Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Αυτοκινητικό ατύχημα. Αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου – οδηγού του ζημιογόνου φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ο οποίος, στην προσπάθειά του να εισέλθει σε κάθετη οδό της λεωφόρου στην οποία κινείτο, εισήλθε, στο αντίθετο ρεύμα αυτής, χωρίς επαρκή έλεγχο περί της κίνησης των οχημάτων, με συνέπεια τη σύγκρουση με μοτοσυκλέτα που έβαινε στο ρεύμα αυτό, της οποίας ο οδηγός – γιος της ενάγουσας – εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, τραυματίστηκε θανάσιμα. Δεν αποδείχθηκε ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας έβαινε με υπερβολική ταχύτητα κατά τους ισχυρισμούς των εναγόμενων – εφεσίβλητων – αντεκκαλούντων, η δε ανίχνευση ποσότητας αλκοόλ στο αίμα του θανόντος, σε ποσοστό 0,40 gr/l αίματος, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου επίσης ισχυρισμούς των εναγόμενων, αφού ο οδηγός του φορτηγού αιφνιδίως εισήλθε στο ρεύμα πορείας της μοτοσυκλέτας, καλύπτοντας με τον όγκο του οχήματός του, το μεγαλύτερο μέρος αυτού, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η έγκαιρη τροχοπέδηση ή ο αποτελεσματικός αποφευκτικός ελιγμός εκ μέρους του θανόντος οδηγού. Απορρίπτει ισχυρισμό εναγόμενων περί συντρέχοντος πταίσματος του οδηγού της μοτοσυκλέτας. Εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, που έκρινε ότι συνυπαίτιοι του ατυχήματος ήταν ο θανών σε ποσοστό 70% και ο πρώτος εναγόμενος σε ποσοστό 30%. Δεκτή εν μέρει η αγωγή της μητέρας του θανόντος – εκκαλούσας περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 28/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α΄ – ΕΦΕΣΗ
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Σαράκη.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Μπράμο (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην ….. Αττικής (…………), όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσούτσο (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Β΄ – ΑΝΤΕΦΕΣΗ
Των ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην …… Αττικής (.. ……….), με ΑΦΜ ………, όπως νόµιµα εκπροσωπείται και 2) …………., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσούτσο (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Της ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Σαράκη.
Η ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εφεσίβλητων – αντεκκαλούντων, την από 15-1-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/19-5-2021 αγωγή.
Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1543/12-5-2023 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα, με την κρινόμενη από 8-6-2023 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/9-6-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./9-6-2023.
Επίσης, επί της ως άνω υπό έφεσης, οι εφεσίβλητοι αυτής άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αυτοτελές δικόγραφο, την από 20-10-2023 αντέφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ίδιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./20-10-2023.
Η ως άνω έφεση, καθώς και η αντέφεση, προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ.24 και 31, αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης και της αντέφεσης από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ως επίσης ανωτέρω αναφέρθηκε, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) η από 8-6-2023, με Ε.Α.Κ. …/2023, έφεση και Β) η από 20-10-2023, με Ε.Α.Κ. …../2023, αντέφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Η ανωτέρω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1543/12-5-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2) ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση αυτής έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της διετίας. Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα, το οριζόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της ως άνω έφεσης.
Επίσης παραδεκτά έχει ασκηθεί και η ένδικη αντέφεση (άρθρα 523, 591 παρ.1ζ ΚΠολΔ), καθώς κατατέθηκε με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, προς το οποίο απευθύνεται, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης και επιδόθηκε στην αντεφεσίβλητη τουλάχιστον προ 8 ημερών πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. υπ΄αρ. ………../23-10-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ………).
Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση και η αντέφεση, που αφορά στα προσβαλλόμενα με την έφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 1754/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ: Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ΄ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 10/2017, Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 847/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 103/2022, ΑΠ 747/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην εν λόγω διάταξη (932 ΑΚ) δεν γίνεται προσδιορισμός του όρου «οικογένεια του θύματος», τα μέλη της οποίας νομιμοποιούνται να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη, ερμηνευτική δε βοήθεια παρέχουν μόνο οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με τις οποίες καθορίζονται τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας του αποθανόντος προσώπου. Πάντως, κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι μ’ αυτόν συγγενείς του θανατωθέντος, αδιάφορα αν συζούσαν με τον τελευταίο ή διέμεναν χωριστά (Ολ.ΑΠ 762/1992, ΠοινΧρον MB`. 665, ΑΠ 185/1999 ΕλλΔ/νη 39/837, Εφ.Αθ. 4421/2001 Χρον.Ιδιωτ.Δικ. σελ. 885, Στυλ. Πατεράκης «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», σελ. 306). Η συνοίκηση, όμως, λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ενώ ουσιαστική και μάλιστα αυτονόητη προϋπόθεση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης είναι επίσης η απόδειξη, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέστη πραγματικά ψυχική οδύνη για την απώλεια του προσφιλούς του προσώπου, καθώς και ότι μεταξύ αυτού και του θανόντος υπήρχαν, όταν ο τελευταίος ζούσε, συναισθήματα αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό του προσώπου αυτού από την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 21/2000 ΕλλΔ/νη 42.56, ΑΠ 345/2012, ΑΠ 528/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 937/2010, Εφ.Αιγ.(Μον). 3/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν συντρέχουν και οι πιο πάνω προϋποθέσεις, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται ο ή η σύζυγος, οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι αδελφοί, πεθερός – πεθερά, γαμπρός και νύφη (ΑΠ 1159/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη, εξέθετε στην ως άνω από 15-1-2021, με Ε.Α.Κ……/2021, αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στις 4-9-2019 και περί ώρα 7.27 π.μ., ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……. φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ‘……..’’, που ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από υπαιτιότητά του, τον θανάσιμο τραυματισμό του …….. – γιου της ενάγουσας, ο οποίος οδηγούσε την υπ΄αρ. κυκλοφορίας …………, δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του, κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, που έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα, όπως παραδεκτά περιόρισε (με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να της καταβάλουν, το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη λόγω του θανάτου του γιου της στο εν λόγο ατύχημα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 100.000 ευρώ για την παραπάνω αιτία, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1543/2023 (εκκαλουμένη) απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη (ως προς το αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής μόνο όσον αφορά στο καταψηφιστικό της μέρος), ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του γιού της στο εν λόγω τροχαίο ατύχημα, το ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της.
Επίσης κατά της ίδιας απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι με την κρινόμενη αντέφεσή τους για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτή, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια τα οποία πλήττονται με την κρινόμενη ως άνω έφεση, και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή της αντιδίκου τους (εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης), άλλως τη μεταρρύθμισή της ως προς τα κεφάλαια αυτά, ώστε να περιορισθεί το επιδικασθέν κονδύλιο.
Από την εκτίμηση των, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταθέσεων των µαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και της υπ΄αρ. …/18-10-2022 ένορκης βεβαίωσης του ………., που προσκομίζει η ενάγουσα – εκκαλούσα και λήφθηκε, με επιμέλειά της, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αθηνών . ………., κατόπιν νόµιµης και εµπρόθεσµης κλήτευσης των εναγόμενων (όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ……../13-10-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, µε έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….. και την υπ’ αρ………../13-10-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου, µε έδρα το Πρωτοδικείο Σύρου, ……….., αντίστοιχα), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 4-9-2019 και περί ώρα 7.27 π.µ. , ο …….., γιος της ενάγουσας (ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης), οδηγώντας την υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………. µοτοσυκλέτα μάρκας Honda 647 cc/2001, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας του, εκινείτο επί της της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη στην περιοχή του Δήµου Αγίου Ιωάννη Ρέντη, µε κατεύθυνση από την λεωφόρο Κηφισού προς την Λεωφόρο Πειραιώς, στη μεσαία λωρίδα από τις τρείς τις οποίες έχει ανά κατεύθυνση η εν λόγω λεωφόρος. Στην ίδια λεωφόρο, κατά την ως άνω ημέρα και ώρα κινείτο στην αντίθετη κατεύθυνση, ο πρώτος εναγόμενος (ήδη πρώτος εφεσίβλητος – δεύτερος αντεκκαλών) οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ,,,,, Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο, μάρκας Mercedes, 1417 cc/1993, ιδιοκτησίας της εταιρείας περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία ‘’…………….’’, το οποίο ήταν ασφαλισµένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόµενη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη – πρώτη αντεκκαλούσα). Η ως άνω λεωφόρος είναι διπλής κατεύθυνσης, με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και συνολικό πλάτος οδοστρώματος, στο σημείο εκείνο, 11 μ. ανά κατεύθυνση, τα δε αντίθετα ρεύµατα κυκλοφορίας χωρίζονται μεταξύ τους από διαχωριστική νησίδα. Το ανώτατο επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας είναι πενήντα (50) χλμ/ώρα. Επίσης, στο ίδιο σημείο η λεωφόρος Πέτρου Ράλλη είναι ευθεία και η ορατότητα δεν περιορίζεται, ενώ η κυκλοφορία των οχημάτων κατά τον ανωτέρω χρόνο ήταν πυκνή (βλ. σχετικά με τα παραπάνω Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων του Α.Τ.Τ. Πειραιώς και το συνοδεύον αυτή πρόχειρο σχεδιάγραμμα). Κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, και συγκεκριμένα στο σημείο που η λεωφόρος συμβάλλεται με την οδό Καζαντζάκη, η οποία βρίσκεται αριστερά σε σχέση με το ρεύμα πορείας που κινείτο ο ως άνω οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου – πρώτος εναγόμενος, ο τελευταίος, προκειμένου να πραγματοποιήσει στροφή προς την οδό αυτή (Καζαντζάκη), εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, ώστε διασχίζοντάς το, ακολούθως να κινηθεί προς την παραπάνω οδό. Προέβη, ωστόσο, στην ως άνω ενέργεια χωρίς να ελέγξει προηγουμένως επαρκώς την κίνηση των οχημάτων στο ρεύμα αυτό, στο οποίο κινείτο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο ………….., με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση με την τελευταία, κατά την οποία τραυματίστηκε θανάσιμα ο ως άνω οδηγός της μοτοσυκλέτας. Σημειωτέον δε ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα αναφέρει ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε εισέλθει στη λεωφόρο Πέτρου Ράλλη από την οδό Καζαντζάκη, καθώς το ορθό είναι ότι σε αυτή είχε σκοπό να κατευθυνθεί. Αποκλειστικός υπαίτιος της πρόκλησης του ανωτέρω τροχαίου ατυχήματος, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός του φορτηγού, ο οποίος δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, που όφειλε και μπορούσε υπό τις επικρατούσες περιστάσεις να επιδείξει και την οποία αν είχε επιδείξει, θα είχε αποφευχθεί το ατύχημα. Ειδικότερα, η αμέλεια του πρώτου εναγόμενου συνίσταται στο ότι επιχείρησε να στρίψει αριστερά ως ανωτέρω, βαίνοντας με ταχύτητα 32 χλμ/ώρα (όπως προκύπτει από τον ταχογράφο του φορτηγού οχήματος), χωρίς να σταματήσει στην υπάρχουσα στη λεωφόρο Πέτρου Ράλλη, εσοχή για αριστερή στροφή και χωρίς να ελέγξει επαρκώς, πριν εισέλθει σε αυτό, το ρεύμα κυκλοφορίας που προτίθετο να διασχίσει εγκάρσια (ώστε ακολούθως να πραγματοποιήσει την αριστερή στροφή στην κάθετη στην παραπάνω λεωφόρο, οδό Καζαντζάκη), προκειμένου να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει ασφαλώς, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους χρήστες της οδού, στους οποίους όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα, κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ.2 Κ.Ο.Κ. Είχε δε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τη διερχόμενη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο θανών, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, λόγω και της υπερυψωμένης θέσης του οδηγού στο φορτηγό, τουλάχιστον από απόσταση 150 μέτρων πριν το σημείο σύγκρουσης των ως άνω οχημάτων. Η κίνησή του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του ρεύματος κυκλοφορίας, που κινείτο κανονικά, με ταχύτητα 53,52 χλμ/ώρα, ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ανακόπτοντας αιφνιδίως την πορεία του. Ο τελευταίος, αιφνιδιαζόμενος από τη μη αναμενόμενη και ξαφνική είσοδο του πρώτου εναγόμενου στο δικό του ρεύμα, παρά την τροχοπέδηση στην οποία προέβη 15,9 μ. πριν το σημείο σύγκρουσης (10,7 μ. είναι τα σημάδια τροχοπέδησης και στα επόμενα 5,2 μ. σύρεται επί του οδοστρώματος) και τον αριστερό αποφευκτικό ελιγμό, δεν κατάφερε να αποφύγει την σύγκρουση με το ως άνω φορτηγό, επί του οποίου επέπεσε και συγκεκριμένα στην πίσω δεξιά πλευρά του επί της δεξαμενής καυσίμων αυτού, με την εμπρόσθια δεξιά πλευρά της μοτοσυκλέτας του. Ένεκα της ως άνω σύγκρουσης, προκλήθηκε, την ίδια ημέρα του ατυχήματος, ο θάνατος του οδηγού της μοτοσυκλέτας ………, ο οποίος υπέστη, μεταξύ άλλων, βαριές κακώσεις θώρακος και κοιλίας, όπως προκύπτει από την από 6-9-2019 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του ιατροδικαστή …………… Αντίθετα δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι βαρύνει οποιαδήποτε συνυπαιτιότητα στην επέλευση του επίμαχου ατυχήματος, τον θανόντα, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης (άρθρο 300 ΑΚ), που πρόβαλαν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι και επαναλαμβάνουν στις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους επί της έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας αλλά και στον πρώτο λόγο της αντέφεσής τους, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Ειδικότερα, δεν προέκυψε ότι ο θανών οδηγός έβαινε με υπερβολική ταχύτητα (108,84 χλμ/ώρα), όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Οι ζημίες που υπέστη η μοτοσυκλέτα, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ελαφρές, καθώς περιορίζονται στο εμπρόσθιο σύστημα φωτισμού, στο εμπρόσθιο πλαστικό προστατευτικό των οργάνων και τον δεξιό καθρέπτη, δεν δικαιολογούν τη μεγάλη αυτή ταχύτητα, με την οποία αν έβαινε ο θανών, η σφοδρότητα της σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση οι ζημίες που θα προκαλούνταν στη μοτοσυκλέτα, θα ήταν σοβαρότερες. Τα παραπάνω περιστατικά ως προς τις συνθήκες, τα αίτια του ατυχήματος, αλλά και τις ταχύτητες των εμπλεκομένων οχημάτων, προκύπτουν και από την από 23-10-2020 (με αρ. ….) τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ……. ., διπλ. πολιτικού μηχανικού Ε.Μ.Π. – συγκοινωνιολόγου – πραγματογνώμονα ΤΕΕ και δικαστηρίων, που διενεργήθηκε, στα πλαίσια της προανάκρισης, κατόπιν παραγγελίας του 4ου προανακριτικού τμήματος του Πταισματοδικείου Πειραιά, η οποία κρίνεται πλέον αξιόπιστη, καθώς διατάχθηκε από τα αρμόδια προανακριτικά όργανα. ΄Αλλωστε, οι διαπιστώσεις της ως άνω πραγματογνωμοσύνης συμπίπτουν με αυτές της από 17-1-2021 (με αρ. ….) έκθεσης ιδιωτικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης του ……….., πραγματογνώμονα τροχαίων ατυχημάτων – Υποστρατήγου της ΕΛ.ΑΣ. ε.α., που διενεργήθηκε κατόπιν ανάθεσης από την ενάγουσα, αλλά και με τα όσα καταθέτει ο αυτόπτης μάρτυρας …………. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος κινείτο κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος επί της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Πειραιώς προς την Λεωφόρο Κηφισού, αναφέρει στην προανακριτική κατάθεσή του: ‘’…Στο ύψος της οδού Καζαντζάκη ήθελα να στρίψω αριστερά και μπροστά μου κινούνταν ένα φορτηγό (ενν. αυτό που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος), λίγο πριν φτάσω για να κάνω τον ελιγμό για αριστερά, το προπορευόμενο φορτηγό είχε εισέλθει κάθετα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας για να εισέλθει στην οδό Καζαντζάκη. Τη στιγμή που βρισκόταν περίπου στο μέσο του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, άκουσα ένα δυνατό θόρυβο σύγκρουσης οχημάτων. Αμέσως σταμάτησα το όχημά μου, κατέβηκα και είδα έναν οδηγό μοτ/τας πεσμένο στο οδόστρωμα, ο οποίος είχε τραυματιστεί πάρα πολύ σοβαρά…’’. Ο ίδιος μάρτυρας αναφέρει στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή του ότι το φορτηγό που κινείτο μπροστά του ‘’…δεν σταμάτησε στην εσοχή που υπάρχει πριν την αριστερή στροφή επί της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, ώστε να ελέγξει την τυχόν κυκλοφορία στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου και συνέχισε την πορεία του με μειωμένη ταχύτητα…αλλά πάντως χωρίς να σταματήσει… Σταμάτησε στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, καταλαμβάνοντας κάθετα το μεγαλύτερο πλάτος του, μόνο όταν προσέκρουσε η μοτοσυκλέτα του θύματος στη δεξιά πλευρά του. Τότε κατέβηκε από το φορτηγό (ο οδηγός του) για να δει τι έγινε, έτρεξα κι εγώ στο σημείο εκείνο και εγώ πήρα τηλέφωνο το 100 και το 166. Μετά από ελάχιστα λεπτά, ο οδηγός του φορτηγού ανέβηκε πάλι σε αυτό, για να το οδηγήσει σιγά σιγά παραπλεύρως του δεξιού πεζοδρομίου της οδού Καζαντζάκη, όπου το βρήκε η Τροχαία, όταν ήρθε’’. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, η τελευταία καταγραφή του ταχογράφου του φορτηγού, πριν την αφαίρεσή του, ήταν 5 χλμ/ώρα, επειδή δηλαδή το φορτηγό μετακινήθηκε μετά το ατύχημα και όχι επειδή, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι – αντεφεσίβλητοι, ο οδηγός αυτού είχε σταματήσει να ελέγξει πριν εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα και επανεκκίνησε με αποτέλεσμα η ταχύτητα που είχε κατά τη σύγκρουση να είναι 5 χλμ/ώρα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχθούμε την εκδοχή αυτή, ο πρώτος εναγόμενος δεν θα έπρεπε να επανεκκινήσει το όχημά του επιχειρώντας την αριστερή στροφή, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, πριν βεβαιωθεί ότι εκείνη την ώρα δεν διέρχονταν σε αυτό οχήματα και ότι μπορούσε ασφαλώς να το πράξει, όπως προαναφέρθηκε. Τα όσα εκτίθενται στην από 9-3-2020 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….. – διπλ. Μηχ/γου μηχ/κού, μέλους Τ.Ε.Ε. (ο οποίος εξετάστηκε και ως μάρτυρας ανταπόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), που διενεργήθηκε κατόπιν ανάθεσης από τον πρώτο εναγόμενο, η οποία, αντίθετα με τις παραπάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, προσδιορίζει την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας του θανόντος στα 108,84 χλμ/ώρα, καταλήγοντας ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ο θανών, δεν αρκούν για να αναιρέσουν τα ως άνω αποδειχθέντα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα. Ακόμη, ωστόσο, κι αν υποτεθεί ότι ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας έβαινε με μεγάλη ταχύτητα, πράγμα που ουδόλως προέκυψε κατά τα προεκτεθέντα, το γεγονός αυτό δεν συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος, λόγω της αιφνίδιας κίνησης του φορτηγού που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα στο οποίο κινείτο ο θανών, το οποίο κάλυψε κατά 70% περίπου (βλ. σχετικά και έκθεση πραγματογνωμοσύνης της …………….). Όπως αναλύεται δε στην ίδια έκθεση, επί ταχύτητας 50 χλμ/ώρα η μοτοσυκλέτα χρειαζόταν 35 μ. για την ασφαλή ακινητοποίησή της και επί ταχύτητας 40χλμ/ώρα 28 μέτρα, ενώ είχε στη διάθεσή της μόνο 15,9 μέτρα. Εξάλλου, αναφορικά με το ποσοστό αλκοόλ που ανιχνεύθηκε στο αίμα του θανόντος οδηγού, το οποίο ήταν 0,40 gr/l (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……./19 τοξικολογική εξέταση του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικών επιστημών του Παν/μίου Κρήτης), ήτοι πέραν του επιτρεπόμενου ορίου των 0,20 gr/l (μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας), λεκτέα είναι τα εξής: Το ως άνω ποσοστό μπορεί να οφείλεται σε μεταθανάτια παραγωγή αιθανόλης, καθώς ελήφθη δείγμα αίματος του θανόντος οδηγού δύο ημέρες μετά το θάνατό του. Στην πιθανότητα αυτή συνηγορεί και το ότι, κατά την ώρα που συνέβη το ατύχημα (7.27 το πρωί), ο θανών, ο οποίος ήταν υπαξιωματικός του στρατού ξηράς, μετέβαινε από την οικία του (……………) στην εργασία του στην ………… Πειραιά, η κατανάλωση δε αλκοόλ εκ μέρους του υπό αυτές τις συνθήκες, δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Έστω, όμως, κι αν θεωρηθεί δεδομένο ότι το ως άνω ποσοστό αλκοόλ υφίστατο στο αίμα του και κατά το χρόνο του ατυχήματος, το γεγονός αυτό δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, αφού δεν προέκυψε ότι επηρέασε την οδηγική του συμπεριφορά. Αυτός προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες (τροχοπέδηση και αποφευκτικό ελιγμό) προσπαθώντας, όπως προεκτέθηκε, να αποφύγει το ατύχημα, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, διότι η αιφνίδια απόφραξη εκ μέρους του φορτηγού σχεδόν ολόκληρου του οδοστρώματος του ρεύματος που κινείτο ο θανών, δεν του επέτρεπε να αντιδράσει αποτελεσματικά, όσο τεταμένη κι αν είχε την προσοχή και τα αντανακλαστικά του και όση επιμέλεια κι αν επιδείκνυε, παρά τους αβάσιμους, περί του αντιθέτου, ισχυρισμούς των εναγόμενων – εκκαλούντων – αντεκκαλούντων. Ας σημειωθεί επίσης ότι, ο πρώτος εναγόμενος …………., καταδικάστηκε με την υπ΄αρ. ………./12-6-2023 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς -που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης και εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο- σε ποινή φυλάκισης 3 ετών για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αναφορικά με τον θάνατο του …………. στο επίδικο ατύχημα, ενώ δεν προκύπτει αν έχει ασκηθεί κατ΄ αυτής έφεση και η πορεία της. Στο σχετικό δε κατηγορητήριο, ως ταχύτητα της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο θανών αναφέρονται τα 53 χλμ/ώρα.
Κατ΄ ακολουθίαν των παραπάνω, το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου – οδηγού του φορτηγού οχήματος. Οπότε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε με την εκκαλουμένη, ότι το ατύχημα οφείλεται, κατά τα σε αυτή αναφερόμενα, σε συνυπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου, σε ποσοστό 30%, αλλά και του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας, σε ποσοστό 70%, (δεχόμενο ότι ο τελευταίος έβαινε με υπερβολική ταχύτητα και έχοντας καταναλώσει αλκόολ, που συνετέλεσαν στην επέλευση του ατυχήματος), έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται η ενάγουσα με τους τρεις πρώτους λόγους της έφεσής της.
Περαιτέρω προέκυψε ότι ο θανών …………., γεννηθείς στις 19-4-1983, γιος της ενάγουσας – εκκαλούσας, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με αυτή, με την οποία τον συνέδεε στενός συγγενικός δεσμός. Η ενάγουσα είναι από πολλών ετών χήρα, καθώς ο σύζυγός της και πατέρας του θανόντος, ………….., απεβίωσε σε εργατικό ατύχημα στις 21-1-1994 σε ηλικία 38 ετών, όπως προκύπτει από το σχετικό από 28-11-2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Ο θανών ήταν το μοναδικό τέκνο της, το οποίο ανέθρεψε μόνη της από την ηλικία των 11 ετών αυτού και για το οποίο έτρεφε βαθιά αισθήματα μητρικής στοργής και αγάπης (βλ. σχετικά και κατάθεση μάρτυρα απόδειξης ………….., πρώτου εξαδέρφου του αποβιώσαντος). Το Δικαστήριο, επομένως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα υπέστη ψυχική οδύνη, λόγω του θανάτου του προαναφερθέντος γιου της. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου οδηγού του φορτηγού, την έλλειψη υπαιτιότητας του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας, την ηλικία αυτού (36 ετών), του δεσμού συγγένειας που είχε με την ενάγουσα καθώς και την αμοιβαία μεταξύ τους αγάπη και τον ψυχικό πόνο που αυτή δοκίμασε ένεκα του θανάτου του, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση της, το ποσό των 90.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, με βάση τις προπεριγραφείσες συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Σ και 2, 9 παρ.2 και 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 6/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το παραπάνω ποσό και όχι για το ποσό των 30.000 ευρώ, που επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη, το οποίο, βάσει των ως άνω συνεκτιμωμένων στοιχείων, κρίνεται δυσανάλογα μικρό (δεδομένου και του ότι, το παρόν Δικαστήριο, αντίθετα με το πρωτοβάθμιο, δέχθηκε ότι ο θανών – γιός της ενάγουσας, δεν είναι συνυπαίτιος του εν λόγω ατυχήματος), γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου, του σχετικού (τέταρτου) λόγου της έφεσης κι απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου και τελευταίου λόγου της αντέφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μικρότερου ποσού.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αυτή (εκκαλουμένη), να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ ουσία και να απορριφθεί κατ΄ ουσία η αντέφεση. Αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 90.000 ευρώ. Το ποσό αυτό θα επιδικαστεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (και όχι επιδικίας), κατόπιν σχετικού αιτήματος της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, προβληθέντος με πρωτόδικες προτάσεις της, καθώς πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων – αντεκκαλούντων, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης, περί εσφαλμένου συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθίσταται άνευ αντικειμένου, καθώς, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αποφαίνεται εκ νέου περί της δικαστικής δαπάνης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ως ανωτέρω. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό παραβόλου, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 8-6-2023, με Ε.Α.Κ. …./2023, έφεση και Β) την από 20-10-2023, με Ε.Α.Κ. …./2023, αντέφεση.
Δέχεται τυπικά την έφεση και την αντέφεση.
Δέχεται την ως άνω έφεση και κατ΄ ουσία.
Απορρίπτει την αντέφεση κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1543/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Κρατεί την από 15-1-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτή.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων – αντεκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. …………/2023, ποσού 100 ευρώ), στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα της ένδικης έφεσης.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 22 Ιανουαρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ