαση N.S. κ.λπ. (σκέψη 106).
31 Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609), η οποία άπτεται δύο διαφορετικών αιτιάσεων που αφορούν την επίγνωση των πλημμελών διαδικασιών ασύλου και των συνθηκών κράτησης και διαβίωσης που αντίκεινται στην ΕΣΔΑ.
32 Hoogenboom, A., «Origin and Meaning of Mutual Recognition as Foundational Principle in the European Integration Process», Europarättslig Tidskrift, τόμος 17, αριθ. 2, 2014, σ. 237 έως 265· διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://ssrn.com/abstract=2477453.
33 Ωστόσο, στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, η αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν έχει αυτόματο χαρακτήρα (βλ., για παράδειγμα, Janssens, C., The principle of mutual recognition in EU law, OUP, Οξφόρδη, 2013, μέρος I, κεφάλαια 2 και 4).
34 Βλ. Μιτσιλέγκας, Β., Mutual Recognition of Positive Asylum Decisions in the European Union· διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://free-group.eu/2015/05/12/mutual-recognition-of-positive-asylum-decisions-in-the-european-union/.
35 Βλ. άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΛΕΕ.
36 Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 67, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την αναγνώριση ορισμένων δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων, όπου αμφότερες οι ως άνω παράγραφοι αναφέρονται ρητώς στην αμοιβαία αναγνώριση, καθώς και το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «[η] δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων […]». Βλ., επίσης, άρθρο 53, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και πιστοποιητικών. Αντιστρόφως, το άρθρο 78 ΣΛΕΕ δεν περιέχει καμία αναφορά στην αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας.
37 Βλ., όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, άρθρο 45 ΣΛΕΕ, την ελευθερία εγκατάστασης, άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας ως την πλέον κατάλληλη νομική βάση για την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, βλ. Janssens, C., που μνημονεύεται στην υποσημείωση 33 των παρουσών προτάσεων, σ. 29.
38 Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, Van Duyn (41/74, EU:C:1974:133), όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, της 21ης Ιουνίου 1974, Reyners (2/74, EU:C:1974:68), όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, και της 3ης Δεκεμβρίου 1974, van Binsbergen (33/74, EU:C:1974:131), όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών.
39 Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Οικογενειακή ενότητα – Προστασία που έχει ήδη χορηγηθεί) (C‑483/20, EU:C:2021:780, σημείο 42), στις οποίες υποστηρίζει ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για τις διαδικασίες «συνιστά μορφή έμμεσης αναγνώρισης ότι το πρώτο κράτος μέλος εκτίμησε ορθώς το βάσιμο της αίτησης διεθνούς προστασίας». Η υπογράμμιση δική μου.
40 Βλ., για παράδειγμα, απόφαση τα 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Άρση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 72).
41 Με άλλα λόγια, καίτοι μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης την εξουσία να «εφαρμόζει» και όχι να δημιουργεί ένα «ενιαίο καθεστώς» και ότι το ενιαίο καθεστώς είναι εγγενές στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, κατά τη γνώμη μου, από το γράμμα και τη δομή του άρθρου 78, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ καθίσταται σαφές ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης.
42 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale(C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 45).
43 Βλ. επίσης το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο αναφέρεται σε «κατάλληλα μέτρα» όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το άσυλο.
44 Kamminga, M., «Extraterritoriality», σε Wolfrum, R. (επιμέλεια), The Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press, 2020· διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://opil.ouplaw.com/display/10.1093/law:epil/9780199231690/law-9780199231690-e1040?print. Βλ., επίσης, Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), Note on the Extraterritorial Effect of the Determination of Refugee Status under [the Geneva Convention] and the 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, EC/SCP/9, 24 Αυγούστου 1978. Υπάρχουν, ωστόσο, εξαιρέσεις στην ως άνω αρχή. Βλ. Milanović, M., «From Compromise to Principle: Clarifying the Concept of State Jurisdiction in Human Rights Treaties», Human Rights Law Review, τόμος 8, αριθ. 3, 2008, σ. 411 έως 448· διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://doi.org/10.1093/hrlr/ngn021.
45 Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Μαρτίου 2020, M.N. κ.λπ. κατά Βελγίου (αριθ. 3599/18, CE:ECHR:2020:0505DEC000359918, § 98 έως 102), η οποία αφορούσε το ζήτημα εάν η υποβληθείσα από οικογένεια Σύρων υπηκόων αίτηση θεώρησης για ανθρωπιστικούς λόγους στη βελγική πρεσβεία στη Βηρυτό (Λίβανος) θέτει σε εφαρμογή τις υποχρεώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της καθής η προσφυγή χώρας. Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ όχι μόνο υπενθύμισε ότι η δικαιοδοσία μιας χώρας για τους σκοπούς τους άρθρου 1 ΕΣΔΑ είναι «πρωτίστως εδαφική», αλλά τόνισε επίσης την προσέγγισή του κατά την οποία οποιαδήποτε εξωεδαφική άσκηση δικαιοδοσίας, «κατά γενικό κανόνα, καθορίζεται και περιορίζεται από τα κυριαρχικά εδαφικά δικαιώματα των λοιπών σχετιζόμενων χωρών». Βλ., επίσης, Gammeltoft-Hansen, T. και Tan, N. F., «Adjudicating old questions in refugee law: MN and Others v Belgium and the limits of extraterritorial refoulement», European Migration Law Blog, 2020· διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://eumigrationlawblog.eu/.
46 Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι πρέπει να επαληθεύεται ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν εφαρμόζεται αυτομάτως και μηχανικά εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων (απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Μαΐου 2016, Avotiņš κατά Λεττονίας, CE:ECHR:2016:0523JUD001750207, § 105 έως 127, ιδίως § 116). Στη σύμφωνη γνώμη του στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2019, Romeo Castaño κατά Βελγίου (CE:ECHR:2019:0709JUD000835117), ο δικαστής Spano αναφέρεται στους «μηχανισμούς αμοιβαίας αναγνώρισης της Ένωσης».
47 Πρωτόκολλο (αριθ. 24) για το άσυλο των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 204).
48 Βλ., ιδίως, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C‑414/16, EU:C:2018:257, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft Hamm (Αίτηση εκδόσεως πρόσφυγα στην Τουρκία) (C‑352/22, EU:C:2023:794, σημείο 65).
50 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπό κρίση υποθέσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση παρέπεμψε στην απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Τέκνο προσφύγων το οποίο γεννήθηκε εκτός του κράτους υποδοχής) (C‑720/20, EU:C:2022:603, σκέψη 42), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι από το «σαφές γράμμα» διάταξης του κανονισμού Δουβλίνο III «δεν χωρεί παρέκκλιση» προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αποτροπής δευτερογενών μετακινήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορήγησης ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την εν λόγω κυβέρνηση, η συγκεκριμένη εκτίμηση μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από τη «γενική αρχή» της αμοιβαίας αναγνώρισης προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αποτροπής των δευτερογενών μετακινήσεων. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν υπέδειξε οποιοδήποτε «σαφές γράμμα» για την αμοιβαία αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε οποιαδήποτε διάταξη πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου της Ένωσης, αλλά, αντιθέτως, παρέπεμψε στο άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ιδίως δε στη φράση που επιτρέπει «τη θέσπιση μέτρων από τον νομοθέτη της Ένωσης για την εφαρμογή ενιαίου καθεστώτος ασύλου».
51 Βλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Τέκνο προσφύγων το οποίο γεννήθηκε εκτός του κράτους υποδοχής) (C‑720/20, EU:C:2022:603, σκέψη 33).
52 Βλ., επίσης, αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, A.S. (C‑490/16, EU:C:2017:585), και της 26ης Ιουλίου 2017, Jafari(C‑646/16, EU:C:2017:586), στις οποίες το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την επιχειρηματολογία της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston, η οποία τασσόταν υπέρ της μη εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III στο πλαίσιο των εξαιρετικών περιστάσεων της προσφυγικής κρίσης του 2015.
53 Άρθρο 1 του κανονισμού Δουβλίνο III.
54 Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.
55 Μιτσιλέγκας, Β., «Humanizing solidarity in European refugee law: The promise of mutual recognition», Maastricht Journal of European and Comparative Law, τόμος 24, αριθ. 5, 2017, σ. 721 έως 739.
56 Βαβούλα, Ν., «Information Sharing in the Dublin System: Remedies for Asylum Seekers In-Between Gaps in Judicial Protection and Interstate Trust», German Law Journal, τόμος 22(3), 2021, σ. 381-415.
57 Μιτσιλέγκας, Β., «Humanizing solidarity in European refugee law: The promise of mutual recognition», που μνημονεύεται στην υποσημείωση 55 των παρουσών προτάσεων.
58 Βλ., μεταξύ άλλων, ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο – Ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην υπηρεσία των πολιτών [COM(2009) 262 τελικό], σ. 27 έως 28.
59 Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Δουβλίνο III.
60 Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A (C‑404/17, EU:C:2018:588, σκέψη 30), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Addis (C‑517/17, EU:C:2020:225, σημείο 74).
61 Βλ. σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων.
62 Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.
63 Διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Hamed και Omar (C‑540/17 και C‑541/17, EU:C:2019:964, σκέψη 42). Η υπογράμμιση δική μου.
64 Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5, 6 και 9 της οδηγίας για την αναγνώριση. Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία αυτή θέτει τις απαιτήσεις, πρώτον, για την αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, δεύτερον, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και, τρίτον, για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.
65 Επί τη βάσει των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας για την αναγνώριση προσθέτει ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης είναι να διασφαλίσει ότι το ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στον προσδιορισμό του οποίου συμβάλλει η εν λόγω οδηγία, στηρίζεται στην πλήρη και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης. Επιπλέον, αρκετές από τις διατάξεις της οδηγίας για την αναγνώριση είτε παραπέμπουν σε διατάξεις της συμβάσεως αυτής (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1, άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, άρθρο 14, παράγραφος 6, και άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση) είτε αναπαράγουν το περιεχόμενό τους (βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 2, στοιχείο δʹ, άρθρο 11, άρθρο 12, παράγραφος 2, και άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αναγνώριση).
66 Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας για την αναγνώριση.
67 Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Άρση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
68 Βλ. άρθρα 22 έως 30 της οδηγίας για την αναγνώριση.
69 Βλ., επίσης, άρθρο 28 της Συμβάσεως της Γενεύης, κατά το οποίο το καθεστώς πρόσφυγα πρέπει να γίνεται αποδεκτό από τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη.
70 Βλ. οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011 (ΕΕ 2011, L 132, σ. 1).
71 Πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2021, M κ.λπ. (Μεταφορά σε κράτος μέλος) (C‑673/19, EU:C:2021:127, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
72 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όσον αφορά την οδηγία 2003/109, εναπόκειται στο δεύτερο κράτος μέλος να εξακριβώσει εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής ή να ανανεωθεί η άδειά του. Τούτο ενδέχεται να συμβαίνει ακόμη και εάν ο υπήκοος αυτός διαθέτει έγκυρη άδεια διαμονής σε άλλο κράτος μέλος λόγω του ότι το τελευταίο τού έχει χορηγήσει καθεστώς πρόσφυγα [πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, Stadt Frankfurt am Main and Stadt Offenbach am Main (Ανανέωση άδειας διαμονής στο δεύτερο κράτος μέλος), C‑829/21 και C‑129/22, EU:C:2023:525]. Ως εκ τούτου, η εν λόγω οδηγία απαιτεί το δεύτερο κράτος μέλος να αναγνωρίσει την ύπαρξη άδειας διαμονής που έχει χορηγηθεί στο πρώτο κράτος μέλος, αλλά εναπόκειται στο δεύτερο κράτος μέλος να εξακριβώσει εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ικανοποιεί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας διαμονής. Με άλλα λόγια, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει όρους διαμονής, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης προς τους όρους ενσωμάτωσης.
73 Βλ. σημείο 68 των παρουσών προτάσεων.
74 Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).
75 Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας για την αναγνώριση, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της «νέας» απόφασης, των δηλώσεων και εγγράφων που καταδεικνύουν τον κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης και της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος.
76 Απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς) (C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ζήτημα αυτό ωστόσο δεν αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν συζητείται στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.
77 Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, N. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50), στην οποία το Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή της χρηστής διοίκησης σε διαδικασία για τη χορήγηση επικουρικής προστασίας.
78 Βλ. άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.
79 Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τη διάκριση μεταξύ της απώλειας εμπιστοσύνης όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης και της απώλειας εμπιστοσύνης όσον αφορά τις διαδικασίες ασύλου.
80 Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, το οποίο ενισχύει την εν λόγω απαίτηση. Βλ., επίσης, UNHCR «Improving the quality of decision-making», Refugee Status Determination, 2016, σ. 5, EC/67/SC/CRP.12.
81 Το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις διαδικασίες καθιστά σαφές ότι «[ό]ταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του [κανονισμού Δουβλίνο III], η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ορίζεται ένα κράτος μέλος ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, ο αιτών βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους και τον έχει αναλάβει η αρμόδια αρχή». Στην υπό κρίση υπόθεση, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στη Γερμανία την υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση της QY εντός έξι μηνών από τον καθορισμό της Γερμανίας ως υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αίτησής της.
82 Εάν η ανταλλαγή πληροφοριών δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας των πέντε εβδομάδων, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ανεξάρτητα επί της αιτήσεως.
83 Πρέπει να γίνει μνεία της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.