ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Εφετείου φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση (άρθρο 19 ΚΠολΔ), α) η με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./12-7-2018 έφεση της ενάγουσας ……… και β) η με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../12-7-2018 έφεση της εναγόμενης κοινοπραξίας με την επωνυμία «………..» κατά της 1173/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 1-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2016 αγωγή της ενάγουσας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης η οποία επιδόθηκε την 19-6-2018 σύμφωνα με την κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ, επισημείωση του επιδόσαντος αυτήν …….., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επομένως και ενόψει του ότι έχει κατατεθεί το κατά το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκηση κάθε μιας εξ αυτών, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, στη συνέχεια, να εξεταστούν, κατά την τακτική διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δίκης (άρθρα 246, 285, 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε στην προαναφερόμενη αγωγή της ότι κατά το ναυτικό συμβάν που συνέβη στις 28-12-2014 στο ε/γ – ο/γ πλοίο «ΝΑ», στο οποίο εκδηλώθηκε πυρκαγιά ενώ εκτελούσε πλου από το λιμάνι της Πάτρας με προορισμό το λιμάνι της Ανκόνα Ιταλίας, απώλεσε τη ζωή του ο σύζυγός της, …….., από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγόμενων εταιριών. Ότι ο τελευταίος είχε επιβιβαστεί στο πλοίο προκειμένου να μεταφέρει στην γειτονική χώρα, ως οδηγός, φορτηγό αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως, έμφορτο με ελαιόλαδο, κατόπιν σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς που κατάρτισε με την δεύτερη των εναγόμενων εταιριών. Ότι συνεπεία του θανάτου του συζύγου της υπέστη ζημία συνιστάμενη στην απώλεια του δικαιώματος διατροφής της από αυτόν, από το χρόνο του θανάτου του μέχρι την 31η-12-2029 που, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα εξακολουθούσε να εργάζεται και να την διατρέφει και περαιτέρω στην ψυχική οδύνη που δοκίμασε από την απώλειά του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατόπιν επιτρεπτής μεταβολής του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων εταιριών, ευθυνόμενων σ’ ολόκληρον, η πρώτη ως υποναυλώτρια του πλοίου, να της καταβάλουν ως αποζημίωση για την πρώτη αιτία, εφάπαξ, το ποσό των 160.000 ευρώ και για τη δεύτερη ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής της οδύνης το ποσό του 1.000.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, την υποναυλώτρια του πλοίου, ως παθητικά ανομιμοποίητη, δέχθηκε μερικά την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη και συγκεκριμένα, αφού έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το αίτημα που αφορά την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, καθώς δεν αποδείχθηκε το μηνιαίο εισόδημα του αποβιώσαντος συζύγου της ενάγουσας κατά το χρόνο του θανάτου του αλλά και το ύψος της συνεισφοράς αυτού στην διατροφή της συζύγου του, δεδομένου, όπως αναφέρει η εκκαλουμένη, ότι η τελευταία δεν εξέτασε μάρτυρα. Ήδη οι εκκαλούσες με τις εφέσεις τους και τους λόγους αυτών που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών διατάξεων, παραπονούνται κατά της προαναφερόμενης κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν η μεν ενάγουσα την αποδοχή της έφεσής της προκειμένου να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή της, η δε εκκαλούσα εταιρία την αποδοχή της δικής της έφεσης προς το σκοπό πλήρους απόρριψης της αγωγής.
Ι. Σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, (άρθρο 522 ΚΠολΔ), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης και απορρίπτει την αγωγή για κάποιον από τους παραπάνω λόγους και χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο κατ’ άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΕΠ 145/2015 και 283/2015, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ. ).
ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β` του Α.Κ., κατ` εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου του το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημίωσης και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν, αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει. Επομένως, από άποψη έκτασης, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1378 επ., 1442 επ., 1485 επ. και 1504 Α.Κ. περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής (ΑΠ 873/2012, ΑΠ 925/2004). Από την αυτή ως άνω διάταξη (άρθρο 928 εδ. β` Α.Κ.) συνάγεται ότι η αξίωση αποζημίωσης του επιζώντος συζύγου στοχεύει γενικά στην αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υφίσταται εξαιτίας του ότι, με το θάνατο του άλλου συζύγου, επέρχεται απόσβεση της αξίωσης για συμβολή στις ανάγκες της οικογενείας που ο (επιζών) σύζυγος είχε από το νόμο. Για να ευρεθεί, όμως, το περιεχόμενο της αποζημίωσης επιβάλλεται να γίνει προσφυγή στις σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, που ρυθμίζουν το ζήτημα της συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες και ειδικότερα στη διατροφή του συζύγου (άρθρα 1389 και 1390 Α.Κ.), το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών του δικαιούχου, όπως διαμορφώνονται στα πλαίσια της συμβίωσης, οριοθετούνται δε από το ύψος των τυχόν εισοδημάτων του και της λοιπής περιουσίας αυτού, σε συσχετισμό προς την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου. Κρίσιμος για τον υπολογισμό της, με το ανωτέρω περιεχόμενο αποζημίωσης, είναι ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του θανατωθέντος κατά τον τελευταίο καιρό πριν από τη θανάτωσή του και της πιθανής εξέλιξης των εισοδημάτων αυτών, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν αυτός ζούσε. Εξάλλου, όταν ενάγει ο επιζών σύζυγος τον υπόχρεο και ζητά αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του από τη στέρηση του δικαιώματος διατροφής, την οποία κατά το νόμο θα όφειλε ο θανατωθείς και υπόχρεος αν ζούσε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του και τη θεμελίωση της αξίωσής του στο νόμο, πρέπει να επικαλείται τα εξής στοιχεία: α) την ύπαρξη γάμου μεταξύ δικαιούχου και υπόχρεου διατροφής, β) τη θανάτωση του υπόχρεου από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου, γ) τον πιθανό χρόνο ζωής του υπόχρεου σε διατροφή συζύγου και δ) το ποσό της καταβλητέας διατροφής, ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Αντίθετα, δεν απαιτείται, για να είναι ορισμένη η αγωγή αποζημίωσης του δικαιούχου συζύγου, να γίνεται στο δικόγραφο αποτίμηση της συνεισφοράς που θα παρείχε καθένας από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, αφού η αποτίμηση αυτή μπορεί να θεμελιώσει καταλυτικό της αξίωσης ισχυρισμό του εναγομένου ( ΑΠ 212/2013, ΑΠ 873/2012, ΑΠ 153/2005, δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης της η εκκαλούσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η αγωγική αξίωσή της για αποζημίωση λόγω στέρησης της διατροφής που της κατέβαλε ο αποβιώσας κατά το ναυτικό συμβάν στο πλοίο «ΝΑ» σύζυγός της, διότι, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, δεν προσκόμισε αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη του ύψους του εισοδήματος αυτού κατά το χρόνο πριν το θάνατό του, καθώς, όπως η ίδια ισχυρίζεται, είχε προσκομίσει τις αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με τις οποίες αποφασίστηκε η χορήγηση σ’ αυτήν σύνταξης χηρείας και στις οποίες αναφερόταν το ύψος του ημερομισθίου του συζύγου της. Ωστόσο ανεξαρτήτως αυτού, ήτοι ότι πράγματι από τις εν λόγω αποφάσεις προέκυπτε το ποσό των μηνιαίων αποδοχών του αποβιώσαντος συζύγου της, η ενάγουσα, εκτός του ότι δεν προσκομίζει προς τούτο κανένα αποδεικτικό μέσο, δεν εξέτασε άλλωστε μάρτυρα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν εκθέτει για την πληρότητα του ως άνω αγωγικού αιτήματός της, της αποζημίωσης για στέρηση διατροφής, κανένα πραγματικό περιστατικό αναφορικά με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής της ίδιας και του συζύγου της και τις δικές της ανάγκες κατά το χρόνο της συμβίωσής τους. Αναφέρει το χρόνο τέλεσης του γάμου τους και την μετακόμισή τους στο ……… Ζακύνθου χωρίς να εκθέτει περαιτέρω άλλα περιστατικά προσδιοριστικά των συνθηκών της κοινής τους ζωής, όπως αν διατηρούσαν ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία ή αν συμβίωναν με συγγενικά πρόσωπα του αποβιώσαντος συζύγου της, των αναγκών της ίδιας αλλά και του συζύγου της στα πλαίσια της συμβίωσής τους, ώστε να προσδιοριστεί το ύψος της αιτουμένης αποζημίωσης. Με αυτό το περιεχόμενο όμως η αγωγή είναι κατά το σχετικό αίτημά της αόριστη αφού αξιώνεται αποζημίωση όχι στο ύψος της νόμιμης διατροφής που θα δικαιούνταν κατά το επίδικο διάστημα από το θανόντα σύζυγό της η ενάγουσα, αλλά με βάση το ποσό που θα διέθετε αυτός κατά τους ισχυρισμούς της για τη διατροφή της και το οποίο ποσό ούτε κατ` εκτίμηση δεν φέρεται με την αγωγή ότι αντιστοιχεί στη νόμιμη διατροφή της.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε την αγωγή ως προς το εν λόγω αίτημα, ορισμένη και την απέρριψε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, υπό στοιχ.ΙΙ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 117, 118 και 216 ΚΠολΔ και γι’ αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η έφεση, με την οποία η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και απόρριψη της αγωγής της όπως ανωτέρω, ακολούθως, (πρέπει) να εξαφανιστεί η απόφαση κατά το κεφάλαιό της με το οποίο δέχτηκε την αγωγή ως ορισμένη κατά το αίτημα που αφορά αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το Δικαστήριο κατά το άνω κεφάλαιο, να απορριφθεί η αγωγή κατά τούτο ως αόριστη, ήτοι κατά το αίτημά της με το οποίο επιδιώκει αποζημίωση για στέρηση της διατροφής της από τον υπόχρεο αποβιώσαντα σύζυγό της, χωρίς να καθίσταται χειρότερη η θέση της εκκαλούσας σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχ Ι. σκέψη, αφού η κρίση αυτή του Δικαστηρίου είναι επωφελέστερη για την ενάγουσα.
Στη συνέχεια η εναγομένη με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας-εφεσίβλητης ως ορισμένη καθώς δεν εκτίθενται σ’ αυτήν περιστατικά υπαιτιότητας της ίδιας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι η ευθύνη της με βάση την εφαρμοστέα Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών για την καταβολή αποζημίωσης για ψυχική οδύνη, προϋποθέτει πταισματική της ευθύνη.
Με το νόμο 4195/2013 (ΦΕΚ Α 211/10.10.2013) η χώρας μας κύρωσε το Πρωτόκολλο της 1-11-2002 το οποίο τροποποιεί τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους,(Δ/Σ στο εξής) όπως είχε τροποποιηθεί από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 (ν. 1922/1991, ΦΕΚ Α 15), ενώ έχει (το Πρωτόκολλο/2002 όπως και η Δ/Σ) την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κυρωτικού νόμου, το Άρθρο 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: « Ευθύνη του μεταφορέα: 1. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν:
(α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή
(β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα.
- Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη που δεν προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Το βάρος της απόδειξης του δόλου ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων. Περαιτέρω στην παράγραφο 5 αναφέρεται : Για τους σκοπούς του παρόντος Άρθρου:
(α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο, ή το ελάττωμα του πλοίου,
(β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του.
(γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολιά, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και
(δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα.
- Η ευθύνη του μεταφορέα, βάσει του παρόντος Άρθρου, σχετίζεται μόνο με ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας, φέρει ο ενάγων.
Περαιτέρω με το άρθρο 6 του ίδιου κυρωτικού νόμου ορίστηκε ότι το άρθρο 7 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο με τον τίτλο: «Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες. 1. Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη, βάσει του Άρθρου 3, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει τις 400.000 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη, για κάθε επιμέρους περίπτωση. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, επιδικάζονται αποζημιώσεις με τη μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.»
Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις της Δ/Σ όπως ισχύουν σήμερα μετά την τροποποίησή τους με το Πρωτόκολλο του 2002, της οποίας η εφαρμογή δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρία, άλλωστε διέπουν με υπερνομοθετική ισχύ την ένδικη περίπτωση εφόσον πρόκειται για, διεθνή, θαλάσσια μεταφορά επιβάτη μεταξύ κρατών μελών αυτής με πλοίο που έφερε τη σημαία κράτους – μέλους, καθιερώνεται ευθύνη του συμβληθέντος για την μεταφορά επιβάτη, μεταφορέα, αντικειμενική, χωρίς να απαιτείται το επιζήμιο αποτέλεσμα να καλύπτεται από ευθύνη του τελευταίου ή των προστηθέντων αυτού. Καθιερώνεται επίσης η δυνατότητα απαλλαγής επί συγκεκριμένων κινδύνων (ανωτέρω άρθρο 4(3) παρ. 1 εδ. α και β) ενώ αν η απώλεια υπερβαίνει το ποσό των 250.000 λογιστικών μονάδων τότε το πταίσμα του μεταφορέα τεκμαίρεται ενώ αυτός έχει τη δυνατότητα να (αντ)αποδείξει την έλλειψη της ευθύνης του στην πρόκληση της απώλειας. Επομένως για ζημία έως 250.000 λογιστικές μονάδες ο δικαιούχος αποζημίωσης αρκεί να επικαλεστεί την κατάρτιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, το (ναυτικό) συμβάν, την προκληθείσα ζημία και την έκταση αυτής, ενώ αν η ζημία προκλήθηκε από θάνατο επιβάτη και υπερβαίνει το εν λόγω ποσό τίθεται αφενός μεν όριο έως τις 400.000 λογιστικές μονάδες ενώ επιπλέον ο ζημιωθείς πρέπει να επικαλεστεί περιστατικά υπαιτιότητας του μεταφορέα. Στην προκειμένη περίπτωση στην κρινόμενη αγωγή αναφέρονται επαρκώς αυτά τα περιστατικά τα οποία αφορούν το ίδιο το πλοίο και την αξιοπλοΐα του αλλά και την ελλιπή εκπαίδευση του πληρώματος και τις λανθασμένες ενέργειες αυτού κατά την εξέλιξη της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε ενώ το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα Ιταλίας και οι οποίες οδήγησαν στην ασύντακτη και ανεξέλεγκτη εγκατάλειψη του πλοίου από τους επιβάτες και το πλήρωμα και το θάνατο του επιβάτη-συζύγου της ενάγουσας. Η αναφορά δε των περιστατικών υπαιτιότητας της εναγομένης είναι επαρκής για την θεμελίωση της σε βάρος της αγωγής, όσον αφορά το πλέον των 250.000 λογιστικών μονάδων όριο ευθύνης της προς αποζημίωση, ανεξαρτήτως του είδους της επιδιωκόμενης αποζημίωσης. Αυτό διότι για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης δεν απαιτείται η επίκληση της υπαιτιότητας σε κάθε περίπτωση, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 14 της Δ/Σ με τίτλο, βάση απαιτήσεων, «καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών, δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση».
Από τη διατύπωση δε των προαναφερόμενων διατάξεων σε συνδυασμό με τον σκοπό της Δ/Σ, που είναι η ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για τη διεθνή μεταφορά των επιβατών και των αποσκευών τους, συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε πρόκειται για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του μεταφορέα και του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς ρυθμίζονται αποκλειστικά από τους πιο πάνω διεθνείς κανόνες και τα αναφερόμενα στη Δ/Σ όρια ευθύνης ισχύουν για κάθε προβλεπόμενη από αυτήν αξίωση κατά του μεταφορέως, είτε η αξίωση θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική (βλ. Ι. Κοροτζή, Η Σύμβαση θαλάσσιας περιήγησης, 1999, σελ. 185). Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή η Δ/Σ καταλαμβάνει μόνο τις αξιώσεις από σύμβαση και όχι τις αδικοπρακτικές, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, αφού έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες διατάξεις όπου ρητά αναφέρεται ότι αυτή (Σύμβαση) εφαρμόζεται «σε κάθε διεθνή μεταφορά» (άρθρο 2 της Δ/Σ) και καθορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα κατά ευρύτατο τρόπο που σαφώς περιλαμβάνει όλες τις αξιώσεις του επιβάτη, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν ως βάση τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (άρθρο 3 της Δ/Σ) ή προέρχονται από πράξεις ή παραλείψεις του προσωπικού που χρησιμοποιείται με σχέση εργασίας για την εκτέλεση της μεταφοράς. Προς επίρρωση αυτού, επαναλαμβάνεται ότι στο άρθρο 14 γίνεται αναφορά σε αγωγή αποζημίωσης χωρίς διάκριση της βάσης της, ενώ στο άρθρο 16 που καθορίζει την προθεσμία παραγραφής των εν λόγω αγωγών, είναι χαρακτηριστική η διατύπωσή του ότι «οποιαδήποτε αγωγή που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών». Περαιτέρω, αντίθετη ερμηνεία θα ματαίωνε τους σκοπούς της Δ/Σ (ενοποίηση κανόνων που διέπουν την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα), αφού σε κάθε περίπτωση που από πταίσμα του μεταφορέα ή των προστηθέντων του ο επιβάτης είχε υποστεί τις αναφερόμενες στη Δ/Σ ζημίες (δηλαδή στην ουσία σε όλες τις προβλεπόμενες από τη Σύμβαση περιπτώσεις), θα είχε αυτός τη δυνατότητα να ασκήσει παράλληλα κατά του μεταφορέα αγωγή στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του εθνικού δικαίου, κατά την επιλογή και επιθυμία αυτού.
Πλέον των ανωτέρω επισημαίνεται η χαρακτηριστική τάση των Διεθνών Συμβάσεων να ρυθμίζουν συνολικά τις εγειρόμενες με βάση τις διατάξεις τους απαιτήσεις είτε αυτές στηρίζονται στη σύμβαση μεταφοράς είτε στην αδικοπραξία και μάλιστα κατά τρόπο ενιαίο. Ειδικότερα: 1) Με τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» (Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελών της 25/8/1924 και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα των Βρυξελλών της 23/2/1968 (Κανόνες του Βίσμπυ) και της 21/12/1979, που επικυρώθηκε με τον ν. 2107/1992), και ειδικότερα με το άρθρο 4β (που προστέθηκε με το άρθρο 3 του πιο πάνω πρωτοκόλλου της 23/2/1968), ρυθμίστηκαν τα αναφερόμενα στη Διεθνή αυτή Σύμβαση όρια ευθύνης που ισχύουν για κάθε αξίωση κατά του μεταφορέως για απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, είτε η αξίωση θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική. Επίσης καθιερώνεται ετήσια παραγραφή του δικαιώματος του παραλήπτη για αποζημίωση του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου, η οποία ρυθμίζεται ενιαία τόσο επί συμβατικής όσο και επί εξωσυμβατικής αξίωσης ενώ στην περίπτωση συρροής των σχετικών αξιώσεων, οι περιορισμοί που ισχύουν για τη συμβατική ευθύνη ισχύουν και για την ευθύνη από αδικοπραξία, (σχετ. Ι. Κοροτζή, Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, 1994, σελ. 59-60 ΕΠ 1203/2000 αδημ). 2) Στις αξιώσεις που υπόκεινται στην παραγραφή που προβλέπονται από το άρθρο 32 παρ. 1 από την ΔΣ για τη διεθνή μεταφορά των εμπορευμάτων οδικώς (CMR), που επικυρώθηκε με τον ν. 559/1977, συμπεριλαμβάνονται οι απαιτήσεις κατά του μεταφορέα που βασίζονται είτε σε ειδική διάταξη της CMR είτε σε γενικές διατάξεις αστικής ευθύνης, είτε σε αδικοπραξία, αρκεί να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της απαίτησης με τη μεταφορά (ΕΠ 1074 71996 Νμλ. Εμπ. Οικ. Δικ. -ΔΕΕ- 1997 σελ. 65, Ι. Ρόκα, Αστική Ευθύνη στην οδική μεταφορά πραγμάτων – Μεταφορά κατά CMR, σελ. 326). 3) Η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 παρ. 1 της από 29/1/1930 Δ/Σ της Βαρσοβίας, για την ενοποίηση διατάξεων σχετικά με τις διεθνείς μεταφορές, όπως αυτή ισχύει και επικυρώθηκε με τον ΑΝ 596/1937, το ΝΔ 4395/64 και ΝΔ 766/1971, διετής αποσβεστική προθεσμία παραγραφής που ισχύει σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για αδικοπρακτική ευθύνη του εναέριου μεταφορέα όταν πρόκειται για ζητήματα που ρυθμίζει η εν λόγω Δ/Σ (ΕΑ 4022/1991 ΕΕμπΔ 1991 σελ. 244). Επομένως και σύμφωνα με όσα αναλύονται παραπάνω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις της Δ/Σ των Αθηνών και κατά συνέπεια όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα Κοινοπραξία, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής της, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Από την εκτίμηση των νομότυπα προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων σε συνδυασμό με τα όσα οι διάδικοι ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδείχθηκε ότι ο ……… σύζυγος της ενάγουσας κατάρτισε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς με την εναγομένη-εκκαλούσα κοινοπραξία η οποία ως συμβατικός μεταφορέας εκτελούσε το δρομολόγιο μεταξύ των λιμένων Πάτρας-Ηγουμενίτσας-Ανκόνα Ιταλίας, με το υπό ιταλική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο «ΝΑ» το οποίο είχε υποναυλώσει η μη διάδικος στην παρούσα δίκη, αναφερόμενη στην κρινόμενη αγωγή ως πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………», από την ιταλική εταιρία «………» που είχε αναλάβει τον εφοπλισμό του με βάση σύμβαση γυμνής ναύλωσης την οποία είχε καταρτίσει με την κυρία του πλοίου, ομοίως ιταλική εταιρία, «. ….». Μετά την έκδοση του απαιτούμενου εισιτηρίου ο σύζυγος της ενάγουσας επιβιβάστηκε στο πλοίο στο λιμάνι της Πάτρας μαζί με το οδηγούμενο από αυτόν με αριθμό κυκλοφορίας …….. Δ.Χ.Φ. αυτοκίνητο προκειμένου να μεταφέρει φορτίο ελαιόλαδου στην γειτονική χώρα. Το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι αφετηρίας στις 17.45 και από το ενδιάμεσο λιμάνι της Ηγουμενίτσας περί ώρα 1.35. Κατά τη διάρκεια του πλου προς το ιταλικό λιμάνι στο πλοίο εκδηλώθηκε πυρκαγιά η οποία εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σ’ όλους τους χώρους του πλοίου δημιουργώντας ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση για τους επιβαίνοντες, πολλοί εκ των οποίων εγκατέλειψαν το πλοίο, μεταξύ δε αυτών και ο σύζυγος της ενάγουσας ο οποίος εν τέλει και απεβίωσε λόγω πνιγμού και των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη-εκκαλούσα η οποία περαιτέρω δεν αμφισβητεί τη σχέση της ενάγουσας με τον αποβιώσαντα ……… όπως και την ψυχική οδύνη που αυτή δοκίμασε από την απώλεια του συζύγου της. Ισχυρίζεται αβάσιμα, όπως ήδη αναφέρεται στις προηγηθείσες σκέψεις, ότι η αποζημίωση για την ψυχική οδύνη προϋποθέτει υπαιτιότητα της ίδιας, περαιτέρω ότι δεν συνδέεται με σχέση πρόστησης με το πλήρωμα και συνεπώς δεν ευθύνεται για τυχόν πράξεις και παραλείψεις των μελών του ενώ αντιλέγει ως προς το ύψος του επιδικασθέντος για το σκοπό αυτό ποσού. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας με τον οποίο είχαν παντρευτεί το 2002, δεύτερος γάμος για εκείνον ο οποίος είχε αποκτήσει ενήλικα πλέον τέκνα από τον πρώτο γάμο του, ήταν 60 ετών κατά το χρόνο του θανάτου του και διέτρεφε αποκλειστικά τη σύζυγό του καθώς εκείνη δεν εργαζόταν και δεν διέθετε εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, το στενό συγγενικό δεσμό αυτού με την ενάγουσα και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε η τελευταία από τον αδόκητο χαμό του, την κοινωνική, οικονομική και προσωπική κατάσταση των διαδίκων μερών και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστη το ποσό των 60.000 ευρώ. Το ποσό αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο ανάλογο δηλαδή με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης.
Κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια: το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η βλάβη, την βαρύτητα του, τυχόν, πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 Α.Κ. εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Η κρίση δε του δικαστηρίου όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με το ανωτέρω ποσό στο οποίο κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ανέρχεται η επιδικαστέα αποζημίωση της ψυχικής οδύνης που δοκίμασε η ενάγουσα κατά μερική παραδοχή του τέταρτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας εταιρίας και εκτιμώντας ότι το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη ποσό είναι υπερβολικό, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, αντίθετα με βάση όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, το ποσό αυτό είναι εύλογο, χωρίς να ευτελίζει το αντίστοιχο δικαίωμα της ενάγουσας που απώλεσε υπό δυσμενείς συνθήκες το σύζυγό της ή να βαρύνει υπέρμετρα την εναγόμενη Κοινοπραξία.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με το άρθρο 9 της Δ/Σ οι λογιστικές μονάδες με τις οποίες υπολογίζεται η οφειλόμενη με βάση την ίδια Δ/Σ αποζημίωση είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα οποία θα μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα του Κράτους, το δικαστήριο του οποίου επελήφθη της υπόθεσης, με βάση την αξία του εν λόγω νομίσματος σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (ΕΤΔ), κατά την ημερομηνία της απόφασης ή την ημερομηνία που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους. Η αξία του εθνικού νομίσματος, σε όρους Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την εν λόγω ημερομηνία, για τις δραστηριότητες και τις συναλλαγές του. Με βάση το ανωτέρω υπολογισμό της αξίας των ΕΤΔ κατά την ισοτιμία αυτών με το ευρώ κατά το χρόνο της απόφασης, δηλαδή κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αφού από αυτό το χρονικό σημείο και με τη δημοσίευση υφίσταται απόφαση, το επιδικαζόμενο ποσό των 60.000 ευρώ αντιστοιχεί σε 74.400 ΕΤΔ, ποσό πολύ κατώτερο των 250.000 ΕΤΔ το οποίο αποτελεί το ανώτατο όριο της αντικειμενικής ευθύνης της εναγομένης, το οποίο και δεν θα εξαντληθεί ακόμα και στην περίπτωση, τυχόν, επιδίκασης στην ενάγουσα αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής την οποία θα της κατέβαλε, εάν ζούσε, ο σύζυγός της κατά τα επόμενα πέντε έτη κατά τα οποία θα εργαζόταν σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μετά την αφαίρεση και του ποσού που ήδη λαμβάνει ως σύνταξη χηρείας, από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Σε συνυπολογισμό δε απαιτήσεων άλλων δικαιούχων δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να προβεί καθώς δεν αποδείχθηκε ότι υφίστανται. Τέλος επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Δ/Σ (ειδικότερα άρθρο 4) ο μεταφορέας εξακολουθεί ο ίδιος να ευθύνεται συνολικά έναντι του επιβάτη ή του οικείου του σε περίπτωση θανάτου αυτού ανεξάρτητα αν τη ζημία την προκάλεσε ο ίδιος, ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του την μεταφορά ή προστηθείς του τελευταίου.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, γενομένων δεκτών αμφότερων των υπό κρίση εφέσεων ως ουσιαστικά βάσιμων, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και αφού συζητηθεί η αγωγή, να απορριφθεί ως αόριστη κατά το αίτημά της για καταβολή αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής, να γίνει δεκτή μερικά κατά το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 60.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατά την έκταση της νίκης της, σε βάρος της εναγομένης όπως τα έξοδα προσδιορίζονται στο διατακτικό, τέλος να επιστραφούν στις εκκαλούσες τα παράβολα που κατέθεσαν για την άσκηση των εφέσεων τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις, α) με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../12-7-2018 έφεση της ενάγουσας ………. και β) με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../12-7-2018 έφεση της εναγόμενης κοινοπραξίας με την επωνυμία «…………» κατά της 1173/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την με αριθμ. κατάθ. ………./2016 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000),με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβολών για την άσκηση των εφέσεων στις εκκαλούσες και συγκεκριμένα το ……. ηλεκτρονικό παράβολο στην εκκαλούσα-εναγόμενη «…………» και το ……….. στην εκκαλούσα-ενάγουσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18η Απριλίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ