Περίληψη
Αδικοπραξία. Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, επομένως και τα χρήματα. Σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Η διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ δεν αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο αλλά ενδοτικό, έτσι, οι σχετικώς συμβληθέντες μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά το ζήτημα της υποχρέωσης του εντολοδόχου ως προς την απόδοση στον εντολέα αυτού, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Στην τελευταία περίπτωση, κατά την οποία έχει συμφωνηθεί ο αποκλεισμός της υποχρέωσης του εντολοδόχου για την απόδοση στον εντολέα αυτού, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, η παρακράτηση από τον εντολέα του ανωτέρω αποκτηθέντος δεν συνιστά παράνομη ιδιοποίηση, ενόψει του ότι η σχετική συμφωνία αποτελεί συγκατάθεση του ιδιοκτήτη στην παρακράτηση αυτή.
Αριθμός 457/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθ. 4006/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 21-09-2017 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………/26-9-2017) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης διενεργήθηκε στις 5-10-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η έφεση ασκήθηκε στις 19-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/19-10-2018έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού κατατέθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 3Α εδ. β, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, η υπό κρίση έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1του ΚΠολΔ).
Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι, περί τα τέλη Μαρτίου 2015, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/31-3-2015 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, είχε παράσχει στον εναγόμενο την εντολή και πληρεξουσιότητα, να πωλήσει, αντ’ αυτής και για λογαριασμό της, τα αναφερόμενα στην αγωγή δύο επιβατηγά οχήματα δημόσιας χρήσης (ταξί) της ιδιοκτησίας της. Ότι, κατά τα τέλη Μαΐου 2016, ο εναγόμενος, χωρίς να την ενημερώσει σχετικώς, πώλησε, στα αναφερόμενα στην αγωγή πρόσωπα, τα δύο ανωτέρω οχήματα, για λογαριασμό της, εισπράττοντας, συγχρόνως, το αντίστοιχο τίμημα, ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για έκαστο των οχημάτων, το οποίο αφού περιήλθε στην κατοχή του (εναγομένου), το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντας αυτό στη δική του περιουσία, χωρίς μέχρι σήμερα, να της το έχει αποδώσει, παρά τις συνεχείς προς τούτο οχλήσεις της. Ότι, κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η ίδια πληροφορήθηκε το γεγονός της ανωτέρω πωλήσεως των οχημάτων αυτών, όταν την ενημέρωσε, σχετικώς, ο εναγόμενος, σε τηλεφωνική τους επικοινωνία, χωρίς, όμως, να της παράσχει κάποια ενημέρωση για την τύχη του εισπραχθέντος από την πώληση αυτή τιμήματος. Ότι η ενάγουσα, κατόπιν έρευνάς της σε κοινό των διαδίκων τραπεζικό λογαριασμό, διαπίστωσε ότι ο λογαριασμός αυτός είχε πιστωθεί με τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούσαν στο τίμημα των πωλήσεων των δύο οχημάτων, πλην όμως τα ποσά αυτά, πλέον του ποσού των 3.800,00 ευρώ, ο εναγόμενος είχε μεταφέρει, με διαδοχικές κινήσεις του λογαριασμού, σε έτερους τραπεζικούς λογαριασμούς. Βάσει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ανωτέρω τίμημα των πωλήσεων, που εκείνος εισέπραξε για λογαριασμό της και στη συνέχεια ιδιοποιήθηκε παρανόμως, δηλαδή λόγω της σχετικής αδικοπραξίας, και επικουρικώς, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενη, ότι, κατά τα ως άνω, ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος από την περιουσία της και χωρίς νόμιμη αιτία. Επιπλέον, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ,ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, δηλαδή η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος, της οφείλει το ανωτέρω συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη, εκτός από το αίτημα περί της χρηματικής ικανοποίησης, όσον αφορά στην επικουρική βάση της, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σεεσφαλμένη ερμηνείακαι εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητείνα εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολό της, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, όπως και χρηματικού ποσού, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, δηλαδή αφορά σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα ως κύριος, η δε υποκειμενική υπόστασή του, στην ύπαρξη του δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ακόμη, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη(βλ. ΑΠ 462/2011 ΝοΒ 2011 2115, ΕφΘεσ (Μον) 38/2017 ΕλλΔνη 2018 157, ΕφΠειρ 562/2010 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠατρ 41/2009 ΑχαΝομ 2010 41, ΕφΛαρ 284/2004 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005 30).
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 713 του ΑΚ, κατά την οποία «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας», προκύπτει ότι η εντολή είναι σύμβαση, η οποία μπορεί να συναφθεί και σιωπηρώς (άρθρο 158 ΑΚ) και με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης ή τη φύση του αντικειμένου, επομένως και τα χρήματα. Ακόμη, ο εντολοδόχος, κατά τα ανωτέρω, δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Επομένως αυτός, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης (βλ. ΑΠ 1569/2012 ΧρΙΔ 2013269, ΑΠ 1646/2005 ΕλλΔνη 20081035, ΕφΠατρ 155/2011 ΑχαΝομ 201292). Εξάλλου, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ δεν αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο αλλά ενδοτικό, έτσι, οι σχετικώς συμβληθέντες μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά το ζήτημα της υποχρέωσης του εντολοδόχου ως προς την απόδοση στον εντολέα αυτού, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, όπως να αποκλείσουν ή να περιορίσουν την υποχρέωση αυτή, να ορίσουν τους όρους της απόδοσης, το χρόνο κλπ (βλ. ΑΠ 534/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 454/1994 ΕλλΔνη 1995 315, Καποδίστρια εις ΕρμΑΚ αρθρ. 719 αρ. 15, Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ τ. Γ ημιτ. Β΄ αρθρ. 719 αρ. 2 και 7 σελ. 844 και 847, Τουντόπουλο εις ΣΕΑΚ τ. Ι αρθρ. 719 αρ. 2 σελ. 1363). Ως εκ τούτου, στην τελευταία περίπτωση, κατά την οποία έχεισυμφωνηθεί ο αποκλεισμός της υποχρέωσης του εντολοδόχου για την απόδοση στον εντολέα αυτού, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, η παρακράτηση από τον εντολέα του ανωτέρω αποκτηθέντος δεν συνιστά παράνομη ιδιοποίηση, ενόψει του ότι η σχετική συμφωνία αποτελεί συγκατάθεση του ιδιοκτήτη στην παρακράτηση αυτή.
ΙΙΙ.Κατά το άρθρο 904 του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α)ο πλουτισμός του υπόχρεου, β)η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, γ)η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ)η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Επίσης, από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή σε πρόσθετα τέτοια περιστατικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση, που η βάση της αγωγής, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), αρκεί για την πληρότητά της ως άνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα και στην περίπτωση της αδικοπραξίας η τυχόν μη ύπαρξη (απόσβεση κλπ) της σχετικής αξίωσης (βλ. ΑΠ 1227/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011 338, ΕφΑθ 7084/2019 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, και της υπ’ αριθ……../23-10-2017 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε, με την επιμέλεια της εκκαλούσας – ενάγουσας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρανιδίου ……………, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως τουεναγομένου – εφεσιβλήτου (βλ. την υπ’ αριθ. ……./17-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), καθώς και τις υπ’ αριθ. ….. και ……./21-12-2017 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες συντάχθηκαν, με την επιμέλεια του εναγομένου – εφεσιβλήτου, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εκκαλούσας – ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……/15-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ναυπλίου ……………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά το έτος 2000, οι διάδικοι συνήψαν προσωπική σχέση και συμβίωσαν στην οικία, της τότε ιδιοκτησίας του εναγομένου, η οποία βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Πειραιά (….). Ο εναγόμενος, τότε, ήταν ηλικίας 56 ετών (γεννηθείς το έτος 1944) και ήταν σε διάσταση με τη σύζυγό του, επίσης, αυτός δραστηριοποιείτο επαγγελματικώς στον τομέα της τροφοδοσίας εμπορικών πλοίων, ενώ ήταν συνταξιούχος, έχοντας οικονομική ευμάρεια. Η ενάγουσα, τότε, ήταν ηλικίας 20 ετών (γεννηθείσα το έτος 1980) και δεν διέθετε κάποια περιουσία, ούτε εισοδήματα. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω συμβίωσης των διαδίκων οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές και ο εναγόμενος επιθυμούσε την τέλεση πολιτικού γάμου με την ενάγουσα, παρά την ως άνω σημαντική διαφορά της ηλικίας τους. Έτσι, ενόψει της προοπτικής τέλεσης του ανωτέρω γάμου, ο εναγόμενος επιδίωξε να εξασφαλίσει οικονομικώς την ενάγουσα, προς τούτο μεταβίβασε στην τελευταία, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../27-12-2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. (νομίμως μεταγγεγραμένου στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς) το ακίνητο (διαμέρισμα Α΄ ορόφου) της ανωτέρω κοινής οικίας τους, επιφάνειας 24,00 τ.μ., αντικειμενικής, τότε, αξίας 15.253,06 ευρώ, και εμπορικής σημαντικώς ανώτερης. Η μεταβίβαση του ανωτέρω ακινήτου στην ενάγουσαδιενεργήθηκε, μεν τυπικώς λόγω πωλήσεως, πλην όμως, στην πραγματικότητα, λόγω δωρεάς, καλυπτόμενης από την εικονική αυτή πώληση (άρθρο 138 ΑΚ), ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα, τότε δεν διέθετε οικονομικούς πόρους για την καταβολή του τιμήματος της αντίστοιχης αγοράς, ούτε προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι είχε καταβάλει στον εναγόμενο («πωλητή») οποιοδήποτε χρηματικό ποσό προς τούτο. Μάλιστα, ο εναγόμενος δεν ζήτησε κάποιο αντάλλαγμα για την ανωτέρω μεταβίβαση, ενόψει του ότι αυτή πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα της διάρκειας της ανωτέρω συμβίωσηςτων διαδίκων,που οι σχέσεις του με την ενάγουσα ήταν ομαλές, δηλαδή, όταν υπήρχε ηπροοπτική να λάβει αυτή (συμβίωση) οριστικό χαρακτήρα. Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο της ανωτέρω σχέσης των διαδίκων, κατά το έτος 2003, ο εναγόμενος, προέβη, από κοινού με τον ανιψιό του …………. στην αγορά, για λογαριασμό της ενάγουσας, ενός επαγγελματικού επιβατηγού οχήματος δημόσιας χρήσης (ταξί), με στοιχεία κυκλοφορίας ………, εργοστασίου κατασκευής «Skoda», τύπου «Octavia», καταβάλλοντας το ποσό των70.000 ευρώ, έκαστος για το μερίδιό του, ενώ, το επόμενο έτος, ο εναγόμενος αγόρασε,για λογαριασμό της ενάγουσας, και το υπόλοιπο ½ του αυτοκινήτου αυτού από τον ανιψιό του, στον οποίο κατέβαλε προς τούτο το ποσό των 70.000 ευρώ. Ακόμη, στις 15-2-2013, ο εναγόμενος, στο ίδιο πάντα πλαίσιο, προέβη στην αγορά, επίσης για λογαριασμό της ενάγουσας, ενός επιπλέον επαγγελματικού επιβατηγού οχήματος δημόσιας χρήσης (ταξι), με στοιχεία κυκλοφορίας ………….. εργοστασίου κατασκευής «Skoda» τύπου «Octavia», αντί του τιμήματος των 130.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι ως ιδιοκτήτρια των προαναφερθέντων οχημάτων, τυπικώς, εμφανιζόταν, η ενάγουσα, όμως, αυτά είχαν αγορασθεί αποκλειστικώς με δαπάνη του εναγομένου (συνολικού ποσού 270.000 ευρώ) ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη δεν είχε τη σχετική οικονομική δυνατότητα. Επίσης, τα ανωτέρω οχήματα είχαν εκμισθωθεί προς τρίτους, ενώ την εν γένει επιμέλεια και την καταβολή τηςδαπάνης για τη συντήρηση, φορολογία, ασφάλιση κλπ αυτών είχε αναλάβει, αποκλειστικώς, ο εναγόμενος ως διαχειριστής τους. Μάλιστα, η ενάγουσα είχε χορηγήσει στον εναγόμενο, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/20-3-2008 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., την πληρεξουσιότητα για να διενεργεί όλες τις πράξεις διαχείρισης του ανωτέρω με στοιχεία κυκλοφορίας ………….. οχήματος, ακόμη και να προβεί στην πώλησή του σε οποιονδήποτε τρίτο ή και στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση. Σημειωτέον ότι με το ίδιο ανωτέρω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο η ενάγουσα είχε χορηγήσει στον εναγόμενο την πληρεξουσιότητα να προβεί στην προβεί στην πώληση, σε οποιονδήποτε τρίτο ή και στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, του ανωτέρω μεταβιβασθέντος σ’ αυτήν ακινήτου. Ωστόσο, η ανωτέρω επιθυμία του εναγομένου για την οριστικοποίηση της σχέσης του με την ενάγουσα δεν πραγματοποιήθηκε, ενόψει του ότι, κατά το έτος 2014, η τελευταία συνδέθηκε, συναισθηματικώς με τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα, κατά το έτος 2015, να επέλθει η οριστική διακοπή της μεταξύ των διαδίκων συμβίωσης και η διάρρηξη των σχέσεων τους. Επίσης, ενόψει της διακοπής της ανωτέρω συμβίωσης, οι διάδικοι προέβησαν σε ρύθμιση των περιουσιακών ζητημάτων που είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκειααυτής. Ειδικότερα, συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων η από 31-3-2015 έγγραφη σύμβαση χρησιδανείου (άρθρο 810 ΑΚ), δυνάμει της οποίας επιβεβαιώθηκε η παραχώρηση από την ενάγουσα (χρήστης) προς τον εναγόμενο (χρησάμενο) της χρήσης της ανωτέρω οικίας, στην οποία διέμεναν από κοινού κατά τη διάρκεια της εν λόγω συμβίωσής τους, και συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί αυτήν μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2025. Επίσης, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το από 31-3-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε ο εναγόμενος να εξακολουθήσει να ασκεί την ως άνω διαχείριση των προαναφερθέντων αυτοκινήτων, με την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 300ευρώ μηνιαίως. Ακόμη, την ίδια ημέρα (31-3-2015), καταρτίσθηκε και το υπ’ αριθ. …./31-3-2015 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., δυνάμει του οποίου η ενάγουσα ανέθεσε στον εναγόμενο, κατ’ εντολή, πληρεξουσιότητα και για λογαριασμό της, να προβεί στην πώληση, μεταβίβαση και παράδοση σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, ακόμα και στον εαυτόν του, κατ’ άρθρο 235 του ΑΚ, με αυτοσύμβαση, των προαναφερθέντων δύο οχημάτων (ταξί), με τίμημα και οποιουσδήποτε άλλους όρους και συμφωνίες αυτός(εναγόμενος) θα ενέκρινε. Επιπλέον, με το ανωτέρω πληρεξούσιο ανατέθηκε στον εναγόμενο η είσπραξη του σχετικού τιμήματος, καθώς και η εν γένει διαχείριση των οχημάτων αυτών, όπως και προηγουμένως είχε γίνει για το με στοιχεία κυκλοφορίας ……….. όχημα, δυνάμει του ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/20-3-2008 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Επιπροσθέτως αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε, προφορικώς, μεταξύ των διαδίκων ότι ο εναγόμενος δεν θα είχε την υποχρέωση να αποδώσει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό, το οποίο, κατά τα ως άνω, θα εισέπραττε από την πώληση των προαναφερθέντων οχημάτων. Το τελευταίο γεγονός, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναγράφεται στο ανωτέρω πληρεξούσιο (υπ’ αριθ. ……./31-3-2015) συνάγεται από το περιεχόμενο αυτού. Ειδικότερα, σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «… Επίσης, η εντολέας [ενάγουσα] δήλωσε ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει από σήμερα όλες τις πράξεις του πληρεξουσίου της [εναγόμενου], τις σχετικές με τις ανωτέρω εντολές, που ενήργησε ή θα ενεργήσει, ως νόμιμες, έγκυρες, ισχυρές και απρόσβλητες και σαν να έγιναν από αυτήν την ίδια και το πληρεξούσιο αυτό δεν υπόκειται σε παύση ή ανάκληση ή χρονικό ή άλλο περιορισμό, καθόσον αποσκοπεί και στο συμφέρον του εντολοδόχου …». Από το ανωτέρω τμήμα του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου αυτού προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της ως άνω ρυθμίσεως των περιουσιακών ζητημάτων των διαδίκων, η ενάγουσα, ουσιαστικώς, παραχώρησε στον εναγόμενο κάθε δικαίωμα της επί των προαναφερθέντων οχημάτων, των οποίων εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτρια, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, αυτά είχαν αποκτηθεί αποκλειστικώς με δαπάνη του εναγομένου, ο οποίος είχε αναλάβει την εκμετάλλευσή τους. Μάλιστα, η αναφορά στο ανωτέρω πληρεξούσιο περί του ότι αυτό αποσκοπούσε και στο συμφέρον του εναγομένου δεν δικαιολογείται διαφορετικά, παρά μόνον από την ύπαρξη της συμφωνίας των διαδίκων περί του ότι ο εναγόμενος θα μπορούσε να διατηρήσει για τον εαυτό του το χρηματικό ποσό του ανωτέρω τιμήματος, αφού σε διαφορετική περίπτωση ο εναγόμενος δεν θα είχε κάποιο συμφέρον από την πώληση αυτή. Επίσης, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον ως άνω χρόνο συντάξεως του ανωτέρω πληρεξουσίου, η ενάγουσα, ήδη, είχε συνδεθεί συναισθηματικώς με τρίτο πρόσωπο και για το λόγο αυτό είχαν καταστεί δυσμενείς οι σχέσεις των διαδίκων, δεν δικαιολογείται η χορήγηση από αυτήν (ενάγουσα) στον εναγόμενο των ως άνω, χωρίς περιορισμό, εξουσιών όσον αφορά στα προαναφερθέντα οχήματα, παρά μονό γιατί θεωρούσε ότι, ουσιαστικώς, αυτά δεν ανήκαν στην ιδιοκτησία της. Ακόμη, την ύπαρξη της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων επιβεβαιώνουν στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους (υπ’ αριθ. …. και …../21-12-2017 οι ……… και …………., οι οποίοι αναφέρουν σχετικώς ότι ο εναγόμενος δεν είχε υποχρέωση να αποδώσει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό πουθα εισέπραττε από την πώληση των προαναφερθέντων οχημάτων. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση του …….. (υπ’ αριθ. …../23-10-2017), ενόψει του ότι αυτός δεν έχει ιδία αντίληψη για το ανωτέρω ζήτημα και αναφέρειόσα σχετικώς μεταφέρθηκαν σ’ αυτόν από την ίδια την ενάγουσα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 27-5-2016 και στις 30-5-2016, ο εναγόμενος, ενεργώντας βάσει του ανωτέρω πληρεξουσίου (υπ’ αριθ. …./31-3-2015) προέβη στη μεταβίβαση, λόγω πωλήσεως, των οχημάτων αυτών, δυνάμει των υπ’ αριθ. …../27-5-2016 και …../30-5-2016 πωλητηρίων συμβολαίων της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., προς τον ……….. για το υπό στοιχεία ……. όχημα και προς τον …….. για το υπό στοιχεία ………… όχημα, με τίμημα ποσού 50.000ευρώ για έκαστο των οχημάτων. Το τίμημα αυτό, όπως σε αμφότερα τα ανωτέρω συμβόλαιααναφέρεται, καταβλήθηκε σε μετρητά χρήματα προ της σύνταξής τους. Επίσης, το συνολικό ποσό του ανωτέρω τιμήματος (100.000 ευρώ) πιστώθηκε, με δύο διαδοχικές καταθέσεις, που διενεργήθηκαν από τον εναγόμενο στις 27-5-2016 και στις 30-5-2016, στον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό,τηρούμενο στην τράπεζα «………….», του οποίου δικαιούχοι είναι αμφότεροι οι διάδικοι (κοινός λογαριασμός) και στον οποίο κατατίθεται το χρηματικό ποσό που αφοράστη σύνταξη του εναγόμενου. Ακόμη, προέκυψε ότι, από τον ανωτέρω κοινό λογαριασμό των διαδίκων, μεταφέρθηκαν τα κάτωθι ποσά, μετά την πίστωσή του με το ανωτέρω συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, κατ’ εντολή του εναγομένου, σε έτερους λογαριασμούς αγνώστων δικαιούχων, στους οποίους, όμως, η ενάγουσα δεν είχε πρόσβαση, και ειδικότερα τα ποσά: α)των 5.000 ευρώ στις 15-7-2016, β)των 25.000 ευρώ στις 3-8-2016, γ)των 15.000 ευρώ στις 15-9-2016, δ)των 7.500 ευρώ στις 10-10-2016, ε)των 5.000 ευρώ στις 18-10-2016, στ)των 1.300 ευρώ στις 7-11-2016, ζ)των 10.000 ευρώ στις 7-11-2016 και η)των 35.000 ευρώ στις 16-11-2016 και συνολικώς μεταφέρθηκε το ποσό των 103.800 ευρώ. Κατόπιν, στις 30-11-2016, η ενάγουσα προέβη σε ανάκληση των ανωτέρω πληρεξουσίων προς τον εναγόμενο (υπ’ αριθ. …./20-3-2008 και …../31-3-2015), δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/30-11-2016 εγγράφου της συμβολαιογράφου …………, που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 1-12-2016 (βλ. την υπ’ αριθ. …./1-12-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………). Εξάλλου, από το αντίγραφο κινήσεως του ίδιου ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού («ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΙΝΗΣΕΩΝ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ») προκύπτει ότι, μετά την ως άνω πίστωσή του με το ποσό των 100.000 ευρώ, έγινε ανάληψη διαφόρων χρηματικών ποσών από το λογαριασμόαυτόν, μέσω του μη υφιστάμενου πλέον υποκαταστήματος (υπ’ αριθ. ….) της τράπεζας «….», που λειτουργούσε στο Πόρτο Χέλι Αργολίδας και το οποίο συγχωνεύθηκε στο υπ’ αριθ. …. υποκατάστημά της ίδιας τράπεζας που λειτουργεί, μέχρι σήμερα, στο Κρανίδι Αργολίδας. Ειδικότερα,από τον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό διενεργήθηκαν αναλήψεις χρηματικού ποσού 420 ευρώ, κάθε φορά, μέσω του σχετικού μηχανήματος«ATM» τουπροαναφερθέντος υποκαταστήματος (υπ’ αριθ. ….) της τράπεζας αυτής, στις 21-6-2016, στις 27-6-2016, στις 11-7-2016, στις 8-8-2016, στις 16-8-2016, στις 22-8-2016 και στις 12-9-2016, δηλαδή συνολικώς επτά τέτοιες συναλλαγές, οι οποίες αντιστοιχούν σε συνολικό ποσό 2.940 ευρώ (7X420). Μάλιστα, οι ανωτέρω αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον τραπεζικό λογαριασμό αυτό πραγματοποιήθηκαν από την ενάγουσα, ως συνδικαιούχου αυτού, ενόψει του ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (δηλαδή μετά την άνοιξη του έτους 2015), η τελευταία διέμενε, μονίμως, στο Κρανίδι Αργολίδας, ενώ ο έτερος συνδικαιούχος του λογαριασμού αυτού, δηλαδή ο εναγόμενος, κατοικούσε στον Πειραιά και δεν προέκυψε ότι κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα είχε επισκεφθεί την ανωτέρω περιοχή. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω κρίση περί της διενέργειας των προαναφερθεισών αναλήψεων χρηματικών ποσών από την ενάγουσα, δεν αναιρείται από την από 3-10-2018 επιστολή της τράπεζας «……..» προς αυτήν (ενάγουσα) στην οποία αναφέρεται ότι η σχετική χρεωστική κάρτα της ενάγουσας είχε εκδοθεί κατά το μήνα 12/2016, χωρίς να ενεργοποιηθεί, ενόψει του ότι δεν αναφέρεται σ’ αυτήν εάν πριν την έκδοση της κάρτας αυτής είχαν εκδοθεί και άλλες τέτοιες με δικαιούχο την ενάγουσα. Μάλιστα, η ενάγουσα, με τη σχετική από 7-9-2018 αίτησή της προς την προαναφερθείσα τράπεζα είχε ζητήσει να της γνωστοποιηθεί : «… όπως βεβαιώσετε εγγράφως το ταχύτερο δυνατόν ότι: Α) Κατά τις ημερομηνίες 21.6.2016, 27.6.2016, 11.7.2016, 8.8.2016, 16.8.2016, 22.8.2016 και 12.9.2016 δεν ήμουν κάτοχος οποιασδήποτε κάρτας της τράπεζας σας, με την οποία θα μπορούσα να λάβω χρήματα από τον υπ’ αριθμ. ………… λογαριασμό μου μέσω ΑΤΜ, Β)Να βεβαιώσετε εγγράφως πότε εκδόθηκε για πρώτη φορά κάρτα στο όνομα μου με δυνατότητα αναλήψεων από τον προαναφερόμενο λογαριασμό μέσω ΑΤΜ, εάν ενεργοποιήθηκε και πότε και Γ)Ποιος είναι ο δικαιούχος της κάρτας, με την οποία πραγματοποιήθηκαν οι αναλήψεις …». Ωστόσο, η ενάγουσα δεν προσκόμισε την τυχόν έγγραφη απάντηση της προαναφερθείσας τράπεζας και για τα υπόλοιπα ως άνω αιτήματά της, πλην αυτού που αναφέρεται στην ανωτέρω από 3-10-2018 επιστολή. Επιπλέον, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ίσχυαν στην Ελλάδα τα μέτρα ελέγχου της διακίνησης κεφαλαίων («capital controls»), τα οποία καθιστούσαν την κατοχή σχετικής κάρτας τραπέζης αναγκαία για τη διενέργεια των εν γένει καθημερινών συναλλαγών, έτσι, και η ενάγουσα ήταν αναγκαίο να διαθέτει τέτοια κάρτα για το λόγο αυτό. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα είχε γνώση της ανωτέρω κίνησης του λογαριασμού αυτού, δηλαδή και των ως άνω μεταφορών τις οποίες είχε πραγματοποιήσει ο εναγόμενος, τουλάχιστον από την 8-8-2016, όταν πλέον είχε ήδη μεταφερθεί το σημαντικό ποσό των 30.000 ευρώ συνολικώς. Ωστόσο, η πρώτη ουσιαστική αντίδραση της ενάγουσας στις μεταφορές αυτές των χρημάτων στις οποίες προέβη ο εναγόμενος, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, έλαβε χώρα στις 30-11-2016, δύο εβδομάδες μετά την τελευταία μεταφορά του ποσού 35.000 ευρώ, όταν αυτή προέβη στην ανωτέρω ανάκληση των προς τον εναγόμενο πληρεξουσίων και στη συνέχεια, μετά την παρέλευση πλέον των πέντε μηνών, στις 11-5-2017, απέστειλε στον εναγόμενο το από 9-5-2017 εξώδικό της, με το οποίο διαμαρτυρόταν, για τις ανωτέρω ενέργειές του και ζητούσε από εκείνον να της επιστρέψει το ανωτέρω ποσό των 100.000 ευρώ, ασκώντας, κατόπιν, την κρινόμενη αγωγή. Από την ως άνω συμπεριφορά της ενάγουσας, δηλαδή της παρέλευσης του ανωτέρω σημαντικού χρονικού διαστήματος από τη γνώση της μεταφοράς, μέσω του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού, των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών μέχρι την εκδήλωση της πρώτης αντίδρασής της, κατά τα τέλη του Νοεμβρίου 2016, χωρίς εκείνη, στο μεταξύ, να έχει προβεί σε κάποια ενέργεια παρεμπόδισης της μεταφοράς των ποσών αυτών (λ.χ. ειδοποίησης της τράπεζας, αποστολής εξωδίκου στον εναγόμενο), ενισχύεται η προαναφερθείσα κρίση περί της ύπαρξης συμφωνίας των διαδίκων για τη μη υποχρέωση του εναγομένου να αποδώσει στην ενάγουσα το ποσό (100.000 ευρώ), που είχε εισπράξει ως τίμημα από την ανωτέρω πώληση των προαναφερθέντων οχημάτων. Ως εκ τούτου, η μη απόδοση από τον εναγόμενο στην ενάγουσα του ανωτέρω εισπραχθέντος ποσού (100.000 ευρώ) δεν αποδεικνύεται ότι συνιστά την αντίστοιχη πράξη της παράνομης ιδιοποίησης και συγκριμένα την επικληθείσα από την ενάγουσα αδικοπραξία, δηλαδή τη σχετική αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, ενόψει της ύπαρξης της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων, βάσει της οποίας ο εναγόμενος αρνήθηκε την απόδοση στην ενάγουσα του ποσού αυτού (100.000 ευρώ). Σημειωτέον ότι η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τη μεταγενέστερη μεταστροφή και σχετική αντίδραση της ενάγουσας, ενόψει του ότι ο εναγόμενος ενήργησε, νομίμως, στο πλαίσιο των ως άνω συμφωνηθέντων όρων της ανωτέρω συμβάσεως εντολής. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, δεν υφίσταται η επικληθείσα από την ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, αδικοπραξία,ούτε η αντίστοιχη υποχρέωση του εναγόμενου προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση. Επίσης, για τους ίδιους ανωτέρω λόγους, δεν υφίσταται η επικληθείσα (επικουρικώς) από την ενάγουσα αξίωσή της κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ανωτέρω ποσό (100.000 ευρώ) περιήλθε στον εναγόμενο στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως εντολής, κατά συνέπεια δεν πληροίτε η σχετική προϋπόθεση της ελλείψεως νομίμου αιτίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει,συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (υπ’ αριθ. ……………./2018 ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 29-6-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ