ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Δ.Π..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία ‘’ ……… ‘’ και τον διακριτικό τίτλο ‘’ ………… ‘’, με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στον …… (οδός ……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σοφίας Παπαθανασίου (με δήλωση κατ΄ άρθρον 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου – Αλέξανδρου Μούκα (με δήλωση κατ΄ άρθρον 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας την από 26-1-2022 και με αριθμό εκθ. κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./26-1-2022 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. 2950/2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 5-12-2022 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../5-12-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../5-12-2022, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 11ης-5-2023, οπότε η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 17.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2950/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία.
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.
Από τη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Για δε την εφαρμογή της διάταξης αυτής (που μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη και δεν ελέγχεται αναιρετικά), προϋποτίθεται η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση της μιας πράξης, που τελέσθηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά. Ως εκκρεμής νοείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη δια της εκ μέρους του Εισαγγελέα Πρωτοδικών είτε παραγγελίας κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης είτε της εισαγωγής της υπόθεσης με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, χωρίς να αρκεί η υποβολή έγκλησης ή μήνυσης ούτε η διενέργεια, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, προκαταρκτικής εξέτασης ως προς τη διάπραξη του εγκλήματος [ΑΠ 537/2012 ΝοΒ 2012.2359, Εφ.Λαμ. 56/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 351/2012 Δικογραφία 2012.714, Εφ.Θεσ. 457/2011 Αρμ 2011.1022, Εφ.Πειρ.(Μον). 194/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην από 26-1-2022 (με Ε.Α.Κ. ……./2022) αγωγή της, με την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της από 7-1-2022 αγωγής της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ότι στις 20-1-2019 προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία, που διατηρεί επιχείρηση φροντίδας ηλικιωμένων στον Πειραιά, προκειμένου να εργαστεί ως πρακτική νοσοκόμα, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 650 ευρώ. Ότι, στις 31-7-2021 η εργοδότριά της – εναγόμενη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της χωρίς να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, την οποία της κατέβαλε στις 16-12-2021. Ότι, από την απασχόλησή της στην εναγόμενη διατηρεί αξιώσεις για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, το Σάββατο ως 6η ημέρα της εβδομάδας, κατά τις νυκτερινές ώρες καθημερινών και αργιών, καθώς και για επιδόματα εορτών και αδείας, όπως και αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας. Ζητούσε δε ακολούθως, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή: 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 31-7-2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της εκ μέρους της εναγόμενης και να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας, μέχρι τις 15-12-2021, το ποσό των 2.925 ευρώ, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 9.322,74 ευρώ ως αμοιβή της για την εργασία της κατά τις Κυριακές και αργίες, το Σάββατο ως 6η ημέρα, κατά τις νυκτερινές ώρες καθημερινών και αργιών, για τα επιδόματα εορτών και αδείας και ως αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, όλα τα δε ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοσης της αγωγής καθώς επίσης και το ποσό των 7.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω συμπεριφορά της εναγόμενης (ήτοι τη μη καταβολή των δεδουλευμένων της και την απόλυσή της χωρίς την καταβολή αποζημίωσης), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 3) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να προσκομίσει παρουσιολόγιο του προσωπικού της. Τέλος, η ενάγουσα ζητούσε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2950/2022) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε ως απαράδεκτο το πρώτο αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 31-7-2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους της εναγόμενης και της καταβολής μισθών υπερημερίας, διότι η αγωγή ασκήθηκε μετά το πέρας της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που θέτει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955, καθώς επίσης και το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια ανάπαυσης των ετών 2019, 2020 και 2021, λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι, η ενάγουσα – εργαζόμενη υπέβαλε σχετικό αίτημα (χορήγησης αδείας) προς την εναγόμενη – εργοδότριά της και ότι η τελευταία, από υπαιτιότητά της, δεν τη χορήγησε, όπως απαιτείται για να είναι ορισμένο το εν λόγω αίτημα, με το οποίο ζητείται, από τον μισθωτό, η καταβολή προσαύξησης των αποδοχών άδειας κατά 100%, λόγω μη χορήγησης της άδειας εντός του έτους κατά το οποίο δικαιούται να τη λάβει. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε κατά τα λοιπά την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο λόγω μη στοιχειοθέτησης αδικοπραξίας, όπως ειδικότερα αναλύεται στην εκκαλουμένη και στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα επίσης εκτιθέμενα σε αυτήν, απορρίπτοντας το τρίτο αίτημα της αγωγής περί προσκόμισης από την εναγόμενη του παρουσιολογίου του προσωπικού της, ως ανευ αντικειμένου, καθώς αυτό προσκομίστηκε. Υποχρέωσε δε την εναγόμενη, κηρύσσοντας την εκκαλουμένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει στην ενάγουσα, νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση διακρίσεις, το συνολικό ποσό των 686,47 ευρώ, το οποίο έχει ήδη καταβληθεί στην ενάγουσα, όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Το ποσό αυτό αφορά διαφορές μεταξύ οφειλόμενων και καταβληθέντων ποσών για επίδομα Πάσχα 2019 (319 ευρώ), επίδομα Χριστουγέννων 2019 (358,32 ευρώ), επίδομα αδείας 2019, και επίδομα Πάσχα 2020 (7,62 ευρώ). Οι διαφορές στα εν λόγω κονδύλια συνολικού ύψους 679,85 ευρώ (ήτοι πλην του τελευταίου ποσού των 7,62 ευρώ), προέκυψαν διότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν στην εναγόμενη από 20-1-2019, όπως αυτή ισχυρίζεται στην αγωγή της, και όχι από 2-7-2019, που έγινε η επίσημη πρόσληψή της από την τελευταία, ενώ το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε όλα τα υπόλοιπα κονδύλια της αγωγής, που είχαν κριθεί ως παραδεκτά, ορισμένα και νόμιμα, ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή της αντιδίκου της.
Οι λόγοι της ένδικης έφεσης αφορούν ουσιαστικά στην παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η ενάγουσα άρχισε να εργάζεται στην εναγόμενη στις 20-1-2019 και όχι στις 2-7-2019, που έγινε η τυπική δήλωση πρόσληψή της, ημερομηνία που, αντίθετα, η τελευταία (εναγόμενη – εκκαλούσα) υποστηρίζει ότι ταυτίζεται με την πραγματική πρόσληψή της. Η παραδοχή αυτή εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οδήγησε, όπως προαναφέρθηκε, στην επιδίκαση στην ενάγουσα του προαναφερθέντος ποσού για τις ως άνω αιτίες. Ως προς τα λοιπά δε αιτήματά της που απορρίφθηκε η αγωγή, δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με την κρινόμενη έφεση της εναγόμενης – εκκαλούσας, ενώ η ενάγουσα – εφεσίβλητη δεν έχει ασκήσει έφεση ή αντέφεση.
Το παρόν Δικαστήριο συνεκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης αυτού, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, τις υπ’ αρ. …, …/21-2-2022 και …./11-3-2022 ένορκες βεβαιώσεις των …………., αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει η ενάγουσα – εφεσίβλητη και λήφθηκαν, με επιμέλειά της, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιώς ……. (η τρίτη εξ αυτών μετά τη συζήτηση της αγωγής, προς αντίκρουση ισχυρισμών της εναγόμενης), κατόπιν νοµότυπης κλήτευσης της τελευταίας (βλ. υπ’ αρ. …/16-2-2022 έκθεση επίδοσης, για τις δυο πρώτες και υπ΄αρ. …/8-3-202 έκθεση επίδοσης, για την τρίτη, της δικαστικής επιµελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……), καθώς επίσης τις υπ’ αρ. … και …/2-3-2022 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ………, αντίστοιχα, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιώς ……… και τις υπ’ αρ. … και …./2-3-2022 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ………… αντίστοιχα, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αθηνών ……….., τις οποίες επικαλείται και προσκοµίζει η εναγόμενη, µε επιμέλεια της οποίας λήφθηκαν, κατόπιν νοµότυπης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ………./25-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών ………. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δεν έλαβε υπόψη του, ως υπεράριθμη, την ως άνω τέταρτη (με αρ. ………./2-3-2022) ένορκη βεβαίωση που προσκομίστηκε από την εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα, καθώς, αντίθετα με όσα αβάσιμα η τελευταία υποστηρίζει στον τελευταίο (έκτο) λόγο της ένδικης έφεσής της, η διάταξη του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 22 του Ν.4842/2021, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο της άσκησης αλλά και της συζήτησης της ένδικης αγωγής, προβλέπει τη δυνατότητα προσκόµισης έως τριών ενόρκων βεβαιώσεων από κάθε διάδικο και δύο για την αντίκρουση για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Ο λόγος, ωστόσο, αυτός της έφεσης αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παραδεκτά προσκομίζεται και λαμβάνεται υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω ένορκη βεβαίωση (άρθρο 529 παρ.1 σε συνδυασμό με 422 παρ.3 ΚΠολΔ, ΑΠ 383/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν θα ληφθεί, όμως, υπόψη η από 1-3-2022 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 Ν. 1599/1986 του ……….., που δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην ένδικη υπόθεση, διότι η μαρτυρία που δίδεται με τη δήλωση ή βεβαίωση τρίτων του άρθρου 1 του Ν.Δ. 105/1969 ή 8 του Ν. 1599/1986, χωρίς δηλαδή να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 422 του ΚΠολΔ (για ένορκες βεβαιώσεις), ούτε των άρθρων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικό μέσο σε ορισμένη πολιτική δίκη, όπως εν προκειμένω (Ολ.ΑΠ 8/1987 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2021, ΑΠ 567/2018, ΑΠ 1182/2012, Εφ.Αθ.(Μον). 16/2023, Εφ.Πειρ.(Μον). 50/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ωστόσο, από την εκτίμηση των ως άνω αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαμορφώσει ασφαλή κρίση περί του κρίσιμου ζητήματος για τη διάγνωση της διαφοράς, ήτοι του χρόνου πρόσληψης της ενάγουσας, δεδομένου ότι, η απόδειξη του ζητήματος αυτού εξαρτάται κυρίως από τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, αφού, ως προς την πραγματική ημερομηνία πρόσληψης, αν αυτή δεν είναι η επίσημη, είναι δυσχερές να υπάρχουν έγγραφα. Τα αναφερόμενα, όμως, από τους προαναφερθέντες μάρτυρες – ενόρκως βεβαιούντες, οι οποίοι και από τις δύο πλευρές αναφέρουν ότι έχουν ιδίαν αντίληψη όσων καταθέτουν, είναι αντικρουόμενα. Δεν μπορεί δε να στηριχθεί η κρίση του Δικαστηρίου, στο ότι, σύμφωνα με την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, ‘’…. τα ποσά που αφορούν σε εργασία κατά τις ημέρες Κυριακής, που η ενάγουσα συνομολογεί ότι έλαβε, προκύπτει ότι τούτα (τα ποσά) ανταποκρίνονται στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εργασίας, συμφώνως με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η δε ημερομηνία της 2-7-2019 ανταποκρίνεται στην τυπική πρόσληψη της ενάγουσας ‘’, καθώς, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη – εκκαλούσα στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ο υπολογισμός αυτός είναι αυθαίρετος, ενώ όπως επίσης υποστηρίζει η τελευταία στον τρίτο λόγο της έφεσης, είναι εσφαλμένος ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η αμοιβή της ενάγουσας κατά τις Κυριακές, ανεξάρτητα του ότι τελικά απέρριψε το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο.
Η ενάγουσα – εφεσίβλητη ζητεί, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της, την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ΄ άρθρο 250 ΚΠολΔ μέχρι της έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 23-5-2022 (ΑΒΜ …………) μήνυσής που υπέβαλε εναντίον των ως άνω μαρτύρων ………….. στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα, καθώς και της εξετασθείσας ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα της τελευταίας, ……………, για τις πράξεις της ψευδούς κατάθεσης, συκοφαντικής δυσφήμισης και απάτης, όσον αφορά τα περιστατικά που κατέθεσαν για την ένδικη υπόθεση, μεταξύ των οποίων και το κρίσιμο της ημερομηνίας έναρξης της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας με την εναγόμενη. Ενόψει, όμως, ότι η εν λόγω μήνυση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη έγγραφο πορείας αυτής, βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας, δεν δύναται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, να εφαρμοστεί το άρθρο 250 ΚΠολΔ, σχετικά με την ανωτέρω μήνυση, η εφαρμογή του οποίου προϋποθέτει εκκρεμή δίκη, ήτοι να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.
Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα – εφεσίβλητη έγγραφα, κατόπιν της από 18-4-2022 μήνυσης (με ΑΒΜ …….) της ως άνω ενόρκως βεβαιούσας στην υπ΄αρ. …/21-2-2022 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ………… κατά της ……., ενόρκως βεβαιούσας στην ως άνω υπ΄αρ. ……./2-3-2022 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της τελευταίας για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης, εκκρεμεί δε η εκδίκασή τους στο Θ΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 29ης-11-2024. Οι πράξεις αυτές αφορούν ακριβώς στα όσα κατέθεσε η ανωτέρω μάρτυρας – ήδη κατηγορουμένη στην εν λόγω ένορκη βεβαίωσή της, μεταξύ των οποίων το κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα δίκη, περί του χρόνου πρόσληψης της ενάγουσας από την εναγόμενη, τον οποίο η κατηγορούμενη, που εργαζόταν στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων της εναγόμενης, προσδιορίζει, στην ένορκη βεβαίωσή της, στις 2-7-2019, οπότε και η επίσημη πρόσληψή της ενάγουσας (όπως άλλωστε και οι ως άνω μάρτυρες στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η εναγόμενη, κατά των οποίων έχει ασκηθεί η προαναφερθείσα από 23-5-2022 με ΑΒΜ ………. μήνυση από την ενάγουσα). Αντίθετα η μηνύτρια, της οποίας η μητέρα φιλοξενούνταν στην εν λόγω μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, προσδιορίζει, στη δική της ένορκη βεβαίωση, τον χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας περί τα μέσα Ιανουαρίου 2019 (όπως και οι λοιποί μάρτυρες στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η ενάγουσα). Ειδικότερα, η κατηγορούμενη …………. αναφέρει στην παραπάνω ένορκη βεβαίωσή της, ότι η ίδια σύστησε την ενάγουσα στην εναγόμενη, το καλοκαίρι του 2019, όταν πληροφορήθηκε από την ……….. (μηνύτρια), την οποία γνώριζε και η οποία είχε, μετά από πρότασή της, μεταφέρει τη μητέρα της στη συγκεκριμένη μονάδα, ότι αυτή (ενάγουσα) έψαχνε για δουλειά. Από την άλλη πλευρά, η μηνύτρια, αναφέρει στη δική της ένορκη βεβαίωση ότι είναι οικογενειακές φίλες με την ενάγουσα, η οποία την είχε ενημερώσει ότι εργαζόταν στην εν λόγω μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που διατηρεί η εναγόμενη, από τον Ιανουάριο του 2019, κι αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο μετέφερε την υπερήλικη μητέρα της στην ως άνω μονάδα, τον Μάρτιο του 2019, καθώς η ενάγουσα της είχε αναφέρει θετικές πληροφορίες σχετικά με αυτή.
Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, η εκκρεμής αυτή ποινική δίκη επηρεάζει ουσιωδώς την ουσιαστική έρευνα της υπό κρίση διαφοράς, αφού μεταξύ των πραγματικών περιστατικών, σχετικά με τα οποία κατηγορείται η ως άνω ενόρκως βεβαιούσα (…………) για ψευδορκία, είναι και ο αυτά που αφορούν τον πραγματικό χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας από την εναγόμενη, ο τρόπος και οι περιστάσεις που έγινε η πρόληψη αυτή, γεγονός που είναι, όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμο, για το αν οφείλονται στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη απόφαση ποσά, για την επιδίκαση των οποίων παραπονείται η εναγόμενη- εκκαλούσα με την ένδικη έφεση.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να αχθεί σε ασφαλέστερη κρίση σχετικά με την ενώπιόν του διαφορά, πρέπει να αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ανωτέρω ποινική διαδικασία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 5-12-2022 έφεση κατά της υπ΄αρ. 2950/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούς ποινικής δίκης με αφορμή την από 18-4-2022 με ΑΒΜ ………. μήνυση, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 1η Δεκεμβρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ